<-Ενότητα 24: Το βάνδον Σουρμένων με τον Όφι | Ενότητα 26: Το θέμα Μεγάλης Λαζίας και η γη του Αρακέλ-> |
Ενότητα 25: Το βάνδον Ριζαίου
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
Το χρυσόβουλλο του 1432 αποκαλύπτει ότι το βάνδον του Ῥιζαίου (που πήρε ασυνήθιστα το όνομά του από τον τόπο, παρά από μια περιοχή ή υποτιθέμενο λαό) ήταν το πιο ανατολικό από τις κεντρικά διοικούμενες περιοχές της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Εκτεινόταν ανατολικά και βόρεια, για να περιλάβει το χωρίον Μαπαύρεως (Μαπάβρι, τώρα Τσαγελί), λίγο πριν από τα παραδοσιακά λαζικά όρια στο Αθήναι (Ατίνα, τώρα Παζάρ). Σήμερα μπορούμε να προσδιορίσουμε μόνο τη Ζαρέλη (τώρα Ζουρέλ) μεταξύ επτά άλλων ονομάτων που κατονομάζονται στο βάνδον.1
Τα 40 χιλιόμετρα της ακτής του βάνδου προσφέρουν κάποιο καταφύγιο πίσω από το ίδιο το ακρωτήριο του Ριζαίου και στη συνέχεια κατευθύνονται σχεδόν βορειοανατολικά προς το ακρωτήριο του Αθήναι. Η άμεση ενδοχώρα του ίδιου του Ριζαίου είναι σήμερα καλά κατοικούμενη και πιθανότατα είναι εκεί που θα έπρεπε να αναζητήσει κανείς τα σημαντικά κτήματα του μοναστηριού του Φάρου στο βάνδον. Η κατοίκηση γίνεται ολοένα και πιο αραιή βορειότερα και πιο ανατολικά, μέχρι ότου τα βουνά της Λαζικής διώξουν ότι υπάρχει πέρα από τα δέντρα και πάνω στην ακτή. Αν και ο πληθυσμός του τέλους του 15ου αιώνα της περιοχής Ρίζε είχε αναλογία 2.063 χριστιανικών προς μόνο 162 μουσουλμανικά νοικοκυριά, ο προσηλυτισμός είχε ήδη αρχίσει. Σε αντίθεση με τον κεντρικό και δυτικό Πόντο, ο ελληνικός πληθυσμός δεν μπόρεσε να κρατήσει τη θέση του, πιθανώς λόγω της μεταστροφής των Οφλήδων και των Λαζών τον 17ο αιώνα, και η περιοχή εισήλθε στον 20ό αιώνα με δύο μόνο εκκλησίες ανοιχτές.2
Όπως δείχνουν τα ερείπιά του, το Ρίζαιον ήταν η τελευταία σημαντική περιτειχισμένη κωμόπολη στην ανατολική ακτή του Πόντου που ακολούθησε το κλασικό ή μεσαιωνικό πρότυπο. Όμως, εκτός κι αν κάποιος διακλαδιστεί δυτικά προς τον Καλοπόταμο και τελικά φτάσει στη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ), το Ρίζαιον δεν έχει καλή διαδρομή προς νότο ή σημαντική εμπορική λειτουργία. Έτσι, η ζωή στην πόλη δεν ήταν ίσως τόσο αντανάκλαση τοπικών απαιτήσεων και γούστων, όσο περιοδική επιβολή από έξω. Επειδή ήταν κάτι που ισοδυναμούσε με πολιτιστική μεθοριακή πόλη, μια ορισμένη σημασία της επιβλήθηκε όταν τα σύνορα υποχώρησαν σε αυτήν σε διάφορες χρονικές στιγμές, ιδιαίτερα κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα. Άλλες φορές υποχωρούσε στο καμουφλάζ του κυρίαρχου Καυκάσιου μοτίβου οικισμού όπου δύσκολα απαιτούνται πόλεις, έτσι ώστε περί το 1890 ο Κουινέ ανέφερε ότι, παρόλο που, μέσω ρωσικών προσαρτήσεων στα ανατολικά, του είχε επιβληθεί το καθεστώς της πρωτεύουσας ενός ασήμαντου σαντζακιού του Λαζιστάν, «η Ρίζε δεν είναι στην πραγματικότητα πόλη με τη σωστή έννοια της λέξης».3 Όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που η Κωνσταντινούπολη προσπαθούσε να την κάνει κανονική πόλη. Τα σκαμπανεβάσματα της εξωτερικής και επίσημης, σε αντίθεση με την εσωτερική και τοπική, ιστορίας του Ριζαίου αντανακλώνται ίσως καλύτερα στο περίεργο έπος της επισκοπής του, που περιγράφεται πιο κάτω.
