27. Ενότητα 24. Το βάνδον Σουρμένων με τον Όφι

<-Ενότητα 23: Το βάνδον τής Γέμορας Ενότητα 25: Το βάνδον Ριζαίου->

Ενότητα 24: Το βάνδον Σουρμένων με τον Όφι

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

1. Το βάνδον

Τα 35 χιλιόμετρα από το Αρακλί μέχρι το Φίτζι Μπουρουνού αγκαλιάζουν τον μεγάλο αμμώδη κόλπο του Σούρμενε. Ο κόλπος είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένος στους επικρατούντες ανέμους, αλλά ένα αγκυροβόλιο τόσο ευνοϊκό όσο εκείνο στο Βοών (Βόνα) βρίσκεται στο δυτικό του άκρο, κοντά στις εκβολές του Καράντερε και στη σκιά του Αρακλί Μπουρουνού. Μαζί με τον Ιστάλα, ο Καράντερε είναι ένας από τους δύο μεγάλους ποταμούς που κατεβαίνουν από τον υδροκρίτη, βγαίνοντας σε μεγάλα δέλτα. Το δέλτα του Καράντερε έχει πλάτος ένα ολόκληρο χιλιόμετρο και βάθος 3 χλμ. Μια μικρή ναυπηγική βιομηχανία επιβιώνει στις παράκτιες κωμοπόλεις, όπου το μάτι και το σκεπάρνι του μάστορα ξυλουργού δεν έχουν ακόμη αντικατασταθεί από σχέδια και τεχνικές περιγραφές.

Οι κοιλάδες βυθίζονται σε ολοένα και πιο πυκνά δάση από καστανιά, οξιά, καρυδιά, σκλήθρα, λεύκα, ιτιά, δρυ, φτελιά, τέφρα, σφένδαμο, πύξο και έλατο. Το 1835 ο Μπραντ περιέγραψε το εσωτερικό της περιοχής Σούρμενε ως εξής: «Η περιοχή είναι τόσο δασωμένη και ορεινή, που δεν παράγει επαρκή σιτηρά για τις ανάγκες τού πληθυσμού. Όμως ούτε ένα σημείο που μπορεί να καλλιεργηθεί δεν έχει αφεθεί άσκαφτο. Μπορεί κανείς να δει χωράφια καλαμποκιού να κρέμονται στις απόκρημνες πλευρές των βουνών, σε σημεία στα οποία δεν θα μπορούσε να φτάσει άροτρο. Το έδαφος ετοιμάζεται με χειρωνακτική εργασία. Ένα δίκρανο πιρούνι κατασκευής που προσιδιάζει στην περιοχή χρησιμοποιείται γι’ αυτόν τον σκοπό. Το καλαμπόκι είναι το φυτό που καλλιεργείται συνήθως και σπάνια χρησιμοποιείται από τούς ανθρώπους άλλου είδους αλεύρι για ψωμί. Όσα δεν παράγει η περιοχή, τα προμηθεύονται από τη Γκουρία και τη Μινγκρελία».1

Το δυτικό, τουλάχιστον, τμήμα της περιοχής περιλαμβανόταν οπωσδήποτε στο μεσαιωνικό βάνδον των Σουρμαίνων,2 αλλά μόνο σε αυτόν τον αιώνα το ίδιο το Σούρμενε (Σούρμαινα, Σύρμενα, Σουσούρμαινα) μετακινήθηκε από το αγκυροβόλιό του στο Αρακλί Τσαρσισί προς τα ανατολικά, σε νέα θέση στο Χαμουργκάν, στις εκβολές του Μαναχός Ντερέ. Αυτό ήταν ίσως καθυστερημένο αποτέλεσμα της καταστροφής που προκλήθηκε στο παλιό κέντρο κατά τον «Πόλεμο του Σούρμενε» του 1830-34, όταν ο Οσμάν Πασάς της Τραπεζούντας επιχείρησε να «ειρηνεύσει» την περιοχή.3

Το βάνδον περιλάμβανε το χωρίον Χαρά (τώρα Χαρά), όπου η Σουμελά κατείχε περιουσία το 1364 και ο Φάρος το 1432, η οποία τελικά παραχωρήθηκε σε τιμάριο στις 16 Ιουλίου 1497.4 Το σημαντικό χωριό των Σουρμαίνων Χαλανική (Χαλανίκ, τώρα Ζεϊτινλί, ακριβώς δυτικά του Χαμουργκάν) αποτελούσε μέρος της προίκας της Θεοδώρας Κομνηνής για τον Ουζούν Χασάν το 1458, αλλά παρ’ όλα αυτά παρέμεινε χριστιανικό μέχρι το 1923.5

Όπως θα αναμενόταν, η ακτή είναι γεμάτη με μικρά κάστρα, που περιγράφονται πιο κάτω. Εξαίρεση από τα προφανώς μεσαιωνικά (Καλετζίκ, Χαμουργκάν, Ρόσι) αποτελεί το κονάκι της οικογένειας Γιακούπογλου που έχει το περίεργο όνομα Σούρμενε Καστέλ, 4 χλμ. ανατολικά του σύγχρονου Σούρμενε. Αυτό το εξαιρετικά ωραίο σπίτι του ντερέμπεη, εν μέρει κάστρο, εν μέρει αρχοντικό, έχει καταγραφεί αλλού. Όπως το Μπολομάν Καλέ, μπορεί να βρίσκεται σε μεσαιωνική τοποθεσία, αλλά αυτό δεν είναι εμφανές.6

Στο εσωτερικό το Άχο-Ζαβζάγκα Καλέ, με το παρεκκλήσι του, δεσπόζει επί της σημαντικής διαδρομής του Καράντερε προς νότο και περιγράφεται πιο κάτω. Έχουμε αναφορές για κάστρα και κατά μήκος του Ιστάλας Ντερέ, νότια του σύγχρονου Οφ, στο Τσαϊκάρα (Κανταχόρ, πιθανώς Κατοχώριον)7 και στο Γιουκάρι Όγκενε (Καρατζάμ) στον δρόμο προς Μπαϊμπούρτ. Πιο ανατολικά και στον παρακείμενο Μάκι Ντερέ (μικρότερο ρέμα) υπάρχουν στοιχεία ελληνικής εγκατάστασης του 10ου αιώνα στη Φετόκα, περισσότερο από 20 χιλιόμετρα στην ενδοχώρα, που περιγράφεται πιο κάτω.

Ο Όφις (Οφ) είναι πρόβλημα. Όπως οι Σανταίοι και οι Χεμσινλήδες, οι Οφλήδες είναι από τους ιδιόρρυθμους λαούς του ανατολικού Πόντου. Αλλά σε αντίθεση με την περίπτωση της Σάντας, υπάρχουν στοιχεία για κλασική εγκατάσταση στον Όφι, τουλάχιστον στις εκβολές του ποταμού. Και σε αντίθεση με την περίπτωση του Χεμσίν, οι Οφλήδες φαίνεται ότι ήσαν Έλληνες, όπως εξακολουθούν να δείχνουν τα τοπωνύμια κατά μήκος της κοιλάδας τους. Το πρόβλημα είναι ότι ενώ ο Όφις εμφανίζεται σε αρχαίες και σύγχρονες πηγές, δεν μπορεί να βρεθεί στις ομολογουμένως αποσπασματικές μεσαιωνικές μας πηγές. Ο Ὄφις υπάρχει ως ποτάμι και τόπος στους κλασικούς γεωγράφους και τα Δρομολόγια και παραμένει ως Οφ σήμερα.8 Είναι πέρα από το ενδιαφέρον αυτής της μελέτης πώς προέκυψε να έχει ο Όφις τη δική του βραχύβια επισκοπή στα τέλη του 15ου αιώνα, ενάντια σε όλα τα κυρίαρχα ρεύματα, και πώς ένας επίσκοπος του Όφι υποτίθεται ότι έγινε Τούρκος, μαζί με ολόκληρο το ποίμνιό του, τον 17ο αιώνα. Αυτό που στην πραγματικότητα φαίνεται ότι συνέβη είναι ότι ο Όφις έγινε μουσουλμανικός με πιο αργή και λιγότερο δραματική διαδικασία, αλλά η κοιλάδα διατήρησε την ελληνική της ομιλία. Η Τσαϊκάρα του Οφ στεγάζει σήμερα τον μεγαλύτερο ελληνόφωνο πληθυσμό που έχει απομείνει στον Πόντο, ο οποίος (ίσως επομένως) διατηρεί άψογη φήμη για αφοσίωση στο Ισλάμ. Τον 18ο και τον 19ο αιώνα αυτή η ανωμαλία δεν ήταν παρά ένα χαρακτηριστικό που συνιστούσε ξεχωριστή (και άγρια) οφλήδικη ταυτότητα. Σήμερα τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι έχουν τους δικούς τους θρύλους για να δικαιολογούν τους Οφλήδες.9

Το πρόβλημά μας είναι ότι το όνομα Όφις εγκαταλείπεται από τις πηγές μας μεταξύ των Itineraria και του 15ου αιώνα, ούτε μπορούμε να αναγνωρίσουμε οικισμούς σε κάτι που θα έπρεπε να ήταν φυσικό και υποπτευόμαστε μη καταγεγραμμένο, βάνδον τῶν Ὀφίων μεταξύ εκείνων των Σουρμαίνων και του Ριζαίου. Είναι οι πορτολάνοι εκείνοι που δίνουν ένα νέο όνομα για το παράκτιο κέντρο της περιοχής από το 1318: με διάφορους τρόπους ως Stillo, Stilo και Sale.10 Είναι ο Ιστάλα, που σώζεται ως η σύγχρονη ονομασία του ποταμού Όφι, ο οποίος ελίσσεται στην ενδοχώρα μετά το χωριό Ιστέλοζ. Μπορούμε επομένως να αναστήσουμε ένα τραπεζούντιο όνομα για τον Όφι (ίσως Στλος από κάποια στήλη που βρισκόταν στην ακτή), αλλά τίποτε περισσότερο.

