29. Ενότητα 26. Το θέμα Μεγάλης Λαζίας και η γη του Αρακέλ

<-Ενότητα 25: Το βάνδον Ριζαίου Ενότητα 27: Παραμεθόριες τής Γεωργίας: Γκουρία και Σάμτσκα->

Ενότητα 26: Το θέμα Μεγάλης Λαζίας και η γη του Αρακέλ

ΙΣΤΟΡΙΚΟ, ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Παρά τους μοναδικούς λαούς που δίνουν τον χαρακτήρα τους στην έκταση, ή λόγω αυτών, τα ανατολικά ποντιακά σύνορα είναι από τα πιο σταθερά και ανθεκτικά στον κόσμο. Για σχεδόν δύο χιλιετίες, τα παράκτια σύνορα μεταξύ των δυνάμεων της Ανατολίας και του Καυκάσου έχουν βρει τον δρόμο τους πίσω στις εκβολές του ποταμού Άκαμψι (Τσορούχ) ύστερα από κάθε αναταραχή. Στα ανατολικά και βόρεια βρισκόταν το αρχαίο βασίλειο των Λαζών, κράτος εξαρτημένο από τη Ρώμη από τον 1ο αιώνα (επικυρώθηκε το 378), από την Περσία από το 457, και από το Βυζάντιο από το 522 (επικυρώθηκε το 561). Όμως δεν αποτελεί πολιτιστικό όριο, γιατί ορισμένοι Καυκάσιοι λαοί παρέμειναν στα δυτικά του, οι μόνοι Γεωργιανοί που έζησαν στην Ανατολία και διατήρησαν την ταυτότητά τους. Αποχωρισμένοι από το βασίλειο των Λαζών, ίσως δεν ήσαν τόσο πολύ Λαζοί όσο οι αὐτόνομοι ἄνθρωποι τους οποίους γνώριζε ο Προκόπιος, αντικαθιστώντας τους Βεχείρους, τους Βυζήρες, τους Εχεχειριείς και τους τερατώδεις Μοσσύνοικους της αρχαιότητας ή καταγόμενοι από αυτούς. Όμως επέζησαν και επιβιώνουν, ως «Λαζοί» υπό διαδοχική βυζαντινή, τραπεζούντια και τουρκική κυριαρχία, πολύ αφότου ξεχάστηκαν το βασίλειο της Λαζίας και ο λαός του.1

Ρωμαϊκοί και πρωτο-βυζαντινοί στρατιωτικοί και ιεραποστολικοί σταθμοί σίγουρα εκτείνονταν πέρα από τον Άκαμψι, φτάνοντας σε διάφορες περιόδους στη Σεβαστούπολη και στην Πιτυούντα, αλλά το μεγάλο στρατόπεδο στην Άψαρο, που επιθεωρήθηκε από τον Αρριανό και υπήρξε η υποτιθέμενη σκηνή των μαρτυρίων του Αγίου Φίρμου και του Αγίου Φιρμίνου, ήταν πιο στέρεο φυλάκιο. Το πραγματικό σύνορο είχε πιθανώς υποχωρήσει προς το Ρίζαιον τον 6ο αιώνα, αλλά επέστρεψε στο Κώλοριν (προτείνουμε στην ίδια ζώνη νότια του στομίου του Άκαμψι) τον 10ο αιώνα.2 Το κληρονόμησαν οι Μεγάλοι Κομνηνοί, των οποίων οι υπάλληλοι έδωσαν μεγαλεπήβολα σε αυτό που ισοδυναμούσε με φυλετικό αποκλειστικό τομέα των Λαζών, το όνομα του μόνου γνωστού θέματος της αυτοκρατορίας: Θέμα της Μεγάλης Λαζίας.3 Αυτό το πιο αρχαίο από τα βυζαντινά σύνορα επέζησε της πτώσης της ίδιας της Κωνσταντινούπολης. Οι Οθωμανοί αντικατέστησαν (ή ξανάχτισαν) την Άψαρο με φρούριο στη Γωνία το 1547 και σήμερα, ύστερα από αλλαγές τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, τα σοβιετο-τουρκικά σύνορα έχουν συμφωνηθεί στο Σαρπ. Επειδή τον 14ο αιώνα η Μακραιγιαλού βρισκόταν στα χέρια των Τραπεζούντιων και η Γωνία, 9 χλμ. προς τα βόρεια, φαίνεται ότι βρισκόταν στα χέρια της Γεωργίας, θεωρήσαμε το σύγχρονο σύνορο στο Σαρπ ως εκείνο επίσης του θέματος της Μεγάλης Λαζίας. Ελάχιστα όμως υπάρχουν για να διαλέξει κανείς, αφού η Άψαρος, η Γωνία, το στόμιο του Άκαμψι και το Σαρπ βρίσκονται σε απόσταση 6 χιλιομέτρων το ένα από το άλλο.

Οι διεκδικήσεις, τουλάχιστον, των Μεγάλων Κομνηνών δεν φαίνεται να περιορίζονταν πάντοτε από αυτά τα σύνορα. Εκείνο που ήταν ίσως μια αξίωση για την ιστορική Λαζία πριν από το 1222, ακολουθήθηκε, κατά την πρώτη μογγολική περίοδο, από τις προελάσεις του Δαβίδ Ε’ Νάριν (1245-92), ο οποίος το 1282 επιτέθηκε στην ίδια την Τραπεζούντα. Η άμπωτη των Μογγόλων συνέπεσε με τη βασιλεία του Γεωργίου Ε’ (1314-46), ο οποίος κατέλαβε τη Γκουρία, με βάση τον Βαθύ ακριβώς βόρεια της εκβολής του Άκαμψι, περί το 1330, και έφτασε στην Ισπίρ το 1334. Όμως, ο Αλέξιος Γ’ Μέγας Κομνηνός (1349-90) ανέστρεψε τη γεωργιανή παλίρροια εκμεταλλευόμενος την ταλαιπωρία του Μπαγκράτ Ε’ (1360-93) –με τον οποίο πάντρεψε την κόρη του– κατά τη δεύτερη μογγολική απειλή. Η Γκουρία είχε δεσμούς με την Τραπεζούντα περί το 1373, οι οποίοι φαίνεται ότι παρέμειναν μέχρι το 1461. Κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και η επιρροή της δεν συρρικνώθηκαν τόσο πολύ όσο μετακινήθηκαν ως σύνολο προς τα ανατολικά.4

Στη Λαζία όμως ο βυζαντινός, ο τραπεζούντιος και ο οθωμανικός έλεγχος περιοριζόταν πάντοτε στους παράκτιους σταθμούς τους. Μέσα στις κοιλάδες οι ντόπιοι ορεσίβιοι έκαναν τη δική τους δουλειά ως «αυτόνομοι λαοί», τους οποίους σημείωσε ο Προκόπιος. Είχαν ακόμη μεγαλύτερη κυριαρχία πάνω στους ξένους, γιατί φαίνεται ότι μονοπωλούσαν σε μεγάλο βαθμό την παράκτια ναυτιλία, εξαιρετικά σημαντική σε μια περιοχή όπου, όπως θα δούμε, ένας ρυθμός χερσαίου ταξιδιού δεκαπέντε χιλιομέτρων την ημέρα ήταν καλός. Τα σκάφη που μετέφεραν στρατούς την εποχή των Τραπεζούντιων, καθώς και σε εκείνη του Εβλία Τσελεμπή, κατά μήκος αυτής της ακτής ήσαν των Λαζών.5

Το Τραπεζούντιο θέμα της Μεγάλης Λαζίας φαίνεται ότι ξεκινούσε από το Ἀθηνῶν ἄκρον και τον οικισμό Ἀθῆναι, Σίντενα, Σεντίνα, Αθήνις, Αθήνας και Ατίνα, που τώρα μετονομάστηκε κατάλληλα, αν και χωρίς φαντασία, σε Παζάρ. Στους μελετητές αρχαιοτήτων από τον Αρριανό, τον Προκόπιο και τον Βησσαρίωνα και μετά έχει προκαλέσει ενδιαφέρον το όνομα. Φυσικά έχει αναζητηθεί σύνδεση με την Αθηνά, στήλες του ναού της οποίας σημειώθηκαν πρόθυμα από τον Ροτιέρς το 1820 και από τον Κοχ αργότερα. Εναλλακτικά, υποτίθεται ότι είναι ο τόπος ταφής μιας τοπικής βασίλισσας, της Αθηναίας. Στην πραγματικότητα, όπως επισημαίνει ο Άλεν, το Αθήναι μπορεί κάλλιστα να προέρχεται, όπως τόσα πολλά τοπωνύμια αυτής της περιοχής που ξεκινούν με Α-, από λέξη των Λαζών, στην προκειμένη περίπτωση μια λέξη που σημαίνει «το μέρος όπου υπάρχει σκιά». Μάλιστα υπάρχει κι άλλη μεσαιωνική τοποθεσία που ονομάζεται Ateni στην κυρίως Γεωργία. Με την ίδια λογική, το Ρίζαιον μπορεί να είναι «το μέρος όπου συναντώνται άνθρωποι (ή στρατιώτες)» και το Μαπαβρί σημαίνει «φυλλώδες». Η ακμή του τόπου που ονομάζεται Αθήναι ήρθε νωρίς. Προβάλλει στους Περίπλοες και στα Itineraria, αλλά όχι στη Notitia dignitatum. Το φρούριό του είχε ήδη περιγραφεί ως εγκαταλειμμένο τον 2ο αιώνα, όταν ο τόπος δεν πρόσφερε παρά μικρό καλοκαιρινό αγκυροβόλιο. Το ελκυστικό κάστρο σκαρφαλωμένο σε βράχο στη θάλασσα εκεί, που περιγράφεται πιο κάτω, είναι μεταγενέστερο μεσαιωνικό και πιθανότατα τραπεζούντιο κτίσμα, που πέρασε στα χέρια των Οθωμανών.6

