25. Ενότητα 22. Χαλδία

<-Ενότητα 21: Το βάνδον Ματζούκας και Παλαιοματζούκας Ενότητα 23: Το βάνδον τής Γέμορας->

Ενότητα 22: Χαλδία

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Γεωγραφικά, το τμήμα αυτό περιορίζεται από τα όρια της Τραπεζούντιας Χαλδίας. Ιστορικά όμως πρέπει επίσης να αγκαλιάζει μια πολύ ευρύτερη έννοια της βυζαντινής, αλλά ακόμη και της αρχαίας Χαλδίας. Η Τραπεζούντια Χαλδία ήταν μόνο κατάλοιπο του πρώην Βυζαντινού θέματος, με πρωτεύουσά της την ίδια την Τραπεζούντα, αλλά ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστικό κατάλοιπο. Τα συρρικνωμένα όριά της περιέκλειαν αυτό που μπορεί κανείς να αποκαλέσει «Εσωτερική Χαλδία», την καρδιά της επαρχίας – και πιθανώς τα κύρια οχυρά των αρχαίων Χαλδίων επίσης.

Η έκταση της Τραπεζούντιας Χαλδίας διαπιστώνεται καλύτερα με την εξάλειψη. Εξαλείφοντας τα βάνδα της Ματζούκας και της Παλαιοματζούκας (Ενότητα 21) προς βορρά, πέρα από το πέρασμα της Ζύγαινας και τις Ποντικές Πύλες, τα εδάφη του Αρακέλ (Ενότητα 26) και του Σααταμπάγκο (Ενότητα 27) στα βορειοανατολικά, πέρα από τον υψηλό Παρυάδρη, την ακρόπολη και την πεδιάδα της Μπαϊμπούρτ (Ενότητα 28) στα νοτιοανατολικά του περάσματος Βαβούκ, καθώς και την κατά περιόδους τραπεζούντια περιοχή των Χεριάνων (Ενότητα 29) στα νοτιοδυτικά, μας μένει η Εσωτερική Χαλδία. Είναι ψηλή, ξερή χώρα, 1.500 μ. περίπου πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας στα πιο χαμηλά της σημεία, εκεί που η κοιλάδα του Χαρσίτ (του Κάνι, που γίνεται Φιλαβωνίτης κάτω από την Τορούλ) διασχίζει απότομα τα βουνά, περνώντας τον δρόμο των καραβανιών Μπαϊμπούρτ-Τραπεζούντας από το ίχνος της. Ο Κάνις και τα παράπλευρα νερά του δεν είναι σπουδαία δώρα για τους αγρότες. Αυτά τα ρέματα ξεραίνονται το καλοκαίρι, αλλά ξεσπούν με ξαφνικές πλημμύρες ύστερα από κάθε βροχή και όταν λιώνουν τα χιόνια. Κατά διαστήματα κατά μήκος του Κάνι, ο οποίος εκτείνεται από τα νοτιοανατολικά προς τα βορειοδυτικά, ορεινές διαδρομές ελίσσονται από την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και σκαρφαλώνουν προς τα Χερίανα, το Κελκίτ και τα Σάταλα. Αυτά τα μονοπάτια αντιμετωπίζουν μια τελευταία σειρά λόφων πριν φύγουν από τη Χαλδία και εισέλθουν στη φαρδιά περιοχή των πηγών του Λύκου.

Εκ πρώτης όψεως από τον δρόμο διέλευσης σήμερα, φαίνεται ότι ελάχιστα υπάρχουν για να καθυστερήσουν τον μέσω Χαλδίας ταξιδιώτη. Το τοπίο φαίνεται άγονο και άδενδρο, εκτός από τις σειρές από σκονισμένους ευκάλυπτους και λεύκες που έχουν φυτευτεί τα τελευταία χρόνια κατά μήκος της κοίτης του ποταμού. Η Χαλδία κυριαρχείται από γρανιτένιους γκρεμούς και τα εκπληκτικά συντρίμμια των ηφαιστειακών αναταραχών του Ηωκαίνου φαίνονται οδυνηρά γυμνά. Η αντίθεση με τις κοιλάδες βόρεια της Ζύγαινας, όπου το τοπίο είναι βυθισμένο κάτω από θάλασσα δέντρων,1 είναι έντονη. Ασυνήθιστα για την Ανατολία, μπορεί κάλλιστα να είναι η προηγούμενη εργατικότητα του ανθρώπου εκείνη που συνέβαλε στην έλλειψη δέντρων της Χαλδίας. Το μετάλλευμα του μολύβδου εξαγόταν εδώ από απερίσκεπτα τρυπημένα ορυχεία. Το έψηναν επτά μέρες, πριν δώσει λίγο ασήμι και λιγότερο χρυσό. Χρειάζονται 4 λίμπρες ξύλου για την παραγωγή μιας κάρβουνου και οι φούρνοι της Χαλδίας απαιτούσαν σχεδόν 200 λίμπρες κάρβουνου για να λιώσουν μία ασημιού. Έτσι, οι χωρικοί της Χαλδίας όφειλαν στο οθωμανικό κράτος υπηρεσίες εξόρυξης και ανθράκευσης, αντί του συνηθισμένου χαρατσιού που πλήρωναν άλλοι χριστιανοί υπήκοοι. Για δύο αιώνες τα μεταλλουργεία της Γκουμούσχανε (Αργυρούπολη), του «Οίκου του Ασημιού» που παραμένει η πρωτεύουσα της περιοχής, ξεγύμνωσαν τη Χαλδία από την ξυλεία και τους θάμνους της και παραμένει ανοιχτό το ερώτημα ποιο είχε εξαντληθεί πρώτο, το μετάλλευμα ή το κάρβουνο, όταν έκλεισαν τελικά τα ορυχεία τη δεκαετία του 1840.2 Ήδη από το 1701 ο Τουρνεφόρ παραπονιόταν για την έλλειψη καυσόξυλων στη Χαλδία.3 Νότια της Γκουμούσχανε, οι περιηγητές από την ακτή συναντούν το καύσιμο της κεντρικής και ανατολικής Ανατολίας. Κοπριές στοιβαγμένες με τις θημωνιές πάνω στις επίπεδες στέγες λάσπης των χτισμένων γύρω από πυρήνα χωριών, γιατί λίγα μίλια νότια της Ζύγαινας έχουν αφήσει τους απλωμένους οικισμούς του Πόντου, όπου τα σπίτια έχουν κεκλιμένες στέγες και καίνε ξύλα. Μπορεί κανείς να μαντέψει ότι η μεσαιωνική Χαλδία ήταν πιο δασωμένη και επομένως καλύτερα ποτιζόμενη, απ’ ό,τι σήμερα. Αλλά και σήμερα τα φαινόμενα είναι απατηλά. Παρά την τρομακτική διάβρωση, υπάρχουν πράσινες κοιλάδες κρυμμένες εκατέρωθεν του Κάνι: κατά μήκος του Γιαγλίντερε, στην κοιλάδα Τσίτε και γύρω από τη Σορώγαινα. Εκτείνονται προς τα πάνω σε ακόμη πιο πράσινα παρχάρια, τους καλοκαιρινούς βοσκοτόπους που αγκαλιάζουν τα βόρεια όρια της Εσωτερικής Χαλδίας. Τον τελευταίο αιώνα, οι οπωρώνες έχουν αντικαταστήσει τα ορυχεία ως στήριγμα της οικονομίας της Χαλδίας και τα μήλα της Γκουμούσχανε θεωρούνται και έξω από την περιοχή ως τα πιο γλυκά στην Τουρκία. Υπάρχουν επίσης θύλακες γεωργίας, στους οποίους δουλεύει το ποντιακό άροτρο σε κύκλο που καθυστερεί έναν περίπου μήνα από εκείνον της ακτής και που προσαρμόζεται στον ρυθμό της ηπειρωτικής Ανατολίας όσο πλησιάζει κανείς στη Μπαϊμπούρτ.

Σε μια χώρα διακριτών ταυτοτήτων, η Χαλδία αντιπροσωπεύει μια από τις αρχαιότερες και πιο πεισματάρες από όλες τις ποντιακές και βυζαντινές ταυτότητες. Μπροστά στη βυζαντινή στρατιωτική, πολιτική και εκκλησιαστική αναδιοργάνωση τον 7ο και 8ο αιώνα, η Χαλδία αρνούνταν να πεθάνει. Σύμφωνα με τα λόγια του Τόινμπι, «Για μια ερμηνεία του ονόματος Χαλδία [ο κλασικός μελετητής] πρέπει να ανατρέξει στις καταγραφές των Ουραρτού, των Ασσυρίων και των Αχαιμενιδών Περσών του 8ου, 7ου και 6ου π.Χ. αιώνα. Ποιος θα περίμενε ότι ένα εθνικόν, που είχε θαφτεί κάτω από το έδαφος από τότε, θα ερχόταν ξανά στην επιφάνεια 1.400 χρόνια αργότερα;».4 Ίσως η απάντηση είναι ότι το «εθνικόν Χάλδοι» δεν είχε καταρρεύσει καθόλου.

Τα εδάφη των Ουραρτού («Αραράτ» των Δυτικών) καταγράφονται για πρώτη φορά περί το 1275 π.Χ. Το κράτος των Ουραρτού της Βαν κατέρρευσε τελικά μπροστά στην επίθεση των Μήδων και τον αρμενικό εποικισμό στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα. Αλλά οι Αρμένιοι δεν φαίνεται ότι κατέστρεψαν την ταυτότητα κάποιων Ουραρτού, των οποίων το όνομα για τους ίδιους και τον ήλιο θεό τους ήταν «Χάλντι», όνομα που φαίνεται να επιβιώνει σε πολλά βόρεια χωριά του Πόντου που ονομάζονται «Χάλτ» και το οποίο σήμερα έχει ελαφρώς υποτιμητική σημασία, ως «οι άνθρωποι πέρα από τα βουνά». Ο Ηρόδοτος κατατάσσει τους Μάκρωνεςμεταξύ των πρωτο-γεωργιανών ποντιακών ομάδων που επέζησαν από την κατάρρευση του Ουραρτού, και ήσαν οι Μάκρωνες εκείνοι που συνάντησαν οι Μύριοι του Ξενοφώντος στις Ποντικές Άλπεις της Χαλδίας περί το 400 π.Χ. 5 Ο Στράβων αναφέρει ότι οι Χαλδαῖοι που ζούσαν πάνω από την Τραπεζούντα ήσαν οι αρχαίοι Μάκρωνες και οι δύο όροι επέζησαν στην Εσωτερική Χαλδία.6 Οι Τζάννοι, για να υποτάξει τους οποίους ο Ιουστινιανός κατέβαλλε έντονες προσπάθειες, φαίνεται ότι αναφέρονται τελευταία με εθνική έννοια από τον Ελ Μασούντι τον 10ο αιώνα (αν και ιστορικά έχουν μπερδευτεί με τους «Τσάνι», όπως αυτοαποκαλούνται οι Λαζοί).7 Αλλά οι Τζάννοι έδωσαν το όνομά τους στην Τζάνιχα, κύριο προπύργιο της Χαλδίας, και στους Τζανιχίτες, που ήσαν πολέμαρχοι αυτών των βουνών υπό την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας τον 14ο και 15ο αιώνα.8 Οι Χάλδιοι ήσαν ακόμη πιο πεισματάρηδες από τους Τζάννους. Οι Μπάρνεϊ και Λανγκ θεωρούν τους Χαλδίους ως «σχεδόν σίγουρα απογόνους ή υπολείμματα των Ουραρτού».9 Κατονομάζονται στο Βιβλίο του Επάρχου και φαίνεται ότι αναφέρονται για τελευταία φορά με εθνοτική έννοια το 1374.10 Η ίδια η Χαλδία αναγνωρίστηκε ως όνομα βυζαντινής και τραπεζούντιας επαρχίας, πράγμα το οποίο παρέτεινε τη ζωή της ως τίτλο επισκοπής μέχρι αυτόν τον αιώνα.11

Η μνήμη, τουλάχιστον, μιας εθνοτικής ταυτότητας η οποία, ενάντια σε όλες τις προσπάθειες των κυβερνήσεων της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας, προβαλλόταν από την αρχαιότητα μέχρι την πρώιμη νεότερη περίοδο, ενισχυόταν από άλλες χαλδιακές διακρίσεις: δυναστική, εμπορική, κοινωνία ελεγχόμενη από ψηλά κάστρα που κυριαρχούν στην περιοχή, καθώς και αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αγιογεωγραφική διάκριση, γιατί η Χαλδία είναι γεμάτη από σχεδόν τόσους τοπικούς αγίους, όσα και τα κάστρα.

Ο Στράβων είχε χαρακτηρίσει τη Χαλδία ως χώρα δυναστικών ηγεμόνων.12 Η βυζαντινή πολιτική ήταν να μην παίρνει κυβερνήτες θεμάτων από τέτοιους τοπικούς δυνάστες (οι οποίοι επομένως δεν εμφανίζονται στον πίνακα των γνωστών αξιωματικών του θέματος, στο τέλος αυτής της ενότητας στις σελ. 316-318), αλλά ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος υπαινίσσεται με νόημα ότι ένας αυτοκρατορικός εκπρόσωπος που έπρεπε να εργαστεί στην περιοχή, χρειαζόταν να εξασφαλίσει την υποστήριξη των επιφανών της. Ίσως οι «εξ-άρχοντες» της Χαλδίας που καταγράφονται στο Τακτικόν Ουσπένσκι του 842-43 αποτελούν ημιεπίσημη αναγνώριση της επιρροής τέτοιων ανδρών.13 Δύο μεγάλες δυναστείες Χαλδίων είναι γνωστές πριν από το 1204: οι Γαβράδες και οι Ξιφιλίνοι (από τους οποίους οι Φαναριώτες Υψηλάντες θα διεκδικούσαν μάλλον μη πειστική καταγωγή).14 Ο Ιωάννης Ξιφιλίνος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1064-75), ήταν εκείνος που επεξεργάστηκε την ταύτιση της Τραπεζούντας με τον (πιθανώς αρχικά κάτοικο Αραβράκων) προστάτη της, τον Άγιο Ευγένιο.15 Αλλά μόλις στις αρχές του 14ου αιώνα ο Κωνσταντίνος Λουκίτης προίκισε καθέναν από τους συντρόφους του Αγίου Ευγενίου με συγκεκριμένες γενέτειρες στη Χαλδία.16 Γιατί το έκανε αυτό; Οι τρεις σύντροφοι του Ευγενίου έχουν τα συμβατικά λατινικά ονόματα Ρωμαίων στρατιωτών του Διοκλητιανού, αλλά ο Λουκίτης βασίζεται στη Χαλδική προέλευση και καταγωγή τους τόσο έντονα, που αναρωτιέται κανείς αν η διαμάχη του για τους τέσσερις μάρτυρες δεν αντικατοπτρίζει την προσπάθεια της κεντρικής κυβέρνησης να συνδέσει τον Χαλδικό πατριωτισμό με εκείνον της Τραπεζούντας, συνδέοντας συγκεκριμένα χωριά και ισχυρά σημεία του εσωτερικού με την ιστορία του Ευγενίου της ακτής. Αυτό σε μια εποχή που οι Χάλδιοι δυνάστες βρίσκονταν στο σημείο να αμφισβητούν τους Μεγάλους Κομνηνούς, των οποίων ιδιαίτερος προστάτης ήταν ο Ευγένιος. Έτσι ο Λουκίτης απένειμε στον Άγιο Βαλεριανό έναν οικισμό κοντά στην Άρδασσα ως γενέτειρά του, την Ἐδίσκη (αργότερα Ἀδισα ή Άντισε, τώρα Γιλντίζ). Στον Άγιο Κανίδιο ανέθεσε το πολίχνιον και κάστρο Σωλόχαινα ή Σορώγαινα (αργότερα Σορούγιανα, τώρα Γιαλινκαβάκ). Και με εξάλειψη δόθηκε στον νεαρό Άγιο Ακύλα η Γόδαινα ή Γόδαννα, την οποία ταυτίζουμε με το χωριό και κάστρο του Κόντιλ (τώρα Γκουμουσκαγιά).17

Αυτή η ομάδα τόπων βρίσκεται σε σφιχτό τρίγωνο ανάμεσα σε εκείνα που σήμερα ονομάζονται βουνά Μπαλαμπάν, στην αριστερή όχθη του Κάνι, μεταξύ Τορούλ και Γκουμούσχανε. Η Εντίσκε βρίσκεται στις πηγές του σύγχρονου Τσιτ Ντερέ, 11 χλμ. νοτιοδυτικά της Τορούλ και 7 χλμ. βορειοδυτικά της Σορώγαινας. Η Γόδαινα είναι προσβάσιμη ακολουθώντας τον σύγχρονο Ικισού Ντερέ για 5 χιλιόμετρα νότια της διασταύρωσης με τον ποταμό στον Διπόταμο, που βρίσκεται 10 χλμ. νοτιοανατολικά της Τορούλ. Τρία χιλιόμετρα νότια της Γόδαινας, ο Ικισού Ντερέ χωρίζεται με τη σειρά του στον σύγχρονο Σορούγιανα Ντερέ (που φέρνει τον περιηγητή στη Σωρόγαινα, 13 χλμ. δυτικά της Γόδαινας) και στον σύγχρονο Καραμουσταφά Ντερέ, που οδηγεί 5 χιλιόμετρα νότια σε χωριό που ονομαζόταν Ἄτρα, αργότερα Έντρε, τώρα Ντορτκονάκ. Υπάρχει παράδοση ότι ο Άγιος Θεόδωρος Γαβράς, που μαρτύρησε από τους Τούρκους το 1098, καταγόταν από την Άτρα, πράγμα που μετατρέπει το αγιογεωγραφικό μας τρίγωνο σε τετράγωνο. Η «παράδοση» θα μπορούσε να διαγραφεί ως χαρούμενη έμπνευση του αρχιμανδρίτη Άνθιμου Γαβρά από την Άτρα και το Μπουένος Άιρες, τον οποίο ο Λαμψίδης έχει αποκαλύψει ως συγγραφέα του μεγαλύτερου μέρους (αν όχι ολόκληρης) της ακριτικής απομίμησης που ονομάζεται «Η Μπαλάντα του Γαβρά», που συναρμολογήθηκε μεταξύ 1896 και 1904, αν δεν είχε ήδη εμφανιστεί σε μια ακολουθία που δημοσιεύθηκε το 1895.18 Η παρουσία τοπωνυμίων όπως Γαβράντων και Βρύση τοῦ Γαβρᾶκοντά στην Άτρα, επίσης δανείζει κάποιου είδους βάρος στην «παράδοση».19 Μια γενέτειρα για τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, το 920 περίπου, θα μπορούσε να προκύψει κοντά στη σύγχρονη Γκουμούσχανε, γιατί ως ορφανός ανατράφηκε από ηγετική οικογένεια που ονομαζόταν Κανίτη, αλλά ένα τελευταίο χωριό μάρτυρα θα μπορούσε να μετατρέψει το τετράγωνό μας πιο σίγουρα σε πεντάγωνο. Δεκατρία χλμ. δυτικά της Εντίσκε και δεκαέξι χλμ. δυτικά της Σορώγαινας, βρίσκεται η Ματσαρά ή Ματσερᾶ, αργότερα Ματσέρα και τώρα Αλίνγιαγλα, που στέγαζε μέχρι αυτόν τον αιώνα τον τάφο του Βασιλείου, επισκόπου Χεριάνων, που τότε τιμούνταν ως μάρτυρας.20

Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πώς να ερμηνεύσουμε ένα τέτοιο δίκτυο λατρειών σε αυτά τα βουνά, εκτός από το ότι αποτελούν απόδειξη μιας ισχυρής και χαρακτηριστικά χαλδικής τοπικής ταυτότητας. Και όποιες κι αν ήσαν οι υποτιθέμενες ή πραγματικές διασυνδέσεις τους με το χωριό Άτρα, οι Γαβράδες ήσαν μια κλασικά χαλδική δυναστεία, η οποία εμφανίστηκε τον 11ο αιώνα μόλις η κεντρική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να κάνει τους δικούς της διορισμούς στο θέμα. Από τον Άγιο Θεόδωρο Γαβρά μέχρι τον Κωνσταντίνο Γαβρά, οι Γαβράδες κυβέρνησαν τη Χαλδία από το 1075 περίπου μέχρι μετά το 1140. Ούτε οι Μεγάλοι Κομνηνοί ήσαν σε θέση να επιβάλουν τους αξιωματούχους τους. Έτσι η Εσωτερική Χαλδία ελεγχόταν από τους Καβαζίτες και τους Τζανιχίτες μέχρι το 1479, πολύ μετά την πτώση της ίδιας της Τραπεζούντας.21 Η δυναστική παράδοση συνεχιζόταν μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Μετά το 1479 οι Ουτσουντζούογλου παρείχαν τιμαριώτες της Τορούλ, ενώ οι Έλληνες παρήγαγαν τους Φυτιάνους (παραχωρησιούχους ορυχείων, ηγούμενους και επίσκοπους Χαλδίας), την οικογένεια Στρατικέμπα (;)22 (που πιθανώς ίδρυσε το μοναστήρι της Χουτουρά και ισχυριζόταν ότι καταγόταν από τους Καβαζίτες), και τη φαναριώτικη δυναστεία των Μουρούζηδων, που πιθανότατα αναδύθηκε κοντά στο Λερί της Χαλδίας.22α

Θα μπορούσε κανείς να διακινδυνεύσει ότι οι προηγούμενες δυναστείες της Χαλδίας όφειλαν την εξουσία τους σε μια καυκάσια δομή οικογένειας, όπου η κληρονομική διάκριση σήμαινε κάτι περισσότερο από πλούτο σε γη, γιατί ενώ στη Χαλδία η γη για κτηνοτροφικά αγροκτήματα είναι άφθονη, δεν θα μπορούσε ποτέ να ήταν τόσο παραγωγική όσο τα ελληνικά παράκτια κτήματα. Μέχρι πριν από έναν αιώνα, η Χαλδία και η κοιλάδα του Άκαμψι καυχιούνταν για, ή παρενοχλούνταν από, το ισοδύναμο των ιδιωτικών στρατών και των οπαδών της φάρας, συνήθως πιο εμφανώς σε μεγάλους γάμους. Σε μια τέτοια γη το αυτοκρατορικό αξίωμα απένειμε λίγη εξουσία. Κάθε κεντρική κυβέρνηση είχε την επιλογή είτε να διοικήσει τη Χαλδία με δικούς της αξιωματούχους από την Τραπεζούντα (όπου οι Χάλδιοι μπορεί να είχαν τη δική τους συνοικία στην Κανίτου),23 όπως οι Βυζαντινοί είχαν προσπαθήσει να ελέγξουν την περιοχή, ή να αποδεχτεί την κακή κατάσταση και να την αντιμετωπίσει όσο καλύτερο μπορούσε, δίνοντας στους υπάρχοντες δυνάστες επίσημους τίτλους στην αυλή και αφήνοντας την Εσωτερική Χαλδία στην τύχη της, κάτι που φαίνεται ότι έκαναν οι Μεγάλοι Κομνηνοί.

