24. Ενότητα 21. Το βάνδον Ματζούκας και Παλαιοματζούκας στα Ποντικά περάσματα


<-Ενότητα 20: Η πόλη τής Τραπεζούντας Ενότητα 22: Χαλδία->

Ενότητα 21: Το βάνδον Ματζούκας και Παλαιοματζούκας στα Ποντικά περάσματα

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ, ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ (σχήμα 100)

Η βαθιά κοιλάδα Πρύτανη-Πυξίτη εισάγει τους ταξιδιώτες μέσα από ξέφωτα και σαμάρια στις Ποντικές Άλπεις για πάνω από 50 χιλιόμετρα στην ενδοχώρα. Ήταν η καρδιά της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Το βάνδον ονομαζόταν Ματζοῦκα (Ματσούκα), το «ματσούκι».1 Η διοικητική του πρωτεύουσα μπορεί κάλλιστα να βρισκόταν στο Δικαίσιμον, αλλά μόλις τα τελευταία χρόνια ο σταθμός ανάπαυσης υιοθέτησε ο ίδιος το όνομα Μάτσκα. Οι νοτιοδυτικές περιοχές της κοιλάδας, γύρω από το σύγχρονο Χαμσικιόι, αποσπάστηκαν για να σχηματίσουν το χωριστό μικρό βάνδον της Παλαιοματζούκας μεταξύ 1384 και 1408.2 Εδώ αντιμετωπίζουμε τη Ματζούκα και την Παλαιοματζούκα ως ενιαία ενότητα και περιλαμβάνουμε τις τελικές περιελίξεις των διαδρομών νότια μέχρι τις πράσινες κατηφοριές του Περάσματος Ζύγαινας, των Ποντικών Πυλών και του όρους Καμπάνα, ψηλά πάνω από τα δάση και τις καλλιέργειες της Ματζούκας.

Η Ματζούκα είναι ταυτόχρονα ο φύλακας των διαδρομών των καραβανιών Τραπεζούντας-Ταμπρίζ στα πρώτα τους στάδια προς νότο, και των διαδρομών εισβολής προς βορρά, προς τη θάλασσα. Αντιπροσωπεύει τη μόνη ουσιαστική διείσδυση στην ενδοχώρα της αυτοκρατορίας τους την οποία οι Μεγάλοι Κομνηνοί έλεγχαν άμεσα και όχι μέσω μεσαζόντων. Είναι μακράν η μεγαλύτερη από τις κοιλάδες βάνδων, είναι η μόνη με σοβαρή πρόσβαση στο εσωτερικό αλλά και στη θάλασσα και η μόνη χωρίς ναυτιλιακή πρωτεύουσα, γιατί η ίδια η Τραπεζούς βρίσκεται στις εκβολές του Πυξίτη. Το έδαφος των κεντρικών της εκτάσεων μάλλον υφίστατο καλή εκμετάλλευση, παρά ήταν πλούσιο, επιτρέποντας μικτή αγροτική οικονομία υποβοηθούμενη από πολυάριθμους νερόμυλους και κυκλωμένη από ασύγκριτους καλοκαιρινούς βοσκοτόπους. Η οικιστική της εγκατάσταση ήταν στο πρότυπο του Καυκάσου: σχετικά πυκνός αλλά διασκορπισμένος πληθυσμός σε χωριουδάκια και αγροκτήματα, που υπάγονταν σε σχετικά ασήμαντα διοικητικά κέντρα (τα χωρία και τις στάσεις τους). Ούτε το Δικαίσιμον δεν μπορούσε να ονομαστεί πόλη, ενώ μεγαλύτερα χωριά όπως το μεσαιωνικό Χορτοκόπιον ή το σύγχρονο Χαμσικιόι ήσαν στην πραγματικότητα συγκροτήματα διάσπαρτα σε αρκετά τετραγωνικά χιλιόμετρα (φωτ. 226α, 227). Αντίθετα, οι μεταγενέστεροι οικισμοί Ελλήνων του 17ου αιώνα στα ακραία αλλά ασφαλώς απομακρυσμένα υψίπεδα, ακριβώς κάτω από τους βοσκοτόπους και τη γραμμή των δέντρων στη Σάντα, στο Σταυρί, πέρα από την Τορούλ και πάνω από τη Ματζούκα, ήσαν στριμωγμένοι και απομονωμένοι.3 Το μοτίβο οικισμού της Ματζούκας είναι πιθανώς πολύ αρχαίο και η φυσική εμφάνιση της κοιλάδας του Πυξίτη-Πρύτανη δεν μπορεί να είναι πολύ διαφορετική σήμερα από εκείνη που ήταν κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, εκτός από την κοινή αντικατάσταση του αμερικάνικου αραβοσίτου ή του γλυκού καλαμποκιού για το σιτάρι, που εισήχθη στον Πόντο στα τέλη του 18ου αιώνα και εδώ μόνο μετά το 1923, όταν εγκαταλείφθηκαν τα αλώνια. Το μέγεθος του πληθυσμού και η σημαντική σταθερότητα της κοινωνίας για τέσσερις αιώνες καταδεικνύεται από τα ακόλουθα πληθυσμιακά στοιχεία για τη Ματζούκα, τα οποία είναι κατά προσέγγιση αλλά αρκετά αξιόπιστα:4

Χρονολογία

Χωριά

Χριστιανοί

Μουσουλμάνοι

Ποσοστό
Χριστιανών

περ. 1520

57

12.080

1.665

88%

περ. 1920

70

16.525

5.335

76%

Η μεσαιωνική Ματζούκα φιλοξενούσε τους μοναδικούς μεγάλους αριθμούς Ελλήνων αγροτών στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, με τα αγροκτήματά τους να συναντούν τους βοσκοτόπους των Λαζών και των Τουρκμένων σε τρεις πλευρές, για τις οποίες φιλονικούσαν κάθε χρόνο τον Μάιο.5 Σε σύγκριση με τους αναξιόπιστους υποτελείς των Μεγάλων Κομνηνών στις νότιες και ανατολικές παρυφές του κράτους τους, οι Ματσουκιώτες ήσαν πιστοί στην κεντρική κυβέρνηση (στην οποία κατά τον Μεσαίωνα πρόσφεραν δημόσιους υπαλλήλους), φοβεροί πολεμιστές, ανθεκτικοί παραδοσιακοί, ευσεβείς ευεργέτες και υπομονετικοί αγρότες. Χωρίς αυτούς ο ελληνικός πολιτισμός της Τραπεζούντας θα ήταν ένα λούστρο και η αυτοκρατορία δεν θα ήταν παρά μια εκκεντρικότητα των Τουρκμένων-Λαζών. Οι Ματσουκιώτες δικαιολογούσαν το «βυζαντινό» ύφος των Μεγάλων Κομνηνών και ήσαν οι πιο ένθερμοι υπερασπιστές του.

Οι Ματσουκιώτες διακρίνονταν για την πολεμικότητά τους, την ανθεκτικότητά τους και την οικογενειακή συνοχή τους. Πολεμώντας επανειλημμένα για τα εδάφη τους κατά μήκος του Πρύτανη και του Πυξίτη, αρνήθηκαν σε εισβολείς την πρόσβαση στην Τραπεζούντα. Κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας η ετήσια διαρροή ανθρώπινου δυναμικού στην αιχμαλωσία ύστερα από αγώνες για βοσκοτόπους φαίνεται ότι είχε πάρει σοβαρές διαστάσεις. Τότε παρατηρήθηκε ότι οι υπερασπιστές των Μεγάλων Κομνηνών, «αν και λίγοι σε αριθμό και ανεπαρκώς οπλισμένοι, είναι ήρωες, σαν αδυσώπητα λιοντάρια που δεν αφήνουν ποτέ το θήραμά τους να ξεφύγει».6 Το 1223 έδιωξαν τον Μελίκ από την πολιορκία της Τραπεζούντας στις κοιλάδες της Ματζούκας μέχρι το Κάπαλιν, όπου τον συνέλαβαν. Ένα αναμνηστικό προσκυνητάρι του Αγίου Ευγενίου βρισκόταν ακόμη εκεί τη δεκαετία του 1360.7 Το 1361 κράτησαν τα περάσματα κατά του εμίρη της Μπαϊμπούρτ, σφάζοντας πολλούς άπιστους, των οποίων τα κεφάλια κατέβασαν με χαρά στην Τραπεζούντα.8 Προσπάθησαν να κρατήσουν τα ίδια περάσματα το 1461 εναντίον του Φατίχ. Μεταγενέστερες μπαλάντες μιλούν για την ηρωική (αν και μάλλον απίθανη) άμυνα του Παλαιόκαστρου, του κύριου κάστρου της Παλαιοματζούκας κάτω από το σύγχρονο Χαμσικιόι.9 Απτόητοι, οι Ματσουκιώτες κατέβηκαν για να απελευθερώσουν την Τραπεζούντα μια Παρασκευή της δεκαετίας του 1660.10 Ηττήθηκαν και υπέστησαν αντίποινα, αλλά κατάφεραν να διατηρήσουν κάποια ανεξαρτησία μέχρι τον 19ο αιώνα. Λίγοι ήσαν τότε οι κρυπτοχριστιανοί. Ένας λόγος για τη σταθερότητα του πολιτισμού ήταν ότι η μεσαιωνική και σύγχρονη Ματζούκα κυριαρχούνταν από τρία μεγάλα μοναστήρια που κατείχαν γη: τον Περιστερεώτα, τη Σουμελά και τη Βαζελώνος. Το 1890 ο Περιστερεώτας είχε έντεκα, η Σουμελά δεκαπέντε και η Βαζελών είκοσι χωριά, πολλά σε διαρκή ιδιοκτησία από τις επιβεβαιωτικές παραχωρήσεις του 1364, του 1386 και του 1417-1429 αντίστοιχα, γιατί τα μοναστηριακά εδάφη γίνονταν σεβαστά στην κοιλάδα και μόνο πέντε χωριά κατασχέθηκαν στο βακούφιο της Γκιουλμπαχάρ Χατούν.11 Όταν ο γαιοκτήμονας ενός χωρικού ήταν ηγούμενος, δεν θα ήταν προφανώς σοφό για εκείνον να αποστατήσει.

Η ζωτικότητα των Ματσουκιωτών βασίζεται σε ισχυρή αίσθηση συγγένειας.12 Η κοινωνία και η οικονομία τους περιστρέφονταν γύρω από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος, αν όχι το μεγαλύτερο, της γης στη Ματζούκα ήταν κληρονομική οικογενειακή περιουσία (γονίκειον αγρόκτημα), ελεύθερα κατεχόμενη, κληρονομημένη, αγορασμένη, πωλούμενη ή μεταβιβαζόμενη με διαθήκη».13 Σε αντίθεση με άλλες περιοχές του βυζαντινού κόσμου στα τέλη του Μεσαίωνα, η Ματζούκα είχε λίγα μεγάλα κτήματα λαϊκών και ασυλίες, πράγμα που ήταν σίγουρα κλειδί για την ανθεκτικότητα της κοινωνίας της. Τα εδάφη των Ματσουκιωτών ταυτίζονταν λοιπόν με τις οικογένειες που τα δούλευαν, μερικές φορές για αιώνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της εκμετάλλευσης στα Θωνάρια, που το 1270 ανήκε στην ιερατική οικογένεια των Σαπούα και η οποία εκμετάλλευση το 1922 εμφανίζεται, ως Θωνάρ’-σαπούα, να είναι ακόμη συνδεδεμένη με την ίδια οικογένεια.14

Οι ταυτίσεις που ακολουθούν περιορίζονται στα σημαντικότερα χωριά και τοποθεσίες, προχωρώντας από βορρά κατά μήκος των ποταμών Πυξίτη, Γαλίανας, Παναγίας, Λαραχανής, Μουλακά και Πρύτανη.

Στα νότια της Τραπεζούντας και του Καρλίκ Τεπέ υπάρχει κάστρο που ονομάζεται Γκουγκουλτάς Καλέ σε λόφο με το ίδιο όνομα, που ανήκε ίσως σε χαλαρή αλυσίδα φρουρίων ή παρατηρητηρίων που περιέβαλλαν την πόλη σε ακτίνα 5 μέχρι 10 χλμ. Ερείπια στην κορυφή του Αγιάνα Τεπεσί, ανατολικά της Πολίτα, ίσως αντιπροσωπεύουν άλλο. Η κύρια διαδρομή των καραβανιών προς νότο ήταν επίσης γεμάτη με σκοπιές και κάστρα. Ένα πιθανό μεσαιωνικό κάστρο είναι ιδιαίτερα εμφανές πάνω από τον Πυξίτη, περίπου 15 χλμ. νότια της Τραπεζούντας. Τελείωσε τη σταδιοδρομία του ως έδρα του Ίτογλου, τελευταίου ντερεμπέη του Ντεγιρμέν Ντερέ, άρπαγα της Σουμελά και υποστηρικτή του Οσμάν πασά της Τραπεζούντας στους τοπικούς πολέμους του 1831.15

Υπήρχαν εκτεταμένες μοναστηριακές εκμεταλλεύσεις μεταξύ των χωριών που πλαισιώνουν τον Πυξίτη. Τα μοναστήρια της Σουμελά, της Θεοσκεπάστου, του Αγίου Φωκά και του Αγίου Ευγενίου κατείχαν γη που αργότερα μετατράπηκε σε τιμάρ στο χωριό Μεσσαρέα ή Μαζερᾶ (σήμερα Μεσαρυά), 6 περίπου χλμ. νότια της Τραπεζούντας. 15 περίπου χλμ. νότια-νοτιοδυτικά της Τραπεζούντας, και επίσης στη δυτική όχθη του ποταμού, το ίσως αυτοκρατορικό χωριό Ἴλαξα πέρασε στον σουλτάνο μετά το 1461.16 Σε έναν παραπόταμο βόρεια της συμβολής της Γαλίανας και του Πυξίτη είναι ο Άγιος Βασίλειος (Αϊβασίλ), τώρα Ανίφα ή Ακολούκ, με τις εκκλησίες του, που περιγράφονται πιο κάτω.17

Νότια του Ἅγιου Βασίλειου, η Γαλίανα (Πιράστιος Ντερέ), εκτείνεται από τον Πυξίτη κοντά στο κάστρο Ίτογλου, προς τα νότια-νοτιοανατολικά. Χωρίζεται σε δύο κλάδους. Ο ανατολικότερος φτάνει στο μεγάλο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα. Κοντά στη διασταύρωση είναι: Το Πιπάτ (Μπιμπάτ), με τις εκκλησίες του, που περιγράφονται πιο κάτω. Η Σέσερα (Σίρα, τώρα Γκιουνάι), όπου τα μοναστήρια της Περιστέρας, του Αγίου Φωκά και του «Ισφελιάρ» είχαν κτήματα και όπου υπήρχαν ιδιοκτησίες που αποτελούσαν μέρος της προίκας της Θεοδώρας Κομνηνής, της νύφης του Ουζούν Χασάν.18 Και τα χωριά της μεσαιωνικής Ὥλασα, τώρα Ντουραλί.19 Ένα απροσδιόριστο μέρος που ονομάζεται Ψωρή συνδέεται με την Ώλασα στις Πράξεις Βαζελώνος.20 Από τους οικισμούς της Ώλασας, φαίνεται να έχει γίνει εξέχον το Φαντάκ ή Καντάκ Κογιού.21 Στα νοτιοδυτικά, το μοναστήρι του Φάρου το 1432 κατείχε γη στην Κογκάϊν ή Κογκά (Κόνγκα, τώρα Αλατσάμ).22 Στα νοτιοανατολικά, η εκκλησία στο Πιράστιος οδηγεί στο τεράστιο σταυροπηγιακό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, σκαρφαλωμένο σε μεγάλο βράχο στη δυτική πλευρά του ποταμού και κοντά σε αυτό που ίσως ήταν ιερό σπήλαιο, όπως εκείνα για τα οποία καμάρωναν τόσα άλλα μοναστήρια του Πόντου. Αν και είναι ένα από τα «Τρία Μεγάλα» μοναστήρια της Ματζούκας, η ιστορία της Περιστέρας είναι η πιο σκοτεινή και δεν έχει δημοσιευθεί ή διασωθεί κανένα καταστατικό της. Υποτίθεται ότι ιδρύθηκε το 752, καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε το 1203, επανιδρύθηκε το 1393 και ανανεώθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα. Υπάρχουν υπαινιγμοί ότι επρόκειτο για λαζικό κτήμα: ηγούμενοί του ήσαν τότε ο Θεοφάνης Λαζικής (1393-1426), ο Βαρνάβας Λαζικής (1426-49) και ο Μεθόδιος Σουρμαίνων (από το 1449). Ένας ντόπιος γαιοκτήμονας των αρχών του 16ου αιώνα ονομαζόταν Βασίλ Λάζος. Αλλά τίποτε δεν φαίνεται να διασώζεται από εκείνη που θεωρούνταν μια από τις καλύτερες ποντιακές βιβλιοθήκες, για να τεκμηριώνει τα κτήματα του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα στην κοιλάδα της Γαλίανας. Τα περισσότερα από τα μεσαιωνικά κτίρια καταστράφηκαν σε ολέθρια πυρκαγιά το 1904 και το μοναστήρι ξαναχτίστηκε στη συνέχεια.23

Από την Περιστέρα μοναχικό μονοπάτι κατευθύνεται προς νότο μέσα από δασώδη βουνά προς τον υδροκρίτη. Τελικά κατεβαίνει στο Μπαλαχόρ, δύο ή τρεις ημέρες μακριά. Επιστρέφοντας στην κύρια κοιλάδα του Πυξίτη, ο περιηγητής περνά σειρά από μεγάλους βράχους βασάλτη με βαθουλώματα για να φτάσει στο Δικαίσιμον, την κύρια συμβολή των ποταμών Πυξίτη, Πρύτανι (ή Άνω Πυξίτη) και Παναγίας. Το μέρος είναι σίγουρα το Ad Vincesimum, ο πρώτος ρωμαϊκός σταθμός αλλαγής, 20 μίλια νότια της Τραπεζούντας. Στον Λαζαρόπουλο και τον Πανάρετο ήταν γνωστό ως Δικαίσιμον, αλλά αργότερα υιοθέτησε το όνομα από τα άλση καρυδιάς που το περιβάλλουν: Τζεβιζλίκ ή Καρύδια. Τώρα ονομάζεται Μάτσκα, πεισματική επιβίωση του μεσαιωνικού ονόματος για ολόκληρη την κοιλάδα, τη Ματζούκα, και ίσως ακόμη και της εκδοχής Magnana του Χάρτη του Πόιτινγκερ.24 Οι εκκλησίες του θα σημειωθούν πιο κάτω. Στο Δικαίσιμον τα βορειότερα εδάφη της Βαζελώνος και της Σουμελά συναντούσαν τα νοτιότερα κτήματα της Περιστέρας. Από τα εννέα βασικά χωρία που υποτίθεται ότι παραχώρησε ο Αλέξιος Γ΄ το 1386 στη Βαζελώνος, δύο συνορεύουν με το Δικαίσιμον (το οποίο διαφεύγει αναφοράς στις Πράξεις). Η Χαβά, 4 χλμ. δυτικά (τώρα Hava, που κάποτε είχε εκκλησία), ήταν στάσις και μετά χωρίον.25 Περίπου 2,5 χλμ. ανατολικά-βορειοανατολικά του Δικαίσιμου βρίσκεται η Ζούζα, κοντά στη Χαρά ή Καρά, τώρα Καπικιόι, άλλο χωρίον της Βαζελώνος.26 Η εκκλησία που ονομάζεται Γκεγικλί ή Σαρμασικλί, και περιγράφεται πιο κάτω, πιθανώς συνδέεται με τη Ζούζα.27 Περίπου δύο ώρες περπάτημα προς τα βορειοανατολικά αναφέρεται κάστρο στην κορυφή λόφου, κοντά στη Λολόγκενα [Kumrulu Mahalle] και πιθανώς στο Υψόρι [Işıklar Köyü]. Αγναντεύει τη συμβολή του Πυξίτη και της Γαλίανας.

Το Δικαίσιμον είναι σήμερα πολυσύχναστη κωμόπολη-αγορά, διοικητικό κέντρο όλης της Ματζούκας μέχρι το Χαμσικιόι της Παλαιοματζούκας. Μπορεί κανείς να υποψιαστεί ότι ήταν πάντοτε τόπος συνάντησης, γιατί η διαδρομή των καραβανιών προς νότο, μέχρι τώρα πιστή στον Πυξίτη, χωρίζεται εδώ στα τρία, για να ανέβει στους πρόποδες των Ποντικών Άλπεων. Το όνομα μπορεί να υπαινίσσεται ότι οι κριταί του βάνδου της Ματζούκας απένειμαν δικαιοσύνη στο Δικαίσιμον, ενώ μια παράδοση του 19ου αιώνα υποδείκνυε θερινό ανάκτορο των Μεγάλων Κομνηνών στα περίχωρα.28 Αλλά ο Κλαβίχο δεν το ανέφερε, σημειώνοντας μόνο ότι την πρώτη του νύχτα έξω από την Τραπεζούντα «κατασκηνώσαμε σε διαλυμένη εκκλησία που στεκόταν δίπλα σε ποτάμι που λεγόταν Πεξίκ…».29 Τη δεκαετία του 1840 διέσχιζαν τον Πυξίτη από νέα (αλλά ασταθή) γέφυρα, χαρισμένη από Τουρκάλα χήρα. Είχε ίσως αντικαταστήσει το Παλαιογεφύριν των Πράξεων Βαζελώνος.30

Από το Δικαίσιμον η ανατολική (για την ακρίβεια νότια-νοτιοανατολική) διαδρομή, μέσα από την κοιλάδα της Παναγίας, τη Μεριεμανά Ντερέ, μέσα από τα εδάφη της Σουμελά, οδηγεί στο μεγάλο μοναστήρι. Ο καλοκαιρινός δρόμος των καραβανιών ανεβαίνει κατά μήκος της κορυφογραμμής ανάμεσα στις κοιλάδες της Παναγίας και του Πρύτανη προς το Χορτοκόπιον και το Καρακαμπάν. Η χειμερινή διαδρομή των καραβανιών συνεχίζεται κατά μήκος του Πυξίτη, που ονομάζεται Πρύτανης από εκείνο το σημείο και πέρα, μέσα στα εδάφη της Βαζελώνος. Θα πάρουμε τις τρεις περιοχές με τη σειρά.

Η Σουμελά απέχει τέσσερις ώρες από το Δικαίσιμον. Ο δρόμος ήταν επικίνδυνος, αλλά οι προσκυνητές περνούσαν από σκηνικό απίστευτης μεγαλοπρέπειας, που περιγράφεται από πολλούς περιηγητές. Το απότομο και στολισμένο με αζαλέα φαράγγι ξεσήκωσε τον Φαλμεράγιερ στην πιο λυρική του διάθεση. Ο Φίνλεϊ, για να μην ξεπεραστεί, εκμυστηρεύτηκε στο ημερολόγιό του: «Είναι αδύνατο να μη βρεθείς σε έκσταση με τέτοιο τοπίο. Προσφέρει τους γκρεμούς της Αιτωλίας με τα νερά της Ελβετίας και την πιο πλούσια βλάστηση της Προύσας αναμιγμένη με τα λουλούδια της Δαμασκού».31

Ολόκληρη η κοιλάδα ήταν φέουδο και αργότερα εξαρχία της Μονής Σουμελά, προικισμένη από πέντε τουλάχιστον Μεγάλους Κομνηνούς, που έλεγχε δεκαπέντε χωριά ακόμη και το 1890.

Η ιερά, αυτοκρατορική, πατριαρχική και σταυροπηγιακή Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου στο όρος Μελά, που αργότερα ονομάστηκε Σουμελά, υποτίθεται ότι ιδρύθηκε από δύο Αθηναίους, τον Βασίλειο και τον Σωτήριχο, οι οποίοι, ως μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος, πήραν εντολή από την Παναγία να μεταφέρουν την εικόνα της στον Πόντο. Η εικόνα, που ονομάζεται Παναγία η Αθηνιώτισσα ή Γοργοεπήκοος («που απαντά γρήγορα»), είναι μία από τις τέσσερις ή πέντε που πιστεύουν ευρέως οι Ορθόδοξοι ότι φιλοτεχνήθηκε από τον Άγιο Λουκά και ήταν αξιοσημείωτο προφυλακτικό κατά των ακρίδων. Προηγήθηκε των μοναχών, φτάνοντας στη σπηλιά στο όρος Μελά, δίπλα σε πηγή αγιάσματος. Τα περισσότερα μεγάλα μοναστήρια του Πόντου επικεντρώνονται σε ένα ιερό σπήλαιο και, όπως με τη Βαζελώνος (υποτίθεται ότι ιδρύθηκε το 270) και την Περιστέρα (υποτίθεται ότι ιδρύθηκε το 752), στην πρώιμη ιστορία της Σουμελά είναι δύσκολο να διαχωριστεί η παράδοση από το γεγονός. Όμως η παράδοση, και ως εκ τούτου η ύπαρξη της Σουμελά, φαίνεται να έχει καθιερωθεί από τον 10ο αιώνα.

Περί το 1300 το μοναστήρι πιθανότατα αποτελούνταν από την, ίσως άβαφη, σπηλιά, την εικόνα, την κρήνη στα νοτιοανατολικά του σπηλαίου και ξύλινα κελιά που κρέμονταν από την όψη γκρεμού στη δυτική πλευρά του ποταμού Παναγίας. Απολάμβανε της προστασίας των Μεγάλων Κομνηνών Ιωάννη Β’ (1286-97), Αλεξίου Β’ (1297-1330) και Βασιλείου (1332-40). Οι τρέχοντες ταξιδιωτικοί οδηγοί, βασισμένοι σε αφήγηση του αείμνηστου καθηγητή Τάλμποτ Ράις, αναφέρουν μάλιστα ότι εκεί στέφθηκε ο Αλέξιος Γ’ Μέγας Κομνηνός (1349-90). Στην πραγματικότητα στέφθηκε στον Άγιο Ευγένιο της Τραπεζούντας στις 21 Ιανουαρίου 1350, αλλά ήταν υπεύθυνος για την ανοικοδόμηση της Σουμελά το 1360-65. Ο Πανάρετος αναφέρει ότι «την Τετάρτη 5 Μαΐου 1361, την πέμπτη ώρα τής ημέρας, έγινε έκλειψη ηλίου, τέτοια που δεν έχει ξαναγίνει στα δικά μας χρόνια, αφού φάνηκαν και αστέρια στον ουρανό και κράτησε μιάμιση ώρα. Μάλιστα ο αυτοκράτορας κυρ Αλέξιος και η μητέρα του, η κυρά Ειρήνη, καθώς και μερικοί άρχοντες, μεταξύ των οποίων κι εγώ, έτυχε να βρισκόμαστε στη Μονή Σουμελά στη Ματσούκα, όπου κάναμε πολλές δεήσεις και παρακλήσεις».32 Στη Σουμελά ήταν που πέθανε από πλευρίτιδα ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Νήφων στις 18 Μαρτίου 1364.33 Τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς ο Αλέξιος Γ’, σε ευγνωμοσύνη προς τη Θεοτόκο για τη σωτηρία του από ναυάγιο, παραχώρησε στη Σουμελά χρυσόβουλλο που απαριθμεί τις κτήσεις της.34 Απολάμβανε τότε εκτάσεων και απαλλαγών σε ολόκληρο το καπάλιον, ή φορολογική περιφέρεια, που περιλάμβανε τα Δουβερά (Λιβερά, Λειβερά, τώρα Γιαζλίκ), με το Κουσπιδίον (Κουσπίδης, Κοσπίτιος, Κανάλι Κιοπρού, τώρα Κοσάντερε), Κόρους, και Ἅγιος Κωνσταντῖνο (που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε) στην κοιλάδα της Παναγίας, στη Μεσσαρέα (Τσιλκανοϊμεσεχόρ, τώρα Ντερελί) στο βάνδον της Ματζούκας, στη Χαρά (τώρα Hara) στο βάνδον των Σουρμαίνων και στο κάστρο Μόχλαντος, τη Διοκαινη και τα Κιντζύβερα στο βάνδον της Γεμόρας, μαζί με σαράντα κατονομαζόμενους παροίκους (δουλοπάροικους) και τη σκοπιά της Δουβεράς (ορατή από το Δικαίσιμον), την οποία είχε επιταχθεί να επανδρώνει εναντίον των Τουρκμένων επιδρομέων.35

Η Σουμελά ήταν εδώ απαλλαγμένη από όλους τους αυτοκρατορικούς φόρους εισοδήματος και υποτέλειας, καθώς και από υφιστάμενες και μελλοντικές οφειλές, μεγάλες και μικρές, και από τη δικαιοδοσία και την εξουσία των ντόπιων Ματσουκιωτών δουκών, και από στρατιωτικές και οικονομικές υποχρεώσεις και άλλες επιβολές. Ήταν πλήρης ασυλία (ἐξκουσσεία). Η Σουμελά ήταν υποχρεωμένη μόνο να αποδίδει στην Αυτοκρατορική Εστία φόρο υποτέλειας δύο φορές τον χρόνο και όχι περισσότερο, που έπρεπε να δίνεται στους άρχοντες και τις οικονομικές αρχές. Και αν εγκαθίσταντο στα εδάφη της μετανάστες πάνω και πέρα από τους σαράντα επώνυμους δουλοπάροικους της μονής, που δεν ήσαν εγγεγραμμένοι στο αυτοκρατορικό κτηματολόγιο, θα απαλλάσσονταν και αυτοί με τον ίδιο τρόπο και θα συνεισέφεραν στο καπάλιον (ή φορολογική περιφέρεια) που απολάμβανε η Σουμελά. Ο Αλέξιος Γ’ διέταζε μάλιστα ότι αν δουλοπάροικοι από τα Αυτοκρατορικά Εδάφη εγκαθίσταντο σε εδάφη της Σουμελά και αν δουλοπάροικοι της Σουμελά πέθαιναν χωρίς κληρονόμους, τα εδάφη και των δύο θα περνούσαν στο μοναστήρι, χωρίς περαιτέρω επιχειρήματα.

Ο Αλέξιος Γ΄ μπορεί επίσης να είχε δωρίσει στο μοναστήρι μια εικόνα της «Ροδόχρωμης Μητέρας του Θεού». Ο διάδοχός του, Μανουήλ Γ’ (1390-1417), έδωσε στη Σουμελά μια χρυσοκεντημένη λειψανοθήκη του Τιμίου Σταυρού. Στη βασιλεία του πρέπει πιθανώς να αποδοθούν οι προσωπογραφίες του Μανουήλ Γ’, του Αλεξίου Γ’ και του Ανδρόνικου που διακρίνονταν παλαιότερα στον νότιο τοίχο του σπηλαίου (φωτ. 210α, β). Το 1461 το μοναστήρι πιθανότατα αποτελούνταν από τη ζωγραφισμένη (ίσως ακόμη ανοιχτή) σπηλαιώδη εκκλησία, την κρήνη, ίσως ένα παρεκκλήσι για το λείψανο του Τιμίου Σταυρού, και πιθανώς μερικά από τα μοναστηριακά κτίρια και εννέα παρεκκλήσια που καλύπτουν την τεράστια προεξοχή του βράχου προς τα βόρεια. του σπηλαίου.

Οι Οθωμανοί ευνοούσαν ιδιαίτερα τη Σουμελά. Ο Σελήμ, γιος της Μαρίας από το χωριό Δουβερά της Σουμελά, κυβερνήτης Τραπεζούντας (1489-1512) και σουλτάνος (Σελήμ Α’, βασ. 1512-20), επιβεβαίωσε τα δικαιώματά του μοναστηριού και του χάρισε μια σειρά από τεράστια ασημένια κηροπήγια.

Η δεύτερη περίοδος ευημερίας ήρθε με κληροδοτήματα, ως αποτέλεσμα της επαναλειτουργίας των μεταλλείων αργύρου Τζάνιχας-Γκουμούσχανε-Αργυρούπολης στη Χαλδία τον 17ο αιώνα. Οι μοναχοί μάλωναν για τον νέο πλούτο και για κερδοφόρες παροχές όπως η θέση του εφημέριου της Κολώνειας (Σέμπιν Καραχισάρ), την οποία έλεγχαν μέχρι το 1693. Τα πράγματα έφτασαν σε κρίση το 1686, όταν ο ηγούμενος Ευθύμιος και οι μοναχοί του ορκίστηκαν σε μια μεταρρυθμιστική δέσμευση ενώπιον της εικόνας του Αγίου Λουκά στη σπηλιά και διόρισε δύο οικονομικούς αξιολογητές για να διαχειριστούν τις υποθέσεις τους. Όπως μαρτυρούν πολυάριθμες επιγραφές στο μοναστήρι, οι αρχιεπίσκοποι της Χαλδίας, οι περισσότεροι από τους οποίους προέρχονταν τότε από τη μεγάλη οικογένεια των Φυτιάνων που λειτουργούσε τα αργυρωρυχεία, προστάτευαν τη Σουμελά, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1686-1744, όταν κατασκευάστηκαν ή διακοσμήθηκαν σχεδόν όλες οι ορατές τοιχογραφίες, τα περισσότερα παρεκκλήσια, (συμπεριλαμβανομένου εκείνου του Τιμίου Σταυρού, βορειοανατολικά του σπηλαίου), η επέκταση της ανατολικής αψίδας του σπηλαίου (η οποία, λειτουργικά, έβλεπε στη λάθος κατεύθυνση) και τα εσωτερικά μοναστηριακά κτίρια.

Η τρίτη περίοδος ευημερίας ήταν οριακά μόνο λιγότερο καταστροφική για το μεσαιωνικό μοναστήρι από τη δεύτερη. Ξεκίνησε με την άρση των περιορισμών στους ντόπιους κρυπτοχριστιανούς το 1865 και την ίδρυση της επισκοπής Ροδοπόλεως το 1860. Το 1864 χτίστηκαν η σημερινή προσέγγιση του μοναστηριού, το υδραγωγείο, η βιβλιοθήκη (δίπλα στην είσοδο) και ολόκληρη η σημερινή πρόσοψη. Αντικατέστησαν τα παλιά ξύλινα κελιά που κρέμονταν σαν φωλιές χελιδονιών από την όψη του γκρεμού. Τα νέα κτίρια δεν ήσαν απαραίτητα για τους μοναχούς (οι οποίοι σπάνια αριθμούσαν περισσότερους από δώδεκα διαμένοντες εκεί, με μάλλον λιγότερους στις γύρω ενορίες), αλλά για τους χιλιάδες προσκυνητές (ορισμένοι μουσουλμάνοι, που έκαναν ανεπίσημο χατζ), που έρχονταν κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου, την εορτή της Κοίμησης, για να προσκυνήσουν την εικόνα της Θεοτόκου που αποδίδεται στον Άγιο Λουκά. Αυτοί πλήρωναν κυρίως για την ανοικοδόμηση. Οι μοναχοί της Σουμελά ήσαν έμπειροι στην άντληση πόρων: μεταξύ 1744 και 1763 ο μοναχός Ιωαννίκιος έκανε κερδοφόρα ταξίδια στο Σέμπιν Καραχισάρ, την Άγκυρα, το Ερζερούμ, την Κριμαία και τη Σκυθόπολη. Οι περισσότεροι ηγούμενοι του 19ου αιώνα έκαναν ταξίδια συγκέντρωσης κεφαλαίων στις κοινότητες Ελλήνων του Πόντου στη Ρωσία. Τα διασωζόμενα λογιστικά βιβλία δείχνουν ότι μεταξύ των ετών 1840 και 1904 το ετήσιο εισόδημα της μονής αυξήθηκε από £387 σε £4.142.

Η Σουμελά υπέφερε κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν για ένα σχεδόν χρόνο βρισκόταν στις ρωσο-τουρκικές γραμμές. Η τελευταία καταχώρηση στο σωζόμενο Βιβλίο Επισκεπτών χρονολογείται στις 24 Ιουνίου 1921. Οι τελευταίοι μοναχοί έφυγαν νωρίς το 1923. Στη συνέχεια το μοναστήρι έγινε στέκι των λαθρεμπόρων καπνού. Καταστράφηκε από φωτιά περί το 1930. Υπέφερε ιδιαίτερα από βανδάλους. Το 1961 έγινε έδρα ενός Κρατικού Πειραματικού Δάσους και το ότι η Σουμελά διασώζεται σήμερα οφείλεται στην ενεργητικότητα και την αφοσίωση του κυρίου Σουκρού Κιοσέ, του πρώτου της αρχιφύλακα. Βλέποντάς την κανείς από περίπου 2 χλμ. πάνω από την κοιλάδα, εξακολουθεί να είναι η πιο συναρπαστική τοποθεσία στον Πόντο, την οποία επισκέπτονται σχεδόν τόσοι τουρίστες σήμερα, όσοι και οι προσκυνητές του παρελθόντος.

Οι Έλληνες του Πόντου έχτισαν μια Νέα Σουμελά κοντά στην Καστανιά της Βέροιας στην Ελλάδα, όπου κάθε 15 Αυγούστου χιλιάδες προσκυνούν τη μαυρισμένη εικόνα του Αγίου Λουκά. Η λειψανοθήκη του Τιμίου Σταυρού, που δόθηκε από τον Μανουήλ Γ’, βρίσκεται τώρα στο Βυζαντινό Μουσείο, στην Αθήνα. Η εικόνα της «Ροδόχρωμης Μητέρας του Θεού» βρίσκεται τώρα στην Εθνική Πινακοθήκη του Δουβλίνου. Μια άλλη βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή στην Οξφόρδη. Και το πιθανό προστατευτικό κάλυμμα της εικόνας βρίσκεται τώρα σε ιδιωτικά χέρια στην Αμερική. Τα κηροπήγια του σουλτάνου Σελήμ τα λήστεψαν το 1877. Το κεφάλι του Βαρνάβα και το χρυσόβουλλο του Αλεξίου Γ’ χάθηκαν. Εξηνταεπτά από τα προηγουμένως ογδοντατέσσερα χειρόγραφα (το παλαιότερο του 12ου αιώνα) και περίπου εκατόν πενήντα τυπωμένα βιβλία από τη βιβλιοθήκη βρίσκονται τώρα στο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Άγκυρα. Δεν περιλαμβάνουν το πρώτο χειρόγραφο του Διγενή Ακρίτα που βρέθηκε και δημοσιεύτηκε, το οποίο βρισκόταν στη Σουμελά. Αλλά οι ντόπιοι μουσουλμάνοι αγρότες εξακολουθούν να φέρνουν τα κουρέλια των αρρώστων τους στο ιερό πηγάδι της Μεριεμανά, της Μητέρας του Θεού στη Σουμελά.

Ο Τζορτζ Φίνλεϊ προσφέρει μια ματιά στο μοναστήρι στις μεγάλες του μέρες σε ημερολόγιο του 1850: «Ο βρυχηθμός των νερών 3.000 πόδια (sic) κάτω από το μοναστήρι, οι χιονισμένες πλαγιές ορατές στην κορυφογραμμή προς νότο πάνω από την κοιλάδα, που απέχει λιγότερο από βολή ντουφεκιού, ο απέραντος ξύλινος σωρός των κτιρίων με τις στοές και τα κελιά του κολλημένα σαν χελιδονοφωλιές στον γκρεμό, ο ήχος της καμπάνας του μοναστηριού που αναγγέλλει συνεχώς την άφιξη ομάδων προσκυνητών και το ένρινο άσμα των συνεχόμενων μαζών, ήταν μεγαλειώδες, παράξενο, επίσημο και γραφικό».36

Η Δουβερά ήταν η πρωτεύουσα των κτημάτων της Σουμελά. Βρίσκεται ψηλά πάνω από τα ανατολικά βράχια του ποταμού Παναγίας, περίπου 6 χλμ. νοτιοανατολικά του Δικαίσιμου. Είναι μικρό μέρος, πάνω στο οποίο καρφώθηκε μια κάποια φήμη. Εδώ ο πολέμαρχος Θεόδωρος αντιμετώπισε τον Μελίκ το 1223. Ήταν το κέντρο της ασυλίας και φορολογικής περιφέρειας Σουμελά και ήταν το γενέθλιο χωριό τόσο της μεσαιωνικής αρχοντικής οικογένειας Δουβερίτη όσο και της Μαρίας της Δουβεράς, η οποία, ως Γκιουλμπαχάρ Χατούν, έγινε η αγαπημένη σύζυγος του Βαγιαζήτ Β’ (1481-1512) και μητέρα του Σελήμ Α’ (1512-20). Το μέρος παρέμεινε στην οθωμανική εύνοια και μετά. Τελικά, μετά την εμφάνιση των κρυπτοχριστιανών το 1856, οι αυτόνομες εξαρχίες Περιστέρας, Βαζελώνος και Σουμελά (πάντοτε ιδιόμορφες παραχωρήσεις) συγχωνεύτηκαν για να σχηματίσουν την τελευταία και μικρότερη από όλες τις επισκοπές του Πόντου με έδρα τη Δουβερά. Η εκκλησία του χωριού (πιθανότατα του μεγαλομάρτυρος Γεωργίου), με τις ωραίες ξύλινες πόρτες της που σώζονται, αναδείχθηκε σε σύντομη σταδιοδρομία ως ο καθεδρικός ναός Ροδοπόλεως.37 Το κάστρο και τα μεσαιωνικά ερείπια της Δουβεράς περιγράφονται πιο κάτω.

Ανάμεσα στη Δουβερά και τη Ζούζα βρίσκεται η Σανξενοῦ ή Σανσενοῦ, της οποίας η χαμένη πια εκκλησία του 14ου αιώνα είχε αισωπικές τοιχογραφίες του 1403/4, που σημειώνονται πιο κάτω. Στο Κουσπιδή τον ποταμό Παναγία συναντά ο ποταμός της Λαραχανής, ο Λαρχάν Ντερέ. Ο ποταμός Παναγία ακολουθεί ένα μονοπάτι κατά μήκος του ανατολικού χωρίσματος, περνώντας από τη Σουμελά και το όρος Μελά, πάνω, μέσα από τη γραμμή των δέντρων, στους ανοιχτούς βοσκοτόπους και, τελικά, στα σύννεφα των Ποντικών Άλπεων ανατολικά του όρους Αγίου Παύλου (Τσακιργκιόλ Νταγ), που φτάνει στα 3.063 μέτρα πάνω από τη στάθμη της θάλασσας. Ο ποταμός της Λαραχανής ακολουθεί παράλληλη διαδρομή κατά μήκος του δυτικού χωρίσματος, μέχρι τον υδροκρίτη μεταξύ του όρους Αγίου Παύλου και του Κουλάτ (Κολάτ Νταγ), που φτάνει περίπου τα 2.700 μ. Το Κουσπιδή φημίζεται για το γεφύρι του τῆς Παναγίας. Η Καναλί Κιοπρού, οι τώρα κατεστραμμένες εκκλησίες του και η γυναικεία Μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (περίπου 2 χλμ. βορειοδυτικά και 250 μ. πάνω από το Κουσπιδή), περιγράφονται πιο κάτω.38 Ο δρόμος της Λαραχανής περνάει πρώτα από την Κούτουλα (Κούντουλα, τώρα Κιραντάς),39 και ύστερα από την ίδια τη Λαραχανή ή Λαχαρανή του Πανάρετου (Λαρχάν, τώρα Ακαρσού).40 Το επίθημα υποδηλώνει χάνι και το μέρος ήταν σίγουρα μικρός σταθμός ανάπαυσης. Ήταν ένα από τα ψηλότερα μεσαιωνικά χωριά στη βόρεια πλευρά των Ποντικών Άλπεων, σε υψόμετρο πάνω από 1.250 μ. Πάνω του και στα νότια υπάρχουν θερινοί βοσκότοποι και χάνια που δεν κατοικούνται μόνιμα. Αναφέρεται για πρώτη φορά, όταν την Παρασκευή 23 Ιουλίου 1361 ο Χότζα Λατίφ, ο εμίρης της Μπαϊμπούρτ (Χοτζιαλατίφης στον Πανάρετο, κακός Ὀλατούφης στον Λιβαδηνό), «έφερε 400 επιλεγμένους στρατιώτες και διείσδυσε στη Ματζούκα προς τη Λαχαρανή και τη Χασδένιχα. Οι Ματζουκαΐται, από την άλλη, αιφνιδίασαν περίπου 200 Τούρκους και πήραν τους περισσότερους μαζί με πολλά όπλα και άλογα, και αποκεφάλισαν αυτόν τον Χοτζιαλατίφη, και την επόμενη μέρα βάδισαν θριαμβευτικά με τα κεφάλια τους σε όλη την Τραπεζούντα».41 Έξι χρόνια αργότερα ο Αλέξιος Γ’ περιπολούσε τους καλοκαιρινούς βοσκοτόπους της Λαραχανής, εἰς τὸνΠαρχάριν τῆς Λαραχανῆς, πριν κατέβει προς τη Χαλδία στα νότια.42 Σαφώς η κοιλάδα της Λαραχανής πρόσφερε οδό εισβολής στη Ματζούκα, που θα παρέκαμπτε τη Σουμελά αλλά όχι τα κύρια κτήματά της. Γι’ αυτό και η μοναστηριακή σκοπιά, που ο Αλέξιος Γ’ διέταξε το μοναστήρι να διατηρεί ενάντια στους Τουρκμένους, βρισκόταν κοντά στη Δουβερά και όχι κοντά στο ίδιο το μοναστήρι. Η Λαραχανή δεν πρέπει να συγχέεται με τον Λαχανᾶ των Πράξεων Βαζελώνος.43 Η θέση της Χασδένιχας, επί της άλλης οδού εισβολής του εμίρη της Μπαϊμπούρτ το 1361, θα συζητηθεί πιο κάτω.

Νότια του Δικαισίμου, μια ανερχόμενη κορυφογραμμή χωρίζει τις διαδρομές Παναγίας-Λαραχανής από τις διαδρομές Πυξίτη-Πρύτανη. Πάνω της αναπτύσσεται ο κεντρικός και πιο σημαντικός καλοκαιρινός δρόμος πάνω από τις Ποντικές Άλπεις, που χρησιμοποιούσαν οι περισσότεροι περιηγητές πριν από τη δεκαετία του 1850. Ο σύγχρονος δρόμος ακολουθεί τον δυτικό χειμερινό δρόμο πάνω από τη Ζύγαινα, αλλά η ιστορία της χωροθέτησης και της κατασκευής του στα χρόνια μετά το 1850, μέχρι την τελική ανακατασκευή του 1931-37, είναι ένα κεφάλαιο κακής διαχείρισης, ατυχημάτων και τυχαίων φόνων. Αν το ελληνικό Χαμσικιόι δεν είχε διπλασιάσει τη δωροδοκία των 400 λιρών του τουρκικού Γερκιοπρού, για να περάσει ο δρόμος από αυτό, οι ταξιδιώτες θα ακολουθούσαν σήμερα πιο λογική πορεία.44 Ο Κλαβίχο παραδεχόταν ότι η χειμερινή διαδρομή της Ζύγαινας «δεν είναι εκείνη που παίρνουν συνήθως οι ταξιδιώτες, εκτός αν η ομάδα τους είναι τόσο πολυάριθμη, ώστε να εγγυάται την ασφαλή διέλευση, ή από την άλλη πλευρά είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν σημαντικό ποσό ως δώρο στον άρχοντα (Καβαζίτη) και τους άνδρες του».45 Το μόνο μειονέκτημα της ανατολικής καλοκαιρινής διαδρομής ήταν ότι το πέρασμά της από τις Ποντικές Πύλες (που θεωρήσαμε ότι είναι οι εντυπωσιακές πλαγιές κάτω από το Κουλάτ Νταγ και πέρα από το Καρά Καμπάν) είναι σημαντικά υψηλότερο από εκείνο στη Ζύγαινα. Σε πόδια είναι 7.595 σε αντίθεση με 6.640. Αλλά το βασικό της πλεονέκτημα ήταν ότι παρέχοντας μια συντομότερη παράκαμψη της φουρκέτας στη Ζύγαινα, μείωνε τη διαδρομή κατά μία τουλάχιστον ημέρα. Η εναλλακτική διαδρομή (ή διαδρομές, γιατί υπήρχαν πολλές παραλλαγές) εμφανίζεται ήδη από τα Οδοιπορικά Πόιτινγκερ και Αντωνίνου, που χωρίζεται στη Magnana (Δικαίσιμον, Μάτσκα) και επανενώνεται στη Salonenia (Καλετζίκ ή εκεί γύρω). Από τη δυτική διαδρομή, μέσω Ziganne (Ζύγαινας), στη συνέχεια Thia (πίσω από το όνομα της οποίας μπορεί να κρύβεται εκείνο της Τζάνιχας) και Sedissa, η απόσταση υπολογιζόταν σε 97 μίλια, αλλά η ανατολική διαδρομή ήταν μόνο 60 μίλια. Αυτή περνούσε από Gizenenica (Χασδένιχα), Bylae (Ποντικές Πύλες), Frigdarium, Farganandi (Φαρχανάντων, Φαργανάντων), Patara και Medocia.46 Και οι δύο διαδρομές σημειώνονται στους χάρτες των Κέρζον, Λιντς, Κίπερτ και Μπριό,47 πριν ο νέος δυτικός αμαξιτός δρόμος οδηγήσει στην πλήρη πια εγκατάλειψη του ιστορικού καλοκαιρινού δρόμου προς την Τραπεζούντα.

Η κύρια καλοκαιρινή διαδρομή ξεκινούσε ακριβώς νότια του Δικαισίμου, ανεβαίνοντας ανατολικά από την κοιλάδα του Πρύτανη και μέχρι το Χορτοκόπιον και το κάστρο του. Ο υδροκρίτης απέχει λιγότερο από μία μέρα. Εδώ οι ατελείωτες καταπράσινες κατηφόρες, τα σύννεφα στα βόρεια και οι ορισειρές στα νότια έχουν προκαλέσει δέος σε γενιές περιηγητών. Οι περισσότεροι έστριβαν για να ξαναβρεθούν στον δρόμο της Ζύγαινας από Θία-Τζάνιχα. Κάποιοι συνέχιζαν να κατεβαίνουν προς τα ανατολικά, διέσχιζαν τον κόμβο των διαδρομών που συναντώνται στο Ανζάρια Χαν (άλλη πιθανότητα για τις Ποντικές Πύλες) και κατέβαιναν στο Μαντέν Χαν και από εκεί ξαναβρίσκονταν στον δρόμο της Ζύγαινας στο Κόβανς, 17 χλμ. από την Τζάνιχα, ή ακόμη και στο Χαντράκ, στη μακρινή πλευρά του περάσματος Βαβούκ. Η ακραία ανατολική διαδρομή, μια διακλάδωση της οποίας είδαμε να κατευθύνεται νότια από τον Άγιο Γεώργιο της Περιστέρας, διέσχιζε το Τάσκιοπρου προς Βαρζαχάν ή Χαρτών (Χαρτ). Ήταν τρομερό και μοναχικό κομμάτι, αλλά αναμφισβήτητα το πιο γρήγορο. Το έπαιρναν οι Τάταρ αγγελιοφόροι και το συνιστά ο παλαιότερος πρακτικός οδηγός για την περιοχή (του Ιωάννου του 1861), δηλώνοντας ότι ήταν η παλιά γενουάτικη διαδρομή.48

Όμως ο βασικός καλοκαιρινός δρόμος διέσχιζε τα χωριά του Χορτοκοπίου και των Ποντικών Πυλών. Τον πήρε, για παράδειγμα, η αγγλική πρεσβεία του 1292, ο Σμιθ (1833), ο Σάουθγκεϊτ (1837), ο Ομέρ ντε Χελ (1846), ο Λέιαρντ (1848), ο Ουόλπολ (1850), ο Μπλάου (1860) και ο Τόζερ (1879). Ήταν επίσης προφανής οδός εισβολής από τον νότο, που ακολούθησαν ο Μελίκ το 1223 (περνώντας από το πέρασμα Στένον πάνω από το Χορτοκόπιον),49 ο εμίρης της Μπαϊμπούρτ το 1361 (περνώντας τη Χασδένιχα),50 αλλά πιθανότατα όχι ο στρατός του Μεχμέτ Β’ το 1461.51

Το Χορτοκόπιον είναι το κλειδί του καλοκαιρινού δρόμου. Εμπίπτει στο κλασικό μοτίβο του ποντιακού οικισμού. Είναι χωριό και περιοχή χωριών, που όλα ονομάζονται Χορτοκόπιον ή παραλλαγές του ονόματος, απλωμένα κατά μήκος διαδρομής 10 χιλιομέτρων. Ως εκ τούτου, εμφανίζεται μπερδεμένα στις Πράξεις Βαζελώνος και ως χωρίον και ως στάσις. Έχουμε πάρει το Κάτω Χορτοκόπιον, με το κάστρο του, ως το ίδιο το Χορτοκόπιον, το Μέσο Χορτοκόπιον ως Χαρσούλα και το Άνω Χορτοκόπιον ως Χασδένιχα. Το όνομα δηλώνει την αγροτική οικονομία της περιοχής, εν μέρει βόσκησης, εν μέρει καλλιλεργειας. Σε μεσαιωνικές και μεταγενέστερες πηγές το χωριό, ή χωριά, εμφανίζονται ως Χορτοκόπιν, Χορτοκόπη, Ἄνω και Κάτω Χορτοκόπιον, Χορτοκόμπουζου (Κάτω Χορτοκόπιον), Χορτοκομπουβάσετ (Χαρσούλα), Χορτακομπουμπάλα (Χασδένιχα). Γιουκάρι- και Ασάγι-Χορτοκόπ, που τώρα μετονομάστηκαν σε Γιουκάρι- και Ασάγι-Κιόι.