Από το σύγχρονο Παζάρ ο ποταμός Ζαγάτις,7 τώρα ο Παζάρ ή Σούσα Ντερέ, οδηγεί προς νότο. Ένας κλάδος φτάνει στα υψώματα του Χεμσίν. Περίπου 8 χιλιόμετρα στην ενδοχώρα υπάρχει κάστρο, το Τζιχάρ ή Κίσε Καλέ. Στο Σάπο, περίπου 3 χλμ. ανατολικά του Παζάρ, υπάρχει μεσαιωνική εκκλησία. Και τα δύο δημοσιεύονται εδώ. Λίγο πιο πέρα βρίσκεται η περίεργα ονομαζόμενη Εσκί Τράμπζον αλλά, όπως τόνισε ακόμη και ο Χρύσανθος, το όνομά της δεν είναι παρά τουρκισμός, από τον οποίο τίποτε δεν μπορεί να διαβαστεί. Η ελληνική εκδοχή του ονόματος στο χάρτη μας είναι εντελώς σύγχρονης χρήσης.8 Στο Άρντεσεν, ανατολικά της Εσκί Τράμπζον, δημοσιεύουμε κι άλλη εκκλησία, όπως εκείνη στο Σάπο σε τραπεζούντιες γραμμές και στοιχεία οριστικής, αν και λεπτής, άκρης μεσαιωνικής ελληνικής εγκατάστασης κατά μήκος της ακτής. Το ίδιο το Άρντεσεν είναι ίσως Ἀρμένηκαι ίσως Λίμνη ή Ξυλίνη επίσης. Κοντά του βρισκόταν το λεγόμενο ανάκτορο της Αγχιάλου. Ανάμεσα σε αυτό και στην Εσκί Τράμπζον ο ποταμός Φουρτούνα («θυελλώδης»), κάποτε ο Πρύτανις ή Πορδανίς και τώρα ο Μπουγιούκ Ντερέ, κατεβαίνει από το Χεμσίν. Στον κάτω ρου του Φουρτούνα Ντερέ ο Μπιτζισκιάν τοποθέτησε ένα αρμενικό μοναστήρι του Σταυρού (Χατσ’αβάνκ’), χρονολογούμενο από «την εποχή των Αρμένιων βασιλέων», από τους οποίους δεν υπήρχε κανένας σε αυτήν την περιοχή. Ίσως όμως το μπέρδευε με το Μανάστιρ που βρίσκεται τώρα 6 χλμ. πιο πάνω, στον επόμενο ποταμό ανατολικά (που μπορεί να αποζημιώσει για την έρευνα), τον Πισκάλα Ντερέ, προφανώς τον Πυξίτη και, αν ναι, σπάνιο παράδειγμα επιβίωσης ελληνικού ονόματος ποταμού σε αυτά τα μέρη.9

Στα βουνά πίσω από το Παζάρ και το Άρντεσεν κρύβονται οι Χεμσινλήδες, οι οποίοι, μετά τους Σανταίους και τους Οφλήδες, είναι ο τρίτος από τους ιδιόρρυθμους λαούς της ανατολικής ποντιακής ενδοχώρας, ιδιόρρυθμους ακόμη και σε Λαζικό πλαίσιο. Οι Χεμσινλήδες δεν αναφέρονται σε καμία Τραπεζούντια πηγή, αλλά το έγκυρο απόσπασμα (locus classicus) για αυτούς είναι η αφήγηση του Κλαβίχο για το ταξίδι του μέσα από στην επικράτειά τους από την Ισπίρ προς το βάνδον των Σουρμαίνων τον Σεπτέμβριο του 1405, όταν η εκ μέρους τους πρόσφατη ανταλλαγή του δικού τους Αρμένιου άρχοντα Αρακέλ (κοινό αρμενικό χριστιανικό όνομα που σημαίνει «απόστολος») για έναν μουσουλμάνο αταμπέγκ μπορεί να θεωρηθεί ως μικρογραφία ολόκληρης της αρμενικής ιστορίας:

Ο μουσουλμάνος άρχοντας τής πόλης και τής περιοχής τής Ισπίρ είναι επίσης άρχοντας τής περιοχής Αρακέλ (Arraquiel) και έχει καταλήξει να την κατέχει με αυτόν τον τρόπο. Οι άνθρωποι τής περιοχής Αρακέλ [δηλαδή Χεμσίν] στο παρελθόν δυσαρεστήθηκαν με τον άρχοντά τους, ο οποίος έφερε το όνομα Αρακέλ, όπως και η περιοχή που ήταν δική του. Ενημέρωσαν λοιπόν μυστικά αυτόν τον γειτονικό άρχοντα τής Ισπίρ, με τον οποίο μηχανεύονταν να προδώσουν τον κύριό τους, υποσχόμενοι ότι εκείνος τής Ισπίρ θα γινόταν ηγεμόνας τους στη θέση τού άλλου. Και έτσι συνέβη, γιατί παρέδωσαν την Αρακέλ στον άρχοντα τής Ισπίρ, αφού φυλάκισαν τον άρχοντά της, τοποθετώντας στη θέση του για να κυβερνά τα εδάφη τής Αρακέλ έναν μουσουλμάνο κυβερνήτη, αλλά παράλληλα διορίζοντας χριστιανό αναπληρωτή άρχοντα, για να ενεργεί ως δικός του βοηθός. … Όλη αυτή η ύπαιθρος του Αρακέλ είναι πολύ ορεινή, με απλά μονοπάτια που διασχίζουν τα ορεινά περάσματα, μονοπάτια τόσο βραχώδη και απότομα, που φορτωμένα άλογα δεν μπορούν να τα ταξιδέψουν. Σε ορισμένα μέρη χρειάστηκε να χτίσουν από βράχο σε βράχο γέφυρες από δοκάρια, για να διασχίσουν τις κορυφές των λόφων. Εδώ δεν χρησιμοποιούνται υποζύγια, αλλά άνθρωποι αχθοφόροι κουβαλούν όλα τα φορτία στους ώμους τους. Λίγο μόνο καλαμπόκι καλλιεργείται σε αυτή την περιοχή και οι άνθρωποι αποτελούν βάρβαρη φυλή. Καθώς περνούσαμε, βρεθήκαμε σε κάποιο κίνδυνο από αυτούς, οι οποίοι, αν και είναι Αρμένιοι και δηλώνουν ότι είναι χριστιανοί, είναι όλοι κλέφτες και ληστές [“mala gente de mala condition” σε άλλη εκδοχή]. Μάλιστα μάς ανάγκασαν, πριν μάς αφήσουν ελεύθερους να περάσουμε, να δώσουμε κάποιο δώρο από τα αγαθά μας ως διόδιο για το δικαίωμα τής διέλευσης. Ταξιδεύαμε τέσσερις ημέρες μέσα από τη χώρα τους και στη συνέχεια φτάσαμε στην ακτή…10

Κάπου κοντά στο Εσκί Παζάρ, βλέπε Χάρτη I. Μέσα σε έναν αιώνα αυτή η τάση για το Ισλάμ απέφερε καρπούς που είναι εμφανείς στα ντεφτέρ του νέου Οθωμανικού καζά του Χεμσίν, όπου το 32% των νοικοκυριών ήσαν ήδη μουσουλμάνοι, εξαιρετικά υψηλό ποσοστό για αυτήν την εποχή και περιοχή. Αλλά μόνο 671 νοικοκυριά και 682 εργένηδες καταγράφηκαν εκεί, στοιχεία που φαίνονται χαμηλά, αλλά δεν ζηλεύει κανείς τους Οθωμανούς νοτάριους που έπρεπε να αναζητήσουν τους διαφεύγοντες Χεμσινλήδες στα φαράγγια και τα δάση του Φουρτούνα Ντερέ.10α

Οι μελετητές των Χεμσινλήδων έχουν παραβλέψει αυτές που φαίνεται ότι είναι οι επόμενες δύο αναφορές σε αυτούς. Οι αναφορές είναι κατάλληλα αινιγματικές. Πρώτα, το 1474, ο Κονταρίνι ήθελε να φτάσει στον Ουζούν Χασάν από τον Καφφά. Έχει σημασία ότι ήταν ένας Αρμένιος εκείνος που προσπάθησε να τον πείσει να μην πλεύσει στη Φάση, αλλά είπε ότι «έπρεπε να πάμε σε άλλο μέρος που ονομαζόταν Τίνα [Αθήναι;], περίπου εκατό μίλια από την Τραπεζούντα, και ανήκε στον Τούρκο, και ότι, μόλις αποβιβαζόμασταν, έπρεπε να πάρουμε άλογα, και μου υποσχέθηκε ότι, σε τέσσερις ώρες, θα με πήγαιναν στο κάστρο κάποιου Αριάμ, που ήταν υπήκοος [του Ουζούν Χασάν], δίνοντάς μου επίσης να καταλάβω ότι στην Τίνα υπήρχε μόνο ένα κάστρο που ανήκε στους Έλληνες, στο οποίο θα έμπαινα οπωσδήποτε με ασφάλεια».11

Τα συμπεράσματα είναι ότι, δεκατρία χρόνια μετά την άλωση της Τραπεζούντας, το κάστρο του Αθήναι βρισκόταν τεχνικά στα χέρια των Οθωμανών (όπως επιβεβαιώνουν τα ντεφτέρ), αλλά στην πραγματικότητα στην κατοχή των Ελλήνων. Αυτό δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Η Άρδασα (Τορούλ) καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς μόλις το 1479. Ο νέος Αρακέλ ονομαζόταν Αριάμ (πιθανώς το πολύ συνηθισμένο αρμενικό όνομα Αράμ) και η νομιμοφροσύνη του, όπως και εκείνη της Ισπίρ, ήταν στον Ουζούν Χασάν. Το κάστρο του, τέσσερις ώρες στην ενδοχώρα, ήταν πιθανώς το Τζιχάρ και ενδεχομένως το Ζιλ.

Ο Κονταρίνι απέρριψε τη συμβουλή του Αρμένιου και δεν πήγε στο Χεμσίν. Ούτε ο εξωφρενικός Άγγλος περιηγητής Samuel Purchas (1577;-1626). Αλλά η φήμη, ή κακοφημία, των Χεμσινλήδων ήταν γνωστή σε αυτόν. Μιλώντας για τη «Μεγάλη Αρμενία και τη Γεωργία», γράφει ότι «σε αυτό το βασίλειο είναι ένα πράγμα τερατώδες και εκπληκτικό, για το οποίο δεν θα είχα μιλήσει ούτε θα πίστευα, αν δεν το είχα δει με τα δικά μου μάτια. Σε αυτά τα μέρη υπάρχει μια επαρχία που ονομάζεται Χαμσέμ, και περιλαμβάνει σε κύκλωμα ταξίδι τριών ημερών. Και τόσο πολύ είναι καλυμμένη με σκοτεινό σκοτάδι, που κανείς δεν μπορεί να δει τίποτε, ούτε να τολμήσει να μπει σε αυτήν. Οι κάτοικοι εκεί γύρω βεβαιώνουν ότι έχουν ακούσει συχνά τη φωνή ανθρώπων που ουρλιάζουν, πετεινών που λαλούν, αλόγων που χλιμιντρίζουν, ενώ δίπλα στο πέρασμα ενός ποταμού φαίνεται ότι έχει σημάδια κατοίκησης. Αυτό αναφέρεται από τις αρμενικές ιστορίες ότι συνέβη από το χέρι του Θεού, ελευθερώνοντας έτσι τους χριστιανούς υπηρέτες του… και τιμωρώντας έτσι με εξωτερική σκοτεινιά την προηγούμενη εσωτερική τύφλωση και οργή αυτών των καταδιωκτών ειδωλολατρών».1 Ο Purchas είδε στο σκοτάδι του «Χαμσέμ» την αρχική «καταχνιά της χώρας των Κιμμερίων» της Οδύσσειας (ραψωδία λ, 14).

