<-Ενότητα 26: Το θέμα Μεγάλης Λαζίας και η γη του Αρακέλ | Ενότητα 28: ΝΑ σύνορα αυτοκρατορίας Τραπεζούντας τον 13ο αιώνα-> |
Ενότητα 27: Παραμεθόριες τής Γεωργίας: Γκουρία και Σάμτσκα
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Οι Μεγάλοι Κομνηνοί ασχολούνταν άμεσα με τους Μπαγκρατίδες βασιλείς της κεντρικής, Καρτλιανής, Γεωργίας. Αλλά οι Μπαγκρατίδες περικλείονταν στις γεωργιανές παραμεθόριες περιοχές από εξαρτώμενους ηγεμόνες, οι οποίοι ήσαν γεωγραφικά πιο στενοί γείτονες της Τραπεζούντας: τους Γκουριέλι της Γκουρίας και τους αταμπέγκ της Σάμτσκα. Όμως το Γκουριελάτο και το Σααταμπάγκο (το «αταμπεγκάτο» της Σάμτσκα) δεν ήσαν πραγματικά στενοί γείτονες, εξαιτίας αυτού του περίεργου αποτελέσματος αποστασιοποίησης που προκαλούν οι Ποντικές Άλπεις στους λαούς τους οποίους χωρίζουν. Εκτός από το συνοριακό σημείο μεταξύ Μακραιγιαλού και Γωνίας, δεν υπήρχε πραγματικό σύνορο. Το τραπεζούντιο θέμα της Μεγάλης Λαζίας ήταν προσκολλημένο στην ακτή στη μια πλευρά των βουνών και οι παραμεθόριες περιοχές της Γεωργίας κείτονταν σφιχτά στην κοιλάδα του Άκαμψι στην άλλη πλευρά, διαδοχικά θηράματα των Σελτζούκων, των Σελτζουκιδών, των Μογγόλων, των Ακ Κογιουνλού και των Οθωμανών. Ήσαν δύο διαφορετικοί κόσμοι, και στον βαθμό που οι μεσολαβούσες Άλπεις κατοικούνταν, αυτό συνέβαινε από ανεξέλεγκτους λαούς και «τυχοδιώκτες» ηγεμόνες, όπως οι Αρακέλ του Αρακέλ, που ήταν καλύτερο να τους αφήνουν μόνους. Επομένως το Γκουριελάτο και το Σααταμπάγκο συζητούνται εδώ μόνο στον βαθμό που αφορούν την Τραπεζούντα.
Η Γκουρία, μια από τις μικρότερες και φτωχότερες γεωργιανές διαιρέσεις, βρίσκεται σφηνωμένη μεταξύ του Άκαμψι στα νότια και του Φάσι (Ριόνι) στα βόρεια. Το φυσικό, αλλά συχνά όχι πραγματικό, λιμάνι της είναι ο Βαθύς (Βατούμ). Η αυτονομία της Γκουρίας δεν γίνεται σαφής πριν από το 1222, όταν τα γεωργιανά κράτη άρχισαν να αποσυντίθενται υπό την πίεση των Μογγόλων. Το 1226 (και ξανά το 1240) ο ηγεμόνας της Γκουρίας περιγράφεται για πρώτη φορά ως «ο Γκουριέλι». Όπως εκείνη του «Μεγάλου Κομνηνού», αυτή η περιγραφή είναι εν μέρει όνομα και εν μέρει τίτλος. Όπως εκείνη του «Αρακέλ», είναι εν μέρει όνομα και εν μέρει ταύτιση με μικρή περιοχή και ξεχωριστούς ανθρώπους».1
Η Γκουρία εκμεταλλεύτηκε τους Μογγόλους, για να αρχίσει σοβαρά να διεκδικεί την ανεξαρτησία της από την κεντρική Γεωργία τη δεκαετία του 1280, αλλά η μογγολική άμπωτη ανάγκασε τους τότε Γκουριέλι να υποταχθούν στον Μπαγκρατίντ Γεώργιο Ε’ (1314-46) περί το 1330. Όμως, λίγο αφότου ο Μπαγκράτ Ε’ (1360-90) ανέβηκε στον κεντρικό θρόνο της Γεωργίας, οι Σβάνοι επαναστάτησαν στα βορειοανατολικά της Γκουρίας. Ο Μπαγκράτ τους νίκησε, αλλά στη συνέχεια παραχώρησε τη Γκουρία στον ερίσταβ του Σβανέτι και το Γκουριελάτο κατείχε συνήθως η οικογένεια Βαρντανίτζε στη συνέχεια. Οι συμμαχίες του Μπαγκράτ Ε’ με τον ακριβώς σύγχρονό του, τον Αλέξιο Γ’ Μεγάλο Κομνηνό (1349-90), έχουν συζητηθεί πιο πάνω (σελ. 338). Το 1367 ο Μπαγκράτ παντρεύτηκε μια κόρη του Αλεξίου και το 1377 ένας γιος του Αλεξίου παντρεύτηκε μια αδελφή του Μπαγκράτ. Στην περίπτωση των συμμαχιών του με τους Τουρκμένους, τέτοιοι γάμοι οδήγησαν τον Αλέξιο σε ανταλλαγές κρατικών επισκέψεων. Όταν οι συγγενείς του από γάμο τον επισκέπτονταν, στην πραγματικότητα δεν έμπαιναν στην Τραπεζούντα, αλλά φιλοξενούνταν σε είδος διπλωματικής φιλοξενίας στο όρος Μίθριον, όπου έστηναν τις σκηνές τους. Αυτά τα προηγούμενα πρέπει να θυμόμαστε όταν εξετάζουμε την εγγραφή του Πανάρετου για το 1372: «Στις 6 Αυγούστου πήγαμε στη Λαζική και προς το τέλος τού μηνός και γύρω στις αρχές [Σεπτεμβρίου] συναντήσαμε τον βασιλιά Παγκράτη [Μπαγκράτ Ε΄]. Ύστερα πήγαμε στον Βαθύ [Βατούμ], όπου στήσαμε έξω τις σκηνές, έχοντας και δύο γαλέρες και σαράντα περίπου μικρά σκάφη. Εκεί συναντήσαμε και τους Γκουριέλι, που είχαν έρθει να προσκυνήσουν τον αυτοκράτορα (ἐλθόντι εἰς προσκύνησιν τοῦ βασιλέως), και αφού περάσαμε έξι μέρες εκεί, επιστρέψαμε στην πατρίδα…».2
Αυτό που συνέβη στον Βαθύ είναι ξεκάθαρο σε γεωργιανό πλαίσιο, ακόμη κι αν η προσκύνησις του Γκουριέλι μπορεί να έχει προβληματίσει τον Πανάρετο. Ο Γκουριέλι αναγνώριζε τον φεουδαρχικό του κύριο (πατρόνι) στον θεσμό γνωστό ως πατρονκμόμπα (το γεωργιανό φεουδαρχικό σύστημα).3 Το πρόβλημα είναι ότι ο Πανάρετος δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να διατηρήσει τον όρο βασιλεύς για τον δικό του αυτοκράτορα, ενώ απονέμει τον τίτλο και στον Μπαγκράτ. Πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Αλέξιος ήταν επίσης εκεί, συμπεριλαμβανόμενος στο «εμείς» του Πανάρετου, ότι ανταπέδιδε την κρατική επίσκεψη που έκανε ο Μπαγκράτ στην Μακραιγιαλού Τραπεζούντος το 1367 και ότι, με τον τρόπο των κρατικών επισκέψεων, είχε κατασκηνώσει έξω από την πόλη υποδοχής. Το πρόβλημα είναι ότι ο Πανάρετος δεν ξεκαθαρίζει σε ποιον βασιλέα απέδιδε φόρο τιμής ο Γκουριέλι. Η κοινή λογική δείχνει τον Μπαγκράτ Ε’ ως κύριο (πατρόνι) των Γκουριέλι, αλλά επειδή υπάρχει εκπληκτικός αριθμός επιχειρημάτων ότι αυτός ήταν ο Αλέξιος Γ’, τα επιχειρήματα πρέπει να παρουσιαστούν.
Δεν είναι αδιανόητο ότι ο Γκουριέλι έγινε υποτελής του Μεγάλου Κομνηνού το 1372, ή μάλλον ότι ο Μπαγκράτ άλλαξε την υποτέλεια της Γκουρίας από ένα τρίτο μέρος (Σβανέτι) σε ένα άλλο (Τραπεζούντα). Υπάρχουν αρκετοί δεσμοί μεταξύ των δύο και υπαινίσσονται ότι η Τραπεζούς ήταν ο κυρίαρχος εταίρος.