Το Χορτοκόπιον ήταν ένα από τα βασικά χωριά της μονής Βαζελώνος στο μεγάλο χρυσόβουλλο του 1386. Ήταν προάστειον όπου τα μοναστήρια της Αγίας Σοφίας, τής Χρυσοκεφάλου και του Αγίου Φωκά είχαν επίσης γη πριν από το 1461. Άλλοι κληρικοί μικροϊδιοκτήτες ήσαν ο Κοσμάς, επίσκοπος Σατάλων, το 1256, και η μοναχή Ανυσία, το 1344. Αλλά και το Χορτοκόπιον ήταν και στάσις του χωρίου Χαλάβενα, που είχε μεταξύ άλλων στάσεων, το Τζηλαρίσι και τη Χαρσύλα και οριοθετούνταν από τις στάσεις Τζιμπρικᾶ, Ἰντζούλη, Μαζάσπη, και συνόρευε με τη Θέρισα και το Ἀλώνιν. Είχε παλιό παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Λογγίνο (Ἅγε’-Λογγίντς). Το ίδιο το Χορτοκόπιον έγινε στάσις του Καντζῆ. Άλλο ψευδώνυμο ήταν Δριδιώνιν. Αργότερα θεωρήθηκε ως δύο οικισμοί: το κυρίως Χορτοκόπιον και το Χαμουρίν. Και ακόμη αργότερα ως κυρίως Χορτοκόπιον και τα τρία χωριά του Χαμουρίν: Θέρισα, Σαχνόη και Χαμουρίν στα βόρεια και δυτικά, που περιγράφονται πιο κάτω. Κάτω από διαφορετική μεσαιωνική περιγραφή, η Χασδένιχα ή Άνω Χορτοκόπιον (η Gizenenica των Itineraria) ήταν το κορυφαίο χωρίον, που αγκάλιαζε τις στάσεις Χορτοκόπιον, Τριγολίκτιν, Χαμουρίν και Χαρσύλα. Ως Χασδένιχα (Chaszanenica, Gizenenica, Άνω Χορτοκόπιον) ήταν ένας από τους ύστερους ρωμαϊκούς σταθμούς του Πόντου, έδρα της Ala prima Iovia felix στη Notitia dignitatum του 406-8. Το απόκρημνο κάστρο του Κάτω Χορτοκοπίου, που περιγράφεται πιο κάτω, δεν συγκρίνεται με τα άλλα τακτικά στρατόπεδα Σάταλα, [Σου]σούρμαινα ή Άψαρο, αλλά το εντυπωσιακό φάσμα των αρχαιολογικών του στοιχείων δείχνει ότι έλεγχε τη σημαντικότερη διαδρομή προς νότο μέχρι τον Μεσαίωνα.52

Από το Άνω Χορτοκόπιον και τη Χασδένιχα η καλοκαιρινή διαδρομή ανηφορίζει κάτω από το όρος Καπάνιον, Καπάν’, Καμπάνουμ, Καρακαμπάν Νταγ, που δεν πρέπει να συγχέεται με το ομώνυμο ανατολικό βουνό κοντά στο Τάσκιοπρου ή με το κύριο από τα πολλά μέρη που ονομάζονται Καμπάνα στις Πράξεις Βαζελώνος, στο Σταμάν στη δυτική πλευρά του Πρύτανη. Έτσι η διαδρομή είναι γνωστή ως Καρακαμπάν Γιολού. Φαίνεται ότι υπήρχε σταθμός ανάπαυσης εδώ, ή στα Χότζα Μέζαρι Χανλαρί (περίπου 2.300 μ.), ή στο Διπόταμον (περίπου 2.250 μ.). Ο σταθμός, όπου κι αν βρισκόταν, θα ήταν μόνο 10 χλμ. ανατολικά της Παλαιοματζούκας και της Καμπάνας, όπου ο Κλαβίχο άφησε τις τελευταίες αυτοκρατορικές φρουρές που του διέθεσαν το 1404 και πέρασε σε εδάφη που δεν βρίσκονταν υπό τον άμεσο έλεγχο των Μεγάλων Κομνηνών. Το Καπάνιον σηματοδοτούσε επίσης το πραγματικό όριο πέρα από το οποίο η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να εγγυηθεί την ασφάλεια των περιηγητών, όπως δείχνει η συνθήκη της με τη Γένουα της 26ης Οκτωβρίου 1314. Οι Μεγάλοι Κομνηνοί δεν μπορούσαν καν να προστατεύσουν τους υπηκόους τους σε μια περιοχή εσωτερικών συνόρων που εκτεινόταν από την Καμπάνα στα δυτικά μέσω Παλαιοματζούκας μέχρι το Καπάνιον στα ανατολικά, όλα κάτω από τον υδροκρίτη. Αυτές οι νοτιότερες ευρέως κατοικημένες περιοχές του άνω Πρύτανη υφίσταντο το κύριο βάρος των τουρκμενικών επιδρομών στις αρχές του καλοκαιριού. Στον Τριγόλυκτο, χωριό του Χορτοκοπίου, ολόκληρη η οικογένεια Ρωμανόπουλου απήχθη από Τουρκμένους τον 13ο αιώνα. Υπάρχουν δύο άλλες εντυπωσιακές ενδείξεις τοπικής ανασφάλειας κατά μήκος του μετώπου. Το 1302 η Άννα Ελαφίναβα μεταβίβασε στη Μονή Βαζελώνος πάνω από τη μισή της περιουσία (γονίκειον) που βρισκόταν στη Τζιμπρικά, την Καμπάνα και την Παλαιοματζούκα, επειδή «κατά την επιδρομή των Αγαρηνών οι συγγενείς μου οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία». Και τον Δεκέμβριο του 1344 η μοναχή Ανυσία, αντιμετωπίζοντας το ίδιο πρόβλημα, δηλαδή την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού για να διευθύνει την πατρογονική κτηνοτροφία, επειδή η οικογένεια είχε αιχμαλωτιστεί από τους Τουρκμένους, μεταβίβασε τα εδάφη της στο Χορτοκόπιον και αλλού στο μοναστήρι. Περιλάμβαναν δύο αλώνια, αγρόκτημα, παραποτάμιο λιβάδι και μεγάλο χωράφι δίπλα στην «αυτοκρατορική οδό». Αντικαθιστώντας τους άνδρες που χάνονταν στους βοσκοτόπους από τους Τουρκμένους, υπήρχαν φυσικά πρόσφυγες από τα νότια του υδροκρίτη και, όπως είδαμε στην Τρικωμία, από τα Λιμνία. Κάποιοι μπορεί να ήρθαν με τον επίσκοπο Σατάλων. Ήταν υβριδική περιοχή κάτω από τους βοσκοτόπους. Πολλά επώνυμα (αλλά όχι ονόματα) έχουν τουρκικό αέρα, ενώ το επώνυμο «Αιχμάλατος» υποδηλώνει φυγάδα από τους Τουρκμένους και όχι αιχμάλωτο των Τραπεζουντίων. Αλλά τα περισσότερα χρόνια οι κίνδυνοι της ζωής στα σύνορα αντισταθμίζονταν από την ευημερία των υπέροχων βοσκοτόπων. Η Καμπάνα πλήρωνε το ἀλληλέγγυον τον 13ο αιώνα, ενώ το Καπάνιον μπόρεσε να πουλήσει στον Γοδεφρείδο του Λάνγκλεϋ και στην αγγλική του συντροφιά αρκετό ψωμί, κρασί και 15 άσπρα κρέας στις 22 Ιουλίου 1292. Με δύο ακόμη ημέρες νηστείας, ταξιδεύοντας στην ακατοίκητη περιοχή προς νότο, καταφεύγοντας στα χωράφια (in campis) τη νύχτα, έφτασαν στη Μπαϊμπούρτ, όπου στη συνέχεια μπόρεσαν να αγοράσουν λίγο φαγητό, μόνο λίγο γάλα, αυγά και ωμό κρέας. Όμως το Καπάνιον ήταν το τελευταίο μέρος όπου οι Άγγλοι μπόρεσαν να αγοράσουν κρασί για πολλούς μήνες. Σχεδόν ο επόμενος Άγγλος επισκέπτης στο Καπάνιον ήταν ο Χάμιλτον, ο οποίος το βρήκε «κρύο και θλιβερό σημείο, αποτελούμενο από μερικές καλύβες και έναν αχυρώνα για τη στέγαση περιηγητών» το 1836. Η συνοδεία του, όπως και του Κλαβίχο, προσπάθησε να το σκάσει, αλλά εκείνος κατάφερε να τους κλειδώσει για τη νύχτα. Τα πράγματα ήσαν λίγο καλύτερα το επόμενο έτος 1837, όταν ο Σάουθγκεϊτ ανέφερε ότι ο σταθμός ανάπαυσης του Καρακαμπάν είχε μόλις ανοικοδομηθεί και αποτελούταν από «σύμπλεγμα μικρών κτιρίων με μαγαζιά και στάβλους για την αναψυχή και την ανάπαυση των περιηγητών», πιθανώς πολύ παρόμοια το μεσαιωνικό του αντίστοιχο.53

Στη συνέχεια έρχονταν τα Κοῦλατ (Κολάτ Νταγλαρί) και Ἅγε’-Σέρ’ς (Αϊασέρ, το υποψήφιο του Ζερζελίδη για τον Θήχη του Ξενοφώντος), πριν πέσουν τα καραβάνια στις Ποντικές Πύλες.54

Επιστρέφοντας προς τα βόρεια, ο ποταμός Μουλακᾶ (Μαλακά Ντερέ) εισέρχεται στον Πρύτανη 4 περίπου χλμ. νότια-νοτιοδυτικά του μεγάλου κόμβου του Δικαίσιμου. Η απομονωμένη κοιλάδα του Μουλακά εκτείνεται από δυτικά προς νοτιοδυτικά στους λόφους. Ψηλά, πάνω από την ένωσή του με τον Πρύτανη, και στα νοτιοδυτικά, βρίσκεται ο κύριος οικισμός Διανείαχα, Δανείαχα, αλλιώς Σκίρτα, αργότερα Ζάνχα, και τώρα Τσεσμελέρ. Τον 13ο αιώνα ο ιερομόναχος Θεόδωρος, ηγούμενος του Βαζελώνος, είχε κτήμα εκεί. Ο Βασίλειος ο Χαζάρος είχε γη στη Διανείαχα το 1301, και ονομάστηκε πρωτεύον χωρίον της Βαζελώνος στο χρυσόβουλλο του 1386. Η Διανείαχα ήταν η πατρίδα των Πρωτοπαπαδόπουλων τον 13ο αιώνα και της μετέπειτα οικογένειας Λεοντίδη, η οποία, όπως και η δυναστεία των Στρατικεμπά, ισχυριζόταν ότι κατάγονταν από τους Καβαζίτες Ο τόπος προήχθη από το καθεστώς στάσεως σε εκείνο του χωρίου με τις δικές του στάσεις Τζαμπαλούκη και, ίσως, Σιλώ ή Σύλος.55 Δεν έχουμε επισκεφτεί τη Διανείαχα, κάτι που πιθανότατα θα ανταπέδιδε στην έρευνα.

Απέναντι από τη Διανείαχα και στη βόρεια πλευρά του Μουλακά βρίσκεται ένα άλλο από τα εννέα κύρια χωρία της Βαζελώνος: η Σπελία,Σπέλια,Σπήλαια, αργότερα Ίσπελα, τώρα Οτζακλί. Το 1336 το χωριό υπήρξε μάρτυρας της συγκέντρωσης του στρατού των Τραπεζούντιων για περιπολία των τοπικών βοσκοτόπων, ενώ εκείνη που μπορεί να είναι η μεσαιωνική εκκλησία του Προδρόμου περιγράφεται στο αριθ. 15 πιο κάτω.56 Στη συνέχεια, προχωρώντας δυτικά κατά μήκος της βόρειας όχθης του Μουλακά, φτάνει κανείς δίπλα στο Μουντάνος ή Μουνταντῶν, τώρα τον Μεντάντοζ ή Μεντάλντος, που ήταν μεσαιωνικό χωρίον και στάσις. Η διασωζόμενη εκκλησία του χρονολογείται το 1866.57 Τέλος, 18 χλμ. δυτικά του Δικαισίμου, βρίσκεται το Σανογια[νιτίκον], Σανάγια, μετέπειτα Ζανάι, τώρα Ακμεστζίτ, τόπος που αναφέρεται το 1260 με αργότερα ερειπωμένη εκκλησία.58

Προχωρώντας δυτικά κατά μήκος της νότιας όχθης του Μουλακά από τη Διανείαχα, φτάνει κανείς πρώτα στη Μέξυλα, αργότερα Μέκζιλα ή Μέκζιλαχανλάρι, τώρα Τσατάκ, και μετά στα Κονσερά, αργότερα Κουσερά, τώρα Ορμανούστου. Μεγάλο μέρος αυτής της περιοχής ήταν γη της Βαζελώνος. Κοντά στα Κουσερά, τον 13ο αιώνα, ο Ιωάννης Σαγμαράς έδωσε στη Μονή Βαζελώνος μια εκκλησία του Προδρόμου πάνω από μέρος που δεν έχουμε εντοπίσει που ονομάζεται Τζαμουχίον. Ακόμη πιο δυτικά βρίσκεται η Παπάρουζα, αργότερα Παπάρζα, τώρα Τσαμιλντούζ, κοντά στο Μπογάτς, Πογότσ’, τώρα Ουτσγκεντίκ. Μαζί με το Ὀστρικέσιν, η Παπάρουζα ήταν το πιο απομακρυσμένο από τα βασικά χωρία της Βαζελώνος το 1386.59 Τα κεφαλάρια του Μουλακά διείσδυαν σε Τσέπνι χώρα, νότια της Τρικωμίας, τον 14ο αιώνα, και ο Αλέξιος Γ’ ασχολήθηκε σαφώς με την αποτροπή της επιδρομής των Τουρκμένων στη Ματζούκα μέσω εκείνου που ισοδυναμούσε με πλαϊνή είσοδο, την οποία φρουρούσε το Γαντοπέδιν (αριθ. 24) και, ίσως, το Νεζίρ Καλέ. Ο Αλέξιος Γ’ περιπολούσε στην περιοχή το 1366 και ξανά το 1370. Το 1366, το έτος μετά την κρατική επίσκεψη του γαμπρού του, του Κουτλουμπέγκ, ο Αλέξιος «έκανε εκστρατεία στο Παρχάριν [δηλαδή στους θερινούς βοσκοτόπους]. Και εμείς –είμαστε περισσότεροι από δύο χιλιάδες πεζοί και ιππείς συνολικά– προχωήσαμε από τη Σπέλια στη Φιανόη μαζί του, και περνώντας από τον Γαντοπέδιν και τα Μάρμαραπήγαμε από τον Άγιο Μερκούριο στον Αχάντακα», όπου η συντροφιά έμεινε τέσσερις ημέρες με τον εμίρη Κουτλουμπέγκ πριν επιστρέψει στην Τραπεζούντα τον Ιούνιο.60 Έχουμε ήδη προτείνει ότι ο Άγιος Μερκούριος και αυτός ο Αχάντακας μάλλον βρίσκονταν κοντά στην ακτή και την πρωτεύουσα (ο εμίρης είχε κατασκηνώσει τον προηγούμενο χρόνο στο όρος Μίθριον και θα ήθελε παρόμοιον καλοκαιρινό χάνδακα κοντά στην Τραπεζούντα), πράγμα που δείχνει κυκλική προέλαση από τη Σπέλια ανεβαίνοντας την κοιλάδα της Μουλακά, ύστερα βόρεια πάνω από τη Φιανόη (Φικανόι γιαγλά) και πάλι κάτω μέχρι τον Πρύτανη κοντά στο Γαντοπέδιν και τις εκβολές της κοιλάδας Βαζελώνος.

Το Γαντοπέδιν αναγνωρίζεται μόνο από τον Κίπερτ. Οι ταυτίσεις του, αν και κατά τα άλλα δεν υποστηρίζονται, προέρχονται από ερωτήσεις σε ντόπιους και οι περισσότερες βγάζουν νόημα.61 Αφού περνούσε το Γαντοπέδιν, η αποστολή θα κατευθυνόταν βόρεια της Σπέλιας, δυτικά της κύριας διαδρομής των καραβανιών, πάνω από τους βοσκοτόπους των Μαρμάρων, που πιθανώς χώριζαν την Τρικωμία από την Κάτω Ματζούκα. Τον Μάιο του 1370 ο Αλέξιος Γ΄ «βγήκε πάλι στους καλοκαιρινούς βοσκοτόπους [παρχάριν] στην περιοχή των Μαρμάρων με λίγους άνδρες. Και την Τρίτη, στις 21 του ίδιου μήνα, συνάντησαν ξαφνικά δύναμη Τούρκων – περίπου πεντακόσιους ιππείς και τριακόσιους πεζούς. Οι ακολούθοι του αυτοκράτορα ήσαν εκατό περίπου ιππείς. Ο αυτοκράτορας έδωσε μάχη, νίκησε κατά κράτος και τούς καταδίωξε. Έστειλε πίσω εδώ [δηλαδή στην Τραπεζούντα] μερικά κεφάλια Αγαρηνών και το λάβαρό τους».62 Το ότι η ζωή ήταν δύσκολη στο νότιο μέτωπο, γύρω από το Καπάνιον και το Χορτοκόπιον, είναι αναμενόμενο, αλλά ακόμη και η Κάτω Ματζούκα απειλήθηκε τον 14ο αιώνα από τους άθεους γιους της Άγαρ.

Τα 3 χλμ. του Πρύτανη μεταξύ της συμβολής του με τον Μουλακά και του «κρεμαστού μοναστηριού» της Κρεμαστής ήσαν τα κεντρικά κτήματα της μονής Βαζελώνος. Διοικητικά οι περισσότεροι οικισμοί υπάγονταν στο Χορτοκόπιον τον Μεσαίωνα. Σήμερα ο χειμερινός δρόμος τρέχει ψηλά, πάνω από την ανατολική όχθη του Πρύτανη, φτάνοντας πρώτα στο Χαμούριν, κοντά στο Πηγάδιον, βασικό χωρίον της Βαζελώνος στο χρυσόβουλλο του 1386, που συνδέεται με τη Χαρσούλα και, ως στάσις, αλλιώς Μάζηλα ή Αγρίδιν, αργότερα Χαμούρια και τώρα Σουκενάρι.63 Στη συνέχεια, ο δρόμος έρχεται στον σταθμό ανάπαυσης για τη Βαζελώνος, στο Κεραμιτλῆ ή Καλογερχάνι, απ’ όπου φαίνεται η μοναστηριακή πρόσοψη πέρα από τη βαθιά σχισμή του Πρύτανη και πάνω από τη δική του μυστική κοιλάδα. Το Κεραμιτλή δεν είναι παρά τεϊοποτείο, διάδοχος του μοναστηριακού σταθμού ανάπαυσης, και ένα καμίνι κεραμιδιών λειτουργεί σήμερα. Αλλά, όπως υποδηλώνει το όνομα, η προέλευση του καμινιού είναι σίγουρα μεσαιωνική και θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αρχαία.64

Στη δυτική όχθη του ποταμού βρίσκεται το χωριό του 13ου αιώνα και το προάστιο Σαχνόη, αργότερα Σαχανόι και τώρα Κοπρούγιανα, χωρίον το 1223. Η αξιοσημείωτη ζωγραφισμένη εκκλησία του, τώρα χαμένη, δημοσιεύτηκε από τον Τάλμποτ Ράις με το όνομα «Κουρτ Μπογάν». Η εκκλησία που περιγράφεται στο αριθ. 25 πιο κάτω, πιθανότατα ήταν μετόχι της Βαζελώνος.65

Η Σαχνόη βρίσκεται κάτω από το Κεραμιτλή, επί του Πρύτανη, στο σημείο όπου ο ακόμη όμορφα στρωμένος δρόμος οδηγεί στη Βαζελώνος. Εκεί κοντά, στη δυτική πλευρά του ποταμού, βρίσκεται μικρό κάστρο σκαρφαλωμένο σε βράχο και περικλείει παρεκκλήσι, που περιγράφεται πιο κάτω. Δεσπόζει τόσο της κοιλάδας του Πρύτανη όσο και του Βαζελώνος και αναμφίβολα είχε την ίδια λειτουργία με το παρατηρητήριο της Δουβεράς στη Σουμελά, πάνω από τον ποταμό Παναγία. Πιθανότατα είναι το κάστρο της Λάβρας (δηλαδή του Βαζελώνος) στην περιγραφή του Λαζαρόπουλου για την εισβολή του 1223 και, αν έχει δίκιο ο Κίπερτ, είναι και το κάστρο του «κηροπήγιου» (με το οποίο μοιάζει), το Γαντοπέδιν της εκστρατείας του 1366.66 Ανάμεσα στη Σαχνόη και στο ίδιο το μοναστήρι Βαζελώνος βρισκόταν το μεσαιωνικό μετόχιον του Αγίου Γεωργίου (δηλαδή Γρηγορίου) της Νεοκαισάρειας, κάτω από το Λαζαρέσιν.67

Μπροστά ο προσκυνητής βλέπει το όρος Ζαβουλών και κάτω από εκείνο την ιερά, αυτοκρατορική, πατριαρχική και σταυροπηγιακή Μονή του Ιωάννη, του άξιου Προδρόμου και Βαπτιστή του Βαζελῶνος (το όνομα της μονής προέρχεται από το όνομα του βουνού), το τρίτο και ίσως πλουσιότερο από τα μοναστήρια της Ματζούκας. Η ιστορία του, με βιβλιογραφία, έχει περιγραφεί αλλού και έχουμε ήδη δημοσιεύσει σκιαγραφικά σχέδια των σωζόμενων ερειπίων. Όπως όλα τα μεγάλα μοναστήρια του Πόντου, το Βαζελώνος βασίζεται σε ιερό σπήλαιο, αλλά όπως τα περισσότερα από αυτά υπέστη εκτεταμένη ανοικοδόμηση στα τέλη του 19ου αιώνα. Υποτίθεται ότι ιδρύθηκε περί το 270, και υποτίθεται ότι ανοικοδομήθηκε ύστερα από περσική εισβολή του 6ου αιώνα. Μόνο το μικρό παρεκκλήσι του Αγίου Ηλία στο πεζούλι του Βαζελώνος, που περιγράφεται πιο κάτω, και ίσως μερικά από τα μοναστηριακά κτίρια στα νότια του περιβόλου του είναι μεσαιωνικά σωζόμενα. Σήμερα το Αγιάνα Μανάστιρ είναι ερειπωμένο και τα κύρια κτίρια έχουν δύσκολη πρόσβαση.68

Στα νότια της εισόδου της κοιλάδας Βαζελώνος, διάσπαρτη ψηλά πάνω από τη δυτική όχθη του Πρύτανη, βρίσκεται η επίδικη στάσις Αιθέρισα, Θέρισα ή Θερισίται, με το ψευδώνυμο Μαζάσπη, αργότερα Σέρσα, και τώρα Σεβιμλί ή Κιρεμιτλί. Τα Βαλεντζιακέσιν και Νιλέσιν συνδέονταν μαζί του τον Μεσαίωνα.69 Κάτω και νότια του χωριού διακρίνονται πολύ καθαρά από τον δρόμο στην ανατολική πλευρά του Πρύτανη τα εντυπωσιακά λείψανα της γυναικείας μονής της Παναγίας Κρεμαστής. Η τοποθεσία επανιδρύθηκε ως γυναικείο μοναστήρι που εξαρτιόταν από το Βαζελώνος το 1858. Το ιερό της σπήλαιο, μερικά από τα μοναστικά του θεμέλια και δύο προφανείς αναφορές σε αυτό τον 13ο αιώνα υποδηλώνουν ότι είχε μεσαιωνική ιστορία ως μετόχιον. Έχουμε δημοσιεύσει αλλού την τοποθεσία, με σχέδιο. Σήμερα είναι γνωστή ως Κιζλάρ Μανάστιρ, ενώ το Κεραμιτλή, ο σταθμός ανάπαυσης που μοιράζεται με τη Βαζελώνος, μερικές φορές ονομάζεται Κιζ Χαν από τις αναχωρούσες μοναχές.70

Για δύο λόγους τα επόμενα 8 χιλιόμετρα της κοιλάδας του Πρύτανη μπορούν να εξεταστούν με αξεπέραστη λεπτομέρεια και έτσι το ίδιο το κέντρο της αγροτικής καρδιάς της αυτοκρατορίας μπορεί να είναι γνωστό τόσο στενά όσο η ίδια η Τραπεζούς. Πρώτον, περισσότερες από 190 Πράξεις Βαζελώνος παρέχουν πάνω από 500 τοπωνύμια από τον 13ο μέχρι τον 18ο αιώνα. Δεύτερον, ο Ζερζελίδης έχει συντάξει τοπωνυμιολογία 1.031 τοπωνυμίων από την ίδια περιοχή, γνωστών σε εικοσιεννέα πρώην Έλληνες κατοίκους πριν από το 1923. Η αξία της εξαντλητικής μελέτης του Ζερζελίδη είναι ότι έγινε, αρχικά, χωρίς αναφορά στις μεσαιωνικές πηγές, και ότι η μνήμη σχεδόν όλων των ονομάτων που κατέγραψε το 1959 εξαφανίζεται γρήγορα μεταξύ των Τούρκων κατοίκων της κοιλάδας και με τον θάνατο των γηγενών Ποντίων Ελλήνων προσφύγων. Προσθέστε στα στοιχεία τεκμηρίωσης τον παράγοντα του εξαιρετικού συντηρητισμού και της συνέχειας του οικισμού και του πολιτισμού της Ματζούκας από τη μεσαιωνική μέχρι τη σύγχρονη εποχή, και μας προσφέρονται εξαιρετικές ευκαιρίες αναγνώρισης. Υπάρχουν επιχειρήματα για την εύρεση περισσότερων από 330 ονομασιών χωραφιών, χωριών και άλλων ονομάτων, κοινών με τα 500 ή περισσότερα μεσαιωνικά και 1.031 σύγχρονα, σε μια έκταση όχι μεγαλύτερη από 24 τ.χλμ. που ίσως υποστήριζε μεσαιωνικό πληθυσμό 500 οικογενειών. Αυτή η κλίμακα αναγνώρισης δεν έχει αντίστοιχο στον βυζαντινό κόσμο (ακόμη και μεταξύ των αθωνικών εκμεταλλεύσεων) και θα ήταν δύσκολο να βρεθεί στον δυτικό. Όμως, υπάρχουν δύο σοβαρές επιφυλάξεις για την ταξινόμηση του υλικού. Πρώτον, όπως και στη Σάντα, πολλοί οικισμοί της Ματζούκας φαίνεται ότι άλλαξαν τα ονόματά τους τον 18ο αιώνα ή νωρίτερα. Τα περισσότερα εναλλακτικά ονόματα σημειώνονται στις Πράξεις, είτε από τους αρχικούς γραμματείς είτε ως προσθήκη από αντιγραφείς του 18ου αιώνα, δεν είναι σαφές. Τα ψευδώνυμα περιορίζονται στα πιο σημαντικά τοπωνύμια. Είναι δύσκολο να είμαστε σίγουροι, αλλά δεν φαίνεται να υπήρξε παρόμοια αλλαγή μεταξύ των μικρότερων ονομάτων. Όμως το Σταμάν, η μεγαλύτερη περιοχή του 20ού αιώνα με πρωτεύουσα-οικισμό πενήντα σπιτιών, δεν εμφανίζεται καθόλου στις Πράξεις. Εδώ το κέντρο μπορεί να μετακινήθηκε προς τον λόφο από τον πυθμένα της κοιλάδας, όπως φαίνεται ότι συνέβη σε τουλάχιστον άλλο ένα χωριό, αντανακλώντας σε μικρόκοσμο την ποντιακή φυγή στα υψίπεδα στα τέλη του 17ου αιώνα. Αλλού όμως η κλίμακα και το μοτίβο του μεσαιωνικού οικισμού φαίνεται ότι ήσαν αξιοσημείωτα κοντά στον σύγχρονο. Μια δεύτερη επιφύλαξη έγκειται στα μικρότερα ονόματα, πολλά από τα οποία έχουν ποντιακή ελληνική σημασία, ιδιαίτερα εκείνα που ισχύουν για περισσότερα από ένα μέρη ή χαρακτηριστικά. Δεν μπορεί κανείς συχνά να συσχετίσει μεσαιωνικά με σύγχρονα ονόματα που σημαίνουν «θημωνιές», «καρυδιές», «ράχη», «απόκρημνο μέρος» και ούτω καθεξής.

Στη μεσαιωνική και σύγχρονη εποχή υπήρχαν δέκα ή έντεκα κύριες οικιστικές περιοχές, καθεμία με ένα κεφαλοχώρι και χωριουδάκια και αγροτεμάχια διάσπαρτα σε μεγάλη περιοχή. Δύο τέτοιες περιοχές βρίσκονταν στην απότομη δυτική όχθη του ποταμού και οκτώ ή εννέα στην ανατολική. Κάθε κύριος οικισμός περιβαλλόταν από χωράφια και βρισκόταν σε υψόμετρο 300 έως 1.000 μέτρων. Πάνω και πίσω από το κυρίως χωριό υπήρχε θυγατρικό θερινό χωριό στα 1.500 μ. περίπου, που περιβαλλόταν από θερινούς βοσκότοπους. Η καλύτερη βοσκή βρισκόταν πάνω από τη γραμμή των δέντρων, στα 2.000 μέτρα περίπου. Λόγω της εγγύτητας των μόνιμων και θερινών χωριών, η μετακίνηση μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσα σε λίγες ώρες και οι δεσμοί μεταξύ της αγροτικής και της ποιμενικής οικονομίας ήσαν πολύ στενοί. Μάλιστα οι περισσότερες οικογένειες δεν φαίνεται ότι μετακόμιζαν. Μπορούσε κανείς να λειτουργεί βολικά ως βοσκός τη μια μέρα και ως αγρότης την επόμενη. Αυτή η ευκολία έδινε σίγουρα στην Άνω Ματζούκα και την Παλαιοματζούκα την περίκλειστη σταθερότητα της κοινωνίας και της οικονομίας. Είναι αλήθεια ότι η «αυτοκρατορική οδός», η δυτική από τις διαδρομές των καραβανιών, διέσχιζε την κοιλάδα για να δώσει άνοιγμα σε ευρύτερο κόσμο. Αλλά τότε, όπως και τώρα, στην πραγματικότητα διέσχιζε έναν μόνο οικισμό το πολύ και δεν είχε καμία αισθητή επίδραση στον πολιτισμό της κοιλάδας. Οι επικοινωνίες ήσαν δύσκολες και η κυκλοφορία τροχοφόρων έγινε δυνατή μόνο στον μεγάλο δρόμο τον 19ο αιώνα, ενώ είναι ακόμη αδύνατη μεταξύ των περισσότερων οικισμών.

Για να καταδείξουμε την κατάσταση, μια διατομή της κοιλάδας, που λαμβάνεται σχεδόν δυτικά-ανατολικά, θα μοιάζει με αυτό:

Όνομα

Λειτουργία

Υψόμετρο

Απόσταση
από Βουδοξή

Όρος Βουδοξή

Θερινή βοσκή πιο κάτω

2.300 μ

Κολελέσ’

Θερινό χωριό

1.500 μ

1.500 μ

Τσιμπρικά

Μόνιμο χωριό

400 μ

4.000 μ

Ποταμός Πρύτανης

Χωράφια πιο πάνω

300 μ

4.300 μ

«Αυτοκρατορική Οδός»

Χωράφια πιο πάνω

400 μ

4.800 μ

Γιαννακάντων

Μόνιμο χωριό

500 μ

5.500 μ

Χουμέριξα

Θερινό χωριό

1.700 μ

8.500 μ

Όρος Καρακαπάν

Θερινή βοσκή πιο κάτω

2.400 μ

10.500 μ

Ο πρώτος κύριος οικισμός, ο Γιαννάντων, βρίσκεται στην ανατολική όχθη μεταξύ του ποταμού και του Καρακαμπάν. Το πρωτεύον χωριό είναι περίπου 500 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Από εκείνο η κοιλάδα υψώνεται στα 1.100 μέτρα σε 7,5 χλμ. Το Γιαννάντων (Γιανάντοζ, τώρα Γιαζίλιτας) δεν εμφανίζεται ως τέτοιο στις Πράξεις, αλλά ήταν σίγουρα μεσαιωνικός οικισμός, γιατί καυχιόταν για τη ζωγραφισμένη εκκλησία του Ἁγ’-Ηὐέντς (δηλ. του Αγίου Ευγενίου), που σημειώθηκε από τον Τάλμποτ Ράις και περιγράφεται πιο κάτω. Οι Έλληνες μετέφρασαν το τουρκικό όνομα του Γιαζίλ[ι]τας ως Γεγραμμένη πέτρα.71 Ένας «τόπος άχυρου» υπήρχε στην περιοχή, Ἀχυρωνοέδρια, αργότερα Ἀχορώνια, ψηλό χωράφι προς Ποντίλα που ήταν αυτοκρατορικό δώρο του 13ου αιώνα.72 Το Λολότσης (αργότερα Λολότσ’) στο Άνω Γιαννάντων έδωσε επώνυμο το 1386.73 Ένα από τα μεσαιωνικά χωράφια κάνναβης πιθανότατα βρισκόταν στο Γιαννάντων: Καναβόργη (αργότερα Κανναβουρέν’), που έδωσε το όνομά του σε χειμερινό οικισμό με επτά σπίτια.74 Το μέλι ήταν άλλο προϊόν. Μικρή κοιλάδα που οδηγεί στο Καρακαμπάν ονομαζόταν Μελίσσιν τον 13ο αιώνα (αργότερα Μελεσσέας τ’ Ὁρμίν).75 Ψηλά πάνω από τα Γιαννάντων απλώνονται οι άδενδροι βοσκότοποι του Μαρμιανέσιν ή Μαρκιανάντων(αργότερα Μαρκανί’).76

Νότια της κοιλάδας Μελίσσιν βρισκόταν η δεύτερη περιοχή, με επικεφαλής τη μεσαιωνική στάση Ποντύλα (γνωστή και ως Γερνάρη, αργότερα Πόντιλα και Μπόντιλα, τώρα Γκιουζέλτσε). Ήταν σημαντικός οικισμός σε υψόμετρο 550 μ. περίπου και συνήθως εμφανίζεται ως Γερνάρης στις Πράξεις. Περιλάμβανε αυτοκρατορική εκμετάλλευση και τα Πυροκωστέσια ως παράρτημα.77 Κάτω από το πρωτεύον χωριό και κοντά στο Γιαννάντων βρίσκονταν τα «πεδινά» χωράφια του Καμπίσκιν (αργότερα Καμπίσκια), όπου το 1344 η μοναχή Ανυσία δώρισε το χωράφι της δίπλα στην «αυτοκρατορική οδό», που ελίσσεται ανάμεσα στον Πρύτανη κάτω προς τα δυτικά και τους κύριους οικισμούς. πάνω στα ανατολικά.78 Στην Ποντίλα (Γερνάρης) υπήρχαν και καλλιεργήσιμα χωράφια που ονομάζονταν τα Κελλία,79 ίσως υπενθύμιση τοπικών μοναστηριακών κελιών και οι λάκκοι του Κοτύλιν (αργότερα Κοτύλ[ια]), χειμερινού οικισμού με εξοχικές κατοικίες που εμφανίζεται ως αυτοκρατορική δωρεά του 13ου αιώνα.80

Απέναντι στο Γιαννάντων και την Ποντίλα (Γερνάρης), από τη δυτική όχθη του Πρύτανη, βρισκόταν η τρίτη περιοχή της Άνω Ματζούκας. Στα 400 μ., το κύριο χωριό της ήταν το χαμηλότερο στην κοιλάδα: Κουνάκαλιν (γνωστό και ως Ἰντζούλη, αργότερα Κουνάκα). Το μεσαιωνικό Κουνάκαλιν ήταν μεσαιωνική στάσις που είχε ξαναταξινομηθεί ως χωρίον πριν από το 1349. Εκείνη τη χρονιά ηγούμενος της τοπικής μονής του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης ήταν ο ιερομόναχος Μακάριος.81 Είναι λιγότερο βέβαιο αν η Βερένεια της περιγραφής του Λαζαρόπουλου για την επίθεση του 1222 είναι το Βαναρεῖονστο Κουνάκαλιν (τώρα Βαλένα ή Βερένα), «θαμνώδης τόπος» που μπορεί να έδωσε το επώνυμο Βαρενῆς το 1442.82 Μεταξύ άλλων τοπικών χαρακτηριστικών ήσαν τα Χαγιά (αργότερα Χαϊά), χωράφι.83 Ο Ἀμιλίος (αργότερα Ἀμηλᾶς), βόρεια του Τσιμπρικά.84 Τα Τετανᾶ (αργότερα Τεντενᾶ), των οποίων τα είκοσι μεταγενέστερα σπίτια βρίσκονταν στα 1.800 μέτρα.85 Ένα μεσαιωνικό αγρόκτημα, το οποίο προσεγγιζόταν από τα σκαλιά του Σκάλιν (αργότερα Σκάλας, κοντά στη Χαλία).86 Τα καλλιεργήσιμα χωράφια του 14ου αιώνα (δώρο του αυτοκράτορα) της Κυρά ή Κυράν, κοντά στα Καλάκαν και Κουνακάντων (αργότερα Κυριάνια).87 Ένα από τα πολλά μέρη που ονομάζονται Πεγάδινή Πεγαδάν, αυτό κοντά στην Τσιμπρικά και αργότερα ονομαζόμενο Πεγάδ’.88 Οι καλλιεργήσιμες πλαγιές του Κοιλάδιν στο Κουνάκαλιν, αργότερα Κοιλάδ’που δεν πρέπει να συγχέονται με το Κοιλάδιον (Κουντάλα, Γεμισλί) της μονής Φάρου στα βόρεια.89 Ο φράχτης του Ἀχαντιώνινστο Κουνάκαλιν (που προφανώς δεν τον θυμούνται στη σύγχρονη εποχή).90 Και οι ελαιώνες και τα δάση του μετέπειτα Τσαλλέας, πιθανό τουρκικό όνομα που, ως Τσαχλέας, μπορεί να έδωσε επώνυμο το 1448.91 Η στάσις του Τζακέρη ή Τζερεκέρη(αργότερα Τσεκέρ’ τὸ Ρακάν’), που καταγράφεται για πρώτη φορά το 1270, έχει τούρκικο ήχο.92 Το κοντινό Γαυρίν ή Γαυρᾶς (μετέπειτα Ἅγε’ Γάβρας), με την εκκλησία του, είναι ανάμνηση της μεγάλης ποντιακής οικογένειας των Γαβράδων που γέννησε τον μάρτυρα Άγιο Θεόδωρο.93 Στην περιοχή βρίσκονται και τα χωράφια του Καστανίσκιν(αργότερα Καστανίσκ’).94 Όμως στο Μεσαίωνα το Κουνάκαλιν (Ιντζούλε) ήταν προφανώς λιγότερο σημαντικό από το μεγάλο χωρίον Χαλάβενα, το οποίο προφανώς επέκτεινε, όπως είδαμε ήδη, τη δικαιοδοσία του για λίγο πέρα από την κοιλάδα μέχρι το Χορτοκόπιον. Η θέση βρισκόταν δυτικά-νοτιοδυτικά του Κουνάκαλιν (Ιντζούλε), και, ως Χαλάβ, οικισμός δεκαπέντε οικογενειών, θα θεωρούνταν αργότερα ως ο βορειότερος οικισμός του Σταμάν.95 Τα Τζιμπρικά (αργότερα Τσιμπρικά), στάσις νοτιοδυτικά του Κουνάκαλιν (Ιντζούλε), που θα θεωρούνταν αργότερα ως ο βορειοανατολικότερος οικισμός του Σταμάν, έδωσαν ένα μεσαιωνικό επώνυμο. Εμφανίζεται ως τοπωνύμιο στην περιοχή για πρώτη φορά το 1302 και απαντάται αλλού. Προέρχεται ίσως από τουρκική λέξη που σημαίνει «λιβάδι», που μπορεί να χρησιμοποιούνταν στη Ματζούκα ήδη από τον 13ο αιώνα.96

Διασχίζοντας ξανά τον Πρύτανη προς την ανατολική όχθη, φτάνουμε στην τέταρτη μεγάλη περιοχή της Άνω Ματζούκας, που εκτείνεται μέχρι τις κορυφές του Καρακαμπάν. Η μεσαιωνική στάσις των Γενακάντων (αργότερα Γιαννακάντων, Γιανακάντοζ, τώρα Γκιουργκεναγάτς), είναι η σημερινή πρωτεύουσα και βρίσκεται αρκετά κοντά στην «αυτοκρατορική οδό», σε υψόμετρο πάνω από 500 μ.97 Μέσα στη στάσι βρίσκεται ο Άγιος Θεόδωρος, που ταυτίζεται ίσως με τη μικρή εκκλησία του Ἅγε’-Θόδωρονστον Λαχανᾶ. Ο μεσαιωνικός Λαχανᾶς καυχιόταν για ένα μοναστήρι της Θεοτόκου.98 Όμως το μεσαιωνικό Γενακάντων φαίνεται ότι επισκιάστηκε από πιο σημαντικό μέρος: το χωρίον Μανδρακενή (αργότερα Μαντρακενή, Μαντιρανόι, τώρα Αλατάς), που βρισκόταν 300 μέτρα πάνω και σχεδόν 3 χλμ. νοτιοανατολικά του Γενακάντων, ανάμεσα σε ψηλά χωράφια, κάτω από τη ζώνη του δάσους. Ήταν βασικό χωρίον του Βαζελώνος στο χρυσόβουλλο του 1386. Η σχέση του Γενακάντων και της Μανδρακενής πρέπει όμως να ήταν πάντοτε στενή. Το όνομα υποδηλώνει ότι το χωρίον μπορεί να χρησίμευε ως μαντρί του Γενακάντων και τώρα είναι ημιμόνιμο χωριό. Όμως ο θερινός σταθμός της περιοχής ήταν μάλλον η Χουμέριξα, κοντά στην κορυφή του Καρακαμπάν και άλλα 900 μ. πιο ψηλά.99

Η πέμπτη και η έκτη περιοχή βρίσκονται στα νότια και σήμερα διευθύνονται από τα δίδυμα χωριά Ἀδόλη (το μεσαιωνικό Ἀδόλιν) και Κρένασα (το μεσαιωνικό όνομα είναι πανομοιότυπο, αργότερα Κίρανσα, τώρα Αναγιούρτ). Αν και δεν αναφέρεται ούτε ως στάσις στις Πράξεις, η Κρένασα φαίνεται να είχε την ίδια σημασία τότε όπως και τώρα. Διέθετε δύο τουλάχιστον μεσαιωνικές εκκλησίες και το μεσαιωνικό μοναστήρι της Παναγίας.100 Ένα χωράφι στην Κρένασα ονομαζόταν Ἅγιος Βασίλειος (αργότερα Ἁγε’-Βασίλτσ’).101 Οι δίδυμοι οικισμοί Κρένασα-Αδόλιν βρίσκονταν στα 500 περίπου μ. Κάτω από αυτούς, κοντά στον μεγάλο δρόμο, υπήρχε ένα χωράφι με κατσίκες που ονομαζόταν Τραγάδες (ο Τραγᾶς εμφανίζεται ως όνομα το 1386).102 Οι φουντουκιές στη Τζιμίλια(μετέπειτα Τσιμίλα) αναφέρονται για πρώτη φορά τον 13ο αιώνα.103 Κοντά στη Τζιμίλια βρισκόταν ο οικισμός Σαρπίσκια (μετέπειτα Σαρπίshκια, με πέντε σπίτια), που αναφέρεται για πρώτη φορά το 1260. Αν το όνομα προέρχεται από το τουρκικό σαρπ («απότομο»), ίσως έχουμε εδώ το αρχαιότερο δείγμα τουρκικού ερπυσμού. Στη γλώσσα της Ματζούκας. Υπάρχει πρώην ελληνικό χωριό με παρόμοιο όνομα, τοποθετημένο παρόμοια σε απότομη πλαγιά, νοτιοδυτικά της Τορούλ (Άρδασσας).104 Άλλα τοπωνύμια στην Κρένασα-Αδόλιν έχουν κοινή ελληνική σημασία. Τα κεράσια του Κεράσιν (αργότερα Κεράσ’).105 Οι ρωγμές του Σωλένια (αργότερα Σελέν[ια]).106 Και οι ώριμοι κήποι του Παλαιοκέπην (αργότερα Παλαιοκέπια).107

Ξαναδιασχίζοντας τον Πρύτανη δυτικά φτάνουμε στην έβδομη και μεγαλύτερη περιοχή της Άνω Ματζούκας, το Σταμάν. Το όνομα και η πρωτεύουσα του χωριού στα 1.700 μέτρα είναι άγνωστο στις Πράξεις. Μπορεί κανείς να υποθέσει έναν παλαιότερο οικισμό κάτω από τα βράχια του Σταμάν, γύρω από το ορεινό ρέμα και τη λίμνη της Ἀνάλεψης, όπου βρισκόταν το μοναστήρι της Αναλήψεως, λέγεται ότι υπέφερε κατά τη διάρκεια περσικής επίθεσης του 6ου αιώνα.108 Έχουν περιγραφεί τα βόρεια φυλάκια Χαλαμπένα και Τσιμπρικά. Πιθανώς το πιο απομακρυσμένο από τα παρακείμενα της περιοχής ήταν μια ψηλή καλλιεργούμενη χαράδρα δυτικά της Χαλαμπένας, που ονομαζόταν Νυσσίν από τον 13ο μέχρι τον 18ο αιώνα και Νεσία ή Νεσίν αργότερα.109 Ο πιο σημαντικός οικισμός Καμπανᾶς (αργότερα Καμπανᾶ) βρισκόταν κοντά στον ποταμό στο ανατολικό Σταμάν. Στο παρελθόν διέθετε επίσης μοναστήρι.110 Το δάσος πάνω από τη Λέγνου ονομάστηκε αργότερα Πυρῆ. Ο Πυρός εμφανίζεται ως επώνυμο το 1386.111 Νότια του Σταμάν, περίπου στα 1.750 μ. βρισκόταν το Ῥαχίν (αργότερα Ραχίν, με δεκαπέντε σπίτια. Το όνομα δηλώνει κορυφογραμμή).112 Ανεβαίνοντας την απόκρημνη πλαγιά του βουνού έφτανε κανείς στο Ἀπίδιν (αργότερα Ἀπιδόπα, οικισμό τριών σπιτιών). Πήρε το όνομά του από αχλαδιές, που βρίσκονταν ανάμεσα σε πολύ αρχαίες δασικές εκτάσεις.113 Το Κανάκαλιν (αργότερα Κανακᾶ, πιθανώς από το τουρκικό τσανάκ, ή δοχείο) ήταν ανοιξιάτικος βοσκότοπος με πέντε σπίτια.114 Το μεταγενέστερο Τσαπρῆ τὸ Σελέν’ (το όνομα Τζαπρίς εμφανίζεται το 1386) ήταν ψηλό άδενδρο φαράγγι.115 Τελικά φτάνει κανείς στους βοσκοτόπους πάνω από τη γραμμή των δέντρων, που ονομάζονται Καλαμίδιν (αργότερα Καλαμίδια που υποδεικνύει αγρανάπαυση)116 και στην ίδια την κορυφή του όρους Βουδοξίου (αργότερα Βουδοξή) στα 2.300 μ., που έβλεπε το Καρακαμπάν πάνω από 10 χλμ. ανατολικά.117

Το νότιο Σταμάν, πάνω από τη Χαλαμπένα και την Τσιμπρικά, μπορεί κάλλιστα να αποτελούσε μέρος της Παλαιοματζούκας. Σίγουρα όλες οι περιοχές που περιγράφονται πιο κάτω ανήκαν στο μικροσκοπικό βάνδον που αποσπάστηκε από τη Ματζούκα, και προήχθη από το καθεστώς του χωρίου, μεταξύ 1384 και 1408. Μπορεί κανείς να υποψιαστεί τοπική αυτονομιστική κίνηση εδώ, γιατί ο πρώτος γνωστός δουξ της νέας διοικητικής περιοχής ήταν ο Κωνσταντίνος ὁ Χαψονομίτας, πιθανότατα ντόπιος πρόκριτος από εκείνο που θα γινόταν αργότερα Χαμσικιόι. Αλλά περί το 1415 η κυβέρνηση ίσως είχε ανακτήσει κάποιον έλεγχο, γιατί η τότε κεφαλή της Παλαιοματζούκας δεν ήταν άλλος από τον Μεγάλο Κοντόσταυλο Κωνσταντίνο Τζανιχίτη.118

Ο πρώτος μεγάλος οικισμός της Παλαιοματζούκας και ο όγδοος της Ματζούκας βρίσκονται στην ανατολική όχθη του Πρύτανη κάτω από το Παλαιόκαστρο. Στη σύγχρονη εποχή είχε τη βάση του στη Ζάβερα ως πρωτεύουσα (τώρα Ντίκκαγια). Ο Ζαβεριώτης μάλιστα εμφανίζεται ως επώνυμο το 1448, αλλά η τοπική παράδοση ότι το βυζαντινό κέντρο βρισκόταν πάνω από τη Ζάβερα και προς τα ανατολικά στη Λευτοκάρα ή Λευτοκάριν (αργότερα Λεφτοκαρέν) επιβεβαιώνεται εν μέρει από τις Πράξεις. Ο οικισμός αυτός, στα 1.500 μ. περίπου, είχε μια ζωγραφισμένη βυζαντινή εκκλησία αφιερωμένη στον Ἁγε’-Στοφόρον (δηλ. τον Άγιο Χριστόφορο).119

Πίσω από το Λεφτοκαρέν υπάρχει μεγάλο φαλακρό βουνό που αγκαλιάζει την ανατολική Παλαιοματζούκα και υψώνεται στα 1.200 μέτρα: το Λευκιώνιν (αργότερα Λευκέν).120 Στον Μεσαίωνα καλλιεργούνταν χωράφια στις πλευρές του και εμφανίζεται επίσης ως τοπωνύμιο. Η βορειοδυτική γωνία της περιοχής χαρακτηρίζεται από τη μεσαιωνική στάσι του Δάβαρη, κοντά στην αυτοκρατορική οδό, που ονομαζόταν αλλιώς (ή επίσης) Γαίμαντρα (μετέπειτα Δαβαρ’).121 Το όνομα, που υποδηλώνει πυτιά τυριού, δίνει μια ένδειξη της ολοένα και πιο ποιμενικής ζωής της κοιλάδας καθώς ανεβαίνει στα βουνά. Κοντά βρισκόταν η Ὀξέα και ένα χωράφι στο Νταμπάρε ονομαζόταν Σταυραλίου τον 13ο αιώνα.122 Το ποιμενικό χωριό που συνδεόταν με το Νταμπάρε φαίνεται ότι ήταν η στάσις της Γαίμαντρας(αργότερα εκτουρκίστηκε ως Γιαμάτσ’ = «λοφοπλαγιά», αλλά αρχικά δήλωνε πιο άμεσα ποιμενικό σταθμό).123

Μια άλλη υψηλή στάσις που συνδεόταν με το Νταμπάρε ήταν το Τζυλικάρι, αλλιώς Ζερζέλη (αργότερα Ζερζελάντων, πατρίδα των Ζερζελίδηδων).124

Κοντά στο Νταμπάρε βρισκόταν η στάσις Καλκανᾶς (αργότερα Καλκάν’, τουρκικά καλκάν, “ασπίδα”), με χωράφι που ονομαζόταν Σολδόη, αλλά το όνομα εμφανίζεται μόλις το 1564.125 Ο Κορώνης του 13ου αιώνα θα μπορούσε ίσως να είναι το μεταγενέστερο Κορών’ τὸ Ρακάν’.126

Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της Παλαιοματζούκας είναι το κάστρο της, που είναι σκαρφαλωμένο σε μεγάλο βράχο, 450 μ. πάνω από τον Πρύτανη που κατρακυλάει, 1.500 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, και ελέγχει το σημείο όπου ο μεγάλος δρόμος βγαίνει ανηφορίζοντας από την κοιλάδα της Ματζούκας και ανεβαίνει στα υψίπεδα της Ζύγαινας. Περιγράφεται πιο κάτω. Φαίνεται ότι αναφέρεται για πρώτη φορά ως Πυργήν τον 13ο αιώνα. Αργότερα επρόκειτο να ονομαστεί Παλαιόκαστρο ή Κάστριον,127 αλλά είναι ο Κλαβίχο εκείνος που το ονομάζει ως το κάστρο της Παλαιοματζούκας. Τον αφήσαμε, πάνω, κάπου κοντά στο Δικαίσιμον. Ακολουθούσε αρκετά προσεκτικά τη σύγχρονη διαδρομή, από τη Ματζούκα στην Παλαιοματζούκα.

«Η χώρα εδώ ήταν καλά κατοικημένη και τα χωράφια καλά καλλιεργούμενα, με καλαμπόκια ποτιζόμενα από τα ρυάκια που κατέβαιναν από τους λόφους. Την επόμενη Δευτέρα [28 Απριλίου 1404] αφήσαμε εκείνο το μέρος και η φρουρά που μας είχε δώσει ο αυτοκράτορας [ο Μανουήλ Γ΄] για να μας συνοδεύσει γύρισε πίσω, λέγοντας ότι δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε πιο πέρα λόγω τού φόβου των εχθρών τού αυτοκράτορα. Συνεχίσαμε λοιπόν μόνοι μας (με τους οδηγούς και τους υπηρέτες μας) και την ώρα του εσπερινού φτάσαμε σε κάστρο που μας είπαν ότι ανήκε στον αυτοκράτορα και ονομαζόταν Παλαιοματζούκα (Palima, Pilomazuca). Αυτό το κάστρο στέφει ψηλή κορυφή και η πορεία προς τα πάνω γίνεται με σκαλοπάτια. Κάτω ανάμεσα στους βράχους στους πρόποδές του, είναι χτισμένα μερικά σπίτια».128

Το περίεργο χαρακτηριστικό της αφήγησης του Κλαβίχο είναι ότι ο αυτοκρατορικός συνοδός υποστήριζε ότι η Άνω Ματζούκα ήταν «εχθρική χώρα», ενώ αργότερα του είπαν ότι η Παλαιοματζούκα ήταν αυτοκρατορικό κάστρο. Τέσσερα χρόνια αργότερα βρίσκουμε το νεοδημιουργημένο βάνδον στα χέρια ντόπιου δούκα. Ίσως ο Κλαβίχο αποκαλύπτει εκείνο που ήταν στην πραγματικότητα μια τοπική αυτονομιστική εξέγερση, την οποία η κεντρική κυβέρνηση αναγκάστηκε να αναγνωρίσει.