Σίγουρα υπήρχε, και υπάρχει, αρμενόφωνος θύλακας σε αυτό το μέρος της Λαζικής, αλλά αναρωτιέται κανείς μήπως οι Χεμσινλήδες της Γης του Αρακέλ και του σήμερα αντιπροσωπεύουν στην πραγματικότητα τα απομεινάρια ενός από τους αρχαίους λαούς της περιοχής. Όπως οι Χάλυβες, διακρίνονταν τόσο οικονομικά όσο και φυλετικά, και ο Πόντος φιλοξενεί αρχαίες οικονομίες. Ο Στράβων, για παράδειγμα, ανέφερε ότι οι Μοσσύνοικοι, πιο δυτικά, ζούσαν «σε δέντρα ή πύργους». Ο Κλαβίχο βρήκε τους λαούς γύρω από τα Σούρμαινα να ζουν «σε χωριουδάκια, καθένα από τα οποία φέρει το όνομα Turio» (tyrsis, turris, pyrgos).12 Όποια και αν είναι η αλήθεια, αυτοί οι άνθρωποι, αντίθετα, έχοντας ανταλλάξει τον Χριστιανισμό με το Ισλάμ πριν γίνει αυτό πολιτικά ευφυές να το κάνουν, συνεχίζουν να προσκολλώνται στην αρμενική τους γλώσσα (αν και σε φθίνουσα μορφή) και στο πνεύμα ανεξαρτησίας, όταν αναμφισβήτητα δεν είναι πολιτικά ευφυές να κάνουν κάτι τέτοιο. Χωρίς αμφιβολία, θεωρούσαν ότι έπαιρναν το καλύτερο και από τους δύο κόσμους, αλλά ζητούσαν το χειρότερο. Κάποιος υποψιάζεται ότι η φήμη τους για ευφυΐα δεν αξίζει, αλλά, τυπικά, αναφερόταν ότι οι μουσουλμάνοι Χεμσινλήδες εξακολουθούσαν να βαφτίζουν τα παιδιά τους το 1890, μόνο και μόνο για να τα έχουν καλά και με την άλλη θρησκεία.13

Όπως ο Γκουριέλ της Γκουρίας, έτσι και ο Αρακέλ του Χεμσινλί Αρακέλ μοιραζόταν το όνομά του πριν από τον Αράμ με εκείνο της αρχοντικής του επικράτειας. Όμως, σε αντίθεση με τους Γκουριέλι, ο Αρακέλ δεν είναι γνωστό ότι είχε συναναστραφεί με τον Μεγάλο Κομνηνό. Ο ίδιος ο ελληνικός χριστιανισμός του πλησιέστερου γείτονά του και του πιο προφανούς συμμάχου του ήταν αναμφίβολα εναντίον του. Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πόσο εκτεινόταν στην ενδοχώρα η εξουσία του Μεγάλου Κομνηνού μέχρι το Χεμσίν. Σίγουρα κάποια εξουσία εκτεινόταν, και δημοσιεύουμε δύο κάστρα για να το αποδείξουμε. Και τα δύο συνδέονται στο στυλ και εμφανίζονται για πρώτη φορά στα ντεφτέρ του τέλους του 15ου αιώνα ως το Άνω Κάστρο (Γιουκάρι Καλέ) και το Κάτω Κάστρο (Ασάγι Καλέ) του Χεμσίν, αν και το Άνω Κάστρο σήμερα βρίσκεται μπερδεμένα κοντά στο Ασάγι Χεμσίν.14 Τα κάστρα Βαρός (Άνω Χεμσίν), Ζιλ (Κάτω Χεμσίν), Τζιχάρ και (λιγότερο προφανώς) Αθήναι-Παζάρ μπορούν να θεωρηθούν ως ομάδα για λόγους κατασκευής. Και το Αθήναι εμφανίζεται επίσης για πρώτη φορά στα ντεφτέρ. Μήπως τα τέσσερα συνέθεταν τη Γη του Αρακέλ; Είναι πολύ απίθανο να ενσωματωνόταν το Αθήναι στο Αρακέλ, γιατί οι Μεγάλοι Κομνηνοί κρατούσαν την ακτή και ταξίδευαν σε αυτήν. Αλλά το Ζιλ και το Βαρός βρίσκονται σίγουρα στη Γη του Αρακέλ και η κατασκευή τους μπορεί κάλλιστα να ανήκει σε σκιώδη περίοδο αυτονομίας πριν από το 1405. Βαρός (Βαρόσκα, Βάροσι) είναι λέξη για «πόλη» στα τουρκικά, σερβικά και ουγγρικά, όπως στο Βαρώσι της Αμμοχώστου. Μεταξύ των τριαντατεσσάρων οικισμών στα παρθένα δάση του Φουρτούνα Ντερέ του 15ου αιώνα, ένα μέρος το οποίο οι Οθωμανοί βρήκαν ότι χρειαζόταν, όπως συνέβη, φρουρά σαράντα ανδρών, είναι πράγματι «πόλη». Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι αυτός ο απομακρυσμένος οικισμός, δώδεκα ώρες με τα πόδια από το Ζιλ, 1.800 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και όμως ακόμη 1.656 μ. κάτω από το πανύψηλο Βαρός Ντάγι πίσω του, ήταν κάποτε πολυπληθέστερος. Άραγε ήταν η «πόλη» Βαρός η πρωτεύουσα και μητρόπολη της Γης του Αρακέλ; Οι οικοδόμοι του κάστρου της δυσκολεύτηκαν σαφώς από την έλλειψη υλικού. Δεν προκαλεί έκπληξη, όταν θυμάται κανείς την παρατήρηση του Κλαβίχο ότι το υποζύγιο των Χεμσινλήδων ήταν άνθρωπος. Στα τέλη του 15ου αιώνα, 499 μόδια σιταριού μεταφέρονταν στη φρουρά του Βαρός ετησίως. Η φρουρά των τριάντα ανδρών στο Ζιλ, στο Κάτω Χεμσίν, είχε στη διάθεσή της 382 μέτρα σιτάρι και 440 κεχρί. To Ζιλ, η «Καμπάνα», τυλιγμένο στην Κιμμέρια καταχνιά του, σήμερα θεωρείται με βεβαιότητα από νηφάλια άτομα ότι είναι στοιχειωμένο».15 Σκέφτεται κανείς τον άρχοντα Αρακέλ, που εγκαταλείφθηκε (με σχεδόν παραδοσιακό αρμενικό τρόπο) από τους δικούς του ανθρώπους προς όφελος ενός μουσουλμάνου. Πιθανότατα αυτός ήταν ο οικοδόμος του Ζιλ και του Βαρός.

Από την αναμφισβήτητα ρομαντική Γη του Αρακέλ και τα συγκλονιστικά της κάστρα ας κατεβούμε στην ακτή και το θέμα της Μεγάλης Λαζίας. Το επόμενο μεγάλο ακρωτήριο ανατολικά του Παζάρ, και 27 χλμ. καθώς πετάει ο γλάρος, είναι εκείνο του Βίτσε. Έχει πια μετονομαστεί καταθλιπτικά σε Φιντικλί, από τα πανταχού παρόντα φουντούκια του τόπου, ενώ έπρεπε να είναι τα Μάρθουλαή Μόρθουλα του Πτολεμαίου. Ένα χωριό με σημασία ονομαζόμενο Γάβρα βρίσκεται ακριβώς στην ενδοχώρα.16

Από το Βίτσε μέχρι την Αρχαβί, το επόμενο διαδοχικό ακρωτήριο ανατολικά, είναι 16 χλμ. Πρόκειται προφανώς για την Ἀρχαβίς, Abgabes, Archavi, Arcavi και Arcan των κλασικών γεωγράφων, του Πτολεμαίου, των Itineraria, του Προκόπιου και των πορτολάνων. Αλλά μόλις στα τέλη του 15ου αιώνα μαθαίνουμε ότι διέθετε μικρό κάστρο. Έχουμε τοπική αναφορά για κάστρο σε λόφο νοτιοανατολικά της πόλης. Το 1820 ο Ροτιέρς βρήκαν ένα «Τζίτζα Καλέ» στο “Ginoez” εδώ, πλήρες μαζί με γλυπτό Πήγασο, αλλά μας έχουν ξεφύγει.17

Η Κίσσα, Cissa, Cessa, C. Uxa ή Quissa, τώρα Κίσε επί του ομώνυμου ποταμού της, εμφανίζεται αργότερα από την Αρχαβί, αλλά μπαίνει στον Πτολεμαίο και στα Itineraria. Το κάστρο της, επίσης, πρωτοεμφανίζεται τον 15ο αιώνα. Ως κέντρο, όμως, φαίνεται ότι στη συνέχεια μετατοπίστηκε σε καλύτερο αγκυροβόλιο στη Χόπα, πιο ανατολικά. Η Χόπα είχε γίνει το λιμάνι του Αρτβίν στις αρχές του 19ου αιώνα και τώρα είναι το πιο ανατολικό λιμάνι στο οποίο πιάνουν τα τουρκικά παράκτια ατμόπλοια.18

Ο κύριος παραλιακός σταθμός της Τραπεζούντας σε αυτό το τμήμα δεν ήταν, όμως, η Κίσσα ή η Αρχαβίς, αλλά η «μακριά παραλία» του Μακραιγιαλοῦ, Μακροῦ Αἰγιαλοῦ, μετέπειτα Μακριγιάλι. Όπως υποδηλώνει το όνομά της, ήταν πιθανώς κινητή τοποθεσία κατά μήκος κυριολεκτικά μεγάλης παραλίας, η οποία τώρα έχει σταθεροποιηθεί στο σύγχρονο Κεμάλπασα, που πήρε το όνομά του από τον Ατατούρκ. Η ελληνική του ονομασία και το γεγονός ότι δεν προέκυψε πριν από τον 14ο αιώνα και ποτέ στους πορτολάνους, υποδηλώνει ότι ήταν δημιούργημα των Μεγάλων Κομνηνών: η πιο ανατολική ασφαλής αυτοκρατορική βάση, από την οποία οι Μεγάλοι Κομνηνοί μπορούσαν να αντιμετωπίζουν τους Μπαγκρατίδες. Εμφανίζεται για πρώτη φορά ως χωρίον στο χρονικό του Πανάρετου, όταν «τον Ιούνιο [1367] κατεβήκαμε στη Λαζική με στρατιωτική δύναμη και από τη στεριά και από τη θάλασσα, μαζί με τον αυτοκράτορα [Αλέξιο Γ΄] και τη μητέρα του τη δέσποινα [Ειρήνη], έχοντας μαζί μας και την κόρη τού αυτοκράτορα, την κυρά Άννα τη Μεγάλη Κομνηνή, που ήταν παντρεμένη με τον βασιλιά των Γεωργιανών και Αμπχαζίων, τον κυρ Μπαγκράτ τής δυναστείας των Μπαγκρατιόνι, στη θέση Μακρού Αιγιαλού».19