Πρώτον, υπάρχουν (ίσως) τοιχογραφίες του 15ου αιώνα σε έναν από τους τάφους κάτω και δίπλα στην Αγία Σοφία της Τραπεζούντας (αριθ. 122), τριών ή τεσσάρων μορφών των οποίων το στυλ και τα ενδύματα θυμίζουν τη σύγχρονη γεωργιανή ζωγραφική. Μια κατακερματισμένη μορφή φοράει αυτοκρατορικά ενδύματα, αλλά αυτό που φαίνεται σαν φτερό μάλλον δεν την κάνει τίποτε περισσότερο από αρχάγγελο. Απέναντί του υπάρχει όρθια μορφή που κρατάει κάτι που μοιάζει με ραβδί αξιώματος ή σκήπτρο. Επιγράφεται «[Ἄρχω]ν Γκουρίας»(βλ. σελ. 233). Οι Γκουριέλι συνδέονταν με θρησκευτικό και ταφικό κέντρο στο Τζαμοκμόντι, όπου ο Ντυμπουά ντε Μονπερό είδε τους λεηλατημένους τους τάφους, και με το Λιχάουρι, όπου χτίστηκε η εκκλησία του κάστρου από έναν Γκουριέλι το 1352 και όπου ο Γεώργιος (ο πρώτος Γκουριέλι του οποίου το όνομα ξέρουμε) και η σύζυγός του Ελένη έχτισαν καμπαναριό το 1422, τέσσερα χρόνια πριν στηθεί ο πύργος της Αγίας Σοφίας. Αλλά προφανώς ένας άρχων της Γκουρίας, αν όχι ο ίδιος ο Γκουριέλι, είναι θαμμένος στην Τραπεζούντα. Μαζί του επρόκειτο να ενωθεί ο τελευταίος ανεξάρτητος βασιλιάς των Μπαγκρατιδών, ο Σολομών Β’ της Ιμερετίας, ο οποίος θάφτηκε στην Τραπεζούντα το 1815. Ίσως, όπως ο Σολομών, ο Γκουριανός μας ήταν εξόριστος παρά υποτελής. Ίσως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι είναι ο Γεώργιος Γκουριέλι, ο οποίος πέθανε καθώς έλεγε στον Αλέξιο Δ’ Μεγάλο Κομνηνό πώς να χτίσει ένα καμπαναριό. Πέρα από αυτή την επαφή Γκουρίας-Τραπεζούντας, κανένα συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί από αυτούς τους πίνακες.4
Δεύτερον, ο τότε Γκουριέλι, ο Μαμία, υποτίθεται ότι ενώθηκε με τους Μεγάλους Κομνηνούς στη μεγάλη συμμαχία εναντίον του Τούρκου το 1459-60. Αυτή η συμμαχία ήταν κάτι σαν αποκύημα της γόνιμης φαντασίας του αρχηγού της, του Φρα Λουντοβίκο ντα Μπολόνια. Ο Μαμία (που περιγράφεται στους Δυτικούς ως «μαρκήσιος») μπορεί να μην τη γνώριζε καν. Αλλά ότι υπήρχε κάποιος σύνδεσμος υποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο Δαβίδ, ο τελευταίος Μέγας Κομνηνός, έστειλε τη σύζυγό του Ελένη Καντακουζηνή σε ασφάλεια λίγο πριν από την πολιορκία της πρωτεύουσάς του το 1461. Σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη, ο Μαμία ήταν συγγενής μέσω γάμου (ως γαμβρός), με κάποιον κατά τα άλλα μη καταγεγραμμένο τρόπο, με τους Μεγάλους Κομνηνούς. Αλλά οι αναφορές του Χαλκοκονδύλη στον Μαμία είναι τόσο μπερδεμένες, που ένας εκδότης και αρκετοί ιστορικοί οδηγήθηκαν στη σκέψη ότι το όνομα ήταν εκείνο μιας πόλης ή ακόμη και ότι ήταν η Μάνη. Όπως οι πίνακες στον τάφο δίπλα στην Αγία Σοφία, αυτά τα στοιχεία δεν αποδεικνύουν τίποτε περισσότερο από στενές σχέσεις μεταξύ των Γκουριέλι και των Μεγάλων Κομνηνών.5
Τρίτον, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Μεγάλοι Κομνηνοί είχαν κάποιου είδους κατοχή ή δικαιώματα στο Βατούμ τον 15ο αιώνα. Σύμφωνα με τους Γενουάτες, ο Ιωάννης Δ’ Μέγας Κομνηνός είχε καταλάβει ένα από τα πλοία τους στο «μέρος που λέγεται Βαθύ» (loco ubi dicitur in lo Vathi) το 1437, και εξακολουθούσαν να ζητούν αντίποινα για την προσβολή δεκατρία χρόνια αργότερα. Αλλά πριν από τότε, μέλη μιας ιδιότροπης «σταυροφορίας» της Βουργουνδίας είχαν εμφανιστεί στο Βατούμ τον Μάιο του 1445. Ο αρχηγός τους, ο Ζεφρουά ντε Τουασί, συνελήφθη (πολύ σωστά). Ο ίδιος (μάλλον εξίσου δικαίως) περιέγραψε τους ντόπιους απαγωγείς του ως «παράξενους ανθρώπους και παράξενης ζωής» (estranges gens et d‘estrange vie). Ήταν όμως ο Ιωάννης Δ’ Μέγας Κομνηνός, ή μάλλον ο Γενουάτης μεγάλος του βεστιάριος, εκείνος που μπόρεσε να ασκήσει πίεση στις αρχές στον Βαθύ για να απελευθερώσουν τον Τουασί. Και τα δύο περιστατικά υποδηλώνουν ότι οι Μεγάλοι Κομνηνοί μπορούσαν να ασκήσουν τα δικαιώματα του πατρονκμόμπα στο Βατούμ της Γκουρίας.6
Όμως δεν υπάρχουν στοιχεία ότι το Βατούμ ανήκε στους Γκουριέλι. Σίγουρα χρησιμοποιούνταν από τη Γένουα και εκείνη η Δημοκρατία ίσως έλεγχε ένα λιμάνι εκεί, ίσως από το πιο σημαντικό λιμάνι της Σεβαστούπολης (Σουχούμι), όπου οι Γενουάτες διατηρούσαν προξενείο.7 Διαφορετικά, τα στοιχεία που υπάρχουν υποδηλώνουν ότι ήσαν οι Μπαγκράτ, και όχι οι Γκουριέλι, εκείνοι που διοικούσαν τον οικισμό που υπήρχε στο Βατούμ. Η εγγραφή του Πανάρετου για το 1372, όταν ο Μεγάλος Κομνηνός, ο Γκουριέλι και ο Μπαγκράτ συναντήθηκαν όλοι στο Βατούμ, δεν καθιστά σαφές ποιος ήταν στην πραγματικότητα επικεφαλής του τόπου. Αλλά η καταχώρησή του για το 1377 δείχνει ότι η Γωνία, απέναντι από το Βατούμ, βρισκόταν τότε στα χέρια του Μπαγκράτ και όχι του Γκουριέλι. Στα μέσα του 15ου αιώνα, το Βατούμ φαίνεται ότι είχε περάσει στην ηγεμονία της Σάμστσκε (Σααταμπάγκο). Ήταν από το Βατούμ που ο Λουδοβίκος ντα Μπολόνια έβαλε τον Κβαρκβάρε Β’, αταμπέγκ της Σάμστσκε (1451-98), να γράψει στον Φίλιππο της Βουργουνδίας, σε μια εποχή που ο Γκουριέλι υποτίθεται ότι ήταν επίσης μέλος της μεγάλης συμμαχίας εναντίον του Τούρκου. Το ότι το Βατούμ μπορεί τότε να αποτελούσε πράγματι μέρος του Σααταμπάγκο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, με τον τρόπο των ηγεμόνων μικρών κρατών, όταν μια κεντρική κυβέρνηση γυρνάει την πλάτη της, ο Κβαρκβάρε Β’ παραχώρησε τα «δικαιώματά» του στο Λαζιστάν και το Ατζαριστάν (του οποίου το Βατούμ είναι σήμερα η πρωτεύουσα) στον διάδοχο του Μαμία, τον Γκουριέλι Καχαμπέρι, το 1463, πιθανώς πριν τα πάρουν πρώτοι οι Οθωμανοί. Αλλά οι Οθωμανοί έρχονταν πιο αργά από το αναμενόμενο. Έτσι οι Μπαγκρατίντ μπόρεσαν να παραχωρήσουν τα ίδια εδάφη στους Γκουριέλι το 1535, πριν οι Οθωμανοί καταλάβουν τελικά τη Γωνία και το Βατούμ το 1547-52. Οι Γκουριέλι επιβιώνουν μέχρι σήμερα, αν και ο τελευταίος Γκουριέλι που κυβέρνησε, ένας άλλος Μαμία, παρέδωσε τη Γκουρία στη Ρωσία το 1810. Τότε πια η γη του είχε ερημωθεί από αιώνες εξαγωγής του κύριου προϊόντος της, του λαού της, ως σκλάβων.8 Έτσι, ακόμη κι αν οι Μεγάλοι Κομνηνοί, τον 15ο αιώνα, μπορούσαν να έχουν δικαιώματα παρέμβασης στο Βατούμ, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι είχαν δικαιώματα υποτέλειας (patrongmoba) επί των Γκουριέλι, γιατί το ίδιο το Βατούμ βρισκόταν πρώτα στα χέρια των Μπαγκρατίντ ή των Γενουατών (ή και των δύο) και ύστερα πέρασε στο Σααταμπάγκο, ενώ ήρθε στο Γκουριέλι μόνο μετά την πτώση της Τραπεζούντας.
