<-Ενότητα 22: Χαλδία | Ενότητα 24: Το βάνδον Σουρμένων με τον Όφι-> |
Ενότητα 23: Το βάνδον τής Γέμορας
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
Ο μεγαλύτερος αριθμός των ταξιδιωτών, μεσαιωνικών και σύγχρονων, στρεφόταν προς νότο στην Τραπεζούντα, αφήνοντας πολύ λίγους να συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες, για να αναφέρουν για τις ανατολικές ακτές. Όπως οι περιηγητές μας, έτσι και η κατοικημένη περιοχή αρχίζει επίσης να μικραίνει και να αγκαλιάζει την ακτή. Ακολουθεί όλο και περισσότερο το καυκάσιο μοτίβο, καθιστώντας την αναγνώριση ονομάτων ιδιαίτερα δύσκολη. Τα ονόματα περιοχών μπορεί να συνδέονται με λαό και όχι με μέρος, όπως με τους ίδιους τους Χαλδίους, τους Ματζουκιώτες, τους Χοτσάνους, τους Γεμοράνους, τους Σουρμενίτες, τους Χεμσινλί και, τελικά, τους Λαζούς. Καθένα είχε έντονο αίσθημα τοπικισμού. Όμως ορισμένα ονόματα περιοχών έγιναν τοπικά, προσηλωμένα σε ένα μέρος, συχνά σε μετα-μεσαιωνικούς χρόνους, και συνήθως σε ένα διοικητικό κέντρο. Οι Χάλδιοι βρήκαν τους δικούς τους Χαλτ.1 Η Μάτσκα ήρθε στο Δικαίσιμον, το Χοτς στο Παλαβράκ-Κύμινα, η Γιόμρα στη Δρυώνα, τα Σούρμενε στο Χαμουργκάν. Ακόμη και το Χεμσίν διεκδικεί τώρα δικό του μέρος. Με τη σειρά τους, τα τοπωνύμια πρέπει συχνά να χρησιμεύουν ως ονόματα περιοχών σε ένα μοτίβο οικισμών όπου είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πραγματικές τοποθεσίες. Όπως τόνισε ο Κουινέ για την περιοχή Σούρμενε, ένα «χωριό» με επτακόσιες μέχρι οκτακόσιες ψυχές μπορεί να απλώνεται σε επτά ή οκτώ τετραγωνικά χιλιόμετρα.2 Στη Γέμορα οι απλωμένοι οικισμοί του Σαμαρούκσα αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα, γιατί είναι αδύνατο να εντοπιστεί πού ήταν ο μεσαιωνικός Σαμαρούξας.
Το βάνδον της Γέμορας (τῆς Γημωρᾶ, Γημουρά, τῶν Γημωρῶν, τώρα Γιόμρα) απλώνεται από την ανατολική όχθη του Πυξίτη. Ο επόμενος ποταμός που διεισδύει στον υδροκρίτη των Ποντικών Άλπεων είναι ο Γιάνμπολου (Γιόμρα, Γιουβάμπολου) Ντερέ, τον οποίο έχουμε λάβει ως το ανατολικό σύνορο του βάνδου, γιατί οτιδήποτε πιο ανατολικά θα ενσωμάτωνε τον υποψήφιό μας για τα Σουσούρμαινα. Ο Γιάνμπολου οδηγεί προς τα πάνω στους οικισμούς της Σάντας και του Ζιγιαρέτ Νταγ, που βρίσκονται αντίστοιχα 44 χλμ. μακριά και 2650 μέτρα πάνω από τη θάλασσα και αποτελούν πλασματικό νότιο όριο του βάνδου, αλλά υποπτευόμαστε ότι αυτό το τμήμα ήταν έρημο κατά τον Μεσαίωνα.