Οι περισσότεροι μεταγενέστεροι περιηγητές ενθουσιάστηκαν με το τοπίο της Άνω Ματζούκας (αν και οι Άγγλοι περιηγητές έτειναν να τρομοκρατούνται από τη σκληρότητα που επιδεικνύονταν απέναντι στα υποζύγια στον δρόμο: οι σκελετοί τους ρύπαιναν τη διαδρομή προς την Ταμπρίζ.) Αμερικανοί προτεστάντες ιεραπόστολοι συνήθως έδιναν διέξοδο στα συναισθήματά τους δύο περίπου ημέρες έξω από την Τραπεζούντα. Ο αιδεσιμότατος Τζορτζ Χέπγουορθ, βλέποντας την κοιλάδα από τα υψώματα της Παλαιοματζούκας, παρατηρούσε ευσεβώς ότι

«η σκηνή ήταν πολύ μαγευτική για λόγια. Μου φάνηκε ότι ο Κύριος είχε προσπαθήσει ιδιαίτερα με εκείνο το μέρος της Μικράς Ασίας και η αντίθεση μεταξύ της φύσης και των ανθρώπων ήταν σχεδόν επώδυνη. Δεν τους αξίζει να ζουν σε μια χώρα τόσο γεμάτη πόρους, γιατί τους αντιμετωπίζουν ως ασήμαντους. Τα λόγια του παλαιού ύμνου ήρθαν στα χείλη μου περισσότερες από μία φορές:

«Όπου κάθε προοπτική αρέσει,
και μόνο ο άνθρωπος είναι μοχθηρός»,
αλλά με σύνεση παρέμεινα σιωπηλός».129

Όπως έχει επισημάνει ο Μαξίμοβιτς, όταν το χωρίον της Παλαιοματζούκας προβιβάστηκε σε βάνδον, η συνοδευτική του στάσις Τζεπτῆλος ή Τζευτήλου (μετέπειτα Ζευτήλ’ ή «μαστίγιο του αρότρου») προήχθη από το καθεστώς της στάσεως σε εκείνο του χωρίου. Η θέση του νοτιοδυτικά της Ζάμπερας και κοντά στο Παλαιόκαστρο επιβεβαιώνει την τοποθέτηση του νέου βάνδου στην Άνω Ματζούκα.130 Το Φουτζανέσιν βρίσκεται εντός των ορίων του,131 και η κορυφή του Λιθάριν (αργότερα Λιθαρίσκ), κάποτε αυτοκρατορικού δώρου, δέσποζε πάνω από το χωρίον-στάσις. Σε αυτά τα μέρη επίσης, σε έναν Ασώματο (εκκλησία Αρχαγγέλου;) και όχι στον Ασώματο των Πλατάνων, μάλλον αποκρούστηκε η εισβολή του Μπαϊράμ στις 30 Αυγούστου 1332.132

Από μια χούφτα μεσαιωνικών εκκλησιών στην περιοχή του Παλαιόκαστρου της Παλαιοματζούκας, μόνο ο Σωτήρας φαίνεται πια να διασώζεται και περιγράφεται πιο κάτω. Μπορούν να προταθούν κάποιες άλλες ταυτοποιήσεις στην άμεση περιοχή. Η Χαντζόη (μετέπειτα Χαντζέα) ήταν οικισμός τριών σπιτιών πάνω από τον Άγιο Στέφανο.133 Το μεσαιωνικό και μεταγενέστερο Πλακίν είναι η βραχώδης κορυφή Ακροφάγιανα.134 Ο Ζαγιανός ίσως είναι η τεράστια κορυφή Ζαενάβα.135 Το Ἀπάκιν με το ερειπωμένο σπίτι του το 1386 ίσως είναι το μεταγενέστερο Ἀπακόπα.136 Και εκεί είναι τα Θονάρια της οικογένειας Σαπούα.137

Κυριότερο μεταξύ των οικισμών στην Παλαιοματζούκα ήταν το ένατο βασικό χωρίον του Βαζελώνος: Χαψήή Χαψίν(αργότερα Χαψία ή Χαψᾶ).138 Μικρότερα μέρη ήσαν τα Χαλία και το Συκάπιν.139 Το Χαψίν σίγουρα αντιπροσωπεύεται από το σύγχρονο Χαμσικιόι, όνομα το οποίο, όπως και η ίδια η Ματζούκα-Μάτσκα, έχει ξαναεμφανιστεί μόνο στη σύγχρονη εποχή. Ο λόγος είναι ότι μέχρι πρόσφατα οι Έλληνες θεωρούσαν διακριτούς τους πέντε οικισμούς του Χαμσικιόι, που καλύπτουν τον μεγάλο δρόμο καθώς ανεβαίνει από την κοιλάδα, χρησιμοποιώντας μεταβυζαντινά ονόματα για αυτούς. Το χάνι και τα μαγαζιά του Άνω Χαμσικιόι ήταν γνωστά ως Τσαχαριάντων.140 Το Τσαχαριάντων δεν εμφανίζεται ως τέτοιο στις Πράξεις, αλλά αναφέρονται τρία τοπωνύμια Παλαιοματζούκας στον οικισμό: το μεσαιωνικό Τζορτζίν (μετέπειτα Τσωρτσίν) στην αγορά του Άνω Χαμσικιόι.141 Ο Σάπας ή Σάπης (αργότερα Σαπάντων), που σχετίζεται με αυτό.142 Και το χωράφι που ονομάζεται Γομαλαιά (αργότερα Χωμαλέας) κοντά στον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης.143

Η στάσις τοῦ Χουλίωνος, κοντά στην Αγία Βαρβάρα και τον Άγιο Θεόδωρο στην Παλαιοματζούκα, είχε αριθμό εξαρτημάτων: Σιδεριώνιν, Ὑποκέπιν, Κράνιν (αργότερα Κράνια «κρανία», «θαμνώδες μέρος»), Μιτικαριώνιν (αργότερα Μυτικαρέν «μυτερές καρυδιές») και στο τελευταίο Καρύδιν ή Καρίδη (αργότερα Καρυδόπον «καρύδια»).144

Η δέκατη περιοχή της Άνω Ματζούκας και η τελευταία της Παλαιοματζούκας βρίσκονται πάνω και νότια από το Χαμσικιόι. Το μετέπειτα κέντρο της ήταν το Μελιανάντων(Μελανλί), ίσως το μεσαιωνικό Μοχλάντων, αν και το επίθετο Μελιάνης εμφανίζεται επίσης το 1415.145 Από μέρη εντός ή κοντά στα Μελιανάντων οι Πράξεις αποδίδουν τρία συγκεκριμένα στην Παλαιοματζούκα: Χασπούκης (μετέπειτα Χασπούκια),146 (που διατήρησε το όνομά του, που σημαίνει «τάφρος λάσπης», αργότερα)147 και ένα αγρόκτημα που πήρε το όνομά του από τα αλώνια του. Ἁλώνια ή Ἁλώνιν (αργότερα Ἁλών’).148 Πέρα από το Χαμσικιόι, επίσης, βρίσκεται η Γουβέσια (αργότερα Γoυβία),149 ο ίσως μαστιζόμενος από λύκους Λυκούδης (αργότερα Λυκουδίνα),150 και το αγρόκτημα Κογκέσ[ιν] (αργότερα Κογκίτα).151 Πάνω από τα Μελιανάντων βρισκόταν το μικρό μοναστήρι, ή κελί Μόνοβας (αργότερα Μόνοβα),152 και στο Πλαγίαδ[ιν] ίσως τὸ Πλάγιν.153 Τέλος υπήρχε ο Ζαγιανός (αργότερα Σαγιανόη),154 ενώ ψηλά στα νοτιοανατολικά ήταν το μεταγενέστερο κέντρο των Φαργανάντων. Ο Φαργάνος εμφανίζεται ως επώνυμο το 1388.155

Ο μεγάλος δρόμος σκαρφαλώνει πέρα από το Χαμσικιόι μέσα από τη γραμμή των δέντρων και καταλήγει στα ανεμοδαρμένα λιβάδια. Δεν υπάρχουν άλλοι μόνιμοι οικισμοί, αλλά στήνονται καλοκαιρινές κατασκηνώσεις μέχρι την ίδια τη Ζύγαινα. Έχοντας περάσει το Παλαιόκαστρο της Παλαιοματζούκας, ο Κλαβίχο βρέθηκε για το υπόλοιπο της δεύτερης μέρας έξω «σε ωραία δάση».

Ο δρόμος, εκείνη τη μέρα, ήταν πολύ καλός για ταξίδι και περνούσε μέσα από πολύ όμορφα βουνά. Διαπιστώσαμε όμως ότι είχε πέσει ένα μεγάλο κομμάτι βράχου, που είχε κλείσει τον δρόμο και είχε φράξει πίσω του ένα ρέμα. Από αυτό το μέρος καταφέραμε να περάσουμε μόνο ύστερα από πολύ κόπο και καθυστέρηση. Εκείνη λοιπόν τη μέρα δεν προχωρήσαμε πολύ και κατασκηνώσαμε στην ύπαιθρο. Την Τρίτη [29 Απριλίου 1404], την επόμενη μέρα, ταξιδεύαμε σε πολύ κακό δρόμο, πάνω σε πολύ ψηλά βουνά καλυμμένα με χιόνι και διασχιζόμενο από πολλά ρέματα. Τη νύχτα κατασκηνώσαμε κοντά σε κάστρο που ονομαζόταν Ζέγκαν [Ζύγαινα], το οποίο βρισκόταν στην κορυφή ψηλού βράχου, η μοναδική είσοδος τού οποίου ήταν από ξύλινη γέφυρα που οδηγούσε από βράχο στην πύλη τού κάστρου. Ο ιδιοκτήτης τού κάστρου ήταν Έλληνας ευγενής που ονομαζόταν Κύριλ Καμπάσικα [Κιριλέο Αρμπόσιτα = κυρ Λέων Καβαζίτης].156

Ο Κλαβίχο αγωνιζόταν πάνω σε γυμνή ύπαιθρο. Ο Μπορντιέ βρήκε χιόνι κάτω από τη Ζύγαινα ακόμη και τον Ιούνιο του 1609.157 Έχει πάντοτε κρύο και συνήθως ομίχλη, γιατί ο δρόμος έχει σκαρφαλώσει έξω από τα υγρά, καταπράσινα δάση της Ματζούκας στα άδεια Παρχάρια. Ο άνεμος σαρώνει σε άδενδρους βοσκότοπους.

Το πέρασμα Ζύγαινας είναι χειμερινό πέρασμα μόνο κατ’ όνομα, γιατί μπορεί να αποκλειστεί από το χιόνι μέχρι και έξι μήνες τον χρόνο. Όμως είναι ελαφρώς χαμηλότερο και το κλίμα του οριακά πιο ήπιο από εκείνο του καλοκαιρινού περάσματος των Ποντικών Πυλών. Βρίσκεται σε υψόμετρο 6.640 ποδιών (2.024 μέτρων), 70 χλμ. από την Τραπεζούντα και 260 χλμ. από το Ερζερούμ (αν και, καθώς πετάει το κοράκι, στην ευθεία δηλαδή, οι δύο πόλεις απέχουν μόνο 129 χλμ. μεταξύ τους). Είναι η αποκορύφωση της διαδρομής. Θα ακολουθήσουν και άλλα περάσματα, στο Βαβούκ και στο Κοπ Νταγ, αλλά δεν υπάρχει τίποτε πιο δραματικό από το σαμάρι στη Ζύγαινα. Όταν κάποιος στέκεται πάνω του, εντυπωσιάζεται από τους δύο εντελώς διαφορετικούς γεωγραφικούς και πολιτιστικούς κόσμους τους οποίους χωρίζει. Μέσα από το ξέφτι σύννεφου που περνά τρέχοντας από πάνω του, ο περιηγητής μπορεί να δει τις ατελείωτες οροσειρές της Χαλδίας να εκτείνονται μέσα στην Αρμενία προς νότο και τα σκοτεινά ποντιακά εδάφη της βροχής (αλλά ποτέ την ίδια τη θάλασσα) στα βόρεια. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι περιηγητές του 19ου αιώνα ταύτιζαν τακτικά, και αδικαιολόγητα, τη Ζύγαινα με τον Θήχη του Ξενοφώντος και πρόσθεταν διστακτικά τη δική τους πέτρα στους σωρούς του περάσματος.

Συχνότερα η Ζύγαινα, το Βαβούκ και το Κοπ έχουν οδηγήσει τους περιηγητές σε απόγνωση. Τον φρικτό χειμώνα του 1844, ο Εντιμότατος Ρόμπερτ Κέρζον πάγωσε εκεί μέσα σε πράσινο μεταξωτό πάπλωμα. Μπορεί κάλλιστα να είχε περάσει τον Μηνωίδη Μηνά στο φιδίσιο μονοπάτι, αλλά καθώς ο τελευταίος καταβλήθηκε από δυσεντερία, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι κανένας από τους δύο κυνηγούς χειρογράφων δεν πρόσεξε τον άλλον. Από τις εμπειρίες στο πέρασμα Ζύγαινας, οι εμπειρίες του Δρα Τζον Καρέρι ήσαν ασυνήθιστες, μόνο στο ότι μπορεί στην πραγματικότητα να μην είχε σηκωθεί ποτέ από την πολυθρόνα του στη Νάπολη. Ισχυριζόταν όμως ότι βρέθηκε μαζί με άλλους ιεραποστόλους «σχεδόν στη δεύτερη περιοχή του αέρα, στην κορυφή του όρους Ζύγαινα» στις 29 Απριλίου 1694. Δύο χρόνια πριν, ο Βαλή υποτίθεται ότι έχασε δέκα άνδρες στο πέρασμα, ενώ τρία χρόνια πριν από αυτό, ένας Δομινικανός λέγεται ότι έχασε τη χρήση της γλώσσας του στο κρύο (την ξαναβρήκε μασώντας γαρίφαλο). Ο υποτιθέμενος σύντροφος του Καρέρι (και ίσως ο αυθεντικός πληροφοριοδότης του), «Ο πατέρας Δαλμάσιος, έχοντας χάσει την υπομονή του στην κορυφή αυτού του λόφου, έχοντας εξαντληθεί από τον μόχθο του σκαρφαλώματος με τα πόδια, ξέσπασε με αυτά τα λόγια: “Ελάτε σε αυτό το μέρος, κύριοι της Προπαγάνδας, και βλέπε σε τι κατάσταση βρισκόμαστε εδώ”. Και λίγα βήματα πιο πέρα: “Ελάτε εσείς που δεν δίνετε δεκάρα… Και θα ικανοποιηθώ που θα δώσετε όσα αξίζετε, για να βρεθείτε ξανά στην πατρίδα”. Καθώς επαναλάμβανε αυτά τα λόγια [ο Καρέρι] χαμογέλασε, και περισσότερο για να τον βάλει σε πειρασμό του είπε: “Μήπως πίστευες ότι το να έρθεις στην ιεραποστολή στην Ανατολή είναι σαν να κάνεις μια βόλτα στον Κήπο του Κεραμεικού στο Παρίσι;”»158

Σήμερα στο πέρασμα της Ζύγαινας το αστυνομικό φυλάκιο και τα κρεοπωλεία (που πωλούν φρέσκο πρόβειο κρέας από τους γύρω βοσκοτόπους) αντιπροσωπεύουν έναν πρόσφατο καλοκαιρινό οικισμό. Το πέρασμα είναι πολύ εκτεθειμένο για μόνιμη κατοίκηση. Η αρχαία Ζύγαινα σίγουρα αντιπροσωπεύεται από το μεσαιωνικό κάστρο, αργότερα το χάνι και το σύγχρονο χωριό βαθιά κάτω από το πέρασμα, προς νότο: Ζίγανα, Ζύγανα, Ζίγκανα, που διατήρησε το αρχαίο της όνομα μέχρι τη δεκαετία του 1960, οπότε μετονομάστηκε επίσημα (και μέχρι στιγμής χωρίς αποτέλεσμα) σε Καλκανλί, με τη σχεδόν σίγουρα εσφαλμένη αιτιολογία ότι το Ζύγαινα ήταν αρμενικό όνομα και επομένως ακατάλληλο για αυτό το τμήμα της Τουρκίας. Το πέρασμα μάλλον χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Ρωμαίους το 58 μ.Χ., όταν το πέρασε ο Κόρβουλων. Όμως οι περισσότεροι σχολιαστές έκαναν το λάθος να αποδίδουν σε αυτό το ακατάλληλο φυλάκιο τόσο την Cohors secunda Ualentiniana, Ziganne της Notitia dignitatum, όσο και μια επισκοπή της Φάσης, που θα έπρεπε να βρίσκονται και οι δύο στην Ανάκλια, στη γεωργιανή ακτή. Ο Κλαβίχο είναι η μόνη ύστερη μεσαιωνική πηγή που αναφέρει αυτή τη Ζύγαινα. Στη συνέχεια βρισκόταν στα σύνορα της Τραπεζούντας, το βορειότερο φυλάκιο της οικογένειας των ακριτικών Καβαζιτών. Το κάστρο, το οποίο περιγράφει με ακρίβεια, δεν είναι εύκολο να εντοπιστεί και οι Κουμόντ φαίνεται να ήσαν οι μόνοι περιηγητές που το παρατήρησαν.159 Περιγράφεται πιο κάτω.

Η Ζύγαινα, όπως και οι Ποντικές Πύλες, μπορεί να θεωρηθεί ως το νότιο όριο των παράκτιων περιοχών και ο υδροκρίτης τους ως ο διαχωρισμός μεταξύ του βάνδου Ματζούκας και Παλαιοματζούκας και της Τραπεζούντιας Χαλδίας, που περιγράφεται σε άλλη ενότητα.

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ, ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΣΤΡΑ

Κατά τη λαϊκή παράδοση υπήρχαν 365 εκκλησίες στη Ματζούκα. Ο αριθμός θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί υποεκτίμηση και ο Ζερζελίδης μετράει 98 εκκλησίες μόνο στην Άνω Ματζούκα πριν από το 1922.160 Όμως πιθανώς η πλειονότητα των μεσαιωνικών εκκλησιών αντικαταστάθηκαν από νέες κατασκευές τον 19ο αιώνα, ορισμένες από τις οποίες δημοσιεύσαμε αλλού.161 Μας έμειναν 28 εκκλησίες, 12 μοναστήρια και 4 κάστρα που είναι γνωστό ότι υπήρχαν ή λέγεται ότι υπήρχαν πριν από το 1461. Εκτός από την αριθ. 1, λαμβάνονται γεωγραφικά, από βορρά προς νότο.

1. Άγιος Ευγένιος στο Καπαλίν

Θέση. Δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε το Καπαλίν στη Ματζούκα.

Ιστορία. Χτίστηκε μετά το 1223. Υπήρχε τη δεκαετία του 1360.162

2. Εκκλησία Α, στον Άγιο Βασίλειο, Άνιφα, Ακολούκ

Θέση. «Όχι πολύ μακριά από τον οικισμό του Αϊβασίλ» (Non loin du hameau d’Ai’vasil).

Αρχιτεκτονική. Μικρό παρεκκλήσι χτισμένο από εναλλασσόμενες σειρές τούβλων και πέτρα, ερειπωμένο το 1916 και μη αναγνωρίσιμο τώρα.163

3. Εκκλησία Β, στον Άγιο Βασίλειο, Άνιφα, Ακολούκ

Θέση. Δυτικά του δρόμου, στον οικισμό του Αϊβασίλ.

Αρχιτεκτονική. Τρίκλινο κτίριο. Το κεντρικό κλίτος πεντάγωνο στο εξωτερικό. Ίσως θολωτό. Καταστράφηκε το 1960.

Χρονολογία. Ο Τάλμποτ Ράις πρότεινε χρονολογία του 13ου ή του 14ου αιώνα.164

4. Φαντάκ, Φαντάκ Κογιού, Τσακίλτζα Κογιού

Θέση. Ένας χωματόδρομος σκαρφαλώνει απότομα προς τα ανατολικά, σε μη χρησιμοποιούμενο πια ορυχείο μαγγανίου, από τη γέφυρα πάνω από τον Πυξίτη στο Μουχουρτζού, ακριβώς νότια του Αγίου Βασιλείου (Αϊβασίλ, Άνιφα, Ακολούκ). Περίπου 3 χλμ. από τη γέφυρα, η διαδρομή σταματάει να ανηφοείζει, σε σημείο όπου μια εκκλησία του 19ου αιώνα, που δημοσιεύτηκε αλλού, βρίσκεται λίγα μέτρα κάτω από τον δρόμο προς τα αριστερά ενώ, 200 μέτρα προς τα δεξιά, βρίσκεται τζαμί με μιναρέ.165 Μια διαδρομή προς νότο οδηγεί μετά από το τζαμί σε δύο ερειπωμένα παρεκκλήσια, με πορεία δεκαπέντε λεπτών με τα πόδια. Το χωριό Τσακίλτζα δεν είναι φτιαγμένο γύρω από πυρήνα. Το τμήμα στο οποίο βρίσκονται τα παρεκκλήσια ονομάζεται τώρα από τον ιδιοκτήτη του Χαλίλ Μπάσογλου Μαχαλέσι, ο οποίος δήλωσε ότι προηγουμένως ονομαζόταν Μπετερογιουλάρι Μαχαλέσι («Γιοί του Πέτρου;»).

Αρχιτεκτονική. Το μεγαλύτερο παρεκκλήσι είναι ορθογώνιο σε κάτοψη με ημικυκλική αψίδα (σχήμα 76). Σώζεται ένας πέτρινος ημιθόλος, ενώ η οροφή, η οποία λέγεται ότι ήταν ανέπαφη μέχρι το 1956 ή 1957, ήταν πιθανότατα ημικύλινδρος από πέτρα ή κονίαμα συντριμμιών. Υπήρχε δυτική πόρτα και μικροσκοπικό παράθυρο στο κέντρο της αψίδας, που λέγεται ότι ήταν το μόνο φως. Οι τοίχοι του σώματος του παρεκκλησίου είναι από μεγάλα λαξευτά κομμάτια πέτρας, συνδεδεμένα με κονίαμα από ασβέστη και άμμο. Τα μεγαλύτερα κομμάτια έχουν μέγεθος περίπου 1,55×0,42 μ. Το πάχος των τοίχων σχηματίζεται από δύο κομμάτια που τοποθετούνται παράλληλα χωρίς γέμιση από κονίαμα. Αντίθετα, η τοιχοποιία της αψίδας είναι από μικρές πέτρες σε κανονικές στρώσεις. Η εργασία είναι ακόμη προσεγμένη, αλλά δύο λόγοι υποδηλώνουν ότι είναι διαφορετικής περιόδου: Μια καθαρή ρωγμή μεταξύ της τοιχοποιίας της αψίδας και των βόρειων πλευρικών τοίχων. Και διαφορές στην κατασκευή, όπου το κονίαμα της αψίδας χρησιμοποιεί ποσότητα βότσαλων και οι πέτρες είναι λιγότερο καλά στρωμένες σε αυτό, αφήνοντας πολλά κενά στον πυρήνα του τοίχου. Οι τοίχοι στέκονται τώρα σε ύψος περίπου 1,5 μ. και η αψίδα περίπου 3 μ., που αντιπροσωπεύει το αρχικό ύψος της καμάρας του παρεκκλησίου. Ο προσανατολισμός της αψίδας είναι 75°.

Μικρότερο παρεκκλήσι, από το οποίο σώζεται μόνο το σχήμα της αψίδας, βρισκόταν 1 μ. νότια. Η βόρεια πλευρά της αψίδας ήταν κομμένη από τον φυσικό βράχο. Οι εσωτερικές του μετρήσεις είναι 1 μ. πλάτος και 0,55 μ. βάθος. Ο προσανατολισμός του είναι 110°. Δεν υπάρχει ίχνος τίποτε άλλου εκτός από την αψίδα, που βρέθηκε μόλις το 1960, αλλά θραύσματα ζωγραφικής στο εξωτερικό του δυτικού και του νότιου τοίχου του μεγαλύτερου παρεκκλησίου υποδηλώνουν την πιθανότητα ότι αρχικά ενωνόταν με το μικρότερο παρεκκλήσι. Μια δεύτερη αψίδα παρόμοιου μεγέθους με τη μικρότερη αψίδα θα γέμιζε τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ των δύο κατασκευών και ένας κοινός νάρθηκας μπορεί να τις ένωνε. Η εκκλησία στο Ικισού, που περιγράφεται πιο κάτω,166 προσφέρει ένα αντίστοιχο για την προσθήκη δίκλιτης εκκλησίας σε παρεκκλήσι μιας αψίδας. Όμως στο Φαντάκ η βόρεια και η νότια αψίδα θα ήσαν λοξές κατά 35°. Η υπόθεσή μας θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί μόνο με ανασκαφές.

Διακόσμηση. Όλοι οι τοίχοι του μεγαλύτερου παρεκκλησίου ήσαν επιχρισμένοι και ζωγραφισμένοι. Στον βόρειο τοίχο, όπου το ανώτερο στρώμα έχει πέσει, είναι ορατό ένα κατώτερο στρώμα σοβά. Φέρει ίχνη κόκκινων γραμμών, αλλά δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να αποφασιστεί τι σήμαιναν. Αυτό το κατώτερο στρώμα ίσως αντιπροσωπεύει μια πρώτη περίοδο διακόσμησης, αλλά είναι πιο πιθανά υπόστρωμα σοβά για την εξομάλυνση των επιφανειών της τοιχοποιίας, ως προετοιμασία για το λεπτό στρώμα επιφανειακού σοβά. Το επιφανειακό στρώμα αποτελείται από ασβέστη που περιέχει άχυρο ως συνδετικό. Τα πιο κοινά χρώματα είναι το κόκκινο, το κίτρινο, το μαύρο και το λευκό, με λίγο πράσινο. Το ορατό προκαταρκτικό σχέδιο είναι σε λεπτές κίτρινες και κόκκινες ξεπλυμένες γραμμές.

Οι περισσότεροι από τους πίνακες του μεγαλύτερου παρεκκλησίου καλύπτονται από σκληρή λευκή κρυσταλλική απόθεση που έκανε δύσκολη τη φωτογράφηση. Καταγράφηκαν λοιπόν με σχέδιο στο σχήμα 76α (πρβλ. φωτ. 193α-γ).

Μόνο μέρος της ζωγραφικής του ημιθόλου της αψίδας σώζεται. Στο κέντρο υπάρχει ένθρονη μορφή. Φοράει πορφυρό χιτώνα με ανταύγειες του ίδιου χρώματος. Η μορφή κάθεται πάνω σε μεγάλο κόκκινο μαξιλάρι καλυμμένο από λευκό ύφασμα, απλωμένο σε θρόνο βαμμένο σε κίτρινο, κόκκινο και πράσινο. Ο θρόνος, το μεγάλο μαξιλάρι και το ύφασμα έχουν όλα περίτεχνα διακοσμητικά σχέδια, τα οποία περιλαμβάνουν μεγάλους αριθμούς λευκών μαργαριταριών. Η ένθρονη μορφή πλαισιώνεται από δύο τετράμορφα. Από το νότιο τετράμορφο σώζονται μόνο τα πόδια και οι άκρες των φτερών. Είναι κόκκινα με πράσινα μοτίβα και μαργαριτάρια. Το βόρειο έχει κόκκινα και καφέ φτερά με διακοσμήσεις που αναπαριστούν μάτια. Το φωτοστέφανό του είναι πράσινο με κόκκινα εσωτερικά και λευκά εξωτερικά περιγράμματα. Το φόντο είναι τώρα γκριζωπό μαύρο, αλλά αρχικά μπορεί να υπήρχε μια μπλε απόχρωση πάνω του.

Είναι απλώς πιθανό ότι η καθιστή μορφή αντιπροσώπευε τη Μητέρα του Θεού με τον Χριστό Παιδί. Είναι πολύ πιο πιθανό, όμως, να έχουμε εδώ Θεοφάνεια. Τα συνοδεύοντα τετράμορφα και οι αρχάγγελοι (βλ. πιο κάτω) δείχνουν προς έναν Χριστό Παντοκράτορα που περιβάλλεται από τον στρατό των αγγέλων, γνωστό ως σύνθεση τρούλου, που εδώ έχει μεταφερθεί στην αψίδα επειδή το παρεκκλήσι δεν είχε τρούλο. Ως σύνθεση είναι πολύ κοντά σε παρόμοια Θεοφάνεια στη λαξευμένη στον βράχο εκκλησία κοντά στο Χοσμέσαλος, που βρίσκεται μόλις 12 χλμ. βόρεια του Φαντάκ.167

Προτομές αρχαγγέλων σε μικρούς δίσκους καταλαμβάνουν το πάνω μέρος του τοίχου της αψίδας. Υπάρχουν ίχνη μικρών δίσκων και για τους επτά θεσμοθετημένους αρχαγγέλους, οι προτομές των πέντε από τους οποίους σώζονται. Αλλά οι επιγραφές τους είναι αλλοιωμένες και μπορούμε να είμαστε σίγουροι μόνο για τον Μιχαήλ στο κέντρο και τον Ουριήλ στα δεξιά του. Ο πρώτος και ο δεύτερος αρχάγγελος στα αριστερά του Μιχαήλ θα μπορούσαν να είναι ο Γαβριήλ και Ραφαήλ αντίστοιχα, αφήνοντας χώρο για τους Σαμουήλ (Φανουήλ), Ζοφιήλ και Σαχιήλ, αν ακολουθήθηκε το Ενώχ 8.2. Ο πρώτος αρχάγγελος (Γαβριήλ;) στα βόρεια του κεντρικού παραθύρου είναι σε κόκκινο φόντο και έχει φτερά με κίτρινες γραμμές φτερών. Ο χιτώνας του είναι λευκός με κόκκινα περιγράμματα, διακοσμημένος με κόκκινα, πράσινα και κίτρινα μοτίβα και μαργαριτάρια. Το χρώμα του υποστρώματος του προσώπου φαίνεται να είναι κίτρινο με χαρακτηριστικά σχεδιασμένα με κόκκινο, αλλά η πράσινη σκίαση στα πλάγια του προσώπου καθιστά πιθανό το συνολικό χρώμα του υποστρώματος να ήταν πράσινο. Τα μαλλιά είναι κόκκινα με κίτρινες ορίζουσες γραμμές. Η κορδέλα των μαλλιών είναι λευκή και η επιγραφή είναι λευκή. Ο δεύτερος αρχάγγελος βόρεια του παραθύρου (Ραφαήλ;) είναι σε μικρό δίσκο γκριζωπού μαύρου υποστρώματος. Ο χιτώνας του είναι κίτρινος με κόκκινα περιγράμματα και είναι διακοσμημένος με μαργαριτάρια και πράσινα μοτίβα.

Ο πρώτος αρχάγγελος στα νότια του παραθύρου (δηλαδή ο Μιχαήλ, στο κέντρο της σειράς) είναι σε μικρό δίσκο με υπόστρωμα κόκκινου χρώματος. Τα μαλλιά και τα φτερά έχουν μαύρα αλλά και κίτρινα περιγράμματα. Το αριστερό φτερό που έχει διασωθεί έχει επίσης κάποιες ανοιχτές κόκκινες γραμμές.168 Ο δεύτερος αρχάγγελος στα νότια του παραθύρου (Ουριήλ) είναι σε μικρό δίσκο με υπόστρωμα κίτρινου χρώματος. Φοράει χιτώνα με κίτρινα περιγράμματα και κόκκινα διακοσμητικά. Τα φτερά έχουν υπόστρωμα κόκκινου χρώματος με μαύρο και ανοιχτό κόκκινο περίγραμμα. Το πρόσωπο έχει λευκές ανταύγειες. Παρόμοια περιγράμματα πιθανότατα υπήρχαν στα πρόσωπα των άλλων αρχαγγέλων αλλά έχουν εξαφανιστεί. Ο τρίτος αρχάγγελος στα νότια του παραθύρου ήταν σε μικρό δίσκο με γκριζωπό μαύρο υπόστρωμα και είχε κόκκινα φτερά. Πιο πλήρης περιγραφή των χρωμάτων είναι αδύνατη επειδή, αν και το σχέδιο στο σχήμα 76α έγινε το 1961, η καταγραφή των χρωμάτων έγινε μόνο το 1963, οπότε αυτός ο αρχάγγελος είχε σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί και το θραύσμα του τέταρτου αρχαγγέλου νότια του παραθύρου είχε χαθεί εντελώς. Όλα οι μικροί δίσκοι είναι περιγεγραμμένοι με λευκή γραμμή και τοποθετημένοι μέσα σε περίτεχνο διακοσμητικό σχέδιο με κίτρινο υπόστρωμα και λευκές καθοριστικές γραμμές. Το μοτίβο αλλάζει αμέσως πάνω από το παράθυρο.

Στο κάτω τμήμα της αψίδας, πέντε διασωζόμενοι από εκείνους που ήσαν κάποτε έξι Πατέρες της Εκκλησίας στέκονται ελαφρώς σκυμμένοι προς το κέντρο, δηλαδή προς την ανατολή. Ο πρώτος στα βόρεια του κεντρικού παραθύρου είναι ο Άγιος Βασίλειος, με επιγραφή ὁ ἅ(γιος) Βασίλε[ιος]. Όπως και οι υπόλοιποι τέσσερις, είχε κίτρινο φωτοστέφανο με κόκκινο εσωτερικό περίγραμμα και λευκό εξωτερικό περίγραμμα.169 Φορά λευκό στιχάριον με σκοτσαρισμένες κίτρινες και κόκκινες γραμμές για να υποδηλώνουν τις κύριες πτυχές, και ωμοφόριον με μαύρους σταυρούς. Τα κίτρινα περιγράμματα του στιχαρίου είναι διακοσμημένα με μικρές κόκκινες γραμμές σε ομάδες των τριών, για τις οποίες δεν μπορούμε να βρούμε παράλληλο. Ίσως ο ζωγράφος προσπαθούσε να δείξει γούνινη μπορντούρα στο στιχάριον, αλλά δεν είναι η μόνη του ιδιορρυθμία. Το επιμανίκιον διασπάται σε σχήμα ρόμβου. Ο κύλινδρος χαρτιού είναι λευκός με κόκκινες γραμμές και κόκκινα γράμματα από τον Χερουβικό Ύμνο: [Οὐ]δ[ε]ὶς [ἄξ]ηος τῶν σ[υν]δε[δεμέν]ων τ[αῖς] σαρ[κικαῖς]…

Ο δεύτερος επίσκοπος προς βορρά αναγνωρίζεται από την επιγραφή ως Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: [ὁ Ἅγιος Γρηγόρ]ιος ὁ Νήσις. Το πρόσωπο είχε κίτρινο υπόστρωμα και κόκκινες χαρακτηριστικές γραμμές, με πράσινες σκιές και λευκές ανταύγειες. Το επιμανίκιον πάνω από τον αριστερό καρπό έχει κυματοειδή μοτίβα. Ο επίσκοπος σηκώνει το ρολό του, τυλιγμένο, στο αριστερό του χέρι.

Η πρώτη μορφή στα νότια του παραθύρου ταυτίζεται ως ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: [ὁ Ἅγιος Ἰωάννης] ὁ Χρ[υ]σόστομ[ος]. Ο κύλινδρος του φέρει τις αρχικές λέξεις της ευχής της Προθέσεως: ὁ Θ[εός, ὁ Θεός] ἡμ[ῶν ὁ] τῶ[ν οὐ]ρ[άνιον] ἄρτω[ν…].

Το πρόσωπο της δεύτερης μορφής στα νότια βρισκόταν σε αρκετά καλή κατάσταση το 1961, αλλά είχε χαθεί σε μεγάλο βαθμό το 1963. Αυτός ο επίσκοπος είχε μαύρη γενειάδα φτιαγμένη με υπόστρωμα μαύρου χρώματος και λευκές ορίζουσες γραμμές για τις τρίχες. Τα γράμματα, που είναι συγκριτικά σαφή, τον προσδιορίζουν ως τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο: ὁ ἅγ(ιος) Γρηγώριος ὁ Θ(ε)ωλόγος. Η επιγραφή στον δικό του κύλινδρο χαρτιού φαίνεται να προέρχεται από τα εναρκτίρια λόγια της μη ακουστής προσευχής του ιερέα, ακριβώς πριν το άνοιγμα της κεντρικής πόρτας στο τέλος της λειτουργίας: Εὐχαριστοῦ[μεν] ση, Δέσποτα φι[λάν]θροπ[ε].

Η ταύτιση της τρίτης μορφής στη νότια πλευρά αποτελεί αίνιγμα. Η επιγραφή γράφει απερίφραστα Άγιος Θεόδωρος, προφανώς δύο φορές. Κάθε επίθετο που μπορεί να βρισκόταν στη δεξιά πλευρά του κεφαλιού έχει πια εξαφανιστεί. Το πρόβλημα είναι ότι, εξ όσων γνωρίζουμε, κανένας Άγιος Θεόδωρος δεν υπάρχει μεταξύ των Πατέρων της Εκκλησίας αλλού στη βυζαντινή τέχνη, για τον καλό λόγο ότι κανένας Άγιος Θεόδωρος δεν έχει καταταχθεί ως Πατέρας. Είναι ελάχιστα πιθανό να εννοείται εδώ ο Άγιος Θεόδοτος Αγκύρας (Άνκαρα). Το πιο πιθανό είναι ότι ο καλλιτέχνης έκανε λάθος. Ό,τι έχει απομείνει από το σχήμα (γκρίζα μαλλιά με λευκές ορίζουσες γραμμές) δεν βοηθά στην αναγνώρισή του με κανέναν τρόπο.

Η επιγραφή κάτω από το κεντρικό παράθυρο ήταν με λευκά γράμματα σε γκριζωπό μαύρο φόντο. Έχει καταστραφεί εν μέρει από το δομικό ρήγμα που διατρέχει τον τοίχο. Η μόνη καταγραφή της είναι στο σχήμα 76α, από το οποίο δεν μπορεί να επιχειρηθεί καμία ανασυγκρότηση.

Ένα μικρό τμήμα κυματοειδούς σχεδίου διασώζεται στη νότια πλευρά της πλευρικής επιφάνειας του τόξου της αψίδας. Αποτελείται από φαρδύ πράσινο στέλεχος που εκτείνεται ευθεία μέχρι τη μέση της πλευρικής επιφάνειας, με λεπτότερες κίτρινες γραμμές σε κάθε πλευρά του. Πάνω από αυτές υπάρχει το φυλλωτό, κυματοειδές σχέδιο σε κόκκινες γραμμές.

Στον νότιο τοίχο υπάρχουν υπολείμματα πέντε μορφών, που πρέπει να καταλάμβαναν όλο το ύψος του τοίχου του παρεκκλησίου. Καμία γραμμή ή ζώνη δεν τις χωρίζει.

Η δυτικότερη μορφή είναι πολεμιστής που φορά κόκκινο κάτω ένδυμα και πράσινο μανδύα. Στο κάτω ένδυμα, πάνω από το οποίο θα έπρεπε να φοράει πανοπλία, υπάρχει περίτεχνο σχέδιο από σχήματα αχλαδιού και τμήματα με ακτίνες που εκπέμπονται από τις κουκκίδες. Τα σχέδια είναι πράσινα με λευκά περιγράμματα. Τα μανίκια του κάτω ενδύματος είναι άφθονα διακοσμημένα με λευκές κηλίδες για να υποδηλώνουν μαργαριτάρια. Με το αριστερό της χέρι η μορφή πιάνει τη θήκη κοντού ξίφους, το οποίο βγάζει με το δεξί της χέρι. Τα περιγράμματα τόσο του δεξιού χεριού όσο και της θήκης είναι χαραγμένα. Αυτά είναι ό,τι έχει απομένει.

Η δεύτερη μορφή είναι πολεμιστής με κόκκινο κάτω ένδυμα και κόκκινο μανδύα, άφθονα πασπαλισμένα και τα δύο με μαργαριτάρια. Η πανοπλία του είναι κίτρινη με γενικό σχέδιο λευκών γραμμών, που μπορεί να υποδηλώνουν σιδερόπλεχτο θώρακα. Κάτω από τη μέση υπάρχει διαφορετικό σχέδιο πανοπλίας, επίσης διακοσμημένο με μαργαριτάρια, το οποίο μπορεί να αναπαριστά χιτώνιο από δερμάτινα λουριά. Το αριστερό χέρι του πολεμιστή είναι στο πλευρό του και φέρει λόγχη στο δεξί του χέρι. Τα χέρια είναι ζωγραφισμένα σε κίτρινο χρώμα, με κόκκινα περιγράμματα και λευκές ανταύγειες.

Η τρίτη μορφή είναι επίσης πολεμιστής, με πράσινο κάτω ένδυμα, κίτρινη πανοπλία και κόκκινο μανδύα. Το πράσινο ένδυμα είναι σε δύο, ή πιθανώς τρεις, τόνους πράσινου με λευκές ανταύγειες. Μόνο ένα μικρό τμήμα του διασώζεται γύρω από τους μηρούς, αλλά υποδηλώνει ότι ο ζωγράφος ήταν τεχνικά ικανός. Η κίτρινη πανοπλία είναι διακοσμημένη με σχέδια σε σχήμα αχλαδιού σε πράσινο χρώμα, παρόμοια με εκείνα της πρώτης μορφής. Κάτω από τη μέση υπάρχει μοτίβο με δερμάτινα λουριά, παρόμοιο με εκείνο της δεύτερης μορφής. Και οι τρεις πολεμιστές φορούν φαρδιές ταινίες στο στήθος, αλλά το σχέδιο διασώζεται μόνο στην τρίτη εικόνα. Είναι κυματοειδές σχέδιο. Το αριστερό χέρι αυτού του πολεμιστή βρίσκεται στο πλευρό του. Το δεξί του χέρι δεν φαίνεται, αλλά είναι ορατό ένα μπαστούνι ή λόγχη.

Το μόνο που απομένει από την τέταρτη μορφή είναι ίχνη μπλε χιτώνα και κόκκινου μανδύα. Δεν ήταν πολεμιστής.

Η πέμπτη και πιο ανατολική μορφή φαίνεται ότι ήταν ασκητής. Φοράει κόκκινο ένδυμα με κόκκινο υπόστρωμα και πλατιά πιο σκούρα κόκκινη πινελιά για να υποδηλώνει πτυχή. Τα γυμνά του πόδια αποτελούνται από κίτρινο χρώμα σάρκας και κόκκινα περιγράμματα. Κρατάει λευκό κύλινδρο με πράσινες γραμμές και κόκκινα γράμματα.

Το χρώμα φόντου και για τις πέντε μορφές είναι γκριζωπό μαύρο.

Στον δυτικό τοίχο, βόρεια της πόρτας, υπήρχε διακοσμητική επένδυση χωρισμένη σε δύο φατνώματα και διακοσμημένη με επιχρίσματα κόκκινου και κίτρινου χρώματος σε απομίμηση μαρμάρου. Πάνω από αυτήν υπάρχουν τα υπολείμματα δύο πινάκων ζωγραφικής, καθένας με μια μόνο μορφή. Η κάτω μορφή ήταν γενειοφόρος και είχε κίτρινο φωτοστέφανο με λευκό περίγραμμα. Η γενειάδα και το πρόσωπο φαίνεται να έχουν πράσινο χρώμα και οι χαρακτηριστικές γραμμές είναι κίτρινες, αλλά πιθανότατα αντιπροσωπεύουν μόνο το προκαταρκτικό σχέδιο. Αυτή η μορφή φορά κόκκινο ιμάτιο με γραμμές πτυχών σε πιο σκούρο κόκκινο και μπλε μανδύα (ή επιτραχήλιο) ζωγραφισμένο με εναλλασσόμενα ορθογώνια. Στο δεξί του χέρι κρατά κάτι που φαίνεται να είναι δρεπάνι. Αριστερά του υπάρχει κατασκευή με γκρίζους τοίχους και γκρίζο γραμμοσκιασμένο διάκοσμο και κόκκινη στέγη, στην οποία διακρίνονται τα κεραμίδια. Το φόντο είναι γκρι-μαύρο, αλλά υπήρχε αναμφίβολα μια κάτω λωρίδα διαφορετικού χρώματος. Η μορφή πιθανότατα συνδεόταν με τη σκηνή του βόρειου τοίχου, που περιγράφεται πιο κάτω, η οποία αναπαριστούσε είτε την Ταφή είτε την Εύρεση της Κεφαλής του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή.

Η μορφή στο επάνω τμήμα φοράει λευκό χιτώνα και κόκκινο μανδύα, κανένα από τα οποία δεν εμφανίζει τώρα γραμμές πτυχώσεων ή άλλη διαφοροποίηση, εκτός από τρεις κίτρινες γραμμές κατά μήκος του λευκού χιτώνα. Το κεφάλι και οι ώμοι έχουν χαθεί. Οι άκρες μιας πετσέτας ή ζώνης με κόκκινες και πράσινες διακοσμητικές ταινίες είναι ορατές κοντά στο χέρι. Το αριστερό χέρι διασώζεται πια μόνο ως κόκκινο περίγραμμα στον σκέτο σοβά.

Στα νότια της πόρτας υπάρχει μορφή σε κίτρινο υπόστρωμα και γκριζωπό μαύρο επάνω φόντο. Φοράει πράσινο ιμάτιο, το οποίο αρθρώνεται με λίγες κόκκινες γραμμές πτυχώσεων, και κόκκινο μανδύα. Στο ένα χέρι κρατά μπαστούνι ή λόγχη.

Η σκηνή στο δυτικό άκρο του βόρειου τοίχου, στον κάτω πίνακα, φέρει επιγραφή που υποδηλώνει ότι το θέμα της είναι η ταφή ή η εύρεση της κεφαλής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου: ἱ κήδ[ευ]σης [τ]οῦ [ἁγίου] Ἠ[ωάννου τ]οῦ Πρ[ο]δρόμου. Στο κέντρο υπάρχει σάβανο που βρίσκεται σε κόκκινο φέρετρο. Κάτω από αυτό είναι το πράσινο καπάκι του φέρετρου το οποίο σημειώνεται με λεπτές κόκκινες γραμμές, πιθανότατα σε απομίμηση μαρμάρου. Σε κάθε πλευρά υπάρχει όρθια μορφή με λευκά ενδύματα, που φορά ενός είδους ωμοφόριον διακοσμημένο με κόκκινα ορθογώνια στη θέση μαύρων σταυρών. Η δυτική μορφή κρατά βιβλίο, πάνω στο οποίο υπήρχε χαμένη πια επιγραφή, ενώ η ανατολική κρατά τον ίδιο τύπο δρεπανιού ή κουταλιού με εκείνον που κρατούσε η κάτω μορφή του δυτικού τοίχου. Και οι δύο μορφές είναι ξυρισμένες και έχουν κόκκινα μαλλιά. Τα πρόσωπα έχουν πράσινο υπόστρωμα, κίτρινο χρώμα σάρκας, κόκκινες χαρακτηριστικές γραμμές και πυκνές λευκές ανταύγειες γύρω από τα μάτια και τη μύτη. Το φόντο σε κάθε άκρο της σκηνής αποτελείται από αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά. Μια κόκκινη μπάλα αιωρείται πάνω από το κτίριο στα ανατολικά και τρεις ακτίνες που αναδύονται από αυτήν (που την κάνουν να φαίνεται ότι στηρίζεται σε τρεις αντηρίδες) υποδηλώνουν ότι μπορεί να αναπαριστά τον ήλιο. Μια επιγραφή στην κόκκινη στέγη του ανατολικού κτιρίου είναι εν μέρει ευανάγνωστη και αρχίζει με την επίκληση Κύριε βοήθη τόν δούλον σου…, αλλά κατά τα άλλα είναι δυσανάγνωστη, εκτός από το τέλος που φαίνεται να γράφει: ἔτου[ς] ,Ϛωμβ’, που είναι το έτος 6842 από κτίσεως κόσμου, δηλαδή το 1333/34 μ.Χ., λίγους μήνες μετά τις αναταράξεις που έφεραν τον Βασίλειο Μεγάλο Κομνηνό στο θρόνο της Τραπεζούντας. Έτσι η επιγραφή δίνει μια τελευταία πιθανή χρονολογία (terminus ante quem) για τη διακόσμηση της εκκλησίας.

Μετά από αυτή τη σκηνή στον βόρειο τοίχο, ένας πίνακας με τέσσερις όρθιες μορφές γεμίζει τον χώρο μέχρι την αψίδα. Ξεκινώντας από τα δυτικά, η πρώτη μορφή φορά κίτρινο ιμάτιο με συνολικό σχέδιο διχτυού με ρόμβους που καλύπτεται από άλλο μοτίβο με μικρά σχέδια και κόκκινο μανδύα. Η δεύτερη μορφή φορά το ίδιο είδος ενδυμάτων, τα οποία, όμως, είναι διακοσμημένα με διαφορετικά κόκκινα και πράσινα σχέδια. Ο μανδύας έχει λευκό περίγραμμα και είναι διακοσμημένος με μαργαριτάρια. Η τρίτη μορφή φοράει κίτρινο χιτώνα ραντισμένο με μαργαριτάρια και κόκκινο μανδύα. Η τέταρτη μορφή είναι ασκητική με κόκκινη γενειάδα και μαλλιά που υποδεικνύονται από σχεδιασμένες κόκκινες γραμμές. Το χρώμα του υποστρώματος του βραχίονα είναι κίτρινο. Στο αριστερό του χέρι κρατά κύλινδρο χαρτιού, του οποίου η επιγραφή είναι σαφής, αν και έχει διατυπωθεί φωνητικά: Μετανοῆται∙ ἤγγηκην γὰρ ἱ βασηλία τῶν οὐρ[α]νῶν(Ματθ. 3:2). Το ότι η εικόνα απεικονίζει τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή επιβεβαιώνεται από την εξίσου ανορθόγραφη επιγραφή μεταξύ του κυλίνδρου χαρτιού και του σώματος, που επισημαίνει την Εύρεση της Κεφαλής του Προδρόμου: ἡ εὕρεσις τῆ[ς] τημείας κ[ε]φαλῆ[ς] τοῦ Πρ[ οδ]ρόμο[υ].

Πιθανώς ο Άγιος Ιωάννης να κρατούσε στο δεξί χέρι το δικό του κεφάλι σε πιατέλα. Το επάνω φόντο σε αυτές τις τέσσερις μορφές είναι γκρι μαύρο. Το κάτω φόντο είναι ακόμη κρυμμένο κάτω από το σημερινό επίπεδο του εδάφους.

Στον εξωτερικό νότιο και βόρειο τοίχο του παρεκκλησίου υπήρχαν αγιογραφίες από τις οποίες σήμερα σώζονται μόνο ίχνη. Είναι αδύνατο να προσδιοριστεί το αντικείμενό τους. Στο εξωτερικό του δυτικού τοίχου, βόρεια της θύρας, υπάρχουν ίχνη μισής μορφής με κίτρινο φωτοστέφανο με κόκκινο περίγραμμα. Πιο κάτω υπάρχει σχέδιο διχτυού ρόμβων με κόκκινες γραμμές πάνω από το άβαφο υπόστρωμα σοβά. Στα νότια της μορφής υπάρχει κύκλος χωρισμένος σε τμήματα. Αυτό το γεωμετρικό σχέδιο είναι ακριβές και πρέπει να έχει εκτελεστεί με κάποια μορφή διαβήτη.

Στην αψίδα του μικρότερου παρακείμενου παρεκκλησίου υπάρχουν επίσης θραύσματα ζωγραφισμένου σοβά, τα οποία όμως είναι τόσο κατεστραμμένα, που κάνουν δυσδιάκριτη τη θεματολογία τους.

Χρονολογία και σκοπός των παρεκκλησίων. Τα μεγάλα λαξευτά κομμάτια πέτρας του μεγάλου παρεκκλησίου είναι ασυνήθιστα στα Ποντιακά βουνά και ίσως υποδηλώνουν μεσο-βυζαντινή χρονολογία. Από την άλλη πλευρά, η τοιχοποιία και το κονίαμα της κύριας αψίδας είναι κακής ποιότητας και συμφωνούν περισσότερο με τραπεζούντια ή υστερο-βυζαντινή χρονολογία. Μπορεί, λοιπόν, να υπήρξαν δύο περίοδοι οικοδόμησης. Όμως φαίνεται να υπάρχει μόνο μία περίοδος διακόσμησης.

Το ότι οι Πατέρες στην αψίδα υποκλίνονται όλοι προς την ανατολή υποδηλώνει χρονολογία όχι νωρίτερα από το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα (πιο πριν παριστάνονταν σε πλήρως μετωπική στάση). Στις επιγραφές η γωνιώδης μορφή του «ωμέγα» έχει αντίστοιχη στη Λαγουδέρα της Κύπρου, του 1192, και σε μια από τις εκκλησίες-σπήλαια του όρους Λάτμος που ανήκει, στυλιστικά, στην ίδια περίοδο. Η κάτω μολυβιά του «δέλτα» βρίσκεται ακόμη στη βάση του, ή κοντά σε αυτήν, ενώ μερικά από τα «άλφα» διατηρούν την προηγούμενη και αληθινή τους μορφή. Το κλιμακωτό «νι» συναντάται και στο Πιπάτ και στη Σουμελά.

Το πρόσωπο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου με τη γραμμική του επεξεργασία δίνει την εντύπωση επαρχιακής εκδοχής της γραμμικής τεχνοτροπίας του τέλους του 12ου αιώνα. Αυτά τα σημεία υποδεικνύουν παλαιότερη, και όχι μεταγενέστερη, χρονολογία κατά την περίοδο της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, ίσως τον 13ο αιώνα και σίγουρα πριν από την επιγραφή του 1333/34.

Το συγκρότημα των παρεκκλησιών θα μπορούσε ίσως να αντιπροσωπεύει ομάδα ταφικών μνημείων. Όμως ο ζωγραφισμένος σοβάς στο μικρότερο παρεκκλήσι δείχνει ότι δεν ήταν τάφος. Το ασυνήθιστο ενδιαφέρον για τη ζωή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στους πίνακες του μεγαλύτερου παρεκκλησίου δείχνει πιθανή αφιέρωση σε αυτόν.

5. Εκκλησία στο Πιράστιος Λιμπόντα

Θέση. Περίπου είκοσι λεπτά περπάτημα ανεβαίνοντας μονοπάτι νοτιοανατολικά του Λιμπόντα, στη συμβολή των ποταμών Γαλίανα (Καλίαν) και Περιστέρα (Κουστούλ).

Αρχιτεκτονική. Δημοσιεύτηκε αλλού από τον Ουίνφιλντ ως το μοναδικό γνωστό παράδειγμα στον Πόντο μεσαιωνικής εκκλησίας με σταυρό πάνω σε τρούλο.170

6. Εκκλησία Α, στο Πιπάτ, Οτέκι Σου

Θέση. Από το τεϊοποτείο του Πιράστιος ένα μονοπάτι εκτείνεται νοτιοανατολικά πάνω από τη νότια πλευρά του Γαλίανα. Με τριάντα περίπου λεπτά δύσκολη ανάβαση του μονοπατιού και δέκα λεπτά αναρρίχηση από πάνω του προς τα αριστερά, φτάνει κανείς στα ερείπια παρεκκλησίου σε άλσος με καρυδιές. Ο διάσπαρτος οικισμός Πιπάτ (Μπιμπάτ), ο οποίος, όπως το Φαντάκ (Τσακτιτζά Κογιού), ίσως βρισκόταν μέσα στα κτήματα της μονής του Αγίου Γεωργίου στην Περιστέρα, ήταν εξ ολοκλήρου τουρκικός το 1923.171

Αρχιτεκτονική. Σε κάτοψη το παρεκκλήσι είναι απλό ορθογώνιο εξωτερικά, με στρογγυλεμένη αψίδα στο εσωτερικό. Οι αφαιρέσεις πέτρας επένδυσης και τα θαμμένα θεμέλια κατέστησαν αδύνατο να προσδιοριστεί το πιθανώς στρογγυλεμένο σχήμα του εξωτερικού των αψίδων.

Οι τοίχοι είναι φτιαγμένοι από ακανόνιστα άκοπα κομμάτια, με την επίπεδη επιφάνεια στρωμένη προς τα έξω. Η στρώση είναι ανώμαλη και αποτελείται από μικρότερες πέτρες στα κενά. Το κονίαμα αποτελείται από ασβέστη, άμμο και βότσαλα, με τις πέτρες καλά στρωμένες, έτσι ώστε τα κενά να είναι λίγα. Οι γωνιόλιθοι είναι καλά λαξευτά κομμάτια. Οι πέτρες των τοίχων είναι του είδους του «μελί συσσωματώματος» που υπάρχει σε αριθμό ποντιακών μεσαιωνικών μνημείων αλλού, όπως στην ακρόπολη της Ισπίρ. Το πλεονέκτημα αυτής της πέτρας, της οποίας η σπογγώδης υφή περιέχει ενσωματωμένα απολιθώματα, είναι ότι οι πολυάριθμοι θύλακες αέρα σε αυτήν, την καθιστούν ελαφριά και ιδιαίτερα κατάλληλη για κατασκευή θόλων, αλλά φθείρεται άσχημα. Ο ιδιοκτήτης της γης στην οποία βρίσκεται η εκκλησία Α, στο Πιπάτ, ήταν της γνώμης ότι η πέτρα προερχόταν από λατομείο κοντά στη συμβολή των ποταμών Γαλίανα και Περιστέρα στο Πιράστιος. Ανέφερε επίσης ότι θυμόταν ότι το παρεκκλήσι είχε θόλο, κάτι που επιβεβαιώνεται από ίχνη τοιχοποιίας με καμπυλότητα προς τα μέσα. Εκεί που αρχίζει η καμπύλη προς τα μέσα, τοποθετούνται επίπεδες πέτρες με τον τρόπο των τούβλων, πρακτική που δεν είναι ασυνήθιστη σε περιοχές όπου τα τούβλα ήσαν σπάνια.172 Ο ιδιοκτήτης ανέφερε επίσης ότι έξω από τη βόρεια πόρτα υπήρχε βεράντα όπου μπορούσε κανείς να καθίσει και ότι η ίδια η πόρτα είχε επίπεδο μονολιθικό υπέρθυρο. Υπήρχε δεύτερη πόρτα στο δυτικό άκρο, αλλά το σχήμα της ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του τοίχου είχε πέσει.