Έτσι, αυτό που είδαν ο Πανάρετος και ο Αλέξιος Γ’ στο Βατούμ το 1372 μάλλον δεν ήταν παρά ο φόρος τιμής του Γκουριέλι στον Μπαγκράτ Ε’. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, γιατί ο Μπαγκράτ Ε’ είχε ήδη ασκήσει τα δικαιώματά του ως κύριος (πατρόνι) της Γκουρίας, παραχωρώντας το Γκουριελάτο στον Βαρντανίτζε του Σβανέτι, και οι κρατικές επισκέψεις είναι αφορμές για ειρηνική, αν και αξιομνημόνευτη, επίδειξη δύναμης, την οποία ο Μπαγκράτ είχε εξαιρετική ευκαιρία να κάνει ενώπιον του Τραπεζούντιου καλεσμένου του. Ήταν μάλλον πιο εντυπωσιακή από τα δύο πολεμικά πλοία και τα σαράντα μικρότερα σκάφη που έφερε ο Αλέξιος Γ’ ως συνοδεία για την περίσταση.
Ας συνεχίσουμε τον περίπλου μας πέρα από τα σύνορα της Τραπεζούντιας Λαζίας, στη Γεωργία. Στα 6 χλμ. μεταξύ Σαρπ και εκβολών Άκαμψι, τα Λαζικά βουνά υποχωρούν από την ακτή σχηματίζοντας έτσι σχετικά επίπεδο τμήμα, στο οποίο υπήρχαν τρία μεγάλα διαδοχικά φρούρια που μπορούν να θεωρηθούν, για όλες τις προθέσεις και σκοπούς, ως το ίδιο μέρος και πιθανώς το ίδιο μνημείο.
Πρώτον, υπήρχε η Ἄψαρος, Ἄψορρος, Apsaro, επί του ποταμού Ἄψυρτος, των Περιπλόων, των Itineraria και του Πτολεμαίου. Αυτός είχε μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή παρεμβολή (castellum στον Πλίνιο) και ήταν το μόνο στρατόπεδο που τιμήθηκε με διπλό μαρτύριο στην ιστορία των Επτά Αδελφών: εκείνο του Αγίου Φίρμου και του Αγίου Φιρμίνου στις 7 Ιουλίου. Ο Αρριανός βρήκε όχι λιγότερες από πέντε σπείρες (cohorts) στη φρουρά εκεί, επιθεώρησε τα όπλα τους, την τάφρο, τον προμαχώνα, τους χώρους ασθενών, τις προμήθειες σιτηρών και (επειδή η επιθεώρηση ενός αξιωματικού μερικές φορές φέρνει αποζημιώσεις) τους μοίρασε αμοιβές. Τέσσερις αιώνες αργότερα, όταν τα σύνορα είχαν συρρικνωθεί δυτικά προς το Ρίζαιον, ο Προκόπιος επιβεβαιώνει ότι η Άψαρος πρέπει να ήταν σημαντικός τόπος, «αρχαία πόλη», κάποτε πολυπληθής, με μεγάλα τείχη, θέατρο και ιππόδρομο, όπου όλα, όπως πίστευε, είχαν περιοριστεί στα θεμέλιά τους.9
Το μεγάλο ορθογώνιο στρατόπεδο στην Άψαρο, που περιγράφεται από Ρώσους αρχαιολόγους και σημειώνεται πιο κάτω, αντιστοιχεί σε τέτοιο μέρος, αλλά τα φιλολογικά και αρχαιολογικά στοιχεία εγείρουν ερωτήματα. Η δύναμη που επιθεώρησε ο Αρριανός ήταν η μεγαλύτερη που αναφέρει στον Εύξεινο (αντίθετα, το Τζαναγέρ-Σουσούρμαινα είχε μόνο μια σπείρα πεζικού και μια ίλη ιππικού). Οπότε το φρούριο ίσως βρισκόταν εκεί για κάποιο διάστημα. Ο Ιώσηπος βάζει τον Αγρίππα να λέει για τους βαρβάρους που συνόρευαν με τη Μαύρη Θάλασσα: «Αυτοί οι άνθρωποι που προηγουμένως δεν αναγνώριζαν κανέναν αφέντη, ούτε ακόμη κάποιον από τις τάξεις τους, είναι τώρα υποταγμένοι σε τρεις χιλιάδες στρατιώτες, ενώ σαράντα πολεμικά πλοία φέρνουν ειρήνη σε αυτήν την κάποτε μη πλοηγήσιμη και άγρια θάλασσα».10 Αναφερόταν στη διάθεση των δυνάμεων που έγινε μετά την καθαίρεση του Πολέμωνα Β’ το 63 μ.Χ. Είναι άραγε η Άψαρος ένα από τα παλαιότερα ρωμαϊκά φρούρια της Μαύρης Θάλασσας; Δυστυχώς, οι Ρώσοι αρχαιολόγοι δεν έχουν δημοσιεύσει νομίσματα ή άλλα στοιχεία από την τοποθεσία. Το άλλο πρόβλημα είναι ότι, αν και ο Αρριανός βεβαιώνει ότι ήταν μεγάλο στρατόπεδο τον 2ο αιώνα, ο Προκόπιος ότι ήταν τέτοιο πριν από τον 6ο αιώνα, και η ιστορία των Επτά Αδελφών ότι δικαιολογούσε δύο μάρτυρες, και παρόλο που έχουμε τα λείψανα που αποδεικνύουν ότι η Άψαρος ήταν σημαντική φρουρά, ο τόπος δεν περιλαμβάνεται στη Notitia dignitatum. Την προτείναμε λοιπόν ως Ualentia,11 μειώνοντας έτσι τη φρουρά της σε μία σπείρα στις αρχές του 5ου αιώνα και προσφέροντας επίσημο ρωμαϊκό όνομα για την τοποθεσία.
Η δεύτερη περίοδος κατά την οποία η Άψαρος έγινε σημαντική ως μεθοριακό φρούριο έρχεται τον 10ο και τον 11ο αιώνα, αλλά δεν είναι αμέσως σαφές αν βρισκόταν στην ίδια τοποθεσία με το στρατόπεδο. Σίγουρα το όνομα Άψαρος δεν βρισκόταν πια σε χρήση. Υπάρχουν τρία νέα ονόματα: το Κολορίν12 για αυτήν την παραμεθόρια περιοχή, και μια παραμεθόρια τούρμα του 10ου αιώνα που πήρε το όνομά της από δύο ποταμούς, τοῦ Ἀκαμψῆ (Τσορούχ) και τῇ Μουργούλῃ (Μουργούλ Ντερέ), που σημειώνονται στο De Administrando Imperio του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου.13 Θα προτείνουμε ότι η ίδια τούρμα, όταν παίρνει το όνομά της από τα παραμεθόρια κάστρα της, πρέπει να ονομάζεται «Ανακουφή και Σωτηριούπολις». Ο Χόνιγκμαν απέδειξε ότι το ὀχυρώτατον φρούριον τὴν Ἀνακουφήν, που εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1033, δεν είναι άλλο από την Άψαρο και δεν πρέπει να συγχέεται (ως Ανακοπία) με τη Νικόψι, στα σύνορα Ζιχίας και Αβασγίας, την πατρίδα των λειψάνων του Αγίου Σίμωνα του Κανανίτη και προφανώς τη σύγχρονη Τουάπσε. Το μεθοριακό φρούριο Ανακουφή-Άψαρος παραχωρήθηκε στη συνέχεια στον Ρωμανό Γ’ από την Άλντε, την Αλανή χήρα του Γεωργίου της Αβασγίας, και από τον γιο της Δημήτριο, φιλόδοξο μικρότερο αδελφό του Μπαγκράτ (Δ’), μετά την αποστασία του Δημητρίου στο Βυζάντιο.14 Αν η Ανακουφή-Άψαρος είναι ο Άκαμψις της τούρμας στο DAI, η Μουργούλη στο νότιο άκρο αυτού του μεθοριακού τμήματος είναι η Σωτηριούπολις, που θα συζητηθεί αργότερα.