Οι Χάλδιοι ηγεμόνες είχαν άλλες δύο διακρίσεις, που τους πρόσφεραν ανεξαρτησία και κάποιου είδους έσοδα διαβίωσης. Ήσαν ταυτόχρονα συνοριοφύλακες και εισπράκτορες διοδίων. Ο Ιμπν αλ-Φακίχ περιέγραφε το θέμα της "Galdiya" (Χαλδίας) ως εξής: «Η έδρα του "imtratighus" [στρατηγού] είναι η "Ikrita" και ο στρατός του αποτελείται από 10.000 άνδρες και μαζί του είναι δύο "turmukh" [τούρμαρχοι]. Και σε αυτήν υπάρχουν περιοχές και φρούρια».24 Το 791-92 ο Ταμπάρι αναφέρει καλοκαιρινή επιδρομή στην "Ikritiyah", όταν οι Άραβες «συνάντησαν τόσο κρύο, που έπεσαν τα χέρια και τα πόδια τους».25 Τι ήταν αυτή η "Ikrita"; Σίγουρα όχι η έδρα του κυβερνήτη του θέματος, γιατί εκείνη ήταν στην Τραπεζούντα. Ένας Αρμένιος επίσκοπος Ακριτών συμμετείχε στη Σύνοδο της Νίκαιας, αλλά η λέξη μπορεί να υποκρύπτει αρμενικό τίτλο. Πιο εύλογο είναι ότι τα «Εκριτικά», τα οποία τοποθετούσε ο Πτολεμαίος στην ενδοχώρα της Λαζικής Κολχίδας, είχαν εκτραπεί νοτιοδυτικά στο μυαλό των Αράβων μας.26 Όμως μας ελκύει περισσότερο η πρόταση του Χόνιγκμαν και του Περτούζι, ότι ο όρος αντιπροσωπεύει το «ἀκρίται», σύνορα και άρχοντες συνόρων, γιατί η Χαλδία δεν είναι τίποτε περισσότερο από ακριτική.27 Ίσως επειδή απολάμβανε της άτυπης αυτονομίας παραμεθόριας περιοχής, η ακριβής χρονολογία τακτοποίησης της Χαλδίας ως επίσημου θέματος είναι ασαφής, αν και σίγουρα είναι νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως λέγεται. Η Χαλδία ονομαζόταν "ducatus" το 824, και ο «στρατηγός» της εμφανίζεται στον Βίο του Αγίου Γεωργίου της Άμαστρης (πεθ. Περί το 802-7 ή περί το 825) από τον Ιγνάτιο τον Διάκονο (πεθ. μετά το 843).28

Ίσως πιο σημαντικός είναι ο λόγος για την εμφάνιση του Αγίου Γεωργίου της Άμαστρης στην Τραπεζούντα, καθώς ένα άλλο χαρακτηριστικό των Χαλδίων βαρώνων των συνόρων είναι ότι έπαιρναν αυτό που μπορεί ευφημιστικά να χαρακτηριστεί ως διόδια, γιατί φρουρούσαν τον μεγάλο κύριο δρόμο προς τα ανατολικά, προς Θεοδοσιούπολη, από το ελεγχόμενο λιμάνι εισόδου της Τραπεζούντας, καθώς και τους δρόμους νότια προς Δερξηνή (τώρα Τερτζάν) και βυζαντινή «Μεσοποταμία». Βρίσκουμε λοιπόν τον Άγιο Γεώργιο της Άμαστρης να παρεμβαίνει ενώπιον του δικαστηρίου του στρατηγού της Τραπεζούντας, για να σώσει κάποιους εμπόρους που κατηγορούνταν ψευδώς από τους τελωνειακούς αξιωματούχους για απάτη.29 Στα τέλη του 9ου αιώνα ο μισός μισθός του στρατηγού της Χαλδίας (και όλος του στρατηγού του νότιου θέματος της Μεσοποταμίας) προερχόταν από το κομμέρκιόν του. Ο αριθμός των γνωστών σφραγίδων των κομμερκιάριων της Χαλδίας (που καταγράφονται στο τέλος αυτής της ενότητας) και η διάκριση ορισμένων από τους κατόχους του αξιώματος μαρτυρούν το γεγονός, ότι αν και η ίδια η Χαλδία δεν παρήγαγε πολλά, τα έσοδα από το διαμετακομιστικό εμπόριο μέσω αυτής άξιζε να ρυθμιστούν.30

Μέχρι τώρα, οι σχολιαστές (συμπεριλαμβανομένου του Μπράιερ) χαρακτήριζαν τους Χαλδίους άρχοντες του ύστερου Μεσαίωνα ως «Ελληνο-Λαζούς», μέσω των διασυνδέσεών τους με τους Τζάννους του παρελθόντος και της σχέσης των Τζάννων με τους ίδιους τους Λαζούς. Όμως ο Μπράιερ θα ήθελε να αναθεωρήσει αυτήν την άποψη: δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο οι Χάλδιοι έπρεπε να ήταν είτε Έλληνες είτε Λαζοί. Ήσαν απλώς Χάλδιοι. Μάλιστα η Εσωτερική Χαλδία βρίσκεται αρκετά νότια και δυτικά της εγκατάστασης των Λαζών, νότια και ανατολικά της εγκατάστασης των Ελλήνων, και βόρεια, ανατολικά και (τελικά) δυτικά της εγκατάστασης των Αρμενίων. Από τους Τραπεζούντιους συγγραφείς του 14ου αιώνα διακρίνονται συνήθως οι Λαζοί, οι «Ρωμαίοι» της ακτής και οι Χαλδαῖοι ή Χάλδιοι.31 Σε μια αίσθηση χαλδικής ταυτότητας μπορεί να οφείλεται η πεισματική αντίσταση της Εσωτερικής Χαλδίας μετά την πτώση της Τραπεζούντας. Ως γλώσσα, η χαλδική φαίνεται ότι έχει χαθεί εδώ και πολύ καιρό, αλλά αναρωτιέται κανείς μήπως η ανάμνησή της δεν έμεινε σε μερικά από τα πιο περίεργα και προφανώς όχι λαζικά ονόματα που έφεραν άρχοντες των παρασκηνίων στην αυλή των Τραπεζούντιων, όπως εκείνος ο μέγας δούξ Λέκες Τζατζιντζαίος (πεθ. 1340).32

Ως απεικόνιση του ρόλου των Χαλδίων αρχόντων και των κάστρων τους, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο από το να ξανασυναντηθούμε με τον Κλαβίχο στο ταξίδι του προς τα νότια. Αφού έφυγε από το κάστρο Ζύγαινα την Τετάρτη 30 Απριλίου 1404, ο Ισπανός απεσταλμένος έφτασε σε κάστρο που στεκόταν στέφοντας ύψωμα που βρισκόταν απέναντι και έφραζε τον δρόμο, το όνομα του οποίου ήταν Cadaca [Άρδασα]. Στους πρόποδες του κάστρου υπήρχε ποτάμι, ενώ από την άλλη πλευρά βρισκόταν σειρά από γυμνά βουνά, που κανείς δεν θα τολμούσε να επιχειρήσει να περάσει. Έτσι ο δρόμος δεν ήταν παρά στενό πέρασμα μεταξύ τού ποταμού και τής βάσης τού βράχου τού κάστρου, και το πέρασμα ήταν πολύ στενό, με αποτέλεσμα να μπορεί να περάσει μόνο ένας άνθρωπος ή ένα άλογο κάθε φορά. Έτσι λίγοι άνδρες στο κάστρο θα μπορούσαν να υπερασπιστούν αυτό το πέρασμα εναντίον ολόκληρου στρατού, ενώ σε όλη αυτή την περιοχή δεν υπάρχει άλλο πέρασμα.33 Η περιγραφή του Κλαβίχο για το στενό πέρασμα και το κάστρο της Άρδασσας (τώρα Τορούλ) χρησιμεύει και σήμερα (φωτ. 233α, β). Είναι τοπικά γνωστό ως «Καστέλ» και οι σύγχρονοι Έλληνες σχολιαστές το ταυτίζουν με τη Μεσοχαλδία του Πανάρετου, όπου το 1362 ο Αλέξιος Γ’ και η αυτοκρατορική οικογένεια γλίτωσαν από την πανούκλα στην Τραπεζούντα.34 Προτιμούμε να τοποθετούμε τη Μεσοχαλδία στο Κόβανς (φωτ. 253α-255β), στη μέση της Χαλδίας, παρά στην Άρδασσα, που είναι η πύλη για την Εσωτερική Χαλδία. Ο Χρύσανθος ταυτίζει επίσης την Άρδασσα με την Ἀραδάση, υπαγόμενη στη Νεοκαισάρεια επισκοπή μετά τον 11ο αιώνα,35 αλλά, μαζί με τον Ζανέν, τείνουμε να απορρίψουμε αυτή τη θέση, γιατί η ίδια η εκκλησιαστική επαρχία της Τραπεζούντας εκτεινόταν τότε νότια μέσω της Χαλδίας και του Λερί, οπότε η Αραδάση θα έπρεπε να αναζητηθεί πιο δυτικά.36 Για να επιστρέψουμε στον Κλαβίχο:

Τώρα λοιπόν έβγαινε από το κάστρο τής Άρδασας μια ομάδα ανδρών, που απαιτούσε διόδια από εμάς και ήθελε να επιβάλει τελωνειακούς δασμούς στις αποσκευές μας [τους οποίους έπρεπε να πληρώσουμε]. Μάλιστα ο τόπος ανήκε στον άρχοντα Cabasica [Arbosita, Quirileo, Quilileo Cauasica, δηλαδή, ο κυρ Λέων Καβαζίτης, δούκας της Χαλδίας, του οποίου τα εδάφη εκτείνονταν βόρεια μέχρι το κάστρο Ζύγαινα], τον οποίο προαναφέραμε. Εκεί είχε εγκαταστήσει την ομάδα του από κλέφτες και κακούς ανθρώπους, γιατί αυτός ο άρχοντας είναι κακής ποιότητας άνθρωπος. Μάλιστα αυτός ο δρόμος από τον οποίο είχαμε έρθει δεν ήταν εκείνος που έπαιρναν συνήθως οι ταξιδιώτες, εκτός αν η ομάδα τους ήταν τόσο πολυάριθμη, ώστε να δικαιολογεί την ασφαλή διέλευση, ή από την άλλη πλευρά ήσαν διατεθειμένοι να πληρώσουν σημαντικό ποσό ως δώρο στον άρχοντα Καβαζίτη και τούς άνδρες του. Τρεις περίπου λεύγες πέρα από το κάστρο τής Άρδασας περάσαμε από πύργο χτισμένο στην κορυφή ψηλού βράχου, όπου το πέρασμα ήταν πάλι πολύ στενό, ενώ την ώρα τού εσπερινού φτάσαμε σε άλλο κάστρο που ονομαζόταν Ντορίλε [Δορύλη], το οποίο ήταν καλοχτισμένο και γερό, φαινόταν ότι είχε πρόσφατα ολοκληρωθεί και βρισκόταν σε ψηλό λόφο, κάτω από τον οποίο περνούσε ο δρόμος.37

Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο Ουίνφιλντ πρότεινε ότι ο πύργος είναι εκείνος στον Διπόταμο (ή Ικισού) (φωτ. 238) και ότι το κάστρο της Dorileh μπορεί να ταυτιστεί με εκείνο στην Κολάσανα (φωτ. 241), με το οποίο οι περιγραφές του Κλαβίχο ταιριάζουν καλά.38 Το Dorileh είναι προφανώς Τορούλ, που είναι περιοχή, όχι τόπος, όνομα για αυτό το μέρος της Χαλδίας. Παρόμοιο όνομα περιοχής που σημειώθηκε από τον Κλαβίχο ήταν η Παλαιοματζούκα (Μπας Μάτσκα), η οποία βρήκε αυτόν τον αιώνα ένα σπίτι ως τοπωνύμιο στο Δικαίσιμον (Μάτσκα), αλλά τοποθετήθηκε από τον Κλαβίχο στο κάστρο στο Χαμσικιόι. Σε αυτόν τον αιώνα, επίσης, το όνομα Τορούλ έχει ταυτιστεί με την Άρδασα, αλλά την εποχή του Κλαβίχο ήταν προφανώς συνδεδεμένο με το κύριο κάστρο, την έδρα του δούκα της Χαλδίας στο Κολάσανα Καλέ. Αν έχουμε επίσης δίκιο ταυτίζοντας τη Γόλαχα του Πανάρετου με την Κολάσανα, υπάρχουν περαιτέρω ενδείξεις για τη σημασία της, γιατί ο χρονικογράφος αναφέρει τα σκαμπανεβάσματά της πιο συχνά από εκείνα όλων των άλλων οχυρών της Χαλδίας μαζί. Η Γόλαχα σήκωνε το κύριο βάρος των εισβολών από τον νότο. Το 1361 ήταν ο στόχος της εκστρατείας στη Χαλδία του εμίρη της Μπαϊμπούρτ, όταν ο τόπος πολιορκήθηκε ανεπιτυχώς για δεκαέξι ημέρες με πολιορκητικές μηχανές και «βίαια ρηξίπυλα».39 Οι Τούρκοι επέστρεψαν εκεί στα μέσα του χειμώνα, στα Θεοφάνεια του 1369, όταν η Γόλαχα «καταλήφθηκε με δόλο και εξαιτίας αυτού τού λόγου καταστράφηκε η Χαλδία. Μερικοί από τούς κατοίκους χάθηκαν στη μάχη και άλλοι στην εκεί ύπουλη σπηλιά».40 Υπάρχει πράγματι μια ανοιχτή σπηλιά στον δρόμο προς Χερίανα, ακριβώς νότια της Κολάσανας (φωτ. 240). Στη συνέχεια, τον Απρίλιο του 1374 οι ίδιοι οι Χάλδιοι ανακατέλαβαν τη Γόλαχα και την επανέφεραν στην αυτοκρατορική κυριαρχία. Οι Τούρκοι ανακατέλαβαν το κάστρο σχεδόν αμέσως, αλλά το κατέλαβαν Χάλδιοι, Τραπεζούντιοι ή και οι δύο, προφανώς κάποια στιγμή μεταξύ 1374 και 1404.41 Ως δουκική πρωτεύουσα της Χαλδίας και της Τορούλ, η Γόλαχα θα ήταν ίσως και πρωτεύουσα της ηγεμονίας της Τορούλ. που επέζησε από το 1461 μέχρι το 1479. Σε αυτό το κάστρο ο Κλαβίχο

ενημερωθήκαμε ότι ο άρχοντας αυτής τής περιοχής [δηλαδή ο Καβαζίτης] βρισκόταν αυτή τη στιγμή εκεί. Στείλαμε λοιπόν στο κάστρο τον δραγουμάνο μας, για να τον ενημερώσει ποιοι είμαστε, αν και στην πραγματικότητα ο άρχοντας αυτός γνώριζε ήδη για εμάς όσα ήσαν απαραίτητα, αφού τα νέα για εμάς και την πρεσβεία μας είχαν ήδη σταλεί σε αυτόν από τα άλλα κάστρα εκείνης τής περιοχής, από τα οποία είχαμε ήδη περάσει. Μόλις λοιπόν στείλαμε μέσα τον αγγελιοφόρο μας, βγήκε ένας έφιππος άνδρας από το κάστρο, με μήνυμα από τον άρχοντα, που μάς πρόσταζε να σταματήσουμε αμέσως.

Αφιππεύοντας λοιπόν, προχωρήσαμε ν΄ ακουμπήσουμε τις αποσκευές μας σε μια εκκλησία, που στεκόταν εδώ στην άκρη τού δρόμου. Μάς ενημέρωνε τώρα ο ιππέας, ότι ήταν απαραίτητο όλοι όσοι περνούσαν από εκείνο τον δρόμο να πληρώσουν δασμούς στον κύριό του, για τον οποίο επίσης ένα κατάλληλο δώρο, από τα αγαθά μας, θεωρούνταν απαραίτητο, ζητώντας να συμμορφωθούμε αμέσως.42

Ο αγγελιοφόρος εξήγησε ότι ο κύριός του ήταν υποχρεωμένος να παίρνει διόδια για να πληρώνει για τις φρουρές της περιοχής κατά των Τούρκων. Ο Λέων Καβαζίτης είναι το τρίτο γνωστό μέλος της οικογένειάς του που ήταν δούκας της Χαλδίας από το 1355. Ένας τέταρτος πολέμησε το 1461.43 Ο Κλαβίχο και η παρέα του ζήτησαν να επισκεφτούν τον δούκα στο κάστρο του, αλλά εμποδίστηκαν. Αντι γι’ αυτό,

την επόμενη μέρα, που ήταν Πέμπτη 1 Μαΐου, βγήκε το πρωί ο άρχοντας Καβαζίτης από το φρούριό του και εμφανίστηκε στον τόπο κατασκήνωσής μας, συνοδευόμενος από τριάντα από τούς ιππείς του, οπλισμένους με τόξα και βέλη. Ίππευε έξοχο άλογο και κρατούσε επίσης στο χέρι του βέλη με το τόξο του. … Στη συνέχεια μας εξήγησε ότι ζούσε σε εκείνη την άγονη γη, όπου μάλιστα τον βρίσκαμε τώρα σε ειρήνη, αλλά ότι έπρεπε να υπερασπίζεται συνεχώς τον εαυτό του ενάντια στους Τούρκους, που ήσαν οι γείτονές του από όλες τις πλευρές, εναντίον των οποίων βρισκόταν πάντοτε σε πόλεμο. Είπε επίσης ότι αυτός και οι άνδρες του δεν είχαν τίποτε για να ζήσουν, εκτός από ό,τι μπορούσαν να τούς δώσουν εκείνοι που περνούσαν από την περιοχή τους ή από εκείνο που μπορούσαν να πάρουν λεηλατώντας τα εδάφη των γειτόνων τους. Γι’ αυτό ο Καβαζίτης μάς ζητούσε τώρα να τού δώσουμε κάποια βοήθεια ως δώρο με τη μορφή χρημάτων ή αγαθών.44

Αυτή η συνάντηση αξίζει να αναφερθεί εκτενώς, γιατί προσφέρει την πιο ζωντανή περιγραφή της πραγματικότητας της ακριτικής ζωής της Χαλδίας: τη χρήση πολύ μικρών ομάδων ιππικού με βάση τα απόκρημνα φρούρια της περιοχής και την εξαθλίωσή της ως πεδίο μάχης μεταξύ Τουρκμένων και Τραπεζουντίων. Ύστερα από πολύ παζάρι, η παρέα του Κλαβίχο ικανοποίησε τον Καβαζίτη με το «δώρο» ενός ασημένιου κύπελλου και υφασμάτων διαφόρων ειδών. Ο Καβαζίτης τους πρόσφερε συνοδεία, για την οποία έπρεπε να πληρώσουν. Δεν βρίσκονταν ακόμη έξω από τον έλεγχό του, γιατί έπρεπε να πληρώσουν τέλη για τρίτη φορά πριν ξεφύγουν από τη δοκιμασία των Χαλδίων.

«Ξεκινήσαμε τελικά το πρωί της Παρασκευής [2 Μαΐου 1404] που ακολούθησε. Μάς συνόδευαν δέκα έφιπποι άνδρες ως φρουρά μας. Την ώρα τής πρωινής λειτουργίας φτάσαμε σε κάστρο στην κορυφή ψηλού βράχου, που ανήκε επίσης στον Καβαζίτη. Η φρουρά τού κάστρου, εξορμώντας από αυτό, απαιτούσε τώρα κι άλλους τελωνειακούς δασμούς για τις αποσκευές που μεταφέραμε μαζί μας. Ύστερα από πολλές αντιρρήσεις υποχρεωθήκαμε να πληρώσουμε».45

Αυτό το τελευταίο κάστρο πρέπει να είναι εκείνο στη Μπαγιάνα (φωτ. 243α-γ). Στη συνέχεια η ομάδα διέσχισε μια ουδέτερη ζώνη Τσέπνι Τουρκμένων, πριν φτάσει στην Αλάνσα και σε έδαφος Μογγόλων στην Αλάνσα, όπου η συνοδεία του Καβαζίτη γύρισε πίσω. Σε αυτό το πέρασμα εκείνου που φαίνεται ότι ήταν καθορισμένο σύνορο, η παρέα έκανε παράκαμψη για να αποφύγει νεόκτιστο κάστρο των Τουρκμένων, το οποίο δεν μπορούμε να εντοπίσουμε.

Τα πράγματα φαίνεται ότι ήσαν ακόμη λιγότερο ασφαλή στη Χαλδία του 14ου αιώνα. Ο Πανάρετος δείχνει ότι η κεντρική κυβέρνηση χρειάστηκε να ανακτήσει την εξουσία στη Χαλδία μετά τους εμφύλιους πολέμους του 1330 και του 1340, όταν ο Αλέξιος Γ’ και οι ντόπιοι Χάλδιοι δούκες μπόρεσαν να στραφούν στην ανακατάληψη των οχυρών που χάθηκαν τότε στους Τούρκους. Μάλιστα η έκταση της Τραπεζούντιας Χαλδίας ίσως ήταν μεγαλύτερη όταν ο Κλαβίχο πέρασε από αυτήν το 1404, απ’ ό,τι είχε υπάρξει για έναν αιώνα.