Το επίπεδο του εδάφους στη νότια πλευρά του ναού έχει ανέβει από την κατασκευή του κατά 5 μ. περίπου, φτάνοντας στο ύψος της καμάρας. Στο Παράρτημα καταγράφονται βυζαντινά κεραμίδια κορυφογραμμής που βρίσκονται γύρω από την τοποθεσία.

Ζωγραφική. Δεν υπάρχει ίχνος εξωτερικής τοιχογραφίας. Η ζωγραφική στο εσωτερικό είναι σε πολύ κακή κατάσταση, αλλά ζωγραφισμένα θραύσματα σοβά στον βόρειο και δυτικό τοίχο, στη βορειοδυτική γωνία και στο μέσο του νότιου τοίχου δείχνουν ότι οι χώροι αυτοί, τουλάχιστον, ήσαν διακοσμημένοι. Ο σοβάς είναι από ασβέστη με άχυρο ως συνδετήριο υλικό.

Το μόνο ευανάγνωστο τμήμα της ζωγραφικής είναι ένα πλαίσιο στον βόρειο τοίχο, στα ανατολικά της πόρτας, που απεικονίζει έφιππο άγιο να σκοτώνει δράκο (σχήμα 77). Ο σοβάς εδώ είναι από καθαρό λευκό ασβέστη, σε μία στρώση, που ποικίλλει πολύ σε πάχος λόγω της ανομοιόμορφης λιθοδομής του τοίχου. Οι άκρες του σοβά τελειώνουν στην τοιχοποιία στα κόκκινα ζωγραφισμένα περιγράμματα που περικλείουν τον πίνακα, ένδειξη ότι ο πίνακας εκτελέστηκε σε ειδικά επεξεργασμένο τμήμα σοβά, ενώ οι περιμετρικές περιοχές έμειναν ασοβάτιστες. Το υπόστρωμα αποτελείται από σειρά από ζώνες μέχρι το ύψος των μπροστινών οπλών του αλόγου. Οι σωζόμενες ζώνες είναι αντίστοιχα πράσινη, κίτρινη, πράσινη, κίτρινη και πράσινη, αλλά μπορεί να υπήρχαν και άλλες ζώνες κάτω από αυτές. Το φόντο πάνω από τις ζώνες είναι τώρα γκριζωπό μαύρο και μπορεί κάποτε να είχε μπλε απόχρωση. Το άλογο είναι καφέ. Όλο το πάνω μέρος της μορφής του αγίου έχει εξαφανιστεί. Ο χιτώνας του είναι τώρα γκρίζος, αλλά ίσως αρχικά είχε μπλε απόχρωση. Ο μανδύας του είναι σε δύο τόνους κόκκινου, ένα ανοιχτό κόκκινο υπόστρωμα με κόκκινες γραμμές σκιών. Η πανοπλία καθώς και τα στολίδια του αλόγου εκτελούνται με προσοχή και εργασία διακοσμητικής λεπτομέρειας, η οποία περιλαμβάνει μαργαριτάρια. Ο δράκος είναι γκριζωπός μαύρος με ζωγραφισμένα λέπια. Το ανοιχτό στόμα του αποκαλύπτει οδοντωτά λευκά δόντια.

Στην επάνω αριστερή γωνία υπάρχει το λευκό γράμμα Image, αλλά δεν υπάρχει ίχνος ονόματος, που θα ήταν σχεδόν σίγουρα εκείνο του Αγίου Γεωργίου. Σε κίτρινη ζώνη του υποστρώματος κοντά στον δράκο υπάρχει επιγραφή σε λευκό χρώμα, της οποίας μόνο τα γράμματα Image είναι ευανάγνωστα. Ίσως αποτελούσε μέρος της επιγραφής δωρητή.

Χρονολογία. Η αρχιτεκτονική του παρεκκλησίου δεν δίνει καμία ένδειξη για τη χρονολογία του. Ο πίνακας του Αγίου Γεωργίου περιλαμβάνει τον δράκο, ένδειξη ότι είναι απίθανο να είναι νωρίτερα από τον 12ο αιώνα, αλλά όχι η αλυσοδεμένη πριγκίπισσα, η πόλη και ο συνοδός καβαλάρης. Αυτές οι προσθήκες γίνονται συνηθισμένες από τον 15ο αιώνα και εμφανίζονται για πρώτη φορά σε μια ομολογουμένως αποκατασταθείσα εικόνα από το Ερζερούμ, που λέγεται ότι χρονολογείται το 1327, η οποία μπορεί να είναι τραπεζούντιο έργο. Το ριγωτό «άλφα» και το κλιμακωτό «νι» δεν είναι σπάνια στον Πόντο και συναντώνται σε τραπεζούντια άσπρα του 13ου αιώνα. Στην Καππαδοκία αυτοί οι τύποι γραμμάτων χρονολογούνται για πρώτη φορά στο Καρσί Κιλίσε το 1212, αλλά εμφανίζονται και στους πίνακες αψίδων του Εσκί Γκουμούς173 που είναι σίγουρα προγενέστεροι. Στην Κύπρο οι ίδιοι τύποι εμφανίζονται σε μερικούς αχρονολόγητους και πιθανώς του 13ου αιώνα πίνακες στην Ασίνου.

Ως εκ τούτου, μπορεί να προταθεί μια χρονολογία του 13ου ή 14ου αιώνα για τη ζωγραφική στην Εκκλησία Α στο Πιπάτ, Οτέκι Σου.

7. Εκκλησία Β, στο Πιπάτ, Μπιμπάτ Κογιού

Θέση. Πρέπει κανείς να ακολουθήσει την ίδια διαδρομή μέχρι τη Γαλίανα, το Καλίαν, όπως για το Οτέκι Σου, αλλά να συνεχίσει για άλλα πέντε με δέκα λεπτά αντί να στρίψει προς την Εκκλησία Α. Η Εκκλησία Β είναι δίπλα σε ένα από τα σπίτια του χωριού, αλλά δεν υπάρχουν τρόποι για να δοθούν πιο ακριβείς οδηγίες, γιατί ο οικισμός είναι ευρέως διασκορπισμένος και ο επισκέπτης πρέπει να ρωτήσει συγκεκριμένα για το ερείπιο. Ο Ουίνφιλντ είναι ευγνώμων στον ιδιοκτήτη του κοντινού σπιτιού, ο οποίος είναι και ο ιδιοκτήτης του ερειπίου, για τη βοήθεια και τη φιλοξενία το 1961 και το 1963. Το χωριό βρίσκεται 500 περίπου μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Αρχιτεκτονική. Η κάτοψη (σχήμα 76) είναι αυτή ορθογώνιου κτιρίου με μικρό νάρθηκα και αψίδα, του οποίου το σχήμα δεν μπορεί να προσδιοριστεί χωρίς ανασκαφή. Οι τοίχοι είναι χτισμένοι από χοντροκομμένα κομμάτια τοπικής πέτρας που έχουν τοποθετηθεί σε κανονικές στρώσεις. Το κονίαμα είναι από ασβέστη με μικρές πέτρες ως γέμιση. Λίγες στρώσεις πέτρας έχουν απομείνει, για να δείξουν ότι τόσο ο ναός όσο και ο νάρθηκας ήσαν πέτρινοι θολωτοί. Οι πέτρες του θόλου είναι του κίτρινου, πορώδους τύπου «μελί συσσωματώματος» που σημειώθηκε στην Εκκλησία Α στο Πιπάτ. Είναι καλά λαξευτά κομμάτια, μικρότερα σε μέγεθος από εκείνα που χρησιμοποιούνται στους τοίχους. Ο θόλος του νάρθηκα ήταν περίπου 1 μ. χαμηλότερος από εκείνον του ναού. Υπήρχαν δυτικές πόρτες προς τον νάρθηκα και τον ναό. Ο νάρθηκας θα μπορούσε να είναι μεταγενέστερη προσθήκη, γιατί η αρμολόγησή του βελτιώνεται σε προσεγμένες ράχες, κάτι που δεν συναντάται στους τοίχους του ναού. Η εκκλησία μπορεί να είχε ύψος περίπου 5 μέτρα, αλλά η συσσώρευση συντριμμιών πάχους ενός μέτρου ή περισσότερου καθιστά αδύνατη την ακριβή εκτίμηση του αρχικού της ύψους.

Εσωτερική ζωγραφική. Στον ναό και στον νάρθηκα διακρίνονται σαφώς δύο στρώσεις σοβά.

Στον ναό, το κάτω στρώμα ήταν πολύ εκτεταμένα πελεκημένο, για να δεχτεί το μεταγενέστερο στρώμα. Έφερε ίχνη κόκκινου και στον νότιο τοίχο, το περίγραμμα σταυρού σε κόκκινο χρώμα, με καμπυλωτό πλαίσιο παρόμοιο με εκείνα στο Σαρμασικλί (βλ. σχήμα 81δ). Ίχνη μαύρου γύρω από τον σταυρό ίσως υποδηλώνουν γράμματα.

Όμως ολόκληρος ο τοίχος του ναού φαίνεται ότι έχει ζωγραφιστεί μόνο κατά τη δεύτερη και τρίτη περίοδο διακόσμησης. Στην αψίδα υπάρχουν ίχνη όρθιων μορφών, προφανώς Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά καμία λεπτομέρειά τους δεν σώζεται. Στον νότιο τοίχο, ακριβώς δίπλα στην αψίδα, υπάρχουν ίχνη μεγάλης όρθιας μορφής, η οποία καταλαμβάνει το ύψος δύο τμημάτων ζωγραφικής (φωτ. 194α). Αυτή η μορφή φορά λευκό μανδύα με κίτρινες και κόκκινες γραμμές σκιάς. Ο γκριζόμαυρος χιτώνας της ίσως ήταν μπλε. Τα μοτίβα και τα μαργαριτάρια που διακοσμούν το επιτραχήλιό του υποδηλώνουν σημαντικό πρόσωπο. Το κάτω φόντο ήταν πράσινο. Το πάνω φόντο ήταν μαύρο, πιθανώς αρχικά βαμμένο με μπλε. Στο πράσινο υπόστρωμα υπάρχουν ίχνη λευκών γραμμάτων. Τα Image… και Θ… υπαινίσσονται διατύπωση δωρεάς ή αφιέρωσης: «…δούλος του Θεού».

Δυτικά της μεγάλης μορφής υπάρχουν πέντε μικρότερες, που σώζονται μόνο εν μέρει, με ενδύματα πλούσια στολισμένα (σχήμα 78). Φορούν κόκκινους χιτώνες και κίτρινα χρυσοκέντητα επιχιτώνια, διακοσμημένα με κόκκινα και πράσινα κοσμήματα και λευκά μαργαριτάρια. Η πρώτη μορφή φαίνεται ότι κρατάει μπαστούνι ή σταυρό, η τελευταία σφαίρα. Οι αυτοκρατορικές ενδυμασίες μπορεί να υποδηλώνουν ομάδα Μεγάλων Κομνηνών, ή, πιο πιθανό, σειρά αρχαγγέλων. Όμως, το μπαστούνι μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης μορφής εγείρει μια τρίτη πιθανότητα, ότι η σειρά των μη προσδιοριζομένων προσώπων αρχίζει με τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη που κρατούν τον σταυρό. Πάνω από την ομάδα υπήρχε θραύσμα, που έλειπε το 1963, το οποίο έφερε το κεφάλι του Χριστού Παιδιού και μέρος του πορφυρού ιμάτιου της Μητέρας του Θεού, πιθανότατα μέρος σκηνής της Γέννησης.

Ο δυτικός τοίχος έχει σε μεγάλο βαθμό πέσει, αλλά μικρό θραύσμα ζωγραφισμένου σοβά στη νότια γωνία φέρει τα υπολείμματα ζιγκ ζαγκ σχεδίου μαύρων γραμμών σε λευκό υπόστρωμα.

Το κάτω τμήμα του βόρειου τοίχου έχει στο δυτικό άκρο θραύσματα όρθιας μορφής με κόκκινες μπότες. Αυτή η μόνη μορφή περικλείεται από ζωγραφισμένο κόκκινο περιθώριο, σε πλαίσιο πλάτους 85 εκ. Το κέντρο του τοίχου δείχνει δύο άγιους πολεμιστές με φωτοστέφανα και ανάμεσά τους, στην κορυφή, τμήμα του Ουρανού, από κάθε πλευρά του οποίου ένα χέρι φαίνεται να τους ευλογεί (φωτ. 194β). Ανάμεσα στις μορφές υπάρχει επιγραφή με λευκά γράμματα:

ὁ ἐξερχόμενος ἐν
ναό γων …….
…. …. ….
…. τοῦ μ…….
αὐτοῦ

Η επιγραφή χαρακτηρίζεται όχι μόνο από το βαθμιδωτό «νι», αλλά και από τις ρέουσες προς τα αριστερά ουρές των γραμμάτων «ταύ» και «ύψιλον».

Το κάτω φόντο αυτού του πίνακα είναι κόκκινο, το πάνω φόντο εν μέρει μπλε και εν μέρει πράσινο, υποδηλώνοντας πιθανώς μπλε αζουρίτη που έχει αλλάξει σε πράσινο μαλαχίτη σε ορισμένες περιοχές. Ο πολεμιστής στα αριστερά έχει κόκκινο φωτοστέφανο με κίτρινο περίγραμμα. Έχει κίτρινα μαλλιά και μάλλον αραιή γενειάδα στο ίδιο χρώμα, της οποίας οι μπούκλες σχεδιάζονται με κόκκινες γραμμές. Το πρόσωπό του φαίνεται ότι είναι βαμμένο με κίτρινο υπόστρωμα και κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών. Πράσινο χρώμα σκιάς χρησιμοποιείται σε μπαλώματα γύρω από τα μάτια και στο πλάι του προσώπου, αλλά δεν φαίνεται να ήταν, όπως συμβαίνει συχνά, γενικό χρώμα υποστρώματος. Ένας πιο ανοιχτός κίτρινος τόνος διαφοροποιεί τα μάγουλα και το πηγούνι, προφανώς χωρίς λευκό τονισμό. Ο άγιος φοράει κίτρινη πανοπλία με κόκκινα περιγράμματα και λευκά μαργαριτάρια, κόκκινο μανδύα και κίτρινες μπότες. Μόνο τα γράμματα του ονόματός του διακρίνονται. Μάλλον ήταν ένας από τους δύο Αγίους Θεοδώρους. Από τον πολεμιστή στα δεξιά έχει απομείνει μόνο μικρό τμήμα του προσώπου και του φωτοστέφανου. Επιγραφή στα αριστερά του φωτοστέφανου τον προσδιορίζει ως Άγιο Γεώργιο: ὅ ἅ(γιος) Γώργι(ος). Και οι δύο πολεμιστές κρατούν λόγχες.

Το τμήμα του Παραδείσου έχει κίτρινο περίγραμμα και μοτίβο τετραγώνων που σκιαγραφούνται με κόκκινο χρώμα εντός του περιγράμματος. Τα χέρια του Θεού έχουν κίτρινο υπόστρωμα και κόκκινα περιγράμματα. Είναι αδύνατο να προσδιοριστεί με ακρίβεια το ύψος του κάτω τμήματος. Ίσως ήταν περίπου 1,50 μ. Στο πράσινο υπόστρωμα υπάρχει αραβική επιγραφή που γράφει Μπισμιλλάχ.

Πάνω από τους πολεμιστές σώζονται λείψανα μικρότερου μεσαίου τμήματος που παριστάνει τις μισές μορφές δύο γυναικών αγίων σε πίνακα 43×28 εκατοστών περίπου. Είχαν κίτρινα φωτοστέφανα και ήσαν ζωγραφισμένες σε μαύρο πράσινο φόντο (φωτ. 194γ). Τα πρόσωπά τους ήσαν φτιαγμένα όπως αυτά των πολεμιστών, με κίτρινο υπόστρωμα και κόκκινες γραμμές, αλλά τα ρούχα τους είναι πολύ απλό κομμάτι ζωγραφικής.

Πάνω από αυτό το πλαίσιο υπάρχει θραύσμα που φαίνεται ότι ανήκει σε Ανάσταση. Οι σπασμένες πύλες είναι σε κίτρινο χρώμα με λευκές ανταύγειες. Τα λευκά κλειδιά είναι σαφή. Σώζεται το κάτω μέρος του ιματίου του Χριστού, λευκό με πράσινες γραμμές σκίασης, και τα κάτω μέρη των αυτοκρατορικών ενδυμασιών του Δαβίδ και του Σολομώντος. Στον νάρθηκα δεν μπορεί πια να αποκρυπτογραφηθεί τίποτε από τη ζωγραφική στο πρώτο στρώμα σοβά. Από το δεύτερο στρώμα δύο ολόσωμες όρθιες μορφές στέκονται στο κάτω τμήμα του δυτικού τοίχου, νότια της θύρας (φωτ. 195). Κάτω από αυτές υπήρχε ασαφούς σχεδίου διακοσμητική επένδυση σε κόκκινο χρώμα. Και οι δύο μορφές κρατούν λευκούς σταυρούς μαρτύρων και φορούν ενδύματα εμπλουτισμένα με πλεκτά στολίδια στο στρίφωμα, τον λαιμό, τους ώμους και τις μανσέτες. Η σάρκα των προσώπων φαίνεται ότι είναι φτιαγμένη όπως εκείνη των πολεμιστών στον βόρειο τοίχο του ναού, με κίτρινο χρώμα, κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών και πράσινες σκιές. Τα ρουθούνια είναι ζωγραφισμένα προσεκτικά. Τα μαλλιά είναι κόκκινα με κίτρινες γραμμές στις μπούκλες. Η μορφή στα αριστερά φοράει πράσινο μανδύα με κόκκινες πτυχές. Η άλλη μορφή έχει πράσινο χιτώνα με σκούρες πράσινες και κόκκινες γραμμές σκίασης και κόκκινο μανδύα που κρατιέται από κούμπωμα διακοσμημένο με μαργαριτάρια. Το κάτω φόντο είναι κίτρινο, ενώ το πάνω πίσω υπόστρωμα, ασυνήθιστα, παραμένει άβαφο.

Τα υπολείμματα του πάνω τμήματος, που δείχνουν λίγο τοίχο και ένα ρούχο, είναι ανεπαρκή για να επιτρέψουν την αναγνώριση σκηνής.

Βόρεια της δυτικής πόρτας σώζονται μερικά πράσινα και κόκκινα χρώματα, αρκετά για να υποδείξουν δύο όρθιες μορφές που αντισταθμίζουν εκείνες στον νότο, οι οποίες περιγράφηκαν πιο πάνω.

Στον βόρειο τοίχο υπήρχαν δύο πίνακες ζωγραφικής, αλλά τίποτε δεν διακρίνεται εκτός από το φόντο, το οποίο ήταν σε τρεις χρωματικές ζώνες, ξεκινώντας από κάτω, κίτρινη, πράσινη πάνω από κίτρινη και γκριζόμαυρη.

Στον νότιο τοίχο υπήρχε ενιαίο τμήμα ζωγραφικής, ύψους περίπου 1,85 μ. Το κάτω φόντο ήταν πράσινο, το πάνω γκριζωπό μαύρο. Το μεγαλύτερο μέρος του χρώματος έχει φύγει, αλλά δύο οπλές αλόγων και μέρος της ουράς και μερικά θραύσματα δράκου υποδηλώνουν ότι αυτό ήταν μεγάλος πίνακας που παριστάνει έφιππη μορφή του Αγίου Γεωργίου (ο οποίος επίσης αναπαρίσταται, όρθιος, μέσα στον ναό). Ο νάρθηκας αποτελεί όχι ασυνήθιστο μέρος για τη σκηνή.

Εξωτερική ζωγραφική. Στον δυτικό τοίχο του νάρθηκα, νότια της πόρτας, βρίσκονται τα απομεινάρια έφιππου αγίου (φωτ. 196). Έχει κίτρινο φωτοστέφανο με λευκό περίγραμμα και φοράει μανδύα σε δύο τόνους πορφυρού με λευκές ανταύγειες. Το πρόσωπο είναι κίτρινο και τα μαλλιά κόκκινα. Η πανοπλία και το άλογο είναι σε κίτρινο χρώμα. Πάνω από το φωτοστέφανο και κάτω από την ουρά του αλόγου υπάρχουν ίχνη από δύο γραμμές με αρκετά μεγάλα λευκά γράμματα, αλλά δεν έχουν απομείνει αρκετά για να είναι ευανάγνωστα. Δεν μπορεί να εκτιμηθεί χρονολογία για τα αναθηματικά επιγράμματα που είναι ορατά στη φωτ. 196. Ο σοβάς τελειώνει στην τοιχοποιία στη νότια πλευρά, υποδηλώνοντας ότι ο πίνακας στεκόταν μόνος του, αλλά απομεινάρια ζωγραφισμένου σοβά αλλού στον τοίχο ίσως υποδεικνύουν μεταγενέστερη φάση διακόσμησης.

Τα μόνα θέματα που διακρίνονται στα ερείπια των πινάκων που κάλυπταν το μήκος του νότιου τοίχου τόσο του νάρθηκα όσο και του ναού, είναι δύο άγιοι πολεμιστές (φωτ. 197), σε φόντο που αποτελείται από τέσσερις εναλλασσόμενες ζώνες κόκκινου και γκριζωπού μαύρου. Ο άγιος στα αριστερά έχει κόκκινο φωτοστέφανο με λευκό περίγραμμα, ενώ εκείνος στα δεξιά κίτρινο φωτοστέφανο με κόκκινο εσωτερικό και λευκό εξωτερικό περίγραμμα. Τα πρόσωπα είναι φτιαγμένα με κόκκινες χαρακτηριστικές γραμμές πάνω από κίτρινο υπόστρωμα, όπως αλλού, και φαίνεται ότι ήσαν του ίδιου απλού τύπου με εκείνα των γυναικών αγίων στον βόρειο τοίχο στο εσωτερικό της εκκλησίας. Ο άγιος στα αριστερά έχει κόκκινα μαλλιά με κίτρινες γραμμές για τις μπούκλες και βγάζει από τη θήκη του κοντό σπαθί με το δεξί του χέρι. Φοράει πράσινο χιτώνα με κίτρινες μανσέτες και κόκκινα περιγράμματα και κόκκινο μανδύα. Η πανοπλία του είναι κίτρινη, διακοσμημένη με ζωγραφισμένα λευκά μαργαριτάρια. Στα δεξιά του φωτοστέφανου υπάρχουν ίχνη λευκών γραμμάτων, από τα οποία είναι βέβαια μόνο τα PI, ίσως μέρος του ονόματος του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος κατά τα άλλα εμφανίζεται μόνο μία φορά στον μεσαιωνικό Πόντο, στη Βαζελώνος (αριθ. 26 πιο κάτω), καθώς και σε μεταγενέστερο πίνακα στη Σουμελά μαζί με τον πανταχού παρόντα Άγιο Γεώργιο».174 Ο άγιος στα δεξιά φοράει γκρίζο χιτώνα και κόκκινο μανδύα. Η πανοπλία του είναι κίτρινη με κόκκινη και πράσινη γραμμική διακόσμηση και μαργαριτάρια. Στο δεξί του χέρι κρατά λόγχη.

Χρονολογία. Η τοιχοποιία δεν δίνει καμία ένδειξη για τη χρονολογία του ναού και οι αγιογραφίες είναι τόσο κατεστραμμένες, που δίνουν ελάχιστα χρήσιμα στυλιστικά ή εικονογραφικά στοιχεία. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι υπήρξε μια πρώτη περίοδος μη-εικονικής διακόσμησης, ακολουθούμενη από δύο ίσως περιόδους εικαστικής ζωγραφικής, γιατί μπορεί να σημειωθεί μια ασυμφωνία μεταξύ της προσεκτικής και ικανής εκτέλεσης των προσώπων των δύο αγίων στον δυτικό τοίχο του νάρθηκα και της πρωτόγονης εμφάνισης των προσώπων των γυναικών αγίων στον βόρειο τοίχο του ναού και των δύο πολεμιστών στον εξωτερικό νότιο τοίχο. Τέτοια γράμματα, όπως σώζονται, δείχνουν πρώιμες μορφές των Α και Μ.

Μια εύλογη εικασία για τη χρονολογία, βασισμένη στις απαλές και μη ενδιαφέρουσες αλλά καλοζωγραφισμένες όψεις των μορφών του νάρθηκα, θα ήταν ο 14ος ή οι αρχές του 15ου αιώνα, που θα έφερνε την εκκλησία Β στο Πιπάτ στην κύρια ομάδα της Ματζούκας. Όμως μέρος της ζωγραφικής θα μπορούσε κάλλιστα να είναι προγενέστερο. Η ίδια η εκκλησία, με την πρώτη της στρώση σοβά διακοσμημένη μόνο με σταυρούς, είναι σχεδόν σίγουρα προγενέστερη.

8. Μονή Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, στο Κουστούλ (Σιμσιρλί)

Θέση. Στη δυτική όχθη του Γαλίανα, 5 περίπου χλμ. νοτιοανατολικά του Πιράστιος (φωτ. 198).

Αρχιτεκτονική. Το κύριο μοναστικό περίβλημα σχεδόν καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1904 και οι δύο εκκλησίες του, που τώρα δύσκολα αναγνωρίζονται ως τέτοιες, αντικατέστησαν τις προηγούμενες. Μερικά από τα μοναστικά κτίρια στα αριστερά της εισόδου είναι όμως σαφώς παλαιότερα και μπορεί να χρονολογούνται από την επανίδρυση του 1393. Χρειάζονται περαιτέρω έρευνα. Τα περισσότερα από τα άλλα κτίρια του συγκροτήματος χρονολογούνται από τον 19ο ή τον 20ό αιώνα. Στα νοτιοδυτικά της ίδιας μονής υπάρχει υπόσκαφο παρεκκλήσι, που καταγράφηκε αλλού από τον Μπράιερ. Αν και πιθανότατα δεν έχει μεγάλη ηλικία, μπορεί να αντιπροσωπεύει το αρχικό ιερό σπήλαιο της Περιστέρας, παρόμοιο με άλλα σπήλαια που βρίσκονται στα περισσότερα από τα μεγάλα μοναστήρια του Πόντου. Ολόκληρη η τοποθεσία, απομακρυσμένη και συνήθως τυλιγμένη σε ομίχλες γύρω από τον μεγάλο βράχο της, έχει υποβαθμιστεί σοβαρά από όσους αναζητούν θησαυρούς. 175

9. Σαρμασικλί, Γκεγικλί Κιλίσεσι (Ζούζα;), Άνω Εκκλησία

Θέση. Το χωριό Αθανλάρι (πρώην Ατλικιλίσε) βρίσκεται περίπου 1,5 χλμ. βόρεια από τη Μάτσκα (Δικαίσιμον), στον δρόμο της Τραπεζούντας. Περίπου 100 μέτρα νότια του Ατ Χανλαρί, απότομη διαδρομή ανεβαίνει ανατολικά του κεντρικού δρόμου και αναδύεται, ύστερα από φουρκέτες, σε πλάτωμα, πάνω στο οποίο βρίσκονται τα διοικητικά κτίρια της Μάτσκα. Ένα μονοπάτι οδηγεί ανεβαίνοντας σε λόφο από τη βορειοανατολική πλευρά του οροπεδίου. Η εκκλησία βρίσκεται σε απόσταση μισής περίπου ώρας περπατήματος ανηφορικά, 5 περίπου μέτρα στα δεξιά του μονοπατιού. Τώρα είναι σχεδόν θαμμένη στην πλαγιά του λόφου.

Σαρμασικλί Κιλίσεσι σημαίνει «Εκκλησία κισσών», και είναι πράγματι καλυμμένη με κισσό. Το εναλλακτικό της όνομα, Γκεγικλί Κιλίσεσι, σημαίνει «Εκκλησία των Ελαφιών», πιο ενδιαφέρουσα ονομασία, γιατί δεν υπάρχουν ελάφια στην περιοχή. Πιθανόν να υπήρχε ζωγραφιά του οράματος του Αγίου Ευσταθίου, όπως αυτή που υπάρχει στον εξωτερικό τοίχο ενός από τα παρεκκλήσια της Σουμελά.176

Ταυτοποίηση. Υπάρχουν τρεις μεσαιωνικές εκκλησίες στην περιοχή: Σαρμασικλί, Άνω Εκκλησία (αριθ. 9). Σαρμασικλί, Μεσαίο Παρεκκλήσι (αριθ. 10 πιο κάτω). Και Σαρμασικλί, Κάτω Παρεκκλήσι (αριθ. 11 πιο κάτω). Υποδηλώνουν τουλάχιστον έναν μεσαιωνικό οικισμό, δείχνοντας τοπογραφικά τη Ζούζα (Καπικιόι), βασικό χωρίον του Βαζελώνος του 13ου αιώνα, που επιβεβαιώθηκε το 1386, όπως έχουμε προτείνει πιο πάνω.177 Μια τέτοια ταύτιση δεν θα ερχόταν σε αντίθεση με τις χρονολογίες που προτείνουμε για τις εκκλησίες πιο κάτω, ενώ το γεγονός ότι δύο από αυτές φαίνεται ότι έχουν εγκαταλειφθεί πριν από τη σύγχρονη περίοδο μπορεί να επιβεβαιωθεί από το γεγονός ότι η Ζούζα έγινε Καπικιόι πριν από τη σύγχρονη περίοδο. Όμως η ταύτιση δεν μπορεί να είναι βέβαιη και προτιμήσαμε να ονομάσουμε τις εκκλησίες Σαρμασικλί.

Οι περιγραφές μας για την Άνω Εκκλησία και τα Κάτω Παρεκκλήσια στο Σαρμασικλί βασίζονται στις επισκέψεις του Ουίνφιλντ στις αρχές της δεκαετίας του 1960, αλλά έχουν ελεγχθεί από τους Γκρέβιλ Άστιλ, Ίαν Μπάροου, Τζέιν Άιζακ, Χέδερ Ουόνστολ και Σου Ράιτ, οι οποίοι τα επισκέφθηκαν δέκα χρόνια αργότερα, όταν είχαν υποβαθμιστεί περαιτέρω. Τους ευχαριστούμε για τις σημειώσεις τους.

Αρχιτεκτονική. Το σχέδιο (σχήμα 79) είναι εκείνο μικρής εκκλησίας με σηκό και δύο κλίτη που χωρίζονται από τέσσερα σταυροειδή βάθρα. Η κεντρική αψίδα είναι τρίπλευρη εξωτερικά. Τα παστοφόρια εγγράφονται στο πάχος του ανατολικού τοίχου. Τα κλίτη έχουν ημικυλινδρικούς θόλους από κονίαμα θραυσμάτων και λαξευτές αυλακώσεις (βλ. φωτ. 201β). Φαίνεται πιθανό ότι ο σηκός ήταν επίσης καμαροσκέπαστος. Η θέση των βάθρων αποκλείει την πιθανότητα ύπαρξης τρούλου, εκτός αν είχε πολύ ακανόνιστο σχήμα. Οι θολόλιθοι των αψίδων μεταξύ των βάθρων σχηματίζονται από επίπεδα τούβλα (tegulae), το μόνο στοιχείο κανονικής πλινθοδομής στο κτίριο, στρωμένων με παχιά στρώματα κονιάματος αποτελούμενου από ασβέστη, βότσαλα και μερικά θραύσματα κονιοποιημένων τούβλων και κεραμιδιών. Τα τόξα είναι στρογγυλεμένα ακανόνιστα. Μάλιστα η τοιχοποιία της εκκλησίας στο σύνολό της είναι γεμάτη παρατυπίες. Εξωτερικά οι τοίχοι είναι επενδεδυμένοι με χονδρικά τετραγωνισμένες πέτρες τοποθετημένες σε κανονικές στρώσεις. Ο πυρήνας είναι από κονίαμα θραυσμάτων. Oι πέτρες είναι καλά τοποθετημένες, με λίγα κενά. Οι γωνιόλιθοι και οι πέτρες της εξωτερικής όψης της αψίδας είναι καλά λαξευμένοι. Η εκκλησία είναι χτισμένη εν μέρει από κομμάτια κίτρινου ασβεστόλιθου και εν μέρει από σκληρή κίτρινη, πράσινη και κόκκινη πέτρα. Οι πόρτες στον βόρειο και δυτικό τοίχο είναι ορθογώνιες εξωτερικά με μονολιθικά ασβεστολιθικά υπέρθυρα. αλλά στο εσωτερικό έχουν από πάνω τους τόξα (φωτ. 200β, 201α). Η δυτική θύρα, εξάλλου, έχει εξωτερικά ελαφρώς χωνευτή θολωτή κόχη με οξυκόρυφο περίζωμα στο κονίαμα πάνω από το υπέρθυρο.

Έξω από τη βόρεια πόρτα υπήρχε μικρή βεράντα, απροσδιόριστη πια. Προφανώς ήταν στεγασμένη με ημικυλινδρικό θόλο, επειδή ο ανατολικός τοίχος της καμπυλώνει ελαφρώς προς τα μέσα. Ποσότητα χαλαρής πέτρας στοιβαγμένη έξω από τον δυτικό τοίχο εγείρει την πιθανότητα ύπαρξης νάρθηκα. Η στάθμη της γης έχει ανέβει περίπου 6 μ. στη νότια πλευρά, στο ύψος των ημικυλινδρικών θόλων, και κρύβει ολόκληρο τον νότιο τοίχο (φωτ. 199α). Το εσωτερικό ύψος της εκκλησίας μπορεί μόνο να εκτιμηθεί. Το αρχικό επίπεδο του δαπέδου φαίνεται ότι ήταν 1,52-2 μ. κάτω από το σημερινό επίπεδο του εδάφους. Έτσι το αρχικό ύψος των κλιτών ήταν περίπου 4-5 μ. και το ύψος του κέντρου του θόλου ήταν ίσως περίπου 7 μ.

Μεγάλο μέρος της εσωτερικής επιφάνειας του τοίχου φαίνεται ότι έχει εξομαλυνθεί με τη στρώση πρώτου χεριού σοβά που περιέχει σημαντικές ποσότητες κονιοποιημένων τούβλων ή κεραμιδιών.

Εσωτερική Διακόσμηση. Τοιχογραφίες σώζονται μόνο κάτω από το ύψος της παραστάδας και προφανώς ανήκουν σε κάτω πίνακα. Ίχνη κόκκινου χρώματος εξακολουθούν να παραμένουν στα πάνω μέρη των τοίχων στη βορειοανατολική γωνία και στο θολωτό της νοτιοανατολικής γωνίας, αλλά εκτός από περιγράμματα μιας μορφής στον ημιθόλο της νότιας αψίδας και των μορφών στο βόρειο μισό του ημικυλινδρικού θόλου της νότιας αψίδας, δεν έχουν απομείνει αρκετά για να επιτρέψουν την αναγνώριση του θέματος. Φαίνεται ότι η διακόσμηση της εκκλησίας αποτελούνταν από δύο τμήματα, ένα στους τοίχους και ένα στους θόλους. Η πλήρης διακόσμηση ανήκει σε τελική φάση, επειδή στους θόλους υπάρχει μόνο ένα στρώμα σοβά, ενώ στους τοίχους διακρίνονται θραύσματα πολλών στρωμάτων.

Η αποσπασματική και μπερδεμένη επίστρωση του σοβά δυσχεραίνει την περιγραφή των πινάκων. Το σύστημα που ακολουθείται εδώ είναι η περιγραφή κάθε τμήμα του τοίχου με τη σειρά του, σημειώνοντας τα διάφορα στρώματα σοβά και ζωγραφικής με γράμματα, με αλφαβητική σειρά, το χαμηλότερο στρώμα ως Α, που αντιστοιχεί στην παλαιότερη περίοδο.

Αυτό έχει το μειονέκτημα ότι πρέπει να δοθεί στους ζωγραφικούς πίνακες ταξινόμηση κατά σχετική χρονολογία, πριν προωθήσουμε οποιαδήποτε επιχειρήματα για κάτι τέτοιο, αλλά οποιοδήποτε άλλο σύστημα θα μας ανάγκαζε να μετακινούμαστε από το ένα μικρό κομμάτι στο άλλο γύρω στην εκκλησία και πάλι πίσω, και αυτό θα προκαλούσε τόση σύγχυση στο μυαλό του αναγνώστη, όση προκλήθηκε αρχικά στα δικά μας κατά τις πολλές επισκέψεις που κάναμε στην εκκλησία. Η ταξινόμηση θα βρεθεί πιο κάτω.178 Όπου δεν αποδίδεται περίοδος σε ένα θραύσμα, αυτό συμβαίνει απλώς επειδή λείπουν εντελώς τα στοιχεία. Η σειρά περιγραφής προχωράει από το βόρειο κλίτος στον σηκό και από εκεί στο νότιο κλίτος. Στο δυτικό άκρο της εκκλησίας δεν υπάρχουν ίχνη διακόσμησης.

βορεια αψιδα (φωτ. 202α)

Δεν υπάρχουν ίχνη βαφής στο κάτω στρώμα σοβά. Στο ανώτερο στρώμα, στη βόρεια πλευρά, υπάρχει η μορφή του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, με επιγραφή … ΓΑΒΡΙΗΛ (φωτ. 202β). Είναι της περιόδου Δ. Το φόντο είναι γκρι-μαύρο αλλά ίσως είχε μπλε επικάλυψη. Ο χιτώνας είναι σε δύο τόνους κόκκινου με έντονες λευκές ανταύγειες. Τα φτερά έχουν λευκά περιγράμματα και έχουν κόκκινα πρωτεύοντα, λευκά δευτερεύοντα και καφέ για το κύριο σώμα του φτερού, πάνω από το οποίο τα φτερά διαγράφονται με κίτρινο χρώμα. Το πρόσωπο έχει πια καταστραφεί, αλλά η σάρκα του χεριού είναι κίτρινη και κόκκινη με κάποια πράσινη σκιά. Τα μαλλιά είναι καστανά με κόκκινες γραμμές μπούκλας. Το φωτοστέφανο είναι κίτρινο με εσωτερικά μπλε και λευκά εξωτερικά περιγράμματα περίπου του ίδιου πλάτους. Η άκρη του μπαστουνιού είναι διακοσμημένη με λευκά μαργαριτάρια. Η επιγραφή είναι με προσεγμένα λευκά γράμματα. Μπορεί να σημειωθεί η «σωστή» μορφή του Α, σε αντίθεση με αυτήν που φαίνεται να έχει γίνει συνηθισμένη από τον 13ο αιώνα για να το διακρίνει από το Δ, του οποίου η κάτω πινελιά βάδιζε σταθερά προς τα πάνω τον 13ο και τον 14ο αιώνα. Οι κάθετες πινελιές των γραμμάτων είναι πλατιές και έντονες, σε αντίθεση με τις λεπτές διαγώνιες και οριζόντιες. Η γωνιότητα των μορφών είναι αισθητά παρόμοια με τα γράμματα σε κυπριακές τοιχογραφίες του 15ου και του 16ου αιώνα, που επανέρχονται σε προγενέστερες μορφές του «άλφα» και του «δέλτα». Το μόνο που φαίνεται στο νότιο μισό της αψίδας είναι η κορυφή ενός κτιρίου στο βάθος. Μπορεί να υποτεθεί ότι αυτό είναι μέρος του φόντου για τη μορφή της Μητέρας του Θεού (τώρα κρυμμένη κάτω από το επίπεδο του εδάφους) σε μια σκηνή Ευαγγελισμού.

βορειο κλιτος, ανατολικο φατνωμα, βορειος τοιχος: ανατολικο τμημα

Το κάτω στρώμα σοβά είναι περιόδου Α (φωτ. 203α, σχήμα 80). Δείχνει το επάνω τμήμα ανθισμένου σταυρού, με κόκκινα περιγράμματα στην κάτω αριστερή γωνία. Η μορφή έφιππου που είναι ορατή στο κέντρο της κύριας σκηνής, όπου έχει πέσει ο σοβάς, ίσως ανήκει στην περίοδο Β. Αυτή η γενειοφόρος μορφή, ντυμένη στα κόκκινα, έχει λευκό φωτοστέφανο με φαρδύ κόκκινο περίγραμμα. Το άλογο είναι λευκό. Δεν μπορεί να εξαχθεί καμία λεπτομέρεια, ούτε να γίνει σύνδεση μεταξύ του σοβά κάτω από αυτή τη μορφή και εκείνου κάτω από τον σταυρό.

Στο ανώτερο στρώμα σοβά υπάρχει σκηνή της Κοίμησης. Ανήκει πιθανώς στην περίοδο Δ. Εκτός από τα κόκκινα περιγράμματα, ο πίνακας αυτός έχει μήκος 1,82 μ. και μπορεί να είχε ύψος περίπου 1,75 μ. Το επάνω φόντο είναι γκρι-μαύρο. Τα κτίρια έχουν κίτρινο υπόστρωμα με κόκκινες και λευκές γραμμές και περιγράμματα. Οι στέγες είναι κόκκινες με περιγράμματα κεραμιδιών σε μαύρο χρώμα. Το κάτω μισό της σκηνής είναι θαμμένο ακριβώς κάτω από το πάνω μέρος της ξαπλωμένης μορφής της Μητέρας του Θεού. Είναι ντυμένη με το παραδοσιακό πορφυρό μαφόριον και κουκούλα. Είναι ορατό μέρος του κάτω μισού της μορφής του Χριστού πίσω από το νεκροκρέββατο, αλλά η αναπαράσταση της ψυχής της Μαρίας έχει φύγει. Το ιμάτιο του Χριστού έχει καφέ χρώμα υποστρώματος με δύο χαραγμένες κίτρινες ανταύγειες. Παραδοσιακά, οι ανταύγειες για τα ενδύματα του Χριστού είναι λιγότερο ενδεικτικές της μορφής του σώματος απ’ όσο οι λευκές ανταύγειες για τα ενδύματα άλλων μορφών. Αυτό ισχύει και για τη μορφή του Σαρμασικλί. Η Κοίμηση είναι από τις λίγες σκηνές που έδιναν στους Βυζαντινούς ζωγράφους την ευκαιρία να απεικονίσουν το Άκτιστο Φως του Θεού. Αυτή η συγκεκριμένη μορφή του Χριστού αρχικά στεκόταν σε μάντορλα [αμυγδαλωτού σχήματος τομή δύο κύκλων], της οποίας θραύσματα διακρίνονται κάτω δεξιά Του, με δύο λωρίδες ανοιχτού και σκούρου γκρι χρωματισμού που μπορεί αρχικά να ήταν ανοιχτό και σκούρο μπλε.

Από τους θρηνούντες σώζονται ίχνη τεσσάρων στο κεφάλι του νεκροκρέββατου και οκτώ στα πόδια. Τα φωτοστέφανά τους είναι όλα κίτρινα με εσωτερικά μπλε και εξωτερικά λευκά περιγράμματα. Κάτω και αριστερά του Χριστού, μια μορφή που φορά λευκό ωμοφόριον με δύο κόκκινους σταυρούς είναι ο μόνος επίσκοπος που μπορεί να αναγνωριστεί ως τέτοιος από τους τέσσερις, οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση, ήσαν παρόντες στην Κοίμηση. Το πρόσωπο είναι φτιαγμένο με κίτρινο υπόστρωμα, πράσινη σκιά και κόκκινες χαρακτηριστικές γραμμές. Υπήρχε πιθανώς πολύ πιο εκτεταμένη χρήση του μαύρου για τις γραμμές και τα περιγράμματα σκιών, αλλά το μαύρο μπήκε τελευταίο σε στεγνό σοβά και συχνά έχει γίνει σκόνη. Τα ενδύματα των πενθούντων φαίνεται να είναι φτιαγμένα από χρώμα υποστρώματος, με πιο ανοιχτό τόνο του ίδιου χρώματος και λευκές ανταύγειες, αλλά μπορεί κάλλιστα να υπήρχε και πιο σκούρος τόνος που τώρα έχει ξεφλουδίσει. Στο επάνω μέρος αυτής της σκηνής δύο άγγελοι πετούν προς τα κάτω, για να παραλάβουν τον Χριστό και την ψυχή της Μητέρας Του. Η επιγραφή Ἡ κοίμισ(ις) τ(ὴς) Θ(εοτό)κουείναι με λευκά γράμματα κανονικής μορφής, με οριζόντιες και κάθετες πινελιές περίπου του ίδιου πάχους. Φαίνεται διαφορετική από εκείνη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ.

βορεια αψιδα. τοξο

Στην όψη του τόξου στο ανατολικό άκρο της Κοίμησης υπάρχει απλό γωνιώδες σχέδιο ή κλειδί σε κόκκινο χρώμα πάνω σε λευκό υπόστρωμα. Ο σοβάς μοιάζει με εκείνον της Κοίμησης και πιθανότατα ανήκει στην περίοδο Δ. Υπάρχουν δύο στολισμένοι με κοσμήματα και διαφορετικά φυλλωμένοι σταυροί: Ο ένας στην πρόσοψη του τόξου της αψίδας, στη νότια πλευρά (σε αντίστοιχη θέση ως προς το μοτίβο του γωνιώδους σχεδίου) (σχήμα 81β). Ο άλλος στη βόρεια όψη του διαχωριστικού τοίχου μεταξύ της βόρειας και της κύριας αψίδας (σχήμα 81γ). Και οι δύο φέρουν τη λάθος γραφή IX XC NH KA. Ο δεύτερος σταυρός έχει, επιπλέον, τη μη σύμφωνη με τη γραμματική επίκληση: Κ(ύρι)ε βοίθ(ε)ι τό δο(υ)λοῦ σου Ἠωάνν(ῃ) Δαλει. Η γραφή σε αυτούς τους σταυρούς, που έπρεπε να ανήκει στην περίοδο Α, είναι ακατάστατη.

βορειο κλιτος, ανατολικο φατνωμα, βορειος τοιχος: δυτικο τμημα

Στην ίδια στρώση σοβά με την Κοίμηση, αλλά χωρισμένος από εκείνην με ερυθρόχρωμη μπορντούρα, υπάρχει πίνακας πλάτους 1,25 μ. που πιθανότατα ζωγραφίστηκε επίσης κατά την περίοδο Δ. Απεικονίζει τον Άγιο Θεόδωρο τον Τύρο και τον Άγιο Ευγένιο Τραπεζούντας και επιγράφεται: [ὁ ἅγιος] Θεόδωρος ὁ Τίρον και ὁ ἅ(γιος) Εὐγένιος. Η εγγύτητα των δύο αγίων στρατιωτών του Πόντου θυμίζει την ίδια ομάδα στο παρεκκλήσι στη Βαζελώνος.178 Υπάρχει μια ακόμη επιγραφή έξι γραμμών στα αριστερά του Αγ. Ευγενίου. Ως απόδειξη για την τοπική λατρεία του πολιούχου της Τραπεζούντας είναι ατυχές ότι μόνο το όνομα Εὐγεν[…]είναι σαφές στο σχήμα 83.

Το κάτω φόντο είναι κίτρινο, το πάνω γκρι-μαύρο. Τα φωτοστέφανα είναι κίτρινα. Αυτό του Αγίου Θεοδώρου έχει διάμετρο 42 εκατοστά. Ο Άγιος Ευγένιος κρατά μακρύ κίτρινο σταυρό στο δεξί του χέρι και ξίφος στο αριστερό. Ο μανδύας του είναι κόκκινος με κίτρινη διακόσμηση, αλλά δεν διακρίνονται άλλες λεπτομέρειες. Ο Άγιος Θεόδωρος φοράει κόκκινο θώρακα, που προοριζόταν να είναι από δερμάτινα λουριά ή από μέταλλο σε λωρίδες, πάνω από κίτρινο χιτώνα ή φόρεμα, ορατό μεταξύ του αγκώνα και του καρπού. Το στήθος του είναι ντυμένο με κίτρινο ύφασμα κεντημένο με σχέδιο από στοιχεία σε σχήμα αχλαδιού, που θυμίζει κάπως χαλί της Ταμπρίζ και καταλήγει σε σειρά από μαργαριτάρια και φούντες. Οι γοφοί του είναι καλυμμένοι με το κάτω μέρος του θώρακα από δερμάτινα λουριά.

αψιδα μεταξυ κεντρικου κλιτους και βορειοανατολικου φατνωματοσ

Κάτω από την προεξέχουσα πέτρα που σχηματίζει το ξεφύτρωμα του τόξου στο ανατολικό του άκρο, υπάρχουν τρεις στρώσεις σοβά. Η χαμηλότερη έχει ζωγραφισμένο σταυρό περιόδου Α σε πράσινο υπόστρωμα, με μαύρα περιγράμματα και γράμματα (σχήμα 81δ), καθώς επίσης και μερικά κόκκινα περιγράμματα και κόκκινα κοσμήματα σε σχήμα ρόμβου στο τέλος των βραχιόνων. Στην κορυφή του σταυρού υπάρχουν τα γράμματα: (Ι)CX(C) ΝΙΚΑ. Το συνονθύλευμα γραμμάτων εκατέρωθεν του φυλλώματος στην κορυφή του σταυρού είναι η μόνη μας καταγραφή μιας περαιτέρω επίκλησης. Οι ακόλουθες λέξεις μπορούν να διαβαστούν από το σχέδιο: Γραμμή 1 (αριστερά): Δέησ(ι)ς. Γραμμή 3 (δεξιά): πρε]σβύτε [ρo…]. Γραμμή 6 (δεξιά): ἀ(μ)ήν.

Τόσο το μεσαίο όσο και το ανώτερο στρώμα σοβά είχαν παραστάσεις της Θεοτόκου. Αρκετή ποσότητα του μεσαίου στρώματος διασωζόταν το 1959 (φωτ. 199β) αλλά είχε εξαφανιστεί πια το 1962 (φωτ. 201β). Χαρακτηριζόταν από λαμπερό μπλε φόντο πάνω σε κιτρινοπράσινο υπόστρωμα. (Αυτή είναι η μόνη περίπτωση που γνωρίζει ο Ουίνφιλντ για μπλε φόντο που δεν ήταν τοποθετημένο πάνω σε γκρι, μαύρο ή κόκκινο υπόστρωμα.) Το φωτοστέφανο ήταν κίτρινο με φαρδύ εσωτερικό κόκκινο και λεπτό εξωτερικό λευκό περίγραμμα. Το μαφόριον και ο μανδύας είναι του παραδοσιακού πορφυρού χρώματος. Οι μανσέτες του χιτώνα ήσαν διακοσμημένες. Το ελαφρώς σκυμμένο κεφάλι και η κίνηση των χεριών υποδηλώνουν ότι αυτός ήταν ο τύπος της Θεοτόκου Ελεούσας που κρατούσε κύλινδρο χαρτιού (σχήμα 83α). Η θέση του εδώ δεν είναι ασυνήθιστη για την Ελεούσα, ενώ μια μορφή του Χριστού υπάρχει στην κατάλληλη αντίστοιχη θέση στη νότια πλευρά. Η συνένωση (λιγατούρα) των γραμμάτων MHP, η οποία ίσως ανήκει επίσης στην επαναβαφή, είναι με λευκά γράμματα που διακρίνονται από πληθωρική συντομογραφία και συγκεκριμένη αίσθηση στυλ, που μεταδίδεται από έντονες κατακόρυφες πινελιές σε αντίθεση με τις λεπτές. Στο γείσο, πάνω από τη μορφή, υπήρχε αρχικά σχέδιο αποτελούμενο από κυματιστό φυλλώδες στέλεχος παρόμοιο με εκείνο πάνω από τον Άγιο Γεώργιο (βλ. σχήμα 84). Αυτό το μεσαίο στρώμα ζωγραφισμένου σοβά ανήκει στην περίοδο Γ. Σε κάποιο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα μεταξύ της στρώσης του μεσαίου και του ανώτερου στρώματος σοβά, η μορφή βάφτηκε εκ νέου, ή τουλάχιστον ρετουσαρίστηκε, και το απλό κόκκινο περίγραμμα του φωτοστέφανου εμπλουτίστηκε με κοσμήματα με λευκό περίγραμμα. Η επαναβαφή πρέπει να αποδοθεί στην περίοδο Γ ή Δ. Μόνο δύο μικρά μπαλώματα του ανώτερου στρώματος ήσαν ορατά το 1959, αλλά ήσαν αρκετά για να δείξουν ότι το θέμα του πίνακα σε αυτό το στρώμα ήταν το ίδιο.

Στο ξεφύτρωμα του τόξου υπάρχει περίτεχνος φυλλωτός σταυρός πάνω από πολύ μικρή κόγχη (φωτ. 199β, 201β, σχήμα 83). Οι βραχίονες του σταυρού είναι διακοσμημένοι με κόκκινα και πράσινα κοσμήματα, αλλά δεν υπάρχει κανένα σημάδι με γράμματα. Το ύφος του είναι πιο περίτεχνο από οποιονδήποτε από τους άλλους σταυρούς και είναι ο μόνος σταυρός που εμφανίζεται στους θόλους ή σε τόξα. Είναι όμως ζωγραφισμένος στο χαμηλότερο στρώμα σοβά και, καθώς τα μεταγενέστερα στρώματα φέρουν όλα εικονική διακόσμηση, μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι ανήκει στην περίοδο Α. Κομμάτια από πρόσφατα καμένα κεριά στην κόγχη δείχνουν ότι η λατρεία της Μητέρας του Θεού μάλλον δεν είχε ξεχαστεί τοπικά.

βορειοανατολικο βαθρο: ανατολικη οψη

Απέναντι στη Θεοτόκο υπάρχει μορφή του Αγίου Γεωργίου (σχήμα 84) με επιγραφή ὁ ἅγι[ος] Γεώ[ργιος]. Ανήκει στην ίδια περίοδο (Γ ή Δ) με τον πρώτο πίνακα της Θεοτόκου. Η ομοιότητα είναι στο χαρακτηριστικό χρώμα φόντου, ζωγραφισμένο πάνω σε κιτρινοπράσινο υπόστρωμα, και στο κίτρινο φωτοστέφανο (διάμετρος 37 εκ.) με παχιά εσωτερικά κόκκινα και λεπτά εξωτερικά λευκά περιγράμματα. Τα μαλλιά του Αγίου έχουν κίτρινες μπούκλες σε κόκκινο υπόστρωμα. Ένα θραύσμα του προσώπου φαίνεται να έχει κίτρινο χρώμα και πράσινη σκίαση. Δεν διασώζονται άλλες λεπτομέρειες. Υπάρχει χαμηλότερο στρώμα σοβά, αλλά δεν φαινόταν μπογιά πάνω του, ενώ πολλά φαίνεται ότι έχουν πέσει ή χαθεί πριν στρωθεί ο σοβάς με τον Άγιο Γεώργιο, γιατί κατά τόπους ο τελευταίος ενώνεται απευθείας με την τοιχοποιία. Η μορφή αργότερα ξαναζωγραφίστηκε και το φωτοστέφανό της μεγεθύνθηκε (πρβλ. τη διακεκομμένη γραμμή στο σχήμα 84). Πάνω από τη μορφή, το προεξέχον γείσο διακοσμείται με δύο ταινίες: η κάτω έχει κυματιστό στέλεχος με φύλλωμα και η επάνω σειρά από σιρίτια που περικλείουν φυλλωτά στοιχεία.

βορειοανατολικο βαθρο: βορειοανατολικη γωνια

Υπάρχουν μερικές περίεργες μορφές στις στενές όψεις της βορειοανατολικής γωνίας του βάθρου (σχήμα 84α). Στη βόρεια όψη υπάρχει μισού μήκους μορφή με εκείνο που φαίνεται στα ρούχα της να είναι διακόσμηση με κοσμήματα. Το σχέδιο αποτελείται από κόκκινα περιγράμματα σε απλό σοβά, εκτός από ένα ίχνος κίτρινου στο πρόσωπο της μορφής. Κάτω από αυτή τη μορφή υπάρχει τμήμα κίτρινου φωτοστέφανου με εσωτερικά μπλε και εξωτερικά λευκά περιγράμματα.