Ανάμεσα στο «Stillo» και το Ρίζαιον οι πορτολάνοι προσφέρουν μια ακόμη και κατά τα άλλα μη καταγεγραμμένη μεσαιωνική ονομασία για ένα ακρωτήριο, πιθανώς το σύγχρονο Φίτζι Μπουρουνού. Είναι το Cauo d’Croxe και, όπως το Cauo d’Croxe που σχηματίζει το βόρειο ακρωτήριο της χερσονήσου Τεμριούκ στον Κιμμέριο Βόσπορο, είναι ίσως ιταλική εκδοχή τοπικού ονόματος, Ακρωτήριο του Σταυρού.11

2. Στρατιωτικοί Σταθμοί: η Notitia dignitatum, οι Επτά Αδελφοί και οι Περσικές Εκστρατείες του Ηράκλειου

Η αξιοσημείωτη τοποθεσία που περιγράφεται πιο κάτω και φαίνεται στο σχήμα 115, ένας ορθογώνιος περιτειχισμένος καταυλισμός μεγέθους περίπου 200×300 μ., με πύλη σε κάθε πλευρά, στο ρωμαϊκό μοντέλο, μας παρακινεί όχι μόνο να αναγνωρίσουμε το μέρος αλλά και να αναρωτηθούμε τι κάνει εκεί που βρίσκεται. Βρίσκεται κοντά στο Τζαναγέρ, με θέα το Καλετζίκ με το μεσαιωνικό κάστρο και τον οικισμό στην ακτή, το Αρακλί Μπουρουνού με το απάνεμο αγκυροβόλιο του και τα παλιά Σούρμενε στις εκβολές του Καράντερε.

Ο πρώτος παράγοντας είναι ότι η ακτή του τραπεζούντιου βάνδου των Σουρμαίνων και του Όφι πρόσφερε την πιο άμεση πρόσβαση στην Παϊπέρτη (Μπαϊμπούρτ) και στην κοιλάδα του Άκαμψι (Τσορούχ) από τη θάλασσα, όπως δείχνουν τα ονόματα χανιών κατά μήκος των τριών κύριων ποταμών, του Καράντερε, του Ιστάλα και του Καλοπόταμου. Από τη σύγχρονη Τραπεζούντα στη Μπαϊμπούρτ είναι σήμερα 201 χλμ. Από τον Οφ στη Μπαϊμπούρτ μπορεί να είναι λιγότερα από 100 χιλιόμετρα. Αυτό το τμήμα της ακτής είναι στην πραγματικότητα καλύτερα τοποθετημένο απ’ όσο η ίδια η Τραπεζούντα, για τον εφοδιασμό και την εξαπόλυση μιας αποστολής που θα απέκοπτε, ή θα περνούσε πίσω από, μια εσωτερική εισβολή από τα ανατολικά, όπως θα προτείνουμε ότι συνέβη το 622. Η πρόσβαση στον νότο από πιο πέρα κατά μήκος της ακτής δεν είναι αποκλείεται μόνο από πιο τρομερά βουνά, αλλά από την απρόβλεπτη φύση των Λαζών. Έτσι τον 6ο και τον 7ο αιώνα η διαδρομή Σούρμαινα-Παϊπέρτη ήταν το τελευταίο και καλύτερο άνοιγμα προς το εσωτερικό με ασφάλεια εντός του βυζαντινού εδάφους: ήταν ένα είδος οχυρωμένων συνόρων (limes).

Η επόμενη περίοδος που αυτή η ακτή και το εσωτερικό βρίσκονταν σε αμοιβαία φιλικά χέρια, και όταν το αγκυροβόλιο του Αρακλί και ο Καράντερε έγιναν και πάλι σημαντικά, ορίζεται πιο βολικά ότι ξεκινάει από τη βυζαντινή ανακατάληψη της Θεοδοσιούπολης (Ερζερούμ) από τους Άραβες το 949 μέχρι την απώλειά του στους Σελτζούκους το 1080. Έτσι σε αυτά τα χρόνια οι μοναχοί του Αγίου Ευγενίου στην Τραπεζούντα (αριθ. 77) που μάζευαν τα ενοίκια εύρισκαν τη διαδρομή των Σουρμαίνων ως βολική εναλλακτική λύση σε σχέση με εκείνη της Ματζούκας για τα ετήσια καραβάνια τους, με προϊόντα από τις περιουσίες τους στην Παϊπέρτη. Συγχωνεύοντας μαρτυρίες, ο δρόμος τους από την Παϊπέρτη φαίνεται ότι οδηγούσε πρώτα στον σταθμό του Κακούη, ύστερα στον σταθμό και το βουνό Κατουνίος, Κατούνωνή Κατουκίος, με την εκκλησία του Αγίου Ζαχαρία (προφανώς πάνω ή κοντά στον υδροκρίτη και τρεις ημέρες από το μοναστήρι του Χριστού στα Σούρμαινα), στη συνέχεια –ίσως παράκαμψη– μέσω της Ζαΐλουσας και του χωριού Τζαμπλένιχας, πριν κατέβουν στην κοιλάδα της Σούρμαινας (Καράντερε ;) μέχρι το μοναστήρι του Χριστού και τη θάλασσα. Στον χάρτη II γίνεται προσπάθεια κατανομής ταυτοποιήσεων για αυτά τα στάδια, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει βεβαιότητα για κανένα. Την εποχή του Λαζαρόπουλου, η διαδρομή απειλούνταν από βαρβάρους και έκλεισε και πάλι.12 Στη συνέχεια, ακόμη και υπό Οθωμανική κυριαρχία, η Λαζική ακτή βρισκόταν κάτω από εκείνο που ο Ρίκμερ Ρίκμερς αποκαλεί «η σκιά κυκλοφορίας του Αραράτ»,13 που επιτρέπει την κυκλοφορία κατά μήκος των δύο πλευρών του τριγώνου, μέσω Βατούμ και Τραπεζούντας, αλλά έχει μειωμένους σταθμούς μεταξύ τους, όπως τα Σούρμενα, στα τέλματα.

Στρατηγικά, η τελευταία φορά που η διαδρομή Σούρμενε-Μπαϊμπούρτ έγινε σημαντική ήταν το 1916, όταν, κατά τη διάρκεια της ρωσικής εισβολής, ο στρατηγός Γιούντενιτς φοβήθηκε τουρκική επίθεση από τη νότια πλευρά του κατά μήκος του Καράντερε, τον οποίο χρησιμοποίησε για τη δική του επίθεση στη Μπαϊμπούρτ.14

Έτσι, κάποιου είδους στρατιωτικός, αλλά και εμπορικός, σταθμός αναμένεται στην ακτή των Σουρμαίνων, πιθανότατα στο αγκυροβόλιο Αρακλί-Καράντερε. Ο Καράντερε είναι ο Ὕσσος, όνομα που θυμάται ο αρχαιόφιλος Βησσαρίων, αν και ο συγγραφέας των Θαυμάτων του Αγίου Ευγενίου φαίνεται ότι αρκέστηκε στον ποταμό «Σούρμαινα».15 Ο Περίπλους του Ανωνύμου (και ο Αρριανός) όχι μόνο προσθέτουν ότι το λιμάνι στο στόμιό του, ο Ὕσσος λιμήν, είχε γίνει Σουσάρμια (που επανεμφανίζεται ως το χωριό Σουσούρμενα του Προκοπίου), αλλά καταγράφουν αποστάσεις, που τοποθετούν τα Σουσάρμια κατηγορηματικά στο στόμιο του Καράντερε: Τραπεζούντα μέχρι Σουσάρμια 24 μίλια, Σουσάρμια μέχρι Όφις 12 μίλια, Όφις μέχρι Ψυχρός Ποταμός (Μπαλτατζή Ντερέ) 4 μίλια, Ψυχρός Ποταμός μέχρι Καλοπόταμος 4 μίλια και Καλοπόταμος μέχρι Ρίζαιον 16 μίλια.16

Η πρώτη ένδειξη ότι ο Ύσσος λιμήν – Σουσάρμια είχε γίνει στρατιωτικός σταθμός έρχεται όταν ο Αρριανός επιθεώρησε τη φρουρά του εκεί: μια μικρή ομάδα πεζικού που υποστηριζόταν από είκοσι ιππείς που επέδειξαν τις ασκήσεις τους με λόγχες.17 Αυτή την κοόρτη της εποχής του Τραϊανού τη θυμούνταν την εποχή του Προκοπίου18 και προβάλλει στο Notitia dignitatum της περιόδου 406-8 μ.Χ. Αυτό το έγγραφο απαριθμεί, χωρίς προφανή γεωγραφική σειρά, το ακόλουθο τμήμα υπό τον Δούκα Αρμενίας (Dux Armeniae) και τον διοικητή της πρώτης Ποντιακής λεγεώνας (Praefectus legionis primae Ponticae) στην Τραπεζούντα:

NOTITIA DIGNITATUM19

ΠΕΡΙΠΛΟΕΣ20

ITINERARIA21

ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΟΝΟΜΑ22

Ala prima Ioua felix, Chaszanenica

Gizenenica

Χορτοκόπ

Ala prima felix Theodosiana, Pithiae (Pitynte)

Πιτυοῦς

Πιτσούντα

Cohors prima Theodosiana, Ualentia

(βλ. πιο κάτω)

Cohors Apuleia ciuium Romanorum, Ysiporto

Ὕσσος λιμὴν = Σουσάρμια

Nyssillime

Τζαναγέρ

Cohors prima Lepidiana, Caene-Parembole

(βλ. πιο κάτω)

Cohors prima Claudia equitata, Sebastopolis

Διοσκουριάς = Σεβαστόπολις

Sebastopolis

Σουχούμι

Cohors secunda Ualentiana, Ziganne

Σιγγάμης

Sicanabis

Ανάκλια

Cohors Mochora

Η επόμενη «πηγή» μας είναι τελείως διαφορετική υπόθεση, η οποία έχει, όμως, απίστευτη ομοιότητα με τη Notitia και, αν μη τι άλλο, την αξία του να βρίσκεται σε προφανή γεωγραφική αλληλουχία, προχωρώντας από τη Δύση προς την Ανατολή. Είναι ο θρύλος (οι Ιησουίτες Μπολαντιστές διστάζουν να τον ονομάσουν αγιογραφία) των Επτά Αδελφών Μαρτύρων. Οι αδελφοί (Ορέντιος ο αρχηγός, Έρως, Φαρνάκιος, Φίρμος, Φιρμίνος, Κυριάκος και Λογγίνος) υποτίθεται ότι εντάχθηκαν στον στρατό του Διοκλητιανού στην Αντιόχεια, είδαν υπηρεσία στη Θράκη, καταδικάστηκαν για τη χριστιανική τους πίστη, τοποθετήθηκαν στα Σάταλα και στάλθηκαν από εκεί στα αντίστοιχα μαρτύριά τους στη Λαζική και τη Ζιχία. Από τα Σάταλα, η μικρή ομάδα προχώρησε με συνοδεία προς βορρά όχι μέσω Τραπεζούντας (που δεν αναφέρεται), αλλά φθάνοντας εμφανώς στην ακτή πιο ανατολικά. Εδώ μαρτύρησαν ένας-ένας, στον ένα στρατιωτικό (ή, εν πάση περιπτώσει, ναυτικό) σταθμό μετά τον άλλο, ξεκινώντας με τον Έρωτα στις 22 Ιουνίου και τελειώνοντας με τον έβδομο αδελφό, τον Λογγίνο, του οποίου το σώμα ξεβράστηκε τελικά στην Πιτυούντα (Πιτσούντα) στις 28 Ιουλίου. Η μέρα τους στο Συναξάριο της Κωνσταντινούπολης είναι η 24η Ιουνίου, εκείνη του πρωτομάρτυρα Ορέντιου, ο οποίος ρίχτηκε στη θάλασσα με μια πέτρα στον λαιμό έξω από το Ρίζαιον. Όμως, ο Αρχάγγελος Ραφαήλ έσωσε το σώμα, στο οποίο δόθηκε στη συνέχεια αξιοπρεπής ταφή στη στεριά.

Ο Πήτερς έχει επισημάνει τους προφανείς παραλληλισμούς σε αυτή την ιστορία με εκείνη του Αγίου Ευστρατίου των Αραβράκων και των τεσσάρων συντρόφων του. Στη σελ. 166 πιο πάνω την έχουμε επίσης συνδέσει με δύο άλλα ποντιακά ομαδικά μαρτύρια: τους Σαράντα Μάρτυρες της Σεβάστειας και τους Τέσσερις Αγίους της Τραπεζούντας. Ο Πήτερς έτεινε να απορρίπτει τους Επτά Αδελφούς της Λαζικής ως ελληνικό κατασκεύασμα, το οποίο πέρασε αργότερα στη γεωργιανή και την αρμενική παράδοση. Συγκεκριμένα, υποστήριζε ότι μια ιστορία που επέπλεε χωρίς καμία λατρεία αγκύρωσης (ιδιαίτερα χωρίς κανένα στοιχείο λατρείας του Άγιου Ορέντιου στο Ρίζαιον) δεν ήταν καθόλου σοβαρή: «Θα ήταν άχρηστο να συμβουλευτείτε την τοπική παράδοση. Η τοπική παράδοση δεν θα απαντήσει τίποτε, λιγότερο από τίποτε» (il serait vain de consulter la tradition locale: la tradition locale ne répondra rien, moins que rien…) Αναρωτιόταν γιατί ο τάφος του Αγίου Ορεντίου «που κανείς δεν έχει ακούσει ποτέ» (dont personne na jamais entendu parler), δεν αναφέρεται στους εξωραϊσμούς του Ιουστινιανού στο Ρίζαιον.23 Όμως, πράγμα που δεν ήξερε ο Πήτερς, η λατρεία του Αγ. Ορεντίου μπορεί να αγκιστρωθεί εκπληκτικά στην τοπική πραγματικότητα στο Ρίζαιον. Μετά το 1461 υπήρχε μάλιστα μοναστήρι του Αγίου Ορεντίου («Άγιο-Ράντος») στη Ρίζε που παρέδιδε τρεις μύλους στο οθωμανικό εβκάφ (βακούφιο).24 Εκεί όπου οι ελληνικές πηγές γίνονται όλο και πιο αποσπασματικές καθώς κάποιος κινείται προς τα ανατολικά, τα τουρκικά ντεφτέρ αποκαλύπτουν μια κατά τα άλλα μη καταγεγραμμένη λατρεία και ένα μοναστήρι.

Η λατρεία του Αγίου Ορέντιου, αν όχι ολόκληρη η ιστορία των Επτά Αδελφών, πρέπει επομένως να αντιμετωπιστεί πιο σοβαρά. Δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια μέχρι σήμερα να χρονολογηθεί η σύνθεση του θρύλου, που προβάλλει στο Μηνολόγιον του Βασιλείου Β’. Πιθανώς μεταχρονολογεί τις ιστορίες των αγίων των Αραβράκων και της Τραπεζούντας. Μπορεί κανείς να τολμήσει ότι, όσο μπερδεμένο κι αν είναι, αντιπροσωπεύει βυζαντινή προσπάθεια εκπολιτισμού των Λαζών και των Αβασγών. Ο Άγιος Ορέντιος είχε πραγματική λατρεία και το όνομά του ακούγεται εύλογο. Μήπως κάθε αποστολή και στρατιωτικός σταθμός ήθελε ένα μερίδιο από το αίμα του (μέσω μιας επινοημένης οικογένειας) και έναν έτοιμο προστάτη δικό του, για να του δώσει την τοπική ορθόδοξη ταυτότητα, αίσθηση πατρίδας, και ετήσια πανήγυρη, τόσο ζωτικής σημασίας για μια βυζαντινή πόλη και εκκλησία; Αν ναι, τότε ο συγγραφέας που έδωσε στον Άγιο Ορέντιο έξι αδελφούς για τον σκοπό αυτόν θυμίζει σε κάποιον τον μυθιστοριογράφο που έχει ξεμείνει από πιθανά ονόματα για τους χαρακτήρες του, γιατί είναι αναμφισβήτητα αδύναμοι. Και αν κάθε σταθμός είχε μάλιστα ετήσια πανήγυρη την ημέρα της γιορτής του προστάτη του, όπως συνηθιζόταν αλλού, έχουμε τη συναρπαστική ιδέα ενός είδους περιπλανώμενης πανήγυρης που κυλά κατά μήκος της ανατολικής ακτής του Πόντου κάθε χρόνο, από τις 22 Ιουνίου μέχρι τις 28 Ιουλίου, σαν κάποιου είδους περιοδεύον τσίρκο. Υπάρχουν όμως κάποιοι ενοχλητικοί παράγοντες. Η κύρια γιορτή ήταν εκείνη του Αγίου Ορεντίου του Ριζαίου, στις 24 Ιουνίου. Τυχαίνει να είναι όχι μόνο η γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, αλλά (από τα τέλη του 9ου αιώνα) και η γιορτή του Αγίου Ευγενίου. Ποιος «δανειζόταν» μια γιορτή, από ποιον; Ο κατάλογος των τόπων ολοκληρώνεται με την Πιτυούντα (Πιτσούντα), στην οποία εξορίστηκε ο Άγιος Λογγίνος. Τον 11ο αιώνα ο Ιωάννης Ξιφιλίνος έστειλε εκεί σε εξορία και τον Άγιο Ευγένιο Τραπεζούντος. Αλλά σίγουρα, ούτε ο Άγιος Λογγίνος ούτε ο Άγιος Ευγένιος θα είχαν σταλεί στην Πιτυούντα, αν δεν είχε γίνει στην πραγματικότητα διάσημη ως τόπος εξορίας αγίων, όταν στάλθηκε εκεί ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος το 407. Όπως και η Notitia dignitatum του 406-8 περίπου, αυτό μπορεί να συνηγορεί για μια χρονολογία του 5ου αιώνα για την ιστορία των Επτά Αδελφών. Το θέμα συζητιέται πιο κάτω.