Το Ῥίζαιον,Ῥιζαῖον,Ῥιζοῦς, Ῥοιζαῖον, Ῥίζιος, Reila, Risso, Riso, Risum, τώρα Ρίζε, βρίσκεται πάνω στο δικό του ρεύμα, τον Ῥίζιο.4 Μια φυσική ακρόπολη και σχετικά προφυλαγμένο αγκυροβόλιο προσέλκυσε αναμφίβολα παλαιότερους Έλληνες αποίκους, αλλά δεν εμφανίζεται στη Notitia dignitatum ή στον Συνέκδημο του Ιεροκλή. Ήταν, όμως, η σκιώδης σκηνή του πνιγμού του Αγίου Ορέντιου στον κόλπο και πραγματική τοποθεσία ενός μοναστηριού του “Ayo-Rando”, του οποίου δεν γνωρίζουμε κανένα ίχνος σήμερα.5 Το Ρίζαιον σύρθηκε πραγματικά στο προσκήνιο από τις απαιτήσεις της Λαζικής στρατηγικής του Ιουστινιανού. Στις αρχές του 6ου αιώνα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από «χωρίον», σε μια εποχή που τα Σουσούρμαινα (Τζαναγιέρ, ένα στρατόπεδο περίπου 60.000 τετραγωνικών μέτρων σε μέγεθος) ήταν πιθανώς πιο σημαντική «κώμη». Αυτοί είναι οι όροι του Προκοπίου, ο οποίος αλλού επαινούσε ότι ο Ιουστινιανός «αποκατέστησε το ίδιο το Ρίζαιον, ρίχνοντας γύρω του ένα νέο σύστημα οχυρώσεων, το οποίο ξεπερνά κάθε περιγραφή ή αναφορά τους. Γιατί ήταν έτσι διαμορφωμένο, ώστε να μην είναι κατώτερο σε μέγεθος και ασφάλεια από καμία από τις πόλεις στα περσικά σύνορα».6 Όταν ο Προκόπιος είχε αμφιβολίες για την ακριβή φύση των οικοδομικών επιτευγμάτων του κυρίου του, ο Προκόπιος είχε την τάση να αποφεύγει τους κινδύνους και να υπερβάλλει. Μάλιστα το αμυντικό σύστημα του Ριζαίου είναι συνηθισμένο για τα ποντιακά παράλια και είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποια παρόμοια μέρη ξεπερνούσε σε μέγεθος ή ασφάλεια. Αλλά αυτά που περιγράφουμε και αναφέρουμε πιο κάτω είναι αναγνωρίσιμα στις γραμμές που ορίζονται από τον Ιουστινιανό, ακόμη κι αν πολλά από όσα σώζονται είναι πιθανώς μεταγενέστερα, μεσαιωνικά.
Υπάρχουν δύο τύποι ποντιακών παραθαλάσσιων οικισμών με τείχη. Ο μικρότερος αποτελείται από οχυρό στην ακτή, το οποίο συνδέεται με και προστατεύει περιφραγμένο περίβολο στην ενδοχώρα: τα Κόραλλα (Γκιόρελε Μπουρουνού) και η Ηράκλεια (Καλετζίκ, Αρακλί Μπουρουνού) είναι παραδείγματα. Ο μεγαλύτερος τύπος αντιστρέφει τη σειρά. Ένας οικισμός τριών επιπέδων, με δύο τειχοπετάσματα, έχει τεχνητό λιμάνι ως βάση του τριγώνου του και εσωτερική ακρόπολη ή πάνω ακρόπολη, που προστατεύει το σύνολο, ως κορυφή του. Η Κερασούς (Γκίρεσουν) και η ίδια η Τραπεζούς είναι παραδείγματα. Το Ρίζαιον είναι ίσως το μικρότερο παράδειγμα της ποικιλίας των μεγαλύτερων. Εδώ μια κάτω περιτειχισμένη πόλη κοντά σε μόλο λιμανιού οδηγεί πάνω σε μεσαία και πάνω ακρόπολη που δεσπόζουν πάνω της. Όμως, για σύγκριση, ολόκληρη η περιτειχισμένη περιοχή του Ριζαίου περιλαμβάνει περίπου 43.750 τετραγωνικά μέτρα, ενώ της Τραπεζούντας περίπου 220.900 τετραγωνικά μέτρα.