Τον Ιανουάριο του 1352, ο Ιωάννης Α' Τζανιχίτης είχε καταλάβει το προγονικό του κάστρο της Τζάνιχας (φωτ. 244α) «με άνομο τρόπο», αλλά ο νεαρός Αλέξιος Γ’ μπόρεσε να βαδίσει εκεί έξω μόλις τα χιόνια είχαν καθαρίσει τον Απρίλιο και έβαλε τέλος στην εξέγερση.46 Τον Αύγουστο του 1355 ο Ιωάννης Α' Καβαζίτης (η οικογένεια του οποίου μπορεί να αντικατέστησε τους Τζανιχίτες ως ημικληρονομικούς δούκες της Χαλδίας), επιτέθηκε στους Τούρκους των Χεριάνων και απελευθέρωσε καθ' οδόν τη Σορώγαινα (φωτ. 242α).47 Ίσως η εκστρατεία του Καβαζίτη να ήταν λίγο υπερβολικά επιτυχημένη, γιατί το 1360 ο Αλέξιος Γ’ επέστρεψε στη Χαλδία, προσπαθώντας να οχυρώσει το «Τοῦ κούκου» (Κογ Καλέ, φωτ. 249α-251γ) και ο Καβαζίτης έχασε το αξίωμά του.48

Αν ο Κλαβίχο είχε ακολουθήσει τον δρόμο του Κάνι μέσω της Χαλδίας, αντί να στρίψει νότια στον Διπόταμο, θα είχε περάσει κάτω από ένα άλλο εκπληκτικό κάστρο: την κλασική Τζάνιχα της Θίας και του Προκοπίου και του Πανάρετου, που τώρα δεσπόζει πάνω από τα εξαντλημένα ορυχεία της Εσκί Γκουμούσχανε.49 Ο Στράβων αναφέρει τα ορυχεία αργύρου της Χαλδίας (αν και είναι πιθανό ότι τα μπέρδευε με τις εργασίες στη Χαλυβία), αλλά τα «στοιχεία» για τη μεσαιωνική εξόρυξη στην περιοχή στηρίζονται σε δύο αναφορές: Του Μάρκο Πόλο, που σημείωνε το 1294 «ένα πολύ καλό ορυχείο αργύρου» κοντά στο κάστρο της Μπαϊμπούρτ και το "Argiron" (που έχει ληφθεί ως Αργυρούπολη). Και του Ιμπν Μπατούτα, που επισκέφτηκε το 1332 την τουρκική πόλη εξόρυξης αργύρου «Κουμίς» (η οποία έχει ληφθεί ως Γκουμούσχανε).50 Αλλά στο πρώτο κεφάλαιο δείξαμε ότι "Argiron" είναι το Ερζιντζάν (γιατί Αργυρούπολη δεν είναι παρά εξελληνισμός του 19ου αιώνα για τη Γκουμούσχανε, όπου και αυτό το όνομα δεν συναντιέται πριν από τον 17ο αιώνα), ενώ το «Κουμίς» είναι στην πραγματικότητα το Γκουμουσακάρ, πόλη ορυχείων περίπου 70 χλμ. δυτικά του Ερζιντζάν.51 Αυτό καθαρίζει την εικόνα, κυρίως από το πρόβλημα της εξήγησης του γεγονότος ότι η Εσωτερική Χαλδία παρέμενε αποδεδειγμένα τραπεζούντια για περισσότερο από έναν αιώνα, αφότου ο Ιμπν Μπατούτα υποτίθεται ότι επισκέφτηκε μια τουρκική πόλη εκεί. Το αν τα ορυχεία που σημειώνει ο Μάρκο Πόλο ήσαν τότε ενεργά και στα χέρια των Μεγάλων Κομνηνών δεν μπορεί να αποδειχθεί, αλλά φαίνεται απίθανο. Αν οι Μεγάλοι Κομνηνοί εξόρυσσαν πράγματι το ασήμι που έμπαινε στα νομίσματά τους, τα άσπρα, είχαν βολική πηγή αργύρου στα Αργύρια της Ποντιακής ακτής,52 ενώ η εξόρυξη στον δρόμο της Μπαϊμπούρτ, στα άκρα της Χαλδίας, θα ήταν περισσότερο από συνήθως επικίνδυνη στις ακατάστατες συνθήκες του 14ου αιώνα. Σε κάθε περίπτωση, εξόρυξη γύρω από τη Τζάνιχα δεν καταγράφεται με ασφάλεια, μέχρι που οι Οθωμανοί δημιούργησαν ένα νομισματοκοπείο του 16ου αιώνα στη Τζάντζα, το οποίο σταμάτησε να παράγει μετά το 1574. Η εξόρυξη αναβίωσε στην Εσκί Γκουμούσχανε, νότια της Τζάνιχας, τον 17ο αιώνα και γνώρισε μια ακμή του 18ου αιώνα, πριν κλείσουν οριστικά τα ορυχεία τη δεκαετία του 1840, όταν η ίδια η Γκουμούσχανε άρχισε να κινείται προς τη σημερινή τοποθεσία της πόλης, στον κεντρικό δρόμο νοτιοανατολικά της Τζάνιχας.53

Ο Νταρουζές σημείωνε ότι «Η ελπίδα να βρεθούν αρχαία μνημεία σε αυτή την περιοχή φαίνεται απατηλή».54 Ευτυχώς, δεν είναι έτσι, γιατί η Χαλδία έχει μερικά από τα παλαιότερα και πιο ενδιαφέροντα μνημεία στον Πόντο. Υπάρχουν υπολείμματα από εκείνο που φαίνεται ότι ήταν κλασικός σταθμός ανάπαυσης στο Ζιντανλάρ Αράζι (ίσως ο Βουργουσνόης) και ίσως ακόμη και στο Κόβανς Κογιού (φωτ. 256α, β), ενώ οι Notitiae episcopatuum μας οδήγησαν σε αυτό που είναι ίσως η παλαιότερη σωζόμενη εκκλησία στον Πόντο, στην αρχαία υπαγόμενη επισκοπή Λερίου (φωτ. 257α-261).55 Στον Διπόταμο (φωτ. 235α-237β) και την ίδια τη Τζάνιχα (φωτ. 245-248γ) βρίσκονται αγιογραφημένοι ναοί που πιθανώς μπορούν να αποδοθούν στην εποχή των Τζανιχιτών και Καβαζιτών, ενώ μερικά από τα φοβερά κάστρα της Χαλδίας είναι γνωστό ότι χτίστηκαν κατά την Τραπεζούντια περίοδο. Μάλιστα, έχουμε δύο από τα πολύ λίγα χρονολογημένα φρούρια στον Πόντο: το Κογ Καλέ που ιδρύθηκε από τον Αλέξιο Γ’ το 1360 και τη δομή του "Dorileh" του Κλαβίχο στη Γόλαχα που «φαινόταν να έχει πρόσφατα ολοκληρωθεί» το 1404, αν και γνωρίζουμε ότι υπήρχε κάστρο εκεί το 1361. Τον 19ο αιώνα, η Χαλδία διέθετε σειρά από ακμάζοντα μοναστήρια –μεταξύ αυτών τη Γουμερά, την Ίμερα (φωτ. 230), τη Χουτουρά και τη Χάρσερα– μερικά από τα οποία διεκδικούσαν μεσαιωνική ίδρυση. Αν και δεν μπορεί να αποδειχθεί, τέτοιοι ισχυρισμοί είναι απίθανοι. Η μόνη μας απόδειξη για Τραπεζούντια έδρα της Χαλδίας υπάρχει σε κολοφώνα που αναφέρει ότι ο Καλλίστρατος, επίσκοπος Χαλδίας, μόνασε τον Αντώνιο ως μητροπολίτη Τραπεζούντας το 1395.56 Η επισκοπή επανιδρύθηκε το 1624 και επέλεξε την Εσκί Γκουμούσχανε ως έδρα της το 1717, όταν έγινε αρχιεπισκοπή και χτίστηκε καθεδρικός ναός.57 Σε αυτή την περίοδο αναβίωσης, που υποκινήθηκε από την άνθηση της εξόρυξης αργύρου, μαζί με τη φυγή των Ελλήνων στα τέλη του 17ου αιώνα από την ακτή στα βουνά, όφειλαν τα μοναστήρια της Χαλδίας την ευημερία και, πιθανώς, την ίδρυσή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γουμερά, ένα μοναστήρι που μπορεί να μετανάστευσε από την Τσίτα στην ακτή των Σούρμαινων στο Τσίτε της Τορούλ.58 Από τη δεκαετία του 1680 στις μικρές εκτάσεις κατά μήκος της κοιλάδας Τσίτε, νοτιοδυτικά της Άρδασσας, και στις περιοχές Κρώμνη, Ίμερα, Σταυρί και Σάντα εγκαταστάθηκαν, προφανώς για πρώτη φορά, Έλληνες χριστιανοί και κρυπτοχριστιανοί, που ήσαν μεταλλωρύχοι, μεταλλουργοί, καρβουνιάρηδες και βοσκοί. Τα μόνα πιθανά στοιχεία προγενέστερης άμυνας (και όχι εγκατάστασης) σε αυτές τις περιοχές βρίσκονται στα οχυρά στην Κρώμνη (φωτ. 232α-γ) και στο Γιαγλίντερε (φωτ. 231α, β), αλλά δεν μπορούμε να τα χρονολογήσουμε και πρέπει να θυμόμαστε ότι και οι ντερεμπέηδες του 18ου αιώνα είχαν τα κάστρα τους. Αυτές οι κοινότητες, τα συντρίμμια των εγκαταλειμμένων χωριών και πόλεων των οποίων εξακολουθούν να υπάρχουν διάσπαρτα στις νότιες πλαγιές των Ποντικών Άλπεων, συντήρησαν την τελευταία και πιο αξιοσημείωτη άνθηση του πολιτισμού των Χαλδίων τον 19ο αιώνα, όταν στους ανάμεσά τους κρυπτοχριστιανούς δόθηκε ελευθερία λατρείας το 1857. Δεν είχαν όμως μεσαιωνική προέλευση και βρίσκονται πέρα από το αντικείμενο αυτής της Μελέτης.

ΜΝΗΜΕΙΑ: ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ, ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΣΤΡΑ

1. Μονή Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, Ίμερα (τώρα Ολουτζάκ) (φωτ. 230)

Θέση. Πάνω από την Ίμερα, 17 χλμ. βορειοανατολικά της Γκουμούσχανε.

Ιστορία. Ιδρύθηκε ως γυναικείο μοναστήρι περί το 1710. Ο οίκος αναφέρεται το 1738 και του παραχωρήθηκαν προνόμια το 1827. Ο Μηνάς Μηνωίδης απέσπασε ένα ελλιπές χειρόγραφο της Παλαιάς Διαθήκης ξεγελώντας τις μοναχές, κατά την περιοδεία του αναζήτησης χειρογράφων το 1845. Η σημερινή εκκλησία χτίστηκε από την ηγουμένη Ρωξάνη το 1859. Την εποχή που ο Ντόκινς επισκέφτηκε τον οίκο το 1914, οι μοναχοί φαίνεται ότι είχαν αντικαταστήσει τις μοναχές.

Δεν έχουν υπάρξει ισχυρισμοί για μεσαιωνικές καταβολές του μοναστηριού, αλλά το περιλαμβάνουμε λόγω της εξαιρετικής φωτογραφικής καταγραφής του 1893 (φωτ. 230), ως παράδειγμα της αξιοσημείωτης επιχείρησης της τελικής αναβίωσης της Χαλδίας, μετά την εμφάνιση των κρυπτοχριστιανών της περιοχής το 1857.59

2. Γιαγλί Ντερέ Καλέ, Νατζαρλί (Μόχωρα ;) (φωτ. 231 α, β)

Θέση. Στο μικρό χωριό Νατζαρλί (Νατζαράντων), στη συμβολή του Γιαγλί Ντερέ και μικρού ρέματος που έρχεται από τα βόρεια, μεταξύ Αβλίγια και Βαρελί-μαχαλέσι, περίπου 15 χλμ. βορειοανατολικά της Γκουμούσχανε. Ένα οχυρό αναφέρθηκε στο Σουμάτρι, στα βουνά νότια του Νατζαρλί, αλλά δεν έγινε επίσκεψη. Το κάστρο Γιαγλί Ντερέ βρίσκεται περίπου 1 χλμ. βόρεια της συμβολής, σε προεξοχή περίπου 200 μέτρα πάνω από το ρέμα. Η τοποθεσία είναι κοντά ή ταυτίζεται με τη Μόχωρα, μέρος που αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1716 και θα μπορούσε να είναι το «βυζαντινό» κάστρο που σημείωσε ο Κανδηλάπτης στη Γλουβένα. Πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό να ταυτίσουμε αυτή τη Μόχωρα με τη Μόχωρα όπου μια μη διαφοροποιημένη στρατιωτική μονάδα (κοόρτις) της Αρμενίας στάθμευε στη Notitia dignitatum (βλ. σελ. 325). Αυτή η ομάδα παράκτιων σταθμών θα τοποθετούσε τη Μόχωρα κάπου στην ιβηρική ακτή, όπου ο Προκόπιος την περιγράφει ως πόλη της μεγαλύτερης σημασίας, κάτι που δεν ήταν η τοποθεσία μας.60

Περιγραφή. Υπάρχουν υπολείμματα δύο πύργων σε κορυφές σε απόσταση περίπου 100 μέτρων μεταξύ τους. Ο κάτω πύργος (φωτ. 231β) έχει ουσιαστικά χαθεί, αλλά τα θεμέλιά του ακολουθούν το περίγραμμα της μικρής κορυφής, αντί να της επιβάλλουν κανονική μορφή. Τα τείχη και στις δύο κορυφές έχουν πάχος περίπου 1 μ. και είναι χτισμένα από ακανόνιστες πέτρες, τοποθετημένες σε τυχαίες στρώσεις. Υπάρχει μεγάλη αναλογία βότσαλου προς ασβέστη στο κονίαμα, το οποίο ήταν ριγμένο απρόσεχτα, αφήνοντας πολλά κενά στον πυρήνα. Ο βόρειος τοίχος του πάνω πύργου φτάνει σε ύψος περίπου 5 μ. και τον τρυπά ακανόνιστη πολεμίστρα. Φαίνεται πιθανό ότι ο πάνω πύργος αποτελούσε τη σκοπιά και ο κάτω πύργος φυλάκιο του τειχοπετάσματος. Δεν υπάρχει κανένα σημάδι, όπως κοπή και ισοπέδωση των επιφανειών των βράχων, που να υποδηλώνει ότι πρόκειται για αρχαία τοποθεσία, ενώ ένα πράσινο εφυαλωμένο θραύσμα αγγείου που βρέθηκε εκεί δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη για τη χρονολόγηση του κάστρου.

3. Κάστρο Κρώμνης (Κούρουμ Καλέ) (φωτ. 232α, β, γ)

Θέση. Η κωμόπολη Κρώμνη (Κούρουμ) του 19ου αιώνα βρισκόταν περίπου 18 χλμ. βορειοανατολικά της Γκουμούσχανε. Πάνω από τα ερείπια της Κρώμνης υψώνονται οι ογκώδεις πλαγιές του Κολάτ Νταγλαρί, που σχηματίζουν τις κορυφογραμμές του υδροκρίτη κατά μήκος του οποίου ο καλοκαιρινός δρόμος από την Τραπεζούντα περνούσε μέσα από τις Ποντικές Πύλες. Οι πλαγιές της κοιλάδας στα βορειοδυτικά της Κρώμνης είναι απότομες και η διάβρωση έχει αφήσει αρκετούς γρανιτένιους κυλίνδρους βράχου να στέκονται ελεύθεροι από την επιφάνεια του γκρεμού. Σε έναν από αυτούς δεσπόζει μικρό οχυρό (φωτ. 232α), περίπου 300 μ. πάνω από την κοίτη του ποταμού, εκεί όπου ένα μονοπάτι εκτείνεται δυτικά προς το Σταυρί.61

Περιγραφή. Το τείχος ακολουθεί το σχήμα του βράχου και περικλείει ένα ωοειδές μήκους περίπου 30 μ. από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά και πλάτους 20 μ. Η τοιχοποιία είναι από ακατέργαστη πέτρα στρωμένη σε τυχαίες σειρές. Οι πέτρες της όψης είναι τοποθετημένες με την επίπεδη πλευρά προς τα έξω και η εξωτερική όψη είναι έντονα στρωμένη με ασβεστοκονίαμα για να δώσει επίπεδη επιφάνεια. Το κονίαμα είναι από ασβέστη και άμμο. Στη βορειοανατολική πλευρά τα τείχη στέκονται σε ύψος περίπου 8 μ. Μέσα σε αυτά έχουν ενσωματωθεί δύο κομμάτια από πλούσιο καφέ ασβεστόλιθο, με «λατινικούς» σταυρούς με ίσους βραχίονες σκαλισμένους στην όψη. Εκτός από αυτούς τους αινιγματικούς σταυρούς (φωτ. 232β, γ), δεν υπάρχουν στοιχεία για τη χρονολόγηση του οχυρού και κανένα ίχνος τοιχοποιίας γύρω ή κάτω από αυτό.

4. Άρδασσα (τώρα Τορούλ) (φωτ. 233α-δ)

Θέση. Στη σύγχρονη Τορούλ, όπου ο ποταμός Φιλαβωνίτης γίνεται Κάνις. Το κάστρο είναι χτισμένο στην πλαγιά βραχώδους γκρεμού, στα βόρεια του ποταμού.

Περιγραφή. Σώζεται μια πύλη εισόδου, αρκετά φαρδιά ώστε να δέχεται άλογο, αν και το μονοπάτι προς αυτήν έχει πέσει. Πάνω από αυτήν υπάρχει τειχοπέτασμα, με τρύπες για δοκάρια για τη στήριξη ξύλινης ράμπας που οδηγεί σε πύργο, που έχει πλάτος περίπου 10 μ. και υψώνεται 100 περίπου μ. πάνω από τη σύγχρονη πόλη. Ακριβώς κάτω από τον πύργο υπάρχει μεγάλη στέρνα λαξευμένη σε βράχο.

Η τοιχοποιία είναι από χοντροκομμένα κομμάτια, στρωμένα σε ακανόνιστες στρώσεις, με τις εξωτερικές επιφάνειες να εξομαλύνονται με παχύ στρώμα ασβεστοκονιάματος. Αυτή η χοντροκομμένη τοιχοποιία είναι συμβατή με χρονολογία του 13ου ή 14ου αιώνα, πριν ο Κλαβίχο δει το κάστρο το 1404.

5. Κορή-αννα (Κορίανα, τώρα Κιραζλίκ)

Ιστορία. Σύμφωνα με ισχυρή τοπική παράδοση, η κυρά Άννα, κόρη του Δαβίδ, του τελευταίου Μεγάλου Κομνηνού, έδωσε το όνομά της στο χωριό Κορή-αννα, κοντά στη Μούζαινα. Υποτίθεται ότι κατέφυγε εκεί από τις ανεπιθύμητες αγκαλιές του Ζαγάν Πασά. Το 1870, όταν το χωριό είχε γίνει τουρκικό, μια εκκλησία των Αρχαγγέλων εκεί λέγεται ότι περιείχε επιγραφή που ανέφερε το όνομα της Άννας. Όποια και αν είναι η αλήθεια της παράδοσης, ο Κανδηλάπτης σημειώνει κάστρο και πολλές ερειπωμένες εκκλησίες στην Κορή-αννα. Δεν έχουμε επισκεφτεί το μέρος, που είναι περίπου 10 χλμ. ανατολικά της Άρδασσας.62

6. Κιρκιλίσε (Κορκιλίσε) (φωτ. 234)

Θέση. Περίπου 8 χλμ. νοτιοδυτικά της Άρδασσας, στην ανατολική όχθη του ποταμού Τσίτη (Τσίτ), που είναι παραπόταμος του Κάνι (Χαρσίτ), υπάρχει σχηματισμός δολομιτών –σπάνιο χαρακτηριστικό στον Πόντο– που βλέπει στα χωριά του Μεγάλου και Μικρού Τσίτη (Τσίτ) απέναντι στην κοιλάδα, από τα ανατολικά. Αυτές οι κορυφές είναι περίπου μία ώρα ανάβαση από το ποτάμι. Φθαρμένα σκαλοπάτια κομμένα στον βράχο οδηγούν σε μικρό παρεκκλήσι πάνω σε μία από αυτές.

Περιγραφή. Το παρεκκλήσι είναι απλού ορθογώνιου τύπου με στρογγυλεμένη αψίδα, με μικρό παράθυρο στη νότια πλευρά. Η τοιχοποιία είναι από ακατέργαστες πέτρες τοποθετημένες σε κανονικές στρώσεις, με την πιο επίπεδη όψη κάθε πέτρας στην επιφάνεια. Η στέγη και το μεγαλύτερο μέρος του τοίχου της αψίδας έχουν φύγει.

Αν και δεν υπάρχει τίποτε στην τοιχοποιία που να χρονολογεί το κτίριο, μικρά θραύσματα δύο στρώσεων ζωγραφισμένου σοβά στους τοίχους υποδηλώνουν ότι μπορεί να είναι μεσαιωνικό, ίσως το παρεκκλήσι του Θεοφύλακτου του Αγίου Κηρύκου.63

7. Μονή Παναγίας Θεοτόκου Γουμερά (Τσιτ Μεριεμανά)

Θέση. Περίπου 9 χλμ. νοτιοδυτικά της Άρδασσας, στην ανατολική όχθη του ποταμού Τσίτη, βλέποντας τα χωριά του Μεγάλου και Μικρού Τσίτη απέναντι από την κοιλάδα, από νότια.