Δέκα χρόνια αργότερα, ο Μανουήλ Γ’ Μέγας Κομνηνός έγινε συναυτοκράτορας με τον πατέρα του Αλέξιο Γ’, μετά τον θάνατο του ετεροθαλούς αδελφού του Ανδρόνικου, από τον οποίο κληρονόμησε επίσης μια Γεωργιανή νύφη. Ήταν η Γκιουλχάν Χατούν (ο Κουρσάνσκις σημειώνει την ιβηρική τάση για τα τουρκικά ονόματα), αδελφή του Μπαγκράτ Ε’ και κόρη του Δαβίδ Θ’ (1346-60). Γράφει ο Πανάρετος: «Στις 10 Μαΐου [1377], καθώς προχωρούσε όντως ο αρραβώνας, ξεκίνησε ο αυτοκράτορας (κι εμείς μαζί του) και πήγαμε στη Λαζική. Περάσαμε εκεί ολόκληρο το καλοκαίρι στο χωριό Μακραιγιαλούς μέχρι τις 15 Αυγούστου. Τότε κατέβηκε κι εκείνη [η πριγκήπισσα] από τη Γωνία στη Μακραιγιαλού και την επομένη ξεκινήσαμε και φτάσαμε στην Τραπεζούντα στις […] 30 Αυγούστου».20 Στις 5 Σεπτεμβρίου η εστεμμένη νύφη παρουσιάστηκε σε συναρπαστική αυλική τελετή, την πρόκυψι, όταν πήρε το όνομα Ευδοκία και παντρεύτηκε τον Μανουήλ Γ΄ την επόμενη μέρα.

Δύο σημεία μπορούν να σημειωθούν σε αυτό το απόσπασμα. Πρώτον, το χερσαίο ταξίδι κατά μήκος των βράχων και των ακτών της Λαζικής στα 203 χιλιόμετρα από τη Μακραιγιαλού μέχρι την Τραπεζούντα διήρκεσε δεκατέσσερις ημέρες. Τέτοια παρελκυστικότητα (14,5 χλμ. την ημέρα) θα μπορούσε να αποδοθεί στο γεγονός ότι η συντροφιά κουβαλούσε βασιλική νύφη, ύστερα από κάποια προσπάθεια να εντυπωσιάσει. Όμως ο Κλαβίχο θα ανέφερε ότι του πήρε έξι ημέρες με καραβάνι σε μέρος της ίδιας διαδρομής, στα 60 χιλιόμετρα από κάπου κοντά στο Εσκί Παζάρ μέχρι την Τραπεζούντα (βλέπε Χάρτη I), που είναι ακόμη πιο αργός ρυθμός προόδου.21

Δεύτερον, το απόσπασμα υποδηλώνει ότι ενώ η Μακραιγιαλού βρισκόταν το 1377 σε σταθερά χέρια Τραπεζουντίων, η Γωνία, 9 χλμ. πιο πέρα, βρισκόταν κατά κάποιον τρόπο σε χέρια Γεωργιανών. Η Μακραιγιαλού βρισκόταν σίγουρα σε αυτοκρατορικά χέρια το 1432, επειδή, μαζί με ένα λαζικό χωρίον του Σίδερη, το οποίο δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε, είχε τότε το πιο απομακρυσμένο από τα κτήματα του μοναστηριού του Φάρου: το ένα τρίτο της οικογενειακής κληρονομιάς του Γεωργίου του Βαράγγου και το μισό καθεμιάς από εκείνες του Ελάκρου και του Τζάγιου (προφανώς ονόματα Λαζών), «από τα βουνά μέχρι την παραλία», μια καλή περιγραφή της στενής παραλιακής λωρίδας.22

Η Μακραιγιαλού προφανώς έχασε το κάστρο της τον 19ο αιώνα, αλλά οι αυτοκρατορικοί γάμοι του 1367 απαιτούσαν επίσης κατάλληλη εκκλησία. Ο ταξιδιωτικός οδηγός Baedeker για τη Ρωσία για το 1914 (όταν ο τόπος βρισκόταν ακόμη στα χέρια των Ρώσων) σημειώνει «τα ενδιαφέροντα ερείπια της παλιάς εκκλησίας του Μακριάλι». Και ένας περιηγητής του 1969 αναφέρει «μια έρημη εκκλησία… στο ανοιχτό και χαμηλό έδαφος στα αριστερά του δρόμου…», λίγο βόρεια του Κεμάλπασα και 4 χλμ. από τα σημερινά Σοβιετο-Τουρκικά σύνορα στο Σαρπ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν έχουμε τολμήσει να εξετάσουμε την τοποθεσία.23

ΜΝΗΜΕΙΑ

1. Κιζ Κουλέσι, Αθήναι (Παζάρ) (φωτ. 276α-277β)

Θέση. Περίπου 1 χλμ. δυτικά του κέντρου του σύγχρονου Παζάρ υπάρχει μικρό ακρωτήριο, το οποίο τώρα χωρίζεται κατά ένα ή δύο μέτρα από τη στεριά για να σχηματίσει νησίδα, στην οποία βρίσκονται τα ερείπια ωραίου πύργου (φωτ. 276α). Δεν υπάρχουν ίχνη σχετικής τοιχοποιίας. Οπότε ο πύργος ίσως στεκόταν μόνος του, αλλά έχουμε τοπική αναφορά ότι κάποτε τείχος τον συνέδεε με τη στεριά. Σχεδόν αναπόφευκτα, ο πύργος ονομάζεται Κιζ Κουλέσι, «Πύργος της Κόρης».

Περιγραφή. Η εσωτερική κάτοψη του πύργου είναι περίπου 7×7 μ. και φαίνεται ότι είχε ισόγειο και δύο ορόφους. Πεσμένες τοιχοποιίες και θάμνοι κρύβουν πια τυχόν στοιχεία για υπόγειο ή στέρνα. Ο νότιος και ο ανατολικός τοίχος έχουν πέσει σε ύψος περίπου 2 μ. εκθέτοντας το εσωτερικό.

Οι τοίχοι έχουν πάχος περίπου 1,5 μ. στο επίπεδο του εδάφους. Επενδύονται τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά με κανονικές στρώσεις ορθογώνιων κομματιών πέτρας, αλλά τα κομμάτια σε κάθε σειρά διαφέρουν σε μέγεθος. Πολύ μεγαλύτερα κομμάτια χρησιμοποιούνται για τους γωνιόλιθους και, μαζί με άλλα καλοκομμένα κομμάτια που είναι εμφανή, ίσως έχουν επαναχρησιμοποιηθεί. Το κονίαμα είναι από ασβέστη με πληρωτικό άμμο και βότσαλο. Η τοιχοποιία είναι αισθητά καλύτερης ποιότητας από εκείνη άλλων κάστρων ανατολικά του Ριζαίου.

Η πύλη βρίσκεται στον δυτικό τοίχο (φωτ. 276β) και έχει διαστάσεις περίπου 1,65×0,90 μ. Οι παραστάδες είναι από καλά κομμένα κομμάτια πέτρας, τα μεγαλύτερα διαστάσεων περίπου 1,0×0,38 μ. Το εσωτερικό τόξο αποτελείται από τέσσερις θολόλιθους χωρίς ακρογωνιαίο λίθο, κομμένους ώστε να σχηματίζουν συμπαγές στρογγυλό τόξο. Το εξωτερικό τόξο σχηματιζόταν από δύο θολόλιθους που τοποθετούνταν σε άρθρωση τεμαχίου και τένοντα, προσεγμένο κομμάτι τοιχοποιίας που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τους πιο σύνθετους αρμούς συνδέσεων στην Αγία Σοφία Τραπεζούντας (αριθ. 112). Πάνω από το τόξο υπάρχει ορθογώνια εσοχή που υπερκαλύπτεται από διακοσμητικό τόξο σε χαμηλό ανάγλυφο. Ένα ανάγλυφο ελαφρώς διαφορετικής μορφής υπάρχει πάνω από την πύλη του εσωτερικού φρουρίου του Σέμπιν Καραχισάρ, ενώ υπάρχει ένα πανομοιότυπο πάνω από μια πόρτα της αρμενικής εκκλησίας του Αγίου Θαδδαίου κοντά στη λίμνη Ουρμία. Τα υπολείμματα λαξευμένων σκαλοπατιών κατεβαίνουν από την πόρτα προς βορρά, πιθανότατα στη χαμηλή προεξοχή του βράχου στα βόρεια του οχυρού, που μπορεί να χρησίμευε ως αποβίβαση.

Ο δυτικός τοίχος έχει ένα παράθυρο εκατέρωθεν της πόρτας, καθένα ορθογώνιο στο εσωτερικό, που στενεύει σε στρογγυλές τοξωτές σχισμές εξωτερικά. Υπάρχουν τρία παράθυρα παρόμοιας μορφής στον δεύτερο όροφο, πάνω από την πόρτα, το καθένα με πέτρινα υπέρθυρα. Ο τρίτος όροφος έχει τρία παράθυρα: ένα στρογγυλό τοξωτό στο νότιο άκρο και δύο ορθογώνια εσωτερικά, που στενεύουν σε σχισμές εξωτερικά (φωτ. 276γ).

Στον βόρειο τοίχο υπάρχουν τρία παράθυρα με σχισμή στο ισόγειο, ή στον πρώτο όροφο, ίδιου τύπου με εκείνα του δυτικού τοίχου του ισογείου. Ο δεύτερος όροφος έχει δύο παράθυρα, το ένα από τα οποία έχει ελαφρώς οξυκόρυφα τόξα εξωτερικά και εσωτερικά, και το άλλο ελαφρώς οξυκόρυφο τόξο στο εσωτερικό και γοτθικό τόξο στο εξωτερικό. Αυτά έχουν ύψος περίπου 1,5 μ. Ο τρίτος όροφος είχε πιθανώς τέσσερα μικρότερα στρογγυλά τοξωτά παράθυρα με στρογγυλό τοξωτό άνοιγμα ανάμεσά τους. Δεδομένου ότι αυτό το κεντρικό άνοιγμα δεν διείσδυε ποτέ εξωτερικά μέσω του πάχους του τοίχου, μπορεί να χρησίμευε ως τζάκι, όπως εκείνο στο φυλάκιο στο Σέμπιν Καραχισάρ (που κατά τα άλλα είναι διαφορετικό).