Την τρίτη φορά που η περιοχή της Αψάρου είχε μεθοριακό σταθμό ήταν η Γωνία, Gonia, Gonea, Goniya, Konia, και Gönye που πρωτοεμφανίζεται στους πορτολάνους τον 14ο αιώνα. Αναρωτιέται κανείς αν το όνομα δεν παραπέμπει στο παλιό ρωμαϊκό στρατόπεδο της Αψάρου, με τις άκαμπτα τετράγωνες γωνίες του, γιατί η τοποθεσία που δημοσίευσαν οι Ρώσοι βρίσκεται στη σύγχρονη Gonia και δεν έχουμε καμία αναφορά για άλλη. Φαίνεται ότι βρισκόταν στα χέρια του Μπαγκράτ το 1367, στη συνέχεια προφανώς πέρασε στο Σααταμπάγκο (ίσως με τη Σωτηριούπολη το 1377-86) και στους Γκουριέλι το 1463. Οι Οθωμανοί έφτασαν στο μέρος το 1547 και η αναφορά του Εβλία σε «ψηλό τετράγωνο λόφο» υποδηλώνει ότι ήταν το κάστρο της Αψάρου εκείνο που ξαναέχτισαν, αντί να ιδρύσουν άλλο από το οποίο δεν υπάρχει πια ίχνος, αν και ο Σαρντέν το περιέγραψε ως πολύ μεγάλο το 1673. Η επίσκεψη του Εβλία εκεί τη δεκαετία του 1640, όταν ήταν η βάση για αμφίβιες αποστολές εναντίον των Γεωργιανών, θυμίζει εκείνη του Αρριανού πριν από δεκαπέντε αιώνες. Και οι δύο παραπονούνταν για τους κινδύνους της τοπικής ναυτιλίας. Αυτή τη φορά ο Εβλία βρήκε φρουρά 500 στρατιωτών και, όπως ο Αρριανός, εντυπωσιάστηκε από την ανεξαρτησία των ντόπιων, αθεράπευτων φοροφυγάδων «που μπορούν να ελεγχθούν μόνο με την αιχμή μιας λόγχης». Συνεχίζει λέγοντας ότι «το κάστρο που χτίστηκε αρχικά από τους Απίστους, βρίσκεται πάνω σε ψηλό τετράγωνο λόφο, κατακτήθηκε από τον Μωάμεθ Β’ και έχει λεηλατηθεί πολλές φορές από τους Κοζάκους. Τα σπίτια έχουν όψεις από τούβλα, όπως και όλα τα τζαμιά και χάνια. Βρίσκεται στον ποταμό Άκαμψι».15 Αν πραγματικά «χτίστηκε από τους Απίστους», η ρωμαϊκή Άψαρος πρέπει να αντιπροσωπεύει τη βυζαντινή Ανακουφή καθώς και την οθωμανική Γωνία.
Πορθμεία των Λαζών διασχίζουν το στόμιο του Άκαμψι. Περίπου 6 χιλιόμετρα βορειοανατολικά βρίσκεται το «βαθύ λιμάνι», ο Βαθύς, το Lovati, Lonna, Lona, Uati, Vaty, Louathi και Louati, σήμερα Βατούμ. Είχε συνεχή ιστορία, εμφανιζόμενο στον Αρριανό και τον Πλίνιο, και πάλι σε πηγές του 13ου αιώνα και εφεξής, μερικές από τις οποίες έχουν ήδη συζητηθεί. Ως το πιο ανατολικό (και βροχερό) λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας, προσέλκυε ήδη Έλληνες που διεξήγαγαν εμπόριο παστού ψαριού από το Κουμπάν μέχρι την Τραπεζούντα μέσω Βαθέος σε ναυλωμένο γενουάτικο πλοίο το 1290, και περιστασιακά Ιταλούς στη συνέχεια, γιατί ήταν το λιμάνι μεγάλου μέρους του δουλεμπορίου των Κιρκασίων μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.16 Βορειότερα η ακτή πέφτει πέρα από τον ορίζοντα των Μεγάλων Κομνηνών και την αφήνουμε.
Παραμένει το πρόβλημα Σωτηριούπολις, η οποία έχει ταυτιστεί ποικιλοτρόπως με την Πιτυούντα (Πιτσούντα)17 και τη Σεβαστούπολη (Σουχούμι).18 Πολιτικά, η Σωτηριούπολις εμφανίζεται δύο φορές, κάθε φορά σε έναν γεωγραφικά γραμμικό κατάλογο τοπωνυμίων οι οποίοι στη διασταύρωσή τους, πρέπει να αποκαλύπτουν πού βρισκόταν στην πραγματικότητα η Σωτηριούπολις. Τον 10ο αιώνα, το De Administrado Imperio καταγράφει το κάστρον Σωτηριουπόλεως ως το νότιο άκρο σειράς τοποθεσιών, που ξεκινούν από τον Κιμμέριο Βόσπορο και καταλήγουν πέρα από τον Νικόψι ποταμό και την Αβασγία. Ήταν μεθοριακός σταθμός. Το 1223 εμφανίζεται ξανά ως το ανατολικό τέρμα ενός πιο απότομου καταλόγου. Μιλώντας για την εισβολή του Μελίκ, ο Λαζαρόπουλος (η γεωγραφία των θαυμάτων του οποίου είναι αρκετά ακριβής) αναφέρει ότι ο Ανδρόνικος Α’ Γίδων συγκέντρωσε τις δυνάμεις του «από τη Σωτηριούπολη και τη Λαζική μέχρι το Οίναιον» (Ούνιε).19 Αυτό υποδηλώνει ότι η Σωτηριούπολη βρισκόταν κοντά στη Λαζική και πέρα από αυτήν και υπονοεί ότι ήταν μεθοριακός σταθμός της αυτοκρατορίας του Γίδωνος.
Τραπεζούντιες πηγές δίνουν στρατηγούς στη Σωτηριούπολη υπό τον δούκα της Χαλδίας τον 10ο και τον 11ο αιώνα. Σε μια ενότητα της συλλογής του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (DAI, κεφ. 46), που δεν σχετίζεται με εκείνη στην οποία βρίσκεται η Σωτηριούπολη (κεφ. 42), αναφέρεται η παραμεθόρια τούρμα των δύο ποταμών, του Άκαμψι και του παραπόταμού του Μουργούλη. Έχουμε ήδη προτείνει την Άψαρο-Ανακουφή-Γωνία ως προπύργιο του Άκαμψι. Ο ποταμός Μουργούλη ενώνεται με τον Άκαμψι 30 χλμ. πριν από τις εκβολές του δεύτερου. Δύο πόλεις βρίσκονται πάνω του: η Μπόρτσκα (η γεωργιανή Φόρτσκα) με το φρούριό της και η φαινομενικά σύγχρονη πόλη εξόρυξης χαλκού που τώρα ονομάζεται Μουργούλ, 20 χλμ. νοτιοδυτικά. Υπάρχει, λοιπόν, επιχείρημα για να γίνει η Μπόρτσκα το δεύτερο προπύργιο της τούρμας. Τα ονόματα των ποταμών, Άκαμψις και Μουργούλη, δεν χρησιμοποιούνται ξανά για αυτό το σύνορο. Αντ’ αυτών, ένας στρατηγός της Σωτηριούπολις ἤτοι Βουρζώ εμφανίζεται στο Τακτικόν Οικονομίδη του 971-75. Ύστερα από αρχικούς δισταγμούς, ο Οικονομίδης πρότεινε τη Μπόρτσκα (τώρα Γενιγιόλ) για το Βουρζώ, και ως εκ τούτου για τη Σωτηριούπολη.20 Αν και αυτό προηγείται πολύ χρονικά της Φόρτσκα του Φάχτανγκ και επομένως θα ήταν η παλαιότερη αναφορά ενός ντόπιου ονόματος για τη Σωτηριούπολη, η ταύτιση ταιριάζει γεωγραφικά και στρατηγικά και βρίσκεται άψογα στη διασταύρωση των δύο αρχικών μας καταλόγων τοπωνυμίων που καταλήγουν στη Σωτηριούπολη. Μάλιστα αυτό το παραμεθόριο τμήμα των τελευταίων ξέφρενων 30 χιλιομέτρων του γρήγορου Άκαμψι είναι πολύ προφανές. Επομένως προτείνουμε μια παραμεθόρια τούρμα της Χαλδίας του 10ου αιώνα που κληρονόμησαν, αρχικά άθικτη, οι Μεγάλοι Κομνηνοί και αποτελούνταν από:
Άκαμψι ποταμό, ή |
} |
και |
{ |
Mουργούλη ποταμό, ή |
φρούριο Αψάρου, ή |
Σωτηριούπολη, με στρατηγό και επίσκοπο, ή |
|||
φρούριο Ανακουφή |
Βουρζώ (Μπόρτσκα). |
Επίσκοποι και στρατηγοί πήγαιναν χέρι-χέρι στα νέα σύνορα του 10ου αιώνα. Έτσι ένας αυτοκέφαλος αρχιεπίσκοπος Σωτηριουπόλεως αναδύεται πριν από το 912 και η έδρα εμφανίζεται κατά διαστήματα στις Notitiae μέχρι έναν κατάλογο από τις αρχές μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα, αποκλείοντας την πιθανότητα ταύτισής της με τη Σεβαστούπολη, η οποία εμφανίζεται μία φορά ως η έδρα της Αβασγίας.21 Προκύπτουν όμως επιπλοκές το αργότερο από το 1285, όταν η μητρόπολη (πλέον) Σωτηριουπόλεως βρίσκεται συνδυασμένη με εκείνη της Αλανίας. Οι Αλανοί είναι ομολογουμένως περιπατητικός λαός και η «Αλανία» είναι κάτι περισσότερο από γεωγραφική έκφραση που τους ακολουθεί, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να φτάσει η Αλανία στη Μπόρτσκα.
