<-Ενότητα 19: Η επαρχία Χεριάνων και το πρόβλημα με τα Αράβρακα | Ενότητα 21: Το βάνδον Ματζούκας και Παλαιοματζούκας-> |
Ενότητα 20: Η πόλη τής Τραπεζούντας
(ΧΑΡΤΕΣ II και III)
ΘΕΣΗ, ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η Τραπεζοῦς (Τράμπζον, Τρέμπιζοντ), που ιδρύθηκε ως αποικία της Σινώπης τον 7ο αιώνα π.Χ., προσαρτήθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως ελεύθερη πόλη επίσημα το 64/63 π.Χ., και στην πραγματικότητα το 64 μ.Χ., υπήρξε έδρα Ορθοδόξου επισκόπου και (από τον 9ο αιώνα) μητροπολίτη και αρχιεπισκόπου, έδρα Καθολικών και Γρηγοριανών Αρμενίων επισκόπων από τον 14ο αιώνα, πρωτεύουσα του θέματος της Χαλδίας από τον 9ο αιώνα, της αυτοκρατορίας «πάσης τῆς Ἀνατολῆς, τῶν Ἰβηρίων καὶ τῆς Περατείας» από το 1204, πασαλικιού με τρεις ουρές και αργότερα βιλαετιού από το 1461, και της «Ελληνικής Δημοκρατίας της Μαύρης Θάλασσας» το 1918, βρίσκεται πάνω από τρεις λόφους, στη μέση της απόσταση μεταξύ Ιερού Ακρωτηρίου και Σουρμαίνων (41°01' Β, 39°46' Α).1
Μια ιστορία της Τραπεζούντας θα ισοδυναμούσε με ιστορία του Πόντου και δεν μπορεί να επιχειρηθεί εδώ, παρά μόνο στον βαθμό που επηρεάζει τα μνημεία της. Υπάρχουν λίγες πόλεις της Ύστερης Αρχαιότητας ή του Βυζαντίου, εκτός από την ίδια την Κωνσταντινούπολη, για την εμφάνιση των οποίων μια ανεκτά καλή εικόνα μπορεί να συναθροιστεί από λογοτεχνικές μόνο πηγές. Η Αντιόχεια του Λιβανίου αποτελεί προφανή εξαίρεση. Η όψη της Αθήνας του Χωνιάτη ή της Λασκαριδικής Νίκαιας ή Μαγνησίας αναδεικνύεται λιγότερο καθαρά. Αλλά η υπέρτατη εξαίρεση είναι η «Ευδαίμων» και «Θεοφύλακτος»2 πόλη του μεγαλομάρτυρα Ευγενίου: η Τραπεζούς υπό τους Μεγάλους Κομνηνούς. Ο Ευγενικός και ο Βησσαρίων αφιέρωσαν εγκώμια σε αυτήν.3 Ο Κλαβίχο την περιέγραψε με τη ρεαλιστική ματιά του δυτικού περιηγητή. Ο Μπορντιέ και ο Τουρνεφόρ έκαναν λεπτομερή σκίτσα της μετά την άλωση. Η περιγραφή του Λαζαρόπουλου για την πολιορκία του Μελίκ, τα χρυσόβουλλα για το μοναστήρι του Φάρου, οι ενετο-τραπεζουντιανές συνθήκες και άλλες ιταλικές πηγές, οι πρώιμοι οθωμανικοί πίνακες και οι παρεμπίπτουσες αναφορές σε πολλές άλλες πηγές δίνουν μια εξαιρετικά ζωντανή εικόνα της Τραπεζούντας στον ύστερο Μεσαίωνα, πριν χρειαστεί να εξεταστούν τα αρχαιολογικά στοιχεία. Συγχωνεύοντας τα άφθονα λογοτεχνικά και αρχαιολογικά στοιχεία, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να συντάξει μια έκφραση της Τραπεζούντας την παραμονή της Άλωσης, περίπου το 1460. Δεν αντισταθήκαμε σε αυτόν τον πειρασμό.