Στην ανατολική όψη υπάρχουν τα υπολείμματα πέντε κεφαλιών με ακανόνιστα φωτοστέφανα που ποικίλλουν από 17 μέχρι 21 εκ. σε διάμετρο. Το ανώτερο κεφάλι έχει κόκκινο περίγραμμα για το φωτοστέφανο. Τα περιγράμματα του γενειοφόρου προσώπου είναι κίτρινα. Τα κάτω τέσσερα είναι πολύ ξεθωριασμένα. Έχουν μπλε περιγράμματα για τα φωτοστέφανα, κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών και πιθανώς κίτρινο υπόστρωμα για το πρόσωπο.

Αυτά τα σχέδια είναι είτε σκαριφήματα του ζωγράφου είτε προκαταρκτικά σκίτσα και ανήκουν στην περίοδο Δ.

βορειοανατολικο βαθρο: δυτικη οψη

Κάτω από το γείσο διακρίνεται φυλλωτός σταυρός (σχήμα 81α, φωτ. 203β) με κόκκινα, πράσινα και μαύρα περιγράμματα. Πάνω, κάτω από τα γράμματα ICXC NH ΚA, υπάρχει λανθασμένη επίκληση: Κ(ύρι)ε βοίθη(ι) τὸν δουλοῦ{-λον} σου Γεόργιον. Ο σταυρός πιθανότατα ανήκει στην περίοδο Α.

βορειος τοιχος, ανατολικη παρασταδα: δυτικη οψη

Ένα μοτίβο γωνιώδους μπλε σχεδίου σε λευκό υπόστρωμα καλύπτει προηγούμενο στρώμα σοβά. Αν συνδέεται με το παρόμοιο σχέδιο δίπλα στην Κοίμηση, ανήκει στην περίοδο Δ.

βορειο κλιτος, κεντρικο φατνωμα: τοιχοσ ανατολικα της πορτας

Θραύσματα τριών στρώσεων σοβά φαίνονται εδώ. Υπάρχουν ίχνη γκρι-μαύρου φόντου στο επάνω στρώμα. Ο στενός χώρος του τοίχου θα μπορούσε να φιλοξενήσει όρθια μορφή.

κυρια αψιδα και ιερο

Υπάρχουν σημαντικές κηλίδες κόκκινου και μερικά ίχνη πράσινου και μπλε. Στη βόρεια πλευρά, στα δεξιά του παραθύρου, διακρίνονται τα περιγράμματα τριών κεφαλών, πιθανώς Πατέρων της Εκκλησίας. Στο σημείο όπου η αψίδα διευρύνεται μέσα στο ιερό, στη βόρεια πλευρά, υπάρχουν στη διακοσμητική γραμμή εναλλασσόμενες οριζόντιες ταινίες λευκού και κόκκινου, που μιμούνται πλινθοδομή, παρόμοια με το σχέδιο στα υποχωρούντα τόξα κάτω από τον τρούλο στην Αγία Σοφία Τραπεζούντας.

Τα περιγράμματα τριών κύκλων, ο καθένας διαμέτρου 30 περίπου εκατοστών, που συνδέονται με μικρότερους κύκλους σχηματίζοντας είδος διακόσμησης με εγχάρακτες τεμνόμενες γραμμές (guilloche) βρίσκονται στον βόρειο τοίχο του ιερού. Ένας από τους μεγαλύτερους κύκλους περικλείει τα περιγράμματα σταυρού και αργότερα επικαλύφθηκε με κεφάλι. Υπάρχουν θραύσματα κόκκινης, λευκής και πράσινης επικάλυψης. Η αψίδα είναι τόσο γεμάτη ερείπια και χαμόκλαδα, που είναι αδύνατο να ανιχνευθεί η σχέση μεταξύ των διαφορετικών στρωμάτων σοβά, αλλά μπορεί να μαντέψει κανείς ότι η εγχάρακτη διακόσμηση (guilloche) ανήκει στην περίοδο Α και ξαναζωγραφίστηκε με κεφάλια στην περίοδο Β. Οι μορφές μπορεί να ανήκουν σε οποιαδήποτε περίοδο από τη Β και μετά.

αψιδα μεταξυ κεντρικου κλιτους και ιερου

Στο βόρειο άκρο, κάτω από το ύψος του γείσου, υπάρχουν υπολείμματα δύο στρώσεων σοβά. Ίχνη κίτρινου υποστρώματος (πιθανώς για πρόσωπο) υπάρχουν στο ανώτερο στρώμα της δυτικής όψης. Το νότιο άκρο διατηρεί τμήμα φωτοστέφανου με μπλε εσωτερικά και λευκά εξωτερικά περιγράμματα. Το χρώμα του φόντου είναι μπλε πάνω από μαύρο. Υπολείμματα δύο στρώσεων σοβά υπάρχουν επίσης στο νότιο άκρο, κάτω από το ύψος του γείσου. Το ανώτερο στρώμα έχει θραύσματα παρόμοια με εκείνα στο βόρειο άκρο. Επιπλέον φαίνονται τα γράμματα ὁ ἅγ(ιος). Τα μπλε εσωτερικά και λευκά εξωτερικά περιγράμματα των φωτοστέφανων τοποθετούν όλα αυτά τα θραύσματα στην περίοδο Δ.

νοτια αψιδα και νοτιοανατολικο φατνωμα

Το μεγαλύτερο μέρος της είναι γεμάτο με συντρίμμια μέχρι την αρχή του θόλου. Στη βόρεια πλευρά του θόλου και στον ημιθόλο διακρίνονται ίχνη κόκκινων περιγραμμάτων μορφών.

αψιδα μεταξυ κεντρικου κλιτους και νοτιοανατολικου φατνωματοσ

Κάτω από το ξεφύτρωμα του τόξου, στο ανατολικό άκρο, κάτω από το επίπεδο του γείσου, διακρίνεται η μορφή του Χριστού, η κεφαλή του οποίου ήταν αποδεσμευμένη από τα συντρίμμια που έφταναν μέχρι το γείσο (σχήμα 85). Το αρχαιότερο στρώμα σοβά, ορατό σε ένα ή δύο σημεία, δείχνει ίχνη πράσινου και σταυρό. Πιθανότατα ανήκει στην περίοδο Α. Το μεσαίο στρώμα συνεχίζεται μέχρι το γείσο, το οποίο διακοσμείται με δύο παρόμοιες ζώνες φυλλωτών μοτίβων. Αυτό το μεσαίο στρώμα είναι ζωγραφισμένο με τη μορφή του Χριστού, που έχει κόκκινο φωτοστέφανο και λευκά περιγράμματα. Οι ράβδοι του σταυρού στο φωτοστέφανο είναι απλές λευκές, με κόκκινα περιγράμματα και εσωτερικές γραμμές, που πιθανώς υποδηλώνουν κοσμήματα. Το μόνο που έχει απομείνει από το κεφάλι είναι ένα κομμάτι μαλλιών, που αντιπροσωπεύεται από κόκκινο υπόστρωμα και κίτρινες γραμμές μαλλιών. Το φόντο φαίνεται ότι είναι πράσινο.

Η μορφή του Χριστού στο μεσαίο στρώμα πιθανότατα ανήκει στην περίοδο Γ. Αργότερα ξαναζωγραφίστηκε και οι βραχίονες του σταυρού έγιναν σε λαμπρό σμαραγδένιο πράσινο με διακόσμηση κυκλικά κοσμήματα με κόκκινο περίγραμμα. Το νέο φόντο ήταν έντονο μπλε πάνω από κιτρινωπό πράσινο υπόστρωμα. Αυτή η επαναβαφή ανήκει στην ενδιάμεση περίοδο Γ-Δ.

Το τρίτο ή ανώτερο στρώμα δεν φαίνεται ότι αποτελεί πλήρη απόδοση. Το φωτοστέφανο παρέμεινε κόκκινο, αλλά οι ράβδοι του σταυρού βάφτηκαν σε απλό κίτρινο, χωρίς κοσμήματα. Το φωτοστέφανο έχει λευκό εσωτερικό και κόκκινο εξωτερικό περίγραμμα. Το χρώμα του φόντου είναι γκρι-μαύρο αλλά πιθανότατα είχε μπλε πλύση. Αυτό το έργο ίσως είναι της περιόδου Δ.

Τέλος, την περίοδο Ε το φωτοστέφανο ξαναβάφτηκε μπλε και δόθηκε λευκό περίγραμμα. Η τελική του διάμετρος είναι περίπου 37 εκ.

νοτιοανατολικο βαθρο: ανατολικη οψη

Σε αυτήν την περιοχή τα συντρίμμια είναι στοιβαγμένα μέχρι το επίπεδο του γείσου, αλλά φαίνεται ότι οι πίνακες από κάτω ίσως διατηρήθηκαν σε καλή κατάσταση. Η απομάκρυνση κάποιων συντριμμιών αποκάλυψε την ύπαρξη στρώσεων σοβά κάτω από το επίπεδο του γείσου, αλλά τίποτε δεν φαινόταν από τη διακόσμηση των τριών πρώτων, εκτός από το ότι το δεύτερο στρώμα ήταν ζωγραφισμένο με έντονο μπλε φόντο που μπορεί να αποδοθεί στην περίοδο Γ-Δ. Στην τέταρτη και τελευταία στρώση υπάρχει μορφή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ με επιγραφή …MIXAH. Το πλαίσιο του περιγράμματος φτάνει μέχρι το γείσο, εξαιρουμένων των λωρίδων με σχέδια, όπως εκείνες που εμφανίζονται στα γείσα άλλων βάθρων. Το φωτοστέφανο του Αρχαγγέλου έχει διάμετρο περίπου 35 εκ. και είναι κίτρινο με μπλε εσωτερικό και λευκό εξωτερικό περίγραμμα. Το φόντο είναι γκρι-μαύρο. Μια μπλε απόχρωση έχει μάλλον ξεθωριάσει. Τα γράμματα είναι λευκά και η μορφή του «άλφα» είναι «σωστή». Το πρόσωπο έχει κίτρινα και καφέ χρώματα για τη σάρκα (αν και το καφέ μπορεί να είναι αποχρωματισμός) και πράσινες σκιές. Οι λευκές ανταύγειες είναι σε κομψές, λεπτές γραμμές στη μία πλευρά του λαιμού και γύρω από τα μάτια. Οι γραμμές χαρακτηριστικών είναι κόκκινες και τα μαλλιά είναι φτιαγμένα με κίτρινο υπόστρωμα και κόκκινες γραμμές που οριοθετούν τις μπούκλες. Υπάρχουν πιθανώς περισσότεροι χρωματικοί τόνοι στο πρόσωπο, αλλά έχουν αναμιχθεί με λεπτό πινέλο και δεν διακρίνονται εύκολα. Η τεχνική που χρησιμοποιήθηκε για αυτό το πρόσωπο μπορεί να συγκριθεί χρήσιμα με τις οδηγίες που έδωσαν ο Θεόφιλος, ο Τσενίνι και ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά.179 Σώζονται τμήματα κίτρινου μπαστουνιού και του πάνω μέρους φτερού. Αποτελούνται από κίτρινο υπόστρωμα, λευκές ανταύγειες και βαθύ μπλε περίγραμμα. Ο χιτώνας είναι κόκκινος, με πιο σκούρο τόνο για τις γραμμές πτυχώσεων και λευκές ανταύγειες. Ο λῶρος είναι κίτρινος με λευκά μαργαριτάρια και κόκκινα κοσμήματα. Τα γράμματα και το μπλε εσωτερικό περίγραμμα του φωτοστέφανου συνδέουν τη μορφή του Μιχαήλ με εκείνη του Γαβριήλ στη βόρεια αψίδα και επομένως με την περίοδο Δ. Μάλιστα τόσο κοντά είναι το επιγραφικό ύφος αυτού του πίνακα με εκείνο του πίνακα του Γαβριήλ, που υποδηλώνει το ίδιο χέρι. Το πρόσωπο του Μιχαήλ, με τις ωραίες λευκές ανταύγειές του, μπορεί να συγκριθεί με πίνακες ζωγραφικής στα όψιμα σερβικά μοναστήρια της σχολής Μοράβα ή στον Μυστρά, υποδηλώνοντας χρονολογία στα τέλη του 14ου ή στις αρχές του 15ου αιώνα.

νοτιοανατολικο βαθρο. νοτιοδυτικη γωνια

Στη στενή δυτική όψη, το μοναδικό ορατό στρώμα σοβά φαινόταν ότι είναι το χαμηλότερο. Ήταν διακοσμημένο με πράσινο σταυρό με σκούρες κόκκινες άκρες και, από πάνω, σε πράσινο με μαύρα περιγράμματα, υπήρχε ένα δέντρο που πλαισιωνόταν από δύο πουλιά.

νοτιοανατολικο βαθρο. δυτικη οψη

Κάτω από το γείσο υπάρχουν δύο στρώσεις σοβά (σχήμα 86). Η κάτω στρώση είναι διακοσμημένη με φυλλωτό σταυρό, παρόμοιο με εκείνον στη βόρεια όψη του τοίχου μεταξύ της κύριας και της βόρειας αψίδας, που πρέπει να θεωρηθεί ότι ανήκει στην περίοδο Α. Στο πάνω μέρος υπάρχουν ίχνη επίκλησης. Το ανώτερο στρώμα σοβά σώζεται μόνο στο πάνω μέρος του πίνακα και επιγράφεται ἡ βαπ [τί]σι[ς], σε γραφή που υποδηλώνει περίοδο Δ. Το φόντο είναι γκριζόμαυρο. Το τμήμα του Ουρανού και οι ακτίνες που εκπορεύονται από αυτόν είναι γκρίζες.

νοτιοδυτικο βαθρο. ανατολικη οψη

Πίνακας που φέρει την επιγραφή ὁ ἅ(γιος) Θεώδορος ὁ [Σ]τρατηλάτιςφαίνεται ότι υπάρχει στο παλαιότερο στρώμα σοβά, αν και είναι πάντοτε πιθανό να έπεσε παλαιότερο στρώμα πριν γίνει η απόδοση με τον Άγιο Θεόδωρο (φωτ. 204α, β, σχήμα 87). Το φόντο είναι γκρι-μαύρο. Η επιγραφή είναι λευκή και τα γράμματα της είναι έντονα και ακανόνιστα. Οι συνενώσεις (λιγατούρες) των γραμμάτων στη λέξη «Θεόδωρος» και τα επιδεικτικά τελικά «σίγμα» δεν έχουν αντίστοιχο στην εκκλησία. Ο Άγιος έχει κόκκινο φωτοστέφανο διαμέτρου 32 εκ., με λεπτό λευκό εξωτερικό περίγραμμα και φαρδύ σκούρο κόκκινο εσωτερικό, διακοσμημένο με λευκά μαργαριτάρια. Ο κόκκινος μανδύας του είναι τραβηγμένος πίσω από τους ώμους και ο χιτώνας έχει κίτρινα μανίκια διακοσμημένα με μαργαριτάρια. Ο θώρακας είναι κίτρινος με συνολικό σχέδιο από καφέ γραμμές που μιμούνται αλυσιδωτό θώρακα. Το μπαστούνι της λόγχης είναι κόκκινο και έχει λευκό άκρο. Η ασπίδα έχει κόκκινες κηλίδες πάνω σε λευκό υπόστρωμα. Το χείλος της είναι κίτρινο και είναι διακοσμημένη με μαργαριτάρια και ορθογώνιες πέτρες. Τα μαλλιά είναι φτιαγμένα με κίτρινο χρώμα πεδίου και κόκκινες και λευκές γραμμές για τις μπούκλες. Η σάρκα φαίνεται να είναι απλή κίτρινη με κόκκινες χαρακτηριστικές γραμμές. Πάνω από τον πίνακα υπάρχει οριζόντιο διακοσμητικό σχέδιο από κόκκινα σιρίτια.

Στις επάνω γωνίες του πίνακα υπάρχουν υπολείμματα μεταγενέστερου στρώματος σοβά με γκριζόμαυρο φόντο. Αυτό το στρώμα συνεχίζεται στις στενές βόρεια και ανατολική όψεις της γωνίας του βάθρου, σε μία από τις οποίες υπάρχει μοτίβο γωνιώδους σχεδίου ή κλειδιού, παρόμοιο με εκείνα στο βόρειο κλίτος. Το ανώτερο στρώμα λοιπόν πρέπει να ανήκει στην περίοδο Δ. Η μορφή του Αγίου Θεοδώρου Στρατηλάτη φαίνεται ότι ανήκει στην περίοδο Β.180

νοτιο κλιτος, κεντρικο φατνωμα: νοτιος τοιχος

Τα επάνω μέρη των μορφών του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης που κρατούν τον Αληθινό Σταυρό είναι ορατά (φωτ. 204β, γ) και αρκετά συντρίμμια θα μπορούσαν να καθαριστούν, για να ανακτηθεί η λεπτομέρεια που φαίνεται στο σχέδιο του σχήματος 88. Επιγράφονται [Ἑλέ]νικαι Κονσταν[τῖνος]. Από τα τέσσερα «έψιλον» στην οριζόντια ράβδο του σταυρού, το επάνω εμφανίζεται ως C στο σχήμα του κειμένου. Το αριστερό είναι ορατό στη φωτ. 205α. Οι μορφές, σε αντίθεση με εκείνες στη Βαζελώνος181 και στο ανατολικό παρεκκλήσι του Αγίου Σάββα Τραπεζούντας (φωτ. 174), είναι σωστά τοποθετημένες. Ο πίνακας έχει πλάτος 1 μ. και ίσως ύψος 2 μ., πλαισιωμένο από κόκκινα περιγράμματα. Τα φωτοστέφανα είναι κίτρινα, με εσωτερικά μπλε και εξωτερικά λευκά περιγράμματα και έχουν διάμετρο 40 εκ. Το φόντο είναι γκρι-μαύρο. Το πρώτο πλάνο ήταν μάλλον πράσινο. Τα γράμματα είναι λευκά: πρέπει να σημειωθούν το «άλφα» και το «σίγμα». Η Ελένη φορά κόκκινο χιτώνα με λευκές ανταύγειες και κίτρινο (για χρυσό ύφασμα) λῶρο με κοσμήματα, που σκιαγραφούνται σε μπλε και λευκό. Το άκρο του λώρου σε σχήμα χαρταετού, κανονικά καρφωμένο στη μέση, είναι ασυνήθιστα χαμηλό, υποδηλώνοντας ότι ο ζωγράφος του Σαρμασικλί, σε αντίθεση με τους καλλιτέχνες του Βαζελώνος και του Αγίου Σάββα, πίστευε ότι επρόκειτο για καθαρά διακοσμητικό θωράκιον. Είναι διακοσμημένο με κίτρινο σταυρό με μπλε περίγραμμα και με μαργαριτάρια και κόκκινες πέτρες στους βραχίονες του σταυρού, στη βάση και στο στρίφωμα. Οι κορώνες και των δύο μορφών φαίνεται ότι είναι πανομοιότυπες, κίτρινες με μπλε περιγράμματα και παρόμοια στολισμένες με μαργαριτάρια και κόκκινες πέτρες. Πιθανώς να υπήρχαν και πράσινες πέτρες, των οποίων το χρώμα έχει φύγει. Οι Τραπεζούντιοι ζωγράφοι γνώριζαν αναμφίβολα τη διαφορά μεταξύ του στέμματος ενός αυτοκράτορα και του στέμματος μιας αυτοκράτειρας, όπως δείχνει το σχήμα 64 από τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης της Τραπεζούντας. Συμβατικά, όμως, τα στέμματα του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης απλοποιούνταν. Εδώ και οι δύο αυτοκρατορικές μορφές (σε αντίθεση με τις αντίστοιχές τους στον Άγιο Σάββα και τον Βαζελώνος) φορούν εκείνο που ισοδυναμεί με το στέμμα μιας αυτοκράτειρας, χωρίς πρεπενδούλια.

Τα πρόσωπα έχουν πράσινο υπόστρωμα, κόκκινες χαρακτηριστικές γραμμές (μερικές φορές με φινίρισμα μαύρου χρώματος για έμφαση), κίτρινους και κρεμ τόνους σάρκας, πινελιές ανοιχτού κόκκινου και λευκές ανταύγειες. Οι πίνακες είναι τόσο κατεστραμμένοι, που καθιστούν αδύνατη τη στιλιστική ανάλυση, όχι όμως και τη σύγκριση με ανάλογες μορφές. Το εσωτερικό μπλε περίγραμμα φωτοστέφανου θα έβαζε τον πίνακα στην περίοδο Δ.

Δίπλα και ανατολικά του πίνακα Κωνσταντίνου και Ελένης υπάρχει η Γέννηση. Η επιγραφή της, καθώς και κάθε λεπτομέρεια, έχει φύγει, αλλά η εικονογραφία είναι καθαρή. Η σκηνή είναι πάνω σε δεύτερο στρώμα σοβά, που σε ορισμένα σημεία προσκολλάται τόσο κοντά στον τοίχο, που υποδηλώνει ότι το πρώτο στρώμα πρέπει να είχε πέσει τη στιγμή που εφαρμόστηκε το δεύτερο στρώμα. Το φόντο είναι γκρι-μαύρο. Τα βουνά είναι, ασυνήθιστα, βαθυπράσινα, έχοντας ίσως προκύψει από την ανάπτυξη μούχλας πάνω στο πιο φυσιολογικό κίτρινο. Η Μητέρα του Θεού έχει κίτρινο φωτοστέφανο με εσωτερικό μπλε και εξωτερικό λευκό περίγραμμα. Πίσω από τα βουνά, στην επάνω αριστερή γωνία, αναδύεται ο Στρατός των Αγγέλων. Θραύσματα από κίτρινα, πράσινα και κόκκινα φωτοστέφανα είναι ορατά ανάμεσά τους. Ένας άγγελος έχει πορφυρό χιτώνα με λευκές ανταύγειες. Κάτω από τον Στρατό υπάρχουν υπολείμματα των μορφών των τριών Μάγων και στη δεξιά πλευρά ένας βοσκός και ένας άγγελος. Η σκηνή έχει πλάτος 1,25 μ. και μπορεί να είχε ύψος 2 μ. Η ίδια στρώση σοβά συνεχίζεται γύρω και πάνω στη νοτιοανατολική παραστάδα, όπου είναι διακοσμημένη με άλλο παράδειγμα του μοτίβου γωνιώδους σχεδίου ή κλειδιού. Εδώ τα χρώματα είναι γκριζόμαυρες γραμμές πάνω σε κίτρινο υπόστρωμα. Το περίγραμμα του μπλε φωτοστέφανου στη Γέννηση και η επανάληψη του μοτίβου γωνιώδους σχεδίου υποδηλώνουν την περίοδο Δ για αυτό το έργο. Στην πλατιά ή βόρεια όψη της παραστάδας υπάρχουν τα λείψανα όρθιου αγίου, του οποίου το κίτρινο φωτοστέφανο έχει μπλε εσωτερικό και λευκό εξωτερικό περίγραμμα. Τόσο αυτή όσο και μια άλλη μορφή με παρόμοιο εσωτερικό μπλε περίγραμμα φωτοστέφανου, στην αντίστοιχη όψη της νοτιοδυτικής παραστάδας, πρέπει επίσης να ανήκουν στην περίοδο Δ.

Ιστορία και Χρονολογία. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν τεκμηριωτικά ή επιγραφικά στοιχεία για τον ναό, η ιστορία του πρέπει να προσδιοριστεί από τη δομή και τη διακόσμησή του. Η δομή έχει συζητηθεί αλλού, αλλά αρκετά σημεία που αναφέρονται εκεί από τον Ουίνφιλντ χρειάζονται τώρα τροποποίηση.182 Ειδικότερα, πρέπει να σημειωθεί ότι τα ενεπίγραφα παστοφόρια δεν μπορούν πια να θεωρηθούν μοναδικά για την περιοχή. Πρώιμο παράδειγμα είναι τώρα η εκκλησία στο Καμπακιόι.183

Οι πίνακες είναι τόσο ταλαιπωρημένοι που, με δύο ή τρεις εξαιρέσεις, δεν είναι δυνατή καμία τεχνοτροπική ή εικονογραφική ανάλυση. Μπορεί όμως να καθοριστεί μια αλληλουχία μεταξύ τους.

Η πιο πρώιμη στρώση σοβά (περίοδος Α) χαρακτηρίζεται από μη εικονική διακόσμηση με σταυρούς. Μπορούν να αποτολμηθούν υποδιαιρέσεις, ανάλογα με τους τύπους των σταυρών: Ανθισμένοι με παρακλητικές επιγραφές (σχήματα 81α-δ). Ανθισμένοι χωρίς επιγραφή (σχήμα 82). Και ένας μη ανθισμένος με πτηνά (σχήμα 86). Οι σταυροί επαναλαμβάνονται σε όλη τη βυζαντινή τέχνη.184 Εμφανίζονται μεταξύ των αρχαιότερων διακοσμήσεων σε πολλές καππαδοκικές εκκλησίες, καθώς και στην Τραπεζούντα στη Μαγκλαβίτα (αριθ. 49) και στο Νακίπ Τζαμί (αριθ. 53), στη Ματζούκα στο Πιπάτ (αριθ. 7) και στο Αϊναλί Μάγαρα κοντά στην Αμάσεια.185 Όμως δεν θα ήταν φρόνιμο να συσχετίσουμε τέτοιους σταυρούς αναγκαστικά με την Εικονομαχία.

Η περίοδος Β αντιπροσωπεύεται από τη θολή εικόνα ενός έφιππου αγίου στον βόρειο τοίχο, εν μέρει ορατή κάτω από τη σκηνή της Κοίμησης, και από τη μορφή του Αγίου Θεοδώρου Στρατηλάτη στην ανατολική όψη του νοτιοδυτικού βάθρου. Η πρώτη πρέπει να ήταν ζωγραφισμένη σε στεγνό σοβά, γιατί τα χρώματα έχουν φύγει σε τέτοιο βαθμό, που μόνο τα περιγράμματα διακρίνονται με δυσκολία. Η δεύτερη διατηρούνταν καλύτερα το 1959 από ό,τι το 1962. Ο πίνακας χαρακτηρίζεται από κάποια ρουστίκ απλότητα. Δεν υπάρχει επιδεξιότητα στην τεχνική και οι κυριαρχούσες κίτρινες και κόκκινες ώχρες θυμίζουν τα παλαιότερα εικονιστικά έργα στις καππαδοκικές εκκλησίες. Η πληθωρική διακόσμηση των γραμμάτων μπορεί να υποδηλώνει μεταγενέστερη περίοδο, αλλά φαίνεται στον Ουίνφιλντ, που θα αποτολμούσε μια χρονολογία του 8ου αιώνα για την περίοδο Α, ότι μια χρονολογία του 9ου ή του 10ου αιώνα δεν θα ήταν παράλογη για την περίοδο Β. Όμως ο Μπράιερ σημειώνει ότι σε ολόκληρο τον Πόντο δεν υπάρχει ασφαλώς χρονολογημένος πίνακας πριν από το 1204 για σύγκριση και ότι χρονολογίες μετά το 1204 για την εκκλησία και όλες τις περιόδους της θα ήσαν πιο σύμφωνες με την ιστορική πιθανότητα.186

Οι περίοδοι Γ και Δ χαρακτηρίζονται από κόκκινο περίγραμμα φωτοστέφανου ή κόκκινα φωτοστέφανα και φωτεινό μπλε φόντο, ζωγραφισμένο πάνω σε πράσινο υπόστρωμα. Σε αυτό το στάδιο ανήκει το μεσαίο από τα τρία στρώματα σοβά για τη Μητέρα του Θεού, τον Άγιο Γεώργιο και τον Χριστό, και το δεύτερο από τα τέσσερα στρώματα σοβά για τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Καθώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για χωριστή ταξινόμηση, ο Ουίνφιλντ έχει επίσης αποδώσει την επαναζωγράφιση αυτών των μορφών στις περιόδους Γ ή Δ. Στρώματα σοβά και επαναζωγραφίσεις διακηρύσσουν την ύπαρξη τέτοιων περιόδων, αλλά δεν σώζονται αρκετές στιλιστικές λεπτομέρειες για να επιτρέψουν τη συζήτηση της χρονολόγησής τους.

Το υπόλοιπο έργο πιθανότατα ανήκει όλο στην περίοδο Δ, αν και υπάρχουν ασυνέπειες στα στιλ των γραμμάτων μέσα σε αυτό (κυρίως μεταξύ των τακτοποιημένων και κανονικών μορφών της επιγραφής της Κοίμησης και των πιο πληθωρικών και ξαχωριστών στιλ στις επιγραφές των δύο Αρχαγγέλων). Οι ζωγραφικοί πίνακες είναι πάνω σε δεύτερο ή τρίτο στρώμα σοβά και σχεδόν όλοι χαρακτηρίζονται από μπλε εσωτερικά περιγράμματα των φωτοστέφανων. Η επαναζωγράφιση του Χριστού στη δυτική όψη της νοτιοανατολικής διαχωριστικής αψίδας μπορεί να ανήκει σε τελική περίοδο Ε, η οποία δεν μπορεί να χρονολογηθεί.

Έχουμε λοιπόν μια εκκλησία με τουλάχιστον τέσσερις περιόδους αγιογραφίας. Μπορούμε να διακινδυνεύσουμε χρονολογία μόνο για την προτελευταία περίοδο Δ. Πρώτον, μια αρνητική σκέψη: δεν γνωρίζουμε καμία χρονολογημένη ή τεκμηριωμένη τοιχογραφία στον Πόντο κατά την περίοδο μεταξύ 1461 και αρχών του 18ου αιώνα,185 και η περίοδος Δ δεν είναι μεταβυζαντινή. Μάλιστα τα μισοβυθισμένα ερείπια της εκκλησίας υποδηλώνουν ότι είχε εγκαταλειφθεί πριν από τη σύγχρονη εποχή. Με τρία προηγούμενα στάδια διακόσμησης να προηγούνται αυτής, η περίοδος Δ δεν πρέπει, όμως, να αποδοθεί σε εποχή πριν από τον τελευταίο αιώνα της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Το περίπλοκο αρχιτεκτονικό υπόβαθρο της σκηνής της Κοίμησης και οι γωνιώδεις μορφές των γραμμάτων στις επιγραφές του Αρχαγγέλου παραπέμπουν μάλιστα σε χρονολόγηση του τέλους του 14ου ή του 15ου αιώνα.

Εάν αυτό είναι σωστό, η περίοδος Σαρμασικλί Δ θα εμπίπτει σε ομάδα τοιχογραφιών της ύστερης τραπεζούντιας τοιχογραφίας, που περιλαμβάνει το μεταγενέστερο έργο στην Αγία Σοφία και το προηγούμενο έργο στο Καϊμακλί, αμφότερα στην Τραπεζούντα, την εκκλησία του 1391 στη Σαχνόη,186 το παρεκκλήσι του 1411 στο μοναστήρι του Αγίου Σάββα Τραπεζούντας και (πιθανότατα) το παρεκκλήσι της Βαζελώνος. Η σύγκριση θα αποκαλύψει πόσο σχετικά διακριτό είναι το έργο αλλού: μπορεί να γίνει άμεση σύγκριση μεταξύ των μορφών του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης στο Σαρμασικλί (σχήμα 88, φωτ. 204γ) και των ίδιων μορφών στον δυτικό τοίχο του ανατολικού παρεκκλησίου του Αγίου Σάββα, ζωγραφισμένου το 1411. Αλλά ο Άγιος Σάββας, η Αγία Σοφία, η Βαζελώνος και η Σαχνόη ήσαν μοναστήρια, ή εξαρτήματα μοναστηριών, με αυτοκρατορικούς προστάτες, ενώ το Σαρμασικλί φαίνεται ότι ήταν μόνο μια εκκλησία απομακρυσμένου χωριού. Ίσως θα ήταν πιο δίκαιο να αναζητηθούν περισσότερο «επαρχιακοί» παραλληλισμοί για αυτήν στον Τραπεζούντιο κόσμο. Ένας παρέχεται από τον πίνακα, προφανώς του Αγίου Κωνσταντίνου, στο σπήλαιο-παρεκκλήσι του Κριμαϊκού Μανγκούπ, φρούριου των Ελλήνων ηγεμόνων της Γοτθίας, συγγενών και συμμάχων των Μεγάλων Κομνηνών. Εδώ το στέμμα δεν έχει πρεπενδούλια. Ο ρουστίκ αέρας και μεγάλο μέρος του χρωματικού συνδυασμού βρίσκονται πιο κοντά στο Σαρμασικλί παρά στον Άγιο Σάββα. Το έργο στο Μανγκούπ έχει αποδοθεί στον 14ο ή 15ο αιώνα. 187

Σε κάθε περίπτωση, το Σαρμασικλί παρέχει μια κατανόηση της προοδευτικής διακόσμησης μιας επαρχιακής ποντιακής εκκλησίας. Την πρώτη περίοδο ή περιόδους μη εικονικής διακόσμησης ακολούθησαν τέσσερις ή πέντε εικονικές ζωγραφικές, καμία από τις οποίες δεν παρήγαγε πλήρες διακοσμητικό σχέδιο. Ωστόσο, την περίοδο Δ έγινε φιλόδοξη προσπάθεια να καλυφθεί περισσότερος χώρος του τοίχου και να παρουσιαστεί ένα πιο σύνθετο πρόγραμμα. Προστέθηκαν κανονικές σκηνές που περιλάμβαναν, ή πιθανώς περιλάμβαναν, τον Ευαγγελισμό, τη Γέννηση, τη Βάπτιση και την Κοίμηση. Εισήχθη επίσης αριθμός μόνων ορθίων αγίων. Αυτές οι σκηνές και οι μόνες μορφές συνδέονταν με διακοσμητικά περιγράμματα γωνιώδους σχεδίου ή σχεδίου με κλειδιά, που βρίσκονται στις στενές όψεις των βάθρων ή των αψίδων. Αν τα ίχνη ζωγραφικής στους θόλους του νότιου και βόρειου κλίτους ανήκουν στην περίοδο Δ, τότε το έργο ήταν πολύ εκτεταμένο. Αλλά ήταν ακόμη μερική μόνο διακόσμηση. Οι δυτικές εσοχές της εκκλησίας είναι φινιρισμένες με σκέτο λευκό σοβά, ενδιαφέρουσα απόδειξη ότι δεν ήσαν όλες οι εκκλησίες στις επαρχίες αγιογραφημένες σύμφωνα με το σχέδιο συνολικής διακόσμησης που αναπτύχθηκε κατά τη μεσο-βυζαντινή περίοδο.

10. Σαρμασικλί, Γκεγικλί (Ζούζα;), Μεσαίο παρεκκλήσι (Ευαγγελίστρια-Άγιος Θεόδωρος)

Θέση. Περίπου είκοσι λεπτά ανεβαίνοντας το μονοπάτι από το Αθανλάρι (Ατλικιλίσε), προς το Σαρμασικλί. Το Γκεγικλί Κιλίσεσι βρίσκεται 300 μέτρα πέρα από το αριθ. 9.

Ταυτοποίηση. Αν οι εκκλησίες Σαρμασικλί ανήκουν στο μεσαιωνικό χωρίον Ζούζα, τότε αυτό το Μεσαίο Παρεκκλήσι αντιστοιχεί σε εκείνο που περιγράφει ο Χρύσανθος. Αυτό ήταν παρεκκλήσι του 14ου αιώνα, στεγασμένο με πέτρινες πλάκες. Ονομαζόταν Ευαγγελίστρια, αλλά ένας πίνακας του Αγίου Θεοδώρου πάνω από την πόρτα έδειχνε την πραγματική του αφιέρωση.

Αρχιτεκτονική. Δεν μπορούν να προστεθούν περισσότερα στην περιγραφή από εκείνα που φαίνονται στη φωτογραφία που έχει ήδη δημοσιευτεί.188 Αυτή δείχνει ένα μικρό παρεκκλήσι με σωζόμενη κρεμαστή οροφή από πέτρινες πλάκες και μια μονή δυτική πόρτα με ογκώδες ανώφλι, πάνω από το οποίο υπάρχει μικρό χωνευτό θολωτό άνοιγμα. Το θολωτό άνοιγμα φαίνεται ότι έχει σοβατιστεί, αλλά είναι αδύνατο να πούμε αν υπήρχε πάνω του πίνακας του Αγίου Θεοδώρου ή άλλου. Η λιθοδομή είναι με κανονικές σειρές, με μερικά ασυνήθιστα μεγάλα κομμάτια στη δυτική όψη. Η κατασκευή είναι μονόκλιτη καμαροσκέπαστη βασιλική.

Διακόσμηση. Μια λίγο-πολύ πλήρης σειρά πολύ κατεστραμμένων τοιχογραφιών φαινόταν στον Ουίνφιλντ ότι ανήκε στον 12ο αιώνα. Όμως οι συνθήκες εμπόδισαν την επιστροφή του για να ολοκληρώσει τις εργασίες στο παρεκκλήσι, το οποίο μπορεί κάλλιστα να είναι το πιο σημαντικό από τα τρία του Σαρμασικλί (Ζούζα ;). Οι Γκρένβιλ Άστιλ, Ίαν Μπάροου, Τζέιν Άιζακ και Σου Ράιτ δεν κατάφεραν να το εντοπίσουν στις αρχές της δεκαετίας του 1970.

11. Σαρμασικλί, Γκεγικλί (Ζούζα ;), Κάτω Παρεκκλήσι (σχήμα 88α)

Θέση. Περίπου δεκαπέντε λεπτά ανεβαίνοντας το μονοπάτι από το Αθανλάρι (Ατλικιλίσε), προς Σαρμασικλί, Γκεγικλί Κιλίσεσι, και περίπου 200 μέτρα στα δεξιά του μονοπατιού. Το μέρος είχε διαφορετικά ονόματα όπως Τεσβιγκιγιέ Μαχαλέσι, Ελέσα Μαχαλέσι και Κίσλα Μαχαλέσι. Όπως το Γκεγικλί και το Σαρμασικλί, αυτά είναι τουρκικά ονόματα και δεν κρύβουν προγενέστερα ελληνικά.

Αρχιτεκτονική. Το σχέδιο είναι αυτό απλού ορθογώνιου παρεκκλησίου με ενιαία αψίδα στρογγυλεμένη τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, που φωτίζεται από ορθογώνιο παράθυρο με σχισμή στο κέντρο. Μια λειτουργική κόγχη βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του. Η μόνη πόρτα ήταν στα δυτικά. Η οροφή φαίνεται ότι ήταν θολωτή. Η τοιχοποιία είναι από πέτρες διαφόρων μεγεθών, κάποιες ακατέργαστες, κάποιες λαξευτά κομμάτια που θα μπορούσαν να χαλάσουν, να στρωθούν ακανόνιστα. Το κονίαμα από ασβέστη και βότσαλο, που περιέχει μικρές πέτρες, εξομαλύνει τις ανωμαλίες.

Διακόσμηση. Λίγα θραύσματα ζωγραφισμένου σοβά σώζονται στην εξωτερική πλευρά στα βόρεια της δυτικής θύρας, αλλά είναι αδύνατο να προσδιοριστεί αν ήταν ζωγραφισμένα άλλα μέρη ή ολόκληρη η εξωτερική όψη.

αψιδα: ανω τμημα

Μόνο μερικά μικρά θραύσματα σοβά σώζονται στη βόρεια πλευρά, αλλά τα κόκκινα περιγράμματα που σώζονται δείχνουν ότι υπήρχαν δύο σκηνές. Μια κεντρική σκηνή διακόπτεται από το παράθυρο της αψίδας. Στα νότιά της βρίσκεται ενθρονισμένη Μητέρα του Θεού με κίτρινο φωτοστέφανο με κόκκινο περίγραμμα, που φοράει μαφόριον, το οποίο μπορεί κάποτε να ήταν μπλε αλλά τώρα είναι γκριζόμαυρο. Το πλαίσιο του θρόνου είναι σε σχήμα άρπας και η μορφή κάθεται σε δύο μαξιλάρια. Το κάτω φόντο είναι πράσινο πάνω σε μαύρο και το πάνω ανοιχτό πράσινο —ασυνήθιστο χρώμα, που πιθανότατα ξεκίνησε ως αζουρίτης ή χαλκαμμωνία— μπλε του ασβέστη. Τα θραύσματα του τμήματος στα βόρεια του παραθύρου δεν μπορούν να αναγνωριστούν με βεβαιότητα, αλλά μπορεί να αποτελούν μέρος μορφής αγγέλου, οπότε ολόκληρος ο πίνακας θα αναπαριστούσε τον Ευαγγελισμό, που παραδοσιακά χωρίζεται από ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο όπως αυτό το παράθυρο. Η υπόθεση ενισχύεται από το γεγονός ότι η επόμενη σκηνή στα νότια αναπαριστούσε τη Γέννηση. Και αυτή είναι ελλιπής και διασώζεται στο πιο απλό περίγραμμα. Το κάτω φόντο είναι πράσινο πάνω σε μαύρο, το επάνω είναι γκρι-μαύρο. Οι βράχοι έχουν κίτρινα περιγράμματα. Η μορφή της Θεοτόκου, σε κόκκινο μαφόριον, βρίσκεται στο κέντρο. Δίπλα της υπάρχει κόκκινο λίκνο με το Παιδί φασκιωμένο στα πράσινα. Ένα κόκκινο βόδι και ένα γκρίζο γαϊδούρι γέρνουν πάνω Του. Κάτω αριστερά της σκηνής είναι ο Ιωσήφ, ενώ κάτω δεξιά οι μαίες πλένουν το Παιδί. Πάνω αριστερά υπάρχουν άγγελοι και ένας βοσκός, πάνω δεξιά οι Μάγοι.

αψιδα: κατω τμημα

Στη βόρεια πλευρά υπάρχουν δύο μόνες μορφές, καθεμία με κίτρινο φωτοστέφανο με κόκκινο περίγραμμα. Η μεγαλύτερη μορφή βρίσκεται κάτω από τη λειτουργική κόγχη που αναφέρθηκε πιο πάνω. Παριστάνεται σε μισό μήκος, ντυμένη με επισκοπικό ωμοφόριον. Δίπλα σε αυτές τις μορφές υπάρχει σκηνή πλάτους 0,94 εκ. και ύψους 1,05 μ. που αποτελείται από δύο μορφές που χωρίζονται από βωμό (εικ. 89). Η μορφή στα αριστερά είναι ντυμένη με επισκοπικά άμφια και απλώνει ένα σπαργανωμένο παιδί προς άγγελο με καλυμμένα χέρια στα δεξιά. Και οι δύο μορφές φορούν λευκά ενδύματα, αλλά εκείνα του επισκόπου έχουν κίτρινες πτυχές ενώ οι πτυχές των ενδυμάτων του αγγέλου είναι λευκές. Τα φωτοστέφανα είναι κίτρινα, με κόκκινο περίγραμμα. Τα πρόσωπα και η σάρκα έχουν κίτρινο χρώμα υποστρώματος, κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών και κάποια πράσινη σκίαση. Ανάμεσα στις δύο μορφές υπάρχει βωμός σε προσομοιωμένο τούβλο, που φέρει δισκοπότηρο και άγιο δισκάριο.

Αυτή η περίπλοκη σκηνή περιέχει στοιχεία που υπάρχουν σε διάφορους τύπους, τα οποία, όμως, δεν αθροίζονται σε κανέναν συγκεκριμένο. Όπως και στην Υπαπαντή του Χριστού στον Ναό, έχουμε εδώ μορφή που κρατάει παιδί πάνω από βωμό. Όπως και στην Κοινωνία των Αποστόλων, στον βωμό υπάρχουν το ψωμί και το κρασί. Όπως και στην Κοίμηση, μια μορφή παραδίδει συμβολικά σπαργανωμένο Παιδί σε άγγελο με καλυμμένα χέρια. Και όπως στη λειτουργία των Πατέρων της Εκκλησίας, παριστάνεται ένα σπαργανωμένο Παιδί, ένας βωμός και (στα δεξιά) η σειρά των Πατέρων (βλ. πιο κάτω). Η λειτουργία, στη συνηθισμένη της μορφή, υπάρχει στον Πόντο σε μία μόνο, μεταβυζαντινή, ζωγραφική στη Σουμελά. Αλλά συνδυασμοί της Δέησης, του Χριστού και των Πατέρων εμφανίζονται στον Άγιο Σάββα.189 Λογικά, η λειτουργία είναι αυτό που θα απαιτούσε σε αυτό το σημείο το έστω και συγκεχυμένο πλαίσιο αυτής της αψίδας, αλλά στην πραγματικότητα η σκηνή μας έχει τη μικρότερη ομοιότητα με αυτήν, σε σύγκριση με τις άλλες που κατονομάσαμε. Προτείνουμε όμως, πολύ διστακτικά, ότι είναι ένα είδος αναπαράστασης της λειτουργίας που σκόπευε να πετύχει ο καλλιτέχνης, συνδυάζοντας τόσα ανόμοια στοιχεία από την Υπαπαντή, την Κοινωνία των Αποστόλων και την Κοίμηση.

Κάτω από το παράθυρο υπάρχει η προτομή του Παιδιού Χριστού με κίτρινο φωτοστέφανο με κόκκινα εσωτερικά και λευκά εξωτερικά περιγράμματα και κόκκινες ράβδους στον σταυρό. Το φόντο είναι γκρι-μαύρο και τα γράμματα (που δεν καταγράφηκαν) είναι σε λευκό. Το πρόσωπο είναι φτιαγμένο με κίτρινο χρώμα, κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών και πράσινες σκιές.

Στη νότια πλευρά βρίσκονται τέσσερις Πατέρες της Εκκλησίας (σχήμα 90). Δεν σώζονται ονόματα, αλλά τρία μπορούν να εντοπιστούν από τα κείμενα στους κυλίνδρους που κρατούν. Του πρώτου έχει την επιγραφή + ὁ θ[εὸ]ς| ὁ θε[ὸς] ἡ |μῶν ὁ τὸν |οὐ(ράν)ιον| ἄρτον. Αυτή είναι η αρχή της προσευχής της Προθέσεως στη λειτουργία του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ο οποίος συχνά ηγείται των Πατέρων της Εκκλησίας και κρατά συνήθως πάπυρο με αυτή την επιγραφή.190

Ο πάπυρος του δεύτερου Πατέρα γράφει: + Κ(ύρι)ε|ώ Θεὸς]| ἡμῶν οὗ|τὸ κρά(τος).191 Αυτό το κείμενο, που δεν αναφέρεται από τον Διονύσιο των Φουρνών, το κρατάει ο Άγιος Μελέτιος Αντιοχείας στην πομπή της αψίδας του 12ου αιώνα στα Λαγουδερά της Κύπρου. Ο κύλινδρος του τρίτου Πατέρα γράφει: + ὁ εὐ|λ(ογ)ῶν| τοῦς |εὐλ|ογου|ντά(ς), το οποίο ο Διονύσιος των Φουρνών αποδίδει στον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης.192 Ο πάπυρος του τέταρτου Πατέρα γράφει: ὁ τὰς|κ(ο)ιν|ὰς|τα[ύ]|τ(ας), που αποδίδεται στον Άγιο Νικόλαο από τον Διονύσιο των Φουρνών.193

Και οι τέσσερις μορφές έχουν κίτρινα φωτοστέφανα με εσωτερικά κόκκινα και εξωτερικά λευκά περιγράμματα. Τα στιχάριά τους είναι λευκά με κίτρινες και κόκκινες πτυχές και περιγράμματα, και τα ωμοφόρια είναι λευκά με πράσινες πτυχές και περιγράμματα και μαύρους σταυρούς. Το χρώμα του υποβάθρου των προσώπων και της σάρκας είναι κίτρινο με κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών και περιγράμματα, αλλά ελάχιστα σώζονται και η σάρκα μπορεί κάλλιστα να περιλάμβανε άλλα χρώματα και τόνους. Οι κύλινδροι είναι λευκοί με κόκκινα γράμματα. Το κάτω φόντο είναι κίτρινο και το πάνω γκρι μαύρο.

νοτιοσ τοιχοσ: ανω τμημα

Τρεις σκηνές χωρίζονταν με κάθετα κόκκινα περιγράμματα. Ο πίνακας έχει καταστραφεί σχεδόν εξ ολοκλήρου, αλλά η ανατολική σκηνή είναι αναγνωρίσιμη ως η Βάπτιση και η κεντρική ίσως είναι η Υπαπαντή. Στη Βάπτιση τα νερά του Ιορδάνη αναπαρίστανται από μερικές κυματιστές πράσινες γραμμές για τα κύματα πάνω από άβαφο λευκό σοβά. Ο Χριστός στέκεται γυμνός στο ποτάμι, με σταυρωμένα πόδια. Το χρώμα της σάρκας είναι κίτρινο, με κόκκινα περιγράμματα.

νοτιος τοιχοσ: κατω τμημα

Στο ανατολικό άκρο υπάρχει ένας πίνακας με τρεις όρθιους αγίους πολεμιστές, από τους οποίους λίγα έχουν απομείνει. Τα ονόματά τους έχουν φύγει. Δεξιά υπάρχουν δύο μικροί πίνακες, ο ένας πάνω από τον άλλο, που μαζί έχουν το ίδιο ύψος με τον πίνακα των αγίων πολεμιστών. Σε έναν από αυτούς φαίνεται να υπάρχει μορφή με ύφασμα γύρω από την οσφύ, ξαπλωμένη σε χαλί. Όμως καμία σκηνή δεν μπορεί να αναγνωριστεί.

δυτικοσ τοιχοσ

Στα βόρεια της πόρτας υπάρχει όρθια μορφή, προφανώς αυτοκρατορική, που φοράει χιτώνα στολισμένο με κοσμήματα και λώρο.

βορειοσ τειχοσ. ανατολικο ακρο

Μια όρθια μορφή καταλαμβάνει το ύψος τόσο του κάτω όσο και του άνω τμήματος (σχήμα 91). Ο μανδύας της είναι χρώματος αιματίτη, με κίτρινα περιγράμματα στα οποία είναι καρφωμένες μπλε και κόκκινες πέτρες και μαργαριτάρια. Η σάρκα είναι φτιαγμένη με κίτρινο χρώμα και κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών. Το φόντο είναι σε τρία χρώματα: κίτρινο κάτω, πράσινο στο κέντρο και γκρι-μαύρο πάνω. Το θραύσμα έχει πλάτος 79 εκ. και ύψος 74 εκ. Το πολύ μεγάλο του μέγεθος υποδηλώνει ότι αναπαριστά τον προστάτη του παρεκκλησίου, αλλά δεν υπάρχει τίποτε που να δείχνει την ταυτότητά του.

βορειοσ τοιχοσ: κατω τμημα

Στα αριστερά αυτού του θραύσματος υπάρχει πίνακας που περιέχει τέσσερις όρθιες μορφές (σχήμα 92). Όλες φορούν κόκκινα ενδύματα με συνολικό σχέδιο από δίχτυ ρόμβων, διακοσμημένο με σταυρούς σε δύο περιπτώσεις. Οι μπότες τους είναι χρώματος αιματίτη και η μία μορφή έχει μαύρους σταυρούς στο στρίφωμα του μανδύα της. Τα φωτοστέφανα είναι τώρα κίτρινα (σώζονται ίχνη κόκκινου πάνω τους) με κόκκινα εσωτερικά και λευκά εξωτερικά περιγράμματα. Ο πίνακας έχει μήκος 1,52 μ. και ύψος 1,17 μ.

βορειοσ τοιχοσ: ανω τμημα

Υπάρχουν δύο μικρές σκηνές μαρτυρίου από βασανιστήρια, σε τρόπο έκφρασης αρκετά συνηθισμένον σε άλλα μέρη, που δεν συναντάται όμως αλλού στον Πόντο. Η σκηνή στα δυτικά δείχνει δύο ανδρικές μορφές κρεμασμένες πάνω από φωτιές (σχήμα 93). Ο ένας είναι κρεμασμένος ανάποδα, ενώ ένας από τους βασανιστές του πυροδοτεί τη φωτιά και ο άλλος βασανιστής, ανεβασμένος στα μισά ενός δέντρου, τραβάει το σχοινί ή την αλυσίδα από την οποία είναι κρεμασμένος ο μάρτυρας. Ο πίνακας έχει μήκος 84 εκ. και ύψος 75 εκ. Για ταυτόχρονες καύσεις δύο ανδρών μαρτύρων ο Διονύσιος από τα Φουρνά δίνει εκείνες των Αγίων Πρόβου και Ιλαρίωνος (16 Δεκεμβρίου) και των Αγίων Ελευθέριου και Λεωνίδη (8 Αυγούστου).

Ο επόμενος πίνακας αναπαριστά μορφή με φωτοστέφανο και γενειάδα, τεντωμένη οριζόντια σε κάτι που μοιάζει με ράφι (σχήμα 94). Ένας βασανιστής κρατά τα χέρια του μάρτυρα, ένας δεύτερος έχει το χέρι του σηκωμένο, ίσως για να τον μαστιγώσει. Η σκηνή έχει μήκος 76 εκατοστά, αλλά επειδή το πάνω μέρος της έχει πέσει, δεν ήταν δυνατό να μετρηθεί το ύψος της. Ο μάρτυρας θα μπορούσε να είναι ο Άγιος Λαυρέντιος (15 Αυγούστου). Και στους δύο πίνακες οι σκηνές είναι σαφώς σκοτεινές και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο ζωγράφος, του οποίου η εικονογραφία και η αίσθηση διακοσμητικού προγραμματισμού ήσαν προφανώς αβέβαιες, ήθελε να απεικονίσει βασανιστήρια χωρίς να έχει στο μυαλό του κάποιον συγκεκριμένο μάρτυρα.

Χρονολογία. Η κατάσταση των πινάκων είναι τέτοια, που δεν είναι δυνατή η χρονολόγηση από το στυλ. Όμως θα μπορούσε να γίνει σύγκριση μεταξύ των μάλλον μορφοποιημένων γραμμάτων στους παπύρους που κρατούσαν οι Πατέρες και εκείνων της περιόδου Δ στην Άνω Εκκλησία στο Σαρμασικλί (Γκεγικλί).194 Μπορεί επίσης να παρατηρηθεί κάποια ομοιότητα μεταξύ των διακοσμήσεων στα στριφώματα των Πατέρων και σε εκείνα που βρέθηκαν στην αψίδα του παρεκκλησίου στο Φαντάκ (Τσακίλτζα).195 Μια χρονολογία στην περίοδο της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας φαίνεται πιθανή και οι μορφές των γραμμάτων υποδηλώνουν χρονολογία του τέλους του 14ου ή του 15ου αιώνα. Έτσι και τα τρία μνημεία του Σαρμασικλί θα μπορούσαν, χρονολογικά, να αποτελούν μέρος του μεσαιωνικού χωρίου της Ζούζα που γεωγραφικά επικεντρωνόταν στο σημερινό Καπικιόι.

12. Άγιος Ιωάννης Θεολόγος, στο Δικαίσιμον (Μάτσκα)

Θέση. Σε λόφο, κοντά και στα νοτιοδυτικά της Μάτσκα.196

Αρχιτεκτονική. Μονόκλιτη βασιλική, σχεδόν τετράγωνη σε κάτοψη, με δίρριχτη στέγη, ύψους 2,05 μ. Το ύψος των τοίχων κυμαινόταν από 1,46 μ. έως 1,73 μ. Η πόρτα είχε πλάτος 0,74 μ. Από πάνω της υπήρχε πρόχειρα κομμένος σταυρός σε κόγχη. Ο ναός ήταν κτισμένος από μεγάλα ακανόνιστα κομμάτια, επενδυμένα με κονίαμα.