Οι Αλανοί προσηλυτίστηκαν το πρώτο τέταρτο του 10ου αιώνα και καμάρωναν τον δικό τους αρχιεπίσκοπο λίγο καιρό μετά το 940. Μια Ποντιακή σύνδεση έρχεται ήδη από το 998, όταν παραχωρήθηκαν στον (τώρα) μητροπολίτη Αλανίας δικαιώματα επί της μονής του Αγίου Επιφανίου στην Κερασούντα.22 Οι μετέπειτα μητροπολίτες Αλανίας έτειναν να είναι βολικά διαθέσιμοι για να υπογράφουν έγγραφα στην Κωνσταντινούπολη και να εδρεύουν οπουδήποτε εκτός από την Αλανία. Ο μητροπολίτης Αλανίας Θεόδωρος, όμως, βγήκε να αναζητήσει το ποίμνιό του το 1223. Τους συνάντησε κυρίως στην Κριμαία, τυλιγμένους σε κάποια «Κιμμερική κατήφεια». Δεν εντυπωσιάστηκε και ανέφερε την πρώτη εισβολή των Μογγόλων που επρόκειτο να σκορπίσει πολλούς Αλανούς ακόμη πιο δυτικά. Περί το 1305 ήσαν καλά εγκατεστημένοι στον Δούναβη (όπου υπάρχει, δυστυχώς, μια άλλη Σωτηριούπολη), έτοιμοι να χαιρετιστούν ως Βλάχοι από Ρουμάνους μελετητές, μέσω ενός αξιοσημείωτου κομματιού φιλολογικής ταχυδακτυλουργίας. Αλλά περί το 1305, η μητρόπολη Αλανίας ήταν σταθερά συνδεδεμένη με μια Σωτηριούπολη, η οποία θα δούμε ότι μπορεί να είναι μόνο η Ποντιακή Σωτηριούπολη, δεκατρείς πλήρεις μοίρες μακριά στην επιφάνεια της γης από εκεί όπου έπρεπε να βρίσκονται οι Αλανοί. Όμως, παρά το γεγονός ότι η Σωτηριούπολη δεν φαίνεται να έχει υπηρετήσει κανέναν Αλανό, η επισκοπή ενεργοποιείται απροσδόκητα την περίοδο 1285-1401. Ήταν συνδυασμένη έδρα από το 1285, όταν ένας Νικήτας υπέγραφε ως μητροπολίτης Αλανίας και Σωτηριουπόλεως. Όμως, ο πατριάρχης Ιωάννης ΙΔ’ Καλέκας χώρισε ξανά τις δύο έδρες λίγο μετά το 1334. Αλλά στις 2 Φεβρουαρίου 1347 ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός μπήκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Καλέκας εκθρονίστηκε και πριν από το τέλος εκείνου του μήνα κάποιος Λαυρέντιος δεν είχε χάσει χρόνο υπογράφοντας καταδίκη του Βαρλαάμ και του Ακυνδίνου ως μητροπολίτη Πάσης Αλανίας και Σωτηριουπόλεως. Ο μητροπολίτης Λαυρέντιος προφανώς ήθελε τόσο πολύ την επανένωση των δύο επισκοπών για να ενεργήσει πρόωρα και με δική του πρωτοβουλία, γιατί έλαβε άδεια να χρησιμοποιήσει και τους δύο τίτλους μόνο έξι μήνες αργότερα, όταν η Αλανία και η Σωτηριούπολη συνδέθηκαν ξανά επίσημα. Όμως ήταν ένας Συμεών μητροπολίτης Αλανίας (όχι Σωτηριουπόλεως) εκείνος τον οποίο καθαίρεσε το 1356 ο πατριάρχης Κάλλιστος Α’ (1350-53, 1355-Αύγουστος 1363), ο οποίος αποκαταστάθηκε από τη σύνοδο ως μητροπολίτης Αλανίας και Σωτηριουπόλεως τον Σεπτέμβριο του 1364, μια μεσοβασιλεία (interregnum) στην οποία κυριάρχησε ο αντίπαλος του Κάλλιστου, ο πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος (1353-55, 8 Οκτωβρίου 1364-76). Αυτή η σημαντική πράξη ένωσε και πάλι τις έδρες Αλανίας και Σωτηριουπόλεως για τελευταία φορά και για πρώτη φορά αποκάλυψε ποια ήταν η πραγματική κοσμική βάση της κοινής μητρόπολης. Η πράξη επιβεβαίωσε τα δικαιώματα του Συμεών επί της κατά τα άλλα άγνωστης εκκλησίας Θεοτόκου Παραμυθίας, στην Τραπεζούντα (αριθ. 123) και όχι στην Αλανία, και, έξω από την Τραπεζούντα, την εκκλησία της Σωτηριούπολης, αφιερωμένη στη «Θεοτόκο Αθηνιώτισσα και Λαζική», πέρα από την οποία βρισκόταν η Αλανία, ο Καύκασος, και η Ἀχωχία (Ατζαριστάν ;). Αυτή είναι η τελευταία μας αναφορά στη Σωτηριούπολη, αλλά η μεταφυτευμένη Αλανία συνέχιζε να ανθίζει στο ξένο σπίτι της στην Τραπεζούντα, ως έννοια τουλάχιστον. Το 1391 στον Θεόδωρο Πανάρετο, μεγάλο οικονόμο της Εκκλησίας της Τραπεζούντας και ίσως συγγενή του χρονογράφου, χορηγήθηκαν πατριαρχικά δικαιώματα στις Εκκλησίες της Τραπεζούντας, της Αλανίας και άλλων (αλλά όχι της Σωτηρουπόλεως), ενώ ο μητροπολίτης Τραπεζούντας επισκεπτόταν τη Ρωσία. Τελικά, το 1401, ο πατριάρχης Ματθαίος Α’ επέκρινε τον Μανουήλ Γ’ Μεγάλο Κομνηνό (επίμονο και όχι αποτυχημένο υπέρμαχο της σιμωνίας), επειδή προσπάθησε να πετύχει την εκλογή μητροπολίτη Αλανίας (αλλά όχι Σωτηριουπόλεως) πρώτα με πέντε και ύστερα με οκτώ σώμια. 23 Ίσως ακόμη πιο χαρακτηριστικό του Μεγάλου Κομνηνού δεν είναι οι δωροδοκίες του, αλλά η μικρή κλίμακα αυτών των δωροδοκιών, με ποσά της τάξης των 950 και 1.520 από τα υποτιμημένα άσπρα του.23α
Ενώ ο Κουρσάνσκις θα επισημάνει αλλού ότι η πράξη του 1364 επιβεβαιώνει τη δήλωση του Λαζαρόπουλου ότι η Σωτηριούπολη είχε σχέση με τη Λαζική και επομένως με την περιοχή της Μπόρτσκα, θα επισημάνουμε ότι ο Λαζαρόπουλος πιθανώς είχε κάποια σχέση με την πράξη του 1364. Το στοιχείο για την όλη αλληλουχία των γεγονότων είναι ότι ορισμένα συμφέροντα, τόσο τον 13ο όσο και τον 14ο αιώνα, ανυπομονούσαν να πιέσουν για την ένωση της Σωτηριούπολης με την Αλανία, παρά το γεγονός ότι οι Αλανοί δεν βρίσκονταν πουθενά κοντά στη Σωτηριούπολη. Ο βαθμός στον οποίο ήθελαν αυτή την ένωση αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ένα σχόλιον του Parthey Notitia XI και Gelzer Notitia VII διαμαρτύρεται πάρα πολύ. Ισχυρίζεται ότι η ένωση έγινε με χρυσόβουλλο του Αλεξίου Κομνηνού και με συνοδική πράξη. Η πράξη του 1364 πράγματι αναφερόταν σε χρυσόβουλλο του Καντακουζηνού και ανέφερε ότι οι δύο έδρες είχαν ενωθεί «για πολλά χρόνια». Τέτοιες ενώσεις γίνονταν συνήθως τόσο από αυτοκρατορική όσο και από συνοδική εξουσία. Ο Ντόλγκερ υπέθεσε ότι το χρυσόβουλλο είχε εκδοθεί από τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό της Κωνσταντινούπολης, αλλά κανένας τέτοιο δεν είναι γνωστό, ενώ το ότι η Αλανία και η Σωτηριούπολη ενώθηκαν πριν από τον 13ο αιώνα είναι αποδεδειγμένα αναληθές. Ούτε μπορεί να εννοείται ο Αλέξιος Α’, Β’ ή και Γ’ της Τραπεζούντας, γιατί ακόμη και οι Μεγάλοι Κομνηνοί δεν προσποιούνταν ότι ένωναν ή δημιουργούσαν μητροπολιτικές έδρες. Το σχόλιον θα μπορούσε να είχε προστεθεί οποιαδήποτε στιγμή μεταξύ 1347 και 1364, πιθανότατα πιο κοντά στη δεύτερη χρονολογία, αλλά δεν βοηθά στη χρονολόγηση της Notitia, η οποία τοποθετείται ποικιλοτρόπως μεταξύ 1298 και 1352, επειδή εμφανίζεται σε χειρόγραφο του 16ου αιώνα. Όμως, ίσως επεξηγούμενη από την πράξη του 1364, καταδεικνύει τη δύναμη του αισθήματος για το ζήτημα.24
Η σειρά των γεγονότων εξετάζεται καλύτερα σε τρία στάδια: 1204-1364, 1364-67 και 1367-91.