Παρά την αιγίδα του Αγίου Ορεντίου, η έδρα του Ριζαίου ξεκίνησε αρκετά σεμνά ως υπαγόμενη επισκοπή της Νεοκαισάρειας στο Ποντιακό Πολεμώνιον. Η αρχαιότερη επισκοπική σφραγίδα του ανήκει στον 7ο αιώνα. Το 715-30 ανυψώθηκε στο καθεστώς της ανεξάρτητης αρχιεπισκοπής, το οποίο διατήρησε μέχρι το 921-23 ή και αργότερα. Όμως περί το 980 είχε και πάλι υποβιβαστεί σε υπαγόμενη στη Νεοκαισάρεια, πιθανότατα παραμένοντας έτσι μέχρι τις αρχές του 12ου αιώνα. Ανέκτησε την αυτοκεφαλία από το 1142/43 και προωθήθηκε περαιτέρω, για να γίνει μητρόπολη τον 13ο αιώνα, η οποία, στα τέλη του 15ου αιώνα, μπορούσε να καυχηθεί ότι ήταν (ομολογουμένως η τελευταία) από μόνο δεκαεπτά μητροπόλεις που είχαν απομείνει στην Ανατολία πριν η δική της έδρα γίνει κατ’ όνομα.7
Ο Φαλμεράγιερ έχει παραπλανήσει άλλους στην πεποίθηση ότι το λινό του Ριζαίου υμνήθηκε από τον Ιωάννη Ευγενικό τον 14ο αιώνα.8 Ο Ευγενικός δεν αναφέρει τον τόπο, αλλά η υπόθεση μεσαιωνικού εμπορίου των ριγέ υφασμάτων της περιοχής είναι ωστόσο απολύτως εύλογη. Ο Μπραντ μίλησε για τη γονιμότητα της Ρίζε και τα εκλεκτά εσπεριδοειδή της, γράφοντας ότι «είναι διάσημη για την κατασκευή λινού από κάνναβη, που χρησιμοποιείται σε όλη την Τουρκία για πουκάμισα».9 Σήμερα η Ρίζε είναι πιθανώς πιο διάσημη για τους ζαχαροπλάστες της, αλλά έχουν μεταναστεύσει σε όλη την Τουρκία τόσο επιτυχώς, που πρέπει να ομολογήσουμε ότι τα ίδια τα ζαχαροπλαστεία της Ρίζε δεν ξεχωρίζουν αισθητά περισσότερο από αλλού.
Προχωρώντας κατά μήκος της ακτής, το ασήμαντο Τασλί Ντερέ φαίνεται ότι είναι το ποτάμι που σημειώνεται από τους κλασικούς γεωγράφους ως Ἄσκουρος ή Ἀσκούρνα.10 Πέρα από το Γκουντογντού υπάρχει (όπως μας πληροφορεί το όνομα) ερειπωμένο κάστρο στο Μποζούκ Καλέ, Στη συνέχεια έρχεται ο ποταμός Ἀδιηνός ή Αρντίνεο (πιθανώς ο Κιντλέμπαγι Ντερέ)11 και ο τελευταίος μεγάλος Τραπεζούντιος ελληνικός οικισμός στο χωρίον του Μαπαυρί (Τσαγιελί, αλλά η μεσαιωνική τοποθεσία πιθανότατα βρισκόταν λίγο πιο βορειοανατολικά στο Τασχάν). Εδώ ο Θεόδωρος Σαμψών, κάποτε αμυρτζαντάριος της Τραπεζούντας, κατείχε γη, και η Μονή Φάρου διοικούσε παροίκους των οποίων τα ονόματα θα μπορούσαν να υπαινίσσονται ελληνολαζική ποικιλομορφία: Ιωάννης Γερέλης (Γκουριέλι, της Γκουρίας;) που ήταν ιερέας, Θεόδωρος Καλλίστρατος, Σάβας Μουρκίβας, Νικήτας ο Μακηδῶν, Μανουήλ Μαριάβας, Κυριάκος Μελέτης, Γεώργιος Μελίας, Ιωάννης Κορδύλης(από το Σίβρι Καλέ, ακριβώς πάνω από την ακτή;), Μάργων, Γαλῆς, Κατζίκης, Πολίτης, Ιωάννης Ἀρέβις (προφανώς Αρμένιος) και οι αδελφοί του.12 Τέτοια κτήματα έπεσαν σε δύσκολες ημέρες αργότερα με την «ειρήνευση» της περιοχής από τον Οσμάν Πασά. Το 1842 ο Τελ ανέφερε: «Είχα παρατηρήσει στο παζάρι του Μαπαβρί μόνο μεγάλο κεχρί (σιτάρι Τουρκίας, εδώ το λένε λαζούτ) και προβιές. Βρίσκω μόνο δυστυχισμένους ανθρώπους, που ζουν διάσπαρτα στο κέντρο μιας όμορφης εξοχής που πρέπει να τους εμπλουτίσει, προσφέροντας οδυνηρό θέαμα και την πιο συγκλονιστική από όλες τις αντιθέσεις που μπορεί να δει κανείς».13 Το 1820 ο Ροτιέρς είχε αναφέρει ότι το Μαπαβρί είχε πηγή «πετρελαίου» που έρρεε στη θάλασσα,14 αλλά σήμερα είναι περισσότερο γνωστό για το τσάι του που ρέει σε όλη την Τουρκία, και δίνει το όνομά του στον σύγχρονο οικισμό Τσαγελί, και μάλιστα μετατρέπεται σε τοπική κολώνια.