Ο νότιος τοίχος έχει τα ερείπια ενός στρογγυλού τοξωτού παραθύρου, ύψους περίπου 1,5 μ. στο εσωτερικό. Το εξωτερικό άνοιγμα είναι μικρή σχισμή ύψους περίπου 0,45 μ. Αυτό, και άλλα τέτοια ανοίγματα που μπορεί να υπήρχαν στον νότιο τοίχο, είχαν θέα προς την πλευρά της στεριάς.

Πέρα από τα πιθανώς επαναχρησιμοποιημένα κομμάτια πέτρας, στην τοποθεσία δεν υπάρχει κανένα ίχνος κατάληψης προγενέστερης της μεσαιωνικής. Η περίεργη διακοσμητική γραμμή πάνω από την πόρτα είναι εκείνη που θα περίμενε κανείς σε περιοχή όπου συναντιούνται ο μογγολικός, ο αρμενικός, ο ελληνικός και ο γεωργιανός πολιτισμός. Το φρούριο ανήκει, προτείνουμε, στον 13ο ή 14ο αιώνα. Όλα αυτά είναι σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε για την ιστορία του Αθήναι, που καταγράφηκαν πιο πάνω.

2. Τζιχάρ (Κίσε) Καλέ (φωτ. 278α-β, 279)

Θέση. Επτά περίπου χιλιόμετρα από το Παζάρ στην ενδοχώρα, στον δρόμο που εκτείνεται κατά μήκος της κοιλάδας του Παζάρ Ντερέ, ανεβαίνοντας στον οικισμό που τώρα ονομάζεται Χεμσίν, βρίσκεται το χωριό Γιουτζεχισάρ, πρώην Λάμγκο. Το περπάτημα από το Γιουτζεχισάρ μέχρι το Τζιχάρ Καλέ απαιτεί μιάμιση περίπου ώρα και ανάβαση 500 περίπου μέτρων. Δεδομένου ότι το κάστρο δεν μπορεί να φανεί μέχρι να βρεθεί ο επισκέπτης σχεδόν από πάνω του, συνιστάται οδηγός. Μακρινή προοπτική του κάστρου μπορεί να έχει κανείς από σημείο 5 περίπου χλμ. στην ενδοχώρα, εκεί όπου μια πέτρινη γέφυρα διασχίζει το ποτάμι. Το κάστρο βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της κοιλάδας, στην κορυφή λόφου που έχει ήπιες πλαγιές στη νότια πλευρά του για τα τελευταία 100 περίπου μέτρα. Το δάσος έχει κοπεί σε αυτές τις ανώτερες πλαγιές, αφήνοντας ένα συνονθύλευμα από θάμνους και αγκάθια. Δέντρα, πυκνοί θάμνοι και αναρριχητικά φυτά γύρω και μέσα στο κάστρο καθιστούν αδύνατη την απόκτηση ενός σχεδίου του. Ο εσωτερικός χώρος μπορεί να είναι 30 μ. στο πλατύτερο σημείο του.

Περιγραφή. Τα τείχη είναι από τοιχοποιία σε τυχαίες στρώσεις, καλά επιχρισμένα στις εξωτερικές επιφάνειες για να δίνουν λείο φινίρισμα. Ο πυρήνας είναι από κονίαμα θραυσμάτων, με συνδετήριο υλικό από ασβέστη, άμμο, πετραδάκια και μικρά βότσαλα. Αυτός ο πυρήνας έχει συμπιεστεί σε κάποιον βαθμό, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικός αριθμός κενών σε αυτόν.

Η κύρια πύλη φαίνεται ότι βρισκόταν στα ανατολικά-βορειοανατολικά και πλαισιωνόταν από δύο ημικυκλικούς πύργους ή προμαχώνες. Η όψη έχει πέσει από εκείνο που πρέπει να ήταν αρχικό πάχος 2 περίπου μ.

Στη δυτική πλευρά του κάστρου υπήρχε ορθογώνιος πύργος, αλλά δεν διακρίνονται λεπτομέρειες για την εσωτερική του οργάνωση. Είναι ορατές αρκετές οπές δοκών, αλλά φαίνεται ότι ήσαν για πρέκια χρησιμοποιούμενα στους τοίχους και όχι για δοκούς δαπέδου.

Στο κέντρο του κάστρου υπήρχε πύργος που αναμφίβολα χρησίμευε ως φυλάκιο. Σώζεται τμήμα του ανατολικού του τοίχου (φωτ. 279). Ένα από τα δωμάτια μέσα του φαίνεται ότι ήταν θολωτό με κεραμίδια κορυφογραμμής, πολλά θραύσματα των οποίων βρίσκονται στην πεσμένη τοιχοποιία. Τα κεραμίδια εδώ έχουν ανοιχτό κόκκινο σώμα με την επίπεδη βάση να έχει πάχος 1,5 εκ. και 4 εκ. από τη βάση μέχρι το πάνω μέρος της πλευράς (βλ. Παράρτημα). Συνάδουν με μεσαιωνική χρονολόγηση.

Βορειοδυτικά του Τζιχάρ Καλέσι, στον απέναντι λόφο, βρίσκεται το χωριό Κούζικα, που τώρα ονομάζεται Ελμαλίκ. Ένας ηλικιωμένος πληροφοριοδότης είπε στον Ουίνφιλντ για μια κατεστραμμένη πια εκκλησία εκεί, της οποίας μπορούσε να θυμηθεί τους τοίχους. Καθώς στη σύγχρονη εποχή δεν ζούσαν Έλληνες σε εκείνες τις κοιλάδες και επειδή δεν ήταν αρμενικό χωριό, η εκκλησία θα μπορούσε να ήταν μεσαιωνική.

3. Σάπο Μαχαλέσι, Εσκί Τράμπζον (φωτ. 280α-γ)

Θέση. Περίπου 3 χλμ. ανατολικά του Παζάρ κατά μήκος της ακτής, ο δρόμος κυκλώνει ένα ακρωτήριο και στρέφει προς την ενδοχώρα κατά μήκος ρηχού κόλπου με νοτιοανατολική κατεύθυνση. Περίπου 300 μέτρα ανατολικά του ακρωτηρίου, σε γκρεμό 25 περίπου μέτρα πάνω από τον δρόμο, βρίσκονται τα ερείπια μιας εκκλησίας.

Περιγραφή. Το σχέδιο της εκκλησίας φαίνεται να είναι το ίδιο με εκείνη στο Άρντεσεν (σελ. 342 πιο κάτω), αλλά χωρίς την πρόσθετη κατασκευή στη βόρεια πλευρά. Εσωτερικά το κτίριο είναι περίπου 19×10 βήματα. Οι τοίχοι του έχουν πλάτος περίπου 0,8-0,9 μ. Ο δυτικός τοίχος και η δυτική γωνία του βόρειου τοίχου βρίσκονται σε ύψος 5-6 μ. Ένα τμήμα της βόρειας πλευράς της κύριας αψίδας βρίσκεται σε ύψος περίπου 2 μ.

Η κατασκευή του τοίχου είναι από κονίαμα θραυσμάτων με μεγάλη αναλογία βότσαλου στο συνδετήριο υλικό ασβέστη και άμμου, έτσι ώστε να υπάρχουν πολλά ακάλυπτα μικρά κενά στον πυρήνα. Όμως, το κονίαμα είναι σκληρότητας σαν βράχου και οι μεγαλύτερες πέτρες των εξωτερικών όψεων ήσαν καλά στρωμένες. Λίγες από τις πέτρες της εξωτερικής όψης έχουν απομείνει, για να δείχνουν ότι το εξωτερικό ήταν φτιαγμένο από τακτοποιημένα λαξευτά κομμάτια, ενώ η βάση στρώσης του βόρειου τοίχου δείχνει ότι συνδέθηκαν εναλλασσόμενες στρώσεις.

Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων ήσαν επενδεδυμένες με κανονικές σειρές από πέτρες λειασμένες από το νερό, οι οποίες ως επί το πλείστον χωρίζονταν στα δύο και απλώνονταν με την επίπεδη όψη προς τα έξω. Η εξωτερική όψη του δυτικού τοίχου έχει επίσης επενδυθεί όπως οι εσωτερικοί τοίχοι, υποδηλώνοντας ότι ήταν μάλιστα εσωτερικός τοίχος νάρθηκα που δεν σώζεται πια.

Οι εσωτερικοί τοίχοι οδηγούνταν σε λεία επιφάνεια με επίχρισμα από ασβέστη και άμμο, πάνω από το οποίο στρωνόταν μια στρώση ασβέστη με συνδετικό υλικό από άχυρο ή ψάθα. Αυτή η τελευταία στρώση σοβά θα χρησίμευε ως επιφάνεια για ζωγραφική, αλλά από αυτά το μόνο που απομένει είναι ένα μικρό θραύσμα κόκκινου περιγράμματος στη γωνία του τυμπάνου, πάνω από τη δυτική πόρτα. Στον δυτικό τοίχο υπάρχουν ίχνη δύο παραστάδων που χώριζαν τον σηκό από τα κλίτη. Η βάση στρώσης δείχνει ότι επενδύθηκαν με τακτοποιημένα τετράγωνα κομμάτια. Το ξεφύτρωμα της αψίδας από τη βορειοδυτική παραστάδα σηματοδοτείται από επίπεδο ραβδωτό κεραμίδι σε ύψος περίπου 3 μέτρων από το τωρινό επίπεδο του εδάφους. Αυτός ο τρόπος σήμανσης του ξεφυτρώματος ακολουθείται και στην Αγία Σοφία Τραπεζούντας (αριθ. 122). Το πλάτος των παραστάδων ήταν περίπου 0,6 μ. και των κλιτών περίπου 1,5 μ.

Κενά στον βόρειο τοίχο στη δυτική γωνία και στον δυτικό τοίχο στη βόρεια γωνία υποδηλώνουν παράθυρα, αλλά δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα για την ύπαρξη ή το σχήμα τους.