Στάδιο 1: 1204-1364. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι έδρες Αλανίας και Σωτηριουπόλεως χωρίστηκαν δύο φορές και ενώθηκαν τρεις φορές. Η κύρια δύναμη που επωφελήθηκε από την ένωση των δύο ήταν οι Μεγάλοι Κομνηνοί, γιατί είχαν πολιτικά και εμπορικά συμφέροντα στην Αλανία του 13ου αιώνα. Το 1222 η Τραπεζούς εξακολουθούσε να διεκδικεί μέρος της Κριμαίας, καθώς η Περατεία της και ο Αλέξιος Πακτιάρης, ο άρχων του Γίδωνος στην περιοχή, οδηγήθηκε από κακούς ανέμους στη Σινώπη με το πλοίο του που έφερνε τον φόρο υποτέλειας.25 Τον Ιανουάριο του επόμενου έτους 1223, ο μητροπολίτης Αλανίας Θεόδωρος αντίκρυσε ουσιαστικά το ποίμνιό του, όπως είδαμε. Ανέφερε στον πατριάρχη Γερμανό στη Νίκαια ότι οι Αλανοί ζούσαν σε μεγάλο βαθμό στην Κριμαία (αναφέρει ιδιαίτερα τη Χερσώνα και τον Κιμμέριο Βόσπορο) και ήσαν χριστιανοί μόνο κατ’ όνομα. Αλλά, το πιο σημαντικό, ο Θεόδωρος ανακάλυψε ότι «ένας λοιμογόνος Λαζός, που αυτοαποκαλείται επίσκοπος» είχε ήδη επισκεφτεί την Αλανία. Αυτός ο άνθρωπος είχε χειροτονήσει ιερείς μερικούς εντελώς ανίκανους Αλανούς και είχε φύγει. Πίσω από την περιφρόνηση του κρύβεται η πιθανότητα ότι αυτός ήταν πραγματικός επίσκοπος, αποκομμένος (όπως ήταν τότε η Τραπεζούς) από το πατριαρχείο και ότι καταγόταν από την Τραπεζούντα (οι Βυζαντινοί, όπως ο Παχυμέρης, αναφέρονταν στους Τραπεζούντιους τον 13ο αιώνα, μισοπεριφρονητικά, ως «Λαζ»). Θα περίμενε κανείς ότι οι Μεγάλοι Κομνηνοί θα διεκδικούσαν και θα θέσπιζαν εκκλησιαστικό, αλλά και πολιτικό, έλεγχο σε εκείνο που ήταν η δική τους Περατεία, Αλανική ή όχι. Το 1223 ο Λαζαρόπουλος ανέφερε ότι οι Γίδων κατείχε τη Σωτηριούπολη καθώς και την Περατεία. Συνδέοντας την Αλανία και τη Σωτηριούπολη, οι Μεγάλοι Κομνηνοί μπορούσαν να διατηρήσουν ζωντανά τα συμφέροντά τους στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, πολύ καιρό αφότου οι Μογγόλοι έβαλαν τέρμα στo πολιτικό τους πάτημα στην Κριμαία, διαδικασία την οποία ο μητροπολίτης Θεόδωρος είδε να ξεκινά τον Ιανουάριο του 1223. Με τη συνετή χρήση εκκλησιαστικής προστασίας, οι Μεγάλοι Κομνηνοί (όπως και οι Παλαιολόγοι) μπορούσαν να λειτουργούν πέρα από τα πολιτικά τους μέσα. Για παράδειγμα, βρίσκουμε τον Καύκασο κάπως συνδεδεμένο με την Αλανία και Σωτηριούπολη το 1364, όταν η κοινή έδρα είχε ως βάση της την Τραπεζούντα. Η επισκοπή Καυκάσου ήταν πραγματική, αν και σκιώδης, επισκοπή τον 14ο αιώνα. Η Αλανία, την οποία έλεγχε ο μητροπολίτης Συμεών από την Τραπεζούντα το 1364, περιλάμβανε ασφαλώς την Τάνα (Αζόφ), γιατί ιερείς από την Τάνα ήσαν εκείνοι που τον είχαν καταγγείλει το 1356 (και πιθανώς δεν τους άρεσε ο έλεγχος των Τραπεζούντιων). Τελικά όμως, ίσως ήταν το εμπόριο που ενδιέφερε τους Μεγάλους Κομνηνούς στην Αλανία, παρά ο οποιοσδήποτε ζήλος να σώσουν τις ψυχές των Αλανών. Η Κριμαία και η Τάνα (εκεί που φαίνεται ότι ήταν η «Αλανία») αντάλλασσαν αλάτι και παστό ψάρι για κρασί Τραπεζούντας και φουντούκια. Εκκλησιαστικά οι Έλληνες έμποροι, τους οποίους έχουμε συναντήσει να πιάνουν στον Βαθύ με τα παστά τους ψάρια, θα ταξίδευαν από την έδρα της Αλανίας στη μητρόπολη της Τραπεζούντας, μέσω της επισκοπής Σωτηριουπόλεως. Οι διασυνδέσεις είχαν εμπορικό νόημα και η ένωση των επισκοπών εδραιώθηκε ακόμη και με το αίμα ενός μάρτυρα, που καταλλήλως ήταν έμπορος. Όπως οι Έλληνες έμποροί μας παστών ψαριών του 1290, ο Άγιος Ιωάννης ο Νέος της Τραπεζούντας ναύλωσε λατινικό πλοίο. Μαρτύρησε από τους Μογγόλους το 1340 περίπου στον Κιμμέριο Βόσπορο (στο Κέρτς, όπου ο Θεόδωρος είχε βρει τους Αλανούς του και το οποίο αναμφίβολα βρισκόταν στην Τραπεζούντια Αλανία). Κακοποιήθηκε από Εβραίους και Λατίνους και κατέληξε ως προστάτης άγιος της Μολδαβίας. Υπάρχουν και άλλα στοιχεία κυκλοφορίας, γιατί το 1342 ο Ανδρέας Λιβαδηνός πήρε πλοίο (αυτή τη φορά ελληνικό) από την Τραπεζούντα για τον Κιμμέριο Βόσπορο και έζησε για να πει την ιστορία. Ήταν Τραπεζούντιος κυβερνητικός αξιωματούχος και μπορεί, όπως και σε άλλα ταξίδια του, να είχε κρατικές υποθέσεις. Η ένωση Αλανίας και Σωτηριούπολης ήταν σίγουρα πιο πολλά από απλή δοσοληψία της πατριαρχικής διοίκησης στο χαρτί.26
Μάλιστα μπορεί να προβληθεί σκεπτικό για τις αλλεπάλληλες ενώσεις και χωρισμούς Αλανίας και Σωτηριούπολης, αν γίνει κατανοητό ότι οι Μεγάλοι Κομνηνοί ήθελαν να προσαρτήσουν την Αλανία μέσω της Σωτηριούπολης, αλλά ότι η Κωνσταντινούπολη ήθελε και την Αλανία και ως εκ τούτου το διαζύγιο των εδρών. Ήταν ζήτημα πολιτικό και όχι πνευματικό, γιατί το Πατριαρχείο φαίνεται ότι χώριζε ή ένωνε τις επισκοπές σύμφωνα με αλλαγές στη σχέση του με τους Μεγάλους Κομνηνούς και όχι με την Εκκλησία της Τραπεζούντας.