Τα Κόρδυλα,15 που ταυτίζουμε με το κάστρο του Καλετζίκ ή Σίβρι Καλέ, είναι ο μεθοριακός σταθμός εκείνου που ακόμη και οι πορτολάνοι χαρακτηρίζουν ως σύνορο της Λαζικής και ήταν ο τόπος του υποτιθέμενου μαρτυρίου του Αγίου Φαρνακίου.16
ΜΝΗΜΕΙΑ
1. Ρίζαιον (σχήμα 118, φωτ. 270-273)
Η Άνω Ακρόπολη βρίσκεται σε λόφο με επίπεδη κορυφή, περίπου 150 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και νοτιοδυτικά του σύγχρονου κέντρου της πόλης της Ρίζε. Διαθέτει πέντε στρογγυλούς πύργους ή προμαχώνες, μια ζιγκ-ζαγκ πύλη εισόδου προς τα ανατολικά, ένα πηγάδι και επιπλέον αμυντικές κατασκευές μέσα στον περίβολο. Οι οχυρώσεις της εξωτερικής πύλης στέκονται επτά περίπου μέτρα κάτω από τα κύρια τείχη της ακρόπολης και φαίνεται ότι είναι μεταγενέστερες προσθήκες. Τα τείχη της ακρόπολης είναι ομοιόμορφου ύψους, είναι φτιαγμένα από πέτρα σε τυχαίες στρώσεις και έχουν πάχος περίπου 1,5 μ. Οι εξωτερικές πέτρες είναι είτε χονδροειδώς διαμορφωμένες είτε φυσικά επίπεδες, για να παρέχουν ομαλή επιφάνεια, η οποία είναι άφθονα γεμισμένη με κονίαμα, καλύπτοντας τις μισές πέτρες και δίνοντας λείο φινίρισμα. Το κονίαμα είναι από ασβέστη και άμμο με λίγα βότσαλα και είναι καλά στρωμένο, με λίγα κενά. Ολόκληρο το τείχος είναι δομή από κονίαμα θραυσμάτων, στην οποία μεγάλο μέρος από τις πέτρες είναι λειασμένες από το νερό. Οι πύργοι είναι στρογγυλοί ή ημικυκλικοί, αλλά δεν φαίνεται η εσωτερική τους κατασκευή, παρά μόνο στον βορειοδυτικό πύργο όπου υπάρχουν υπολείμματα καμαροσκέπαστου θαλάμου από τούβλα (φωτ. 270γ). Τα τούβλα έχουν πάχος 3 μέχρι 3,5 εκ. και το κονίαμα είναι όπως περιγράφεται.
Το πηγάδι, ή στέρνα, είναι λαξευμένο σε βράχο και βρίσκεται στη βορειοδυτική γωνία. Τώρα έχει βάθος 5 περίπου μέτρα και μάλλον ήταν πολύ πιο βαθύ. Ένα κομμάτι εσωτερικού τείχους κοντά του έχει πολύ μεγαλύτερη αναλογία βότσαλου από αλλού και είναι ίσως μεταγενέστερη προσθήκη.
Στο χωράφι στο κέντρο του φυλακίου υπάρχουν θραύσματα κονιάματος από ασβεστόλιθο και κονιοποιημένο τούβλο, που είναι σαθρά και δεν σχετίζονται πια με κανένα κτίριο.
Η Κάτω Ακρόπολη είναι περιτειχισμένο ορθογώνιο, περίπου στο ίδιο μέγεθος με την Άνω Ακρόπολη, αλλά υπάρχει πολύ σημαντική υψομετρική διαφορά κάτω από το μεταξύ τους τειχοπέτασμα, μέσω του οποίου δεν υπάρχει τώρα εμφανής πρόσβαση. Υπάρχει όμως η δυτική πλευρά μιας σημαντικής πύλης ανάμεσα στην Κάτω Ακρόπολη και την περιτειχισμένη κυρίως πόλη. Αρχιτεκτονικά, το κύριο χαρακτηριστικό της Κάτω Ακρόπολης αποτελείται από εννέα εσωτερικά ανακουφιστικά τόξα μεταξύ των στοιχείων 1 και 2 (σχήμα 118, φωτ. 271β, γ). Αυτά τα τόξα φτάνουν σε ύψος 6 μ., έχουν πλάτος περίπου 3,25 μ. και χωρίζονται από βάθρα με μέσο βάθος 1 μ. και πλάτος 0,9 μ. Είναι θολωτά από τούβλα.
Το άνω, νότιο, άκρο της Κάτω Ακρόπολης έχει ανασκαφεί, παρέχοντας σχετικά ήπια κλίση στην περιοχή. Εξωτερικά, όμως, το δυτικό τείχος της Κάτω Ακρόπολης κατεβαίνει πλαγιά που έχει κλίση 30° έως 35° (φωτ. 271α).