Η περιοχή προβάλλει για πρώτη φορά ως βάνδον στο χρυσόβουλλο Σουμελά του 1364,3 αλλά πριν το χρυσόβουλλο Φάρου του 1432 τα Σούρμαινα στα ανατολικά είχαν προσαρτήσει τη Γέμορα ως κοινό βάνδον τῶν Γημωροσυρμίων, το αντίστροφο της διαδικασίας στη Ματζούκα τα ίδια χρόνια, που αναπαρήχθη με διαίρεση στα δύο βάνδα, της Ματζούκας και της Παλαιοματζούκας.4 Η μεσαιωνική ανεξαρτησία της Γέμορας ίσως ήταν ακόμη πιο σύντομη, γιατί ο Πανάρετος καταγράφει ότι «η βουβωνική πανώλη ξέσπασε στις 9 Ιουλίου [1382] και σκότωσε πολλούς ανθρώπους στην Τραπεζούντα μέχρι τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο. Αφάνισε φοβερά τη Ματζούκα, την Τρικωμία και την περιοχή των Σουρμένων (τὸ μέρος τῶν Συρμένων) μέχρι τη Δρυώνα».5 Αλλά το «μέχρι τη Δρυώνα» δεν πρέπει να μας πάει καθόλου ως το βάνδον Σουρμαίνων, αλλά στο κέντρο της Γέμορας, τη Δρύωνα,Δρύενα,Δριώνιν, τη σύγχρονη Ντιρόνα. Αυτός ο παραλιακός σταθμός στις εκβολές του ποταμού του (κατά μήκος του οποίου ο ατρόμητος μπορεί να φτάσει στο Κούρουμ) στον κόλπο Κόβατα, έχει υιοθετήσει σήμερα το όνομα Γιόμρα και πιθανότατα ήταν τότε (όπως και τώρα) πρωτεύουσα της Γέμορας (Γιόμρα).6 Έτσι ο Πανάρετος ήδη θεωρούσε τη Γέμορα ως μέρος των Σουρμαίνων όταν έγραφε το 1382.
Ο Χρύσανθος προτείνει ότι η Δρυώνα ήταν η πατρίδα της μεγάλης οικογένειας Δωρανίτη, πέντε μέλη της οποίας κατείχαν μεγάλα κρατικά αξιώματα την περίοδο 1344-1418.7 Η εμφάνιση ενός Μιχάλ Ντουράντ (Μιχαήλ Δωρανίτη;) ως γαιοκτήμονα της Ντιρόνα μετά το 1461 επιβεβαιώνει ότι μάλλον έχει δίκιο.8 Τότε η Γιόμρα είχε πια ανακτήσει κάποια αυτονομία ως ναχιγιέ. Τα Σούρμενε την κατάπιαν ξανά πριν από το 1890, αλλά σήμερα είναι και πάλι δευτερεύουσα διοικητική μονάδα.
Η μεσαιωνική Δρυώνα είχε κάποια οικονομική σημασία. Εκτός από τους Δωρανίτες, εκεί είχε εκμεταλλεύσεις ο Δαβίδ Μέγας Κομνηνός και τρία μοναστήρια είχαν διεκδικήσεις στον τόπο: ο Άγιος Ευγένιος (Άγιο Εβιγιάν), η Θεοσκέπαστος (Σουκασμπασάι) και ο Φάρος. Οι περιουσίες τους πέρασαν στον σουλτάνο.9
Ο κόλπος Κόβατα προσφέρει αμμώδη παραλία και προστατευμένο αγκυροβόλιο, το οποίο, στις αρχές του 19ου αιώνα, θεωρούνταν ως το τρίτο λιμάνι της Τραπεζούντας μετά τα Πλάτανα και τη Δαφνούντα.10 Ανάμεσα σε αυτό και το εύφορο στόμιο του Πυξίτη, τον κήπο-αγορά της Τραπεζούντας, βρίσκεται ένα καλά κατοικούμενο τμήμα με λοφίσκους, άλση, θάμνους και πανταχού παρούσες φουντουκιές, έκτασης περίπου 5 επί 5 χλμ., που υψώνεται από τη θάλασσα μέχρι τον Στέφανο (Ζάφανος, τώρα Μπουλάκ), κάποτε αρμενικό θέρετρο. Αυτή η περιοχή φέρει το αινιγματικό όνομα