Διακόσμηση. Οι τοίχοι ήσαν ζωγραφισμένοι με κύκλο Ευαγγελίου και η οροφή με προτομές προφητών και αποστόλων σε μετάλλια, τα οποία ήσαν διακοσμημένα με ανθισμένα πούπουλα. Ο Προτάσοφ εικονογραφεί δύο από τα μετάλλια, εκείνο του Δαβίδ σε έντονα κόκκινη χλαμύδα επενδεδυμένη με μαργαριτάρια και καφέ πτυχώσεις, και εκείνο του Ησαΐα με κόκκινο-καφέ ένδυμα. Ο Χρύσανθος σημειώνει τις κατάλληλες επιγραφές στους κυλίνδρους τους.197

Χρονολογία. Ο Προτάσοφ πρότεινε χρονολογία του 13ου ή του 14ου αιώνα για τον πίνακα. Το στυλ των γραμμάτων υποδηλώνει ότι μπορεί να έχει δίκιο. Η εκκλησία βρισκόταν ακόμη σε χρήση το 1917, αλλά είχε φύγει το 1962.

13. Άγιος Θεόδωρος, στο Δικαίσιμον (Μάτσκα)

Θέση. Σε βράχο πάνω από το χωριό.

Ιστορία. Αυτή η εκκλησία, που μαρτυρείται τον 13ο αιώνα, λέγεται ότι επιβίωσε μέχρι τον 20ό αιώνα, αλλά δεν βρήκαμε κανένα σημάδι της.198

14. Τσάμπα, Χάβα

Θέση. Στη δυτική όχθη του Πρύτανη, 4 χλμ. νοτιοδυτικά του Δικαισίμου.

Ιστορία. Ο Ουίνφιλντ πληροφορήθηκε ότι η εκκλησία αυτού του χωριού, που το έλεγχε η Βαζελώνος τον 14ο αιώνα, είναι τώρα ερειπωμένη. Δεν την έχουμε δει.199

15. Σπέλια, Ισπέλα, Οτζακλί

Θέση. Η Σπέλια βρίσκεται κάτω από τους βοσκοτόπους και τον γκρεμό της Φιανόης και πάνω από τη βόρεια όχθη του Μουλακά, 6 χλμ. νοτιοδυτικά του Δικαισίμου. Το 1961 επτά εκκλησίες ή παρεκκλήσια αναφέρθηκαν στον Ουίνφιλντ. Δύο καταστράφηκαν όταν χτίστηκε το σχολείο στο πάνω χωριό. Ερείπια ενός τρίτου υπήρχαν 200 περίπου μέτρα βορειοδυτικά τους. Τρία ακόμη αναφέρθηκαν στους γύρω λόφους αλλά δεν τα επισκεφτήκαμε. Η έβδομη εκκλησία (που φαίνεται στη φωτ. 205) βρίσκεται σε μικρή προεξοχή, περίπου 500 μ. κάτω από το τζαμί του χωριού, στο μονοπάτι που φτάνει μέχρι τα Σπέλια από τα Μεξύλα. Αυτό είναι το κτίριο που συζητείται εδώ.200

Αρχιτεκτονική. Καμαροσκέπαστη μονής αψίδας βασιλική, με μία νότια θύρα και ένα παράθυρο, μια σχισμή στην αψίδα, εσωτερικά του ίδιου μεγέθους με το εξωτερικό. Ήταν αδύνατο να αποκτηθεί πρόσβαση στο εσωτερικό, αλλά διακρινόταν μια νεύρωση στον θόλο, ανατολικά της πόρτας, και μπορεί να υπάρχουν τυφλά τόξα στον βόρειο και τον νότιο τοίχο. Η τοιχοποιία είναι από χονδρικά τετραγωνισμένα κομμάτια τοπικής κοκκινωπής πέτρας, που ίσως προδίδει περιεκτικότητα σε μαγγάνιο (υπάρχει ορυχείο μαγγανίου κοντά). Το γείσο, οι γωνιόλιθοι, το κομμάτι στο οποίο είναι τοποθετημένο το παράθυρο, το υπέρθυρο της πόρτας και οι πέτρες της όψης της καμάρας πάνω από την πόρτα είναι καλής λαξευτής τοιχοποιίας από χοντρό κίτρινο ασβεστόλιθο. Πλάκες σχιστόλιθου καλύπτουν τη χαμηλή δίρριχτη στέγη, η οποία φτάνει σε ύψος τα 4 μ. περίπου. Η εκκλησία έχει προσανατολισμό 95°. Φαίνεται ότι υπάρχουν θεμέλια κτιρίου στη νότια πλευρά (αν δεν είναι φυσικός βράχος), αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ακουμπούσε ή ενωνόταν με τον νότιο τοίχο.

Εξωτερική ζωγραφική. Υπήρχε ζωγραφική στον νότιο τοίχο, η οποία τώρα έχει μειωθεί σε διάσπαρτα αποκόμματα από κόκκινα περιγράμματα, γκριζόμαυρο φόντο και κίτρινα, πράσινα και κόκκινα χρώματα. Υπάρχουν δύο στρώσεις ζωγραφισμένου σοβά σε ένα σημείο κάτω από το γείσο στα ανατολικά της πόρτας. Το τελευταίο στρώμα φέρει θραύσμα φωτοστέφανου με κόκκινα εσωτερικά και λευκά εξωτερικά περιγράμματα.

Υπολείμματα ενός κίτρινου φωτοστέφανου με λευκό περίγραμμα, γκριζόμαυρο φόντο και κόκκινο περίγραμμα, στο καλούπι της αψίδας της θολωτής κόχης πάνω από την πόρτα, είναι αρκετά για να δείξουν ότι ήταν ζωγραφισμένη με προτομή, που ίσως αντιπροσωπεύει τον προστάτη της εκκλησίας. Ο σοβάς είναι από ασβέστη με δέσιμο από άχυρα. Κάτω από αυτόν υπάρχουν ίχνη κόκκινου χρώματος που δείχνουν το σχήμα φυλλωμένου σταυρού πάνω στο χονδρό υπόστρωμα, που εξομάλυνε την επιφάνεια πριν εφαρμοστεί το τελικό σοβάτισμα.

Ταυτοποίηση και χρονολογία. Η αδιάφορη τοιχοποιία ελάχιστα βοηθά στη χρονολόγηση, αλλά τα θραύσματα του ζωγραφισμένου σοβά υποδηλώνουν μεσαιωνική χρονολόγηση. Η πλησιέστερη εκκλησία που είχε επίσης εξωτερική ζωγραφική βρίσκεται στη Σαχνόη (αριθ. 25), 6 χλμ. νότια και κοντά στη στάσι της Σπέλιας του 13ου αιώνα στην Αιθέρισα. Η Σαχνόη ζωγραφίστηκε για έναν ηγούμενο της Βαζελώνος το 1391 (φωτ. 214, 215α,β). Όμως, αν και η Βαζελώνος απολάμβανε επίσης εκκλησιαστικά και άλλα δικαιώματα στη Σπέλια από τον 13ο αιώνα (ή νωρίτερα), μέχρι και μετά το 1874, η μόνη εκκλησία που μαρτυρείται στο χωριό είναι εκείνη που καταγράφει ο Κυριακίδης, ο οποίος σημείωσε και την επιγραφή στη Σαχνόη. Οι πληροφορίες του Κυριακίδη προέρχονταν από σημείωση της επιγραφής Σπέλια σε χαμένο πια αρχειοφυλάκιο της Βαζελώνος. Την εμπιστοσύνη για την ακρίβεια της διόρθωσης του άρθρου του δεν ενθαρρύνει το γεγονός ότι ο τόπος ονομάζεται Σπέλκα. Εν πάση περιπτώσει, ανέφερε ότι η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου εκεί είχε ιδρυθεί από τον Μανουήλ τον Πορφυρογέννητο το 1179 (πιθανώς ,Ϛχπζ’ = 6687 από κτίσεως = 1178/79 μ.Χ.). Ο Κυριακίδης, ο Ουσπένσκι και ο Χρύσανθος, λοιπόν, προσδιόρισαν τον ιδρυτή ως τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνό της Κωνσταντινούπολης (1143-80). Αυτή η ταύτιση, όμως, είναι εξαιρετικά απίθανη. Πρώτον, είναι δύσκολο να συλλάβουμε γιατί ο απογοητευμένος τότε αυτοκράτορας Μανουήλ θα ήθελε να προικίσει εκκλησία σε απομακρυσμένο χωριό νότια της Τραπεζούντας, περιοχή που ποτέ δεν επισκέφτηκε ή δεν την είχε υποστηρίξει. Ο στρατηγός του Μιχαήλ Γαβράς θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ενδιάμεσος. αλλά το 1175 αυτός και τα Τραπεζούντια στρατεύματά του είχαν ντροπιαστεί παραχωρώντας την Αμάσεια στους Τούρκους και ο Γαβράς φυλακίστηκε. Ο Μανουήλ δεν θα είχε καμία διάθεση να ευνοήσει την περιοχή, ακόμη και στην υπερβολικά μικρή κλίμακα αυτού ή άλλων σωζόμενων κτιρίων της Σπέλιας. Δεύτερον, είναι ακόμη πιο δύσκολο να καταλάβουμε γιατί, με δεδομένον έναν αυτοκράτορα ως δωρητή (ιδιαίτερα τον Μανουήλ ο οποίος, στη νεαρά του το 1166, καμάρωνε για τους περισσότερους υπέροχους τίτλους από οποιονδήποτε Βυζαντινό αυτοκράτορα μετά τον Ιουστινιανό), ο συγγραφέας της επιγραφής θεμελίωσης θα τον ονόμαζε απλώς «Μανουήλ ο Πορφυρογέννητος». Αυτός ο Μανουήλ ήταν εμφανώς αυτοκρατορικής καταγωγής, αλλά δεν ήταν, ή δεν ήταν ακόμη, αυτοκράτορας. Πρέπει να βρεθεί άλλος Μανουήλ.201

Ο μόνος Μανουήλ που ήταν γνωστό ότι ορίστηκε διάδοχος του θρόνου της Τραπεζούντας ήταν ο γιος του Αλέξιου Γ’. Αυτός ο Μανουήλ γεννήθηκε το 1365 και έγινε διάδοχος στις 14 Μαρτίου 1376, όταν ο ετεροθαλής αδελφός του Ανδρόνικος, που είχε προηγουμένως οριστεί ως διάδοχος, έπεσε από παράθυρο του παλατιού. Ο Μανουήλ κληρονόμησε και τη Γεωργιανή αρραβωνιαστικιά του Ανδρόνικου ως σύζυγο. Το χωριό Σπέλια, ή μέρος του, ήταν σίγουρα αυτοκρατορικό, γιατί το 1386 ο Αλέξιος μπορούσε να το παραχωρήσει στη Βαζελώνος. Όταν ο Μανουήλ ανέβηκε τελικά στον θρόνο ως Μανουήλ Γ’ το 1390, προστάτευσε και τα τοπικά μοναστήρια της Ματζούκας. Προτείνουμε, λοιπόν ότι ο Κυριακίδης ή ένας γραφέας της Βαζελώνος ή ένας διορθωτής του 19ου αιώνα, παρερμήνευσε το ,Ϛωπζ’ (έτος 6887 από κτίσεως κόσμου = 1378/79) ως ,Ϛχπζ’. Ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος ιδρύθηκε από τον Μανουήλ Γ’ στη συνέχεια, δύο χρόνια αφότου διαδέχθηκε τον Ανδρόνικο ως διάδοχος του θρόνου. Και ότι το επίθετο Πορφυρογέννητος (σπάνιο αλλά όχι άγνωστο στην Τραπεζούντα), υπογραμμίζει ήσυχα, ότι ενώ ο Ανδρόνικος, ο αγαπημένος γιος του Αλέξιου Γ’, ήταν νόθος, ήταν ο Μανουήλ εκείνος που ήταν ο νόμιμος διάδοχος του αυτοκράτορα. Ακόμη και ο λιγομίλητος Πανάρετος έκανε την επισήμανση κάτω από το έτος 1376: «στον μικρότερο και γνήσιο και νόμιμο γιο τού αυτοκράτορά μας, τον νεαρό αυτοκράτορα κυρ Μανουήλ Μεγάλο Κομνηνό».202

Η προτεινόμενη επαναφορά του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στα Σπέλια στο 1378/79, θα το καθιστούσε μέρος της εντατικής οικοδόμησης και διακόσμησης εκκλησιών, που είναι γνωστό ότι έλαβαν χώρα στη Ματζούκα τις δεκαετίες πριν και μετά την άνοδο του Μανουήλ Γ’ στον θρόνο το 1390. Για παράδειγμα οι αριθ. 6, 7, 9, 11, 22 και ιδιαίτερα η 25, η Σαχνόη του 1390/91. Το ερώτημα όμως παραμένει αν η εκκλησία μας στα Σπέλια είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Θα μπορούσε να απαντηθεί, αν μπορούσε να βρεθεί ένα κλειδί για την πόρτα της.

16. Ανγκούργκα (φωτ. 206)

Θέση. Διασχίζοντας τη δυτική όχθη του Πρύτανη, περίπου 2 χλμ. νότια του Δικαισίμου, ανάβαση τριανταπέντε λεπτών φέρνει κάποιον στη σύγχρονη Ανγκούργκα. Το μεσαιωνικό της όνομα είναι άγνωστο. Υπάρχουν ερείπια στην άκρη επίπεδης προεξοχής που βλέπει προς την κοιλάδα.

Αρχιτεκτονική. Τα ερείπια μικρού παρεκκλησιού με χαλαρή πέτρα μπορεί να είναι σχεδόν οποιασδήποτε χρονολογίας, αλλά η παρουσία μερικών μεγαλύτερων, καλοκομμένων ορθογώνιων κομματιών, ίσως επαναχρησιμοποιημένων, υποδηλώνουν ότι η τοποθεσία είναι παλιά.203

17. Δουβερά (Λιβερά, Γιαζλίκ): Κάστρο (φωτ. 207α)

Θέση. Το κάστρο βρίσκεται περίπου 350 μέτρα πάνω από τον ποταμό Παναγία (Μεριεμανά), 2 χλμ. νοτιοανατολικά του Δικαισίμου, από το οποίο φαίνεται εύκολα.

Αρχιτεκτονική. Η τοποθεσία αποτελείται από προεξοχή βράχου που ξεπροβάλλει από τη βόρεια πλευρά της κοιλάδας. Η μόνη σωζόμενη τοιχοποιία είναι κατά μήκος του λαιμού που συνδέει την προεξοχή με την πλαγιά του λόφου (φωτ. 207α). Είναι επενδεδυμένος με χονδρικά τετραγωνισμένες πέτρες, τοποθετημένες σε κανονικές στρώσεις. Ομοιόμορφη επιφάνεια επιτυγχάνεται με έντονο γέμισμα με ασβεστοκονίαμα και μικρότερες πέτρες. Ο πυρήνας είναι από κονίαμα θραυσμάτων. Ο σωζόμενος τοίχος έχει πάχος περίπου 2,10 μ. στη βάση, λεπτένοντας μέχρι περίπου το 1,50 μ. Τώρα έχει ύψος περίπου 10 μ.

Δεν υπάρχει ίχνος άλλης τοιχοποιίας. Τα τείχη πρέπει να ακολουθούσαν τα περιγράμματα της προεξοχής, περικλείοντας την επίπεδη κορυφή της περίπου 30 επί 13 βήματα. Αλλά οι πλευρές είναι απότομες και το ξύλο μπορεί να αρκούσε για άλλα τείχη.

Ιστορία. Η τοποθεσία έχει θέα στη συμβολή των ποταμών Πρύτανη, Πυξίτη και Παναγίας. Είναι προφανής θέση για κάστρο σκοπιάς, για να παρατηρεί τις κοιλάδες Σουμελά και Ματζούκα, αλλά πολύ επισφαλές μέρος για κάτι περισσότερο από σκοπιά. Το Χορτοκόπιον (αριθ. 2) θα χρησίμευε ως το πιο ουσιαστικό αμυντικό μέρος της περιοχής. Αλλά ήταν στη Δουβερά που ο πολέμαρχος Θεόδωρος κράτησε τον Μελίκ το 1223, και πιθανό τέρμα για την τωρινή κατασκευή μπορεί να είναι η αναφορά ενός κάστρου 300 άσπρων ετησίως, το οποίο η Σουμελά διατάχθηκε να κρατάει εναντίον των Τούρκων στο χρυσόβουλλο του 1364.204 Η Δουβερά ήταν πρωτεύουσα των κτημάτων της Σουμελά. Αυτό το κάστρο είναι το μόνο γνωστό πάνω τους, επομένως προτείνουμε ότι χτίστηκε πριν από το 1364.

18. Σπήλαιο του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στη Δουβερά (Λιβερά, Γιαζλίκ) (φωτ. 207β, γ)

Θέση. Ερείπια δύο παρεκκλησιών και ενός κελιού βρίσκονται μέσα και πάνω σε ψηλή προεξοχή βράχου περίπου στη μέση της διαδρομής από τον δρόμο Δικαισίμου-Σουμελά προς το χωριό Δουβερά, στη δυτική πλευρά. Την τοποθεσία επισκέφτηκε ο Προτάσοφ το 1917, ο Τάλμποτ Ράις το 1929 και ο Ουίνφιλντ το 1957 και το 1960.205

Αρχιτεκτονική. Το πρώτο παρεκκλήσι είναι απλό ορθογώνιο με στρογγυλεμένη αψίδα στην κορυφή του βράχου (φωτ. 207β). Η τοιχοποιία είναι από ακατέργαστη πέτρα, με λίγα καλά κομμένα κομμάτια, που μπορεί κάλλιστα να είναι λάφυρα από παλαιότερο κτίριο. Είναι χτισμένο με τυχαίες στρώσεις, αλλά η ανομοιόμορφη λιθοδομή είναι ιδιαίτερα γεμισμένη με ασβεστοκονίαμα, για να προσφέρει επιφάνεια πιο ανθεκτική στις καιρικές συνθήκες. Στην κατασκευή χρησιμοποιήθηκαν ξύλινα δοκάρια. Υπάρχει ορθογώνιο παράθυρο στον νότιο τοίχο. Δεν υπάρχουν ίχνη ζωγραφισμένου σοβά ούτε εξωτερικά ούτε εσωτερικά. Καθώς μέρος του βράχου έχει πέσει, το πρώτο παρεκκλήσι είναι πια δύσκολο να προσεγγιστεί. Όπως είναι τώρα, μάλλον δεν είναι τόσο παλιό όσο το δεύτερο παρεκκλήσι.

Κάτω από το πρώτο παρεκκλήσι, στο κάτω μέρος του βράχου, υπάρχει αυτό που φαίνεται ότι είναι φυσικό σπήλαιο, γιατί δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια να εξομαλυνθεί η επιφάνεια του βράχου. Μετατράπηκε σε μικρό, δεύτερο, παρεκκλήσι κλείνοντας την ανατολική είσοδο με τοίχο, που είχε, το 1917, ύψος 1,05 μ. Ένα μικρό κελί δημιουργήθηκε στη νότια πλευρά του παρεκκλησίου από άλλον τοίχο που χτίστηκε στη νότια είσοδο. Ο Προτάσοφ διαπίστωσε ότι το σπήλαιο και η κατασκευή δεν είχαν μήκος μεγαλύτερο από 2,34 μέτρα και ύψος 2,18 μέτρα. Το 1917 υπήρχε ακόμη μικρός βωμός. Ο Ουίνφιλντ διαπίστωσε ότι η τοιχοποιία της αψίδας είχε πέσει, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του νότιου τοίχου σωζόταν, μέσω του οποίου μικρό παράθυρο πρόσφερε εκπληκτική θέα σε όλη την κοιλάδα.

Ζωγραφική. Ο Προτάσοφ διαπίστωσε ότι το ιερό είχε ζωγραφιστεί πλήρως εσωτερικά και εξωτερικά, αλλά το έργο είχε ήδη φθαρεί το 1917, ενώ το 1929 είχε υποστεί ακόμη περισσότερες ζημιές. Το 1917 ο καλύτερα διατηρημένος πίνακας ήταν σε δύο τετράγωνα πλαίσια με καφέ περιγράμματα πάνω από την είσοδο, το πρώτο ενός αγίου και το δεύτερο της Παναγίας της Γαλακτοτροφούσας. Τα χρώματα ήσαν ώχρα σε πρασινωπό φόντο, με λευκές ανταύγειες. Στο εσωτερικό οι καλύτερα διατηρημένες αγιογραφίες βρίσκονταν στον ανατολικό τοίχο και αποτελούνταν κυρίως από προτομές αγίων. Αριστερά, σε μετάλλιο διαμέτρου 0,32 μ., βρισκόταν ηλικιωμένος άγιος με μυτερή γενειάδα, που φορούσε ωμοφόριον. Στο κέντρο υπήρχαν δύο άγιοι, ύψους 0,52 μ., καθένας με άσπρα μαλλιά και τσουλούφι. Η επιγραφή …ΜΙΑΝΩδίπλα στον έναν, επέτρεψε στον Προτάσοφ να τους αναγνωρίσει ως τους Αγίους Κοσμά και Δαμιανό. Στα δεξιά υπήρχε σειρά από μάρτυρες και, ίσως, προφήτες. Ανάμεσά τους ο Άγιος Παντελεήμων, νεαρός άνδρας με σγουρά μαλλιά, που κρατούσε κουτί, αναγνωρίστηκε από επιγραφή. Δίπλα του ένας γέρος άγιος με μυτερή γενειάδα ευλογούσε με το δεξί χέρι. Κάτω από αυτές τις μορφές υπήρχε ώχρα ζωγραφισμένη με στυλιζαρισμένα νούφαρα. Όλα αυτά είχαν παρασυρθεί με την κατάρρευση της αψίδας το 1957.

Το 1957-60 οι εσωτερικοί τοίχοι του σπηλαίου ήσαν ακόμη λείοι, με στρώση πρώτου χεριού σοβά, η οποία καλυπτόταν από επιφανειακό σοβά από ασβέστη με άχυρο συνδετικό. Στον νότιο τοίχο του παρεκκλησίου υπήρχαν δύο στρώσεις σε ένα σημείο, που η καθεμία έφερε ίχνη μπογιάς. Αν δεν επρόκειτο απλώς για επικάλυψη που σχηματίστηκε από την ένωση δύο τμημάτων σοβά, ίσως υποδηλώνει δύο περιόδους διακόσμησης.

Τα λιγοστά θραύσματα ζωγραφισμένου σοβά που διασώζονται, επιβεβαιώνουν ότι ολόκληρο το παρεκκλήσι είχε διακοσμηθεί. Τα πιο εμφανή χρώματα που έχουν διασωθεί είναι το κόκκινο και το κίτρινο, αλλά υπάρχει λίγο πράσινο και μια σκηνή στη νότια πλευρά είχε γκρι φόντο. Μπορούν να διακριθούν τρεις όρθιες μορφές. Τα χρώματα των ενδυμάτων τους που έχουν διασωθεί υποδηλώνουν ότι ο ζωγράφος χρησιμοποίησε απλό σύστημα δύο τόνων πάνω σε συνολικό χρώμα υποστρώματος, με γραμμές πτυχώσεων σε πιο σκούρο τόνο του ίδιου χρώματος.

Ενώ ο Προτάσοφ βρήκε στυλιζαρισμένα νούφαρα στη χαμένη πια ανατολική διακοσμητική ζώνη, η αντίστοιχη ζώνη στον νότιο τοίχο είναι διακοσμημένη με ζωφόρο από επτά ή οκτώ ζώα με κόκκινα περιγράμματα. Ανάμεσά τους υπάρχουν ένα ελάφι με κέρατα που τρέχει και δύο ζώα που παλεύουν, το ένα από τα οποία είναι βαριά πληγωμένο. Το σώμα του έχει αποδοθεί με κίτρινο υπόστρωμα, στο οποίο μεγάλες κηλίδες κόκκινου δείχνουν αίμα.

Έχει υποστηριχθεί, στην περίπτωση της βυζαντινής ανάγλυφης γλυπτικής, ότι τέτοιες σκηνές έχουν μακρινή προέλευση στις ζωφόρους κυνηγιού των Σασσανιδών, αλλά για τα μικρά παραδείγματα της Ματζούκας θα μπορούσαν να υπάρχουν δύο πιο πιθανές παραδόσεις. Πρώτον, μπορεί να περιέχουν Αισωπικές αναμνήσεις, όπως στους πίνακες σε δωμάτιο πάνω από την εκκλησία στο Εσκί Γκουμούς, κοντά στη Νίγδη. Και στην εκκλησία Σανξενού, κοντά στη Δουβερά (αριθ. 19). Αλλά οι σκηνές της Δουβερά δεν φαίνεται να συγκροτούν κανέναν Αισωπικό μύθο. Δεύτερον, φαίνεται ότι υπήρχε μια τοπική και όχι εκπλήσσουσα παράδοση διακόσμησης με ζώα και σκηνές κυνηγιού. Ένα ελάφι απεικονίζεται με κόκκινο περίγραμμα στην εξωτερική πλευρά ενός από τα πάνω παρεκκλήσια της Σουμελά. Σε άλλο παράδειγμα, που χρονολογείται μόλις το 1875, κυνηγός με σκύλο πυροβολεί πουλί σε δέντρο, στον εξωτερικό τοίχο πάνω από την είσοδο κελιού δεύτερου ορόφου στη Βαζελώνος.206 Προτείνουμε ότι η διακοσμητική ζώνη με τα ζώα ανήκει σε αυτή την τοπική παράδοση.

Η μορφή της Παναγίας του Προτάσοφ στο εξωτερικό του παρεκκλησίου έχει πια χαθεί, αλλά το 1957-60 διασωζόταν μικρό κομμάτι ζωγραφικής στον εξωτερικό τοίχο του κελιού (φωτ. 207γ). Απεικονίζει γενειοφόρα ανδρική μορφή και μικρή γυναικεία. Τα πρόσωπα είναι φτιαγμένα με κίτρινο χρώμα, κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών και εντυπωσιακές λευκές γραμμές ανταυγειών, που δίνουν έντονη έκφραση στο πρόσωπο του γέρου άνδρα. Αυτή η μορφή έχει κίτρινο φωτοστέφανο με κόκκινο εσωτερικό και λευκό εξωτερικό περίγραμμα. Η γυναικεία μορφή έχει λεπτό λευκό περίγραμμα στο κόκκινο φωτοστέφανό της. Μόνο μια εικασία μπορεί να γίνει ως προς την ταύτιση αυτής της σκηνής, αλλά η Κοινωνία της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας από τον Άγιο Ζωσιμά θα ήταν κατάλληλη για ένα ερημητήριο, όπως αυτό προφανώς ήταν.207

Χρονολογία. Οι σπηλαιώδεις εκκλησίες είναι αρκετά κοινές στον Πόντο μέχρι την οθωμανική κατάκτηση, αλλά η ίδρυση νέας δεν είναι γνωστή στη συνέχεια. Το σπήλαιο του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου θα ανήκε στη Σουμελά, αλλά δεν συγκαταλέγεται στα κελιά και στα ασκητήρια της μονής που καταγράφει ο Κυριακίδης. Από υφολογική άποψη, ο Προτάσοφ τόλμησε μια χρονολογία από τον 13ο μέχρι τον 14ο αιώνα για τα έργα ζωγραφικής. Ο Ουίνφιλντ τείνει να συμφωνήσει, σημειώνοντας ότι τα κυριότερα σημεία στο πρόσωπο αυτού που μπορεί να είναι ο Άγιος Ζωσιμάς (φωτ. 207γ) δείχνουν χρονολογία μεταγενέστερη του 12ου αιώνα.208

19. Άγιος Θεόδωρος, ή Ευαγγελίστρια, στη Σανξενού (Σανσενού)

Θέση. Στα μισά του δρόμου μεταξύ Δουβεράς (Γιαζλίκ) και Ζούζας (Καπικιόι), με περίπου μισή ώρα ανά κατεύθυνση, και περίπου 3 χλμ. ανατολικά του Δικαίσιμου (Μάτσκα). Η τοποθεσία δεν έχει αναφερθεί μετά την αφήγηση του Τσακάλωφ το 1908, στην οποία βασίζονται τα πιο κάτω.209

Διακόσμηση και επιγραφές. Επιγραφή στο ιερό γράφει: σινβιον και τεκνον αυτου ευχου | Ιωανις…(περίπου 9 γράμματα) … υπερ ψιχικις | σωτηριας τον δουλον του Θεου | Κοσταντινου, ,Ϛψιβ’ (έτους 6912 από κτίσεως κόσμου = 1403/4 μ.Χ.). Στο εξωτερικό του δυτικού τοίχου υπήρχε ζωγραφικός πίνακας του Αγίου Θεοδώρου Στρατηλάτη, που προσδιοριζόταν από επιγραφή δεξιά και αριστερά της μορφής, και αφιερωματικός σταυρός. Στο εξωτερικό του βόρειου τοίχου υπήρχαν παραστάσεις λύκου και πετεινού σε κλαδί πάνω του, με κόκκινα περιγράμματα. Δίπλα στον πετεινό υπήρχε η επιγραφή: φοβουμέ σέ κϊρϊ ὁ Αλεπε(ξ) | πολᾶς κανονὰς ἐχ(ε)ϊς. Δίπλα στον λύκο υπήρχε η επιγραφή: καταβε(θι,) δέσποτα από | εκη(θεν) σε εὐχϊ(θητι) | σ | ου. Τα ομιλούντα ζώα δείχνουν Αισωπική παράδοση, αλλά δεν υπάρχει μύθος του λύκου και του κόκορα στον Αισωπικό κανόνα. Ο Τσακάλωφ συνδέει τη σκηνή με την ιστορία του αρνιού που κοροϊδεύει τον λύκο.210

20. Εξαρτήσεις Σουμελά

Οι γνωστές μεσαιωνικές εξαρτήσεις της Σουμελά, που περιγράφονται στη σελ. 254 πιο πάνω, προφανώς δεν είναι πλήρεις. Για παράδειγμα, μέχρι τον 19ο αιώνα η Σανξενού (αριθ. 19) δεν είναι γνωστή ως ιδιοκτησία της Σουμελά. Ούτε προφανώς είναι πλήρης ο κατάλογος ιδιοκτησιών του Κυριακίδη το 1898, γιατί το 1890 ο Κουινέ επιβεβαίωνε ότι το μοναστήρι έλεγχε δεκαπέντε χωριά.211 Όπως μας διαβεβαιώνουν οι σημερινοί δασοφύλακες της Σουμελά, υπάρχουν πολλές τοποθεσίες στην κοιλάδα της Παναγίας τις οποίες εμείς, όπως και οι χιλιάδες πια τουρίστες που επισκέπτονται τη Σουμελά, δεν έχουμε επισκεφτεί. Εκτός από τις τρεις τοποθεσίες που αναφέρονται πιο κάτω, δεν έχουμε επισκεφτεί τα ακόλουθα παρεκκλήσια, ιδιοκτησίες και μετόχια που είναι γνωστό ότι ήσαν εξαρτήσεις της Σουμελά τον 19ο αιώνα, αλλά όπου (όπως στη Σανξενού) μπορεί να υπάρχουν μεσαιωνικές τοποθεσίες:

Στην Αγούρσα (τώρα Μπακιμλί), στη δυτική όχθη του ποταμού Λαραχανής (Λαρχάν), 5 χλμ. νότια του Κιναλίκιοπρου, αγρόκτημα και παρεκκλήσι των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ.

Στο Αγουρζένον (Αγουρζάνος), στην ανατολική όχθη του ποταμού Παναγίας, 2 χλμ. βόρεια της Κιναλίκιοπρου, αγρόκτημα.

Στα Απίδια (αγνώστου ταυτότητας), κοντά στα Πλάτανα (Ακτσααμπάτ), αγρόκτημα.

Στο Δικαίσιμον (Μάτσκα), σπίτι, ξενώνας και νερόμυλος.

Αμέσως δυτικά (και πιθανώς πάνω) από τη Σουμελά, το παρεκκλήσι της Ευαγγελίστριας, που μερικές φορές χρησιμοποιείται ως ερημητήριο.

Στην Ισταμπούλ, στις τότε ερειπωμένες ιδιοκτησίες στο Ουνκαπάνι (Αγορά Αλεύρων) και το Φενέρ (Φανάρι).

Στο Κουσπιδή (Κουσπιδίον, Κοσπιτυός, τώρα Κοσάντερε), ακριβώς βόρεια της Κιναλίκιοπρου, ακίνητα που περιγράφονται στο αριθ. 21 πιο κάτω.

Στο Κορδένιον (άγνωστο, στις πλαγιές του όρους Μελά και ίσως κοντά στο ξωκλήσι της Ευαγγελίστριας), εργαστήριο και νερόμυλος.

Στα Πλάτανα (Ακτσααμπάτ), δύο σπίτια, ένα διώροφο.

Το μετόχιον της Αγίας Βαρβάρας, που υποτίθεται ότι ιδρύθηκε από τον Σωφρόνιο, ιδρυτή της Σουμελά, έχει μέχρι στιγμής ταυτιστεί με εκείνο που είναι σήμερα ένα παρεκκλήσι του 19ου αιώνα, ακριβώς κάτω από το μοναστήρι και στο μονοπάτι που ανεβαίνει προς αυτό. Όμως, ο Κυριακίδης μπορεί να διαβαστεί ότι ταυτίζει αυτό το οικοδόμημα με τον Άγιο Ηλία, ενώ ο Χρύσανθος αναφέρει ότι η Αγία Βαρβάρα βρισκόταν μισή ώρα μακριά, πολύ πιο μακριά απ΄ όσο ο «Άγιος Ηλίας», οπότε δεν την έχουμε δει. Στην Αγία Βαρβάρα ήσαν κρυμμένοι οι θησαυροί της Σουμελά το 1922-30.212

Ο Άγιος Κωνσταντίνος, ίσως στη Σκαλίτα (Ισκαλίτα), 4 χλμ. βόρεια της Σουμελά, ήταν ιδιοκτησία και αγρόκτημα του μοναστηριού από πριν από το 1364 μέχρι αυτόν τον αιώνα, όταν είχε τρία παρεκκλήσια: του Αγίου Κωνσταντίνου (ίσως ταυτόσημο με τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη που υποτίθεται ότι ιδρύθηκε από τον Βαρνάβα, ιδρυτή της Σουμελά), του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και της Γέννησης της Παναγίας.213

Άγιος Συμεών Στυλίτης, σπήλαιο-παρεκκλήσι βόρεια της Σουμελά.

Στη Σανξενού, αγρόκτημα, νερόμυλος και το παρεκκλήσι που περιγράφεται στο αριθ. 19 πιο πάνω.

Στη Σκόπια (Ισκόπια, τώρα Αρντιτσλίγιαγλα), στη δυτική όχθη του ποταμού Λαραχανή, 2 χλμ. νοτιοδυτικά της Κιναλίκιοπρου, αγρόκτημα.

Στην Τραπεζούντα, μεγάλο αγρόκτημα και άγνωστο παρεκκλήσι της Κοίμησης.

21. Μονή Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στο Κουσπιδίον (Κοσπίτυος, Κοσάντερε) και Κιναλίκιοπρου

Θέση. Οι ποταμοί Παναγίας (Μεριεμανά) και Λαραχανής (Λάρχαν), συναντώνται κάτω από την ωραία γέφυρα της Κιναλίκιοπρου, 10 χλμ. βόρεια της Σουμελά και 10 χλμ. νότια του Δικαισίμου. Αν και το Κουσπιδίον βρίσκεται πάνω από 1 χλμ. βόρεια και πάνω από την Κιναλίκιοπρου, στη δυτική όχθη της Παναγίας, οι δύο οικισμοί συνδέονται και θα ληφθούν μαζί.

Μνημεία. Μία από τις δύο εκκλησίες του 19ου αιώνα της Κιναλίκιοπρου σώζεται ως τζαμί, με τις αψίδες της αποκομμένες. Τώρα όμως δεν υπάρχει κανένα σημάδι από τα δύο παρεκκλήσια που στέκονταν στους πρόποδες του απότομου λόφου ο οποίος χωρίζει τα δύο ποτάμια. Ο Τάλμποτ Ράις σημείωνε το 1929, ότι το πάνω παρεκκλήσι ήταν τότε καινούργιο και είχε ελάχιστο ενδιαφέρον, αλλά το κάτω ήταν διπλό παρεκκλήσι, του οποίου ήταν ζωγραφισμένο το νότιο κτίριο. Η αψίδα του υπήρχε ακόμη το 1929. Ήταν διακοσμημένο με την Παναγία που πλαισιωνόταν από δύο όρθιους αγίους, ζωγραφισμένη σε μαύρο και κόκκινο χρώμα με καφέ μαύρο φόντο. Ο Τάλμποτ Ράις χρονολόγησε το έργο, για αδιευκρίνιστους αρχιτεκτονικούς λόγους, στον 16ο ή 17ο αιώνα. Αλλά τέτοια τοιχοποιία είναι πολύ δύσκολο να χρονολογηθεί στον Πόντο, όπου οι τρεις μοναδικές χρονολογημένες εκκλησίες του 16ου ή του 17ου αιώνα που ήσαν γνωστές σε εμάς, δεν ήσαν γνωστές στον Τάλμποτ Ράις. Αν, όπως υποπτευόμαστε, χρονολογούσε στην πραγματικότητα τον πίνακα για υφολογικούς λόγους, ο Τάλμποτ Ράις τοποθετούσε συνήθως στον 16ο και τον 17ο αιώνα έργα του 14ου και 15ου αιώνα στον Πόντο. Μπορεί να συμβαίνει αυτό εδώ.

Το Κουσπιδίον βρίσκεται 300 περίπου μέτρα πάνω από την Κιναλίκιοπρου. Εδώ το γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου ήταν υπό την πνευματική διεύθυνση της Σουμελά τον 19ο αιώνα. Τα κτίριά του είναι επίσης του 19ου αιώνα και δεν φαίνεται να υπάρχουν προηγούμενα στοιχεία για τον οίκο. Αλλά το Κουσπιδίον ήταν μέρος των κτημάτων Σουμελά το 1364 και ένα παρεκκλήσι, που βρισκόταν έξω από τον περίβολο της μονής γυναικών, ήταν σαφώς παλιό. Αφιερωμένο επίσης στον Πρόδρομο, αυτό το λιτό κτίριο είχε ύψος περίπου 2,5 μ. Με ακρίβεια, που πιθανότατα προκύπτει από την εσφαλμένη χρονολόγηση του παρεκκλησιού του Καϊμακλί το 1622, ο Τάλμποτ Ράις απέδιδε τα κατεστραμμένα ζωγραφικά έργα της μονής Προδρόμου στις αρχές του 17ου αιώνα. Μπορεί κάλλιστα να ήσαν μεσαιωνικά. Δεν έχουμε αναφορά για παρεκκλήσι σε βράχο των Σαράντα Μαρτύρων που βρισκόταν εκεί κοντά.214

22. Μονή Θεοτόκου Σουμελά (Μεριεμανά Μανάστιρ)

Θέση. Στην όψη του βράχου του όρους Μελά, με θέα στη δυτική όχθη του ποταμού Παναγία, περίπου 20 χλμ. νοτιοανατολικά του Δικαισίμου και περίπου 1.150 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (φωτ. 208).

Μεσαιωνική τοιχογραφία. Η Σουμελά έχει περιγραφεί αρκετά συχνά, αλλά περιηγητές έχουν αναπόφευκτα αναφέρει τη ζωγραφιά που ήταν ορατή στο εξωτερικό και στο εσωτερικό της μεγάλης εκκλησίας του σπηλαίου, που εκτελέστηκε για τελευταία φορά το 1710, το 1732 και το 1740. Όμως, τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, βάνδαλοι απογύμνωναν τα πάνω στρώματα ζωγραφικής, για να αποκαλυφθούν, πολύ σύντομα, προηγούμενα στρώματα, τα οποία μπορεί τώρα να είναι πολύ αργά για να μελετήσουμε. Πέρα από την κύρια εκκλησία-σπήλαιο, η οποία βλέπει δυτικά (αριστερά στη φωτ. 209), μπορεί να υπάρχει μεσαιωνική ζωγραφική κάτω από την εργασία του 18ου αιώνα στο παρεκκλήσι του Τιμίου Σταυρού (κάτω κέντρο στη φωτ. 209), γιατί αυτό το παρεκκλήσι ίσως χτίστηκε για να δεχθεί τη λειψανοθήκη του Τιμίου Σταυρού που δόθηκε στο μοναστήρι από τον Μανουήλ Γ’ (1390-1417). Οι βάνδαλοι δεν έχουν στρέψει ακόμη την προσοχή τους σε αυτό. Θα μπορούσε επίσης να υπάρχει μεσαιωνική εργασία στην κυψέλη μερικώς λαξευμένων σε βράχο παρεκκλησίων πάνω από την κύρια εκκλησία (πάνω δεξιά στη φωτ. 209), αλλά τώρα είναι απρόσιτα. Πίνακες που αναπαριστούν ζώα και ο Άγιος Γεώργιος με τον Δράκο μπορούν να διακριθούν στο εξωτερικό ενός. Κατά τα άλλα, είναι, ή ήσαν, ορατές τρεις περιοχές πρώιμης ζωγραφικής:215

1. Ένας δυσδιάκριτος πια πίνακας στον νότιο τοίχο της κυρίως εκκλησίας προφανώς δεν επιζωγραφίστηκε ποτέ στις διαδοχικές αναδιακοσμήσεις του σπηλαίου (φωτ. 210α). Περιλάμβανε ομάδα προσωπογραφιών τριών όρθιων Μεγάλων Κομνηνών. Ο Φαλμεράγιερ και ο Κυριακίδης τους αναγνώρισαν (από αριστερά προς τα δεξιά) ως: Μανουήλ Γ’ (1390-1417), ο πατέρας του Αλέξιος Γ’ (1349-90) και ο φυσικός γιος του Αλέξιου Γ’, Ανδρόνικος (Δ’), που ορίστηκε διάδοχος μέχρι τον θάνατό του το 1376, όταν ο Μανουήλ Γ’ τον διαδέχθηκε ως διάδοχος. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι ο Τάλμποτ Ράις βρήκε τις συνοδευτικές επιγραφές «πολύ δυσανάγνωστες», σημειώνοντας μόνο ὁ μεγας κομνηνοι (sic),216 γιατί οι επιγραφές θα έδειχναν πραγματικά ποιος βασίλευε, όταν ζωγραφίστηκε ο πίνακας. Όμως, οι λέξεις Ἀνδρόνικος | ὁ Μέγας Κομνηνόςδιακρίνονται πάνω και στα δεξιά της δεξιάς μορφής στη φωτογραφία του Τάλμποτ Ράις (φωτ. 210α). Έτσι μπορεί να υποτεθεί ότι ο Μανουήλ Γ΄, ίσως ιδρυτής επίσης της εκκλησίας της Σπέλιας (αριθ. 15), δεν θα είχε συμπεριλάβει τον ετεροθαλή αδελφό του, που είχε πεθάνει από καιρό, αν είχε ήδη ανέβει στον θρόνο και είχε αναθέσει την κατασκευή αυτού του πίνακα, και ότι (αντιστρόφως) ο Αλέξιος Γ’ δεν θα περιλάμβανε τον Μανουήλ Γ’, αν ο τελευταίος δεν είχε ήδη διαδεχθεί τον Ανδρόνικο ως διάδοχος. Αυτό το επιχείρημα θα έκανε τον Αλέξιο Γ’ προστάτη του πίνακα (όπως και πολλών άλλων στη Σουμελά) και θα χρονολογούσε τον πίνακα στην περίοδο 1376-90. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η αυτοκρατορική ομάδα, αρκετά συνηθισμένη στην πόλη της Τραπεζούντας, είναι η μόνη που διασώζεται στην ύπαιθρο.

2. Το 1970 μεγάλο κομμάτι μεταγενέστερης ζωγραφικής είχε πια ξεκολλήσει από τον βόρειο τοίχο της κύριας εκκλησίας, αποκαλύπτοντας ένα πρώτο στρώμα, έντονα χαραγμένο για να δεχθεί ένα επόμενο (φωτ. 210β). Αυτό το προγενέστερο στρώμα έδειχνε το πάνω μισό ενός κατώτερου πίνακα τουλάχιστον επτά όρθιων ασκητών αγίων και το κάτω μισό ενός μεσαίου πίνακα που ίσως ήταν σκηνές του Ευαγγελίου. Η ζωγραφική ήταν περιέργως καθαρή, με όξινο πράσινο, ροζ και πολύ ανοιχτό μπλε χρώμα, σαν να είχαν αραιωθεί οι αρχικοί τόνοι.

3. Η κατακόρυφη όψη του βράχου προς τα βορειοανατολικά, και έξω από την κυρίως εκκλησία (κάτω κέντρο της φωτ. 209), ήταν διακοσμημένη με μεγάλη αναπαράσταση της Εσχάτης Κρίσεως. Υπάρχουν τρεις στρώσεις ζωγραφισμένου σοβά. Ο Ουίνφιλντ αναφέρει ότι το 1970 το κεφάλι μιας μορφής βρισκόταν σε καλή κατάσταση, σε σημείο όπου είχε αποκαλυφθεί η κατώτερη στρώση. Είναι πεπεισμένος ότι είναι από το χέρι ενός από τους ζωγράφους που δούλεψαν στην Αγία Σοφία της Τραπεζούντας, ενός ζωγράφου πολύ οικείου σε αυτόν από έξι χρόνια καθαρισμού και αποκατάστασης του έργου του. Αν είναι έτσι, ανήκει στη δεκαετία του 1260.

4. Μια όψιμη εισαγωγή σε αυτή τη Μελέτη είναι η ανακάλυψη που αναφέρεται στο Ozkan Tüfek, Sumela. Meryemana (Ισταμπουλ, 1978), 38-39, ενός «μυστικού» παρεκκλησίου, ενός από τέσσερα, στην όψη του γκρεμού περίπου 100 μέτρα βόρεια του κυρίως μοναστηριού, παρεκκλησίου προφανώς «χαμένου» από το 1893. Περιγράφοντας το παρεκκλήσι ως «απρόσιτο», ο Τυφέκ, παρ’ όλα αυτά, παρέχει φωτογραφίες των πινάκων του: μια Κοίμηση στο ταβάνι (φωτ. 10), μια Μεταμόρφωση (φωτ. 11), μια Παναγία και Βρέφος στον βόρειο τοίχο, ο Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος (φωτ. 12) και οι Πατέρες της Εκκλησίας (εξώφυλλο). Βέβαια οι φωτογραφίες είναι πολύ θολές, αλλά φαίνεται ότι είναι ζωγραφικής τόσο παλαιότερης (υπάρχουν ενδείξεις του 12ου αιώνα) όσο και σε καλύτερη κατάσταση από οποιεσδήποτε άλλες στη Σουμελά. Αν είναι έτσι, τότε έχουμε το πρόβλημα του γιατί μια μικρή εξωτερική σπηλιά ζωγραφίστηκε ίσως πριν από την εξωτερική όψη βράχου της κύριας εκκλησίας-σπηλαίου, η οποία με τη σειρά της προφανώς ζωγραφίστηκε πριν από την κύρια εκκλησία και πριν από τη βασιλεία του Ιωάννη Β’ (1286-97), του πρώτου Μεγάλου Κομνηνού που έχει μέχρι τώρα βεβαιωθεί ότι προστάτευε τον τόπο. Αλλά βάνδαλοι μπορεί κάλλιστα να έχουν καταστρέψει ενδείξεις για την επίλυση αυτών των προβλημάτων και πρέπει να ελπίζουμε ότι οι προφανώς σημαντικοί πίνακες που αναφέρονται από τον Τυφέκ έχουν καταγραφεί πριν φτάσουν και στα εξωτερικά παρεκκλήσια και εξαλειφθεί η διακόσμησή τους.

23. Χορτοκόπιον, Χορτοκόπ Καλέ (φωτ. 211, 212α, β)

Θέση. Πάνω από την παλιά διαδρομή των καραβανιών, περίπου 5 χλμ. νότια του Δικαισίμου. Η παλιά διαδρομή αφήνει τον σημερινό δρόμο δίπλα στο νεκροταφείο της σύγχρονης Μάτσκα, νότια της πόλης, και σκαρφαλώνει απότομα πάνω και ανατολικά της, κατά μήκος των ανατολικών κορυφογραμμών της κοιλάδας. Η παλιά διαδρομή, που ονομάζεται κατά κύριο λόγο Γκαβούρ Γιολού (Δρόμος των Απίστων), εξακολουθεί να είναι ασφαλτοστρωμένη σε ορισμένα τμήματα. Περίπου 3 χλμ. από το Δικαίσιμον ενώνεται με διαδρομή από τα ανατολικά, που κατασκευάστηκε το 1974 με μπουλντόζες, η οποία διασχίζει ό,τι έχει απομείνει από μια μεσαιωνική εκκλησία στο κοντινό Γοργόρ. Αυτό που έχει απομείνει είναι τμήμα ημικυκλικής αψίδας, κάτω και δυτικά του νέου μονοπατιού. Έχει ένα κομμάτι τοιχογραφίας ενός περίπου τετραγωνικού μέτρου πάνω σε δύο στρώσεις σοβά, η κάτω δεμένο με άχυρα και η πάνω από λεπτό, σκληρό ασβέστη. Τα χρώματα περιλαμβάνουν λευκό, σκούρο μπλε, πορφυρό, ένα μάλλον οξύ πράσινο και δύο αποχρώσεις του κόκκινου-καφέ. Τίποτε δεν διακρίνεται, εκτός από τη χάραξη ενός φωτοστέφανου που σχεδιάστηκε με διαβήτη. Περίπου 2 χλμ. πάνω από το Γοργόρ, η διαδρομή περνά από το κάστρο Χορτοκόπιον, την πρώτη στάση μετά το Δικαίσιμον. Το κάστρο υψώνεται πάνω σε τεχνητό ανάχωμα κατοίκησης, σε ήπιας κλίσης πλαγιά βουνού (φωτ. 211). Η τοποθεσία είναι περίπου 300 μ. πάνω από τη στάθμη της κοιλάδας του Πρύτανη, 70 μ. πάνω από την παλιά διαδρομή των καραβανιών και 300 μ. κάτω από την κορυφή του βουνού. Δεσπόζει πάνω σε μεγάλες εκτάσεις της κοιλάδας και μπορεί να υπάρχει ωραία μακρινή θέα του από τον σύγχρονο δρόμο στα βόρεια του Αθανλάρι. Απέναντι από το Χορτοκόπιον (τώρα Γιουκάρικιοϊ), στη δυτική πλευρά της κοιλάδας, βρίσκονται το κάστρο Γαντοπέδιν (Ζάνχα Καλέ, αριθ. 24) και ένα κάστρο που δεν έχουμε ερευνήσει, που ονομάζεται Νεζίρ Καλέ.

Αρχιτεκτονική. Ένα περίπου κυκλικό τειχοπέτασμα, διαμέτρου άνω των 60 μ., διακοπτόμενο από εννέα στρογγυλούς πύργους και μια πύλη στα νοτιοανατολικά, περικλείει την επίπεδη κορυφή του τύμβου (φωτ. 212α, β). Οι στρογγυλοί πύργοι, οι οποίοι είναι ανοιχτοί στο εσωτερικό, έχουν διάμετρο 8 έως 11 μ. Τμήματα τείχους ανάμεσά τους εκτείνονται για 12 έως 15 μέτρα. Στα νότια το τειχοπέτασμα έχει φύγει, αλλά η τοποθεσία του μπορεί να εντοπιστεί. Η τοιχοποιία είναι επενδεδυμένη με τυχαίες στρώσεις από χοντροκομμένες πέτρες ποικίλων σχημάτων και μεγεθών, τοποθετημένες με την επίπεδη όψη προς το εξωτερικό. Η κανονικότητα του σχεδίου έρχεται σε έντονη αντίθεση με την ανωμαλία της δόμησης.

Ταυτοποίηση και χρονολογία. Η φύση του τύμβου υπαινίσσεται προϊστορική κατοίκηση. O περίβoλoς είναι γεμάτος με κεραμίδια κορυφογραμμής (βλ. Παράρτημα). Ευρήματα νομισμάτων, που κυμαίνονται από ένα των Αντιόχων της Κομμαγηνής (περίπου 69 π.Χ.- 72 μ.Χ.), ένα ρωμαϊκό νόμισμα του 3ου αιώνα, χάλκινα νομίσματα του Αναστασίου Α’ (491-518) και του Λέοντος ΣΤ’ (865-911) και δείγματα από τους Σελτζούκους μέχρι τους Οθωμανούς, επιβεβαιώνουν όχι μόνο μακρόχρονη ιστορική κατοίκηση, αλλά καθιστούν την τοποθεσία πιθανή υποψήφια για τον σταθμό Ala prima Ioua felix. Όμως τα τείχη δεν μπορούν να χρονολογηθούν. Δεν υπάρχει διακοσμητική λεπτομέρεια και κανένα τμήμα δεν διασώζεται μέχρι το ύψος της ράμπας. Το σχήμα μας λέει λίγο περισσότερα. Η κανονικότητά του, ότι το σχέδιο μπορεί να είναι αρχικά ρωμαϊκό, αλλά ότι (σε αντίθεση με πιο σημαντικά ορθογώνια στρατόπεδα στα Σάταλα, την Άψαρο και τα Σούρμαινα) οι Ρωμαίοι ήσαν ικανοποιημένοι να προσαρμοστούν στη διαμόρφωση της γης σε αυτό το δευτερεύον στρατόπεδο, που μπορεί να είναι η Gizenenica. Όμως τα τωρινά τείχη υποδηλώνουν ότι αν η πορεία τους είναι ρωμαϊκή, η κατασκευή τους είναι πολύ μεταγενέστερη, όταν ο τόπος έγινε η μεσαιωνική Χασδένιχα στο Χορτοκόπιον. Η ανασκαφή πιθανότατα θα αντάμειβε.217

24. Γαντοπέδιν, Λάβρα, Ζάνχα Καλέ (σχήμα 95, φωτ. 213α, β)

Θέση. Το κάστρο στέκεται σε εμφανή βράχο, σκαρφαλωμένο πάνω από χαράδρα στην απότομη πλαγιά του λόφου δυτικά του Πρύτανη μεταξύ Δανείαχας (Ζάνχα, τώρα Τσεσμελέρ) και Σαχνόης (Σαχανόι, τώρα Κιοπρούγιανι). Μπορεί να φαίνεται από τον σύγχρονο δρόμο για αρκετά χιλιόμετρα πάνω-κάτω στην κοιλάδα.