Έτσι οι Μεγάλοι Κομνηνοί ίσως προσπάθησαν να προκαταλάβουν το Πατριαρχείο στέλνοντας επίσκοπο στην Αλανία πριν από το 1223. Αυτό θα ήταν αντικανονικό, αλλά η ένωση των επισκοπικών εδρών ήταν ευλογημένη, είτε ως αποτέλεσμα του Τραπεζούντιου-Πατριαρχικού κονκορδάτου του 1260, είτε της συμφωνίας Τραπεζουντίων-Παλαιολόγων του 1282. Ούτως ή άλλως, η πρώτη μαρτυρία κωνσταντινουπολίτικης κύρωσης της ένωσης Αλανίας-Σωτηριουπόλεως έρχεται το 1285. Ο πατριάρχης Ιωάννης ΙΔ’ Καλέκας χώρισε ξανά τις δύο έδρες. Προτείνουμε ότι το έκανε αυτό το 1339 ως μέρος της εκστρατείας του εναντίον του Βασιλείου Μεγάλου Κομνηνού, τον οποίο σκεφτόταν να αφορίσει για τις συζυγικές του απερισκεψίες. Ο Βασίλειος ήταν προστάτης του Λιβαδηνού, η παρουσία του οποίου στο Κερτς μπορεί να εξηγηθεί ως προσπάθεια να σωθεί η Τραπεζούντια Αλανία το 1342.27
Ο λόγος για τον δεύτερο χωρισμό των δύο εδρών, το 1356, είναι ακόμη πιο ξεκάθαρος. Γιατί αποτελεί μέρος των δραστηριοτήτων της «Κωνσταντινουπολίτικης» παράταξης στην Τραπεζούντα. Όταν οι ιερείς της Τάνας κατήγγειλαν (ή αναγκάστηκαν να καταγγείλουν) τον Συμεών, μητροπολίτης Τραπεζούντας ήταν ο Νήφων Πτερυγιωνίτης, προστατευόμενος του πατριάρχη Κάλλιστου. Ο Κάλλιστος στέρησε από τον Αλέξιο Γ’ την έδρα της Αλανίας, αλλά ο Νήφων και η «Κωνσταντινουπολίτικη» παράταξη εξάντλησαν τις προσπάθειές τους σε αποτυχημένη εξέγερση εναντίον των Μεγάλων Κομνηνών τον Οκτώβριο του 1363. Ο Νήφων στάλθηκε στη Σουμελά ατιμασμένος. Δύο μήνες αργότερα έπεσε ο Κάλλιστος. Οι όροι άρχιζαν να αντιστρέφονται.28
Στάδιο 2: 1364-67. Ο Νήφων πέθανε από πλευρίτιδα στη Σουμελά στις 18 Μαρτίου 1364. Για διάδοχό του ο Αλέξιος Γ’ μπόρεσε να αποκτήσει έναν ακριβώς αντίθετο: τον σκευοφύλακα Ιωάννη Λαζαρόπουλο, κατ’ εξοχήν πιστό δοξολόγο των Μεγάλων Κομνηνών. Δεν χρειαζόταν να πάει ο Λαζαρόπουλος στην Κωνσταντινούπολη για τη χειροτονία του, την οποία, σύμφωνα με τη διευθέτηση, θα μπορούσε να είχε κάνει ο πατριαρχικός εκπρόσωπος στην Τραπεζούντα, ο μέγας πρωτοσύγκελλος. Αλλά ο Ιωάννης Λαζαρόπουλος ενθρονίστηκε σε κάποια προκαταρκτική τελετή στην Τραπεζούντα και επέλεξε να πάει στην Κωνσταντινούπολη, ίσως επειδή η πατριαρχική μεσοβασιλεία παρουσίαζε δυσκολίες, ίσως γιατί είχε δουλειές εκεί. Θα μπορούσε να είχε φτάσει στην Κωνσταντινούπολη το νωρίτερο τον Απρίλιο του 1364, και σίγουρα ήταν εκεί τον Σεπτέμβριο, όπου η δική του επιρροή και το χέρι του βρίσκονται σίγουρα πίσω από την ακρίβεια και την έμφαση της πράξης εκείνου του μήνα, που αποκαθιστούσε τον Συμεών και ένωνε και πάλι την Αλανία και τη Σωτηριούπολη. Ήταν, φυσικά, προς το συμφέρον του Λαζαρόπουλου να εξασφαλίζει ότι ο Συμεών όντως ζούσε κάτω από τo βλέμμα του στην Τραπεζούντα. Μήπως αυτός ήταν που τον παρέσυρε με την προσφορά της Παναγίας Παραμυθίας; Όμως ο Λαζαρόπουλος δεν υπέγραψε την πράξη του Σεπτεμβρίου 1364, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχε ακόμη χειροτονηθεί μητροπολίτης Τραπεζούντας. Όμως η παρουσία του στην Κωνσταντινούπολη σίγουρα ευθύνεται για την έκδοση της πράξης από τη σύνοδο, πριν αυτή απολαύσει την ηθική εξουσία του αντιπάλου του Κάλλιστου, του Φιλόθεου, ως πατριάρχη. Ο Φιλόθεος ανέλαβε καθήκοντα στις 8 Οκτωβρίου. Πρέπει να χειροτόνησε μητροπολίτη Τραπεζούντας τον Ιωάννη (τώρα Ιωσήφ) Λαζαρόπουλο σχεδόν αμέσως, γιατί ένας μητροπολίτης Τραπεζούντας, που μπορεί να είναι μόνο ο Λαζαρόπουλος, πιθανότατα υπέγραψε συνοδικό έγγραφο πριν βγει ο μήνας. Επέστρεψε στην Τραπεζούντα ως μητροπολίτης την Κυριακή του Πάσχα, 13 Απριλίου 1365. Μαζί του ίσως ήρθε και ο Συμεών Αλανίας και Σωτηριουπόλεως.29
Ο Ιωσήφ Λαζαρόπουλος παραιτήθηκε από τον θρόνο της Τραπεζούντας στις 12 Νοεμβρίου 1367 και αποσύρθηκε στο μοναστήρι της Θεοτόκου Ελεούσας (αριθ. 121), στη Δαφνούντα. Τα επίθετα είναι τόσο σχεδόν συνώνυμα, που πρέπει να υποψιαστεί κανείς ότι αυτή δεν ήταν άλλη από την κατά τα άλλα άγνωστη Θεοτόκο Παραμυθία (αριθ. 123), που είχε παραχωρηθεί πριν από τρία χρόνια στον Συμεών Αλανίας και Σωτηριουπόλεως. Σε κάθε περίπτωση, ο Λαζαρόπουλος δεν θα ξεχνούσε τη Σωτηριούπολη όταν θα έφτανε η ώρα να γράψει τα θαύματα του Αγίου Ευγενίου.30
Στάδιο 3: 1367-91. Οι Μεγάλοι Κομνηνοί είχαν πια σταθερά την ευθύνη της μητρόπολης της Αλανίας, αλλά παραδόξως δεν γίνεται άλλη αναφορά στον σκληρά κερδισμένο σύνδεσμο με τη Σωτηριούπολη που τους είχε φέρει την Αλανία. Δεν γνωρίζουμε αν δεν υπήρχε παρά μικρός ελληνικός θύλακας και επίσκοπος υπό ξένη κυριαρχία στη Σωτηριούπολη (όπως στη Μπαϊμπούρτ ή στα Χερίανα), ή αν ο τόπος ήταν τότε κανονικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Όμως το 1364 ελεύθερη πρόσβαση ήταν προφανώς ακόμη δυνατή μεταξύ Τραπεζούντας και Σωτηριούπολης. Όπως σήμερα είναι σχετικά απλή από την ακτή κοντά στη Χόπα και πάνω από το Πέρασμα Τσανκουρταράν. Η εκκλησία της Θεοτόκου Αθηνιώτισσας βρισκόταν εκεί. Ο Ζανέν έθεσε την πιθανότητα ότι το επίθετο αναφέρεται στο Αθήναι-Παζάρ στη Λαζική,31 αλλά μάλλον έχει δίκιο προτιμώντας τη λατρεία της Αθηνιώτισσας, για την οποία ήταν επίσης διάσημη η Σουμελά.32 Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις της Μπαϊμπούρτ και της Ισπίρ, δεν βλέπουμε κανένα λόγο για τον οποίο οι Μεγάλοι Κομνηνοί δεν θα έλεγχαν τη Μπόρτσκα μέχρι το 1364 και αργότερα, γιατί δεν υπάρχουν άλλοι υποψήφιοι για ηγεμόνες της. Αλλά μεταξύ 1364 και 1391 οι μητροπολίτες Αλανίας ξέχασαν τη Σωτηριούπολη που τους είχε φέρει στην Τραπεζούντα και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου προτείνουμε ότι οι Μεγάλοι Κομνηνοί έχασαν τη Μπόρτσκα. Θα την έχασαν από το Σααταμπάγκο.