Ιστορία. Το μεγάλο αυτό μεταγενέστερο μοναστήρι το έχουμε περιγράψει αλλού. Μια μετέπειτα ιστορία της μονής, από τον Σωκράτη Κλαδά, αναβιώνει επαναλαμβανόμενους ισχυρισμούς ότι πρόκειται για μεσαιωνικό ίδρυμα και, πιο συγκεκριμένα, ότι προστάτης της ήταν ο Αλέξιος Γ’ Μέγας Κομνηνός. Δεν μπορούμε να βρούμε φιλολογικά στοιχεία για την ύπαρξη του μοναστηριού πριν από το 1775 και τα σημερινά κτίρια είναι προφανώς μεταγενέστερα, αν και έχει υποστηριχθεί γι’ αυτά χρονολόγηση του 9ου αιώνα. Συμφωνούμε με τον Νταρουζές ότι «η χρονολόγηση φαίνεται καθαρά φανταστική» (la datation semble purement imaginaire). Προτείνουμε ότι η Μονή Γουμερά ιδρύθηκε μετά την παραδοσιακή μετανάστευση δεκατριών οικογενειών από την Τσίτα, κοντά στα Σούρμαινα, και το εκεί μοναστήρι του Σωτήρος, το 1680. Η Τσίτη αναφέρεται για πρώτη φορά στα μητρώα του Παναγίου Τάφου (όπου δεν υπάρχει αναφορά για το μοναστήρι) τα έτη 1708, 1726 και 1733. Περαιτέρω προτείνουμε ότι επινοήθηκε ίδρυμα από τον Αλέξιο Γ’ για τη Γουμερά, κατά μίμηση παρόμοιας υποτιθέμενης δωρεάς του στη Μονή Χουτουρά, η οποία πιθανότατα πλαστογραφήθηκε μετά το 1764.64

8. Διπόταμος (Ικισού Κογιού), Διπλή Εκκλησία (φωτ. 235α-237β, σχήματα 101-104)

Θέση. Δέκα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Άρδασσας, όπου ο ποταμός Ικισού, ή Καραμουσταφά, ενώνεται με τον Κάνι (Χαρσίτ). Γνωστό σε Έλληνες στη σύγχρονη εποχή ως Διπόταμος, όπου το όνομα μπορεί να μην τίποτε περισσότερο από δάνειο του Ικισού. Δύο γειτονικά παρεκκλήσια στέκονται σε λόφο στα βορειοανατολικά της συμβολής, περίπου 30-40 μέτρα πάνω από την επιφάνεια του ποταμού. Στέκονται στο παλιό μονοπάτι που ανεβαίνει την κοιλάδα του Ικισού, 100 περίπου μέτρα βορειοδυτικά του νέου δρόμου, εκεί όπου στρίβει προς νότο. Ένα από τα παρεκκλήσια ίσως ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη.65

Παρεκκλήσι Α (φωτ. 236β, 237β, σχήματα 101, 102α, β). Ελαφρώς πεταλοειδής αψίδα εγγεγραμμένη σε ορθογώνια κάτοψη. Η τοιχοποιία είναι από λειασμένες από το νερό πέτρες τοποθετημένες σε ακανόνιστες στρώσεις με την επίπεδη όψη προς τα έξω. Τα κενά εξομαλύνονται με μικρότερες πέτρες. Το κονίαμα είναι από ασβέστη, με μεγάλη αναλογία άμμου και χαλικιών, ενώ οι πέτρες είναι αρκετά καλά στρωμένες, με μερικά κενά. Οι γωνιόλιθοι, οι παραστάδες, οι κολόνες πόρτας και το ανατολικό παράθυρο είναι φτιαγμένοι από λαξευτά κομμάτια από την ίδια κίτρινη πέτρα που φέρει απολιθώματα και χρησιμοποιήθηκε στο Πιπάτ. Ο ιδιοκτήτης των παρεκκλησιών ανέφερε ότι το λατομείο για αυτήν την πέτρα βρισκόταν στην Κολόσανα. Κατ' εξαίρεση, οι γωνιόλιθοι στις ανατολικές γωνίες είναι φτιαγμένοι από διαφορετική πέτρα.

Ο ημιθόλος είναι κατασκευασμένος από μικρά λαξευτά κομμάτια της κίτρινης πέτρας. Ελάχιστα κομμάτια τούβλου χρησιμοποιήθηκαν ως πληρωτικό, αλλά ένα πλήρες τούβλο σχηματίζει την έδραση της παραστάδας στο μέσο του βόρειου τοίχου (βλ. Παράρτημα). Τα γείσα προς τις παραστάδες είναι από απλά κομμάτια που προεξέχουν προς τα έξω. Υπάρχουν δύο μικρά παράθυρα στο ανατολικό και δυτικό άκρο. Το ανατολικό παράθυρο έχει οξυκόρυφο τόξο, κομμένο από ένα μόνο κομμάτι. Υπάρχει παρόμοιο παράθυρο στον επίπεδο ανατολικό τοίχο ενός παρεκκλησίου δίπλα στον δρόμο, κοντά στο Κίσα Κογιού στην κοιλάδα Τορτούμ.

Η θύρα, που βρίσκεται στον νότιο τοίχο, είχε εξωτερικά χωνευτό στρογγυλό-τοξωτό τύμπανο που γίνεται ελλειπτικό τόξο στο εσωτερικό (φωτ. 236α). Το μονολιθικό υπέρθυρο διακοσμείται με ενεπίγραφο σταυρό σε ελαφρώς ανάγλυφο στο κέντρο. Παρόμοιοι ελαφρώς ανάγλυφοι σταυροί υπάρχουν στο υπέρθυρο της εκκλησίας στο Λερί (Καμπακιόι, φωτ. 258α, β) και πάνω από την πόρτα του ναού στο Εσκί Ανταβάλ στην Καππαδοκία. Ένα άλλο παράδειγμα υπάρχει σε τετράγωνο που βρίσκεται στο βόρειο κλίτος βασιλικής στα Αφενδρικά στην Κύπρο. Το ίδιο σχέδιο εμφανίζεται σε μη παραστατική διακόσμηση στην Καππαδοκία.

Η τοιχοποιία της εξωτερικής όψης είναι ιδιαίτερα γεμισμένη με κονίαμα για εξομάλυνση της επιφάνειας, και μπορεί να υπήρχε ζωγραφική, αν και δεν σώζεται τίποτε από αυτήν.

Το κεντρικό τμήμα του βόρειου τοίχου έχει χάσει όλη την εξωτερική του όψη. Ίσως ήταν δύο κατασκευών, ή σε κάθε περίπτωση δύο μιγμάτων κονιάματος. Στη βόρεια πλευρά της αψίδας υπάρχει ορθογώνια κόγχη και στο ανατολικό άκρο του νότιου τοίχου προσεγμένη στρογγυλή τοξωτή κόγχη. Τρεις σειρές πέτρας που καμπυλώνονται προς τα μέσα, πάνω από την παραστάδα στον βόρειο τοίχο, δείχνουν ότι το παρεκκλήσι ήταν πέτρινο θολωτό. Αλλά ο θόλος που κατέρρευσε πρέπει να είχε κλαπεί, γιατί το σημερινό επίπεδο του δαπέδου φαίνεται ότι είναι λίγο-πολύ το αρχικό.

Ζωγραφική στο παρεκκλήσι Α. Σώζονται θραύσματα πολύ κατεστραμμένης τοιχογραφίας, σε δύο στρώσεις σοβά, με το στρώμα του υποστρώματος να αποτελείται από ασβέστη και άχυρο και το επιφανειακό στρώμα από ασβέστη και λίγη άμμο.

Υπάρχουν δύο στρώσεις ζωγραφισμένου σοβά στις γωνίες της παραστάδας και στους κόμβους αψίδων στον βόρειο τοίχο. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει δύο περιόδους ζωγραφικής ή να είναι απλώς το αποτέλεσμα επικαλυπτόμενων ενώσεων σοβά σε αυτά τα σημεία. Ο ζωγράφος σκιτσογράφησε το έργο του με κόκκινα περιγράμματα στο κάτω στρώμα σοβά. Οι κόκκινες γραμμές του στα περιγράμματα παραμένουν σκιαγραφημένες σε λίγα σημεία και ένα ζευγάρι χεριών είναι οριοθετημένο στο πάνω τμήμα του νότιου τοίχου. Αυτά τα κόκκινα περιγράμματα στο κάτω στρώμα σοβά είναι επιπόλαιο ισοδύναμο των sinopie, των περίτεχνων προκαταρκτικών σχεδίων Ιταλών τοιχογράφων. Ένας βυζαντινός καλλιτέχνης δεν έδινε μεγάλη σημασία σε τέτοια υπο-σκιτσογραφία, γιατί ήξερε ακριβώς τι επρόκειτο να ζωγραφίσει. Το μόνο του πρόβλημα ήταν να υπολογίσει τις αναλογίες για το θέμα του στον διαθέσιμο χώρο στον τοίχο. Τα κύρια χρώματα που χρησιμοποιήθηκαν εδώ ήσαν μαύρο, λευκό, κόκκινο, πράσινο και κίτρινο. Το καφέ μπορεί επίσης να χρησιμοποιήθηκε για να μιμηθεί το μοβ. Τώρα δεν υπάρχει κανένα σημάδι μπλε, αλλά κάποιο από το πράσινο χρώμα φόντου που βάφτηκε πάνω από το μαύρο μπορεί κάποτε να ήταν μπλε. Η μετάλλαξη του μπλε σε πράσινο μπορεί να συμβεί μέσω της χρήσης είτε αζουρίτη είτε μπλε κυπραμμώνιου.66 Ένα κόκκινο ένδυμα διατηρείται αρκετά καλά, ώστε να φαίνεται ότι ήταν κατασκευασμένο σε δύο τόνους, με λευκές ανταύγειες. Ένα πρόσωπο έχει κίτρινο χρώμα, κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών και πράσινη σκιά γύρω από τα μάτια. Τα φόντα αποτελούνται από πράσινο πάνω σε μαύρο υπόστρωμα και γκρι-μαύρο επάνω φόντο που μπορεί κάποτε να είχε μπλε από πάνω του.

Στον δυτικό τοίχο υπήρχαν τρία τμήματα ζωγραφικής. Το κάτω τμήμα ήταν διακοσμημένο με έξι όρθιες μορφές. Από νότο προς βορρά, οι δύο πρώτες φορούν κλειστά στέμματα (σχήμα 102α) και πιθανότατα αντιπροσωπεύουν τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Το στέμμα της πρώτης μορφής είναι λευκό με ζωγραφισμένα κοσμήματα και σχέδιο με πράσινα πούλια πάνω του. Και οι δύο μορφές έχουν κίτρινα φωτοστέφανα με κόκκινα εσωτερικά και λευκά εξωτερικά περιγράμματα. Φορούν αυτοκρατορικά ενδύματα διακοσμημένα με ζωγραφισμένα μαργαριτάρια και πράσινες και κόκκινες βαμμένες πέτρες. Και οι δύο έχουν κόκκινο ή μοβ μανδύα. Η τρίτη μορφή φορά γκρι-μαύρο ιμάτιο και κίτρινο μανδύα με γραμμές πτυχώσεων που υποδεικνύονται με κόκκινο. Έχει κόκκινα μαλλιά (ή κόκκινο σκουφάκι) και κόκκινο φωτοστέφανο με σκούρο κόκκινο εσωτερικό και λευκό εξωτερικό περίγραμμα. Λίγα απομένουν από την τέταρτη μορφή, εκτός από μερικά κόκκινα μαλλιά με κίτρινες διαγραμμίσεις πάνω τους. Η πέμπτη μορφή (φωτ. 237β) διασώζεται ελαφρώς καλύτερα. Αντιπροσωπεύει γενειοφόρο άνδρα. Φοράει πράσινο ιμάτιο και κόκκινο μανδύα, με χρυσαφί κίτρινο στρίφωμα και έχει στρογγυλό κούμπωμα στους ώμους. Στο κεφάλι του υπάρχει πράσινο κάλυμμα κεφαλής με κόκκινο περίγραμμα. Από την έκτη μορφή, στη βόρεια γωνία, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε. Το κάτω φόντο των μορφών είναι πράσινο, το πάνω είναι τώρα γκρι-μαύρο, το οποίο μπορεί κάποτε να είχε μπλε βαφή.

Ένα αινιγματικό χαρακτηριστικό αυτών των έξι μορφών είναι η παρουσία γκριζόμαυρων μπαλωμάτων σε μέρη όπου αυτό το χρώμα δεν απαιτείται, για παράδειγμα πάνω από λευκά μαργαριτάρια ή σε πρόσωπο. Η τρίτη μορφή έχει ένα πρασινωπό κομμάτι πάνω από μερικά μαργαριτάρια. Αυτά τα μπαλώματα χρώματος μπορεί να αντιπροσωπεύουν τα υπολείμματα επαναβαφής που κατά τα άλλα έχει εξαφανιστεί ή θα μπορούσαν να είναι συσσωρεύσεις αιθάλης κεριού ή φωτιάς.

Οριζόντιο κόκκινο περίγραμμα χωρίζει το προς το έδαφος τμήμα από το δεύτερο. Υπήρχαν δύο, ή πιθανώς τρεις, σκηνές στο δεύτερο τμήμα. Η βόρεια σκηνή έχει μορφή που πλησιάζει πόλη, με ανθρώπους να κοιτάζουν έξω από τα παράθυρα. Μπορεί να αντιπροσωπεύει την Είσοδο στην Ιερουσαλήμ. Δεν σώζεται τίποτε από τον τρίτο πίνακα, ο οποίος θα βρισκόταν στη θολωτή κόγχη που σχηματιζόταν από τον θόλο.

Δυτικά της παραστάδας του βόρειου τοίχου υπήρχαν δύο αγιογραφίες, με την πάνω να εκτείνεται ελαφρά μέσα στον θόλο. Το προς το έδαφος τμήμα είναι ζωγραφισμένο με δύο όρθιες μορφές περίπου σε φυσικό μέγεθος. Η ανατολική έχει κόκκινο φωτοστέφανο και κόκκινο μανδύα. Μερικά θραύσματα χρυσοκέντητου στολισμένου με κοσμήματα διακρίνονται στα ρούχα και των δύο μορφών, που μπορεί να αντιπροσωπεύουν ζευγάρι αγίων στρατιωτών.

Στο πάνω τμήμα υπήρχε μια Ανάσταση. Λίγα απομένουν τώρα, αλλά το κάτω μέρος, με τον Χριστό που στέκεται στις πόρτες του Άδη, είναι αρκετά καθαρό. Φοράει κόκκινο χιτώνα με κίτρινες ανταύγειες του στυλιζαρισμένου τύπου, που εκτείνονται από κεντρικό κομμάτι χρώματος. Ο Αδάμ, η Εύα και τρεις άλλες μορφές στέκονται στα δυτικά του Χριστού. Ο Αδάμ φοράει κόκκινο χιτώνα και κίτρινο ιμάτιο και απλώνει το δεξί του χέρι προς τον Χριστό. Στα ανατολικά του Χριστού βρίσκεται πράσινη σαρκοφάγος στην οποία στέκονται ο Δαβίδ και ο Σολομών.

Η παραστάδα ήταν ζωγραφισμένη με όρθια μορφή σε κόκκινο χιτώνα με κίτρινο χρυσοκέντητο στρίφωμα, κατάσπαρτο με μαργαριτάρια και κόκκινα κοσμήματα. Ένα θραύσμα μοτίβου διασώζεται στη μία πλευρά της.

Ζωγραφισμένα θραύσματα ανατολικά της παραστάδας υποδηλώνουν Υπαπαντή στον Ναό. Ο Ιωσήφ φοράει πράσινο χιτώνα και κόκκινο ιμάτιο και η Μαρία κοκκινωπό μανδύα. Το βρέφος Χριστός έχει κόκκινο χιτώνα με τις ίδιες γραμμικές ανταύγειες όπως εμφανίζονται στην Ανάσταση. Υπήρχαν δύο ακόμη σκηνές στο πιο πάνω τμήμα, αλλά τα λίγα θραύσματα που έχουν απομείνει δεν είναι αναγνωρίσιμα. Το τμήμα του βάθρου πάνω από τη βάση είναι διακοσμημένο με μοτίβο με φύλλωμα (σχήμα 103).

Στον νότιο τοίχο δεν σώζεται τίποτε εύληπτο, εκτός από τη γωνία στα δυτικά της πόρτας. Το κάτω τμήμα έχει τροχό με κόκκινες ακτίνες που στηρίζεται σε δύο στύλους. Στην κορυφή του, προς τα ανατολικά, υπάρχει κίτρινο φωτοστέφανο. Τα μπαλώματα της μπογιάς γύρω του υποδηλώνουν ότι πρόκειται για σκηνή μαρτυρίου στον τροχό. Το μεσαίο τμήμα έχει στεφανωμένη καθιστή μορφή (σχήμα 102β) που φοράει πράσινο ιμάτιο και κόκκινο μανδύα. Δίπλα της στέκεται δεύτερη μορφή με κόκκινο μανδύα. Το μεσαίο και το ανώτερο τμήμα είναι μικρά και, μαζί, καταλαμβάνουν τον ίδιο χώρο με ολόκληρο το κάτω τμήμα. Δεν έχει απομείνει τίποτε από τον πάνω πίνακα, εκτός από το σκίτσο του ζευγαριού των χεριών στο γύψινο υπόστρωμα, που αναφέρθηκε πιο πάνω.

Στην αψίδα, το κάτω τμήμα φαίνεται ότι περιείχε πέντε μορφές Πατέρων της Εκκλησίας, τρεις στη νότια πλευρά και δύο στη βόρεια, εκεί όπου χώρο καταλαμβάνει η κόγχη. Ένας από αυτούς, ίσως ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, έχει κόκκινους σταυρούς πάνω από το ιμάτιό του. Όλοι φορούν κίτρινο ωμοφόριον. Τα χρώματα του φόντου είναι κίτρινο για το υπόστρωμα και πράσινο πάνω από μαύρο για το επάνω φόντο. (Το τελευταίο είναι ίσως το προϊόν χημικής αλλαγής του μπλε σε πράσινο.) Στο κέντρο, κάτω από το παράθυρο, υπήρχε μικρό πλαίσιο με κόκκινο περίγραμμα. Πάνω από τους Πατέρες υπήρχε στενό τμήμα, που περιείχε οκτώ προτομές σε μικρούς δίσκους με φαρδιά κίτρινα περιγράμματα (σχήμα 104). Το σχέδιο μεταξύ των δίσκων είναι σε πράσινο, κόκκινο και κίτρινο. Τώρα δεν σώζεται τίποτε από τη ζωγραφική στο ημιθόλιο.

Παρεκκλήσι Β (φωτ. 235α, β και 237α, σχήματα 102γ, δ). Το γεγονός ότι το παρεκκλήσι Β αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη μαρτυρείται από ζωγραφισμένο σοβά στην εξωτερική πλευρά του παρεκκλησίου Α που συνεχίζεται πίσω από τον τοίχο του παρεκκλησίου Β, εκεί όπου συναντώνται οι τοίχοι στο δυτικό άκρο. Αν και οι ίδιες λειασμένες από το νερό πέτρες χρησιμοποιούνται στους τοίχους, η τοιχοποιία αυτού του παρεκκλησίου είναι πιο τραχιάς κατασκευής από εκείνη του παρεκκλησίου Α. Το κονίαμα περιέχει μεγαλύτερη αναλογία ασβέστη, και οι ημιθόλοι των δίδυμων αψίδων είναι ακατέργαστης λιθοδομής σε αντίθεση με τα προσεγμένα κομμάτια πέτρας του ημιθόλου του παρεκκλησίου Α. Σχεδόν όλες οι πέτρες της πρόσοψης έχουν κλαπεί, αλλά κομψές πέτρες του είδους του «μελί συσσωματώματος» στολίζουν το παράθυρο της βόρειας αψίδας, που είναι ορθογώνια σχισμή. Και οι δύο αψίδες έχουν σχήμα πετάλου. Αν και είναι δύσκολο να είμαστε σίγουροι, επειδή οι στέγες και των δύο παρεκκλησιών έχουν φύγει, το ύψος του παρεκκλησίου Β φαίνεται ότι ήταν 1 περίπου μ. χαμηλότερο από εκείνο του παρεκκλησίου Α. Στο δυτικό άκρο του νότιου τοίχου, η πέτρα αρχίζει να καμπυλώνεται προς τα μέσα, υποδεικνύοντας ημικυλινδρικό θόλο, αλλά είναι αδύνατο να πούμε αν υπήρχαν ένας ή δύο θόλοι. Το επίπεδο του δαπέδου ήταν περίπου 0,5 μ. χαμηλότερο από το τωρινό.

Ζωγραφική στο παρεκκλήσι Β. Τρεις άγιοι πολεμιστές γεμίζουν φάτνωμα στο κάτω τμήμα του δυτικού τοίχου. Η μορφή στα βόρεια φορά κόκκινο μανδύα και κρατά στρογγυλή ασπίδα με φαρδύ κίτρινο περίγραμμα γύρω από την περιφέρειά της, διακοσμημένη με κόκκινα κοσμήματα και μαργαριτάρια. Η ασπίδα έχει πράσινο κέντρο, με σχέδιο που απλώνεται από κεντρικό σημείο (σχήμα 102δ).

Ο κεντρικός άγιος έχει κόκκινο φωτοστέφανο με σκούρο κόκκινο εσωτερικό και λευκό εξωτερικό περίγραμμα. Φοράει κίτρινο χιτώνα με κοσμήματα και κόκκινο μανδύα. Η ασπίδα του έχει σχέδιο από λευκές και κόκκινες ρίγες και το ίδιο χρυσαφί περίγραμμα (σχήμα 102γ). Στο μεσαίο τμήμα υπήρχε σειρά από προτομές σε μικρούς δίσκους, από τις οποίες δεν σώζεται καμία λεπτομέρεια. Τίποτε κατανοητό δεν έχει απομείνει στον πάνω τμήμα.

Η ζωγραφική στον βόρειο τοίχο (που συνεχίζεται πίσω από την τοιχοποιία του δυτικού τοίχου) ίσως ήταν αρχικά εξωτερική ζωγραφική στο παρεκκλήσι Α. Στα δυτικά της πόρτας υπάρχει διακοσμητική επένδυση από ζωγραφισμένο υλικό που κρέμεται σε πτυχώσεις. Το μεσαίο τμήμα έχει σχέδιο σε κόκκινο χρώμα πάνω σε λευκό υπόστρωμα (φωτ. 237α). Από πάνω του υπάρχει άλογο σηκωμένο στα πίσω πόδια του, με αναβάτη που ετοιμάζεται να χρησιμοποιήσει το δόρυ του. Ελάχιστα σώζονται από αυτό, εκτός από τον χρωματισμό του αλόγου και θραύσματα κόκκινου ενδύματος. Στα ανατολικά της πόρτας μερικά ζωγραφισμένα θραύσματα ίσως αντιπροσωπεύουν δεύτερο έφιππο άγιο. Δεν σώζεται τίποτε στον νότιο τοίχο.