Χότζα,Χότς,Χότζη ή Χοτς. Ο κύριος οικισμός του πήρε το ίδιο το Χότζα ως εναλλακτική ονομασία και όλα τα χωριά της Χότζα έπαιρναν, μέχρι πρόσφατα, το Χός- ως πρόθεμα. Στα τουρκικά, το Χος υποδηλώνει ευπρόσδεκτο. Ως πρόθεμα έχει κάτι από τη δύναμη του ελληνικού εύ-. Όμως, αν και δεν βρήκαμε εξήγηση για αυτό στα ποντιακά ελληνικά, ούτε τα τουρκικά μπορούν να βοηθήσουν, γιατί ο όρος καταγράφεται για πρώτη φορά το 1432, πριν έρθουν οι Τούρκοι, στο κύριο και ομώνυμο χωριό της περιοχής, που βρίσκεται στη βορειοανατολική της γωνία, κοντά στο ακρωτήριο Κόβατα. Αυτό είναι το Χότζα ἤτοι Παραυλακίου, όπου το 1432 ο Φάρος διέθετε περιουσία η οποία, ως Χοτς, πέρασε μαζί με τόσα άλλα κτήματα του Φάρου στο ιμαρέτ της Γκιουλμπαχάρμ σαρανταοκτώ εστίες και δεκαοκτώ μπάστινα.11 Χότζα, Παραυλάκιον ή Χοτς είναι το σύγχρονο Χοσπαλαβράκ, τώρα Πελιτλί. Καυχιέται για ένα ακόμη ελληνικό (και ίσως μετα-μεσαιωνικό) όνομα. Κύμινα, γιατί ήταν η γενέτειρα του τρομερού Τραπεζούντιου διδάσκαλου Σεβαστού Κυμηνίτη (1625-1702).12
Τα δευτερεύοντα χωριά της Χότζα είναι: Χοστιμασιά ή Χοσντιμασιά, τώρα Μποσταντζή· Κερασέα, Χοσκιρασιά ή Χοσγκιρασιά, τώρα Τσιλεκλί, με τις εκκλησίες του 19ου αιώνα· Χοσκανάκ ή Χοσκονάκ, τώρα Κονακλάρ· Μεσαρέα, η Μεσορέα του Κίπερτ· Χοσμέσαλος ή Χοσμάσαλος, τώρα Τσιμενλί, για τα οποία περισσότερα πιο κάτω. Και Χοσκασταμόνου, ίσως νέο. Σε αυτά μπορεί ίσως να προστεθεί το Χοσογλάν.13
Άλλα μεσαιωνικά ονόματα μπορούν να αναγνωριστούν στο βάνδον. Νότια της περιοχής Χότζα βρίσκονταν οι κύριοι οικισμοί Σαμαρούξας (Μπουγιούκ Σαμαρούκσα, τώρα Γεσιλγιούρτ, και Κιουτσούκ Σαμαρούκσα, τώρα Ικισού, 3 χλμ. βορειοανατολικά), χωρίον του Φάρου του οποίου τα εδάφη κατανεμήθηκαν σε τιμαριώτες μετά το 1461 (όταν από απροσεξία κάποιου συμβολαιογράφου η Σμαρόχσα παρασύρθηκε για λίγο στο Μάτσκα ναχιγιέσι).14 Νότια του κόλπου Κόβατα βρισκόταν το Κούχουλ (Κούχλα, Κούκλα Κογιού, τώρα Κασουστού), ένα χωρίον το 1432, κοντά στο οποίο, στο καφενείο, υπάρχει βενζινάδικο που φαίνεται να ξεκίνησε τη ζωή ως εκκλησία του 19ου αιώνα.15 Ένα άλλο χωρίον του 1432, η Σύαινα (Σάνα, τώρα Τσιναρλί) βρισκόταν ακριβώς στα νότια.16
Η σύγχρονη Αρσίν βρίσκεται στην ακτή ανατολικά της Δρυώνας (Γιόμρα). Οι καλοί τοπικοί πηλοί της υποστηρίζουν μια βιομηχανία κατασκευής τούβλων. Το όνομα φαίνεται να είναι μετα-μεσαιωνικό, αλλά νότια της Αρσίν βρίσκεται ο Βαρβαρᾶς (Βαρβαρά, τώρα Χαρμανλί), πάνω στο δικό του ρέμα, όπου ο Φάρος είχε αξιώσεις στο χωρίον και τους βοηθητικούς βοσκοτόπους δέκα χιλιόμετρα και περισσότερο στην ενδοχώρα.17