Οι τόποι των μαρτυρίων των Επτά Αδελφών είναι αρκετά αληθινοί. Αργότερα έβαλαν τον Άγιο Ανδρέα να επικαλεστεί παρόμοιο κατάλογο τόπων (ίσως για τον ίδιο λόγο): Σούρμαινα ή Ψωρῶν λιμήν (δηλαδή Ύσσος λιμήν), παρεμβολή Αψάρου και Σεβαστούπολη.25 Ο κατάλογος είναι μπερδεμένος, αλλά το γεγονός ότι ο απόστολος δεν πάτησε ποτέ το πόδι του σε αυτά τα μέρη (ή στην Τραπεζούντα) δεν αποτελεί επιχείρημα ότι ο κατάλογος δεν υπήρχε για άλλους σκοπούς. Η οριακά πιο στέρεη ιστορία των Επτά Αδελφών μπορεί επομένως να απηχεί τη βυζαντινή προσπάθεια να ενσωματώσουν τους Λαζούς και τους Αβασγούς στην Ορθοδοξία με τον προβιβασμό της Φάσης σε μητρόπολη (και αργότερα με την εξαρχία της Λαζικής), με παράλληλη προσπάθεια να τους πειθαρχήσουν, όπως αντιπροσωπεύεται στη Notitia dignitatum. Βυζαντινοί στρατιωτικοί άνδρες και εκκλησιαστικοί παραδοσιακά πήγαιναν χέρι-χέρι στα σύνορα. Στην περίπτωση των Επτά Αδελφών, άγιοι και στρατιώτες ήσαν κυριολεκτικά πανομοιότυποι. Αλλά τελικά ήσαν οι σκιώδεις Αδελφοί που επέζησαν, γιατί η Ορθοδοξία παρέμεινε κατά μήκος των ακτών του Καυκάσου πολύ μετά την απώλεια των βυζαντινών στρατιωτικών στηριγμάτων.

Τον 6ο αιώνα, η Πέτρα (Τσιχετζίρι) είχε γίνει το κλειδί της στρατηγικής του Ιουστινιανού κατά μήκος της ακτής –το παράθυρο των Περσών προς τη δύση– που βρισκόταν στα χέρια των Λαζών. Αλλά αυτό το μεγάλο φρούριο πάνω στον βράχο του δεν απεικονίζεται ούτε στη Notitia ούτε στην ιστορία των Επτά Αδελφών. Δεν του δόθηκε επίσκοπος. Το γεγονός ότι ένα στρατόπεδο περιγράφεται ως «καινούργιο» τόσο στην ιστορία όσο και στη Notitia μπορεί να μην σημαίνει ότι ήταν πραγματικά πρόσφατο όταν συντάχθηκαν αμφότερες. Αλλά ο κατάλογος –πραγματικός περίπλους παράκτιων σταθμών, που φτάνουν από ακριβώς ανατολικά της Τραπεζούντας μέχρι την Πιτυούντα– στην ιστορία των Επτά Αδελφών φαίνεται να είναι ανάμνηση μιας εποχής πιο κοντά στις ημέρες της Notitia, όταν η Πιτσούντα μπορούσε πραγματικά να φρουρείται και όταν όντως μπορούσαν να σταλούν εκεί Βυζαντινοί άγιοι, παρά σε εκείνες του Ιουστινιανού.

Οι Επτά Αδελφοί μπορούν να καταγραφούν ως εξής:

ΜΑΡΤΥΡΑΣ

ΗΜΕΡΑ

ΤΟΠΟΣ

ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ26

ΠΛΙΝΙΟΣ27

ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ28

ΣΥΓΧΡΟΝΟ

ΟΝΟΜΑ

Άγιος

Έρως

22

Ιουνίου

Καινή

Παρεμβολή

Κενά;

Δες πιο

κάτω

Άγιος

Ορέντιος

24

Ιουνίου

Ῥοιζαῖον

Ῥιζαῖον

Ρίζε

Άγιος

Φαρνάκιος

3

Ιουλίου

Κορδύλος

(Κόρδυλα)29

Σίβρι

Καλέ

Άγιοι

Φίρμος

& Φιρμίνος

7

Ιουλίου

‘Άψαρος

Flumen

Absarrum

Cum

castello

Ἀψαροῦς

Γκονία

Άγιος

Κυριάκος

24

Ιουλίου

Τῆς

Ζιγάνεως

ἐπὶ τὴν

Λαζικήν

Sigania,

amnis

Ανάκλεια

Άγιος

Λογγίνος

28

Ιουλίου

Πυτιοῦντα

Πιτυοῦς

Πιτσούντα

Υπάρχουν μερικά δευτερεύοντα σημεία. Την εποχή του Αρριανού η Άψαρος είχε τη μεγαλύτερη φρουρά στην ακτή, με πέντε σπείρες (cohorts). Τους πλήρωσε και έκανε ενδελεχή επιθεώρηση των όπλων τους, των τειχών, της τάφρου, των ασθενών και των αποθεμάτων των προμηθειών τους.30 Όμως, το μέρος δεν κατονομάζεται στη Notitia, αν και τον 9ο αιώνα ονομαζόταν ακόμη παρεμβολή. Από εμάς επίσης. Άραγε θα μπορούσε το Ualentia να είναι το επίσημο λατινικό του όνομα;

Η Zigana τοποθετείται, στην ιστορία των Επτά Αδελφών, όπως τόνισε ο Πήτερς, σταθερά στη Λαζία, ανάμεσα στην Άψαρο και την Πιτσούντα, στην Ανάκλεια. Εδώ σίγουρα αντιστοιχεί στην επισκοπή τῆς Ζιγανέων στη μητρόπολη Φάσης, στην επαρχία Λαζικής, και υποδηλώνει τόσο έντονα ότι ήταν επίσης η Ziganne της Cohors secunda Ualententiana. Οι Κουμόντ και Μπέης συνέδεσαν φυσικά αυτό τη Zigana με τη Ziganne των Οδοιπορικών Αντωνίνου, το μεγάλο πέρασμα νότια της Τραπεζούντας που εξακολουθούσε να φέρει αυτό το όνομα μέχρι το 1969, όταν μετονομάστηκε επίσημα, και εντελώς αναποτελεσματικά, σε Καλκανλί. Αλλά εκείνη η Ζύγαινα είναι χειμωνιάτικος σταθμός για μια σπείρα, η οποία θα εύρισκε ότι τη δουλειά της στην κοιλάδα Ματζούκα είχε ήδη κάνει άλλη σπείρα, που στάθμευε στη Chaszanenica-Χορτοκόπ, η οποία έλεγχε τόσο το πέρασμα Ζύγαινας όσο και τις διαδρομές των Ποντικών Πυλών. Και, στα 6.640 πόδια πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, η Ζύγαινα θα ήταν ακόμη λιγότερο πιθανή έδρα επισκόπου, ακόμη κι αν το επέτρεπε η γεωγραφία της μητρόπολης Φάσης. Ο Χρύσανθος και ο Πήτερς έστειλαν σπείρες (cohort) και επίσκοπο σε πιο άνετα μέρη δίπλα στη θάλασσα, στη Sigania του Πλίνιου (Ανάκλεια), και η ιστορία των Επτά Αδελφών επιβεβαιώνει ότι είχαν δίκιο.31 (Όμως ο Ουίνφιλντ προτιμά τη Ζύγαινα.)

Όμως το πραγματικό πρόβλημα έρχεται με την αναφορά ενός Ysiporto και μιας Caene-Parembole στη Notitia, και μιας Καινῆς Παρεμβολῆς και ενός Ῥοιζαίου στην ιστορία. Για την Caene-Parembole, ο Μπόκινγκ πρότεινε τα Κενά του Προκοπίου, τα οποία πρέπει όντως να βρίσκονται κάπου ανάμεσα στα Σάταλα και τη θάλασσα και στην υποτιθέμενη διαδρομή των Επτά Αδελφών προς τη μοίρα τους. Αλλά η ιστορία καθιστά σαφές ότι το «Caene» είναι Καινή: η «νέα» κατασκήνωση, ίσως σε διάκριση από την παλαιότερη Παρεμβολή Ἄψαρος,32 που είχε τόσο εντυπωσιακή φρουρά στην εποχή του Αρριανού. Αλλά ενώ η Notitia διακρίνει δύο στρατιωτικούς σταθμούς –τη Νέα Παρεμβολή και το Λιμάνι του Ύσσου– η ιστορία των Επτά Αδελφών κατονομάζει μόνο τη Νέα Παρεμβολή μεταξύ Τραπεζούντας και Ριζαίου. Το λιμάνι του Ύσσου έχει ήδη προικιστεί με την εναλλακτική ονομασία Σουσούρμαινα και έχει ταυτιστεί με τις συνδεδεμένες τοποθεσίες μας στο Τζαναγέρ και στο Αρακλί Μπουρουνού. Είναι κοντά ή ταυτίζεται με τα μεσαιωνικά Σούρμαινα, αργότερα Σούρμενε. Δεν μπορεί λογικά, σύμφωνα με τη Notitia, να τους δοθεί και το όνομα Νέα Παρεμβολή, όπου ο Άγιος Έρως συνάντησε το τέλος του, για να προστεθεί σε όλες τις άλλες λειτουργίες και ονομασίες τους. Όμως, τα δύο πρέπει να βρίσκονται κοντά, αν δεν συμπίπτουν. Είναι κατανοητό ότι έγινε οχυρωμένος «νέος» καταυλισμός μόνο μετά τον 6ο αιώνα, γιατί ο Προκόπιος περιέγραφε το μέρος απλώς ως κώμη. Δεν μπορούμε να προσφέρουμε καμία λύση στο πρόβλημα, το οποίο, απροσδόκητα, προκύπτει από τη Notitia και όχι από την ιστορία των Επτά Αδελφών.