Πέντε Πατέρες της Εκκλησίας στέκονται στο κάτω τμήμα της βόρειας αψίδας. Τα λευκά τους ενδύματα αρθρώνονται με πράσινες γραμμές πτυχώσεων. Τα ωμοφόριά τους έχουν κόκκινους σταυρούς. Ο Πατέρας στα βόρεια του κέντρου κρατά κλειστό κίτρινο βιβλίο με εξώφυλλο στολισμένο με κοσμήματα. Πάνω από τους Πατέρες, ένα στενό μεσαίο τμήμα είναι ζωγραφισμένο με μισού μήκους μορφές (που δεν είναι μέσα σε μικρούς δίσκους). Στο ημιθόλιο υπάρχει ένθρονος Χριστός. Το νότιο τμήμα έχει εξαφανιστεί, αλλά υπάρχει μορφή στα βόρεια, που υποδηλώνει Δέηση. Ο Χριστός φοράει γκριζόμαυρο χιτώνα και κόκκινο ιμάτιο. Το υποπόδιο του και η μαξιλάρα με τις πράσινες άκρες είναι κόκκινα.

Χρονολογία. Οι εκκλησίες δίπλα στον δρόμο υποφέρουν από περιστασιακή κίνηση. Το 1404 η εκκλησία δίπλα στον Πυξίτη, στην οποία στρατοπέδευσε ο Κλαβίχο, μια μέρα έξω από την Τραπεζούντα και κάπου κοντά στη σύγχρονη Μάτσκα, ήταν ήδη ερειπωμένη. Και η συντροφιά του χρησιμοποίησε άλλη εκκλησία λίγα μίλια νότια του Διπόταμου, για να στοιβάξουν τις αποσκευές τους. 67 Είναι λοιπόν εκπληκτικό πόσο πολλά από τα παρακείμενα παρεκκλήσια του Διπόταμου έχουν διαφύγει της προσοχής των διερχόμενων καραβανιών. Δεν σώζεται ζωγραφισμένη επιγραφή, αλλά στον εσωτερικό δυτικό τοίχο του παρεκκλησίου Β είναι ορατά πολλά ελληνικά και αρμενικά γραψίματα και τέσσερα σκίτσα πλοίων. Από αυτά μόνο το «Ιων 1686» είναι ευανάγνωστο, για να δώσει χρονικό όριο στο παρεκκλήσι.

Υπάρχουν αρχιτεκτονικά αντίστοιχα τόσο της ενεπίγραφης αψίδας του παρεκκλησίου Α όσο και των δίδυμων αψίδων του μεταγενέστερου παρεκκλησίου Β. Ο επίπεδος εξωτερικός ανατολικός τοίχος του παρεκκλησίου Α είναι πιο συνηθισμένος στη Γεωργία και την Αρμενία παρά στην Ανατολία. Τα πλησιέστερα παραδείγματα στη Χαλδία είναι στο Κόβανς Κογιού (Κέτσι Καλέ) (φωτ. 256β) και στο Λερί (σχήμα 111). Γεωργιανά αντίστοιχα υπάρχουν στο Ταό και ένα ακριβώς παρόμοιο παρεκκλήσι –μέχρι και με την αιχμηρή αψίδα του ανατολικού παραθύρου– βρίσκεται στον δρόμο στο Κίσα Κογιού, κάτω από την πόλη Τορτούμ. Όμως κανένα από αυτά δεν μπορεί να χρονολογηθεί. Οι δίδυμες αψίδες του παρεκκλησίου Β αντιστοιχούνται στον Πόντο στα Κόραλλα (σχήμα 31) και στο Φολ Μαντέν (φωτ. 93β), ενώ υπάρχουν και άλλα βυζαντινά παραδείγματα. Ούτε αυτά μπορούν να χρονολογηθούν.

Η μόνη ένδειξη, ανάμεσα στους πίνακες, είναι το κλειστό στέμμα που φορούσαν οι μορφές στον δυτικό τοίχο του παρεκκλησίου Α (σχήμα 102α), το οποίο ήταν συνηθισμένο τον 11ο και τον 12ο αιώνα. Όμως, ιστορικά, φαίνεται πιο πιθανό ότι και τα δύο παρεκκλήσια ανήκουν στην περίοδο οικοδόμησης και σχετικής ανεξαρτησίας της Χαλδίας από τον 13 μέχρι τον 15ο αιώνα.

Το ότι τα δίδυμα παρεκκλήσια του Διπόταμου εξακολουθούν να προσελκύουν περιηγητές αποδεικνύεται από αναθηματικά κουρέλια δεμένα σε μικρό δέντρο στο παρεκκλήσι Α, το οποίο έχει διασωθεί πολύ καλύτερα από πολύ μεταγενέστερη εκκλησία που έχει μετατραπεί σε απλό αχυρώνα, λίγα μέτρα πιο κάτω, από την οποία μόνο τμήματα της αψίδας και ο βόρειος και ο δυτικός τοίχος στέκονται ακόμη.

9. Κάστρο Διπόταμου (Ικισού Κογιού) (φωτ. 236β, 238)

Θέση. Περίπου 500 μ. βορειοδυτικά της εκκλησίας του Διπόταμου.

Περιγραφή. Είναι σχεδόν σίγουρα ο πύργος σε ψηλό βράχο, που σημειώθηκε από τον Κλαβίχο το 1404. Η τοποθεσία δεσπόζει επί της στροφής του δρόμου του Κάνι προς νότο, προς Χερίανα. Η τοιχοποιία διασώζεται σε χαμηλότερη προεξοχή (όπου βρίσκεται ο βόρειος τοίχος ενός πύργου) και γύρω από σχετιζόμενη κορυφή βράχου από πάνω. Είναι σχετικά καλά κατασκευασμένη από τετράγωνα κομμάτια πέτρας τοποθετημένα σε κανονικές στρώσεις, τα οποία είναι ιδιαίτερα γεμισμένα στο εξωτερικό. Δεν υπήρχαν ίχνη από τούβλα στον κάτω πύργο. Η πρόσβαση στις ανώτερες οχυρώσεις είναι απότομη και δεν την επιχειρήσαμε.

10. Κάστρο Γόδαινα (Κόντιλ)

Θέση. Επτά χλμ. δυτικά της σύγχρονης Γκουμούσχανε, ψηλά πάνω από την ανατολική όχθη του Ικισού Ντερέ. Η Γόδαινα ή Γόδαννα (Κόντιλ) είναι τώρα Γκουμουσκαγιά.

Ιστορία. Εκτός από την υποτιθέμενη γενέτειρα του Αγίου Ακύλα, η Γόδαινα ήταν η πραγματική γενέτειρα του Ιμπραήμ πασά του Λαζού (δεν πρέπει να συγχέεται με τον Αιγύπτιο), εξέχοντος Οθωμανού στρατηγού στα αρχικά στάδια του Ελληνικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας, ο οποίος έχτισε παλάτια εδώ και στο Καλτάντων εκεί κοντά. Ο Κανδηλάπτης φέρνει και την Άννα, κόρη του τελευταίου Μεγάλου Κομνηνού Δαυίδ, εδώ και στην Κορέ-αννα.68 Κοντά στον δρόμο κάτω από τη Γόδαινα βρίσκεται ο τάφος ντόπιου μουσουλμάνου αγίου άνδρα, από ταιριαστή πέτρα του είδους του «μελί συσσωματώματος», πάνω από τον οποίο φαίνεται το κάστρο (φωτ. 239). Δεν τον έχουμε επισκεφτεί.

11. Κάστρο Γόλαχα (Κολόσανα) (φωτ. 241)

Θέση. Περίπου 10 χλμ. δυτικά της σύγχρονης Γκουμούσχανε, ψηλά πάνω από τη δυτική όχθη του Ικισού Ντερέ. Η Γόλαχα είναι πια Μπαχτσελίκ.

Ιστορία. Ο Κανδηλάπτης κάνει την Κολόσανα γενέτειρα του Αγίου Κανιδίου, αλλά εκείνη τοποθετήθηκε σταθερά από τον Λουκίτη στην κοντινή Σορώγαινα.69 Όντας προφανώς η κύρια έδρα της οικογένειας Καβαζίτη και πρωτεύουσα της ίδιας της «Τορούλ», η Γόλαχα πολεμήθηκε έντονα (κάποτε με ρηξίπυλα και πολιορκητικές μηχανές) από το 1361. Εκτεταμένα ερείπια του κάστρου, το οποίο το 1404 ο Κλαβίχο θεωρούσε ότι ήταν νεόκτιστο, φαίνονται από τον δρόμο, αλλά ο Κλαβίχο δεν σκαρφάλωσε σε αυτό, ούτε εμείς. Ο τόπος σίγουρα θα ανταποδώσει την έρευνα.

12. Σορώγαινα (Σολόχαινα, Σορουγιάνα, τώρα Γιαλινκαβάκ) Κάστρο (φωτ. 242α, β, σχήμα 105)

Θέση. Στον Σορούγιανα Ντερέ, παραπόταμο του Ικισού Ντερέ, 18 μ. δυτικά της Γκουμούσχανε.

Ιστορία. Την υποτιθέμενη γενέτειρα του Αγίου Κανιδίου ανακατέλαβε από τους Τούρκους ο Ιωάννης Α' Καβαζίτης, δούκας της Χαλδίας, το 1355.70

Περιγραφή. Το κάστρο, από τα πιο απομακρυσμένα της Χαλδίας, βρίσκεται στη βόρεια όχθη του Σορούγιανα Ντερέ, δεσπόζοντας πάνω από το σύγχρονο χωριό στη νότια πλευρά του ποταμού. Είναι σκαρφαλωμένο σε σειρά από κορυφές βράχων (φωτ. 242α) και αποτελείται από κατώτερο προπύργιο, καλά κατασκευασμένη και προστατευμένη κάτω πύλη προς τα νοτιοδυτικά (φωτ. 242β), η οποία οδηγεί σε ανώτερο περίβολο και πύλη, με θολωτή στέρνα ή φυλάκιο σε πάνω αυλή. Αν και οι οχυρώσεις περικλείουν έκταση μόνο περίπου 25×35 μ., το ικρίωμα του φυσικού βράχου κάνει το κάστρο σχεδόν τόσο ψηλό όσο και φαρδύ. Περιβάλλεται από χαράδρες και γκρεμούς από τρεις πλευρές. Η πρόσβαση σε αυτό και από το χωριό, γίνεται από νότια. Η Σορώγαινα είναι αρχετυπικό κάστρο χωριού της Χαλδίας του 14ου αιώνα μαζί με το vicus (χωριό) του.

13. Κάστρο Μπαγιάνα (τώρα Ισίκ) (φωτ. 243α-γ)

Θέση. Σε υπερυψωμένη περιοχή, στη μέση της απόστασης μεταξύ των ποταμών Λίβενε και Καραμουσταφάντερε, 15 περίπου χλμ. νοτιοδυτικά της Γκουμούσχανε.

Περιγραφή. Αυτό το μικρό κάστρο ή οχυρό είναι από τα καλύτερα διατηρημένα στη Χαλδία. Χρησιμοποιώντας τις φυσικές γραμμές απότομου βράχου, το φυλάκιο ή πύργος του μπορεί να προσεγγιστεί μόνο από τα βόρεια. Τα τειχοπετάσματα και η ράμπα του αγκαλιάζουν μικρή αυλή και κατακόρυφη πτώση είκοσι ή περισσότερων μέτρων στο εσωτερικό. Έχει προφανώς επισκευαστεί ή οχυρωθεί τουλάχιστον δύο φορές από τον Μεσαίωνα και εξακολουθεί να είναι ασφαλές.

14. Μονή Αγίου Γεωργίου Χαλιναρά, Χάρσερα (Χάσερα, τώρα Γεσίλντερε)

Θέση. Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στη Χάρσερα βρισκόταν περίπου πέντε χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Γκουμούσχανε, στη βόρεια όχθη του Κάνι.

Ιστορία. Αν και έχει υποστηριχθεί μεσαιωνική προέλευση για τον οίκο, δεν φαίνεται πιο δικαιολογημένη από παρόμοιες αξιώσεις για άλλα τοπικά μοναστήρια, τη σταδιοδρομία των οποίων ο Άγιος Γεώργιος αντανακλά τον 18ο και τον 19ο αιώνα.71 Όμως δεν έχουμε επισκεφτεί την τοποθεσία αυτής της πιο σκοτεινής από τις σημαντικότερες μονές της μετα-τραπεζούντιας Χαλδίας.

15. Τζάνιχα (Τζάντζα), κάστρο και παρεκκλήσια (φωτ. 244α-248β, χήματα 106-108)

Θέση. Το κάστρο βρίσκεται πάνω σε μεγάλη επιμήκη προεξοχή, 2 περίπου χλμ. βορειοδυτικά της σύγχρονης Γκουμούσχανε, 400 περίπου μ. πάνω από τη νότια όχθη του Κάνι (Χαρσίτ) (φωτ. 244α).

Περιγραφή. Ίσως η πιο φιλόδοξη χρήση στον Πόντο φυσικού χαρακτηριστικού για άμυνα. Τα τείχη περικλείουν χαράδρες στις τρεις πλευρές, περιβάλλοντας περιοχή περίπου 230×30 μ. σε στενό μέρος μεταξύ άνω και κάτω εξωτείχους (σχήμα 106). Η νότια πλευρά δεν χρειάζεται τείχη, γιατί είναι απότομος γκρεμός. Το κάστρο προσεγγίζεται από ράμπα στα δυτικά, όπου διασώζεται το πιο σημαντικό τείχος. Εδώ υπάρχει λαξευμένη σε βράχο δεξαμενή στο κάτω (εξωτερικό) τείχος, με ημικυλινδρικό θόλο από κονίαμα συντριμμιών. Δεύτερο τείχος με πύλη τη χωρίζει από το ανώτερο (εσωτερικό) τείχος, που υψώνεται περίπου 10 μέτρα ψηλότερα από το πρώτο (φωτ. 244β). Εν μέρει επειδή έχουν καταρρεύσει γκρεμοί, τα τοιχώματα του επάνω εξωτείχους είναι λιγότερο εντυπωσιακά από εκείνα του κάτω. Η τοιχοποιία είναι από χοντροκομμένες πέτρες σε τυχαίες στρώσεις, πλεγμένες με δοκούς ανά διαστήματα, ύψους περίπου ενός μέτρου. Η τοιχοποιία είναι ιδιαίτερα γεμισμένη με ασβεστοκονίαμα, για να δοθεί λεία επιφάνεια. Δύο ζωγραφισμένα παρεκκλήσια στέκονται σε υψώματα μέσα στο επάνω εξώτειχος.

Παρεκκλήσι Α (φωτ. 245, σχήμα 107). Ο νότιος τοίχος και ο μισός δυτικός τοίχος έχουν φύγει και η οροφή έχει υποχωρήσει. Η αψίδα διατηρεί το ημιθόλιό της και ένα παράθυρο επενδεδυμένο με πέτρα μελί συσσωματώματος. Πιθανότατα υπήρχε παράθυρο στον βόρειο τοίχο, ο οποίος έχει γκρεμιστεί. Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από ακατέργαστη πέτρα στρωμένη ακανόνιστα. Η σωζόμενη παραστάδα της πόρτας και η διακοσμητική κορνίζα στους ώμους της αψίδας είναι από πέτρα μελί συσσωματώματος. Το κονίαμα είναι ασβέστης καλοστρωμένος με βότσαλο.

Το εσωτερικό του παρεκκλησίου ήταν σοβατισμένο και βαμμένο παντού. Ο σοβάς αποτελείται από ένα αρχικό στρώμα πρόχειρου επιχρίσματος για την εξομάλυνση της τοιχοποιίας, ακολουθούμενο από επιφανειακό στρώμα πάχους περίπου 0,5 μ. Το πρόχειρο επίχρισμα αποτελείται από ασβέστη με πληρωτικό από κονιοποιημένη τοπική πέτρα και συνδετικό από άχυρα. Ήταν χαραγμένος, για να κάνει το επιφανειακό στρώμα να κλειδώνει πάνω του.

Ζωγραφική. Πάνω από περίτεχνη κάτω διακόσμηση από έντεκα σταυρωτά τετράγωνα φατνώματα, τα οποία διακλαδίζονται σε σκαλιστό σχέδιο σε κόκκινο, λευκό και κίτρινο στον ώμο της αψίδας (φωτ. 248α, 248γ), στέκονται έξι Πατέρες της Εκκλησίας, με τα σώματά τους να κοιτούν μπροστά και τα κεφάλια τους με κλίση προς τα ανατολικά. Φορούν ενδύματα χωρίς διακόσμηση και μωβ μανδύες. Στο κέντρο της αψίδας, πάνω από το ανατολικό παράθυρο, ένας μικρός δίσκος ίσως περιείχε προτομή του Χριστού. Ένα κόκκινο υποπόδιο και ίχνος γαλάζιου χιτώνα στον σπασμένο ημιθόλο, πάνω από τον μικρό δίσκο, είναι απομεινάρια ενθρονισμένου Χριστού ή Θεοτόκου.

Τέσσερις μορφές στέκονται πάνω από την κάτω διακόσμηση στον βόρειο τοίχο. Οι δύο στα ανατολικά είναι πιθανώς άγιοι στρατιώτες και οι δύο στα δυτικά παριστάνουν τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Πάνω από αυτούς, ένα οριζόντιο κόκκινο περίγραμμα εκτείνεται ακριβώς κάτω από γύψινο σύνδεσμο. Στη βόρεια πλευρά του δυτικού τοίχου υπάρχουν δύο ασκητές άγιοι (φωτ. 248β). Στην παραστάδα της πόρτας ένας άγγελος βλέπει προς τα ανατολικά. Και στο εξωτερικό, στα βόρεια της πόρτας, ένας σταυρός σε τρία βήματα στέκεται σε μικρό δίσκο μέσα σε κόκκινο τετράγωνο πλαίσιο.

Τα χρώματα είναι κόκκινο, κίτρινο, λευκό, μαύρο, πράσινο, πορφυρό και μπλε. Το μόνο θραύσμα μπλε που έχει απομείνει βρίσκεται στον ημιθόλο. Το πράσινο χρησιμοποιήθηκε για χαμηλότερα προσκήνια, το μπλε ή το μαύρο για το επάνω φόντο. Το προκαταρκτικό σχέδιο ζωγραφίστηκε με κίτρινο χρώμα στον ακόμη φρέσκο σοβά, γιατί διασώζεται χωρίς δικό του βάθος.

Παρεκκλήσι Β (φωτ. 246, 247β, σχήμα 108). Το ανατολικό παρεκκλήσι είναι χτισμένο πάνω από στέρνα, ο δομικός θόλος της οποίας έχει τώρα υποχωρήσει. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι η στέρνα ήταν αρχικά ανεξάρτητη, όπως τώρα, και ίσως αρχικά ήταν κλειστή. Το κονίαμα της στέρνας είναι γεμάτο σωματίδια από κονιοποιημένα τούβλα και έχει εντυπωσιακά ροζ απόχρωση, όπως και ο εσωτερικός σοβάς. Η τοιχοποιία του παρεκκλησίου Β είναι καλύτερης κατασκευής από εκείνη του παρεκκλησίου Α και της στέρνας, μετά από την οποία χρονολογείται. Έχει κανονικές στρώσεις από πέτρες με λεία όψη, αλλά ο από κονίαμα συντριμμιών πυρήνας των τοίχων είναι απρόσεκτα συμπιεσμένος. Ο δυτικός τοίχος του παρεκκλησίου έχει χαθεί εντελώς και δεν σώζεται καμία ζωγραφική στον νότιο τοίχο. Οι ώμοι της αψίδας είναι από πέτρα μελί συσσωματώματος.

Ο σοβάς έχει στρωθεί σε δύο στρώσεις. Η πρόχειρη στρώση είναι από ασβέστη με συνδετικό άχυρο αλλά χωρίς πληρωτικό. Έχει πολύ λευκό χρώμα. Ο επιφανειακός σοβάς με ασβέστη δεν έχει συνδετικό ή πληρωτικό και έχει πάχος περίπου 0,5 εκ.. Κόκκινες γραμμές περιθωρίων εκτείνονται κατά μήκος των ενώσεων σοβά.

Ζωγραφική. Υπάρχουν τέσσερις μορφές σε έναν χαμηλότερο πίνακα, πάνω από σταυρωτή διακόσμηση, οι οποίες πιθανότατα αναπαριστούν Πατέρες της Εκκλησίας. Πάνω από αυτούς στην αψίδα υπάρχει μια Κοινωνία των Αποστόλων. Σε τρίτο τμήμα πιο πάνω υπάρχει μια πομπή προσκυνητών αγγέλων. Και στο ημιθόλιο υπάρχουν ίχνη ένθρονης μορφής. Στο εσωράχιο του ανατολικού παραθύρου υπάρχουν μετάλλια που απεικονίζουν τον Βαπτιστή (προς τα βόρεια), μια προσευχόμενη Θεοτόκο στραμμένη προς τα ανατολικά (στη νότια πλευρά) και ένα μετάλλιο με σταυρό στο κέντρο, πάνω από αυτά (φωτ. 247β). Αυτό έφερε μια ακροστιχίδα του είδους που ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους μεταγενέστερους Βυζαντινούς μοναχούς καλλιτέχνες, αποτελούμενη από δύο γράμματα σε κάθε ένα από τα τετράγωνα που σχηματίζονταν από έναν σταυρό. Μόνο δύο γράμματα, στο κάτω δεξί τεταρτημόριο, σώζονται. Λ Ρ (σε κάποια πιο πρόσφατη χρονολογία έχει γρατζουνιστεί μια γραμμή στο Λ, κάνοντάς το Α, και ένας γραφίστας με τη σειρά του γρατζούνισε AP δίπλα στο αρχικό ΛΡ. Το καλύτερο αντίστοιχο που μπορούμε να βρούμε για την ακροστιχίδα της Τζάνιχας προέρχεται από τη Μονή της Υπαπαντής Μετεώρων, η εκκλησία της οποίας αγιογραφήθηκε το 1366-67. Η ακροστιχίδα αυτή είναι πιο περίτεχνη:

Image

όπου τα τέσσερα γράμματα στην κορυφή του σταυρού αντιπροσωπεύουν το Φ[ῶς] Χ[ριστοῦ] Φ[αίνει] Π[ᾶσι]. Ο Μπέης που δημοσίευσε την ακροστιχίδα της Υπαπαντής δεν επέκτεινε τα οκτώ κάτω γράμματα, τα οποία κατά πάσα πιθανότητα είναι ίδια με εκείνα της Τζάνιχας. Ούτε και εμείς.72 Σε κάθε περίπτωση, οι μικροί δίσκοι στο εσωράχιο του παραθύρου αναπαριστούν δέηση κάποιας πολυπλοκότητας.