Το χρυσόβουλλο Σουμελά του 1364 προσφέρει άλλα τέσσερα ονόματα για το βάνδον. Δεν μπορούμε να ανιχνεύσουμε το χωρίον Μοχλάντων, ή τη στάση Διοκαινή, όπου ο Φάρος είχε επίσης εκμεταλλεύσεις.18 Ο Κομμερᾶς είναι, όμως, η Κομέρα (τώρα Γιαλιντζάκ), στη νότια παρυφή της περιοχής Χότζα, και το χωρίον Κιντζικερᾶ της Σουμελά είναι αναμφίβολα ταυτόσημο με την Κιντζυβεῥα του χρυσόβουλλου του Φάρου και έτσι είναι πιθανώς το σύγχρονο Τσίβερα, μεταξύ Αρσίν και Μπαρμπάρα (Βαρβάρας). Ο μέγας δούκας Ιωάννης ο Ευνούχος κατείχε εκτάσεις εκεί πριν από το 1344, όπως και τα δύο μοναστήρια, και είναι κατάλληλο ότι έχουμε αναφορά για κάστρο εκεί, το οποίο όμως δεν έχουμε επισκεφτεί.19
Παραμένουν δύο προβλήματα: το πού βρίσκεται το μοναστήρι του Αγίου Φωκά τοῦ Διάπλουκαι η περιοχή της Σάντας.
Η ιστορία της μονής του Αγίου Φωκά (που δεν πρέπει να συγχέεται με εκείνη της Κορδύλης) και τα κάπως επισφαλή κείμενα στα οποία στηρίζεται, έχει συζητηθεί αλλού από τον Ζανέν και τον Μπράιερ.20 Εν συντομία, το μοναστήρι ίσως μπήκε στην ιστορία όταν ο Άγιος Αθανάσιος ο Εξορκιστής (Δαιμονοκαταλύτης) έγινε ηγούμενός του πριν υπηρετήσει ως μητροπολίτης Τραπεζούντας το 867-86. Ο Αθανάσιος συνέχισε να ζει στο μοναστήρι ως μητροπολίτης, μεταβαίνοντας στον καθεδρικό του ναό στην Τραπεζούντα για τις λειτουργίες του Σαββατοκύριακου, ενώ αναστήλωσε το καθολικό του, που ήταν αφιερωμένο στη Θεοτόκο. Η χρονολογία της αναστήλωσης είναι σημαντική γιατί, αφενός, μπορεί να προσθέσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο κείμενό μας και, αφετέρου, μπορεί να επιβεβαιώσει μικρή έκρηξη οικοδομικής δραστηριότητας γύρω από την Τραπεζούντα κατά τη διάρκεια της θητείας του Αθανασίου ως μητροπολίτη και της αντίστοιχης βασιλείας του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’, που με τη σειρά της ίσως συνδέεται με την πιθανή ανάδειξη της Τραπεζούντας σε μητρόπολη εκείνη την εποχή. Ο λόγος είναι ότι κατά την ίδια μητροπολιτική θητεία και βασιλεία αναστηλώθηκε η εκκλησία της Αγίας Άννας στην Τραπεζούντα (αριθ. 61) το 884/85 και ίσως ιδρύθηκε το μοναστήρι του Χριστού στα Σούρμαινα. Η Αγία Άννα, ο παλαιότερος σωζόμενος χρονολογημένος ναός της πόλης, φαίνεται μάλιστα ότι είχε ξαναχτιστεί πλήρως εκείνη την εποχή.21