Το μόνο σωζόμενο αρχιτεκτονικό στοιχείο ενδιαφέροντος είναι η δυτική πόρτα. Το τόξο πάνω από την πόρτα είναι ελλειπτικό, κατασκευασμένο από επίπεδα κεραμίδια με ραβδωτές ακμές, αλλά στην εξωτερική ή δυτική πλευρά υπάρχει δεύτερη, ημικυκλική, αψίδα. Αυτή είναι κατασκευασμένη από τούβλα και κεραμίδια. Η εσοχή μεταξύ των δύο αψίδων σχηματίζει είδος τυμπάνου, με βάθος περίπου 0,2 μ. και μέγιστο ύψος 0,5 μ. (φωτ. 280β). Τα τούβλα έχουν πάχος κατά μέσο όρο περίπου 2 εκατοστά και οι επίπεδες κάτω πλευρές μερικών από αυτά σημαδεύονται με σταυρό που χαράσσεται στον υγρό πηλό με δύο άκρα δακτύλων, σχηματίζοντας δίδυμες παράλληλες γραμμές. Αυτή η σήμανση εμφανίζεται και αλλού στην Ανατολία και την Κύπρο. Τα κεραμίδια είναι δύο διαφορετικών ειδών. Το ένα έχει κιτρινωπό κόκκινο χρώμα, μέσο πάχος βάσης 1,25-1,50 εκ. και κορυφογραμμή ύψους 3,5 εκ., συμπεριλαμβανομένης της βάσης. Το δεύτερο είναι από βαθυκόκκινο πηλό και έχει κατά μέσο όρο 2-2,5 εκ. πάχος στη βάση (βλ. Παράρτημα). Τα τούβλα και οι δύο τύποι κεραμιδιών έχουν τραχιά υφή με κοιλότητες, αλλά είναι πολύ συμπαγή και δεν δείχνουν σημάδια θρυμματισμού. Το κονίαμα είναι σε σφηνοειδείς στρώσεις που υπαγορεύονται από την κλίση των αψίδων, αλλά στην κάτω πλευρά των αψίδων το πάχος του είναι περίπου ίδιο με εκείνο των τούβλων και των κεραμιδιών.

Η αψίδα είναι, ή ήταν, πενταγωνική εξωτερικά και στρογγυλεμένη στο εσωτερικό.

Χρονολογία. Η εκκλησία είναι προφανώς συνδεδεμένη με εκείνη στο Άρντεσεν. Η πεντάγωνη αψίδα της υποδηλώνει τραπεζούντια χρονολογία. Η πλινθοδομή της θα απέκλειε προγενέστερη χρονολογία.

4. Εσκί Τράμπζον

Θέση. Η περιοχή αποτελείται από οροπέδιο σε γκρεμό, περίπου 30 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και χωρίζεται από τη θάλασσα από 500 μέτρα ή περισσότερο άμμου και θάμνων. Το οροπέδιο έχει μήκος περίπου 2 χλμ. και οριοθετείται από τα ποτάμια Φουρτούνα Ντερέ και Χακόρντα Ντερέ. Το έδαφος κλίνει αρκετά απαλά προς το εσωτερικό, ώστε να θεωρείται οροπέδιο για 4 περίπου χιλιόμετρα. Η περιοχή έχει πια παραδοθεί σε άλση φουντουκιάς. Υπάρχουν τρία παρόμοια οροπέδια στα δυτικά του Εσκί Τράμπζον και ένα στα ανατολικά, το καθένα οριοθετημένο από ποτάμια. Αυτοί οι σχηματισμοί αποτελούνται από πλειοκαινικές αποθέσεις προσχωσιγενούς άμμου, χαλικιών και αργίλων και βρίσκονται και αλλού κατά μήκος της ακτής του Πόντου. Εκείνος στο Εσκί Τράμπζον ήταν το σκηνικό των ρωσικών αποβάσεων, από «ελπιδιφόρους», της 5ης Μαρτίου 1916.24 Αναφέρεται τοπικά ότι οι Μιγκρέλιοι (Μεγρέλι) της περιοχής υποχώρησαν μαζί με τους Ρώσους τον επόμενο χρόνο.

Άλλα μνημεία. Κάτω από τη βορειοανατολική γωνία του γκρεμού και περίπου 100 μέτρα βόρεια του νέου δρόμου υπάρχει τοίχος από τοιχοποιία σε τυχαίες στρώσεις, που σχηματίζει δακτύλιο με εσωτερική διάμετρο περίπου 18 έως 20 μέτρα. Ο τοίχος έχει πάχος 0,6 έως 0,7 μ. και ύψος περίπου 2 μ. Το κονίαμά του είναι από ασβέστη με πληρωτικό άμμο και βότσαλο και οι πέτρες είναι καλά τοποθετημένες με λίγα κενά. Δεν υπήρχαν ενδείξεις για την ηλικία ή τον σκοπό αυτού του περιβόλου.

Αναφέρθηκε αξιόπιστα ότι υπήρχε ερείπιο εκκλησίας κάτω από τον γκρεμό, περίπου 300 μέτρα δυτικά του Φουρτούνα Ντερέ, το οποίο καταστράφηκε όταν κατασκευάστηκε ο νέος παραλιακός δρόμος. Το μόνο άλλο ερείπιο που αναφέρθηκε ήταν εκείνο του κονάκ ενός ντερέμπεη, αλλά κανένας από τους συγγραφείς δεν έχει εξερευνήσει αυτά τα οροπέδια, τα οποία μπορεί να αποζημιώσουν για την έρευνα.

5. Ζιλ Καλέ (σχήμα 119, φωτ. 281α-282γ)

Θέση. Ένας από τους μεγαλύτερους ποταμούς που χύνονται στη Μαύρη Θάλασσα ανατολικά της Ρίζε είναι ο Φουρτούνα, ή «Θυελλώδης», Ντερέ. Αυτός ο ποταμός διασχίζει χώρα με πυκνά δάση, μερικές φορές μέσα από απότομα φαράγγια και αλλού ανάμεσα σε λιγότερο απότομες πλαγιές όπου η πορεία του είναι λιγότερο ταραγμένη. Κατά μήκος αυτών των πιο ήπιων εκτάσεων υπάρχουν σημαντικά ξέφωτα για καλλιέργεια και σπίτια διάσπαρτα πάνω-κάτω στις πλαγιές, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του μήκους του ο ποταμός κυριαρχείται από δάσος. Το Ζιλ Καλέ («Κάστρο της Καμπάνας») βρίσκεται περίπου 39 χλμ. στην ενδοχώρα από τον σύγχρονο δρόμο και μισή ώρα με τα πόδια από το τεϊοποτείο στο Μολαβεϊσί, σε ύψος περίπου 750 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το κάστρο βρίσκεται μέσα σε φαράγγι που χωρίζει δύο ευρύτερες εκτάσεις της κοιλάδας, σε προεξοχή περίπου 100 μέτρα πάνω από το ποτάμι (φωτ. 281β). Βυθίζεται σε παρθένο δάσος, το οποίο έχει εισβάλει στο ίδιο το κάστρο, δυσκολεύοντας την εξερεύνηση και την παρατήρηση. Το κάστρο δεσπόζει στο τμήμα της κοιλάδας πάνω και κάτω από αυτό και ίσως το σημερινό μονοπάτι που αναπτύσσεται κάτω από τα τείχη του αντιπροσωπεύει τον μεσαιωνικό δρόμο. Επομένως το Ζιλ Καλέ μπορούσε να ελέγχει την κυκλοφορία προς τον κάτω ρου του Φουρτούνα, ενώ το προφανώς συνδεδεμένο Βαρός Καλέ, δώδεκα περίπου ώρες περπάτημα πάνω από αυτό, δέσποζε στο άκρο του υψιπέδου αυτής της διαδρομής.

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η έρευνα του Ουίνφιλντ για το Ζιλ Καλέ περιορίστηκε απότομα και το σχέδιο στο σχήμα 119 δεν ελέγχθηκε όπως έπρεπε και είναι πολύ πρόχειρο σκίτσο. Για αυτόν τον λόγο οι Γκρένβιλ Άστιλ και Σούζαν Ράιτ ερεύνησαν αργότερα το κάστρο και το σχέδιο και οι σημειώσεις τους πρέπει να θεωρηθούν πιο ακριβείς.25 Επιβεβαίωσαν όμως τη γενική ακρίβεια (υπό τις περιστάσεις) του σχεδίου του Ουίνφιλντ, το οποίο επομένως αξίζει να δημοσιευθεί και πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το δικό τους, και την περιγραφή του, που συνοψίζεται πιο κάτω.

Περιγραφή. Το κάστρο φαίνεται ότι αποτελούνταν από εξωτερικό τείχος, το οποίο μπορεί να εκτεινόταν μέχρι το ποτάμι, μεσαίο τείχος, εσωτερικό τείχος και φυλάκιο.

Το φυλάκιο είναι ακανόνιστου σχήματος με ίσιο τοίχο στην ανατολική πλευρά, όπου βρίσκεται η πόρτα. Ο τοίχος έχει πάχος 2 μ. στο επίπεδο του εδάφους. Υπάρχει ισόγειο ή πρώτος όροφος και τέσσερις όροφοι από πάνω, που καταλήγουν σε σοφίτα. Οι εσωτερικές κατασκευές φαίνεται ότι ήσαν ξύλινες και τώρα έχουν χαθεί. Ο τρίτος και ο τέταρτος όροφος ίσως είχαν ξύλινα μπαλκόνια. Τα κάτω παράθυρα είναι σχισμές. Το κονίαμα είναι από ασβέστη και άμμο με την προσθήκη μικρών θραυσμάτων πέτρας. Η επένδυση έχει ακατέργαστες πέτρες τοποθετημένες σε τυχαία στρώση με την πιο επίπεδη επιφάνεια προς τα έξω. Σε πολλά σημεία στο εσωτερικό οι πέτρες της επένδυσης είναι τοποθετημένες σε σχέδιο ψαροκόκαλου, το οποίο δεν εκτελείται με συνέπεια, σε πολλές σειρές. Το κονίαμα επίχρισης έχει ροζ απόχρωση, που προκαλείται από τον ασβέστη που χρησιμοποιείται ή από τις καιρικές συνθήκες.

Ένα εσωτερικό περιτείχισμα οριοθετείται από γκρεμούς βράχων και ψηλό τείχος νότια και ανατολικά του φυλακίου (φωτ. 281γ). Προσεγγιζόταν μέσω αψίδας στη νοτιοανατολική γωνία του φυλακίου, η οποία τώρα έχει πέσει σε μεγάλο βαθμό στον γκρεμό. Το εξωτερικό τείχος είναι από λιθοδομή τυχαίας στρώσης και δείχνει την ίδια επουσιώδη απόπειρα τοιχοποιίας με ψαροκόκαλο, όπως το φυλάκιο. Υπάρχει προμαχώνας.

Το μεσαίο τείχος περιείχε τουλάχιστον δύο θαλάμους, ο ένας από τους οποίους, στα βόρεια του πύργου, θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι αρμενικό (αλλά όχι ελληνικό) παρεκκλήσι με τετράγωνη αψίδα, αν δεν αντιταχθεί ότι η «αψίδα» βρίσκεται στο δυτικό άκρο και η πόρτα στο ανατολικό.