Αλλά η τοποθεσία στο Τζαναγέρ μπορεί κάλλιστα να επιβαρύνεται με περαιτέρω ιστορία και σίγουρα με ένα ακόμη όνομα. Έχουμε υποστηρίξει αλλού, ότι αν ο Ηράκλειος διέθετε κάποια αίσθηση στρατηγικής, θα χρησιμοποιούσε τα Σούρμαινα ως βάση ανεφοδιασμού στον Πόντο με προκεχωρημένο σταθμό στα Σάταλα για τις περσικές εκστρατείες του 622 και 623 και ότι χρησιμοποίησε τα Σούρμαινα το 626 για να παραλάβει τους Χαζάρους συμμάχους του, για να στείλει βοήθεια στην πολιορκούμενη Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο εκείνου του έτους, και επίσης ως βάση του για να ταξιδέψει στη Λαζική και για την καυκάσια εκστρατεία του στα τέλη εκείνης της χρονιάς, γιατί σχεδόν σίγουρα δεν χρησιμοποίησε την Τραπεζούντα.33 Όλα αυτά δεν θα ήσαν παρά μια λαμπρή ιδέα που δεν παραβίαζε ένα ασυνήθιστα νεφελώδες φάσμα πηγών, αν δεν υπήρχε το γεγονός ότι το 626 η αυτοκράτειρα του Ηράκλειου Μαρτίνα γέννησε, σε εκστρατεία, τον γιο τους Ηράκλειο Β’ (Ηρακλεωνά) και ότι ένα νέο όνομα εμφανίζεται σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από την τοποθεσία μας Τζαναγέρ μετά τον 6ο αιώνα: Ἡράκλεια, ένα χωρίον της μονής Φάρου το 1432.34 Το όνομα το θυμούνται ακόμη καλύτερα σήμερα, γιατί οι Τούρκοι του σύγχρονου χωριού Αρακλί (ή Ερικλί), του σημείου αποβίβασης Αρακλί τσαρσισί και του ακρωτηρίου και του κάστρου του Αρακλί Μπουρουνού, μπορεί άθελά τους να μνημονεύουν έναν αυτοκράτορα που βασίλεψε μόνο για λίγους μήνες το 641, πριν ακρωτηριαστούν [με ρινοκοπή] αυτός και η μητέρα του Μαρτίνα. Γιατί αυτή η μικρή περιοχή έχει προφανώς συσσωρεύσει περισσότερα ονόματα και περισσότερη ιστορία από οποιαδήποτε παρόμοια στον Πόντο έξω από την Τραπεζούντα, περισσότερη υποτιθέμενη ιστορία απ’ όση μπορεί ίσως να θεωρηθεί υγιής γι’ αυτήν. Αλλά πρέπει να θυμάται κανείς ότι τα Σούρμαινα, και όχι η Τραπεζούς, είναι το φυσικό λιμάνι των Σατάλων.

3. Εκκλησίες του 10ου αιώνα στα Σούρμαινα

Ο πατέρας του Ιωάννη Χάλδου, επώνυμου δούκα της Χαλδίας στα τέλη του 9ου αιώνα (γνώριζε τον Άγιο Αθανάσιο τον Εξορκιστή), ίδρυσε το μοναστήρι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τῶν Συρμένων, ή τοῦ Χάλδου, το οποίο, όπως είδαμε, επρόκειτο να βρεθεί στη διαδρομή Σούρμαινα-Παϊπέρτη που προτιμούσαν οι μοναχοί του Αγίου Ευγενίου, επί του ποταμού Σούρμαινα και τρεις ημέρες από το όρος Κατούνιον.35

Η επανεμφάνιση αυτού του μοναστηριού τον 15ο αιώνα απαιτεί μικρή συζήτηση. Ο Αλέξιος Γ’ Μέγας Κομνηνός είχε ιδρύσει τη Μονή Διονυσίου στο Άγιο Όρος το 1374 με υπόσχεση ετήσιας επιχορήγησης 1.000 άσπρων, την οποία θα διεκδικούσαν από το Αυτοκρατορικό Βεστιάριο. Υπήρχε κάποια κίνηση μεταξύ Τραπεζούντας και Άθω. Ο Άγιος Ρωμύλος είχε συναντήσει έναν Τραπεζούντιο στον Άθω πριν από το 1371 και το χρυσόβουλλο του 1374 όριζε καλωσόρισμα για τους Τραπεζούντιους στη Διονυσίου. Όπως όμως ανακάλυψε ο ίδιος ο ιδρυτής της Διονύσιος, Τούρκοι και πειρατές δυσκόλευαν τις επικοινωνίες μεταξύ Αγίου Όρους και Τραπεζούντας (όπου είναι θαμμένος στη Χρυσοκέφαλο). Τον 15ο αιώνα, τα προφανή προβλήματα των Μεγάλων Κομνηνών στο να βάλουν στο χέρι έτοιμα μετρητά μπορεί να έκαναν εξίσου δύσκολο για τους απεσταλμένους της Διονυσίου να αποσπάσουν την επιδότησή τους από το Βεστιάριο μόλις έφταναν στην Τραπεζούντα. Αλλά για τον ηγούμενο Δανιήλ (άκμασε 1416-30) τα τώρα πια υποτιμημένα 1.000 άσπρα άξιζαν ακόμη να ζητηθούν. Τον Σεπτέμβριο του 1416 παρουσιάστηκε στον Αλέξιο Δ’ Μεγάλο Κομνηνό στην Τραπεζούντα και έλαβε πρόσταγμα που ικανοποιούσε και τις δύο πλευρές: εφεξής η υποχρέωση καταβολής των 1.000 άσπρων μεταφερόταν από το Βεστιάριο στο μοναστήρι του Σωτήρος μας Χριστού τοῦ Χάλδουστα Σούρμαινα, το οποίο θα το πλήρωνε απευθείας σε εκπρόσωπο της Διονυσίου στην Τραπεζούντα. Ένα δεύτερο πρόσταγμα, του Ιωάννη Δ’ Μεγάλου Κομνηνού (1429-60), που πιθανότατα εκδόθηκε στις αρχές της βασιλείας του, επιβεβαίωνε τη συμφωνία. Το σωζόμενο πρωτότυπο του δεύτερου προστάγματος και πιθανότατα σύγχρονο αντίγραφο του πρώτου βρίσκονται σε κατάσταση που θα μπορούσε να ονομαστεί «μεταχειρισμένη»: χρησιμοποιημένη, προτείνει ο Οικονομίδης, για τακτική παρουσίαση στον ηγούμενο της μονής του Χριστού στα Σούρμαινα.36 Δεν καταγράφεται τι είχε να πει ο ηγούμενος για τη ρύθμιση και το μοναστήρι μας επίσης ξεφεύγει από καταγραφή με το δεύτερο πρόσταγμα.

Ο Χρύσανθος τοποθέτησε με σιγουριά τη Μονή του Χριστού στη θέση της εκκλησίας της Μεταμόρφωσης του 19ου αιώνα στην πρώην ελληνική κοινότητα Τσίτα (Τζίντα, Ζίντα), πάνω στον ποταμό Μαναχός (Μοναχός;), νότια του σύγχρονου Σούρμενε, όπου μάταια αναζητήσαμε για σημάδια της. Μια τοπική (και αληθοφανής) παράδοση είναι ότι η κοινότητα, αν όχι το μοναστήρι, έφυγε εσπευσμένα σε μια νέα Τσιτή (Τσιτ) και ίδρυσε την Παναγία Γουμερά, στα βουνά νότια της Τορούλ περί το 1680, την εποχή των δεινών. Το 1976 ο Τερζόπουλος, γέννημα θρέμμα της περιοχής, πρότεινε ότι το μοναστήρι του Χριστού βρίσκεται κοντά στις εκβολές του Ύσσου (Καράντερε), δίπλα στο αρχαίο λιμάνι του Ύσσου και στα παλιά Σούρμενε, πιο συγκεκριμένα στη θέση του παλιού Ελληνικού Κεντρικού Σχολείου εκεί.37 Αν και αυτό μας φέρνει ξανά στην ήδη πολύ συνωστισμένη περιοχή του Τζαναγιέρ, το επιχείρημα του Τερζόπουλου είναι καλό, γιατί ο Καράντερε είναι πιθανότατα ο ποταμός Σούρμαινα, κατεβαίνοντας τον οποίο μοχθούσε το ετήσιο καραβάνι για τον Άγιο Ευγένιο. Όμως δεν υπάρχει κανένα σημάδι από το μοναστήρι μας εκεί σήμερα.