Αρχιτεκτονική. Η τοποθεσία είναι περισσότερο για παρατηρητήριο παρά για κάστρο, αντίστοιχο με εκείνο στη Δουβερά (αριθ. 17), χρησιμεύοντας προφανώς για να ειδοποιεί τη Βαζελώνος με τον ίδιο τρόπο που η Δουβερά ειδοποιούσε τη Σουμελά. Όπως στη Δουβερά, τα τείχη του είτε ήταν κατασκευασμένα από ξύλο σε δύο πλευρές, είτε έχουν γλιστρήσει στον γκρεμό. Αλλά, σε αντίθεση με τη Δουβερά, η τοιχοποιία του Γαντοπέδιν είναι σε αδρές σειρές και κακώς επιχρισμένη. Η λιθοδομή είναι πιο κοντά με εκείνη στο Χορτοκόπιον (αριθ. 23). Το δυτικό τείχος εξακολουθεί να υψώνεται κοντά στο αρχικό του ύψος, περίπου 8 μ., σε σημείο όπου προστέθηκε ράμπα, με παράθυρα με σχισμές. Οι τετράγωνοι σύνδεσμοι της προσθήκης φαίνονται καθαρά στη φωτ. 213α. Η πρόσβαση στο κάστρο γίνεται από χαμηλή πόρτα στα βορειοδυτικά (αριστερά στη φωτ. 213α), σε σημείο όπου το τείχος διευρύνεται σε πάχος 1,55 μ., το οποίο είναι σε μεγάλο βαθμό κατασκευασμένο από κονίαμα συντριμμιών. Το εσωτερικό περιέχει μικρό καμαροσκέπαστο παρεκκλήσι διπλής αψίδας (φωτ. 213β), περίπου ίδιου μεγέθους με εκείνο στο Κόραλλα (Γκιόρελε Μπουρουνού). Αλλά αυτό το παράδειγμα έχει μια βόρεια πόρτα. Το εσωτερικό είναι σοβατισμένο και του δόθηκε μπλε απόχρωση (ίσως σε πολύ πρόσφατους χρόνους). Δεν υπάρχει κανένα σημάδι τοιχογραφίας.

Δύο περίοδοι κατασκευής είναι εμφανείς. Στη δεύτερη ανήκει η ράμπα, με την οποία μπορεί να συσχετιστεί το παρεκκλήσι.

Ταυτοποίηση και χρονολογία. Ταυτίσαμε αυτήν την τοποθεσία με το μοναστηριακό Κάστρο «του Κηροπηγίου», που αναφέρεται το 1223 και το 1366.217α Δεν πρέπει να υποτεθεί ότι το παρεκκλήσι στο κάστρο πρέπει απαραίτητα να χρονολογείται πριν από το 1461 (μάλιστα στα Κόραλλα και στην Τρίπολη τα παρεκκλήσια του κάστρου ήσαν προφανώς σε χρήση μετά το 1461), αλλά το Γαντοπέδιν θα είχε ελάχιστη χρήση ως κάστρο στη συνέχεια. Και οι δύο οικοδομικές περίοδοι είναι πιθανώς μεσαιωνικές.218

25. Οι Ταξιάρχες, στη Σαχνόη (Σαχανόι, τώρα Κιοπρούγιανι)

Θέση. Στην ή κοντά στη Σαχνόη, στη δυτική όχθη του Πρύτανη, περίπου 10 χλμ. νοτιοδυτικά του Δικαίσιμου. Η εκκλησία καταστράφηκε μεταξύ 1929 και 1957. Επομένως η περιγραφή μας γι’ αυτήν προέρχεται από τις σημειώσεις του Κυριακίδη και του Τοπαλίδη πριν από το 1910 και από την επίσκεψη του Τάλμποτ Ράις το 1929.219 Οι φωτ. 214 και 215α, β αναπαράγουν τις πρωτότυπες φωτογραφίες του Τάλμποτ Ράις.

Ταυτοποίηση. Ο Κυριακίδης και ο Τοπαλίδης σημειώνουν μια εκκλησία των Ταξιαρχών (των αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ) στη Σαχνόη, διάσπαρτο χωριό του είδους που ο απλός επισκέπτης μπορούσε να περπατήσει, χωρίς να καταλάβει ότι βρισκόταν εκεί. Ο Τάλμποτ Ράις δημοσίευσε μια εκκλησία σε αυτή την περιοχή την οποία ονόμασε «Κουρτ Μπογάν», «το όνομα του χωριού στο οποίο είναι πιο κοντά, καθώς δεν μπορέσαμε να ανακαλύψουμε το πραγματικό του όνομα».220 Ο Τάλμποτ Ράις σκέφτηκε ότι η εκκλησία «μπορεί κάλλιστα να ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Μιχαήλ».221 Αναγνώρισε τον Αρχάγγελο Μιχαήλ (καβάλα σε λευκό άλογο) σε πίνακα πάνω και βόρεια της δυτικής πόρτας. Πλαισιώνει αυτή τη σκηνή άλλη μορφή σε (καφέ-μαύρο) άλογο, πάνω και στα νότια της δυτικής πόρτας, τον οποίο ο Τάλμποτ Ράις αναγνώρισε ως Ιησού του Ναυή. Όμως ο Ιησούς του Ναυή, ο γιος της Μοναχής εμφανίζεται συνήθως να γονατίζει και να λύνει τα σανδάλια του Αγίου Μιχαήλ σε σκηνές που αναπαριστούν τη συνάντησή του με τον Αρχάγγελο.222 Είναι πολύ πιο πιθανό ότι η δεύτερη μορφή απεικόνιζε τον άλλο Αρχάγγελο, τον Γαβριήλ. Οι δύο εντυπωσιακά ισορροπημένες μορφές που φρουρούν την είσοδο της εκκλησίας θα επιβεβαίωναν επομένως την αφιέρωσή της και στους δύο Ταξιάρχες. Ο Χρύσανθος ήταν ο πρώτος που συνέδεσε το «Κουρτ Μπογάν» του Τάλμποτ Ράις με την εκκλησία των Αρχαγγέλων του Τοπαλίδη και του Κυριακίδη στη Σαχνόη, ταύτιση με την οποία συμφωνούμε.223 Ακόμη σχετικά καλά διατηρημένη το 1929, με τον ζωγραφισμένο βωμό της ανέπαφο, η μοναδική αρχιτεκτονική και διακόσμηση αυτής της μικρής εκκλησίας την έκανε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες, αν όχι διακεκριμένες, στον Πόντο.

Αρχιτεκτονική (φωτ. 214). Βασιλική με μονή αψίδα, πενταγωνική εξωτερικά και ημικυκλική εσωτερικά, με μονή, δυτική θύρα, με το σύνολο να φέρει σταυροειδή δίρριχτη στέγη και οκταγωνικό τύμπανο σε σφαιρικά τρίγωνα, που επιστέφονταν από πέτρινο κεραμοσκεπή τρούλο. Το κτίριο ήταν προφανώς χτισμένο από καλοκομμένη πέτρα, με διακοσμητικά περιζώματα, διακοσμητικές οριζόντιες ταινίες και τουλάχιστον ένα ανάγλυφο (περιστεριού, πάνω από την πόρτα). Κρίνοντας από φωτογραφίες όπως η φωτ. 214, το κτίριο ήταν περίπου 3 έως 4 × 6 έως 7 μέτρα σε κάτοψη και ο τρούλος είχε ύψος περίπου 7 έως 8 μέτρα. Αν και ο δυτικός τοίχος εκτεινόταν πάνω από τις δίρριχτες δυτικές στέγες, μπορεί να υπήρξε ένα μόνο στάδιο οικοδόμησης και διακόσμησης. Υπήρχαν τρία παράθυρα με σχισμή στην αψίδα, τρία σε κάθε πλευρά (με φαρδιά, στρογγυλά τοξωτά φατνώματα), ένα πάνω από την πόρτα και τέσσερα στο τύμπανο.

Διακόσμηση. Η εκκλησία ήταν ζωγραφισμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου εξωτερικά και εξ ολοκλήρου εσωτερικά. (Στην περιγραφή που ακολουθεί, οι λατινικοί αριθμοί αναφέρονται σε πίνακες, μετρώντας από τη βάση. Οι σκηνές διαβάζονται από αριστερά προς τα δεξιά.)

εξωτερικο:

Δυτικός τοίχος. I. Πιθανώς διακοσμητικό σχέδιο, διακοπτόμενο από την πόρτα. II. Τρεις λαϊκοί με τουρμπάνι παρουσιάζονται στον Χριστό από αρχάγγελο (ίσως τον Άγιο Μιχαήλ· ο Τάλμποτ Ράις δεν σημειώνει καμία επιγραφή). Πόρτα. Καθισμένος ο Χριστός πλαισιώνεται από δύο μορφές (πιθανώς Δέησις). III. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έφιππος. Παράθυρο. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ έφιππος (;). IV. Μία, δυσδιάκριτη σκηνή.

Βόρειος τοίχος. Ι. Διακοσμητικό σχέδιο. II. Δυσδιάκριτο από τον Τάλμποτ Ράις, αλλά τέσσερις ή περισσότερες σκηνές μπορούν να διακριθούν στη φωτογραφία του, από τις οποίες η μία στα αριστερά μπορεί να είναι σύνθεση νεκρικής κλίνης και ένας φτερωτός άγγελος (ίσως ο πανταχού παρών Μιχαήλ) αιωρείται πάνω από μια σκηνή στα δεξιά. III. Πέντε σκηνές διακοπτόμενες από τρία παράθυρα, πιο καθαρά από το τμήμα II στη φωτογραφία του Τάλμποτ Ράις. Ο Τάλμποτ Ράις προσδιόρισε την κεντρική σκηνή, στο μεσαίο παράθυρο, ως τον Άγιο Ζωσιμά και την Αγία Μαρία την Αιγυπτία. Και, στα δεξιά του, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ που σώζει την εκκλησία του στις Χώνες από πλημμύρα. IV. Μία, δυσδιάκριτη σκηνή στο επάνω περίβλημα του μεσαίου παραθύρου. V. Μία, δυσδιάκριτη σκηνή πάνω από το μεσαίο παράθυρο.

Αψίδα (Πέντε Πρόσωπα). Ι. Πιθανώς διακοσμητικό σχέδιο. II. Δυσδιάκριτο από τον Τάλμποτ Ράις, αλλά δύο όρθιοι άγιοι διακρίνονται στη φωτογραφία του στη βόρεια όψη. Ίσως ήσαν δέκα συνολικά. III. Πέντε σκηνές, η νότια, η νοτιοανατολική και η ανατολική δυσδιάκριτες. Δύο μορφές διακρίνονται στη βορειοανατολική όψη. Στη βόρεια όψη «είναι μια σκηνή που ίσως αντιπροσωπεύει την αφιέρωση της εκκλησίας. Στη μέση φαίνεται η εκκλησία. Αριστερά είναι μια ομάδα που αποτελείται από πολυάριθμες μορφές, μερικές από αυτές με εκκλησιαστική ενδυμασία, και δεξιά μία μόνη μορφή ντυμένη με βασιλική ενδυμασία. Προφανώς είναι ο δωρητής [αλλά] δεν σώζεται καμία επιγραφή….»224 Η φωτογραφία του Τάλμποτ Ράις υποδηλώνει ότι οι μορφές πρέπει να αντιστραφούν, ότι το «εκκλησιαστικό ένδυμα» είναι το πολυσταύριον και ότι υπήρχε αρχιτεκτονικό υπόβαθρο στη σύνθεση. IV. Πέντε σκηνές, η νότια και η νοτιοανατολική δυσδιάκριτες· ο Αρχάγγελος Μιχαήλ που πάλευε με τον Ιακώβ ήταν στην ανατολική όψη, η Ανάληψη του Ηλία στη βορειοανατολική όψη και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ εμφανιζόμενος στους Τρεις Εβραίους στη βόρεια όψη.

Νότιος τοίχος. Διάταξη όπως στον βόρειο τοίχο, αλλά η φθορά από τις καιρικές συνθήκες μείωσε τις ευανάγνωστες σκηνές στο πάνω μέρος. IV. Δυσδιάκριτο από τον Τάλμποτ Ράις, αλλά ίσως ο Αρχάγγελος Μιχαήλ που δείχνει στην Άγαρ το νερό. Δύο άγγελοι στην πολεμίστρα του μεσαίου παράθυρου. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ κλείνει τον δρόμο στον Βαλαάμ.

εσωτερικο:

Θόλος. Παντοκράτορας «του συνήθους τύπου» σε τρούλο. Τέσσερις προφήτες ανάμεσα στα παράθυρα των τυμπάνων. Τέσσερις Ευαγγελιστές στα κρεμαστά. Μτάλλια στην εσωτερική όψη εμπλεκόμενων τόξων.

Δυτικός τοίχος. Ι. Κοιμήση της Θεοτόκου. Πόρτα (με τον Άγιο Ονούφριο στο βόρειο κρεμαστό). Πλύσιμο ποδιών. II. Γέννηση και Εισόδια της Θεοτόκου (τρέχουν μαζί). Παράθυρο. Ανάσταση του Λαζάρου και Είσοδος στην Ιερουσαλήμ (τρέχουν μαζί). III. Πεντηκοστή.

Βόρειος τοίχος. I. Θεοτόκος ἡ πονολύτριακαι Παιδί, μαζί ο Αγ. Ιωάννης Πρόδρομος ὁ Βαζελῶ(νος) (όχι ὁ Βαπτιστής, όπως διαβάζει ο Τάλμποτ Ράις, όπως μπορεί να φανεί στη φωτογραφία του, που αναπαράγεται στη φωτ. 215β). Και ένας λαϊκός με τουρμπάνι που ονομάζεται, σύμφωνα με τον Τάλμποτ Ράις, Ἀλέξιος ὁ υἱ(ὸς) τοῦ Στρατίγη225 (επιγραφή που είναι δύσκολο να επαληθευτεί στη φωτ. 215β, αλλά προφανώς όχι ταυόσημη με την Ἀλέξιος ἱερεὺς ὁ Στρατήγης της Πράξης Βαζελώνος 81 του 1397). ΙΙ. Σταύρωση, Ανάσταση, ΙΙΙ. Βάπτιση.

Αψίδα. Ι. Πατέρες της Εκκλησίας. Βωμός ζωγραφισμένος με επιτάφιο επίγραμμα. II. Κοινωνία των Αποστόλων (άρτος). Τρία παράθυρα με όρθιους αγίους ανάμεσά τους. Κοινωνία των Αποστόλων (κρασί). III. Σε κόγχη, Θεοφάνεια αποτελούμενα από τη Θεοτόκο, ένα σεραφείμ, τον Χριστό ὁ Παντεπώπτης σε θρόνο που φέρουν δύο τετράπτερα όντα, ένα τετράμορφο, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Επιγραφή στην όψη της κόγχης: Ἐπέβλεψεν ὁ κ(ύριο)ς εῖδε πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρόπον ἐξ ετοίμου κατοικητηρίου αὐτοῦ (φωτ. 215α). IV. Ανάληψη.

Νότιος τοίχος. Ι. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ με αυτοκρατορικά ενδύματα, κάτω από τα οποία «μερικές μικρές μορφές, προφανώς λαϊκοί…»226 του δωρίζουν ομοίωμα της εκκλησίας, σε κάτι που μπορεί να είναι επανάληψη της σκηνής στο εξωτερικό της αψίδας. II. Υπαπαντή Χριστού και Μεταμόρφωση. III. Γέννηση.

Χρονολογία. Δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι προσφέρουμε ασφαλή χρονολογία για μια εκκλησία που δεν έχουμε δει και η οποία μπορεί να έχει καταστραφεί πριν από μισό αιώνα. Υποθέτοντας όμως ότι η εκκλησία διακοσμήθηκε αμέσως μετά την κατασκευή της (γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία για περισσότερα από ένα στρώματα ζωγραφικής), υπάρχουν ορισμένες ιδέες ως προς τη χρονολογία της.

τα στοιχεια της ζωγραφικησ:

Θα ήταν ριψοκίνδυνο να αποτολμήσουμε μια γνώμη για το ύφος και την επιγραφική της ζωγραφικής με βάση τις φωτογραφίες του Τάλμποτ Ράις, αλλά είμαστε σε ασφαλέστερο έδαφος όταν εξετάζουμε την εικονογραφία. Ίσως τα δύο πιο ασυνήθιστα χαρακτηριστικά της εικονογραφίας είναι: Πρώτον, ο αριθμός των προσωπογραφιών λαϊκών και πιθανών δωρητών (αναλύονται πιο κάτω). Και, δεύτερον, οι περίτεχνες αναφορές στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Ο Αρχάγγελος εμφανίζεται σε περίοπτη θέση στο εξωτερικό του δυτικού τοίχου και στο εσωτερικό του βόρειου τοίχου, σε συνδυασμό με μορφές λαϊκών, καθώς και σε μέχρι και πέντε συνθέσεις στα εξωτερικά τμήματα III και IV. Αυτό ωθεί κάποιον να αναρωτηθεί μήπως οι δυσδιάκριτοι πίνακες του τμήματος III απεικόνιζαν κι άλλες σκηνές στις οποίες εμφανιζόταν ο Αρχάγγελος. Μπορεί να υποτεθεί ότι τα ψηφιδωτά της μεγάλης προσκυνηματικής εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ στις Χώνες, που καταστράφηκε το 1189, απεικόνιζαν έναν περίτεχνο κύκλο, στοιχεία του οποίου έγιναν δημοφιλή μέχρι το Κίεβο από τον 11ο αιώνα, ενώ δεν γνωρίζουμε άλλη εκκλησία της Ανατολίας (και σίγουρα καμία στην Καππαδοκία) με μια τόσο σύνθετη σειρά θαυμάτων του Αρχαγγέλου. Την εποχή του Διονυσίου του εκ Φουρνά, ο κύκλος του Αγίου Μιχαήλ είχε τακτοποιηθεί ως σειρά από δεκατέσσερα θαύματα. Όμως ακόμη και ο κατάλογος του Διονυσίου του εκ Φουρνά έχει μια αίσθηση αυτοσχέδιου.227 Αναγκαστικά, η «Ζωή» του ασώματου Αρχαγγέλου είναι αντισυμβατική και φαίνεται ότι έχει ταυτιστεί με αγγελικές εμφανίσεις στην Παλαιά Διαθήκη για λόγους ευκολίας. Επομένως η κλίμακα του κύκλου του Αγίου Μιχαήλ στη Σαχνόη δείχνει μια περίοδο μέσα στον 11ο αιώνα ή μετά. Η αρχιτεκτονική της εκκλησίας ίσως βοηθήσει στον καθορισμό της περιόδου με λίγο μεγαλύτερη ακρίβεια.

τα στοιχεία της αρχιτεκτονικης:

Δεν υπάρχουν ικανοποιητικά γνωστά αντίστοιχα στον Πόντο για χαρακτηριστικά όπως η δομή της στέγης και το εξαιρετικό ύψος του ναού (θυμίζει, ίσως, την Αγία Άννα στην Τραπεζούντα, αν και βρίσκεται πιο κοντά σε μεταγενέστερες μεσαιωνικές εκκλησίες στην κυρίως Ελλάδα και τη Σερβία). Όμως η πεντάγωνη αψίδα είναι άλλο θέμα. Είναι σχεδόν κανονικό σήμα των πιο επιβλητικών εκκλησιών των Μεγάλων Κομνηνών, και κανένα γνωστό παράδειγμα δεν μπορεί να χρονολογηθεί πριν από το 1204 ή μετά το 1461.227a Μια επιγραφή μπορεί να καθορίσει τη χρονολογία με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια.

Το 1900, ο Κυριακίδης ανέφερε, στο ίδιο σημείωμα που αναφερόταν στην εκκλησία στη Σπέλια (αριθ. 15) σε χαμένο πια αρχειοφυλάκιο της Βαζελώνος, ότι υπήρχε μαρτυρία ότι ο ιερομόναχος Νικόδημος Λαζαρόπουλος είχε ιδρύσει τους Ταξιάρχες στη Σαχνόη το 1391. Έχουμε ήδη αμφισβητήσει την αξιοπιστία αυτού του σημειώματος, αλλά σε αυτή την περίπτωση υπάρχει επιβεβαίωση, με σημαντική παράλειψη, από τον Τοπαλίδη, ο οποίος το 1909 δημοσίευσε μια επιγραφή δίπλα σε προσωπογραφία του ιδρυτή της εκκλησίας: Νικόδημος Ἱερομόναχος κτίτωρ τοῦ ναοῦ τούτου ἐν ἔτει 6899από κτίσεως κόσμου/ 1390-91 μ.Χ.228 Επομένως, σε αντίθεση με άλλους σχολιαστές, συμφωνούμε με τον Ζανέν ότι δεν υπάρχει κανένας περιορισμός να συσχετιστεί αυτός ο ιερομόναχος Νικόδημος με την περίφημη οικογένεια Λαζαρόπουλου των εκκλησιαστικών του 14ου αιώνα.229 Όμως η Πράξη Βαζελώνος 120 του 1367 αποκαλύπτει ότι ένας Νικόδημος ήταν τότε όντως ιερομόναχος και καθηγούμενος Βαζελώνος, ενώ ο αμφίβολος κατάλογος ηγουμένων του Κυριακίδη δείχνει ότι μπορεί να τον διαδέχθηκε κάποιος Μακάριος το 1392 ή πριν από αυτό.230

Το ότι η εκκλησία των Ταξιαρχών ήταν στενά συνδεδεμένη με τη Βαζελώνος αποδεικνύεται από το γεγονός ότι βρισκόταν κατά μήκος της διαδρομής προσκυνητών προς το μοναστήρι, από το επίθετο ὁ Βαζελῶνοςπου δόθηκε στον Άγιο Ιωάννη Πρόδρομο στην τοιχογραφία του και, ίσως, από το μοναστικό άρωμα μορφών όπως ο Άγιος Ζωσιμάς και η Αγία Μαρία η Αιγυπτία, και ο Άγιος Ονούφριος. Επομένως, το ότι ένας ηγούμενος της Βαζελώνος έπρεπε να είναι ο επίσημος κτήτωρ αυτής της εκκλησίας είναι κατάλληλο. Λίγοι άλλοι θα μπορούσαν να βρίσκονται στο μοναστηριακό χωριό Σαχνόη. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι, αν και έχουμε αποδείξει ότι οι Ταξιάρχες του Κυριακίδη και του Τοπαλίδη πρέπει να είναι ο Κουρτ Μπογάν του Τάλμποτ Ράις, δεν υπάρχει κανένα σημάδι από την προσωπογραφία του Τοπαλίδη και την επιγραφή του ηγούμενου Νικόδημου στην καταγραφή του Κουρτ Μπογάν από τον Τάλμποτ Ράις. Δοκιμαστικές, αλλά ανεπαρκείς, εξηγήσεις θα ήσαν ότι ο Τάλμποτ Ράις προσπάθησε να αποφύγει ελληνικές επιγραφές που τον δυσκόλευαν, ή ότι η προσωπογραφία και η επιγραφή του Νικόδημου ίσως εξαφανίστηκαν κατά κάποιον τρόπο μεταξύ της επίσκεψης του Τοπαλίδη το 1899 περίπου και της επίσκεψης του Τάλμποτ Ράις το 1929. Η εκκλησία είχε εξαιρετικό αριθμό ζωγραφικών πινάκων εκείνων που ήσαν πιθανώς δωρητές, με πολλούς να φορούν το υστερο-βυζαντινό τουρμπάνι, το οποίο ήταν συνηθισμένο στην Τραπεζούντα.231 Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι μορφές με τα τουρμπάνια ήσαν λαϊκοί, αποκλείοντας τον Νικόδημο. Στο εξωτερικό του δυτικού τοίχου υπήρχαν τρεις. Η ομάδα στο εξωτερικό της αψίδας περιλάμβανε μια μορφή με αυτοκρατορικές ενδυμασίες (που αποκλείει τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, γιατί ο Τάλμποτ Ράις δεν αναφέρει φτερά), μορφές σε πολυσταύρια (που πιθανώς αποκλείει τον Νικόδημο) και μη προσδιοριζόμενες, αλλά ίσως όχι λιγότερο σημαντικές άλλες προσωπογραφίες (μεταξύ των οποίων εκείνη του Νικόδημου μπορεί να κρυβόταν αγνώριστη). Η ίδια σκηνή θα μπορούσε να είχε επαναληφθεί στην εσωτερική όψη του νότιου τείχους. Οι Βυζαντινοί δωρητές και ιδρυτές δεν είχαν τόσο πολλή συμβατική ταπεινοφροσύνη ώστε να παραλείπουν τα ονόματά τους δίπλα από τις προσωπογραφίες τους, αλλά είναι πολύ αργά για να λυπηθεί κανείς που ο Τάλμποτ Ράις σημείωσε μόνο το όνομα του Αλέξιου, γιου του Στρατήγη, δίπλα στην προσωπογραφία στην εσωτερική όψη του βορείου τοίχου, στη φωτ. 215β. Μια πιο πειστική εξήγηση ίσως είναι ότι ο Νικόδημος στεκόταν μη αναγνωρισθείς από τον Τάλμποτ Ράις, ανάμεσα στις «άλλες» μορφές που ήσαν ζωγραφισμένες στο εξωτερικό της αψίδας (και ίσως στο εσωτερικό του νότιου τοίχου). Θα ήταν ο κτήτωρ, και όλες οι άλλες μορφές, αυτοκρατορικές, κληρικές ή λαϊκές, θα ήσαν δωρητές. Αυτή είναι η εξήγηση που θα θέλαμε να προτείνουμε. Ότι δηλαδή ένας νεαρός Άγγλος ιστορικός τέχνης έχασε εκείνο που τρεις δεκαετίες πιο πριν ένας ντόπιος Έλληνας αρχιμανδρίτης θεωρούσε ως την πιο σημαντική επιγραφή και προσωπογραφία στην εκκλησία. Η εξήγηση είναι θεμιτή, αλλά μόνο θεμιτή, αληθοφανής, ενώ τώρα είναι πολύ αργά για αξιολόγηση.

η γνωμη του ταλμποτ ραϊσ

Με βάση το στυλ αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής της, ο Τάλμποτ Ράις θεωρούσε ότι η εκκλησία ήταν του 16ου αιώνα ή, ακριβέστερα, «λίγο νωρίτερα από το μικρό παρεκκλήσι στο Καϊμακλί, το οποίο χρονολογείται στο έτος 1622».232 Όμως έχουμε αποδείξει ότι το παρεκκλήσι του Καϊμακλί (και μπορούμε μόνο να υποθέσουμε ότι και οι αγιογραφίες του) χρονολογείται στην πραγματικότητα από επιγραφή στο 1421.233 Αυτό δεν θα ακύρωνε απαραίτητα την κατά Τάλμποτ Ράις σχέση του με την εκκλησία της Σαχνόης, μεταξύ άλλων. Το παρεκκλήσι του Καϊμακλί, η Σαχνόη, καθώς και άλλες εκκλησίες μοιράζονται την ίδια συμβατική αψιδωτή εικονογραφία. Η μόνη καταγραφή που έχουμε για τη ζωγραφική του παρεκκλησίου Καϊμακλί (σε αντίθεση με την εκκλησία) είναι στις φωτογραφίες του Τάλμποτ Ράις με όσα αποκάλυψε, τα οποία τώρα έχουν καταστραφεί.234 Τουλάχιστον δείχνουν ότι οι πίνακες του παρεκκλησίου του Καϊμακλί ήσαν υφολογικά διακριτοί από οποιοδήποτε άλλο έργο που καταγράφηκε στον Πόντο, είτε από τον Τάλμποτ Ράις είτε από εμάς. Είναι δύσκολο να δει κανείς από τις δικές του φωτογραφίες πώς ο Τάλμποτ Ράις έφτασε στα στυλιστικά του συμπεράσματα. Για παράδειγμα, οι μορφές των Πατέρων της Εκκλησίας στο παρεκκλήσι του Καϊμακλί έχουν ξύλινη εμφάνιση, που μπορεί να είναι χαρακτηριστική της αρμενικής ζωγραφικής.235 Το ότι ζωγραφίστηκαν από Αρμένιους αποδεικνύεται από ζωγραφικές επιγραφές στα αρμενικά τόσο στο παρεκκλήσι του Καϊμακλί όσο και στην εκκλησία. Μάλιστα αποτελούν τις μόνες γνωστές αρμενικές τοιχογραφίες στον Πόντο και πιθανώς τις μόνες γνωστές της περιόδου τους. Έτσι, εκτός από την εκ μέρους του εσφαλμένη απόδοση του παρεκκλησίου του Καϊμακλί στο 1622 αντί για το 1421, ο Τάλμποτ Ράις διέτρεχε αδικαιολόγητους κινδύνους κάνοντας τη χρονολόγηση ελληνικών εκκλησιών στη Ματζούκα, όπως οι Ταξιάρχες, να εξαρτάται από ένα στυλιστικά ανεξάρτητο αρμενικό παράδειγμα.

Ωστόσο, η όψιμη χρονολογία του λίγο πριν από το 1622, την οποία ο Τάλμποτ Ράις απέδωσε στους Ταξιάρχες, τον οδήγησε σε ένα ενδιαφέρον πρόβλημα, γιατί παρατήρησε ότι η βασιλική μορφή που απεικονιζόταν στην αψίδα δεν θα μπορούσε επομένως να είναι ένας Μέγας Κομνηνός, και έτσι έπρεπε να είναι «ένας Ρουμάνος ηγεμόνας ή βοεβόδας»,236 γιατί η Σουμελά είχε προικιστεί από εκείνη την περιοχή. Στην πραγματικότητα μόλις τον 18ο αιώνα η Σουμελά απέκτησε ευεργεσίες από ηγεμόνες της Ρουμανίας (όταν αυτοί ήσαν Φαναριώτες), ενώ η Βαζελώνος έπρεπε να αρκείται στην απόκτηση της προστασίας του Μεγάλου Πέτρου. Μάλιστα ο 17ος αιώνας σηματοδότησε το ναδίρ των Ποντιακών Eλληνικών περιουσιών και λίγα κτίρια μπορούν να του αποδοθούν.237 Όμως, αν μπορούμε να επαναχρονολογήσουμε την εκκλησία στο 1391, η βασιλική μορφή θα ήταν ο Μανουήλ Γ’ Μέγας Κομνηνός (1390-1417), τον οποίο έχουμε ήδη προτείνει ως ιδρυτή της εκκλησίας στο κοντινό αυτοκρατορικό χωριό Σπέλια πριν από δώδεκα χρόνια, όταν ο Μανουήλ ήταν ακόμη πορφυρογέννητος διάδοχος του θρόνου, και ο Νικόδημος ήταν ήδη ηγούμενος της Βαζελώνος.238

Αλλά αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ρουμανική διασύνδεση πρέπει να απορριφθεί. Ο Τάλμποτ Ράις όχι μόνο πρότεινε έναν πιθανό Ρουμάνο προστάτη, αλλά εξέφρασε την άποψη ότι «φαίνεται σχεδόν βέβαιο ότι η Τραπεζούς επηρέασε τη Ρουμανία άμεσα, όσον αφορά την ανάπτυξη της ζωγραφικής», αναφέροντας ιδιαίτερα την εξωτερική διακόσμηση εκκλησιών όπως οι Ταξιάρχες.239 Το 1938 ο Π. Ανρί εξέτασε την πρόταση και υποστήριξε πειστικά ότι ήταν εσφαλμένη, κρίνοντας με βάση την εικονογραφία και τη χρονολογική αλληλουχία.240 Άραγε θα αντέστρεφε την κρίση του μια επαναχρονολόγηση της εκκλησίας της Σαχνόης στο 1390-91; Η απάντηση είναι σίγουρα όχι, γιατί τα εικονογραφικά επιχειρήματα του Ανρί εξακολουθούν να ισχύουν: οι σκηνές στο εξωτερικό των Ταξιαρχών και άλλων ποντιακών εκκλησιών δεν έχουν εικονογραφικό αντίστοιχο στη Μολδαβία ή, όπως φαίνεται, οπουδήποτε αλλού. Η μόδα της εξωτερικής εικονογράφησης είναι άλλο θέμα. Ο Πόντος την μοιραζόταν με την Κύπρο, την ηπειρωτική Ελλάδα και τη Μολδαβία στον υστερο-βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο. Όμως, σε αντίθεση με αυτές τις άλλες περιοχές, στον Πόντο δεν φαίνεται να έχει υπάρξει καμία σκέψη για την προστασία της εξωτερικής ζωγραφικής από τα στοιχεία της φύσης. Για παράδειγμα, οι Ταξιάρχες δεν δείχνουν κανένα σημάδι ότι είχαν ξύλινο περίστωο, ή φαρδιές μαρκίζες, με αποτέλεσμα οι πίνακες στη νότια πλευρά τους να υποστούν σοβαρές φθορές από τις καιρικές συνθήκες.

συμπερασμα

Προτείνουμε ότι η εκκλησία των Ταξιαρχών στο μοναστηριακό χωριό Σαχνόη ιδρύθηκε και διακοσμήθηκε πιθανότατα από τον ηγούμενο Νικόδημο της Βαζελώνος το 1390/91, με τη βοήθεια πολλών λαϊκών ευεργετών, μεταξύ των οποίων και του Αλέξιου γιου του Στρατήγη, ίσως κάποιων επισκόπων και, πιθανώς, του Μανουήλ Γ’ Μεγάλου Κομνηνού. Και ότι πρέπει να ταυτιστεί με την εκκλησία που δημοσίευσε ο Τάλμποτ Ράις ως «Κουρτ Μπογάν». Όσο μεμονωμένα κι αν είναι, τα λίγα που μπορούν ακόμη να κριθούν για το ζωγραφικό στυλ και την επιγραφική του έργου στη Σαχνόη συμφωνούν με αυτή τη χρονολόγηση.

26. Παρεκκλήσιο του Προφήτη Ηλία, στη Μονή Αγίου Ιωάννη Προδρόμου του Βαζελώνος (Αϊάνα Μανάστιρ) (φωτ. 216-225, σχήματα 96, 97)

Θέση. Στην όψη του γκρεμού του όρους Ζαβουλών, περίπου 16 χλμ. νότια-νοτιοδυτικά του Δικαισίμου και 6 χλμ. νοτιοανατολικά του χανιού του στο Κεραμιτλή, και περίπου 1.300 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η εμφάνιση του μοναστηριού, με την πρόσοψή του από κελιά του 19ου αιώνα που καλύπτουν ιερό σπήλαιο, έχει πολλές ομοιότητες με τη μεγάλη αντίπαλό του, τη Σουμελά. Όμως το όρος Ζαβουλών είναι λιγότερο απόκρημνο από το όρος Μελά, αν και η μονή Βαζελώνος βρίσκεται στην πραγματικότητα ψηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας απ’ όσο η Σουμελά, σύμφωνα με τα λόγια των Κουμόντ, «κολλημένη, σαν γιγάντιος περιστερώνας, σε ασβεστολιθικό τείχος, στο βάθος δάσους».”241

Η ανοικοδόμηση του 19ου αιώνα στη Βαζελώνος (την οποία έχουμε καταγράψει αλλού)242 λυπήθηκε ακόμη λιγότερη μεσαιωνική εργασία από ό,τι στη Σουμελά. Μάλιστα, εκτός (πιθανώς) από τα θεμέλια της αναβαθμίδας πάνω στην οποία πατά, τα κατώτερα μέρη ορισμένων εσωτερικών μοναστηριακών του κτιρίων και κάποια τοιχοποιία κοντά στην όψη του γκρεμού, ελάχιστα σημάδια υπάρχουν από το μεσαιωνικό μοναστήρι. Όμως ένα μικρό παρεκκλήσι (φωτ. 216α) βρίσκεται στην αναβαθμίδα της μονής, 30 περίπου μ. βόρεια των κτιρίων του 19ου αιώνα, (στα δεξιά των οποίων φαίνεται στη φωτ. 216β).

Ταυτοποίηση. Ο Χρύσανθος ταύτισε το παρεκκλήσι, που είδε ο Τάλμποτ Ράις το 1929, με το παρεκκλήσι του Τοπαλίδη του Αγίου Ηλία (του Προφήτη Ηλία), αλλά ανέφερε επίσης τη δήλωση του Τοπαλίδη ότι η σκήτη (αν όχι το παρεκκλήσι) του Αγίου Ηλία βρισκόταν, μέχρι τη σύγχρονη εποχή, μία περίπου ώρα πάνω από το μοναστήρι.243 Ένα μέρος που ονομάζεται Άγιος Ηλίας εμφανίζεται στις Πράξεις Βαζελώνος 104 του 13ου αιώνα και 115 του 1292. Μια άλλη πιθανή αφιέρωση παρέχεται από την παλαιότερη επιγραφή στο παρεκκλήσι, χαραγμένη στο κόκκινο περίγραμμα πάνω από το κεφάλι του Αγίου Νικολάου (18 στο σχήμα 97, ορατή κάτω δεξιά στη φωτ. 219β): οὗτος ὁ ναὸς τοῦ Προδρ[όμου ἀ]νεκτήσε [ὁ] βασιλε[ύ]ς. Αλλά τείνουμε να πιστεύουμε ότι αυτό το πρόχειρο επίγραμμα προσκυνητή, που δεν μπορεί να εκληφθεί ως επίσημη επιγραφή αφιερώματος, αναφέρεται στην αυτοκρατορική επανίδρυση της εκκλησίας του Προδρόμου στο ίδιο το μοναστήρι, ενώ, στον βαθμό που υπάρχει μια περίοπτη μορφή στην εικονογραφία του παρεκκλησίου, αυτή είναι του Αγίου Ηλία (1 και 19 στο σχήμα 97). Τείνουμε λοιπόν να συμφωνήσουμε με τον Χρύσανθο ότι αυτό το παρεκκλήσι (όπως και η σκήτη πάνω από το μοναστήρι) ήταν αφιερωμένο στον Προφήτη.

Αρχιτεκτονική. Μικρό καμαροσκέπαστο παρεκκλήσι, με μία προεξέχουσα αψίδα, ημικυκλική τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά (σχήμα 96), χαρακτηριστική της περιοχής. Η αψίδα έχει ένα παράθυρο με τρία μικρά φώτα. Άλλο ένα μικρό παράθυρο υπάρχει στον νότιο τοίχο. Η μονή θύρα, στον δυτικό τοίχο, φέρει τύμπανο πάνω από το υπέρθυρο. Εκτός από τους λαξευτούς γωνιόλιθους και τα πλαίσια της πόρτας και των παραθύρων του, το παρεκκλήσι είναι χτισμένο από αρκετά μεγάλα κομμάτια πέτρας σε ακανόνιστες σειρές. Λίγο κονίαμα είναι εκτεθειμένο. Δεν υπάρχουν σημάδια κονιοποιημένου τούβλου σε αυτό. Το εξωτερικό ήταν κάποτε ασβεστωμένο, αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ήταν αλλιώς διακοσμημένο. Το μόνο εξαιρετικό χαρακτηριστικό είναι μια στρογγυλή τρύπα διαμέτρου περίπου 25 εκ., η οποία κόπηκε σκόπιμα στη βόρεια πλευρά του θόλου και μπορεί αρχικά να καλυπτόταν από κεραμίδια. Πιο πρόσφατα, μια τρύπα έχει ανοιχτεί στο νότιο θόλο, για να χρησιμεύσει ως καμινάδα για φωτιές (φωτ. 216α). Αυτό αποκάλυψε τη δομή του θόλου και της οροφής. Ο θόλος είναι από κονίαμα θραυσμάτων, η οροφή από μεγάλα λεπτά πέτρινα πλακίδια στις μαρκίζες, που επικαλύπτονται από μικρότερες στενότερες πέτρες στο πάνω μέρος (όπως στη Σαχνόη). Το σύνολο στηρίζεται σε νεύρωση στο κέντρο.

Διακόσμηση. Το εσωτερικό καλύπτεται εξ ολοκλήρου από ένα μόνο στρώμα ζωγραφικής. Ο διάκοσμος διατηρείται καλά, εκτός από τμήματα στην κορυφή και στο κέντρο της κόγχης, τις περισσότερες όψεις των μορφών (που έχουν ακρωτηριαστεί) και μια περιοχή γύρω από την τρύπα στην οροφή (η οποία έχει μαυρίσει με αιθάλη). Όμως, την εποχή της τελευταίας επίσκεψής μας το 1969, η συνεχής χρήση του παρεκκλησίου για καταφύγιο και φωτιές οδηγούσε στη γρήγορη φθορά του. Ως εκ τούτου, αναμένοντας ότι οι μέρες της καλοδιατηρημένης ζωγραφισμένης εκκλησίας στον Πόντο ήσαν ήδη μετρημένες, αφιερώσαμε εδώ εκτενή φωτογραφική καταγραφή του παρεκκλησίου, η οποία έγινε κυρίως το 1967.

Η ζωγραφική είναι πάνω σε δύο στρώσεις σοβά. Ένα χαμηλότερο υπόστρωμα σοβά, από ασβέστη και άχυρο, έχει ποικίλο πάχος, ανάλογα με την επιφάνεια της τοιχοποιίας, αλλά είναι κατά μέσο όρο 2 εκ. Έχει ελαφρώς κίτρινο χρώμα, με άφθονο άχυρο σε αρκετά μεγάλα κομμάτια. Ενώσεις σοβά εκτείνονταν κατά μήκος κατακόρυφων και οριζόντιων κόκκινων περιγραμμάτων. Ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα σοβά φέρει τη ζωγραφική.

Τα βασικά χρώματα είναι το κίτρινο, το καφέ, το πράσινο, το κόκκινο του τούβλου, το μαύρο, το λευκό, το πορφυρό, το μπλε και (ίσως) το πράσινο της ελιάς. Τα χρώματα του υποστρώματος του φόντου είναι κίτρινο ή κόκκινο του τούβλου. Η σάρκα φτιάχνεται σε πράσινο υπόστρωμα. Τα φωτοστέφανα έχουν φαρδύ πορφυρό εσωτερικό περίγραμμα και λευκό εξωτερικό περίγραμμα, ζωγραφισμένο με διαβήτη, ίσως με καλάμι και όχι με βούρτσα. Η ίδια τεχνική χρησιμοποιήθηκε για την κυκλική ασπίδα του Αγίου Γεωργίου (31 στο σχήμα 97). Τα πράσινα ενδύματα έχουν πράσινο υπόστρωμα, σκούρες πράσινες γραμμές σκιών, ανοιχτοπράσινες ενδιάμεσες ανταύγειες και λευκές ανταύγειες. Τα κόκκινα ενδύματα έχουν κόκκινο υπόστρωμα, σκούρες κόκκινες γραμμές σκιών και λευκές ανταύγειες.

Στις ζωγραφισμένες επιγραφές οι δασείες είναι γωνιώδεις γάντζοι. Τα «άλφα» έχουν μερικές φορές διαγώνια γραμμή και τα «δέλτα» κλιμακωτή γραμμή και έντονες πατούρες. Τα γράμματα είναι παρόμοια με εκείνη που βρέθηκαν στον Άγιο Ιωάννη Θεολόγο, στο Δικαίσιμον (αριθ. 12 πιο πάνω), που αποδόθηκαν από τον Προτάσοφ στον 13ο αιώνα.

Η αρίθμηση των σκηνών και των μορφών στο πιο κάτω σχόλιο είναι βασισμένη στο σχ. 97.

1. Δέηση, σε βαριά κατεστραμμένη κόγχη αψίδας, με σχετικά μεγάλο όρθιο Χριστό, πλαισιωμένο από τη Θεοτόκο στα βόρεια και τον Προφήτη Ηλία πίσω της, και από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στα νότια και τον Προφήτη Ελισσαίο πίσω του.

2. Ανάληψη, στον ανατολικό θόλο (φωτ. 217α). Ο Χριστός με κόκκινο χιτώνα και μωβ ιμάτιο. Τέσσερις φτερωτοί άγγελοι. Άλλες μορφές (που έχουν πιθανώς συμπτυχθεί σε έξι αποστόλους εκατέρωθεν) ασαφείς.

3. Πεντηκοστή, στον βαριά κατεστραμμένο δυτικό θόλο. Ένας ορατός ακόμη απόστολος με πράσινο χιτώνα και κόκκινο ιμάτιο.

4. Κοίμηση της Θεοτόκου, σε πάνω τμήμα του δυτικού τοίχου (φωτ. 217β). Ο Άγιος Πέτρος με (πιθανώς) πράσινο χιτώνα και κίτρινο ιμάτιο. Ο Άγιος Παύλος με μωβ χιτώνα και γκρι ιμάτιο.

5. Στρατός αγγέλων, σε πάνω τμήμα του τοίχου της αψίδας (φωτ. 218). Στο κατεστραμμένο κέντρο της αψίδας συναντάται μια χορωδία αγγέλων με απλωμένα χέρια. Τα άμφιά τους είναι πιο περίτεχνα από εκείνα της αντίστοιχης σκηνής στο τύμπανο του τρούλου της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας, αλλά η έλλειψη χώρου στο παρεκκλήσι της Βαζελώνος δεν επιτρέπει να αντιμετωπιστούν εξίσου πλήρως. 243 Ενώ στην Αγία Σοφία υπάρχουν τουλάχιστον 79 άγγελοι με αρχηγούς τους Ταξιάρχες τους, στη Βαζελώνος δεν μπορεί να ήσαν πάνω από πέντε φτερωτοί άγγελοι το πολύ εκατέρωθεν στο πρώτο πλάνο. Μια δεύτερη σειρά πίσω υποδεικνύεται από φωτοστέφανα σαν φυσσαλίδες και βλέμματα προσώπων. Τα ενδύματα των αγγέλων είναι σε κόκκινο, μπλε, πράσινο και λευκό, με περιγράμματα από μαργαριτάρια. Τα φωτοστέφανα τους είναι σε κόκκινο, πράσινο, κίτρινο και (πιθανότατα) άλλα χρώματα. Τα φτερά τους είναι κίτρινα και ροζ κόκκινα, με λευκά περιγράμματα.

6. Ευαγγελισμός, σε πάνω τμήμα του νότιου τοίχου, ανατολική τμήμα (φωτ. 219α, β). Ο ζωηρός άγγελος του Ευαγγελισμού χωρίζεται από τη Θεοτόκο (που στέκεται μπροστά σε συμπτυγμένο αρχιτεκτονικό υπόβαθρο) από το νότιο παράθυρο.

7. Γέννηση και Υπαπαντή, σε πάνω τμήμα του νότιου τοίχου, στο δυτικό τμήμα (φωτ. 219β, 220, 221). Οι δύο σκηνές, που δεν χωρίζονται από κόκκινο περίγραμμα, ήσαν τόσο άσχημα επικαλυμμένες με αιθάλη, που μόνο όταν η επιφάνεια πλύθηκε για τους σκοπούς της φωτογράφησης έγινε αντιληπτό ότι ήσαν στην πραγματικότητα δύο ξεχωριστές σκηνές. Παρά τη μικρή κλίμακα του έργου, όλα τα ουσιώδη στοιχεία (συμπεριλαμβανομένων του Ιωσήφ, των Μάγων, του Λουτρού του Παιδιού, ενός βοσκού και ενός αγγέλου) περιλαμβάνονται στη Γέννηση. Ο Χριστός αναγνωρίζεται με τα γράμματα IC XC. Η Υπαπαντή επιγράφεται Ἡ Ὑπαπαντή. Ο Συμεών κρατά τον Χριστό Παιδί κάτω από στέγαστρο. Η Θεοτόκος απλώνει τα καλυμμένα χέρια της. Ο Ιωσήφ κουβαλά δύο περιστέρια και πίσω του υπάρχει μορφή που πιθανώς είναι η προφήτισσα Άννα.

8. Βάπτιση, σε μεσαίο τμήμα του δυτικού τοίχου, στο νότιο τμήμα (φωτ. 222). Η σκηνή επιγράφεται Ἡ Βαπτήσις, και ο Χριστός προσδιορίζεται με το σημάδι IC XC. Ο Πρόδρομος τοποθετεί το δεξί του χέρι στο κεφάλι του Χριστού. Ένα περιστέρι κατεβαίνει από ψηλά. Μια πρόχειρη μουντή προσωποποίηση του Ιορδάνη με υδρία σκύβει κάτω από τον Χριστό και τον Πρόδρομο. Στα δεξιά στέκονται τρεις άγγελοι με κίτρινα, πράσινα και κίτρινα φωτοστέφανα. Δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ αυτής της σκηνής και της αριθ. 9.

9. Ανάσταση Λαζάρου, σε μεσαίο τμήμα του δυτικού τοίχου, στο βόρειο τμήμα (φωτ. 223α, β). Η σκηνή επιγράφεται Ἡ ἔγερσις τοῦ Λαζάρου. Στα δεξιά του Χριστού υπάρχει το σημάδι IC XC. Τον ακολουθούν τέσσερις απόστολοι, αλλά η αψίδα πάνω από την πόρτα αποκλείει τη συμπερίληψη της Μάρθας και της Μαρίας. Μια μορφή ξετυλίγει το ύφασμα που είναι τυλιγμένο γύρω από τον Λάζαρο, μια άλλη μετακινεί το μαρμάρινο καπάκι της σαρκοφάγου του. Η μεταχείριση από τον καλλιτέχνη έξι πενθούντων Εβραίων πίσω από τον Λάζαρο είναι ξεχωριστή.

10. Σταύρωση, σε πάνω τμήμα του βόρειου τοίχου, δυτικό τμήμα, αριστερά (φωτ. 224α). Η σκηνή επιγράφεται Ἡ Cταύρωσις. Στην κορυφή του σταυρού υπάρχει η επιγραφή Ὁ βα(σιλεύς) τῆς δό(ξης)μεταξύ των γραμμάτων IC XC. Η Θεοτόκος προσδιορίζεται ως MHP ΘV, και ο Άγιος Ιωάννης ως Ὁ ἁγ(ιος) Ἰω(άννης) Ὁ Θεολόγος. Ο Άγιος Ιωάννης φορά κόκκινο χιτώνα και πράσινο ιμάτιο, ενώ πράσινο είναι και το περίζωμα του Χριστού. Αυτά τα πράσινα ενδύματα δημιουργούνται από πράσινο υπόστρωμα και σκούρες πράσινες γραμμές σκιάς, μέχρι ανοιχτές πράσινες ενδιάμεσες ανταύγειες και λευκές ανταύγειες. Ο Χριστός έχει κόκκινο φωτοστέφανο. Το κρανίο του Γολγοθά βρίσκεται κάτω από τον σταυρό. Δύο βυθιζόμενοι άγγελοι πλαισιώνουν την κορυφή του σταυρού. Ο ήλιος και η σελήνη παραλείπονται. Η στριμμένη, ωχρή μορφή του Χριστού είναι σχετικά, και ασυνήθιστα, μικρότερη από εκείνες του Αγίου Ιωάννη και της Θεοτόκου.

11. Η Ανάσταση, σε πάνω τμήμα του βόρειου τοίχου, δυτικό τμήμα, δεξιά, ακολουθεί τη Σταύρωση χωρίς κόκκινο διαχωριστικό περιθώριο (φωτ. 224β). Η σκηνή επιγράφεται Ἡ Ἀνάστασις και ο Χριστός φέρει τα γράμματα IC XC. Οι δύο δίκαιοι βασιλείς στέκονται αριστερά μπροστά στον Πρόδρομο, ο οποίος δείχνει τον Χριστό. Ο Χριστός δεν έχει μάντορλα [αμυγδαλωτού σχήματος τομή δύο κύκλων], και κινείται προς τα δεξιά χωρίς να κοιτάζει πίσω. Οι Πύλες του Άδη βρίσκονται χωριστά, όχι η μία απέναντι από την άλλη. Ο Χριστός πιάνει τον σταυρό με το αριστερό του χέρι και τον καρπό του Αδάμ με το δεξί. Πίσω από τον Αδάμ είναι η Εύα και πίσω της ο Άβελ περιμένει τη σειρά του. Οι Πόντιοι καλλιτέχνες ήσαν συνήθως αβέβαιοι για την εμφάνιση κλασικών ή παλαιοχριστιανικών σαρκοφάγων. Εδώ ο καλλιτέχνης εγκατέλειψε εντελώς την προσπάθεια και απεικόνισε δομές σαν πύργους, πλήρεις με παράθυρα, από τα οποία ξεπροβάλλουν οι μορφές. Ο Χριστός φορά πράσινο χιτώνα και κίτρινο ιμάτιο, πάνω στο οποίο οι ανταύγειες είναι ιδιαίτερα προσεγμένες. Οι Πύλες του Άδη είναι κίτρινες και το στόμα του ίδιου του Άδη είναι πορφυρό. Οι στολισμένοι με πολλά κοσμήματα βασιλείς φορούν κόκκινους και πράσινους χιτώνες και πράσινα και κόκκινα ωμοφόρια, αντίστοιχα. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος καλύπτεται με καφέ τριχωτό μανδύα. Τα μαλλιά του Χριστού είναι καστανά και το φωτοστέφανό του κόκκινο, με σταυρό στολισμένο με πετράδια. Τα μαλλιά του Αδάμ είναι γκρίζα και μακριά και το φωτοστέφανό του πράσινο. Τα φωτοστέφανα των βασιλέων και του Προδρόμου είναι κίτρινα. Η Εύα και ο Άβελ δεν έχουν φωτοστέφανα. Οι «σαρκοφάγοι» είναι ροζ και τα βράχια στο βάθος καφετί.

12. Η Μεταμόρφωση, σε πάνω τμήμα του βόρειου τοίχου, ανατολικό τμήμα. Η σκηνή είναι συμβατική. Από τους αποστόλους που φαίνονται, ο ένας φορά κόκκινο χιτώνα και κίτρινο ιμάτιο και άλλος πράσινο ιμάτιο.

13. Ο Άγιος Αθανάσιος, στο κάτω τμήμα του τοίχου της αψίδας, είναι ο πρώτος από έξι όρθιους Πατέρες της Εκκλησίας που είναι στραμμένοι προς το κέντρο της αψίδας, τρεις σε κάθε πλευρά ως προς το κέντρο. Καθένας έχει κίτρινο φωτοστέφανο, στιχάριον σε λευκό φόντο και ωμοφόριον με μαύρους σταυρούς. Όπως σε πολλές παρόμοιες υστερο-βυζαντινές σειρές στα Βαλκάνια, αλλά στον Πόντο μόνο στη Ματζούκα, οι Πατέρες κρατούν ειλητάρια που φέρουν λειτουργικά κείμενα. Η μεταλλαγή των Πατέρων, η αντίστοιχη θέση τους στην αψίδα και τα λειτουργικά κείμενα που ανατίθενται σε αυτούς δεν φαίνεται να ακολουθούν κανένα σύστημα οπουδήποτε αλλού στον βυζαντινό κόσμο, και κανένα δεν είναι εμφανές εδώ. Δυστυχώς δεν καταγράψαμε το κείμενο στον κύλινδρο χαρτιού που κρατούσε ο Άγιος Αθανάσιος, ο οποίος επιγράφεται Ὁ ἅγ(ιος) Ἀθ(ανάσιος).

14. Ο Άγιος Γρηγόριος (Ναζιανζηνός), στο κάτω τμήμα του τοίχου της αψίδας, ονομάζεται Ὁ ἅγ(ιος) Γρηγόρηος Ὁ Θεολόγ(ος)(φωτ. 225α). Οι πέντε γραμμές του κυλίνδρου του αρχίζουν (αλλά ίσως δεν τελειώνουν) με το άνοιγμα της προσευχής του δεύτερου αντιφώνου: ὁ τὰς κοι | νὰς ταύ | τας καὶ | συμφώ(νους) | ταῖς αιτα (τὰς αἰτήσεις;).244 Στη φωτ. 225α σημειώνονται σκίτσα δύο γενειοφόρων κεφαλιών στο φόντο, δεξιά από το όνομα του Αγίου Γρηγορίου.

15. Ο Άγιος Βασίλειος, στο κάτω τμήμα του τοίχου της αψίδας, προσδιορίζεται από τέσσερα μόνο γράμματα του ονόματός του (φωτ. 225α). Ο δικός του κύλινδρος χαρτιού έχει καταστραφεί και το πρόσωπό του, όπως και όλων των άλλων Πατέρων, έχει παραμορφωθεί.

16. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, σε κατώτερο τμήμα του τοίχου της αψίδας, ο πρώτος από την ομάδα των τριών Πατέρων που είναι στραμμένοι προς τα αριστερά, έχει καταστραφεί ολοσχερώς, εκτός από τη συνένωση (λιγατούρα) του επιθέτου του.

17. Ο Άγιος Γρηγόριος (Νύσσης;) στο κάτω τμήμα του τοίχου της αψίδας, προσδιορίζεται απλώς ως ὁ ἅγ(ιος) Γριγόρηος. Το λευκό του στιχάριον έχει πρασινωπές πτυχές. Οι πέντε γραμμές του ειλητάριού του είναι παρμένες από το άνοιγμα του πρώτου αντιφώνου: Κ(ύρι)ε ὁ Θ(εό)ς ἡ | μῶν οὗ | τὸ Κράτος | ἀ(νε)ίκαστον | κ(αὶ) ἡ δόξα.245

18. Ο Άγιος Νικόλαος, στο κάτω τμήμα του τοίχου της αψίδας, προσδιορίζεται ως ὁ ἅγ(ιος) Νικόλαος (έγινε προσπάθεια να κρυφτεί το όνομά του). Το λευκό του στιχάριον έχει ροζ πτυχώσεις. Οι τέσσερις γραμμές του κυλίνδρου του είναι πολύ κατεστραμμένες, αλλά φαίνεται να είναι παρμένες από το άνοιγμα της εκφωνήσεως της δεύτερης προσευχής των πιστών: ὅ[πως] ὑ|πό τοῦ | κ[ράτου]ς | π(άντ)ο(τε).246

19. Ο Προφήτης Ηλίας, στο κάτω τμήμα του νότιου τοίχου, ανατολικό τμήμα, αριστερά, δεν είναι ευδιάκριτος, εκτός από το όνομά του.

20. Ένας άλλος προφήτης (πιθανώς ο Ελισσαίος), στο κάτω τμήμα του νότιου τοίχου, στο ανατολικό τμήμα, δεξιά, είναι πολύ ασαφής.

21. Ένας μάρτυρας (που διακρίνεται από τον λευκό του σταυρό) στο κάτω τμήμα του νότιου τοίχου, δυτικό τμήμα, αρχίζει σειρά μορφών όρθιων αγίων, που συνεχίζεται στο ίδιο τμήμα του δυτικού τοίχου και του βόρειου τοίχου, στο δυτικό τμήμα. Φωτιά έχει προκαλέσει ζημιές στον πίνακα.

22. Ο Άγιος Αρσένιος, στο κάτω τμήμα του νότιου τοίχου, επιγράφεται αλλά είναι κατεστραμμένος. Ο Άγιος Αρσένιος ο Ρωμαίος, αναχωρητής μαθητής του Αγίου Ιωάννη του Μικρού του 4ου αιώνα, κατά τα άλλα δεν αναπαρίσταται στην ποντιακή ζωγραφική.

23. Ο Άγιος Ευθύμιος, στο κάτω τμήμα του νότιου τοίχου, επιγράφεται αλλά είναι κατεστραμμένος. Σύντροφος του Αγίου Σάββα, ο Άγιος Ευθύμιος υπάρχει και στους πίνακες του 1443 στον πύργο της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας.247

24. Ένας ασκητής άγιος (που διακρίνεται από τα μακριά μαλλιά του), σε χαμηλότερο τμήμα του νότιου τοίχου. Φωτιά έχει προκαλέσει ζημιές στον πίνακα.

25. Όρθιος άγιος, στο κάτω τμήμα δυτικού τοίχου, νότιο τμήμα. Η μορφή διατηρείται σχετικά καλά από τα γόνατα και πάνω, αν και το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλιού έχει καταστραφεί. Ανάμεσα στα φωτοστέφανα και των δύο ήταν ζωγραφισμένη επιγραφή που προσδιορίζει τη δεξιά μορφή (αριθ. 26) ως τον Άγιο Μακάριο, αλλά δεν φαίνεται να υπήρχε επιγραφική αναγνώριση του αριθ. 25. Ντυμένος με ιμάτιον με κοσμήματα πάνω από τον χιτώνα, η μορφή αυτή απεικονίζει αρκετά νεαρό άνδρα, με κεφάλι γεμάτο μαλλιά και μυτερή γενειάδα. Ευλογεί με το δεξί του χέρι και κρατά ειλητάριον στο αριστερό. Στο πλαίσιο αυτού του τμήματος της εκκλησίας θα περίμενε κανείς τον Άγιο Σάββα ή τον Άγιο Αντώνιο, αλλά αυτή η μορφή δεν αντιστοιχεί σε κανένα προφανή ασκητή ή μοναστικό άγιο.

26. Ο Άγιος Μακάριος, δεξιά του αριθ. 25, στο κάτω τμήμα του δυτικού τοίχου, επιγράφεται ὁ ἅγ(ιος) Μακάριος. Το κεφάλι αυτής της εντυπωσιακά ψηλής, τριχωτής, γυμνής μορφής έχει σβηστεί. Το δεξί του χέρι κρατά μακριά γενειάδα. Το αριστερό του είναι ανασηκωμένο ανοιχτό. Όπως ο αριθ. 24, ο Άγιος Μακάριος, πνευματοφόρος της Σκήτης, εικονίζεται ως συμβατικός ασκητής.

27. Οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, στο κάτω τμήμα του δυτικού τοίχου, βόρεια της πόρτας (φωτ. 225β). Όπως εκείνη στο ανατολικό παρεκκλήσι του Αγίου Σάββα (φωτ. 174), και σε αντίθεση με εκείνη στην Άνω Εκκλησία του Σαρμασικλί (αριθ. 9, φωτ. 204γ), η σύνθεση Βαζελώνος δείχνει τον Κωνσταντίνο στα αριστερά και την Ελένη στα δεξιά. Επιγράφονται αντίστοιχα ὁ ἅγ(ιος) Κωνσταντῖνοςκαι ἡ ἁγί(α) Ἑλένη. Ο σταυρός τους φέρει τέσσερα κεφαλαία «έψιλον». Τα στολισμένα με κοσμήματα ενδύματα του παραδείγματος Βαζελώνος είναι πιο ιδιότροπα στη λεπτομέρεια από εκείνα στο παρεκκλήσι του Αγ. Σάββα του 1411, αλλά η σύνθεση έχει ουσιαστικά περισσότερη αυτοπεποίθηση από εκείνη στο Σαρμασικλί. Ο αυτοκρατορικός χιτώνας της Ελένης έχει κόκκινο υπόστρωμα, σκούρες κόκκινες γραμμές σκιάς και λευκές ανταύγειες. Ο καλλιτέχνης έχει μεταχειριστεί πειστικά το άκρο του λώρου της σε σχήμα χαρταετού, σαν να ήξερε πώς φοριόταν στην πραγματικότητα το ρούχο.

28. Ο Άγιος Δημήτριος, στο κάτω τμήμα του βόρειου τοίχου, δυτικό τμήμα, ξεκινά σειρά από τέσσερις όρθιους στρατιωτικούς αγίους, οι οποίοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον χωρίς διαχωρισμό. Ο Άγιος Δημήτριος, αρκετά δημοφιλής αλλού, στη μεσαιωνική ποντιακή ζωγραφική είναι γνωστός μόνο στην εκκλησία 8 του Πιπάτ (αριθ. 7 πιο πάνω).

29. Ο Άγιος Θεόδωρος, στο κάτω τμήμα του βόρειου τοίχου (φωτ. 225γ), δεν έχει τίποτε που να δείχνει ποιος από τους δύο ομώνυμους αγίους παριστάνεται εδώ. Η Άνω Εκκλησία του Σαρμασικλί (αριθ. 9) έχει και τον Θεόδωρο τον Στρατηλάτη και τον Θεόδωρο τον Τύρο, αλλά ο Ποντιακός Τύρος των Ευχαΐτων είναι εκείνος που συνδέεται με τον Άγιο Ευγένιο εκεί, και είναι πιθανό ο επιθυμητός να είναι και εδώ ο Τύρος.

30. Ο Άγιος Ευγένιος Τραπεζούντας, σε χαμηλότερο τμήμα του βόρειου τοίχου (φωτ. 225γ). Παρά τις φθορές στο πρόσωπο, αυτή είναι ίσως η ωραιότερη διασωζόμενη τοιχογραφία του προστάτη της Τραπεζούντας.248 Η μορφή επιγράφεται ὁ Ἅγιος Ευγένιος ὁ Τραπεζούντ(ος). Κρατάει μακρύ λευκό σταυρό μάρτυρα και φοράει κοντό κόκκινο στρατιωτικό χιτώνα και μπλε μανδύα με μαργαριτάρια. Η ασπίδα του σε σχήμα χαρταετού είναι λευκή, διακοσμημένη με μοτίβο που θα μπορούσε να περιγραφεί ως «διασπασμένα κουφικά» γράμματα (υπάρχουν επίσης στο κάλυμμα του νεκροκρέβατου της Θεοτόκου στην Κοίμηση, αριθ. 4) σε κόκκινο χρώμα.

31. Ο Άγιος Γεώργιος, σε κατώτερο τμήμα του βόρειου τοίχου (φωτ. 225γ), επιγράφεται ὁ ἅγ(ιος) Γεώργιος. Ο κόκκινος μανδύας του είναι δεμένος πάνω από πειστική αναπαράσταση αλυσιδωτού θώρακα. Όμως το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της μορφής είναι η ζωγραφισμένη κυκλική ασπίδα της. Σε αντίθεση με τον Άγιο Δημήτριο, ο Άγιος Γεώργιος είναι σχετικά συνηθισμένος στην ποντιακή ζωγραφική, και ο Γεώργιος Μέγας Κομνηνός αντικατέστησε μάλιστα με αυτόν τον Άγιο Ευγένιο, σε ορισμένους τύπους χάλκινων νομισμάτων.249

32. Ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, στο χαμηλότερο τμήμα του βόρειου τοίχου, στο ανατολικό τμήμα, αναγράφεται έτσι και όχι «ο Πρόδρομος» ή «του Βαζελώνος».

33. Η Θεοτόκος, στο κάτω τμήμα του βόρειου τοίχου, στέκεται σε πίνακα που περιλαμβάνει και την αριθ. 34.

34. Ο Χριστός, σε χαμηλότερο τμήμα του βόρειου τοίχου, στέκεται δίπλα στον Άγιο Αθανάσιο (αριθ. 13) στην αψίδα και απέναντι από τον Προφήτη Ηλία (αριθ. 19).

Το ύψος των πλαισίων, εντός των κόκκινων περιθωρίων τους, κυμαίνεται από 1,07 έως 1,40 μ. Όμως η χορωδία των αγγέλων (αριθ. 5) έχει ύψος μόλις 0,69 μ. Το πλάτος των φατνωμάτων, εντός των κόκκινων περιθωρίων τους, κυμαίνεται από 1,74 μ. στη δυτική θύρα, μέχρι 1,22 μ. στην αψίδα. Μερικά φωτοστέφανα επικαλύπτουν τα επάνω περιθώρια. Δεν υπάρχει κενό μεταξύ των ποδιών των μορφών και των κάτω περιθωρίων.

Μετρήσεις επιλεγμένων μορφών σε εκατοστά δίνονται στον Πίνακα που ακολουθεί στο τέλος αυτής της ενότητας.250

Χρονολογία. Ο Τάλμποτ Ράις σημείωνε ότι «οι πίνακες είναι καλά διατηρημένοι και δείχνουν αρκετά καλή δουλειά, αλλά δεν φαίνεται να είναι πολύ νωρίτερα από τα τέλη του 17ου αιώνα».251

Περίπου πενήντα αναθηματικές και άλλες επιγραφές είναι χαραγμένες στις τοιχογραφίες. Το ύφος τους κυμαίνεται από τα προσεγμένα, γραμμωμένα ανοιχτά γράμματα του 14ου και του 15ου αιώνα μέχρι τα περίπλοκα γράμματα του 15ου έως 18ου αιώνα και τη ρέουσα γραφή του τετράδιου αντιγραφής των δασκάλων του 19ου και του 20ού αιώνα. Ένας αριθμός προσευχών και υπογραφών χρονολογείται, συνήθως με αραβικούς αριθμούς, ως εξής: 1661, 1663, 1693, 1716, 1728, ,αλ ; (=173;), 1740, 1747, 1773, 1792, ,αωβ’ (= 1802), 1814 και 1917. Η πιο χρήσιμη επιγραφή, και ίσως η αρχαιότερη από το ύφος των γραμμάτων της, έχει ήδη σημειωθεί πάνω από το κεφάλι του Αγίου Νικολάου. Αναφέρεται στην αναστήλωση της εκκλησίας του Προδρόμου από τον αυτοκράτορα. Η «εκκλησία» δεν μπορεί να είναι αυτό το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία και μάλλον είναι η μοναστηριακή εκκλησία του Προδρόμου του Βαζελώνος εκεί κοντά. Το μοναστήρι προικίστηκε από πολλούς αυτοκράτορες, ιδιαίτερα από τον Αλέξιο Γ’ Μεγάλο Κομνηνό (1349-90).

Εικονογραφικά, η ομάδα των ασκητικών αγίων είναι κατάλληλη για μοναστήρι όπως το Βαζελώνος και υπάρχει αντιστοιχία, για παράδειγμα, με τον Άγιο Σάββα της Τραπεζούντας. Η ομάδα των στρατιωτικών αγίων, με αρχηγό τον Άγιο Ευγένιο Τραπεζούντας, του οποίου την επίσημη λατρεία οι Μεγάλοι Κομνηνοί προσπαθούσαν να προωθήσουν, μπορεί να συγκριθεί με παρόμοια ενδιαφέρον για στρατιωτικούς αγίους στον υστερο-βυζαντινό κόσμο, όχι μόνο στον Πόντο, αλλά και στη Σερβία του 14ου αιώνα.

Ο ζωγράφος του Αγίου Ηλία είχε αίσθηση κλίμακας και μνημειακότητας. Αυτό το πέτυχε σε μικρό παρεκκλήσι περιορίζοντας τις σκηνές εορτών σε δέκα, συν την Κοίμηση, και εξαλείφοντας μερικά από τα κόκκινα περιθώρια (π.χ. μεταξύ Σταύρωσης και Ανάστασης, Βάπτισης και Ανάστασης του Λαζάρου, Γέννησης και Υπαπαντής) που διαφορετικά θα είχαν υπερδιαιρέσει την εργασία. Η αίσθηση βαρύτητας και όγκου σε ορισμένα από τα σχήματα ίσως παραπέμπει στον 13ο αιώνα γενικά και στην Αγία Σοφία της Τραπεζούντας, ειδικότερα.252 Ιδιαίτερα παρατηρείται στον άγγελο του Ευαγγελισμού (φωτ. 219α, β), στους αγγέλους της Βάπτισης (φωτ. 222), και στους αποστόλους Παύλο και Ιωάννη στην Κοίμηση (φωτ. 217β). Το έργο στην Αγία Σοφία της Τραπεζούντας θυμίζουν τα πρόσωπα ενός ζευγαριού αποστόλων πάνω από τον Άγιο Παύλο στην Κοίμηση, ενός χωρίς γένεια αποστόλου, του δεύτερου πίσω από τον Χριστό, στην Ανάσταση του Λαζάρου (φωτ. 223α), καθώς και η χορωδία των αγγέλων, με τα πολύχρωμα φωτοστέφανα τους, στην αψίδα (φωτ. 218).

Η αίσθηση του όγκου αυξάνεται μειώνοντας τον αριθμό των χρωματικών τόνων και συνεπώς μειώνοντας τον γραμμικό ορισμό. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι το μαύρο χρησιμοποιείται με μεγάλη φειδώ. Συχνά αφήνεται εκτός τόσο στις γραμμές σκίασης όσο και στα περιγράμματα, έτσι ώστε η όλη εντύπωση να είναι χαλαρού όγκου, για παράδειγμα, στη σύνθεση του Στρατού των Αγγέλων.

Στιλιστικά, ο Άγιος Ηλίας έχει κάποιες συγγένειες με την Αγία Σοφία Τραπεζούντας και ουσιαστικά καμία με τους Ταξιάρχες της Σαχνόης. Αλλά τα στοιχεία της εικονογραφίας, των επιγραμμάτων και του ύφους του, καθώς και η γνώμη του Τάλμποτ Ράις, δεν καταλήγουν να σημαίνουν πολλά. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι ο ναός χρονολογείται σχεδόν σίγουρα στην περίοδο 1204-1461 και, πιθανώς, στα τέλη του 13ου ή του 14ου αιώνα.

27. Γρηγόριος Νεοκαισαρείας, Μετόχι Μονής Βαζελώνος

Θέση. Μέσα στο δάσος, μία περίπου ώρα ανατολικά της μονής Βαζελώνος, στην περιοχή Σαχνόη.

Ιστορία. Όπως αναφέρει ο Κυριακίδης, δεν έχουμε άλλα στοιχεία για την τοποθεσία.253

28. Μονή Παναγίας Κρεμαστής (Κιζλάρ Μανάστιρ) (φωτ. 226α)

Θέση. Κάτω από την Αιθέρισα, τα κτίρια της μονής, που καλύπτουν ιερό σπήλαιο, διακρίνονται καθαρά από τη σύγχρονη εθνική οδό, πάνω από τη δυτική όχθη του Πρύτανη.

Ιστορία. Ο τόπος, πιθανώς μεσαιωνικό ίδρυμα, επανιδρύθηκε ως γυναικείο μοναστήρι από τη Μονή Βαζελώνος το 1858, ως αντίστοιχο της Βαζελώνος με το γυναικείο μοναστήρι Προδρόμου της Σουμελά στο Κουσπιδίον. Τα περισσότερα από εκείνα που είναι σήμερα ορατά, και ειδικά η εκκλησία-σπήλαιο, ιδρύθηκαν μετά το 1858 και έχουν δημοσιευτεί αλλού. Αλλά τα θεμέλια των τριγωνικών κελιών είναι σαφώς παλαιότερα και ίσως αντιπροσωπεύουν μεσαιωνικό ιερό για το οποίο δεν έχουμε φιλολογικά στοιχεία.254

29.Άγιος Ευγένιος, στο Γιαννάντων (Γιανάντοζ, τώρα Γιαζιλί-τας)/h3>

Θέση και ταυτοποίηση. Μεταξύ Γιαννάντων και Ποντίλα (Γκιουζέλτζε), στην ανατολική όχθη του Πρύτανη. Η εκκλησία που περιγράφεται από τον Τάλμποτ Ράις στο «Γιαζιλί Τας Χαρκάντ», που στέκεται σε βραχώδες ύψωμα, είναι προφανώς το Γιαζιλῆ-τάς του Κυριακίδη και το Γιαζιλί-τασιντου Ζερζελίδη, στο ορόσημο του 45ου χιλιομέτρου από την Τραπεζούντα. Καταστράφηκε πριν από το 1962.255

Αρχιτεκτονική. Μικρή βασιλική με στρογγυλή αψίδα, με δυτική πόρτα και λιθόστρωτη στέγη. Η πόρτα είχε χυτό πλαίσιο, πάνω από το οποίο υπήρχε τύμπανο.

Διακόσμηση. Τόσο το εξωτερικό όσο και το εσωτερικό ήσαν ζωγραφισμένα, με το κόκκινο και το μαύρο να είναι τα κύρια χρώματα. Η ζωγραφική βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση συντήρησης το 1929.

Χρονολογία. Ο Τάλμποτ Ράις πρότεινε μια χρονολογία του 16ου αιώνα για την εκκλησία και τους πίνακές της. Ο Ζερζελίδης τους ονόμασε αρχαίους. Μάλλον ήταν μεσαιωνικοί.

30.Αγία Μαρίνα, στο Γιαννάντων (Γιανάντοζ, τώρα Γιαζιλί-τας)

Θέση. Μεταξύ Γιαννάντων και Ποντίλα (Γκιουζέλτζε), στην ανατολική όχθη του Πρύτανη και πιθανώς κοντά στον Άγιο Ευγένιο.

Ιστορία. Περιγράφεται από τον Ζερζελίδη ως παρεκκλήσι που χρονολογείται από την περίοδο των (Μεγάλων) Κομνηνών. Δεν έχουμε άλλη καταγραφή.256

31. Άγιος Βασίλειος, στο Κουνάκαλιν (Κόνακα, τώρα Κουγκουκ-κονάκ) (φωτ. 226β)

Θέση. Στο Μεσσορύμ, στον κεντρικό οικισμό Κουνάκαλιν, στη δυτική όχθη του Πρύτανη, απέναντι από τα Ποντίλα.

Ιστορία. Περιγράφεται από τον Ζερζελίδη ως μικρή αρχαία εκκλησία. Δεν έχουμε άλλη καταγραφή. 257

32. Άγιος Παγκράτιος, στο Κουνάκαλιν (Κόνακα, τώρα Κουγκούκ-κονάκ)

Θέση. Στο Μεσσορύμ, στον κεντρικό οικισμό Κουνάκαλιν, στη δυτική όχθη του Πρύτανη, απέναντι από τα Ποντίλα.

Ιστορία. Περιγράφεται από τον Ζερζελίδη ως μικρή αρχαία εκκλησία. Δεν έχουμε άλλη καταγραφή.258

33. Άγιος Κωνσταντίνος, στο Κουνάκαλιν (Κόνακα, τώρα Κουγκούκ-κονάκ)

Θέση. Στο Ταρατσάντων, στα βόρεια του κεντρικού Κουνάκαλιν.

Ιστορία. Περιγράφεται από τον Ζερζελίδη ως αρχαία και ερειπωμένη πριν από το 1923.259

34. Αγία Ελένη, στο Κουνάκαλιν (Κόνακα, τώρα Κουγκούκ-κονάκ)

Θέση. Στο Ταρατσάντων, στα βόρεια του κεντρικού Κουνάκαλιν.

Ιστορία. Περιγράφεται από τον Ζερζελίδη ως αρχαία και ερειπωμένη πριν από το 1923.260

35. Άγιος Γρηγόριος, στο Κουνάκαλιν (Κόνακα, τώρα Κουγκούκ-κονάκ)

Θέση. Στο Ταρατσάντων, στα βόρεια του κεντρικού Κουνάκαλιν.

Ιστορία. Περιγράφεται από τον Ζερζελίδη ως αρχαία και ερειπωμένη πριν από το 1923. 261

36. Άγιος (Θεόδωρος) Γαβράς, στο Κουνάκαλιν (Κόνακα, τώρα Κουγκούκ-κονάκ)

Θέση. Στο Κουράντζε, καλοκαιρινό οικισμό του Κουνάκαλιν και βορειοδυτικά του κεντρικού χωριού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Μυλ και σε υψόμετρο 1.200 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας.

Ιστορία. Αν και ο Ζερζελίδης δεν περιγράφει αυτό το παρεκκλήσι ως παλιό, η αφιέρωσή του υπονοεί ότι μπορεί να είναι μεσαιωνικό. 262

37. Μονή Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, στο Κουνάκαλιν (Κόνακα, τώρα Κουγκούκ-κονάκ)

Θέση. Στο Ταρατσάντων, στα βόρεια του κεντρικού Κουνάκαλιν.

Ιστορία. Περιγράφεται διαφορετικά από τον Ζερζελίδη και τον Τοπαλίδη ως υφιστάμενο ή ιδρυμένο, την εποχή του Ιουστινιανού, το 870 και το 1363. Η πιο σταθερή μεσαιωνική μαρτυρία για το μοναστήρι είναι ένα έγγραφο του Ιανουαρίου 1349, στο οποίο ο ηγούμενός του Μακάριος συνήψε συμφωνία με τον ηγούμενο Θεόκτιστο της Βαζελώνος. Το μοναστήρι ήταν ερειπωμένο το 1923.263

38. Μονή Θεοτόκου Λαχανά

Θέση. Στον Λαχανά, βορειοανατολικά του κεντρικού Γενακάντων (Γιανακάντοζ, τώρα Γκιουργκεναγάτς), προς Ποντίλα, στην ανατολική όχθη του Πρύτανη.

Ιστορία. Η Πράξη Βαζελώνος 106 αποκαλύπτει ότι στα τέλη του 13ου αιώνα το μοναστήρι αντλούσε έσοδα από το Κουνάκαλιν-Ιντζούλε. Δεν υπάρχει μεταγενέστερη καταγραφή του.264

39. Θεοτόκος (Παναγία), εις Γενακάντων, Γιανακάντοζ, τώρα Γκιουργκεναγάτς

Θέση. Στο κεντρικό Γενακάντων, στην ανατολική όχθη του Πρύτανη.

Ιστορία. Περιγράφεται από τον Ζερζελίδη ως αρχαίος ζωγραφισμένος ναός.265

40. Ευαγγελίστρια, Γενακάντων, Γιανακάντοζ, τώρα Γκιουργκεναγάτς

Θέση. Στο Ομάλ, νοτιοδυτικά του κεντρικού Γενακάντων, προς την Κρένασα, στην ανατολική όχθη του Πρύτανη.

Ιστορία. Περιγράφεται από τον Ζερζελίδη ως αρχαίο παρεκκλήσι. Ο Μπράιερ σημείωσε αντικριστές πέτρες του είδους του «μελί συσσωματώματος» και διάσπαρτα μαρμάρινα κομμάτια στην περιοχή Ομάλ, που θα μπορούσαν να είναι απομεινάρια της.266 Το «μελί συσσωμάτωμα» είναι η ίδια πέτρα με εκείνη που βρέθηκε στην εκκλησία Πιπάτ A (αριθ. 6), αλλά το μάρμαρο μπορεί να υποδηλώνει εκκλησία του 19ου αιώνα.

41. Άγιος Γεώργιος Ραχάτων, Γενακάντων (Γιανακάντοζ, τώρα Γκιουργκεναγάτς)

Θέση. Μεταξύ κεντρικού Γενακάντων και μεγάλου δρόμου.

Ιστορία. Περιγράφεται από τον Ζερζελίδη ως μεγάλη αρχαία εκκλησία.267

42. Αγία Άννα, Κρένασα-Αντολίν (Κίρανσα, τώρα Αναγιούρτ)

Θέση. Στα Αχούρια, στην ανατολική όχθη του Πρύτανη.

Ιστορία. Περιγράφεται από τον Ζερζελίδη ως αρχαία εκκλησία με τοιχογραφίες.268

43. Μονή Θεοτόκου (Παναγίας) Κρένασας

Θέση. Στην Ξενίτα, ανάμεσα στην Κρένασα και τη Ζαμπέρα (ἡ Ζαβέρα, τώρα Ντίκ Καγιά).

Ιστορία. Περιγραφόμενο ως αρχαίο μοναστήρι από τον Ζερζελίδη, τα κτίριά του και μια συνδεδεμένη εκκλησία ήσαν ερειπωμένα το 1923. Δεν έχουμε άλλη καταγραφή για αυτό.269

44. Άγιος Σάββας, Σταμάν (Ιστάμα, τώρα Μπασάρ).

Θέση. Στην Καμπάνα, στον πυθμένα της κοιλάδας του Πρύτανη μεταξύ Κρένασας και Σταμάν, και συνεχόμενος με το αριθ. 43.

Ιστορία. Ο Ζερζελίδης αναφέρει ότι ο ναός συνδεόταν με το μοναστήρι της Θεοτόκου της Κρένασας.270

45. Θεοτόκος (Παναγία), Κρένασα (Κίρανσα, τώρα Αναγιούρτ)

Θέση. Στην Καμπάνα, στον πυθμένα της κοιλάδας του Πρύτανη μεταξύ Κρένασας και Σταμάν, και συνεχόμενο με το αριθ. 44.

Ιστορία. Ο Ζερζελίδης αναφέρει ότι η ερειπωμένη εκκλησία συνδεόταν με το μοναστήρι της Θεοτόκου της Κρένασας.271

46. Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, Σταμάν, (Ιστάμα, τώρα Μπασάρ)

Θέση. Στο Σκέπαρι, βορειοδυτικά της Καμπάνας.

Ιστορία. Περιγράφεται από τον Ζερζελίδη ως αρχαία εκκλησία με τοιχογραφίες.272

47. Άγιος Λογγίνος, Σταμάν (Ιστάμα, τώρα Μπασάρ)

Θέση. Στη Χαλάβενα του Σταμάν, ψηλά στις ανατολικές πλαγιές του όρους Βουδοξή.

Ιστορία. Περιγράφεται από τον Ζερζελίδη ως αρχαία εκκλησία.273

48. Άγιος Νικόλαος, Σταμάν (Ιστάμα, τώρα Μπασάρ)

Θέση. Βόρεια της Καμπάνας.

Ιστορία. Περιγράφεται από τον Ζερζελίδη ως αρχαία εκκλησία.274

49. Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, Σταμάν (Ιστάμα, τώρα Μπασάρ)

Θέση. Ψηλά στις δασώδεις πλαγιές του όρους Βουδοξή.

Ιστορία. Περιγράφεται από τον Ζερζελίδη ως αρχαία, μικρή, εκκλησία.275

50. Ανάληψη, Σταμάν (Ιστάμα, τώρα Μπασάρ)

Θέση. Στο ποτάμι και τη λίμνη της Ανάληψης (Περβανέογλου Ντερέ), στο Γερκιοπρού, στον παλιό μεγάλο δρόμο, τον οποίο τον 19ο αιώνα το χωριό δεν κατάφερε να πείσει τις αρχές να ακολουθήσουν για τον σημερινό δρόμο.

Ιστορία. Ο μοναστηριακός χώρος, που λέγεται ότι καταστράφηκε από τους Πέρσες την εποχή του Ιουστινιανού, συνδέθηκε αργότερα με το μοναστήρι της Θεοτόκου της Κρένασας.276

51. Άγιος Χριστόφορος, στη Ζάμπερα (Ζάβερα, τώρα Ντικ Καγιά)

Θέση. Στο Λεφτόκαριν, το υποτιθέμενο βυζαντινό κέντρο της Ζάβερας, ανατολικά του Παλαιόκαστρου.

Ιστορία. Περιγράφεται από τον Ζερζελίδη ως αρχαίος βυζαντινός ναός, βασιλική στο σχέδιο.277

52. Παλαιόκαστρο(ν), Κάστρο Παλαιοματζούκας, Χαμσικιόι Καλέ, Ντικ Καγιά Καλέ (σχήμα 98, φωτ. 227α, β)

Θέση. Σκαρφαλωμένο σε μεγάλο βράχο πάνω από τον Πρύτανη, το κάστρο είναι από τα πιο εντυπωσιακά ορόσημα του Πόντου (φωτ. 227α).

Αρχιτεκτονική. Το κάστρο αποτελείται από φυλάκιο, ένα τετράγωνο πλευράς περίπου 20 μ., τα τείχη του οποίου εξακολουθούν να φθάνουν κατά τόπους σε ύψος 10 μ. Είναι χτισμένα από πέτρες σε τυχαίες στρώσεις και έχει γίνει προσπάθεια να εξομαλυνθεί το εξωτερικό με κονίαμα. Είναι ορατές τουλάχιστον δύο περίοδοι κατασκευής. Στη δεύτερη, υψώθηκαν ένας ή περισσότεροι όροφοι πάνω στο φυλάκιο. Με αυτές τις προσθήκες ίσως συνδέεται και ένα τειχοπέτασμα που περικλείει περιοχή διαστάσεων περίπου 25×40 μ. στην ανατολική πλευρά του φυλακίου (σχήμα 98, φωτ. 227β).

Χρονολογία. Αν το κάστρο είναι το «Πύργκεν» της Πράξης Βαζελώνος 104 του 13ου αιώνα, τότε ίσως αποτελούνταν μόνο από το φυλάκιο. Όταν ο Κλαβίχο πέρασε από κάτω του, το 1404, ήταν κάστρο, που ονομαζόταν Παλαιοματζούκα και πιθανώς έδρα του δούκα του αποσχισμένου βάνδου. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποθέσει ότι η δεύτερη περίοδος οικοδόμησης ήρθε τον 14ο αιώνα.278

53. Άγια Σωτήρα (Αϊ Σοτίρ), στη Λεύκα (σχήμα 99, φωτ. 228)

Θέση και ταυτοποίηση. Το παρεκκλήσι βρίσκεται περίπου 400 μ. ανατολικά του κάστρου της Παλαιοματζούκας, με θέα το σύγχρονο Χαμσικιόι, στο αγρόκτημα της Ζάβερας που ονομάζεται Λεύκα (Λευκέν’). Αντιστοιχεί στην Ἄγε-Σωτήρατου Ζερζελίδη και ήταν, ειδικότερα, αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση.279

Αρχιτεκτονική. Καμαροσκέπαστο παρεκκλήσι με μονή ημικυκλική αψίδα, οι εξωτερικές διαστάσεις του οποίου δεν υπερβαίνουν τα 4×8 μ. Το εσωτερικό είναι επενδεδυμένο με καλά κομμένα κομμάτια, αλλά η εξωτερική όψη έχει αφαιρεθεί εξ ολοκλήρου, εκθέτοντας έναν πυρήνα συντριμμιών. Το δυτικό άκρο του κτιρίου, το οποίο είναι τώρα αχυρώνας, λείπει σε μεγάλο βαθμό, αλλά απομένουν αρκετά για να φανεί ότι υπήρχε παράθυρο ή τύμπανο πάνω από το υπέρθυρο της πόρτας, παρόμοιο με εκείνο πάνω από την είσοδο της Εκκλησίας Α στο Ικισού. Υπάρχουν ελαφρά ίχνη σοβά. Το ύψος του ημικυλινδρικού θόλου του ναού είναι τώρα 3,65 μ. Ένα ραβδωτό τόξο υψώνεται μπροστά από την καθαρά χτισμένη κόγχη της αψίδας. Πιθανόν οι τρεις ή τέσσερις λειτουργικές κόγχες της αψίδας να έγιναν αργότερα.

Χρονολογία. Μια κάθε άλλο παρά εξαντλητική έρευνα για τις ενενηνταπέντε εκκλησίες που κατέγραψε ο Ζερζελίδης ότι υπήρχαν στο σχετικά βραχύ τμήμα της κοιλάδας του Πρύτανη στην άνω Ματζούκα πριν από το 1922, αποκάλυψε τα ερείπια λιγότερων από δώδεκα. Από αυτές, το παρεκκλήσι της Αγίας Σωτήρας, η Λεύκα, ήταν το μόνο που ήταν ξεκάθαρα μεσαιωνικό (αν και ο Ζερζελίδης δεν επιχειρεί να αποφανθεί για τη χρονολογία του). Ανήκει όμως σε τόσο συνηθισμένο ποντιακό μεσαιωνικό τύπο, που δεν μπορεί κανείς να είναι πιο ακριβής.280

54. Κοίμηση της Θεοτόκου, Τσαχαριάντων, Χαμσικιόι

Θέση. Στο Μυτικαρέν, το βορειοανατολικό τμήμα του Τσαχαριάντων, στο σημερινό κεντρικό Χαμσικιόι.

Ιστορία. Περιγραφόμενη από τον Ζερζελίδη ως αρχαία εκκλησία με τοιχογραφίες, η Κοίμηση πρέπει να ήταν από τις πρώτες που καταστράφηκαν στο Χαμσικιόι, καθώς βρισκόταν ανάμεσα στα χάνια, τα καταστήματα και τους πάγκους που πωλούν ρυζόγαλο (για το οποίο ο τόπος φημίζεται τώρα παντού στην Τουρκία), σε αυτό που είναι τώρα ένας πολυσύχναστος σταθμός λεωφορείων. Δεν αναφέρθηκε από τον Τάλμποτ Ράις εκεί το 1929, όταν στέκονταν ακόμη πιο μακρινές και σύγχρονες εκκλησίες.281

55. Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, Μελιανάντων, Χαμσικιόι

Θέση. Στο Μαγγάν των Άνω Μελιανάντων (Μελανλί, τώρα Τσιραλί), νότια του κεντρικού Χαμσικιόι. Ένας από τους υψηλότερους μόνιμους οικισμούς της Παλαιοματζούκας.

Ιστορία. Ο Ζερζελίδης αναφέρει ένα αρχαίο εκκλησάκι.282

56. Ταξιάρχες, Μελιανάντων, Χαμσικιόι

Θέση. Στο Κάνγκελ του Άνω Μελιανάντων (Μελανλί, τώρα Τσιραλί), νότια του κεντρικού Χαμσικιόι.

Ιστορία. Ο Ζερζελίδης αναφέρει ότι μια αρχαία εκκλησία ήταν αφιερωμένη στους Αρχαγγέλους.283

57. Κοίμηση της Θεοτόκου, Τσαχαριάντων, Χαμσικιόι

Θέση. Στο Παλαιχώρ, ένα καλοκαιρινό χωριό των Τσαχαριάντων, που βρίσκεται περίπου 1.800 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, 3,5 χλμ. νοτιοδυτικά του Χαμσικιόι, κάτω από το πέρασμα Ζύγαινας. Είναι ξεκάθαρα ορατό με περίπου εικοσιπέντε λεπτά ανάβασης ανατολικά του σύγχρονου δρόμου, αφότου αυτός έχει στριφογυρίσει πάνω από τη γραμμή των δέντρων και μέσα στους ανοιχτούς βοσκοτόπους.

Ιστορία. Αναφέρεται από τον Ζερζελίδη ως μικρή αρχαία εκκλησία. Βλέπε αριθ. 58 πιο κάτω.284

58. Άγιος Σωτήρας (Αϊ Σοτίρ), Μελιανάντων, Χαμσικιόι

Θέση. Στα Βαθέας Έλας, το κύριο καλοκαιρινό χωριό των Μελιανάντων που βρίσκεται περίπου 2.200 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, 3 χλμ. νότια του Χαμσικιόι. Τα στριμωγμένα σπίτια του, ορατά από κάτω σε όσους διασχίζουν τις Ποντικές Πύλες, είναι χτισμένα από πέτρα και βυθισμένα στην πλαγιά του λόφου, όπως και αυτά του Παλαιχώρ.

Ιστορία. Ο Ζερζελίδης αναφέρει μια αρχαία εκκλησία, αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση. Αν αυτή, και η Κοίμηση στο Παλαιχώρ (το όνομα του οποίου υποδηλώνει παλαιό οικισμό), ήσαν όντως μεσαιωνικές εκκλησίες, το γεγονός θα είχε σημαντική ιστορικές επιπτώσεις. Το Παλαιχώρ και τα Βαθέας Έλας θα ήσαν εκτεθειμένα σε επίθεση Τουρκμένων την άνοιξη και θα εγκαταλείπονταν πάντοτε τον χειμώνα. Αν οι καλοκαιρινές εκκλησίες τους ήσαν μεσαιωνικές, όχι μόνο θα αντιπροσώπευαν τα ψηλότερα ευρισκόμενα κτίρια της Τραπεζούντας, αλλά θα έλεγαν πολλά για την ασφάλεια της ζωής εποχιακής μετακίνησης, που υπήρχε τότε σε αυτά τα καταπράσινα βουνά.285

59. Κάστρο Ζύγαινα, Καλκάντερε Καλέ (φωτ. 229α, β)

Θέση. Το αστυνομικό τμήμα και η ομάδα κρεοπωλείων που υπάρχουν σήμερα στον αναζωογονητικό αέρα του περάσματος Ζύγαινας, δεν αντιπροσωπεύουν τη μεσαιωνική Ζύγαινα, η οποία, για τη διευκόλυνση των περιηγητών και των λίγων μόνιμων κατοίκων της, είναι κρυμμένη στις πτυχές των βουνών νότια του περάσματος. Ούτε αποτελεί υδροκρίτη. Ρυάκια ρέουν ακόμη βόρεια. Υπάρχουν τρεις οικισμοί, μαζεμένοι στις δύο πλευρές αυτού του παραπόταμου του Φιλαβωνίτη (Χαρσίτ), 2 περίπου χλμ. κάτω από το πέρασμα. Ο πρώτος βρίσκεται στον σημερινό (και του 19ου αιώνα) δρόμο, στα ανατολικά του ποταμού. Είναι σίγουρα αυτός σε μια φωτογραφία των Κουμόντ, και πιθανότατα αναπαρίσταται σε χαρακτικό του 1869, που δημοσιεύτηκε από τον Ντεϊρόλ, το οποίο δείχνει εκκλησία, βασιλική με ενιαία ημικυκλική αψίδα, με τρούλο στην κορυφή, πάνω από τύμπανο που έχει μέχρι και δώδεκα παράθυρα, με θέα στη χαράδρα και στον δρόμο ανάμεσα στα χάνια. Στο ρέμα, περίπου 180 μ. κάτω από το χωριό, βρίσκεται παλαιότερος σταθμός ανάπαυσης, όπως φαίνεται από τα απομεινάρια εντυπωσιακού οθωμανικού καραβανσεράι, ο κεντρικός θόλος του οποίου κάποτε φερόταν από οκτώ κίονες, καθένας με ύψος πάνω από 5 μέτρα. Το καραβανσεράι (φωτ. 229α), που εγκαταλείφθηκε τον 19ο αιώνα ή πιο πριν, πρέπει να χτίστηκε μετά την κατάκτηση της περιοχής από τον Μωάμεθ Β’ το 1479-80 και με το μέγεθός του ίσως τονίζει την οθωμανική αποφασιστικότητα του τέλους του 15ου και των αρχών του 16ου αιώνα, να γίνει ασφαλής η διαδρομή της Ταμπρίζ. Η τρίτη τοποθεσία, την οποία αντικατέστησε το οθωμανικό χάνι, είναι η παλαιότερη και βλέπει την οθωμανική από ψηλά, πάνω από τη δυτική όχθη του ποταμού και εκείνη που ήταν η διαδρομή του Κλαβίχο το 1404. Όντας τώρα ασήμαντη και όχι άμεσα ορατή από τον δρόμο, φαίνεται ότι έχει σημειωθεί μέχρι τώρα μόνο από τους Κουμόντ. Το κάστρο βρίσκεται 700 μέτρα δυτικά του Ζίγκανα Κογιού, πάνω σε βράχο, από τον οποίο είναι ορατό το ίδιο το πέρασμα υπό γωνία 51° από τον βορρά. Ο επόμενος σταθμός ανάπαυσης, στην Τορούλ στον νότο, δεν είναι ορατός από αυτό.

Αρχιτεκτονική. Το 1404 ο Κλαβίχο περιέγραψε το κάστρο στην κορυφή, στο οποίο μπορούσε κανείς να φτάσει μόνο με ξύλινη γέφυρα από άλλον βράχο. Το 1900 οι Κουμόντ ανέφεραν ότι, από τα ερείπια του κάστρου, «υπάρχουν τα θεμέλια στρογγυλού πύργου στο τέλος της κορυφογραμμής που ακολουθούσε ο περίβολος. Στους πρόποδες αναβλύζει σιδηρούχα πηγή».286 Σήμερα ένας μικρός δρόμος έχει φτιαχτεί με ανατινάξεις πέρα από τα ερείπια του κάστρου, τα οποία αποτελούνται από τον κακοχτισμένο προμαχώνα στο νότιο άκρο κορυφογραμμής, ο οποίος υψώνεται στα 3,5 μέτρα στο ψηλότερο σημείο του (φωτ. 229β). Τα τείχη ήσαν πολύ χοντροκομμένα. Το κονίαμα περιλαμβάνει άφθονο ασβέστη και βότσαλα. Μικρότερο και λιγότερο εντυπωσιακό από το κάστρο της Παλαιοματζούκας, φαίνεται παρ’ όλα αυτά ότι αποτελούνταν από φυλάκιο (ή παρατηρητήριο) και υποτυπώδη περίβολο.

Χρονολογία. Το σημερινό κάστρο πρέπει να χρονολογείται πριν από το 1404, αλλά η στρατηγική θέση της τοποθεσίας απαιτούσε κάποιου είδους σταθμό ελέγχου από την αρχαιότητα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Μαζί με την ίδια την Τραπεζούντα, η ενδοχώρα της Ματζούκας περιλαμβάνει τον μεγαλύτερο αριθμό μεσαιωνικών μνημείων από οποιοδήποτε μέρος του Πόντου (βλ. σχήμα 100), όπως ακριβώς και αυτή η Μελέτη. Όμως μια ανάλυση των κτιρίων που περιγράψαμε μας επιτρέπει να βγάλουμε ακόμη λιγότερα συμπεράσματα, απ’ όσα θα μπορούσε να βγάλει ο Τάλμποτ Ράις από τα ακόμη πιο ανεπαρκή στοιχεία που δημοσίευσε.

Εκτός από τα κτίρια και τις αγιογραφίες των τριών μεγάλων σπηλαιομονάστηρων (του αριθ. 8, που επανιδρύθηκε το 1393, του 22, που ανασυστάθηκε το 1365 και του 26, που πιθανότατα επαναπροικίστηκε το 1386), τα μεσαιωνικά μνημεία της Ματζούκας ήσαν τόσο λιτά, όσο ήσαν πολυάριθμα. Με δεδομένο τον ζήλο του 19ου αιώνα για την οικοδόμηση ή την επανίδρυση εκκλησιών (που δεν τεκμηριώνεται εδώ), η τοπική παράδοση ότι υπήρχαν 365 εκκλησίες στα βάνδα Ματζούκας και Παλαιοματζούκας αποτελεί σίγουρα υποεκτίμηση.287 Όμως, εκτός από τις μεσαιωνικές εκκλησίες που ιδρύθηκαν από μοναστηριακούς, αυτοκρατορικούς ή αρχοντικούς προστάτες (όπως ήσαν οι αριθ. 8, 15, 18, 19, 21, 22, 25 και 26), οι υπόλοιπες ανήκαν σε μια δημώδη υποκουλτούρα, της οποίας το ενδιαφέρον είναι ακριβώς ότι δεν αντιπροσωπεύει τίποτε περισσότερο από αυτό. Η τεκμηρίωσή μας δεν είναι πλήρης, αλλά καταδεικνύει τόσο το εύρος όσο και τα όρια της τέχνης και της αρχιτεκτονικής της υστερο-βυζαντινής εκκλησίας του χωριού.

Τα κάστρα της Ματζούκας ήσαν επίσης λιτά χτισμένα, αν και ήσαν εντυπωσιακά τοποθετημένα. Με εξαίρεση το Χορτοκόπιον, που ίσως ήταν πιο μόνιμα επανδρωμένο ίδρυμα, ήσαν απλώς σκοπιές. Τα πέντε που περιγράψαμε (αριθ. 17, 23, 24, 52 και 59) σίγουρα χτίστηκαν ή οχυρώθηκαν τον 13ο ή 14ο αιώνα, ενώ το αριθ. 23 βρίσκεται, και το αριθ. 59 θα έπρεπε να βρίσκεται, σε αρχαία τοποθεσία. Το αριθ. 23 ίσως ήταν αυτοκρατορικό κάστρο, τα αριθ. 17 και 24 ήσαν μοναστηριακά και τα αριθ. 52 και 59 ήσαν αρχοντικά κάστρα, αλλά δεν υπάρχουν πολλά να διαλέξει κανείς ανάμεσά τους.

Εκτός από τις μονές Περιστέρας, Σουμελά και Βαζελώνος, υπήρχαν τουλάχιστον άλλες τέσσερις που πιθανότατα άκμασαν τον 13ο και 14ο αιώνα, οι αριθ. 37, 38, 43 και 50 (για τις οποίες υπήρξαν ισχυρισμοί για ύπαρξη από τον 6ο αιώνα). Οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι μεσαιωνικές εκκλησίες της Ματζούκας ανήκουν επίσης στην ίδια περίοδο, αν και ο Ουίνφιλντ προτείνει χρονολογίες του 8ου και του 9ου αιώνα για την αριθ. 9 και μια χρονολογία του 12ου αιώνα για την αριθ. 10. Υπάρχουν χρονολογίες (αν και ανασφαλείς) 1378/79 για την αριθ. 15, 1390/91 για την αριθ. 25 και 1403/04 για την αριθ. 19. Έχουν προταθεί χρονολογίες 14ου αιώνα για τις αριθ. 1 και 5, 13ου-14ου αιώνα για τις αριθ. 4, 7, 9, 12-14, 18, 22, 24 και 26, και 14ου-15ου αιώνα για την αριθ. 11. Όπως και η αριθ. 2, οι «αρχαίες» εκκλησίες του Ζερζελίδη των αριθ. 29-36, 39-49, 51 και 53-58 μπορεί επίσης να είναι ύστερες μεσαιωνικές. Αυτό το ξέσπασμα οικοδόμησης, και η ευημερία που το δημιούργησε, συμπίπτει με τις περιόδους τοπικής ανεξαρτησίας από το 1204 μέχρι το 1461, περίοδος η οποία, όπως έχει ήδη σημειωθεί, ήταν όχι απροσδόκητα υπεύθυνη για το μεγαλύτερο μέρος των μεσαιωνικών μνημείων της πρωτεύουσας.

Οι περισσότερες εκκλησίες ήσαν μικρές καμαροσκέπαστες βασιλικές με στρογγυλές αψίδες, συνήθως καλυμμένες με στέγες από πέτρα και πάντοτε χτισμένες με πέτρα, όπως οι αριθ. 4, 6, 9, 10-13, 16, 26, 29, 51 και 53. Υπήρχαν μερικές παραλλαγές: Η αριθ. 3 είχε 3 αψίδες. Οι αριθ. 5 και 25 (η πιο αξιοσημείωτη) ήσαν θολωτές. Και οι αριθ. 3 και 25 είχαν πεντάγωνες αψίδες, το σήμα των πιο επιτηδευμένων εκκλησιών των Μεγάλων Κομνηνών. Πέτρα «μελί συσσωματώματος» χρησιμοποιήθηκε στις αριθ. 6, 7 και ίσως 40, και τούβλο ή κεραμίδι στις αριθ. 2 και 6. Παρά τα κεραμικά έργα του Κιρεμιτλί, τούβλα δεν φαίνεται να έχουν χρησιμοποιηθεί πολύ στα ανώτερα όρια της κοιλάδας. Τα τρία μεγάλα μοναστήρια έδωσαν το παράδειγμα για εκκλησίες-σπηλιές, που ακολουθήθηκε στις αριθ. 18 και 28.

Οι εσωτερικοί τοίχοι δεκατριών τουλάχιστον εκκλησιών ήσαν αγιογραφημένοι (αριθ. 4, 7, 10-12, 18, 22, 25, 26, 29, 39, 42 και 46). Πιο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι αγιογραφήθηκαν και οι εξωτερικοί τοίχοι τουλάχιστον επτά εκκλησιών (αριθ. 7, 11, 15, 18, 22, 25, και 29). Ένας πλήρης κύκλος της Ζωής του Χριστού επιχειρήθηκε μόνο σε δύο (αριθ. 25, που είχε μόνο οκτώ ηκαταγεγραμμένες σκηνές, αλλά περιείχε και άλλες από τη Ζωή της Θεοτόκου, και αριθ. 26, που έχει δέκα σκηνές από τη Ζωή του Χριστού). Κατά τα άλλα, οι εκκλησίες της Ματζούκας ήσαν εικονογραφικά μη περιπετειώδεις. Ήταν δύσκολο να στριμωχτεί ένας φιλόδοξος κύκλος στον περιορισμένο χώρο των περισσότερων από αυτές. Η συνηθισμένη εκκλησία χωριού στη Ματζούκα είχε: Θεοφάνεια στην κόγχη (π.χ. αριθ. 4 και 25). Πατέρες της Εκκλησίας που προχωρούν, κρατώντας συνήθως τους παπύρους τους, στην αψίδα (π.χ. αριθ. 6, 11, 25 και 26), μερικές φορές συνδεόμενους με σκηνή κοινωνίας (π.χ. αριθ. 11 και 25). Στο σώμα της εκκλησίας θα συναντούσε κανείς ομάδες στρατιωτικών αγίων (π.χ. αριθ. 6, 7, 9 και 26) και ίσως ασκητές (συμπεριλαμβανομένων των Αγίων Ζωσιμά και Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας) (π.χ. αριθ. 18, 25 και 26). Δημοφιλείς μεμονωμένες μορφές ήσαν ο Πρόδρομος (αριθ. 6 και 25), οι Αρχάγγελοι (αριθ. 9 και 25) και οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη (αριθ. 7, 9, 26). Αυτό το απλό ρεπερτόριο ολοκληρωνόταν με αφιερωτικούς ή διακοσμητικούς σταυρούς (π.χ. αριθ. 7 και 9) ή Αισωπικές σκηνές (αριθ. 18 και 19).

Ορισμένες εκκλησίες χωριών, όπως στο Σαρμασικλί ή στο Πιπάτ, επαναδιακοσμήθηκαν επιμελώς, αλλά μόνο οι δύο που σχετίζονται με τη Μονή Βαζελώνος (αριθ. 25 και 26) μπορούν να διεκδικήσουν οποιαδήποτε καλλιτεχνική διάκριση. Η διάκριση της ίδιας της κοιλάδας είναι ότι το χωριάτικο σφρίγος του τοπικού πολιτισμού της δημιούργησε τόσα πολλά μνημεία στα τέλη του Μεσαίωνα.

ΒΑΖΕΛΩΝ, ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ.
ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΟΡΦΕΣ

αριθ.

33

19

13

26

31

30

27

27

Όνομα εικόνας

Θεοτόκος

Ηλίας

Αθανάσιος

Μακάριος

Γεώργιος

Ευγένιος

Ελένη

Κωνσταντίνος

Διάμετρος φωτοστέφανου
(με περιθώρια)

35

33,5

30

29,5

31

30

28

28

Σημείο κέντρου διαβήτη
φωτοστέφανου

αριστερό μάτι

γέφυρα μύτης

ακριβώς πάνω από δεξί μάτι

κατεστραμ-μένο

μεσαίο
μέτωπο

γέφυρα
μύτης

ανάμεσα
στα μάτια

ανάμεσα
στα μάτια

Από κορυφή κεφαλιού μέχρι εξωτερικό περίγραμμα
φωτοστέφανου (εκ.)

_

_

9

8

7.25

7

εστεμμένος

εστεμμένος

Από κεφάλι μέχρι φτέρνα (εκ.)

130,5

128

136

126

εστεμμένος

εστεμμένος

Από την κορυφή μέχρι τα νύχια (εκ.)

134

137

142 +

140

εστεμμένος

εστεμμένος

Πλάτος ώμων (πάνω μέρος ωμοφορίου) (εκ.)

_

_

28

23

34,5

31

18

_

Πλάτος στριφώματος χιτώνα (εκ.)

_

_

32

_

45

39

30

_

Ύψος από πηγούνι μέχρι γόνατο (εκ.)

περ. 90

84

Από κορυφή κεφαλιού μέχρι πηγούνι (εκ.)

περ. 16 (γενειοφόρος)

20,5

Από κορυφή κεφαλιού μέχρι γραμμή ματιών (εκ.)

περ. 9

κατεστραμμένο

10

Από γραμμή ματιών μέχρι πηγούνι (εκ.)

περ. 6

κατεστραμμένο

κατεστραμμένο

7

Από γραμμή ματιών μέχρι άκρη μύτης (εκ.)

περ. 4

κατεστραμμένο

κατεστραμμένο

Από κορυφή κεφαλιού μέχρι γραμμή μαλλιών (εκ.)

6

6

Πλάτος κεφαλιού στη γραμμή των ματιών, πάνω από τα μαλλιά (εκ.)

13

16

μαλλιά τραβηγμένα προς τα πίσω

Πλάτος κεφαλιού εκτός μαλλιών (εκ.)

9

10,5

10

Από πηγούνι μέχρι γραμμή λαιμού (εκ.)

γενειοφόρος

5.5

4

<-Ενότητα 20: Η πόλη τής Τραπεζούντας Ενότητα 22: Χαλδία->

error: Content is protected !!
Scroll to Top