Το Δυτικό Τείχος αποτελείται από κανονικές σειρές από μικρές ορθογώνιες πέτρες. Το στοιχείο 1 είναι ένα μικρός, ημικυκλικός, προμαχώνας. Ο Πύργος 2 είναι πολύ μεγάλη κατασκευή, με εσωτερική διάμετρο 5 περίπου μ. Οι τοίχοι του έχουν πάχος σχεδόν 2 μ. Το εσωτερικό αυτού του πύργου είχε δύο ορόφους, ο καθένας με δομικό θόλο από με κονίαμα συντριμμιών. Ο κάτω θόλος φαίνεται να ξεφυτρώνει από δύο ή τρεις σειρές τούβλων, αλλά πολλά από αυτά και οι πέτρες της εσωτερικής επένδυσης (αν υπήρχαν) έχουν φύγει. Ο Προμαχώνας 3 είναι ένα ορθογώνιο, λίγο μεγαλύτερο από το στοιχείο 1. Ο Πύργος 4 είναι μεγάλο ορθογώνιο, οι λεπτομέρειες του οποίου είναι ασαφείς. Κάτω από αυτόν υπάρχει πηγή, η οποία ίσως περικλειόταν από τοίχο που έχει φύγει. Το κύριο τείχος μεταξύ των Πύργων 4 και 5 έχει επίσης εξαφανιστεί, αλλά πιθανότατα ακολουθούσε το σημερινό μονοπάτι προς τα κάτω. Αυτές οι πλαγιές είναι τώρα δασωμένες βαριά, αν και τυχαία, χτισμένες. Τα μεσαιωνικά χαρακτηριστικά πρέπει να αναζητηθούν σε αυλές και σέ ιδιωτικές ιδιοκτησίες.
Ο Πύργος 5 είναι ορθογώνια κατασκευή με δύο διαμερίσματα. Το συνολικό του μέγεθος είναι περίπου 12×7 μ. και το πάχος του τοιχώματος είναι περίπου 1,5 μέχρι 2 μ. Η μορφή του ισογείου ή του πρώτου ορόφου δεν μπορεί τώρα να προσδιοριστεί, καθώς συντρίμμια έχουν συσσωρευτεί σε βάθος 2 μέχρι 3 μ., αλλά μπορεί κάλλιστα να ήταν το ίδιο με εκείνο των επάνω ορόφων. Το ανατολικό διαμέρισμα έχει πόρτες ή παράθυρα στη νότια και δυτική πλευρά του δεύτερου ορόφου. Ο τρίτος όροφος έχει ένα κεντρικό παράθυρο στη νότια πλευρά και δύο στην ανατολική. Όλες οι πόρτες και τα παράθυρα έχουν καμάρες από τούβλα. Οι λεπτομέρειες του δεύτερου ορόφου του δυτικού διαμερίσματος δεν είναι σαφείς, αλλά είχε πλίνθινο θόλο (φωτ. 272α). Ο τρίτος όροφος είχε δύο ανοίγματα από πέτρινες αψίδες στο δυτικό άκρο. Άλλα ανοίγματα είναι ασαφή, αλλά η οροφή ήταν ογκώδης κατασκευή από τούβλα, που σχημάτιζε δομικό θόλο. Τα τούβλα είχαν κατά μέσο όρο πάχος 3,75 έως 4,50 εκ. και μήκος 32 έως 40 εκ. (βλ. Παράρτημα). Στο δυτικό διαμέρισμα μόνο η εσωτερική κατασκευή είναι από τούβλα και ο πυρήνας του τοίχου είναι συμπαγές κονίαμα συντριμμιών με επένδυση από πέτρα. Όμως στο ανατολικό διαμέρισμα αψίδες από τούβλα φαίνονται να περνούν προς το εξωτερικό. Τα δύο πέτρινα τοξωτά ανοίγματα στο ανατολικό άκρο του δυτικού διαμερίσματος στον βόρειο και νότιο τοίχο είναι στρογγυλά τοξωτά με μεγάλους, σφηνοειδείς θολόλιθους. Αλλά το στρογγυλό τόξο δεν επεκτείνεται στο εξωτερικό, όπου το άνοιγμα είναι ορθογώνιο. Ο ιδιοκτήτης του πύργου διατηρεί μελίσσια σε αυτά, κάτι που απέκλεισε την πολύ περαιτέρω έρευνα.
Ο βορειοδυτικός πύργος της ακρόπολης ήταν πιθανώς παρόμοιος με τον πύργο 5, στον οποίο μπορεί να φανεί η ανώτερη πλινθόκτιστη στέγη. Το εσωτερικό του θόλου του πύργου 5 είχε στρώμα κονιάματος πάνω από τα τούβλα και πιθανότατα χτίστηκε με ικριώματα. Το πάχος του κονιάματος μεταξύ των τούβλων σε αυτόν τον πύργο, αλλά και αλλού, δεν είναι πολύ κανονικό. Το κονίαμα είναι σταθερά από ασβέστη, άμμο και βότσαλα.
Περίπου έξι σειρές από τη σημερινή βάση του πύργου 5 υπάρχει μία σειρά μεγάλων ορθογώνιων κομματιών πέτρας, που μπορεί να αντιστοιχούν σε εκείνο που ήταν το εσωτερικό επίπεδο του δαπέδου. Οι πέτρινες καμάρες του δεύτερου ορόφου οδηγούν έξω σε ράμπα εκατέρωθεν του πύργου. Αυτός ο υπέροχος πύργος υψώνεται τώρα σε ύψος 12 μέτρων.