Το 980 ο Βασίλειος Β’ ενέκρινε μια ανταλλαγή από τον μοναχό Τορνίκιο, τριών μοναστηριών της Θεσσαλονίκης με ένα στην Κωνσταντινούπολη και τον Τραπεζούντιο Άγιο Φωκά. Η συμφωνία υποδηλώνει ότι αυτό το τελευταίο ίσως ήταν σημαντικός οίκος. Όμως ο ίδιος ο Άγιος Αθανάσιος φυλασσόταν ευλαβικά στην Τραπεζούντα. Όταν η ταραγμένη σύζυγος ενός εμίρη της Σίβας ήρθε καταδιωκόμενη από δαίμονες για να αναζητήσει παρηγοριά από τα λείψανα του Εξορκιστή, πιθανότατα στα μέσα του 14ου αιώνα, χρειάστηκε να επισκεφτεί τόσο τον τάφο του στην πόλη όσο και το παλιό του μοναστήρι του Αγίου Φωκά έξω από αυτήν. Περί το 1318 ο Όντοριτς ανέφερε συγκεχυμένα αλλά (όπως ο Μπράιερ έχει υποστηρίξει αλλού) εύλογα, ότι τα λείψανα του Αγίου Αθανασίου βρίσκονταν πάνω από μια πύλη της πόλης. Κάποιος μπορεί να υποθέσει ότι ίσως βρίσκονταν στο περίεργο παρεκκλήσι που είναι το στοιχείο 6 της Ακρόπολης, το οποίο δεσπόζει της Πύλης του Αγίου Γεωργίου των Λιμνίων (φωτ. 124β). Στη συνέχεια τα λείψανα μεταφέρθηκαν στη Μονή Αγίου Φωκά, η οποία άλλαξε την αφιέρωσή της σε Μονή Αγίου Αθανασίου. Το ότι η μεταφορά τους ήρθε αμέσως μετά το 1461 υποδηλώνεται από το γεγονός ότι θα ήταν ανάρμοστο να φυλάσσονται τα λείψανα Έλληνα επισκόπου πάνω από τις πύλες οθωμανικής πόλης. Το ότι η αφιέρωση της μονής δεν άλλαξε αμέσως υποδηλώνεται από το γεγονός ότι φαίνεται ακόμη να εμφανίζεται ως ο Άγιος Φωκάς στα πρώτα ντεφτέρ. Στη συνέχεια το μοναστήρι του Αγίου Φωκά, του Αγίου Αθανασίου (ακόμη και της Θεοτόκου) χάνεται από όποια ιστορία έχει.22
Δεν μπορούμε να ταυτοποιήσουμε τοῦ Διάπλου. Μάλιστα ο Ζανέν αναρωτιόταν μήπως το όνομα δεν ήταν παρά «λάθος καθαρό και απλό».23 Όμως υπάρχουν ενδείξεις για το πού βρισκόταν το μοναστήρι. Η πιο άμεση είναι εκείνη του Ιωαννίδη, ο οποίος, το 1870, το φύτεψε κοντά στη Χότζα-Κύμινα με τόση σιγουριά, που δεν κατάφερε να πει γιατί. Όμως ο Ιωαννίδης ήταν ντόπιος σχολάρχης και αρχαιολάτρης, του οποίου οι γνώσεις για την περιοχή και την ιστορία της δεν είναι ασήμαντες. Ο Χρύσανθος ευλόγησε την επιλογή του τοποθετώντας ένα μοναστήρι της «Παναγίας» στη Χότζα.24
Άλλες υποδείξεις υποδηλώνουν ότι όχι μόνο η Μονή Αγίου Φωκά μπορεί να άκμασε κάτω από τους Μεγάλους Κομνηνούς, αλλά ότι δεν υπάρχει λόγος να μη βρισκόταν στη Χότζα. Πριν από το 1461 ένα μοναστήρι του Αγίου Φωκά είχε περιουσία στο Χορτοκόπιον της Ματζούκας, στη Μεσαρέα και στα Σεσερά. Αυτό θα μπορούσε να ήταν ο Άγιος Φωκάς στην Κορδύλη, αλλά είναι πιο πιθανό να ήταν πιο κοντά.25 Δεύτερον, ο εκλιπών Συναξάριος του Αγίου Αθανασίου δίνει στον Άγιο Φωκά ένα πλούσιο σε σίδηρο προάστειον στο Τζαμπούρου.26 Αλλού ο Μπράιερ έχει υποθέσει ότι αυτό ίσως αντιπροσωπεύει το Τσαμ Μπουρουνού του Ιασωνίου ακρωτηρίου στην πλούσια σε σίδηρο Χαλυβία (το Συναξάριον ανήκει στην Οθωμανική περίοδο).27 Όμως το σύγχρονο Τζαμπούρ, 3 χλμ. νότια του Ζάφανος και της περιοχής Χότζα είναι πιο προφανής υποψήφιος.