Ο Άστιλ και η Ράιτ παρατήρησαν ένα εξωτερικό περιτείχισμα με οχυρώσεις τειχοπετασμάτων, δύο δωμάτια και μια κύρια (βορειοδυτική) πύλη με πιθανό χώρο για τη φρουρά και εσωτερική πύλη. Βρήκαν λίγα που να υποδηλώνουν ότι το Ζιλ Καλέ είχε περίπλοκη ιστορία κατασκευής: δύο περιόδους το πολύ. Σημείωσαν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά του κάστρου, τα οποία ίσως επιτρέψουν τη χρονολόγησή του κατ’ αναλογία:

Δομικές λεπτομέρειες:

α. Γωνίες: Πολλές γωνίες του τειχοπετάσματος ήσαν συνδεδεμένες σε καμπύλη στη βάση και χωμένες σε απότομη γωνία στην κορυφή.

β. Ξυλόδεση: Ξυλεία είχε χρησιμοποιηθεί σε τοίχους στο φυλάκιο και στο εξωτερικό του προμαχώνα ως δέσιμο, όχι ως στηρίγματα, για παράδειγμα, δαπέδων.

Αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, από τα οποία τα ακόλουθα φαίνονται τα πιο ξεχωριστά:

α. Πόρτες: Ορθογώνιες εξωτερικές όψεις, με στρογγυλές κεφαλές. Εσωτερικές όψεις με θολόλιθους σε τρεις περιπτώσεις.

β. Εσοχές: Τετράγωνες εσοχές ή κόγχες με λίθινα υπέρθυρα, που συναντώνται συνήθως εντός κτιρίων και πυλών (φωτ. 281γ), σε δώδεκα περιπτώσεις.

Δυστυχώς αυτά τα χαρακτηριστικά συναντώνται τόσο ευρέως στον Πόντο, που δεν μπορούν να βοηθήσουν πολύ στη χρονολόγηση. Είναι όμως όλα παρόντα στα κάστρα Ζιλ, Βαρός, Τζιχάρ και Παζάρ (Αθήναι), τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ομάδα. Το Ζιλ και το Βαρός συνδέονται ιδιαίτερα. Όμως, όσον αφορά τη χρονολόγηση, η πρώτη εμφάνιση των Παζάρ, Ζιλ και Βαρός στα τέλη του 15ου αιώνα, που σημειώθηκε πιο πάνω, είναι η καλύτερη ένδειξη ότι πιθανότατα ανήκουν στην προηγούμενη Τραπεζούντια περίοδο. Ωστόσο, στην περίπτωση του Ζιλ και του Βαρός, πιθανότατα δεν θα είχαν χτιστεί από τους Μεγάλους Κομνηνούς ή τους άρχοντές τους, αλλά από ντόπιο άρχοντα των Χεμσινλήδων, όπως ο Αρακέλ.

6. Βαρός Καλέ (φωτ. 283α, γ – 284)

Θέση. Το Βαρός Καλέ βρίσκεται σε προεξοχή πάνω από την ορεινή περιοχή του Φουρτούνα Ντερέ σε ύψος 1.800 μέτρων, όπου τα δέντρα αρχίζουν να δίνουν τη θέση τους στους χιονισμένους βοσκοτόπους. Χρειάστηκαν δώδεκα ώρες περπάτημα στον Ουίνφιλντ για να φτάσει στο Βαρός από το Ζιλ Καλέ, αλλά οι ντόπιοι κάτοικοι ισχυρίζονται ότι το κάνουν σε οκτώ ώρες από το Μολαβεϊσί. Η διαδρομή που ακολουθεί την κοιλάδα του Φουρτούνα ήταν κάποτε καλά στρωμένη με μεγάλες πλάκες, από τις οποίες υπάρχουν σημαντικά κατάλοιπα. Επί του παρόντος συντηρείται με άτεχνο αλλά αποτελεσματικό τρόπο από συνεργατική εργασία.

Όχι πολύ κάτω από το κάστρο, η διαδρομή διασχίζει το ποτάμι μέσω καλοφτιαγμένης πέτρινης γέφυρας με στρογγυλή καμάρα. Το ίδιο το κάστρο έχει θέα σε διχάλα στην κοιλάδα, όπου οι πλαγιές γίνονται λιγότερο απότομες και υπάρχουν ίχνη προηγούμενων αναβαθμίδων στο τραχύ λιβάδι από το οποίο λαμβάνεται τώρα στγκομιδή σανού το καλοκαίρι. Υπάρχουν επίσης ερείπια που δείχνουν πιο εκτεταμένο οικισμό από τη σημερινή ομάδα των τριών ή τεσσάρων σπιτιών. Τα υπόλοιπα σπίτια δεν αποτελούν μέρος γιαγλά αλλά κατοικούνται μόνιμα. Τα γελάδια διατηρούνται στο ισόγειο όλον τον χειμώνα, όταν η επικοινωνία με τον έξω κόσμο διακόπτεται για πέντε περίπου μήνες. Δίπλα στο κάστρο στην ανατολική πλευρά υπάρχουν μερικές σύγχρονες καλύβες γιαγλάδων, που κατοικούνται μόνο το καλοκαίρι. Πάνω από το Βαρός υπάρχουν οι ήπιες πλαγιές των καλοκαιρινών βοσκοτόπων και είναι δύο περίπου ώρες περπάτημα, κατά τις εκτιμήσεις ντόπιων, μέχρι το Μπας Χεμσίν και το πέρασμα Τάτος (βλ. φωτ. 283β). Από εκεί το μονοπάτι κατηφορίζει στο Χουνούτ στην κοιλάδα του Τσορούχ και συνεχίζει νότια προς το Ερζερούμ. Έχει ακόμη κόσμο τους καλοκαιρινούς μήνες, και είναι τρεις ημέρες από το Βαρός μέχρι το Ερζερούμ, έτσι ώστε πιθανότατα θα ήταν ταξίδι έξι ημερών από την ακτή μέχρι το Ερζερούμ. Σίγουρα όποιος έλεγχε το Βαρός σε αυτή τη Γη του Αρακέλ θα προσέβλεπε προς την Ισπίρ, αντί για την απομακρυσμένη και απρόσιτη Τραπεζούντα, ως την πλησιέστερη δύναμη.

Από το κάστρο υπάρχει ευρεία θέα προς την ανατολική πλευρά. Προς βορρά έχει θέα στο μονοπάτι προς την ακτή μετά το Ζιλ Καλέ, και προς τα δυτικά θέα σε κοιλάδα που οδηγεί προς το Τεκφούρ Τεπέ. Προς νότο δεσπόζει του μονοπατιού του Μπας Χεμσίν, ενώ τον ορίζοντα κλείνουν οι οδοντωτές κορυφές των βουνών Τάτος.

Η τοποθεσία. Η προεξοχή πάνω στην οποία βρίσκεται το κάστρο έχει δύο μικρούς λόφους, έναν στο ανατολικό και έναν στο δυτικό άκρο, πάνω σε καθέναν από τους οποίους υπάρχει πύργος, ενώ υπάρχουν τειχοπετάσματα κατά μήκος της ενδιάμεσης ελαφριάς κοιλότητας. Υπήρχαν περαιτέρω εξωτερικά τείχη στη νότια, ανατολική, νοτιοδυτική και δυτική πλευρά, αλλά έχουν περιοριστεί ως επί το πλείστον στο επίπεδο θεμελίωσης και μπορούν να εντοπιστούν μόνο αμέσως μετά το λιώσιμο των χιονιών και πριν τα καλύψει η βλάστηση, ίσως στις αρχές Μαΐου. Αυτά τα τείχη πρέπει να σχημάτιζαν εξωτερικό περιτείχισμα, μαζί με παρατηρητήριο εκεί όπου η προεξοχή του κάστρου συνδέεται με το κύριο σώμα του βουνού μέσω χαμηλής κορυφογραμμής, η οποία έχει πτώση περίπου 20 μ. Η μόνη εμφανής πόρτα του κάστρου βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά (φωτ. 283α). Το μήκος του κάστρου από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά είναι περίπου 70 μέτρα και το πλάτος από βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά είναι περίπου 20 μέτρα, αλλά το εξωτερικό εξώτειχος και (ή) ro παρατηρητήριο θα το έκαναν αρκετά φαρδύτερο. Δεν υπάρχουν ίχνη εξωτερικής περιτείχισης στη βόρεια και βορειοανατολική πλευρά. Αυτές οι πλευρές οριοθετούνται από γκρεμούς και μπορεί να υπήρχαν μόνο ξύλινα τείχη για την προστασία τους. Η κύρια πύλη πιθανότατα θα έβλεπε προς την κορυφογραμμή στη νότια πλευρά.

Το κάστρο. Το πάχος των τειχών του κάστρου κυμαίνεται από 0,5 έως 1,5 μ. Ο πυρήνας είναι από κονίαμα συντριμμιών με πολύ λευκό πληρωτικό από ασβέστη και κόκκους, αλλά το κονίαμα είναι τόσο λιγοστό, που σχεδόν δεν υπάρχει. Προφανώς υπήρχε έντονη έλλειψη ασβέστη. Σε μια περιοχή όπου η ποιότητα της τοιχοποιίας είναι συχνά κακή, το Βαρός Καλέ έχει την αμφίβολη διάκριση ότι είναι εξαιρετικά κακής κατασκευής, κάτι που μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την απομακρυσμένη του θέση και τη δυσκολία μεταφοράς απαραίτητων υλικών όπως ο ασβέστης. Η επένδυση είναι κατασκευασμένη από πέτρες τοποθετημένες σε τυχαίες στρώσεις και είναι έντονα επιχρισμένες με ασβεστοκονίαμα για την εξομάλυνση της επιφάνειας. Τμήματα της επένδυσης αποτελούνται από πέτρες τοποθετημένες σε σχέδιο ψαροκόκαλου, παρόμοιο με εκείνο στο Ζιλ Καλέ, και με την ίδια έλλειψη συνέχειας της εργασίας, ένδειξη ότι τα δύο κάστρα συνδέονται μεταξύ τους. Τα σημάδια του απλώματος με το μυστρί είναι ορατά και τα τείχη δίνουν γενική εντύπωση βιαστικής εργασίας. Εδώ κι εκεί υπάρχουν τρύπες στο πάχος των τειχών, που ίσως είναι για πρέκια, αλλά οι ανωμαλίες δυσχεραίνουν την παρατήρηση και δεν βρέθηκε κανένα σίγουρο ίχνος χρήσης ξύλινων πλεγμάτων ως μέρος της κατασκευής του τείχους. Στα βόρεια της πόρτας του βορειοδυτικού τείχους υπάρχουν δύο ορθογώνιες τρύπες, μεγέθους περίπου 0,6×0,4 μ., που διατρέχουν ολόκληρο το πάχος του τείχους. Υπάρχει μια παρόμοια τρύπα στα νότια της πόρτας. Αυτές είναι πολύ μεγάλες για τρύπες δοκαριών, ενώ δεν προσφέρουν θέα ώστε να είναι τρύπες κατασκόπευσης. Ως πολεμίστρες θα ήσαν αναποτελεσματικές και ο σκοπός τους είναι αινιγματικός. Το βορειοδυτικό τείχος έχει μέγιστο ύψος περίπου 12 μ. Σε ύψος περίπου 10 μ. και ακριβώς πάνω από την πόρτα υπάρχει σειρά από τρύπες δοκαριών για τη στήριξη ξύλινου δαπέδου. Στα ανατολικά του νοτιοδυτικού πύργου υπήρχε τείχος που εκτεινόταν περίπου 4 μέτρα μέχρι το τέλος της προεξοχής. Υπάρχει σαφής ένωση στην τοιχοποιία τείχους και πύργου, αλλά πιθανότατα είναι της ίδιας κατασκευής.