Μέρος του εσωτερικού του τείχους μεταξύ των πύργων 5 και 6 έχει ίχνη τυφλής στοάς, παρόμοιας με εκείνη στο εσωτερικό του δυτικού τείχους της Κάτω Ακρόπολης. Και στις δύο περιπτώσεις η λειτουργία της ίσως ήταν να φέρει ράμπα. Στην περίπτωση αυτή υπάρχουν πολλές εσωτερικές προεξοχές (που δεν είναι φτιαγμένες από τούβλα) και οι αρχές μιας καμάρας στα βόρεια του πύργου 5 (που είναι από τούβλα). Συμπεριλαμβανομένης της στοάς, το πλάτος του τείχους είναι 2 μ. ή λίγο περισσότερο.
Περίπου δύο μέτρα από τον πύργο 6 μια στρογγυλή τοξωτή πύλη, που έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος της όψης της και έχει πλάτος περίπου 1,5 μ., οδηγεί σε πολύ κατάφυτο παρατηρητήριο που την υπερασπιζόταν.
Ο πύργος 6 είναι ορθογώνιος με θόλο από κονίαμα συντριμμιών. Τα τούβλα που ήσαν διάσπαρτα τριγύρω υποδηλώνουν ότι ήταν επενδεδυμένο με τούβλα ή ότι είχε ανακουφιστικά τόξα από τούβλα. Στη βορειοδυτική όψη υπάρχει τοξοειδές παράθυρο.
Το τείχος κάτω από τον πύργο 6 είναι συμπαγής πέτρα, πάχους περίπου 2 μ., χωρίς ίχνη εσωτερικών χαρακτηριστικών. Μεταξύ των πύργων 6 και 8 το τείχος τρυπιέται από έναν δρόμο, χτισμένο τη δεκαετία του 1950, ο οποίος, σύμφωνα με κοντινό κάτοικο, κατέστρεψε τα ερείπια κυκλικού πύργου, τον οποίο ονομάσαμε πύργο 7.
Το τείχος μεταξύ των πύργων 7 και 8 κρύβεται από κατοικίες. Ο πύργος 8 είναι ορθογώνιος και χωρίζεται σε δύο διαμερίσματα, τα οποία χωρίζονται, όπως στον πύργο 5, από το κύριο τείχος. Το τελευταίο προστατεύεται από εξωτερικό τείχος, ή προμαχώνα, ο οποίος έχει σειρά από ανοιχτούς πύργους μήκους 4 περίπου μέτρων, που προεξέχουν 3 περίπου μέτρα προς τα έξω και απέχουν μεταξύ τους 20 περίπου μέτρα. Ίσως συνεχίζονταν πιο πέρα στην κατεύθυνση της θάλασσας, αλλά αυτό είναι ασαφές. Αυτό το εξωτερικό τείχος βρίσκεται στην ίδια θέση με το πολύ μεγαλύτερο δυτικό τείχος της Τραπεζούντας, που χτίστηκε από τον Αλέξιο Β’ (1297-1330), και η λιθοδομή του είναι ίδια με εκείνη μεγάλου μέρους του δυτικού τείχους του Ριζαίου, που μπορεί να συγκριθεί με τον γενικό τύπο Ε στην Τραπεζούντα.
Ο πύργος 9, ο βορειότερος που σώζεται τώρα, είναι κυκλικός, με εσωτερικούς θόλους από τούβλα. Τα ασυνήθιστα μεγάλα ορθογώνια κομμάτια πέτρας, στρωμένα με κονίαμα από ασβέστη και άμμο, τόσο στα θεμέλιά του (φωτ. 272β) όσο και σε εκείνα του παρακείμενου τείχους προς τα νότια, υποδηλώνουν κλασική ή οπωσδήποτε πρώιμη χρονολόγηση της προέλευσής του. Όμως το τείχος που συνεχίζει βόρεια από τον πύργο 9 προς τη θάλασσα ίσως δεν είναι μεσαιωνικό.
Ένα Θαλάσσιο Τείχος αναπτυσσόταν ανατολικά του πύργου 8, παράλληλα με τη θάλασσα και 8 περίπου μέτρα πάνω από αυτήν (φωτ. 273). Υπάρχει ανώμαλος γκρεμός βράχων σε σημεία δίπλα στη θάλασσα, κατά μήκος του οποίου ίσως εκτεινόταν το τείχος, αλλά τα χαμόκλαδα είναι πολύ πυκνά για να καταλάβει κανείς πού πήγαινε. Κάτω από τον γκρεμό υπάρχει παραλία, ενώ δύο προεξέχοντα κέρατα από εν μέρει φυσικούς και εν μέρει χαλαρούς βράχους, που θυμίζουν τα ίχνη των μόλων του Αδριανού στην Τραπεζούντα, πιθανώς υποδεικνύουν πού βρισκόταν το λιμάνι.