Στο δυτικό άκρο του βόρειου τοίχου σώζονται υπολείμματα τριών όρθιων αγίων. Όπως και στο παρεκκλήσι Α, έτσι και στο παρεκκλήσι Β η προκαταρκτική σχεδίαση έγινε με κίτρινο χρώμα. Σε κανένα παρεκκλήσι δεν υπάρχει ίχνος χάραξης ή κάποιας επανεπεξεργασίας του σοβά σε ειδικές περιοχές για τα πρόσωπα και τη σάρκα. Όμως η ποιότητα της ζωγραφικής στο παρεκκλήσι Β είναι αισθητά ανώτερη, όπως και η τοιχοποιία, από εκείνη του παρεκκλησίου Α.

Χρονολογία. Είναι αδύνατο να αποδοθούν κάποια υπολείμματα στην Ιουστινιάνεια Τζάνιχα. Όμως υπήρξε 14ου αιώνα περίοδος ακμής του τόπου το 1352, όταν ο Ιωάννης Α' Τζανιχίτης κατέλαβε το πατρογονικό του κάστρο και ο Αλέξιος Γ’ του το στέρησε, ενώ είναι απίθανο να είχαν χτιστεί παρεκκλήσια στην Τζάντζα μετά την τουρκική κατάκτηση του 1479.73 Η πομπή αγγέλων στην αψίδα του παρεκκλησίου Β (που έχει αντίστοιχη στην Αγία Σοφία Τραπεζούντας και στη Βαζελώνος), και η επιγραφή της ακροστιχίδας, με αγκυλωτά γράμματα (στην οποία πρέπει να προστεθεί μια γωνιώδης δασεία, που είναι το μόνο που σώζεται από το όνομα ενός αγίου), υποδηλώνουν ότι χρονολόγηση του 13ου ή του 14ου αιώνα θα ήταν σωστή για το παρεκκλήσι Β. Το παρεκκλήσι Α ανήκει πιθανότατα στην ίδια περίοδο, αλλά η κατώτερη ποιότητα της ζωγραφικής του δεν αρκεί, για να χρονολογηθεί πριν ή μετά το παρεκκλήσι Β.

16. Μονή Αγίου Γεωργίου, Χουτουρά (Χούντρα, τώρα Αλεμντάρ)

Θέση. Περίπου 4 χλμ. νότια της Γκουμούσχανε και περίπου 2 χλμ. δυτικά του Κάνι (Χαρσίτ).

Ιστορία. Το μοναστήρι υποτίθεται ότι προικίστηκε με χρυσόβουλλο του Αλεξίου Γ’ Μεγάλου Κομνηνού το 1365. Έχουμε αποδείξει αλλού ότι αυτό το, χαμένο πια, έγγραφο είναι πλαστό και βασίζεται σε αντίγραφο του (αμφίβολου και του ίδιου) χρυσόβουλλου για τη Μονή Βαζελώνος του 1386, το οποίο ήταν διαθέσιμο στους μοναχούς της Χουτουρά στα αρχιεπισκοπικά αρχεία της Χαλδίας στην Εσκί Γκουμούσχανε. Η πλαστογραφία πιθανότατα επινοήθηκε μετά το 1764. Η παλαιότερη λογοτεχνική αναφορά στο μοναστήρι, το 1554, είναι επίσης αμφίβολη και ακόμη και η δεύτερη (πατριαρχική) αναφορά, του 1624, έχει τα προβλήματά της. Όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Χουτουρά ήταν το κορυφαίο μοναστήρι της Χαλδίας στη συνέχεια. Το καθολικό της του 18ου αιώνα αντικαταστάθηκε από υπέροχη κατασκευή το 1883, η οποία τώρα φθείρεται γρήγορα. Αλλά αν κάποιο μοναστήρι της Χαλδίας έχει σοβαρή αξίωση για μεσαιωνική προέλευση, αυτό είναι η Χουτουρά, αν και οι μοναχοί του, που με τόσο ζήλο πρόβαλαν αυτή την αξίωση, έχουν καταστρέψει κάθε αρχαιολογικό στοιχείο για το μοναστήρι τους πριν από τον 18ο αιώνα. Όπως τόσα πολλά μεσαιωνικά μοναστήρια των παράκτιων περιοχών, η Χουτουρά ακουμπάει σε ιερή σπηλιά στην όψη γκρεμού, και τώρα που έχουμε απορρίψει ότι η κοντινή Γκουμούσχανε ήταν τότε τουρκική πόλη την οποία επισκέφτηκε ο Ιμπν Μπατούτα το 1332, γίνεται δυνατή η Τραπεζούντια καταγωγή της Χουτουρά. Όμως το μόνο που μπορεί να αποδειχθεί είναι ότι οι πιο ακμάζουσες ημέρες της μονής αντικατόπτριζαν εκείνες των τοπικών ορυχείων αργύρου τον 18ο και τον 19ο αιώνα.74

17. Ακτσάκαλε (τώρα Παρτικάνμπασι)

Θέση. Περίπου 300 μ. πάνω από τη βόρεια όχθη του Κάνι (Χαρσίτ) και περίπου 4 χλμ. ανατολικά της Γκουμούσχανε.

Περιγραφή. Ο Κανδηλάπτης περιγράφει το Ἀλτσάκαλε ως βυζαντινό φρούριο.75 Ένα επικίνδυνα τοποθετημένο παρατηρητήριο ή φυλάκιο φαίνεται εκεί από τον πυθμένα της κοιλάδας, στο οποίο δεν έχουμε φροντίσει να ανέβουμε.

18. Κούκος (Κογ Καλέ) (φωτ. 249α-251γ, σχήμα 109)

Θέση. Περίπου 15 χλμ. νοτιοανατολικά της Γκουμούσχανε και περίπου 6 χλμ. νότια του Πιραχμέτ, όπου ο σύγχρονος δρόμος προς Ερζιντζάν στρίβει νότια από τον Κάνι (Χαρσίτ) για να ακολουθήσει τον Ισίκ Ντερέ. Προσεγγιζόμενο από τα ανατολικά, το Κογ Καλέ είναι μεγαλειώδες αξιοθέατο, που υψώνεται σε ψηλό βράχο με επιβλητική θέα προς τα βόρεια, τα νότια και τα ανατολικά (φωτ. 249α). Στα δυτικά του κάστρου, και 30-40 μ. κάτω από αυτό, υπάρχει πλάτωμα, που υψώνεται απαλά για περίπου 2 χλμ. και εμποδίζει κάθε μακρινή θέα. Εδώ, η γη καλλιεργείται και ποσότητες οστράκων υποδηλώνουν τη θέση ενός πρώην vicus (χωριού). Η θέα προς βορρά εκτείνεται μέχρι τον υδροκρίτη των Ποντικών Άλπεων. Ο βράχος πέφτει σε απόκρημνους γκρεμούς στη νότια και ανατολική πλευρά του κάστρου (φωτ. 249β), και παρόλο που είναι δυνατή μια βόρεια προσέγγιση σε αυτόν, είναι τρομακτική (φωτ. 250β). Το σημερινό χωριό Κογ βρίσκεται νοτιοανατολικά του κάστρου και περίπου 80 μέτρα κάτω από αυτό.

Περιγραφή (σχήμα 109). Η κύρια πύλη ήταν στα δυτικά, αλλά τώρα είναι υποβαθμισμένη (φωτ. 251α). Δεν υπάρχει πια κανένα ίχνος πλακόστρωτου ή κομμένου δρόμου προς αυτήν. Το σημερινό κενό στα τείχη που σηματοδοτεί την πύλη έχει πλάτος μόλις 3 μ. περίπου, με υπολείμματα οπής δοκού (25×22 εκ.) που εκτείνεται στον πυρήνα της τοιχοποιίας. Η θέση της οπής υποδηλώνει ότι η δοκός στήριζε μεντεσέ πόρτας ή παραστάδα. Στο ασβεστοκονίαμα φαίνονται σημάδια κόκκων από τα καλούπια, εδώ και αλλού.

Η πύλη προς την ακρόπολη, η οποία στέκεται απέναντι από τα βόρεια τείχη του Κογ Καλέ, βρίσκεται στο νότιο τείχος της. Η τρύπα της δοκού (39×30 εκ.) της βρίσκεται στην ανατολική πλευρά. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η πύλη ήταν αρχικά ορθογώνια με ξύλινο υπέρθυρο, παρόμοιο με τα ίσια υπέρθυρα στα παράθυρα και τις πολεμίστρες αλλού. Η πύλη έχει φύγει, αλλά το σημερινό ακανόνιστο άνοιγμα έχει διαστάσεις 1,6×2 μ.

Μια τρίτη, οπίσθια, πύλη οδηγούσε κάποτε έξω από το κάστρο σε εσοχή του βορειοανατολικού τείχους (φωτ. 251γ). Εδώ υπάρχει κενό περίπου 1,5×3 μ. Πέτρες επένδυσης στο εξωτερικό δείχνουν ότι υπήρχε μυστική θύρα, η οποία προστατεύεται από ιδιόμορφα γωνιώδη σχισμή στον ανατολικό προμαχώνα, που θα επέτρεπε την πλευροκόπηση με πυρά. Ένα σπάσιμο στην τοιχοποιία στη βάση του ανοίγματος της μυστικής θύρας υποδηλώνει ότι αργότερα κλείστηκε.

Τα τείχη είναι κατασκευασμένα από ακατέργαστα κομμάτια τοπικής πέτρας, μερικές φορές τοποθετημένα σε κανονικές στρώσεις, με την πιο επίπεδη πλευρά προς τα έξω. Τα κενά εξομαλύνονται με μικρότερες πέτρες. Οι γωνιόλιθοι δεν είναι αισθητά πιο ομαλοί από την υπόλοιπη τοιχοποιία. Το κονίαμα είναι από ασβέστη και άμμο, με άφθονη πρόσμιξη από θραύσματα τούβλων και πέτρες. Ο πυρήνας των τειχών είναι από κονίαμα θραυσμάτων που περιέχει μεγάλη αναλογία θραυσμάτων, με πολλά κενά αέρα, γιατί φτιάχτηκε απρόσεκτα. Η εσωτερική και η εξωτερική όψη των τειχών είναι έντονα επιχρισμένη με ασβέστη και άμμο. Όπως συχνά συναντάται στον Πόντο, το επίχρισμα των κατώτερων στρωμάτων τοιχοποιίας στην εξωτερική πλευρά έχει φύγει, δίνοντας την εντύπωση ότι είναι παλαιότερης κατασκευής, κάτι που είναι παραπλανητικό. Στην πραγματικότητα η διαρροή από το υψηλότερο εσωτερικό επίπεδο και οι ρίζες έχουν διαβρώσει το επίχρισμα.

Τα τείχη έχουν πάχος 1,1-1,2 μ., εκτός από τα πιο απόκρημνα τμήματα, όπου έχουν πάχος μόνο 0,75-0,90 μ. Ξύλα υπάρχουν κατά διαστήματα ως μπατικά, αλλά φαίνεται ότι δεν υπάρχουν δρομικά. Τα μπατικά απέχουν περίπου 1 μ. κατακόρυφα μεταξύ τους και 3 μ. οριζόντια, αλλά μερικές φορές τοποθετούνται υπό γωνία ως προς το τείχος. Εκείνα που φαίνονται, είναι από ξεφλουδισμένο πεύκο, αδρά κομμένο και κατά μέσο όρο περίπου 10 εκ. σε διάμετρο.

Τα πυρά από το τειχοπέτασμα περιορίζονταν στις πολεμίστρες. Δεν υπάρχουν παράθυρα με σχισμή, εκτός από ένα άνοιγμα περίπου 15×15 εκ. στο νότιο τείχος, που θα μπορούσε να ήταν σημείο παρατήρησης ή οπή αποστράγγισης.

Η θέση των προμαχώνων επιβάλλεται σε κάποιον βαθμό από τον βράχο στον οποίο στέκονται. Ημικυκλικοί προμαχώνες στέκονται στη δυτική πύλη (φωτ. 251α) και στην ανατολική γωνία και είναι εξοπλισμένοι με σχισμές βολής. Οι σχισμές είναι ορθογώνιες και από τις δύο πλευρές, με ξύλινα υπέρθυρα. Ένας τρίτος προμαχώνας βρίσκεται στη μέση του βόρειου τείχους. Κανένας από αυτούς τους προμαχώνες δεν έχει σημάδια εσωτερικής τοιχοποιίας ή θόλου. Οποιαδήποτε εσωτερική κατασκευή πρέπει να ήταν από ξύλο.

Μικρές συμπαγείς αντηρίδες τοιχοποιίας, ή σημεία θέασης, προεξέχουν από το βόρειο και το νότιο τείχος.

Η ακρόπολη, ή φυλάκιο, έχει πέτρινο χώρισμα (σχήμα 109). Ένα επιπλέον πάχος τοιχοποιίας και ακανόνιστα ίχνη κονιάματος υποδηλώνουν ότι πέτρινα σκαλοπάτια οδηγούσαν στις επάλξεις της από τη νοτιοδυτική γωνία. Μια ράμπα, με επάλξεις, φαίνεται ότι περικύκλωνε τα τείχη εδώ, τα οποία έχουν πάχος 1,1 μ. στη βόρεια πλευρά και 0,9 μ. στη νότια. Ένα κομμάτι ασβεστωμένου σοβά στο νότιο τείχος, στα δυτικά της εισόδου της ακρόπολης, είναι το μόνο σημάδι κατοίκησης και όλα τα οικιακά κτίρια πρέπει να ήσαν από ξύλο.

Στα ανατολικά της ακρόπολης, το προσεκτικό σοβάτισμα ενός θαλάμου υποδηλώνει ότι επρόκειτο για στέρνα. Το χονδροειδές γέμισμα του τοίχου είναι από ασβέστη και άμμο. Ο κάτω σοβάς είναι κυρίως από ασβέστη, με λίγη άμμο αλλά άφθονο κομμένο άχυρο ως συνδετικό. Ο επάνω σοβάς είναι η συνήθης στρώση στεγανοποίησης από ασβέστη με κονιοποιημένα τούβλα ή πήλινα σκεύη ως πληρωτικό. Λαξευτά κομμάτια από κίτρινο και πράσινο ασβεστόλιθο ψηλά στο βόρειο τείχος υποδεικνύουν το ξεφύτρωμα εκείνου που ήταν ημικυλινδρικός θόλος, του μόνου ίχνους πέτρινου θόλου στο Κογ Καλέ.

Ένας θάλαμος στα ανατολικά της στέρνας ίσως ήταν κουζίνα. Εδώ μια χαμηλή εσοχή στον ανατολικό τοίχο είναι τζάκι, που πλαισιώνεται από ορθογώνιες κόγχες. Ο εξωτερικός τοίχος έχει πάχος περίπου 0,9 μ. και ο εσωτερικός πάχος περίπου 0,65 μ. Ένας επάνω όροφος του οικοδομήματος είχε δύο ορθογώνια παράθυρα με ξύλινα υπέρθυρα στον βόρειο τοίχο (φωτ. 251β). Έχουν μέγεθος περίπου 1×1,25 μ.

Στο σχέδιο είναι χαραγμένες οι απαρχές ενός εσωτερικού τείχους, που εκτείνεται από το νότιο τείχος μέχρι τα κτίρια της ακρόπολης (σχήμα 109). Αυτό θα χώριζε το κάστρο σε εξωτερικό εξώτειχος στα δυτικά (όπου δεν υπάρχει ίχνος εσωτερικού κτιρίου) και πιο οικιακό εσωτερικό εξώτειχος στα ανατολικά. Δεν φαίνεται να έχει γίνει καμία προσπάθεια διαμόρφωσης σκαλοπατιών στον φυσικό βράχο ή ισοπέδωσής του.

Ταυτοποίηση και χρονολογία. Η έλλειψη οποιασδήποτε ισοπέδωσης του φυσικού βράχου ή διαφορετικών περιόδων τοιχοποιίας, υποδηλώνει ότι η τοποθεσία πιθανότατα δεν έχει ιστορία πριν από τον Μεσαίωνα. Τόσο μέσω εξάλειψης όσο και από ετυμολογία, το Κογ μπορεί να ταυτιστεί με το κάστρο «τοῦ κούκου», που ίδρυσε ο Αλέξιος Γ’ το 1360 για να εμποδίσει τον χότζα Λατίφ της Μπαϊμπούρτ, ο οποίος έμελλε να χάσει το κεφάλι του στη Ματζούκα το 1361. Τα σημάδια βιαστικής κατασκευής και εφυαλωμένης λεπτεγχάρακτης κεραμικής στην τοποθεσία ίσως επιβεβαιώνουν τις συνθήκες και την περίοδο κατασκευής αυτού του πιο νότιου αυτοκρατορικού φυλακίου, το οποίο φρουρούσε τον δρόμο των Σατάλων, όπως φρουρούσε η Μεσοχαλδία τον κύριο δρόμο της Μπαϊμπούρτ, εναντίον τόσο των Τσέπνι όσο και των εμίρηδων της Μπαϊμπούρτ.76

19. Ζιντανλάρ Αράζι, Μουρατχανογκιουλάρι (Βουργουσνόης, Longini Fossatum;)

Θέση. Περίπου 5 χλμ. δυτικά του Κουάζι (Κόβανς), 7 χλμ. νότια του Καμπακιλίσε (Καμπακιόι), στη βόρεια όχθη του Κάνι (Χαρσίτ), στη συμβολή του με τον Λερί (Γιαγμούρ) Ντερέ, εκεί όπου τώρα ο δρόμος προς Γιαγμούντερε αφήνει τον μεγάλο δρόμο της Μπαϊμπούρτ. Η τοποθεσία βρίσκεται περίπου 1.200 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στο σημείο όπου ένας από τους καλοκαιρινούς δρόμους από τις Ποντικές Πύλες φτάνει στην κοιλάδα του Κάνι.

Περιγραφή. Ανάμεσα σε δέντρα και χωράφια, μεταξύ του σύγχρονου δρόμου και του ποταμού Γιαγμούρ υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά. Στα νότια υπάρχουν ερείπια ορθογώνιας κατασκευής όχι μεγάλης ηλικίας, διαστάσεων περίπου 25×12 μέτρων. Οι τοίχοι είναι από τοιχοποιία τυχαίας κοπής με ασβεστοκονίαμα, με ορθοστάτες στον πυρήνα. Το πλάτος τους είναι περίπου 0,75 μ. και στέκονται σε ύψος περίπου 2 μ.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό, στα βόρεια, είναι ένας τετράγωνος περιτειχισμένος περίβολος, η βόρεια πλευρά του οποίου εκτείνεται κατά μήκος του ποταμού Γιαγμούρ. Οι πλευρές, ευθυγραμμισμένες στις 20°, έχουν μήκος περίπου 85, 90, 82 και 85 βήματα αντίστοιχα. Τα τείχη έχουν εξαφανιστεί σχεδόν εντελώς, εκτός από ίχνη κονιάματος κατά μήκος της νότιας πλευράς, ίχνη νοτιοδυτικού γωνιακού πύργου με επένδυση λειασμένες στο νερό πέτρες, τμήμα θεμελίωσης βόρειου τείχους κατά μήκος του ποταμού και σημαντικά ερείπια βορειοανατολικού γωνιακού πύργου, αλλά η πορεία των τειχών δεν είναι δύσκολο να εντοπιστεί από έντονες αλλαγές του επίπεδου του εδάφους. Ο βορειοανατολικός πύργος βρίσκεται τώρα σε ύψος 12 περίπου μ. Η τοιχοποιία του έχει πάχος 1,5-2 μ. Οι λειασμένες στο νερό πέτρες της όψης του είναι τοποθετημένες σε κανονικές στρώσεις και ο πυρήνας είναι από καλοστρωμένο κονίαμα θραυσμάτων. Λίγα θραύσματα τούβλων ή κεραμιδιών και ένα κεραμίδι κορυφογραμμής υπάρχουν σε αυτόν τον πυρήνα. Τα κεραμίδια κορυφογραμμών που είναι διάσπαρτα στην τοποθεσία είναι ελαφρώς βαρύτερα από το συνηθισμένο (βλ. Παράρτημα). Μερικά πήλινα σκεύη, αλλά όχι εφυαλωμένα όστρακα, υπήρχαν στον χώρο.

Ταυτοποίηση και χρονολογία. Ο Στρέκερ και ο Μπριό (γνωστός και ως Borit) πέρασαν από την τοποθεσία, την οποία ο Στρέκερ και οι σύγχρονοι χάρτες ονομάζουν Μουρατχανογκιουλάρι, και ο Μπριό εξηγεί ότι ήταν το χάνι του σουλτάνου Μουράτ, πιθανώς του Μουράτ Δ’ (1611-40), ο οποίος θα είχε περάσει από εδώ κατά την εκστρατεία του προς τη Βαγδάτη.77 Το πρώτο χαρακτηριστικό αντιστοιχεί καλά με οθωμανικό χάνι.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό, ένας τετράγωνος περιφραγμένος περίβολος, είναι σαφώς πολύ παλαιότερο από το πρώτο. Φέρει τα σημάδια μικρού, αλλά κανονικού, ρωμαϊκού στρατοπέδου, αρκετά συνηθισμένου αλλού, αλλά σχεδόν καθόλου στον ορεινό Πόντο. Με βάση αυτή την υπόθεση, ο Ουίνφιλντ έχει προτείνει μια δοκιμαστική ταύτιση της τοποθεσίας με την «Τάφρο του Λογγίνου» του Προκοπίου και τη «Νέα Πόλη», τον Βουργουσνόη.78 Δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε με βεβαιότητα κανένα από τα φρούρια του Προκοπίου στη χώρα των Τζάνων: «Καθώς προχωρά κανείς [από το οχυρό Σισιλισσών], υπάρχει συγκεκριμένο μέρος στα αριστερά, προς τα βόρεια, το οποίο οι ντόπιοι αποκαλούν Λογγίνου φοσσᾶτον, γιατί σε παλαιότερες εποχές ο Λογγίνος, Ρωμαίος στρατηγός, Ίσαυρος στην καταγωγή, είχε κάνει εκστρατεία εναντίον των Τζάνων και έχτισε εκεί το στρατόπεδό του. Σε αυτό το μέρος αυτός ο αυτοκράτορας [Ιουστινιανός] έχτισε φρούριο που ονομαζόταν Βουργουσνόης, μια μέρα ταξίδι μακριά από το Σισιλισσών. [Εκεί κοντά έκτισε] δύο οχυρά, ένα που λέγεται Σχαμαλινίχων και το άλλο εκείνο που λένε Τζαντάκων. Και εδώ τοποθέτησε έναν άλλο στρατιωτικό διοικητή».79 Λαμβάνοντας ως Τζανζάκων τη Τζάντζα, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι το Ζιντανλάρ Αράζι ήταν το στρατόπεδο του Λογγίνου (Λογγίνου φοσσᾶτον) και, ακόμη πιο διστακτικά, να τοποθετήσει το Σχαμαλινίχων στο Λερί και το Σισιλισσών στο Χαντράκ, απ’ όπου θα έλεγχαν τις θερινές διαδρομές προς νότο. Σε κάθε περίπτωση, τα ερείπια δίπλα στον ποταμό Γιαγμούρ παρέχουν σπάνιες αρχαιολογικές μαρτυρίες προμεσαιωνικής οχύρωσης στη Χαλδία, και μια Ιουστινιάνεια ή παλαιότερη χρονολόγηση γι' αυτά θα ήταν σωστή.