Ένα τμήμα του εξωτερικού τείχους υψώνεται κατά τόπους σε ύψος 5 έως 6 μ. στη νοτιοανατολική πλευρά.

Η θύρα που βγαίνει στο εξωτερικό τείχος στη βορειοδυτική πλευρά είναι περίπου 2,5×1,1μ. Το εξωτερικό της υπέρθυρο είναι ένα ενιαίο μεγάλο ακανόνιστο κομμάτι, ενώ η εσωτερική πλευρά έχει ακανόνιστα στρογγυλεμένη καμάρα με τραχείς θολόλιθους, μερικοί από τους οποίους είναι επίπεδες πέτρες, τοποθετημένες σαν τούβλα, όπως στο Τζιχάρ Καλέ και στο Ζιλ Καλέ. Τρύπες δοκαριών και στις δύο πλευρές εντός της πόρτας στο επίπεδο του ανωφλιού δείχνουν τη θέση εκείνου που θα ήταν οριζόντιο ξύλινο υπέρθυρο. Το εσωρράχιο και οι κορνίζες της καμάρας είχαν φινιριστεί με σοβά.

Φαίνεται ότι υπήρχαν δύο πύργοι από τους οποίους , ο βορειοδυτικός έχει ισοπεδωθεί μέχρι το επίπεδο των θεμελίων. Ο νοτιοδυτικός πύργος υψώνεται σε ύψος περίπου 4 μ. Οι τοίχοι του έχουν πάχος πάνω από ένα μέτρο στο επίπεδο του εδάφους και εξωτερικά σχηματίζει τετράγωνο πλευράς 4 έως 5 μ., ενώ οι εσωτερικές διαστάσεις στο επίπεδο του ισογείου είναι 2,5×2,0 μ., σχηματίζοντας περιοχή που στην πραγματικότητα έχει περίπου οβάλ σχήμα. Η οροφή αυτού του ισογείου αποτελούνταν από χονδρικά ημικυλινδρικό θόλο από σκυρόδεμα ασβέστη, και το αποτύπωμα των ξύλινων καλουπιών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του φαίνεται ακόμη στο ασβεστοκονίαμα. Οι τοίχοι ήσαν επιχρισμένοι με ροζ σοβά που δεν εμφανίζεται αλλού και περιέχει κονιοποιημένα τούβλα ή πήλινα σκεύη. Πάνω από αυτόν τον ροζ σοβά υπήρχε λεπτό επιφανειακό στρώμα ασβέστη. Δεν υπάρχει ίχνος πόρτας σε αυτόν τον θάλαμο και ο σοβάς υποδηλώνει ότι ίσως ήταν στέρνα (φωτ. 284).

7. Άρντεσεν, εκκλησία (σχήμα 120, φωτ. 285)

Θέση. Περίπου 1 χλμ. ανατολικά της πόλης Άρντεσεν, ένα μονοπάτι διακλαδίζεται προς νότο από τον παραλιακό δρόμο, ξεκινώντας ανάμεσα σε δύο μεγαλοπρεπή πλατάνια. Περίπου 500 μέτρα κατά μήκος του μονοπατιού και περίπου 20 μέτρα ανατολικά του υπάρχουν τα ερείπια μιας εκκλησίας. Η τοποθεσία βρίσκεται σε μικρό οροπέδιο, 20 περίπου μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, και σκιάζεται από δέντρα και αναρριχητικά φυτά. Η περιοχή ονομαζόταν κάποτε Τζιμπίστας και τώρα είναι γνωστή ως Καβακλίντερε Μαχαλέσι.

Η εκκλησία είναι πέτρινη, με τοίχους πάχους περίπου 1 μ. Οι τοίχοι ήσαν επενδεδυμένοι με προσεγμένα ορθογώνια κομμάτια πέτρας, από τα οποία μόνο μισή ντουζίνα παραμένουν στη θέση τους, αλλά το σχήμα που είχαν οι χαμένες πέτρες είναι σαφές από τα αποτυπώματα που είναι ορατά στο κονίαμα της βάσης στρώσης. Ο πυρήνας των τοίχων είναι από προσεκτικά στρωμένο κονίαμα συντριμμιών. Οι πέτρες είναι στρογγυλεμένες από την ακτή της θάλασσας και το κονίαμα είναι από ασβέστη και άμμο με μικρή πρόσμιξη βότσαλων. Η ποιότητα του έργου φαίνεται από το γεγονός ότι ο πυρήνας με ασβέστη παραμένει σταθερός, παρά τις καταστροφές από τα αναρριχητικά φυτά και την έντονη βλάστηση γύρω του.

Το εσωτερικό σχέδιο αυτής της εκκλησίας θα μπορούσε να ανακτηθεί με ανασκαφή, αλλά εδώ πρέπει να το υποθέσουμε. Το πιθανότερο είναι ότι ήταν βασιλική με σηκό και δύο κλίτη, αλλά δεν πρέπει να αποκλειστεί και ένας τρούλος πάνω από το κεντρικό φάτνωμα. Υπάρχουν δύο ημικυκλικά παστοφόρια και μια μεγαλύτερη κεντρική αψίδα, πενταγωνική εξωτερικά και στρογγυλεμένη εσωτερικά. Στο δυτικό άκρο υπήρχε νάρθηκας και στη βόρεια πλευρά μια κατασκευή που περιείχε δύο διαμερίσματα.

Ούτε το σχήμα ούτε το μέγεθος των παραθύρων ή των θυρών είναι σαφή, αφού έχουν φύγει όλες οι πέτρες της όψης, αλλά έχουν προταθεί στο σχήμα 120 με βάση κενά και τρύπες στη δομή.

Το αρχικό επίπεδο του δαπέδου της εκκλησίας φαίνεται ότι ήταν περίπου 0,8 μ. κάτω από το τωρινό, αντιστοιχώντας περίπου με το εκτεθειμένο δάπεδο του οικοδομήματος στη βόρεια πλευρά. Όμως το εξωτερικό επίπεδο του εδάφους έχει διαβρωθεί, αποκαλύπτοντας δύο σειρές θεμελίωσης των αψίδων.

Ο νότιος τοίχος και ένα τμήμα του βόρειου τοίχου υψώνονται τώρα σε ύψος περίπου 8 μ. Τα υπόλοιπα είναι πολύ πιο υποβαθμισμένα.

Ο νότιος τοίχος του νάρθηκα έχει σαφώς αποκοπεί με ρωγμή από τον δυτικό τοίχο της εκκλησίας, αφήνοντας κενό αρκετών εκατοστών. Ήταν επενδεδυμένος μόνο με χονδρικά τετραγωνισμένες πέτρες, σε έντονη αντίθεση με την τακτικότητα της όψης των τοίχων της εκκλησίας. Ο νάρθηκας λοιπόν ίσως ήταν μεταγενέστερη προσθήκη.

Ελάχιστα έχει απομείνει από το κτίσμα στη βόρεια πλευρά της εκκλησίας. Οι τοίχοι του, που βρίσκονται μόλις λίγα εκατοστά πάνω από το επίπεδο του εδάφους, ήσαν επενδεδυμένοι με την ίδια τραχιά λιθοδομή όπως ο νάρθηκας, και ο πυρήνας είναι από κονίαμα συντριμμιών που περιέχει μερικά θραύσματα θρυμματισμένου τούβλου και κεραμιδιού. Τα κεραμίδια έχουν πάχος 1,5 μέχρι 2 εκ. και χρώμα υποκίτρινο κόκκινο. Τα τούβλα έχουν πάχος 2,5 μέχρι 3 εκ. και έντονο κόκκινο χρώμα. (Βλ. Παράρτημα). Όπως και στο Σάπο (σελ. 340 πιο πάνω), ορισμένα θραύσματα τούβλων έχουν διπλή χάραξη σταυρού.

Το δάπεδο αυτού του βόρειου παραρτήματος είναι ανυψωμένο πάνω από τον βράχο στη βόρεια πλευρά κατά 1 περίπου μ. Κατασκευάστηκε από κονίαμα συντριμμιών και η οροφή του είχε διαμορφωθεί χονδρικά σε ημικυλινδρικό θόλο, που διατηρεί ακόμη το σημάδι του ξύλινου καλουπιού. Η πρόσβαση στην κρύπτη γινόταν από δύο ανοίγματα πλάτους περίπου 0,8 μ. και ίσως λίγο ψηλότερα. Το άνοιγμα κάτω από το δυτικό άκρο έχει μονολιθικό υπέρθυρο. Το δάπεδο του ανατολικού τμήματος του παραρτήματος έχει καταρρεύσει. Ο σκοπός του μπορεί να προκύψει από ανασκαφή, αλλά ένας άδειος θάλαμος κάτω από το δάπεδο υποδηλώνει ότι ίσως ήταν ταφικό παρεκκλήσι.

Χρονολογία. Το σχέδιο συνδέεται σαφώς με εκείνο στο Σάπο (βλ. σελ. 340 πιο πάνω). Η πεντάγωνη κεντρική αψίδα (της οποίας αυτό είναι το πιο ανατολικό παράδειγμα) είναι σήμα κατατεθέν της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας (και βρίσκεται επίσης στην εκκλησία στην Ισπίρ, βλ. σελ. 355 πιο κάτω). Προτείνεται μια τραπεζούντια, ή πιθανώς προγενέστερη, χρονολογία.

<-Ενότητα 25: Το βάνδον Ριζαίου Ενότητα 27: Παραμεθόριες τής Γεωργίας: Γκουρία και Σάμτσκα->
error: Content is protected !!
Scroll to Top