Το Ανατολικό Τείχος πρέπει κανείς να το μαντέψει σε μεγάλο βαθμό. Θραύσματά του βρέθηκαν στα ανατολικά του νοσοκομείου, όπου υπάρχει τμήμα πάχους περίπου 1,2 μ., με κονίαμα από ασβέστη, άμμο και βότσαλα. Ένας τοίχος καλυμμένος με κισσό που ανεβαίνει από τον σύγχρονο δρόμο ίσως αποτελούσε επίσης μέρος του.
Άλλα χαρακτηριστικά. Ο Παλγκρέιβ της Αραβίας, ο πιο απίθανος, δογματικός, ανακριβής και διασκεδαστικός Βρετανός πρόξενος στην Τραπεζούντα του 19ου αιώνα, εντυπωσιάστηκε πολύ από τα τείχη του Ριζαίου, «τα οποία, όταν ήσαν πλήρη, δεν θα μπορούσαν να είναι πολύ λιγότερο από δύο μίλια σε έκταση». Στην πραγματικότητα θα ήσαν σημαντικά λιγότερο από ένα μίλι. Παρατήρησε «δύο μικρά θολωτά παρεκκλήσια, το καθένα με τα τρία λογχοειδή του παράθυρα να κοιτάζουν προς τα ανατολικά, αγαπημένο σύμβολο της Νίκαιας, που από μόνα τους αρκούν για να καθορίσουν τους αρχιτέκτονες, αν δεν υποδεικνύονταν σαφώς από το στυλ των ίδιων των οχυρώσεων. Καθώς σκαρφάλωνα γύρω τους, μπορούσα σχεδόν να φανταστώ τον εαυτό μου στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στο Επταπύργιον. Αλλά και εδώ δεν υπήρχε ούτε επιγραφή ούτε χρονολογία, αν και η αρχιτεκτονική σύγκριση φαίνεται να υποδεικνύει τον 8ο ή τον 9ο αιώνα ως την εποχή της οικοδόμησης».17 Δεν μπορέσαμε να βρούμε ίχνη από αυτά τα παρεκκλήσια, ή από εκείνο που λέγεται ότι ήταν υπέροχη αρμενική εκκλησία στο Ρίζαιον, που ήταν Αρμενική, καθώς και Ορθόδοξη, επισκοπή.18
Χρονολογία. Οι ιστορικές συνθήκες, αν όχι η αρχιτεκτονική σύγκριση, δείχνουν ότι η χρονολόγηση του Παλγκρέιβ στον 8ο ή 9ο αιώνα είναι η λιγότερο πιθανή, αλλά δεν μπορούμε να προσφέρουμε κανένα ασφαλές συμπέρασμα. Υπάρχει προγενέστερη, πιο μεγαλειώδης περίοδος, που αναπαρίσταται σε ορισμένες από τις τοιχοποιίες της Ακρόπολης (η οποία περιλαμβάνει αρκετές περιόδους), στον βορειοδυτικό πύργο της Άνω Ακρόπολης και στους μεγάλους πύργους 2, 4, 5 και 9. Υπάρχει μεταγενέστερη περίοδος, που αναπαρίσταται σε ορισμένα σημεία του δυτικού τείχους (ιδιαίτερα κατά μήκος της Κάτω Ακρόπολης) και στο εξωτερικό τείχος προς τον πύργο 8. Η πρώτη θα μπορούσε εύλογα να είναι έργο του Ιουστινιανού (ίσως σε ακόμη προγενέστερη βάση, όπως υποδεικνύουν τα θεμέλια του πύργου 9). Η δεύτερη θα μπορούσε ίσως να αντιπροσωπεύει οχύρωση στην Τραπεζούντια εποχή, ίσως κατά τον 14ο αιώνα. Αν αυτές οι υποθέσεις είναι σωστές, το Ρίζαιον του Ιουστινιανού και το ύστερο μεσαιωνικό Ρίζαιον είχαν την ίδια έκταση οχυρώσεων, που πιθανόν να είχε δημιουργηθεί πριν από τον 6ο αιώνα.
2. Μποζούκ Καλέ (φωτ. 274).
Θέση. Ανατολικά του Ριζαίου τα βουνά αρχίζουν να πέφτουν κατευθείαν στη θάλασσα. Δέκα χιλιόμετρα ανατολικά της σύγχρονης Ρίζε βρίσκεται ο οικισμός Γκουντογντού. Το σχολείο του χωριού του βρίσκεται ένα περίπου χιλιόμετρο πιο ανατολικά, κάτω από βραχώδες ακρωτήριο επί του οποίου υψώνεται το οχυρό που ονομάζεται Μποζούκ Καλέ. Η τοποθεσία βρίσκεται σε υψόμετρο 30 περίπου μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Περιγραφή. Το σχέδιο μοιάζει με εκείνο πολλών παράκτιων οχυρών: τραπέζιο με τη μεγαλύτερη βάση προς βορρά, το οποίο στενεύει προς νότο. Ο βορράς προστατευόταν από γκρεμό και εκεί ίσως υπήρχε μόνο ξύλινο τείχος. Το νότιο τείχος προστάτευε τον λαιμό του βράχου, με απότομη υψομετρική διαφορά εκατέρωθεν. Μόνο τα θεμέλια αυτού του τείχους έχουν απομείνει, σχηματίζοντας τμήμα του μονοπατιού που ανεβαίνει τον λόφο σε αυτό το σημείο. Ένα ψηλό τειχοπέτασμα στον λαιμό θα ήταν απαραίτητο, γιατί ο λόφος υψώνεται απότομα προς νότο. Χωρίς ένα τέτοιο τείχος, οι επιτιθέμενοι θα μπορούσαν να εκτοξεύουν βλήματα μέσα στο φρούριο.