Η δύναμη του Σααταμπάγκο ενισχυόταν και εξασθενούσε σε αντίστροφη αναλογία με εκείνη του κεντρικού, Καρτλιανού, Γεωργιανού βασιλείου, που με τη σειρά του εξαρτιόταν από το πόσο έντονα το πίεζαν οι Μογγόλοι. Οι συνθήκες ήταν στο σύνολό τους ευνοϊκές για Τραπεζούντιο έλεγχο της Σωτηριούπολης και της κοιλάδας του Μούργουλη μέχρι τη δεκαετία του 1390. Ο Αλέξιος Β’ Μέγας Κομνηνός (1297-1330) συμμάχησε με το Σααταμπάγκο νυμφευόμενος την κόρη του Μπέκα Τζακέλι. Στη συνέχεια, η παλίρροια στράφηκε υπέρ του κεντρικού γεωργιανού βασιλείου και ο Γεώργιος Ε’ (1314-46) έφτασε στην Ισπίρ, πιθανώς κάτω από τα μάτια της Σωτηριούπολης, το 1334. Είδαμε πόσο προσεκτικά συμμάχησαν ο Αλέξιος Γ’ και ο Μπαγκράτ Ε’ το 1367-77. Αλλά το 1386-1403 οι Μογγόλοι κόντεψαν να βάλουν τέλος στο κεντρικό γεωργιανό βασίλειο. Ο Μπαγκράτ Ε’ αποστάτησε και η Άννα, η Τραπεζούντια σύζυγός του, έγινε αιχμάλωτη του Τιμούρ. Παρά την άγρια τιμωρία από τους Μογγόλους, το Σααταμπάγκο άκμασε κάτω από τέτοιες συνθήκες και ο Ιοάννε Β’ Τζακέλι έκανε καλά για τον εαυτό του υποτασσόμενος στον Τιμούρ το 1403. Αν (όπως έκαναν ο Μπαγκράτ Ε’ και αργότερα οι Τζακελίντ) έγινε επίσης μουσουλμάνος, τότε ο Ιοάννε μάλλον πρέπει να είναι ο ίδιος μουσουλμάνος αταμπέγκ της Ισπίρ και άρχοντας του Αρακέλ, τον οποίο συνάντησε ο Κλαβίχο δύο χρόνια αργότερα. Το Σααταμπάγκο καρπώθηκε το όφελος από την εξασθένιση της Τιφλίδας και έγινε ουσιαστικά ανεξάρτητο, ιδιαίτερα υπό τους Κβαρκβάρε Β’ και Γ’. Ταράχτηκε από τρεις μεγάλες επιδρομές των Ακ Κογιουνλού το 1458, το 1461 και το 1485. Αλλά τα εντυπωσιακά στοιχεία για την παρατεταμένη ανεξαρτησία αυτής της περιοχής βρίσκονται στο γεγονός ότι ο Μωάμεθ Β’ έστειλε τον γιο του Βαγιαζήτ να καταστείλει τον «Ματακτζέλ», ο οποίος έχει ταυτιστεί με τη Μπόρτσκα, το 1479-80, στην ίδια εκστρατεία που έβαλε τέλος στην ηγεμονία της Τορούλ. Έτσι, οι τρεις μικροσκοπικές ηγεμονίες της Τορούλ, του Αρακέλ και της κοιλάδας Μουργούλη, που συνόρευαν και συνδέονταν με την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, κράτησαν περισσότερο από τους ίδιους τους Μεγάλους Κομνηνούς. Αλλά από τις τρεις, η κοιλάδα του Μουργούλη διεκδίκησε μια πολύ πιο αρχαία μεθοριακή ταυτότητα και μπορεί να τη διατήρησε περισσότερο, γιατί οι Οθωμανοί δεν ενσωμάτωσαν τελικά αυτήν, και εκείνο που ήταν η Σωτηριούπολις, μέχρι το 1552.33
Έτσι θα περίμενε κανείς ότι η Σωτηριούπολις θα είχε περάσει από τα πιθανά χέρια της Τραπεζούντας στα πιθανά χέρια του Σααταμπάγκο μεταξύ 1377 και 1386. Στη συνέχεια δεν θα υπήρχε λόγος να συνδέεται η Αλανία με τον τόπο και το όνομα της Σωτηριούπολης δεν ξανακούγεται.
ΜΝΗΜΕΙΑ
1. Άψαρος (φωτ. 286)
Θέση. Στη Γωνία, 6 μέχρι 7 χλμ. από το Βατούμ και 1,5 μέχρι 2 χλμ. από το δέλτα του Τσορούχ.
Περιγραφή. Ένας στιβαρός ορθογώνιος περιτοιχισμένος περίβολος ρωμαϊκού μοντέλου, μεγέθους 195×245 μ. (47.775 τετραγωνικά μέτρα), με τέσσερις πύλες. Είναι ελαφρώς μικρότερος από τα Σουσούρμαινα (Τζαναγιέρ), με τα οποία πρέπει να συνδέεται, αλλά είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση λόγω μεταγενέστερης βυζαντινής και οθωμανικής επισκευής. Οι πύργοι εξωθούνται απότομα από τα τείχη. Υπάρχουν τέσσερις γωνιακοί πύργοι, ο νοτιοανατολικός στρογγυλεμένος και οι υπόλοιποι τετράγωνοι, ενώ κάθε πύλη πλαισιώνεται από τετράγωνους πύργους (η ανατολική έχει χάσει έναν πύργο). Επιπλέον, πέντε τετράγωνοι και τρεις στρογγυλεμένοι πύργοι κατανέμονται ακανόνιστα μεταξύ των πυλών και των γωνιών. Τα τείχη, ορισμένα από τα οποία εξακολουθούν να υψώνονται στα 15 μ., είναι με στοές σε ορισμένα από τα εσωτερικά τμήματα και διαγώνιες σκάλες οδηγούν στις κορυφές τους. Είναι κατασκευασμένα από μεσαίου μεγέθους τετραγωνισμένα κομμάτια πέτρας, τοποθετημένα σε κανονικές στρώσεις, με βαριά επίστρωση με ασβέστη και μικρότερες πέτρες για να γεμίζουν κενά.34
2. Βατούμ
Δεν υπάρχει κάστρο ή άλλη εμφανής αρχαιότητα στη σύγχρονη πόλη, αλλά ο Μπράιερ παρατήρησε μικρό κάστρο σε χαμηλό ανάχωμα ανάμεσα σε δέντρα, περίπου 2 χλμ. βορειοανατολικά της πόλης και στην ανατολική πλευρά του δρόμου.
3. Μπόρτσκα35
Τα ερείπια μικρού κάστρου ή οχυρού είναι σφηνωμένα ανάμεσα στη δυτική όχθη του γρήγορου ποταμού Μουργούλη και ενός προεξέχοντος βενζινάδικου στον δρόμο της Χόπα, στην είσοδο της Μπόρτσκα, σε μια γέφυρα που οδηγεί στη σύγχρονη πόλη στην ανατολική όχθη. Χτισμένο σε βραχώδες ύψωμα πάνω από τον ποταμό, το κάστρο έχει περίπου κυκλικό σχήμα, με διάμετρο περίπου 30 μ. Στα βορειοανατολικά τείχη του είναι ενσωματωμένο ένα παρεκκλήσι. Απλό ορθογώνιο με δυτική θύρα και ημικυκλική αψίδα, το παρεκκλήσι έχει μέγεθος περίπου 6×4 μ. Οι τοίχοι του φτάνουν σε ύψος 1,5 μ. Εκτός από λαξευτούς γωνιόλιθους, είναι χτισμένο από μεγάλες πέτρες τυχαίας στρώσης. Το κονίαμα, κατασκευασμένο με άφθονο χαλίκι, είναι καλά συμπιεσμένο. Υπάρχει λειτουργική κόγχη στη βόρεια πλευρά της αψίδας, η οποία έχει δύο παράθυρα και θέα προς τον ποταμό στα ανατολικά.
Θα ήταν πάρα πολύ να ζητούσαμε από αυτό το σεμνό παρεκκλήσι να το διεκδικήσουμε ως την Θεοτόκο Αθηνιώτισσα, πόσο μάλλον για τον καθεδρικό ναό της Σωτηριούπολης. Αλλά είναι κανονικού Τραπεζούντιου τύπου και δεν μπορούμε να αποφύγουμε το γεγονός ότι, όπως τα παρεκκλήσια στη Μπαϊμπούρτ και την Ισπίρ, είναι χτισμένο μέσα σε κάστρο. Άρα το παρεκκλήσι πιθανότατα προηγείται της οθωμανικής κατάκτησης του 1552, οπότε μπορεί κάλλιστα να ανήκει στην περίοδο ενδιαφέροντος των Μεγάλων Κομνηνών για τον τόπο και να αντιπροσωπεύει το ανατολικότερο από όλα τα Τραπεζούντια μνημεία.
<-Ενότητα 26: Το θέμα Μεγάλης Λαζίας και η γη του Αρακέλ | Ενότητα 28: ΝΑ σύνορα αυτοκρατορίας Τραπεζούντας τον 13ο αιώνα-> |