20. Κουάζι (Κόβανς, Κέτσι Καλέ, Μεσοχαλδία;) (φωτ. 252-255β, σχήμα 110)

Θέση. Περίπου 25 χλμ. ανατολικά της Γκουμούσχανε, ψηλή προεξοχή βράχου αναδύεται στα βόρεια του δρόμου της Μπαϊμπούρτ. Στέφεται από κάστρο που βρίσκεται πάνω από 250 μέτρα πάνω από την κοιλάδα, η οποία εδώ στενεύει και αρχίζει να υψώνεται απότομα προς το πέρασμα Βαβούκ και την πηγή του Κάνι (Χαρσίτ). Το κάστρο λοιπόν έχει πρόσβαση από τα ανατολικά στην κοιλάδα του Κάνι και τα εύφορα χωράφια της και δεσπόζει σε βόρεια κοιλάδα παραπόταμου.

Ταυτοποίηση. Το Κέτσι Καλέ, το «Κάστρο των Αιγών» είναι ο υποψήφιός μας για τη Μεσοχαλδία του 14ου αιώνα (έστω και μόνο επειδή βρίσκεται στη μέση της Χαλδίας) και για την επισκοπή Κουαζίου (Λερί) του 17ου αιώνα, το όνομα της οποίας φαίνεται να επιβιώνει ως Κόβανς.80

Περιγραφή. Η δομή που σκαρφαλώνει στην κορυφή του βράχου Κουάζι, η οποία είναι σήμερα το πιο εμφανές χαρακτηριστικό της τοποθεσίας (φωτ. 254α), δεν είναι παρά το φυλάκιο ή εσωτερικό φρούριο ενός μεγάλου συγκροτήματος (σχήμα 110). Το φυλάκιο ακολουθεί το σχήμα της επιμήκους προεξοχής πάνω στην οποία είναι χτισμένο. Υπάρχουν μυτεροί, στρογγυλοί και τετράγωνοι προμαχώνες κατά διαστήματα κατά μήκος των τειχών του. Ο βράχος πέφτει λίγο-πολύ απόκρημνα για περίπου 200 μέτρα από τις τρεις πλευρές, αλλά συνδέεται με τη ράχη των λόφων στα ανατολικά, όπου ένα σαμάρι δίνει πρόσβαση στην πύλη (φωτ. 253β). Ο δρόμος που ανεβαίνει προς την ανατολική πύλη, από τα βόρεια είναι απότομος και το πέρασμα της εισόδου επιστρέφει στην κατεύθυνση από την οποία ήρθε. Φαίνεται απίθανο ότι ιππικό ή κάρα θα μπορούσαν να ανέβουν στο φυλάκιο.

Η τοιχοποιία είναι από χοντρικά κομμένες πέτρες που δεν στρώνονται σε σειρές. Το κονίαμα είναι από ασβέστη και βότσαλα. Το εξωτερικό των τειχών μετατρέπεται σε λεία επιφάνεια με άφθονη επίχρισμα ασβεστοκονιάματος. Ένας δυτικός πύργος φαίνεται να ανοικοδομήθηκε σε σχετικά πρόσφατους χρόνους (φωτ. 255α). Υπάρχουν υπολείμματα δύο ορθογώνιων θολωτών δωματίων ή δεξαμενών (φωτ. 252). Οι ημικυλινδρικοί τους θόλοι σχηματίζονται από επίπεδες πέτρες, στρωμένες σαν να ήσαν τούβλα. Οι εσωτερικοί τοίχοι αυτών των θαλάμων καλύπτονται με λευκό σοβά που δεν είναι μεσαιωνικός.

Περίπου 100 μ. πιο κάτω και νοτιοδυτικά του δυτικού πύργου, μεγάλη σχισμή του βράχου οδηγεί σε σπηλιά (φωτ. 253α). Η πρόσβαση στη σπηλιά εμποδίζεται από τοξωτό μεσαιωνικό τείχος. Οι κάτοικοι του χωριού μιλάνε για σήραγγα που εκτείνεται από τη σπηλιά μέχρι το φυλάκιο.

Ένα εκτεταμένο εξώτειχος σκαρφαλώνει στους γκρεμούς και τους βράχους της νότιας και ανατολικής πλευράς του φυλακίου, σχεδόν μέχρι τον σημερινό δρόμο της Μπαϊμπούρτ που εκτείνεται κάτω από το κάστρο (φωτ. 254β). Στα μισά του λόφου, τα υπολείμματα ενός τειχοπετάσματος ακολουθούν το περίγραμμα του λόφου και ίσως χωρίζουν την περιοχή σε εσωτερικό και εξωτερικό τείχος (φωτ. 255β). Το τείχος του περιγράμματος είναι χτισμένο από μικρά κομμάτια, χονδρικά τετραγωνισμένα και στρωμένα σε κανονικές σειρές. Ο πυρήνας με κονίαμα συντριμμιών είναι καλά στρωμένος και συμπιεσμένος, χωρίς κενά αέρα. Ένα τμήμα είναι χτισμένο από ακατέργαστες πέτρες, διατεταγμένες σε σχέδιο ψαροκόκαλου. Αυτά τα τείχη είναι γενικά παλαιότερης κατασκευής από εκείνα που βρίσκονται στο φυλάκιο. Το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής που περικλείεται από το εξώτειχος είναι πολύ απότομο για άνετη κατοίκηση, αλλά ένα συνονθύλευμα κατασκευών στους πρόποδες των τειχών υποδηλώνει ότι το vicus (χωριό) του Κουάζι βρισκόταν εκεί.

Χρονολογία. Τα κάστρα της Χαλδίας προστάτευαν οικισμούς στα πόδια τους και λειτουργούσαν και ως σταθμοί διοδίων. Όπως είδε ο Κλαβίχο στο κάστρο «Τορούλ», φρουρούνταν από ιππικό. Όμως το Κουάζι πρέπει να ήταν ιδιόμορφα άβολο. Η κύρια πρόσβασή του ήταν από τα βόρεια, και ενώ είναι δυνατό να σκαρφαλώσει κανείς από τον νότιο οικισμό προς την ανατολική πύλη, δεν είναι καθόλου βολικό. Ούτε η πρόσβαση είναι κατάλληλη, παρά μόνο για άλογα με το ασφαλέστερο πάτημα. Προτείνουμε ότι τα άλογα αφήνονταν για σταβλισμό στη νοτιοδυτική σπηλιά (φωτ. 253α), σε κοντινή απόσταση από τον κύριο δρόμο, όπου το ιππικό μπορούσε να αναχαιτίσει τους ταξιδιώτες που έβλεπαν από τον δυτικό πύργο.

Υπάρχουν αρκετές περίοδοι οικοδόμησης στον χώρο. Η αρχαιότερη αντιπροσωπεύεται πιθανότατα από την κανονική λιθοδομή των κατώτερων οχυρώσεων του βάθρου (φωτ. 255β) που μπορεί να είναι βυζαντινή. Άλλη τοιχοποιία στα συντρίμμια του περιτειχίσματος, και ο τοίχος του νοτιοδυτικού σπηλαίου, θα μπορούσε να είναι τραπεζούντια, και αν η διάταξη του ίδιου του φυλακίου (που τόσο θυμίζει Τζάνιχα) είναι τραπεζούντια, τότε οι θολωτοί θάλαμοι και ο δυτικός πύργος εκεί είναι σίγουρα μεταγενέστεροι. Μπορεί ακόμη και να ανήκουν στη ρωσική εισβολή και κατάληψη της περιοχής το 1829,ύστερα από την οποία τα προβλήματα του τόπου πρέπει να ήσαν τόσο εμφανή, που εγκαταλείφθηκε.

21. Κόβανς Κογιού (Κέτσι Καλέ Ναχιγιέσι) (φωτ. 256α, β, σχήμα 76)

Θέση. Περίπου 500 μέτρα βόρεια του σύγχρονου χωριού Κέτσι Καλέ και 1,5 μ. δυτικά του κάστρου.

Περιγραφή. Μια οβάλ επιφάνεια βράχου υψώνεται 50 περίπου μέτρα πάνω από το χωριό (φωτ. 256α). Υπάρχει αρκετή ποσότητα μη εφυαλωμένης κεραμικής στην επίπεδη κορυφή της προεξοχής, καθώς και ίχνη κονιάματος και απογυμνωμένα θεμέλια τειχών. Ο βράχος σχηματίζει φυσική αμυντική θέση και θα μπορούσε να ήταν η τοποθεσία οχυρού, περιτειχισμένου μοναστηριού ή χωριού σχεδόν οποιασδήποτε εποχής.

Στη νοτιοανατολική γωνία του χώρου σώζονται τα ερείπια παρεκκλησίου (φωτ. 256β, σχήμα 76). Οι περισσότεροι από τούς τοίχους του έχουν καταρρεύσει όπου τα θεμέλια των φυσικών βράχων έχουν διαβρωθεί, αλλά μέρος των αψίδων υψώνεται περίπου στα 6 μέτρα. Η κάτοψη είναι δίκλιτου παρεκκλησίου, με τα κλίτη εγγεγραμμένα στο πάχος του ανατολικού τοίχου, ο οποίος είναι επίπεδος εξωτερικά, όπως στο Λερί, στο Διπόταμο και στο Φολ Μαντέν.81 Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από χονδρικά τετραγωνισμένες πέτρες τοποθετημένες σε κανονικές στρώσεις, με μικρότερες πέτρες να καλύπτουν τα κενά. Ο πυρήνας είναι από κονίαμα θραυσμάτων με πέτρες καλά στρωμένες και χωρίς κενά. Το κονίαμα είναι από ασβέστη, άμμο και λειασμένα από το νερό βότσαλα. Οι γωνιόλιθοι είναι από μεγαλύτερα κομμάτια. Στη βόρεια πλευρά του νότιου κλίτους ο τοίχος καμπυλώνεται στην κορυφή, υποδηλώνοντας ότι ήταν καμαροσκέπαστος. Ο προσανατολισμός των κλιτών είναι 45°.

Στον νότιο τοίχο του βόρειου κλίτους και στον βόρειο τοίχο του νότιου κλίτους υπάρχουν είναι θραύσματα σοβά από ασβέστη και άμμο, που δεν φαίνεται να έχει οργανικό συνδετικό υλικό. Περίπου 1,75 μ. πάνω από το σημερινό επίπεδο του δαπέδου του βόρειου κλίτους υπάρχουν αμυδρά ίχνη δύο οριζόντιων κόκκινων γραμμών, σε απόσταση περίπου 17 εκατοστών μεταξύ τους. Πρέπει να αντιπροσωπεύουν τον προκαταρκτικό σχεδιασμό διακόσμησης τοίχου που χάθηκε ή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

22. Αγία Σοφία, στο Λερί(ν) (Αγιασόφια Τζαμί, στο Καμπακιλίσε, τώρα Καμπακιόι) (φωτ. 257α-261, σχήματα 111, 112)

Θέση. Στο σύγχρονο Καμπακιόι, 5 χλμ. βόρεια του κάστρου Κουάζι (Κόβανς) και 27 χλμ. ανατολικά της Γκουμούσχανε. Το Λερί (Λερίου, Λερίν) είναι προσβάσιμο μέσω δρόμου για αυτοκίνητα, που διακλαδίζεται βόρεια από τον δρόμο της Μπαϊμπούρτ στο Ζιντανλάρ Αράζι, κατά μήκος του Λερί Ντερέ. Το Καμπακιόι (μέχρι πρόσφατα Καμπακιλίσε) είναι σήμερα ο μεγαλύτερος οικισμός της κοιλάδας του Λερί και των παραποτάμων του.82 Το τζαμί του χωριού, μετασκευασμένη εκκλησία, βρίσκεται στην πλευρά της κοιλάδας στη βόρεια συνοικία του Καμπακιόι. Το σημερινό του όνομα Αγιασόφια Τζαμί είναι η μόνη, αλλά συγκεκριμένη, ένδειξη της αρχικής αφιέρωσής του στην Αγία Σοφία.

Έχουμε δημοσιεύσει αλλού εκκλησίες του 19ου αιώνα στην κοιλάδα Λερί και έχουμε τοποθετήσει δοκιμαστικά το κάστρο Σχαμαλινίχων του Ιουστινιανού στην περιοχή, αν και δεν είναι το "Ulukale" που σημειώνεται εδώ στον χάρτη του Ταρχάν, γιατί αυτό δεν υπάρχει.83 Χωρικοί είπαν ότι είχαν βρει θεμέλια μιας εκκλησίας σε χωράφια που ονομάζονται Κίσε Αράζι, βορειοανατολικά του Καμπακιόι, ενώ θεμέλια παλιάς εκκλησίας αναφέρθηκαν στο Γκιοκπεκιλίσε εκεί κοντά. Στο Καρακαγιά, κοντά στο Γκιοκπεκιλίσε, υπάρχει ιερό μέρος αφιερωμένο στον Χιζίρ Ιλιάς, όπου οι χωρικοί κάνουν πικνίκ κάθε 6 Μαΐου.

Ιστορία. Το Λερί βρίσκεται στις παρυφές των ποντιακών ελληνικών και αρμενικών οικισμών. Μόλις 35 χιλιόμετρα ανατολικά, στο Βαρζαχάν, υπήρχαν δύο σημαντικές αρμενικές εκκλησίες του 11ου ή 12ου αιώνα και τον 16ο αιώνα η πεδιάδα της Μπαϊμπούρτ ήταν κατά κύριο λόγο αρμενική, παρά ελληνική.84 Το ότι το Λερί μπορεί να βρισκόταν αρχικά εντός της αρμενικής οικιστικής σφαίρας υποδηλώνεται από το ίδιο το όνομά του, το οποίο πιθανότατα προέρχεται από την αρμενική λέξη για «ορεινό βοσκότοπο» (lerin, γενική του learn, «βουνό». Βλέπε το σύγχρονο Χεμσίν Αρμενικό ler-e, ή ‘yayla’).85 Μάλιστα ο Λερί Ντερέ πηγάζει σε κάποιους από τους καλύτερους ορεινούς βοσκοτόπους του Πόντου.

Αλλά το Λερί βρισκόταν σίγουρα σε ελληνικά εκκλησιαστικά χέρια από τον 9ο αιώνα. Η έδρα της Τραπεζούντας πιθανότατα προβιβάστηκε σε μητροπολιτική επί Βασιλείου Α' (867-86) και στον αρχαιότερο γνωστό κατάλογο των υπαγομένων επισκοπών (τα Νέα Τακτικά του Λέοντος ΣΤ’ [886-912]), η επισκοπή Λερίου είναι έκτη από τις επτά εξαρτήσεις της Τραπεζούντας. Παρέμεινε, ως ὁ Λερίου, ή ὁ Λερείου, έκτη από τις δεκαοκτώ και δεκαπέντε υπαγόμενες αντίστοιχα σε δύο μεταγενέστερους καταλόγους, που αποδίδονται ποικιλοτρόπως στην περίοδο 980-1054.86 Ήταν αυτές οι Notitiae που μας οδήγησαν να περπατήσουμε στο Καμπακιόι για την περίπτωση που θα βρίσκαμε βυζαντινό καθεδρικό ναό εκεί.

Ύστερα από το 1054 περίπου, η επισκοπή του Λερί δεν εμφανίζεται ξανά σε πηγές τεκμηρίωσης μέχρι το 1670. Οι επιδρομές των Σελτζούκων ξεκίνησαν στην περιοχή το 1048. Αλλά το κάστρο του Κουάζι (Κόβανς) της Μεσοχαλδίας θα φρουρούσε την κοιλάδα και οι γειτονικές παραμεθόριες έδρες επέζησαν. Αναφέρεται ένας επίσκοπος Σατάλων το 1256 και ένας επίσκοπος Χαλδίας το 1390 (αν και ο πρώτος στη Ματζούκα και ο δεύτερος στην Τραπεζούντα).87 Η έλλειψη πληροφοριών για το Λερί μπορεί απλώς να αποδοθεί στην καταστροφή των αρχείων της Εκκλησίας της Τραπεζούντας περίπου το 1665.88

Το 1670 επιστολή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου (1668-71) προς τον μητροπολίτη Καμμάχου Λαυρέντιο ονομάζει τὸ δὲ Κουάζι εἶναι ἐπισκοπὴ Λερίουως έβδομη και τελευταία των υπαγομένων στην Τραπεζούντα επισκοπών.89 Αναφέρεται τελευταία ως επισκοπή Λερίου τὸ νῦν λεγόμενον Γκούασησε κατάλογο της 6ης Μαρτίου 1737 προσαρτημένο στο χειρόγραφο Σουμελά MS 27.90 Υπάρχει ένας υπαινιγμός αρχαιολατρικού ενθουσιασμού με εκείνους τους όψιμους καταλόγους εξαρτήσεων της Τραπεζούντας, που μπορεί να μην αντικατοπτρίζει σύγχρονη θέση. Για παράδειγμα, στις 17 Ιουλίου 1737 (την ίδια χρονιά με τον κατάλογο της Σουμελά), ο πατριάρχης Αντιοχείας Σιλβέστρος (1724-66) ενέκρινε τη χειροτονία του μητροπολίτη Ακίσκας Μακαρίου στην εκκλησία της Θεοτόκου κατὰ τὴν κώμην Καρμοὺτ τοῦ Κοάς.91 Το Καρμούτ (τώρα Γιουκάρι Κερμούτ και Ασάγι Κερμούτ) βρίσκεται στην κοιλάδα που εκτείνεται παράλληλα με το Λερί, 8-10 χλμ. δυτικά. Οι εκκλησίες του είναι πιθανώς του 19ου αιώνα.92 Η έδρα είχε προφανώς εγκαταλείψει την κοιλάδα του Λερί και είχε μεταφερθεί από τη δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης σε εκείνη της Αντιόχειας. Η Χαλδία, με την έδρα της στη Γκουμούσχανε, ούτε 20 χλμ. από το Καρμούτ, παρέμενε πάντοτε στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, αλλά φαίνεται ότι το Καρμούτ και το Λερί του 18ου αιώνα προσαρτήθηκαν στην Αντιοχηνή επαρχία της Θεοδοσιούπολης (Ερζερούμ). Τον 19ο αιώνα η περιοχή είχε επανέλθει τόσο στη Χαλδία όσο και στην Κωνσταντινούπολη. Αυτά τα αμφισβητούμενα σύνορα των πατριαρχείων της Κωνσταντινούπολης και της Αντιόχειας, που εκτείνονταν κατά μήκος των νότιων συνόρων των Μεγάλων Κομνηνών, πιθανώς εξηγούν τις αντικρουόμενες δηλώσεις του 1737, όταν η Αντιόχεια είχε σαφώς de facto δικαιοδοσία στην περιοχή.

Παραλλαγές του νέου ονόματος Κουάζι του 18ου αιώνα της περιοχής Λερί είναι Κοάς, Κοάσι, Κούασι και Γκένασης.93 Το όνομα της περιοχής προφανώς εγκαταστάθηκε (όπως το Τορούλ στην Άρδασσα και η Ματζούκα στη Μάτσκα) στο Μεσοχαλδικό κάστρο του Κόβανς. Δεν φαίνεται να έχει παλαιότερη χρήση. Αυτή η αλλαγή της ονοματολογίας μπορεί να αντανακλά ουσιαστική, αν και αποσπασματική, τουρκική εγκατάσταση τον 18ο αιώνα, όταν η κοιλάδα Λερί έγινε Κουάζι και το ίδιο το Λερί έγινε Καμπακιλίσε, χάνοντας την εκκλησία του ως τζαμί και την έδρα του στο Καρμούτ, πιθανότατα το 1737. Έτσι, αν και οι Τούρκοι του σύγχρονου Καμπακιόι έχουν προφανώς διατηρήσει τη μνήμη της αρχικής ελληνικής αφιέρωσης του τζαμιού, από τον 18ο αιώνα οι Έλληνες του Λερί είχαν ξεχάσει το αρχικό ελληνικό όνομα για το Καμπακιλίσε. Μερικές επικεφαλής ελληνικές οικογένειες μετανάστευσαν και ευημέρησαν αλλού, εκείνη του λογίου του 18ου αιώνα Μιχαήλ Παπαγεωργίου ὁ Λαίριος,94 και η δυναστεία των Μουρούζη (Μουρούζηδες). Η παράδοση ότι οι Μουρούζαι ξεπήδησαν από το Μουρουζλί (Μουρουζάντων, Μουρουζάντι), 2 χλμ. δυτικά του σύγχρονου Καμπακιόι, είναι ισχυρή.95 Φαίνεται ότι έφυγαν από το Λερί για την Κωνσταντινούπολη το πρώτο μισό του 18ου αιώνα, ως αποτέλεσμα της τοπικής τουρκικής «τυραννίας». Όμως ευημερούσαν στην πρωτεύουσα. Ο Κωνσταντίνος Μουρούζης κυβέρνησε τη Μολδαβία την περίοδο 1777-82 και μέχρι το 1821 αρκετά μέλη της οικογένειας κατείχαν υψηλά αξιώματα στην Πύλη και ως Φαναριώτες ηγεμόνες. Ο ηγεμόνας Αλέξανδρος Μουρούζης εξέδωσε χρυσόβουλλο υπέρ του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας το 1803.96

Όμως οι περισσότεροι από τους οικισμούς του Λερί παρέμειναν ελληνικοί, συμπεριλαμβανομένου του χωριού που εξακολουθεί να ονομάζεται Λερί (τώρα επίσημα Γετιρμέζ), 4 χλμ. βορειοδυτικά του Καμπακιόι. Ο μισός πληθυσμός του από διακόσιες οικογένειες ήσαν κρυπτοχριστιανοί που δήλωσαν ανοιχτά την πίστη τους το 1857.97 Επτά ή περισσότερες εκκλησίες χτίστηκαν στην κοιλάδα το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στον ζήλο τους για ανοικοδόμηση εκείνη την εποχή, οι Έλληνες του Πόντου κατέστρεψαν περισσότερες μεσαιωνικές εκκλησίες απ’ ό,τι οι Τούρκοι, και δεν γνωρίζουμε αν υπήρχαν άλλες στην κοιλάδα. Αλλά η μεσαιωνική εκκλησία στο Καμπακιόι ξέφυγε από αυτή τη μοίρα, επειδή ήταν ήδη τουρκικό τζαμί.