Το δυτικό τείχος έχει πέσει εντελώς, πιθανότατα σε κατολίσθηση. Το ανατολικό τείχος σώζεται για έκταση περίπου 50 μ. Αποτελείται από χοντροκομμένους κομμάτια τοποθετημένα σε τυχαίες στρώσεις, μυτερά εξωτερικά, με κονίαμα από ασβέστη, άμμο και βότσαλα.
Το φρούριο είχε μήκος 50 περίπου μέτρα από βορρά προς νότο και 10 μέτρα από ανατολή προς δύση στη μεγαλύτερη έκτασή του. Δεν υπάρχει εμφανής τόπος αποβίβασης ή παραγωγική ενδοχώρα για την προστασία της οποίας θα μπορούσε να χρησιμεύσει. Ίσως χρησίμευε ως εξοχή του Ριζαίου. Είναι πολύ κατάφυτο και δεν μπορούμε να πούμε τίποτε χρήσιμο για τη χρονολόγησή του, εκτός από το ότι είναι μάλλον μεσαιωνικό.
3. Κόρδυλα-Καλετζίκ (Σίβρι Καλέ) (φωτ. 275).
Θέση. Πέντε περίπου χιλιόμετρα δυτικά του Αθήναι (Παζάρ), το Καλετζίκ Ντερέ βγαίνει στη θάλασσα. Το οχυρό του ίδιου του Καλετζίκ βρισκόταν σε ακρωτήριο δυτικά της εκβολής του ποταμού και ήταν ορατό από το οχυρό στο ακρωτήριο στο Παζάρ.19
Περιγραφή. Το 1957 σωζόταν τμήμα του νότιου τοίχου ενός κεντρικού πύργου και κάποιο εξωτερικό αμυντικό τείχος. Ολόκληρη η τοποθεσία ήταν κατάφυτη από μπλεγμένους θάμνους δάφνης και βατομουριάς, καθιστώντας αδύνατη την εξακρίβωση του σχεδίου του οχυρού.
Ανασκαφή θα ήταν απαραίτητη για να καθοριστεί το σχέδιο του πύργου. Το κονίαμα ήταν από ασβέστη με γέμισμα από άμμο και βότσαλο. Η τοιχοποιία ήταν γενικά από λιθοδομή σε τυχαίες στρώσεις, αλλά οι επάνω στρώσεις ήσαν από τετραγωνισμένα κομμάτια τοποθετημένα σε πιο κανονικές σειρές. Ο πύργος φαινόταν ότι είχε τρεις ή περισσότερους ορόφους. Στον επάνω όροφο υπήρχε ορθογώνιο παράθυρο και κάτω από εκείνο ένα παράθυρο που ήταν ορθογώνιο εσωτερικά και στρογγυλό τοξωτό εξωτερικά. Ο πύργος φαινόταν ότι ενισχύθηκε αργότερα, όταν στη νοτιοδυτική πλευρά προστέθηκε πρόσθετη κατασκευή, με τη μορφή κεκλιμένου στηρίγματος.
Μόνο μικρό τμήμα του τειχοπετάσματος παρατηρήθηκε στη νοτιοανατολική πλευρά, εκεί όπου υπήρχε ημικυκλικός προμαχώνας.
Το στόμιο του Καλετζίκ Ντερέ προσφέρει την πιο προστατευμένη παραλία για βάρκες μεταξύ Μαπαυρί και Αθήναι και είναι η προφανής τοποθεσία για τα κλασικά Κόρδυλα, ψαροχώρι ίσως, όπως υποδηλώνει το όνομα. Η ενδοχώρα την οποία εξυπηρετεί ο τόπος δεν είναι εκτεταμένη. Αυτό το οχυρό, προφανώς το Ζαλέκι του Ταρχάν,20 και πιθανώς ο τόπος του θρυλικού μαρτυρίου του Αγίου Φαρνακίου, ήταν σίγουρα μεσαιωνικό, αλλά ο Ουίνφιλντ δεν μπόρεσε να αποδείξει κατάληψη σε προηγούμενη εποχή. Ό,τι απέμεινε από το οχυρό, έχει πέσει θύμα οδοποιίας.
<-Ενότητα 24: Το βάνδον Σουρμένων με τον Όφι | Ενότητα 26: Το θέμα Μεγάλης Λαζίας και η γη του Αρακέλ-> |