Συνολικά, πιστεύουμε ότι οι πληροφορίες που έχουμε για τον Άγιο Αθανάσιο και το μοναστήρι του του Αγίου Φωκά συνάδουν και ότι η τοποθεσία πρέπει να αναζητηθεί στη Χότζα. Δύο υποψήφιοι προκρίνονται πιο κάτω. Το 1860 ο Μπλάου ανέφερε μια μεσαιωνική εκκλησία στο Τζινλίκαγια, μεταξύ Ζάφανος και Τζαμπούρ. Αλλά το 1972 ο κ. Τζέιμς Κρόου συνάντησε μόνο εκκλησίες του 19ου αιώνα στη Χότζα.28 Όμως ο κύριος Τζουμπούρ Ονταμπασίογλου ανέφερε ευγενικά μια μεσαιωνική εκκλησία στο Χοσμέσαλος, κοντά στη Χότζα-Κύμινα, ακριβώς εκεί που έλεγε ο Ιωαννίδης ότι έπρεπε να βρίσκεται, την οποία ο Μπράιερ επισκέφτηκε το 1973. Η εκκλησία του Μπλάου ακούγεται πιο ενδιαφέρουσα (δεν τη βρήκαμε). Η δική μας ταιριάζει καλύτερα με τον Ιωαννίδη. Αφήνουμε στον αναγνώστη να επιλέξει τον υποψήφιο του.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι εκείνο της Σάντας (τώρα Ντουμανλί). Πρόκειται για ομάδα οκτώ πρώην ελληνικών χωριών, στα οποία φτάνει κανείς μέσω των φαραγγιών του Γιάνμπολου, τα οποία βρίσκονται σε εντυπωσιακή αντίθεση με άλλα μοτίβα οικισμού στην περιοχή, όντας έντονα χτισμένα γύρω από πυρήνα. Βρίσκονται στριμωγμένα στις πλαγιές της λεκάνης μεγάλης κοιλάδας, σε ψηλό οριακό έδαφος, ανάμεσα στη γραμμή των δέντρων και τους ατελείωτους καλοκαιρινούς βοσκοτόπους. Από τον 18ο αιώνα οι Σανταίοι δημιούργησαν έναν από τους πιο αξιόλογους και δίκαια γνωστούς τοπικούς ποντιακούς ελληνικούς πολιτισμούς. Ακόμη και σήμερα, πάνω από πενήντα χρόνια αφότου τα στρατεύματα χρειάστηκε τελικά να τους ξεκολλήσουν από τα στενά του Γιάνμπολου το 1923, οι Σανταίοι εκτιμούν ιδιαίτερα τη λαογραφία τους, βασιζόμενοι στις ηρωικές ημέρες των ντερεμπέηδων (από τους οποίους διέφυγαν στον απομακρυσμένο θύλακά τους) και υποκινούμενοι από εκείνο που φαίνεται ότι ήταν ένα θαυματουργό εκπαιδευτικό και ενοριακό σύστημα, που εισήχθη μετά το 1856. Οι ντόπιοι ιστορικοί της Σάντας περιγράφουν τους Σανταίους ως «τους Σουλιώτες του Πόντου», ίσως δυστυχώς επειδή γεννά τη σκέψη για το πόσο «Έλληνες» οι Σανταίοι, όπως και οι Σουλιώτες. Όμως, όπως και των Σουλιωτών, ο επίμονος πατριωτισμός τους δεν αμφισβητείται. Παρ’ όλα αυτά οι ντόπιοι ιστορικοί της Σάντας συνεχίζουν να υποστηρίζουν μια συνέχεια εγκατάστασης εκεί, από την αρχαιότητα μέχρι το 1923. Στην πραγματικότητα η παλαιότερη (και αυτή αμφίβολη) λογοτεχνική αναφορά που μπορούμε να βρούμε για την περιοχή έρχεται το 1672, την περίοδο που πολλές ελληνικές κοινότητες του Πόντου ξεκίνησαν φυγή προς τα βουνά. Πιο συγκεκριμένα, ο Μπράιερ δεν μπόρεσε να βρει κανένα φυσικό στοιχείο για μεσαιωνικό οικισμό στη Σάντα ή σε ολόκληρη την κοιλάδα του Γιάνμπολου το 1967, ούτε μια αποστολή του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ που πέρασε δύο εβδομάδες εκεί το 1969. Πιστεύει ότι όλες οι σωζόμενες εκκλησίες της Σάντας χτίστηκαν μετά το 1856 για τους κρυπτοχριστιανούς της περιοχής που αναγνωρίστηκαν τότε.29 Καθώς λοιπόν δεν υπάρχουν γνωστά σε εμάς αρχαιολογικά ή τεκμηριωμένα στοιχεία για μια μεσαιωνική Σάνταό, πρέπει διστακτικά να αποκλείσουμε αυτή τη μοναδική περιοχή από την παρούσα μελέτη.