Μη θέλοντας να αφήσουμε την αναζήτηση να σβήσει, θα θέλαμε να ξεκινήσουμε μια τελευταία προσπάθεια. Ακριβώς νότια του Εσκί Παζάρ βρίσκεται χωριό με το όνομα Χαλτ (τώρα Σογουτλού), ένα από τα τελευταία χριστιανικά χωριά του αποστάτη Όφι.38 Αν στο όνομα υπάρχει ανάμνηση της Χαλδίας, γιατί δεν θα μπορούσε να υπάρχει και μία του Χάλδου; Η θέση του, τόσο ανατολικά, είναι εναντίον της. Αλλά πιο πάνω σε εκείνη την κοιλάδα υπάρχει μια εντυπωσιακή επιγραφή από μια λιγότερο εντυπωσιακή ερειπωμένη εκκλησία στη Φετόκα (Θεοτόκο;) που περιγράφει την ανοικοδόμησή της το 933/34. Αν και παραπλανήθηκε θεωρώντας ότι η χρονολογία ήταν το 944/45, ο Ζανέν είχε δίκιο όταν επισήμαινε ότι η χρονολογία της επιγραφής είναι σύμφωνη με εκείνη της μονής Χάλδου.39

Αυτή η χρονολογία και παλαιότερες μαρτυρίες για εκκλησιαστική δραστηριότητα στην Τραπεζούντα και τη Χότζα στα τέλη του 9ου αιώνα μπορεί να έχουν περαιτέρω σημασία. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών απονεμήθηκε τελικά στην Τραπεζούντα η μητρόπολή της και επαναπροσδιορίστηκαν τα ανατολικά σύνορα, στη Λαζική στο Κώλωριν, προφανώς στα σημερινά σύνορα μεταξύ τουρκικού Λαζιστάν και σοβιετικού Ατζαριστάν. Η Φετόκα επιστράφηκε κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του Ιωάννη Κούρκουα (Γκούργκεν) που είχε ξεκινήσει το 923 με την καταστολή της εξέγερσης των Χαλδίων και την τοποθέτηση του αδελφού του Θεόφιλου ως στρατηγού θέματος. Ο Κούρκουας πήρε τη Μελιτηνή τη χρονιά που επιστράφηκε η Φετόκα και την Έδεσσα το 944. Στο μεταξύ, το 941 πέθανε ο Γκούργκεν του Ταό, επικεφαλής του ανώτερου κλάδου των Μπαγκρατιδών Ιβήρων. Άφησε τρομακτικές διαμάχες για τη διαδοχή, ιδιαίτερα στο Αρντανούτς, και οι Βυζαντινοί παρακολουθούσαν με προσοχή την εξέλιξή τους. Στον νότο τα βυζαντινά σύνορα εδραιώθηκαν τελικά όταν η Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) επανήλθε επιτέλους στην αυτοκρατορία το 949.40

ΜΝΗΜΕΙΑ

1. Ηράκλεια-Καλετζίκ, στο Αρακλί Μπουρουνού (σχήμα 114, φωτ. 263α-δ)

Θέση. Το χωριό Καλετζίκ βρίσκεται στις εκτεθειμένες δυτικές πλαγιές του Αρακλί Μπουρουνού. Στα δυτικά ένα βραχώδες ακρωτήριο παρέχει κάποια προστασία στην παραλία του. Αυτό το ακρωτήριο ήταν οχυρωμένο και συνδεόταν με μεγαλύτερη περιτειχισμένη τοποθεσία σε οροπέδιο στα νότιά του. Ο σύγχρονος παραλιακός δρόμος χωρίζει τώρα τις δύο τοποθεσίες, αφήνοντας το οχυρό Καλετζίκ απομονωμένο στο ακρωτήριό του.

Περιγραφή. Το ακρωτήριο αρχικά περιβαλλόταν από τείχος που υψωνόταν δέκα περίπου μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ένα δεύτερο τείχος φαίνεται ότι έστεφε το υψηλότερο σημείο του ακρωτηρίου, περικλείοντας το προς τη θάλασσα τμήμα και αποτελώντας έτσι ένα είδος εσωτείχους. Στα νοτιοανατολικά υπάρχει ημικυκλικός προμαχώνας που περιβάλλεται από πύργο στο υψηλότερο σημείο του.

Μεγάλα κεραμίδια κορυφογραμμής χρησιμοποιούνται στις στρώσεις θεμελίωσης στη βάση του κάτω τείχους προς τα ανατολικά. Τα τείχη έχουν πυρήνα από κονίαμα θραυσμάτων, ασβέστη και θαλάσσια άμμο. Η όψη των κανονικών σειρών από ακατέργαστες πελεκητές πέτρες έχει σε μεγάλο βαθμό αφαιρεθεί. Το ακρωτήριο περιλαμβάνει μικροσκοπικό προστατευμένο όρμο στη βόρεια όψη, αποκομμένο και κρυμμένο από την ακτή από γκρεμούς. Ίχνη τοιχοποιίας υποδηλώνουν ότι από το κάστρο υπήρχαν σκαλοπάτια προς τον όρμο.

Στα νοτιοδυτικά του οχυρού βρίσκεται χαμηλό οροπέδιο που οριοθετείται από δύο χαράδρες. Τα τείχη του οχυρού συνδέονταν με εκείνο μέσω στενού λαιμού γης, που καταστράφηκε όταν πέρασε ο σύγχρονος δρόμος. Το 1957 υπήρχαν ακόμη μερικά ίχνη τείχους γύρω από το οροπέδιο, που πρέπει να ήταν η τοποθεσία χωριού ή μικρής πόλης. Αναφέρθηκε ότι παλιά γίνονταν τουρνουά εκεί και έφιπποι άνδρες προσπαθούσαν να ρίξουν ο ένας τον άλλον από το άλογο με μακριά κοντάρια.

Ένα περίπου χιλιόμετρο νότια του Καλετζίκ και στα δυτικά του Τζαναγέρ, μια εκκλησία αναφέρεται ότι καταστράφηκε τη δεκαετία του 1950. Βρισκόταν σε χωράφια που τώρα ονομάζονται Κιλίσε Ντούζου.

Χρονολογία. Το Καλετζίκ στο Αρακλί Μπουρουνού φαίνεται ότι αντικατέστησε το Τζαναγέρ, στην κορυφή του ακρωτηρίου, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Καμία τοποθεσία δεν βρίσκεται στην πραγματικότητα στο δέλτα του Καράντερε, όπου θεωρητικά θα έπρεπε να βρίσκεται ο Λιμένας Ύσσου, αλλά στις εκβολές του ποταμού μπορεί κάλλιστα να υπήρχε ελονοσία.

2. Σουσούρμαινα-Τζαναγέρ, στο Αρακλί Μπουρουνού (σχήμα 115, φωτ. 264-265γ)

Θέση. Το ακρωτήριο Αρακλί σχηματίζει οροπέδιο με επίπεδη κορυφή, που τώρα ονομάζεται Τζαναγέρ. Η ακτή προς τα βόρεια και τα δυτικά είναι σκοτεινή, αλλά το οροπέδιο έχει καλή θέα κατά μήκος της ακτής προς τα ανατολικά και υπέροχη θέα προς τα νότια κατά μήκος της διαδρομής που ανεβαίνει τον Καράντερε. Το ίδιο το οροπέδιο φαίνεται καλύτερα από τα ανατολικά, κατά μήκος της ακτής, με το Τζαναγέρ να στέκεται στον ορίζοντα. Είναι καλύτερα προσβάσιμο από το φρούριο στο Καλετζίκ στη δυτική πλευρά του ακρωτηρίου. Από εκεί είναι περίπου μισή ώρα με τα πόδια προς την ενδοχώρα και προς νότο ανεβαίνοντας τη χαράδρα. Το οροπέδιο βρίσκεται περίπου 130 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Περιγραφή. Η τοποθεσία έχει μάλλον σχήμα ακανόνιστου τετραπλεύρου που ακολουθεί τις κεκλιμένες άκρες του οροπεδίου παρά πραγματικό γεωμετρικό σχήμα. Το έδαφος κατηφορίζει απότομα στη βόρεια, τη δυτική και την ανατολική πλευρά. Μόνο στη νότια πλευρά, όπου η προεξοχή του οροπέδιου ενώνεται με την κύρια κορυφογραμμή των βουνών, δεν υπάρχει φυσική οχύρωση.

Το τετράπλευρο έχει πλάτος περίπου 200 μ. από ανατολή προς δύση και 300 μ. από βορρά προς νότο. Στη μέση καθενός από τα τέσσερα τείχη υπάρχει πύλη. Όλες οι πύλες φαίνεται ότι έχουν χτιστεί στο ίδιο σχέδιο. Είχαν δύο ορόφους και σχηματίζουν πύργους στο κέντρο κάθε τείχους. Αυτό, σε ρωμαϊκές ή βυζαντινές οχυρώσεις, είναι ασυνήθιστη μορφή για κύριες πύλες, που συνήθως προστατεύονταν από έναν πύργο εκατέρωθεν της της πύλης εισόδου. Όμως μυστικές πύλες τοποθετούνταν συχνά στην πλαϊνή όψη ενός πύργου. Τα τείχη είχαν καλά συμπιεσμένο πυρήνα από κονίαμα συντριμμιών και ήσαν επενδεδυμένα με καλοφτιαγμένα λαξευτά κομμάτια, μερικά από τα οποία είχαν κατά μέσο όρο μέγεθος 1,20×0,75 μ.

Η βόρεια πύλη έχει απλό προεξέχον γείσο στην εξωτερική όψη, για να σηματοδοτεί την αρχή πάνω ορόφου (φωτ. 265α). Το μόνο άλλο αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό που διασώζεται είναι το ξεφύτρωμα μιας αψίδας με χωνευτές διακοσμητικές γραμμές στον επάνω όροφο (φωτ. 265β). Το βαθιά κομμένο καλούπι αυτής της αψίδας δεν υποδηλώνει ρωμαϊκή ή βυζαντινή εργασία: ίσως πρέπει να αναζητήσει κανείς την απάντηση στον Καύκασο. Μια ημικυκλική αψίδα στο ανατολικό άκρο του επάνω ορόφου, με μικρή κόγχη στη βόρεια πλευρά της, υποδηλώνει ότι πάνω από την πύλη υπήρχε παρεκκλήσι.