Αρχιτεκτονική. Βασιλική με εγγεγραμμένη αψίδα και ορθογώνια παστοφόρια, οι εξωτερικές διαστάσεις της οποίας είναι 14,27×11,42 μ. (σχήματα 111 και 112). Ο ανατολικός και ο νότιος τοίχος είναι κτισμένοι από καλές λαξευτές πέτρες από κίτρινο ασβεστόλιθο, κατά μέσο όρο 40 εκ. σε ύψος και 30-90 εκ. σε μήκος (φωτ. 257β). Υπάρχει λίγο κονίαμα και μέσα σε αυτό φάνηκαν δύο μόνο θραύσματα από τούβλα ή κεραμίδια. Ο δυτικός και ο βόρειος τοίχος είναι πολύ διαφορετικοί. Η όψη του βόρειου τοίχου έχει αφαιρεθεί πλήρως και αποτελείται πια από μικρές ακανόνιστες πέτρες. Ο δυτικός τοίχος αποτελείται από μεγαλύτερες, αλλά εξίσου ακανόνιστες πέτρες (φωτ. 257α).

Τα τρία παράθυρα της αψίδας έχουν ημικυκλικά τόξα, καθένα φτιαγμένο από τρία κομμάτια, με οξυκόρυφο περίζωμα (φωτ. 260β). Το νότιο παράθυρο που σώζεται είναι παρόμοιο, αλλά δεν έχει οξυκόρυφο περίζωμα (φωτ. 259). Όλα τα βορεινά παράθυρα είναι φραγμένα. Αν και μπορούν να εντοπιστούν χτυπώντας πάνω στον σοβά στο εσωτερικό, δεν φαίνονται σχεδόν καθόλου στο ερειπωμένο εξωτερικό του τοίχου. Τα τέσσερα δυτικά παράθυρα σε ακανόνιστη απόσταση δεν είναι τοξωτά και έχουν βαθιά κεκλιμένα περβάζια, χαρακτηριστικό των πρώιμων σύγχρονων ποντιακών εκκλησιών.

Το δάπεδο του τζαμιού βρίσκεται περίπου 1,5 μ. πάνω από το σημερινό επίπεδο του εδάφους στο δυτικό άκρο (φωτ. 257α). Το έδαφος έχει ολισθήσει στην κοιλάδα, εκθέτοντας για 1 έως 1,5 μ. με επενδεδυμένο πέτρινο θεμέλιο, παντού εκτός από το ανατολικό άκρο, το οποίο είναι θαμμένο μέχρι το ύψος των παραθύρων (φωτ. 260α-γ).

Μερικά κομμάτια γύρω από το παράθυρο της κύριας αψίδας είναι συνδεδεμένα με τον γεωργιανό τρόπο.98 Τα λαξευτά κομμάτια της νότιας πλευράς (που τα ίδια είναι πελεκημένα, ιδιαίτερα στις γωνίες, σαν επαναχρησιμοποιημένα) υποβαθμίζονται σε ακανόνιστες μορφές μία έως τρεις στρώσεις κάτω από την άκρη της οροφής, η οποία έχει κεντρικό αέτωμα και προφανώς πέτρινη όψη (φωτ. 257β). Αν και η οροφή έχει σαφώς ανακαινιστεί κάποια στιγμή, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το κτίριο ήταν ποτέ κάτι άλλο εκτός από καμαροσκέπαστο. Το δυτικό μέτωπο είναι σε μεγάλο βαθμό ανακατασκευασμένο, πιθανώς όταν η εκκλησία έγινε τζαμί. Οι σημειώσεις που κράτησαν ο Μπράιερ και ο Ουίνφιλντ σε ανεξάρτητες επισκέψεις συγκρούονται ως προς το αν υπήρχε νάρθηκας. Ο Ουίνφιλντ υποστηρίζει ότι το σχέδιο απαιτεί νάρθηκα, ο οποίος θα είχε απομακρυνθεί με την ανακαίνιση του δυτικού τοίχου, καθώς τα θεμέλιά του θα ήσαν πλήρως εκτεθειμένα από τη διάβρωση της πλαγιάς του λόφου. Ο Μπράιερ υποστηρίζει ότι οι μεγάλοι γωνιόλιθοι στο δυτικό άκρο του νότιου τοίχου και η τακτοποιημένη κατάληξη του δυτικού αετώματος της στέγης υποδηλώνουν ότι το οικοδόμημα ίσως δεν είχε νάρθηκα. Αλλά συμφωνούμε ότι, παρά την ανοικοδόμηση σε διάφορα στάδια, το παρόν σχέδιο της εκκλησίας αντικατοπτρίζει το αρχικό πολύ στενά (σχήμα 111). Και ότι οι ιδιαιτερότητες της τοιχοποιίας υποδηλώνουν δύο ή τρεις περιόδους εργασιών λιθοδομής:

1. Κτίριο με όψη από κομμάτια πέτρας, χωρίς ορατό κονίαμα.

2. Επισκευές (ίσως μετά από σεισμό) που κατέστησαν αναγκαία την επαναχρησιμοποίηση των λαξευτών κομματιών, αυτή τη φορά με λίγο κονίαμα.

3. Επισκευές στη στέγη και ολόκληρο το δυτικό μέτωπο (ίσως ταυτόχρονα με τη δεύτερη φάση), με χοντρικά κομμένη πέτρα.

Στο δυτικό άκρο υπάρχει πέτρινη εξέδρα και σκαλοπάτια οδηγούν στη σημερινή πόρτα του κτιρίου (φωτ. 257α). Στη βορειοδυτική γωνία υπάρχει σκεπαστή κρήνη, την ξύλινη οροφή της οποίας σκίζει αυτοσχέδιος μιναρές. Ο μουχτάρ μας είπε ότι τα σκαλοπάτια είχαν φτιαχτεί μόλις τη δεκαετία του 1940. Η κρήνη είναι, ίσως, του 19ου αιώνα. Δεν έχει επιγραφή. Η πλατφόρμα είναι προφανώς παλαιότερη. Τμήμα των θεμελίων της είναι εκτεθειμένο και είναι κατασκευασμένη από πέτρες ίδιου μεγέθους με εκείνες του ανατολικού και του νότιου τοίχου του κτιρίου. Ο δυτικός ή βόρειος τοίχος μπορεί να είχαν αφαιρεθεί για αυτό το έργο, εκτός κι αν οι πέτρες αυτές είναι τα συντρίμμια του υποτιθέμενου νάρθηκα.

Ο ναός έχει τρία κλίτη και τέσσερα τετράγωνα βάθρα που πατούν σε βάσεις με ελαφρώς προεξέχουσες κορυφές (φωτ. 261, σχήμα 112). Είναι καμαροσκέπαστος, με τις νευρώσεις για την υψηλότερη κεντρική καμάρα να ξεπηδούν πάνω από το επίπεδο των πλευρικών αψίδων. Οι έξι πλευρικές αψίδες είναι ελαφρώς πεταλοειδείς. Η νότια θύρα έχει φραχτεί (φωτ. 258α) και χρησιμεύει ως μιχράμπ. Η δυτική θύρα πρέπει να χρονολογείται από την περίοδο της ανοικοδόμησης της δυτικής όψης. Το εσωτερικό είναι πολύ επιχρισμένο και ζωγραφισμένο με ρουστίκ και κάπως ασυνήθιστα σχέδια. Στη νότια πλευρά απεικονίζονται οι Ιεροί Τόποι του Ισλάμ. Ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί αν υπήρχαν παλαιότερα στρώματα ζωγραφικής. Από το στυλ και την κατάστασή τους, θα μπορούσε κανείς να διακινδυνεύσει χρονολογία του 18ου αιώνα για τα τωρινά ζωγραφικά έργα. Στο βόρειο κλίτος έχει τοποθετηθεί ξύλινος εξώστης.

Οι τρεις αψίδες που οδηγούν στον θόλο και τα παστοφόρια έχουν φραχτεί και σοβατιστεί, καθιστώντας τον σημερινό χώρο του τζαμιού τετράγωνο. Σχεδόν το ίδιο σχέδιο ακολουθήθηκε, όταν η εκκλησία του Πιράστιγιος μετατράπηκε σε τζαμί.99

Στο βόρειο παστοφόριο και την κεντρική αψίδα μπαίνει κανείς από τα ανατολικά παράθυρα (φωτ. 260α-γ). Τα παστοφόρια είναι θολωτά ορθογώνια και οι αψίδες που οδηγούν από αυτά στον ναό είναι χτισμένες ελαφρώς έκκεντρα. Ο θόλος έχει καλοφτιαγμένη κόγχη, ενώ πολύ ελαφρά ίχνη ζωγραφικής (κόκκινες γραμμές σε λευκό) είναι ορατά κοντά στο παράθυρο. Η λαξευτή πέτρα είναι γυμνή από σοβά και είναι ίδιας ποιότητας με εκείνη του ανατολικού και του νότιου τοίχου. Δεν υπάρχουν διασυνδέουσες αψίδες μεταξύ του θόλου και των παστοφορίων, ούτε λειτουργικές κόγχες κοινές στις τραπεζούντιες και τις ύστερες ποντιακές εκκλησίες.

Το υπέρθυρο της φραγμένης νότιας θύρας κοσμείται με δύο εγχάρακτους σταυρούς σε κύκλους (φωτ. 258α, β). Ανάμεσα στους σταυρούς υπάρχουν πολύ παραμορφωμένα ανάγλυφα από εκείνα που φαίνεται ότι ήσαν δύο πουλιά, και μια τεσσάρων γραμμών επιγραφή που έχει χτυπηθεί με σφυρί με τέτοιο τρόπο, που η αποκατάσταση είναι αδύνατη. Αλλά μέρος μιας πολύ χτυπημένης επιγραφής στη δεξιά παραστάδα είναι ευανάγνωστο.

Η επιγραφή (ή οι επιγραφές) είναι σε τρία κομμάτια, που μπορεί να μην βρίσκονται στις αρχικές τους θέσεις. Τα γράμματα στον κάτω λίθο είναι δυσανάγνωστα, όπως και πολλά από εκείνα στους δύο επάνω λίθους (φωτ. 258γ). Αλλά η ίδια κοινή επίκληση βρίσκεται και στους δύο:

Αριστερά: + Ιώα[ν]νάκι(ου)

[∙] Ε[ὐ]στα[θ]ίου.

Κ[ύρι]ε βοήθ[ε]ι τ[ὸ]ν

δ[ού]λον σου Ἐφ[…
Δεξιά: Κ[ύρι]ε β[ο]ήθ<ει> τ[ὸ]ν

δού[λο]ν σου Η[…

Τα γράμματα είναι χονδροειδή, αλλά έχουν κάποιες συγγένειες με μορφές που βρέθηκαν σε επιγραφή των αρχών του 9ου αιώνα από το Τζούρουλον.100

Χρονολογία. Τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του ναού είναι η ενεπίγραφη κάτοψη της αψίδας, τα παράθυρα, οι καμάρες και η βαριά λιθοδομή. Οι ενεπίγραφες αψίδες είναι αρκετά κοινές στην Αρμενία και σε αρμενικές εκκλησίες αλλού, όπως του Στέπαν Σεμσεντλί στο Καϊμακλί, έξω από την Τραπεζούντα, που χρονολογείται το 1421.101 Το σχέδιο διείσδυσε στη Χαλδία σε εκκλησίες όπως εκείνες στον Διπόταμο και στο κοντινό Κόβανς Κογιού. Όμως αυτά τα παραδείγματα δεν είναι απολύτως σχετικά. Για παραλληλισμούς για τον συνδυασμό ημικυκλικής αψίδας και ορθογώνιων παστοφορίων μέσα σε τετράγωνο, πρέπει κανείς να πάει στις αρμενικές εκκλησίες: στο Ασταράκ, κοντά στο Ερεβάν (6ος αιώνας) και στο Βαχγκαρσάπατ (Ετσμιατζίν) (7ος αιώνας).102 Όμως αυτές οι εκκλησίες ήσαν θολωτές, ενώ ο ναός της εκκλησίας στο Καμπακιόι, με τα παράθυρά του, τις κατά μήκος θολωτές καμάρες, τις ελαφρώς πεταλοειδείς αψίδες και τις γυμνές μάζες πέτρας με (αρχικά) λίγο ή καθόλου κονίαμα, ενώ έχει αρμενικές συγγένειες, υποδηλώνει ακόμη πιο έντονα ότι είναι απλοποιημένη εκδοχή ενός τύπου ενοριακού ναού που έφτασε σε μέρη όπως το Μπινμπιρκιλίσε, στην Καππαδοκία, τον 6ο αιώνα.103

Η κατάσταση της εκκλησίας του Λερί την κάνει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Αν και βρισκόταν στα σύνορα τόσο της αυτοκρατορίας όσο και του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, φαίνεται ότι δεν ανήκει στις ποντιακές αρχιτεκτονικές παραδόσεις της ακτής, αλλά σε εκείνες της Αρμενίας και της κεντρικής Ανατολίας, τις οποίες συνδυάζει. Όπως υποδηλώνει το όνομά του, στο Λερί μπορεί να εγκαταστάθηκαν αρχικά Αρμένιοι, στην άκρη της Χαλδίας, ακριβώς μέσα από τα οχυρωμένα σύνορα (limes) που ίδρυσε ο Ιουστινιανός. Ακόμη κι αν το κάστρο των Σχαμαλινίχων δεν μπορεί να εντοπιστεί, η εκκλησία στο Λερί δείχνει χρονολόγηση του 6ου αιώνα, οπότε είναι πιθανώς η παλαιότερη σωζόμενη εκκλησία στον Πόντο.

Προτείνουμε ότι όταν το Λερί προβιβάστηκε σε έδρα, τον 9ο αιώνα ή πιο πριν, ξαναχτίστηκε, στη δεύτερη από τις αρχιτεκτονικές μας φάσεις, όταν μπορεί να είχαν χαραχτεί οι επιγραφές στον νότιο τοίχο. Η αφιέρωσή της στην Αγία Σοφία, αν η τοπική τουρκική παράδοση είναι σωστή, είναι επίσης δείκτης ότι ήταν εκκλησία κάποιας σημασίας. Τους δύο αιώνες πριν από τις επιδρομές των Σελτζούκων πρέπει επίσης να αναμένονται σημαντικές εκκλησίες σε θέσεις που συνδέονται με το Λερί νοτιότερα, στο Σακάβου (Hinis), στη Βίζανα (Βίτζαν) και στην Ὀλνούτη (Oğnut).104 Μια τελική ανακατασκευή, ιδιαίτερα του δυτικού τοίχου, έγινε πιθανότατα την περίοδο γύρω στο 1737, γιατί τότε ήταν που η έδρα του Λερί μεταφέρθηκε στο Καρμούτ και το Καμπακιόι φαίνεται ότι έγινε τουρκικό.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΟΣ ΧΑΛΔΙΑΣ105

1. ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΧΑΛΔΙΑΣ

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ106

Λεόντιος, αυτοκρατορικός πρωτοσπαθάριος

9ος αιώνας107

Λέων, αυτοκρατορικός πρωτοσπαθάριος

9ος αιώνας108

Ν.

863109

Ιωάννης Χάλδιος, πατρίκιος

ακμ. 867 και μετά110

Αλέξιος, πρωτοσπαθάριος

884/85111

Ν.

901112

Βάρδας Μπόϊλας

το 923113

Θεόφιλος (Κούρκουας)

923/24-40, 952114

Ανδρόνικος, αυτοκρατορικός πρωτοσπαθάριος

10ος αιώνας115

Πόθος, αυτοκρατορικός πρωτοσπαθάριος

10ος αιώνας116

Κωνσταντίνος, αυτοκρατορικός πρωτοσπαθάριος

10ος αιώνας117

Γεώργιος Δροσ(έρ)ιος, πατρίκιος, ανθύπατος, κριτής επί του ιπποδρόμου (επίσης στρατηγός Δερξηνής)

10ος-11ος αι.118

Πέτρος Αργυρός, πατρίκιος

10ος-11ος αι.119

2. ΔΟΥΞ ΧΑΛΔΙΑΣ120

Χριστόφορος, αυτοκρατορικός σπαθάριος

8ος αιώνας121

Νικήτας, σπαθάριος

; 122

Ν., αυτοκρατορικός πρωτοσπαθάριος

9ος αιώνας123

Ν. (επίσης δουξ Τραπεζούντας)

ακμ. 867-86124

Βάρδας Φωκάς (επίσης δουξ Κολώνειας)

ακμ. 969-79125

3. ΤΟΎΡΜΑΡΧΟΣ ΧΑΛΔΙΑΣ

Ν. πρωτοσπαθάριος

8ος-9ος αι.126

4. ΑΡΧΩΝ ΧΑΛΔΙΑΣ;

Ν.

(842/43) 127

5. ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΧΑΛΔΙΑΣ

Ανδρέας

9ος αιώνας128

Θεοφάνιος, στράτωρ

9ος αιώνας129

6. ΠΡΩΤΟΝΟΤΑΡΙΟΣ ΧΑΛΔΙΑΣ

Λέων, ύπατος

8ος-9ος αι. 130

Λέων

9ος-10ος αι.131

Αναστάσιος, υποψήφιος σπαθάριος

10ος αιώνας132

Άνθιμος, αυτοκρατορικός πρωτοσπαθάριος, υποψήφιος, επί των οικιακών

10ος-11ος αι.133

Νικόλαος Αρεοβ(αν)δενός, υποψήφιος σπαθάριος

11ος αιώνας134

7. ΚΡΙΤΕΣ ΧΑΛΔΙΑΣ

Κωνσταντίνος, αυτοκρατορικός πρωτοσπαθάριος

9ος-10ος αι.135

Γεώργιος Μακρεμβολίτης, υποψήφιος σπαθάριος

10ος αιώνας136

Μιχαήλ, ασηκρήτης (επίσης κριτής Δερξηνής)

10ος-11ος αι.137

Λέων Αρεόβ(α)ν(δηνός), υποψήφιος σπαθάριος, ασηκρήτης (επίσης κριτής Δερζηνής)

11ος αιώνας138

Ματθαίος Αρεο(βαν)δ(ηνός), μέγας ασηκρήτης (κριτής Δερξηνής μόνος)

11ος αιώνας139

Νικόλαος, δικαστής

11ος αιώνας140

8. ΚΟΜΜΕΡΚΙΑΡΙΟΣ ΧΑΛΔΙΑΣ

Ιωάννης, ύπατος

8ος-9ος αιώνας141

Ευγένιος, γενικός κομμερκιάριος

9ος αιώνας142

Φώτιος, αυτοκρατορικός κήρυκας

9ος αιώνας143

Θεοφύλακτος

9ος αιώνας144

Νικήτας

9ος αιώνας145

Λέων, ύπατος

9ος-10ος αι.146

Μιχαήλ, πρωτοσπαθάριος

πριν από το 923147

Αγαθόνικος, πρωτοσπαθάριος επί του χρυσοτρικλίνου

10ος-11ος αι.148

Ιωάννης, πρωτοσπαθάριος, μεγας χαρτουλάριος

10ος-11ος αι.149

Λέων, αυτοκρατορικός σπαθάριος

10ος-11ος αι.150

Πόθος, εξάκτωρ (της οικιστικής σακκέλης)

11ος-12ος αι.151

Χριστόφορος, υποψήφιος σπαθάριος

;152

Θεόδωρος, αυτοκρατορικός σπαθάριος

;153

9. ΚΟΜHΣ ΤHΣ ΚOYΡΤHΣ THΣ ΧΑΛΔΙΑΣ

Ιωάννης, αυτοκρατορικός σπαθάριος

9ος αιώνας154

Θεοφύλακτος, αυτοκρατορικός υποψήφιος

9ος αιώνας155

10. ΑΝΑΓΡΑΦΕΥΣ ΧΑΛΔΙΑΣ

(Ηλίας), επί των οικιακών

10ος-11ος αι.156

Μιχαήλ, σπαθάριος, επί του χρυσοτρικλίνου, λογ(αριαστής;) του μεγάλου επιμελητή, αρτοκλήνης (επίσης αναγράφος Δερξηνής και Ταρόν)

11ος αιώνας157

11. ΑΛΛΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΧΑΛΔΙΑΣ

Ιωάννης, πρωτοσπαθάριος, επί του χρυσοτρικλίνου, βασιλικός, Χαλδίας

9ος-10ος αι.158

Γεώργιος Δρoσ(έριος), δυσανθύπατος, κριτής επί του ιπποδρόμου, Χαλδίας και Δερξηνής

10ος-11ος αι.159

Ιωάννης, σπαθάριος, κόμης Χαλδίας

;160

<-Ενότητα 21: Το βάνδον Ματζούκας και Παλαιοματζούκας Ενότητα 23: Το βάνδον τής Γέμορας->
error: Content is protected !!
Scroll to Top