ΜΝΗΜΕΙΑ
1. Στο Τζινλίκαγια («Dschinly-Kaja»), ή «απόκοσμοι βράχοι», μεταξύ Ζάφανος και Τσαμπούρ, ο Μπλάου ανέφερε βυζαντινό παρεκκλήσι με τοιχογραφίες των Μεγάλων Κομνηνών και του Μωυσή στο Σινά.30 Ο τόπος θα ανταπέδιδε την έρευνα.
2. Οι εκκλησίες του Χοσμέσαλος (Τσιμενλί)
Θέση. Από το αεροδρόμιο της Τραπεζούντας, μια διαδρομή κατευθύνεται νότια και νοτιοανατολικά, περνώντας από το Ντερμπέντ Τσεσμέσι, κομψή οθωμανική κρήνη, προς το Χοσμέσαλος, από όπου η διαδρομή ανεβαίνει προς νότο για 200 περίπου μέτρα. Κρυμμένη ανάμεσα σε δέντρα λίγα μέτρα ανατολικά είναι η λαξευμένη σε βράχο αψίδα της Εκκλησίας Α. Η εκκλησία Β βρίσκεται στην κορυφή λόφου, μέσα σε άλσος από φουντουκιές, περίπου 300 μέτρα νότια-νοτιοανατολικά.
Εκκλησία Α (σχήμα 113, φωτ. 262)
Το μόνο που έχει απομείνει από την Εκκλησία Α, με προσανατολισμό περίπου 88°, είναι το μεγαλύτερο μέρος ζωγραφισμένης κόγχης που έχει κουφωθεί ομοιόμορφα από μεγάλο γκρίζο και διάστικτο μαύρο συσσωμάτωμα βράχου. Στη βόρεια πλευρά της κόγχης ίχνη από κονίαμα από βότσαλα και ασβέστη είναι η μόνη ένδειξη για εκείνο που ήταν ίσως μικρή ανεξάρτητη βασιλική στην οποία ανήκε η κόγχη, αλλά το έδαφος στα δυτικά έχει πέσει, παίρνοντας μαζί του οποιαδήποτε άλλα σημάδια τοιχοποιίας. Η κόγχη έχει τώρα πλάτος 1,60 μ. και ύψος 1,40 μ. (αν και η ανασκαφή αναμφίβολα θα αποκάλυπτε μεγαλύτερο βάθος). Είναι ζωγραφισμένη πάνω σε μία στρώση σοβά. Δεν υπάρχει κανένα σημάδι από άχυρο ή περισσότερα από ένα στρώματα ζωγραφικής. Τα χρώματα είναι κυρίως το πορφυρό, το καφεκίτρινο, το γκριζοπράσινο, το ξεθωριασμένο λουλακί και η κίτρινη ώχρα. Η τελευταία συνήθως τελειώνει πάνω από το πορφυρό. Το σχέδιο είναι σε μεγάλο βαθμό σε ινδικό κόκκινο. Δεν υπάρχουν σημάδια προκαταρκτικών εγκοπών, αλλά τα φωτοστέφανα είναι πολύ κανονικά και φαίνεται ότι έχουν γίνει με διαβήτες.