Από τον επάνω όροφο της νότιας πύλης δεν διασώζεται τίποτε, εκτός από θραύσματα ψηφιδωτού (opus sectile) δαπέδου. Αυτό αποτελείται από διπλό κυκλικό ένθετο σε πέτρα, που συντίθεται από μαρμάρινα τετράγωνα και ρόμβους (φωτ. 265γ).

Στη μέση του τετραπλεύρου υπάρχει ένα ερείπιο τώρα τόσο κατάφυτο, που δεν μπορεί να προκύψει συμπέρασμα για τη μορφή του. Λέγεται ότι ήταν εκκλησία.

Χρονολογία. Αν και στη μεσο-βυζαντινή περίοδο συνέχισαν να κατασκευάζονται περιτειχισμένα τετράπλευρα, η μορφή του ερειπίου που περιγράψαμε με τις τέσσερις κανονικές πύλες του, υποδηλώνει ρωμαϊκό τύπο σχεδίου, πιο συγκεκριμένα εκείνο της Άψαρου (βλ. σελ. 350). Προτείνουμε ότι αντιπροσωπεύει τον στρατιωτικό σταθμό του Λιμένα Ύσσου (ή Σουσούρμαινα), που πρωτοαναφέρθηκε από τον Αρριανό, ο οποίος επανεμφανίζεται στη Notitia dignitatum και αναφέρεται ως οικισμός από τον Προκόπιο. Προτείνουμε περαιτέρω ότι επαναχρησιμοποιήθηκε (και ίσως ακόμη και ξαναχτίστηκε) από τον Ηράκλειο το 626, όταν πήρε το όνομα Ηράκλεια, και ότι θα μπορούσε να κατανοηθεί ως η «Νέα Κατασκήνωση» (Καινή Παρεμβολή), όπου υποτίθεται ότι μαρτύρησε ο Άγιος Έρως.

3. Άχο-Ζαβζάγκα Καλέ (σχήμα 116, φωτ. 266β, γ)

Θέση. Από τις τοποθεσίες στο Τζαναγέρ και στο Καλετζίκ, ο Καράντερε ακολουθεί διαδρομή νότια προς τη Μπαϊμπούρτ. Το πέρασμα βρίσκεται στα 2.650 μ., 54 χλμ. από το Αρακλί και 40 χλμ. από τη Μπαϊμπούρτ. Προσεγγίζεται μέσω φαραγγιού, ακριβώς βόρεια του καλοκαιρινού σταθμού Παζαρτζίκ. Ο βρετανικός χάρτης του 1901 δείχνει εδώ ένα «Μπαζαρτζίκ Καλέ [ερείπια]», το οποίο δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε, αλλά επί του φαραγγιού (στη φωτ. 266α) δεσπόζουν δύο σπήλαια, που έχουν διαπλατυνθεί τεχνητά και περιέχουν λιθοδομή. Υπήρχαν οι συνηθισμένες ιστορίες για θησαυρό, που εδώ συνδέονταν με το μεγαλύτερο, το ανατολικό σπήλαιο, όπου λέγεται ότι βρέθηκαν εξήντα χρυσά νομίσματα. Πιο κάτω στην κοιλάδα δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε δύο εκκλησίες που αναφέρθηκαν πάνω από τη Ζίφανα ή να δούμε ένα κάστρο που λέγεται ότι βρίσκεται στο Κασίγι, αλλά το πιο προφανές κάστρο που φυλάει την κοιλάδα ονομάζεται ποικιλοτρόπως Άχο ή Ζαβζάγκα, από τα ονόματα κοντινών χωριών. Αυτό βρίσκεται σε ύψωμα στην ανατολική πλευρά του Καράντερε, περίπου 10 χλμ. νότια του Αρακλί.

Περιγραφή. Το κάστρο, το οποίο αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από ξερολιθιά, έχει ανώτερο φρούριο στα ανατολικά και χαμηλότερο εσώτειχος στα δυτικά. Οι οχυρώσεις του είναι κυρίως φυσικές, με δύο απότομους βράχους. Στο πάνω οχυρό υπάρχει στέρνα και, στη βορειοανατολική γωνία παρεκκλήσι. Το παρεκκλήσι είναι χαρακτηριστικό του ύστερου μεσαιωνικού Πόντου,41 με μονή προεξέχουσα αψίδα, οι εξωτερικές διαστάσεις της οποίας είναι περίπου 6×4 μ. Είναι χτισμένο από μεγάλες, ακανόνιστες πέτρες με μπόλικες στρώσεις κονιάματος, στις οποίες γίνεται άφθονη χρήση σπασμένων τούβλων. Στο εσωτερικό υπάρχουν ελαφρά ίχνη σοβά. Το κτίριο είναι πολύ ερειπωμένο, αλλά μέρος του βόρειου τοίχου φτάνει τα 2,75 μ.

Χρονολογία. Δεδομένης της θέσης του, είναι απίθανο το παρεκκλήσι να χτίστηκε μετά το 1461.

4. Σούρμενε (Χαμουργκάν)

Θέση. Ένα κάστρο στέκεται πάνω σε βράχο, περίπου ένα χλμ. νότια ακριβώς του νέου Σούρμενε (Χαμουργκάν). Πλακόστρωτο μονοπάτι και σκαλοπάτια οδηγούν σε αυτό, αμέσως αριστερά από το κεντρικό τζαμί της σύγχρονης πόλης.

Περιγραφή. Στα βόρεια υπάρχει βράχος πάνω στον οποίο υψώνεται ερειπωμένος πύργος. Περίπου 100 μέτρα νότια, ένας μικρότερος λόφος, τον οποίο δεν επισκεφτήκαμε, είπαν ότι έχει επίσης πύργο. Αν τόσο ο βράχος όσο και ο λόφος περιλαμβάνονταν στις ίδιες οχυρώσεις, η τοποθεσία ήταν σημαντική.

Στα βόρεια του βράχου υπάρχει περίκλειστη περιοχή, όπου ανάμεσα στα χαμόκλαδα διακρίνονται ίχνη τειχών. Ο σημερινός τρόπος πρόσβασης στον πύργο ήταν σχεδόν σίγουρα ο αρχικός, ενώ κάποια εναπομείνασα τοιχοποιία υποδηλώνει τη θέση της θύρας. Στην ανατολική πλευρά της κορυφής του γκρεμού υπάρχει μικρός τετράγωνος θάλαμος που μπορεί να αντιπροσωπεύει στέρνα. Στη νοτιοδυτική πλευρά της βάσης του γκρεμού ο βράχος είναι διαβρωμένος, παρέχοντας φυσικά προστατευόμενο περίπατο γύρω από τον βόρειο περίβολο, που κλείνεται στο νοτιοδυτικό άκρο από τα υπολείμματα τείχους.

Υπάρχουν ερείπια εκκλησίας στην απέναντι πλαγιά της κοιλάδας, στα ανατολικά του κάστρου, όχι πολύ νότια ενός τζαμιού.

Χρονολογία. Η τοιχοποιία και το κονίαμα αυτής της τοποθεσίας είναι παρόμοια με εκείνα στο Καλετζίκ στο Αρακλί Μπουρουνού.

5. Ρόσι (Ρόβσε)42 Καλέσι (φωτ. 267)

Θέση. Το ερειπωμένο φρούριο Ρόσι βρίσκεται στο πρώτο ακρωτήριο δυτικά του σύγχρονου Οφ.

Περιγραφή. Το ακρωτήριο ήταν περιτειχισμένο. Μέσα σε αυτό ένας πύργος, που ήταν ορατός από τον Οφ, βρισκόταν σε ύψος 8-10 μ. Η όψη της τοιχοποιίας ήταν από μικρά κομμάτια πέτρας τοποθετημένα σε κανονικές στρώσεις, με πυρήνα από κονίαμα θραυσμάτων μέχρι το τείχος. Οι γωνιόλιθοι του πύργου ήσαν από μεγάλα λαξευτά κομμάτια, τοποθετημένα δρομικά και μπατικά. Ελάχιστα απέμειναν από το εξωτερικό τείχος, αλλά υπήρχε ημικυκλικός προμαχώνας στη δυτική πλευρά, με θέα σε μικρό απάνεμο κολπίσκο, που ίσως χρησίμευε ως αγκυροβόλιο για το οχυρό.

Ο χώρος υπέστη σοβαρές ζημιές από οδοποιία μεταξύ των ετών 1967 και 1971, μετά τη λήψη της φωτ. 267.