Ο πίνακας αναπαριστά τα Θεοφάνεια και είναι συγκρίσιμος με την παρόμοια σκηνή στο Τσακίλτζα Κογιού (Φαντάκ),31 με χρονολογία 1333/4, χρονολογία που θα ήταν αποδεκτή και για την Εκκλησία Α στο Χοσμέσαλος. Στο κέντρο της κόγχης υπάρχει ένθρονος Χριστός που πλαισιώνεται από δύο σεραφείμ. Με το δεξί του χέρι ευλογεί και στο αριστερό κρατά κλειστό βιβλίο στολισμένο με κοσμήματα. Οι μανσέτες στα μανίκια του χιτώνα του είναι στολισμένες με κοσμήματα και κάθεται σε τετράγωνο θρόνο, του οποίου το βήμα είναι επίσης διακοσμημένο με κοσμήματα. Ο Χριστός είναι ζωγραφισμένος κυρίως με πορφυρό πάνω από κίτρινο και το ιμάτιό του είναι πορφυρό. Το πάνω φόντο της σκηνής είναι σε λουλακί, το κάτω σε γήινο καφέ. Το ανώτερο τμήμα της κόγχης έχει καταστραφεί και, μαζί με αυτό, έχει φύγει ολόκληρο το κεφάλι του Χριστού. Το αριστερό σεραφείμ είναι το καλύτερα διατηρημένο από τα δύο. Έχει στρογγυλό πρόσωπο, με προεξέχοντα αυτιά. Το καλοσχηματισμένο δεξί του χέρι αναδύεται πίσω από το κάτω δεξί φτερό του. Τα πόδια του (δεν φαίνονται στο σχήμα 113) ενώνονται τακτοποιημένα. Στο αριστερό του χέρι είναι το λάβαρο που γράφει AΓΙOC/ [AΓΙΟC]/ [AΓΙOC]. Το κεφάλι του έχει διάμετρο 6 εκ. Από την άκρη της μύτης του μέχρι την άκρη των ποδιών του είναι 43 εκατοστά. Το δεξί σεραφείμ κρατάει το λαβαρό του στο δεξί του χέρι.
Κάτω από τα Θεοφάνεια υπάρχει λευκή επιγραφή σε ταινία από πορφυρό, πλάτους 6 εκ. Είναι πολύ αλλοιωμένη για να επιτρέψει πλήρη αναπαράσταση και τώρα γράφει: AI[…]ΠOPOΘECONIEIC-TOYEIK. Ι[..ΕΝ]Δ0ΞΟΥΜΑ(ΡΤΥΡΙ)ΟΥΙ[…
Κάτω από την επιγραφή υπάρχουν τουλάχιστον επτά μορφές με φωτοστέφανα, τα οποία έχουν διάμετρο 15 εκ., σε λουλακί φόντο. Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς αν αντιπροσωπεύουν αρχαγγέλους (όπως στο Τσακίλτζα Κογιού) ή αποστόλους, αλλά ο αριθμός (γιατί η κλίμακα των σωζόμενων τμημάτων της κόγχης υποδηλώνει ότι αρχικά θα μπορούσαν να είχαν φιλοξενηθεί δώδεκα μορφές) και μια επιγραφή για τον Άγιο Θωμά δίπλα στο δεύτερο φωτοστέφανο από αριστερά δείχνει ότι πιθανώς απεικονίζονταν οι απόστολοι.
Εκκλησία Β, στην κορυφή, με προσανατολισμό 90°.
Αυτό το κτίριο, πιθανώς τρίκλιτη βασιλική, είναι πολύ ερειπωμένο και κατάφυτο. Έχει πλάτος περίπου 11½ βήματα, μήκος 13 βήματα μέχρι τα κλίτη, ενώ αυτό που φαίνεται ότι είναι το κύρια κλίτος προεξέχει άλλα δύο βήματα. Μέρος του κύριου κλίτους υψώνεται στα 4,5 μ. Το υπόλοιπο του κτιρίου είναι πιο ερειπωμένο και η πρόσοψή του έχει ληστευτεί εξ ολοκλήρου, αποκαλύπτοντας γέμισμα από συντρίμμια με κονίαμα από ασβέστη, βότσαλο και σιδερόμαυρη άμμο. Η τοιχοποιία είναι παρόμοια με τον τύπο Ε3 στην ακρόπολη της Τραπεζούντας και θα μπορούσε, επομένως, όπως η ζωγραφική της Εκκλησίας Α, να ανήκει στον 14ο αιώνα.
|
<-Ενότητα 22: Χαλδία | Ενότητα 24: Το βάνδον Σουρμένων με τον Όφι-> |