6. Φετόκα (σχήμα 117, φωτ. 268, 269)

Θέση. Η ακτή καμπυλώνει ανατολικά του σύγχρονου Οφ, στα βόρεια του ακρωτήριου του Φίτζι Μπουρουνού (Cauo d’Croxe ;), που χωρίζει τον κόλπο του Σούρμενε από τον κόλπο του Ρίζε. Κατά μήκος της βόρειας καμπύλης του ακρωτηρίου βρίσκεται ο οικισμός Εσκί Παζάρ, στο δέλτα των ποταμών Μπαλτατζί (Ψυχρός) και Μάκι. Από εδώ ένας δρόμος τρέχει στην ενδοχώρα ανεβαίνοντας τον Μάκι για 11 χιλιόμετρα, μέχρι την κωμόπολη Χαϊράτ. Από το Χαϊράτ μέχρι το χωριό Μακιτορομανλή είναι περίπου μιάμιση ώρα περπάτημα σε ευχάριστη διαδρομή. Από το Μακιτορομανλή μέχρι την εκκλησία της Φετόκα (πιθανότατα Θεοτόκος) είναι δύο περίπου ώρες δύσκολο περπάτημα. Ο δρόμος ελίσσεται πιο απότομα προς νότο ανεβαίνοντας την κοιλάδα, αφήνοντάς την στην ανατολική της πλευρά, ενώ η εκκλησία στέκεται ψηλά πάνω από τις ανατολικές πλαγιές του ρέματος.

Η εκκλησία επισημάνθηκε στον Ουίνφιλντ από τον κύριο Αχμέτ Χιζάλ του Οφ το 1957. Το 1958 την επισκέφτηκαν ξανά με τον Δρα. και την κυρία Μάικλ Μπάλανς και τον κ. Ντέιβιντ Ουίλσον. Η κυρία Μπάλανς δημοσίευσε ένα σχέδιο της εκκλησίας και ανέφερε, αλλά δεν δημοσίευσε, επιγραφή με τη «χρονολογία 944-45 μ.Χ.».43 Πάρθηκε καλούπωμα και φωτογραφία (φωτ. 269).

Η Επιγραφή. Η πέτρα, που ήταν σχεδόν σίγουρα υπέρθυρο, βρίσκεται τώρα στο έδαφος. Έχει διαστάσεις 1,40×0,48×0,26 μ. Είναι σπασμένη στο δεξί άκρο και η όψη έχει φθαρεί άσχημα στην επάνω αριστερή γωνία και στη βάση. Η επιγραφή είναι σε επτά γραμμές, τουλάχιστον τέσσερις από τις οποίες είναι μετρικές. Οι γραμμές 1-6 έχουν μέσο ύψος γράμματος 4 εκ., η γραμμή 7 5 εκ. Το διάστημα μεταξύ των γραμμών 1 -5 είναι 2 μέχρι 2,5 εκ., μεταξύ των γραμμών 5 και 6 6,5 εκ. και μεταξύ των γραμμών 6 και 7 περίπου 4 εκ.

φρίττον εἰσπορεύου ἐνθάδ[ε
ἐλε]γξε σαυτὸν τῇ προσευχῇ προσάδον
ἔν]εν [κα]ι τὸν νοῦν εἰς γεόδαις φροντήδων
χ]οροὶ γὰρ ἀγγέλων εἰστήκεισαν κύκλω
τ]ῶν σῶν ἀπογράφονταις εὐχῶν τοὺς πόν[ους
+ ἀν εκαινί[σθ]η .ετο(υς) ,ςυμβ’
π[άλι]ν ἀνεκ[αινίσθη…

Η αίσθηση φαίνεται ότι είναι: «Να μπαίνεις εδώ τρέμοντας. | Έλεγξε τον εαυτό σου προσφέροντας κατάλληλες προσευχές | [Καθάρισε] το μυαλό σου από τις εγκόσμιες φροντίδες, | γιατί χορωδίες αγγέλων στέκονται τριγύρω, | καταγράφοντας τους κόπους των προσευχών σου. | Ανακαινίστηκε το έτος 6442. | [Ξανά] ανακαινίστηκε…»

Ως εκ τούτου, η χρονολογία είναι έτος 6442 από κτίσεως κόσμου = 933/34 μ.Χ., όχι 944/45 όπως έχει δημοσιευτεί. Τα γράμματα είναι εμφανώς έντονα, τακτοποιημένα και κλασικά σε μορφή. Αυτό καθώς και το σχετικά υψηλό επίπεδο της επιγραφικής παράστασης μπορεί να συγκριθεί με την Επιγραφή 2 από την Αγία Άννα στην Τραπεζούντα (αριθ. 61). Τα γράμματα της γραμμής 7 υποδηλώνουν ότι ήταν μεταγενέστερη προσθήκη.

Περιγραφή. Δεν έχουμε πολλά να προσθέσουμε στις παρατηρήσεις της κυρίας Μπάλανς. Η τοιχοποιία του μικρού ναού (φωτ. 268), που έχει παλαιότερα πολυγωνική αψίδα, είναι από ανομοιόμορφα κομμένα κομμάτια σε ακανόνιστες στρώσεις, με την πιο επίπεδη όψη κάθε πέτρας στην επιφάνεια. Στην εκκλησία και τα παρακείμενα κτίρια είναι ενσωματωμένες μεγάλες λαξευτές πέτρες, ίσως επαναχρησιμοποιημένες, συμπεριλαμβανομένης της ενεπίγραφης πέτρας μας. Οι τελευταίες είναι αρκετά εκτεταμένες, υποδηλώνοντας μοναστική τοποθεσία. Ορισμένα δωμάτια είναι ακόμη με στέγη, αν και βρίσκονται πολύ κάτω από το επίπεδο του εδάφους. Οι χωρικοί ανέφεραν ότι περισσότερα δωμάτια λέγεται ότι είναι θαμμένα υπόγεια.

Μια δεύτερη εκκλησία αναφέρθηκε ότι βρισκόταν σε άλσος στη δυτική πλευρά της κοιλάδας, σε τοποθεσία που ονομάζεται Τσορνάλ.

Χρονολογία. Η επιγραφή μας λέει μόνο ότι αναστηλώθηκε μια εκκλησία το 933/34, η οποία πιθανότατα αναστηλώθηκε και πάλι. Τα σωζόμενα λείψανα φαίνεται ότι αποτελούν λιγότερο επιτηδευμένη περαιτέρω ανοικοδόμηση, ίσως, όπως μπορεί να υποδηλώνει η πολυγωνική αψίδα, της περιόδου της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Αν Φετόκα σημαίνει Θεοτόκος, η ανάμνηση της αφιέρωσης, αν όχι η ίδια η εκκλησία, επιζεί.

7. Εσκί Παζάρ

Θέση. Ο Μάκι Ντερέ χύνεται στη θάλασσα μέσα από δέλτα πλάτους μισού περίπου χιλιομέτρου, 4 περίπου χλμ. ανατολικά του σύγχρονου Οφ. Στη δυτική πλευρά του δέλτα υπάρχει χωριουδάκι που ονομάζεται Μπαλέκ, το οποίο έχει καλό δείγμα σπιτιού ντερέμπεη του 19ου αιώνα, που χτίστηκε από μέλος της οικογένειας Τσακίρογλου. Από εδώ ένας χωματόδρομος οδηγεί νότια, διασχίζοντας τον Μάκι σχεδόν αμέσως και σκαρφαλώνοντας μέχρι το Χαϊράτ. Δίπλα στη σύγχρονη γέφυρα, σε κάθε όχθη, υπάρχουν υπολείμματα σημαντικών κτιστών βάθρων, με τρύπες δοκών που υποδηλώνουν ότι ίσως έφεραν ξύλινη γέφυρα. Το κονίαμα είναι από ασβέστη με γέμιση άμμου και βότσαλων. Οι οθωμανικές γέφυρες της περιοχής είναι συνήθως κατασκευασμένες από (λαξευτή) τοιχοποιία. Μήπως πρόκειται για προγενέστερη γέφυρα;

Στην ανατολική πλευρά του Μάκι Ντερέ, σε περιοχή που ονομάζεται Εσκί Παζάρ, υπάρχουν ερείπια ακριβώς πάνω από τον δρόμο και πέρα από ένα τζαμί.

Περιγραφή. Η τοποθεσία φαίνεται ότι ήταν οχυρό, που βρισκόταν σε χαμηλό γκρεμό, ο οποίος έχει κλίση ελαφρά προς τα πάνω λίγα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το ανατολικό τείχος βρίσκεται σε ύψος 6-7 μ. και είχε πάχος ίσως 1,5 μ. στη βάση, προτού αφαιρεθούν οι περισσότερες από τις κάτω πέτρες της όψης. Το τείχος λεπταίνει καθώς ανεβαίνει και είναι κατασκευασμένο με ελαφριά κλίση. Οι πέτρες της όψης είναι χονδρικά τετραγωνισμένες και τοποθετημένες σε κανονικές στρώσεις. Η τοιχοποιία και το κονίαμα είναι καλά συμπιεσμένα. Το επάνω, ή νότιο τείχος έχει σχεδόν εξαφανιστεί, αλλά μπορεί να εντοπιστεί μέρος της γραμμής του, απέναντι από την οποία βρίσκεται αγροικία. Το δυτικό τείχος δεν είναι εμφανές το καλοκαίρι. Μια χειμερινή αναζήτηση, όταν η βλάστηση είναι λιγότερο πυκνή, μπορεί να αποκαλύψει ίχνη του.

Η τοποθεσία είναι μεσαιωνική. Θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει τον «Stillo» ή, λιγότερο πιθανό, τον «Cauo d’ Croxe» των πορτολάνων.

8. Δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε το αρμενικό μοναστήρι του Αγίου Βαρντάν στα Σούρμαινα, το οποίο σύμφωνα με πληροφορίες ήταν ερειπωμένο τον 19ο αιώνα.44

<-Ενότητα 23: Το βάνδον τής Γέμορας Ενότητα 25: Το βάνδον Ριζαίου->
error: Content is protected !!
Scroll to Top