Έχοντας κυκλώσει το Ιερό Ακρωτήριο και περάσει το ακρωτήριο Σαργκάνα και το αγκυροβόλιο στα Πλάτανα, ο περιηγητής που πλησίαζε την Τραπεζούντα δια θαλάσσης από τη Δύση θα έφτανε σε αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως το δυτικό όριο του βάνδου και της πόλης στο μικρό μοναστήρι της Αγίας Βαρβάρας, που βρίσκεται σε γκρεμό πάνω από τη θάλασσα.4 Λίγο αργότερα θα μπορούσε να δει το σπηλαιομονάστηρο της Μαγκλαβίτας πάνω στον Καλάρμα Ντερέ, κάτω από το ακμάζον μεσαιωνικό και σύγχρονο θέρετρο πάνω στον λόφο, την Κιθάραινα (Κισάρνα) στην Τρικωμία, που φημίζεται για τα μεταλλικά της νερά.5
Στο σημείο αυτό ο πύργος του μοναστηριού της Αγίας Σοφίας, που στέκεται πάνω από τη θάλασσα στο σημείο όπου πνίγηκε ο γιος του Πανάρετου και όπου εξακολουθούν να λούζονται οι Τουρκάλες την παραμονή του Αγίου Ευγενίου, θα σηματοδοτούσε τις παρυφές του δυτικού προαστίου της ίδιας της Τραπεζούντας.6 Κοιτάζοντας μπροστά, ο περιηγητής μπορούσε να διακρίνει, λίγο πιο πέρα, έναν μακρύ θαμπό βράχο στεφανωμένο από τα τείχη της πόλης και εκτεινόμενο μέχρι τη θάλασσα, και πίσω από εκείνον τις πιο ανάλαφρες πλαγιές του όρους Μίθριον (Μπόζτεπε). Η κορυφή του όρους Μίθριον είναι 243 περίπου μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι λόφοι πίσω από το δυτικό προάστιο είναι χαμηλότεροι. Όμως πολύ λίγα σημάδια κατοίκησης θα μπορούσαν πιθανώς να φανούν ανάμεσα στο πράσινο. Όλοι οι εγκωμιαστές παρατηρούν την εξαιρετική ποιότητα της πόλης, τους αναρίθμητους κήπους και τα περιβόλια της φορτωμένα με τα χίλια απολαυστικά φρούτα που ο Ευγενικός ισχυριζόταν ότι παρήγαγε η Τραπεζούς (αν και πρέπει να ομολογηθεί ότι φτάνοντας σε αυτό το θέμα μπορούσε να κατονομάσει μόνο σταφύλια, καρύδια, αρωματικά λεμόνια και ελιές).7 Ο Μπορντιέ εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τις τερατώδεις ελιές του τόπου.8 Η αγγλική αποστολή του 1292 αγόραζε «διάφορα φρούτα» (fructes divers) τις περισσότερες ημέρες της παραμονής τους στην Τραπεζούντα, αλλά ξόδευε μάλλον περισσότερα για ελαιόλαδο και φοβερά ποσά για κρασί.9 Τα γιγάντια, χωρίς στήριξη αμπέλια της Τραπεζούντας, καθένα χονδρό σαν τη δαμασκηνιά της Δαμασκού, παρήγαγαν το περίφημο κολλώδες μαύρο κρασί της αυτοκρατορίας, τόσο αγαπητό στην ανατολίτικη γεύση.10 Ανάμεσα στα περιβόλια του δυτικού προαστίου βρισκόταν μια τοπική αγορά και, πιθανώς, το τζυκανιστήριον ή αυτοκρατορικό γήπεδο πόλο.11
Το δυτικό και το ανατολικό προάστιο χωρίζονται από την ίδια την πόλη, μια μακρόστενη προεξοχή βράχου που ορίζεται από δύο απότομες χαράδρες, που ανοίγουν κάτω από το όρος Μίθριον για να κατευθυνθούν βόρεια στη θάλασσα, όπου ξεπροβάλλουν στις δύο πλευρές μικρού αυτοκρατορικού λιμανιού, που ίσως φτιάχτηκε αρχικά από τον Αδριανό. Εν συντομία, ο περιηγητής μπορούσε να δει τη δυτική χαράδρα (που αργότερα ονομάστηκε Ισκέλε ή Μποζ Μπογάζι) και στη συνέχεια να ανέβει στην ανατολική ρεματιά του Αγίου Γεωργίου (αργότερα ονομάστηκε «Ποταμός του Κορακιού» ή Κουζγκούν Ντερέ), όπου και τις δύο διέσχιζαν γέφυρες, που ο Βησσαρίων αναφέρει ότι ήσαν φτιαγμένες από ξυλο.12 Στην πόλη, που ήταν κλεισμένη ανάμεσα στις χαράδρες, ο ταξιδιώτης πιθανότατα θα έβλεπε πρώτα στριμωγμένα σπίτια, επίσης χτισμένα κυρίως από ξύλο και συχνά ρημαγμένα από φωτιά. Τα σπίτια σκαρφάλωναν από την Κάτω Πόλη, που απλώνονταν στη δυτική χαράδρα, μέχρι την εξασθενημένη Μέση Πόλη, την οποία σηματοδοτούσε ο τρούλος της μονής και στεφάνωνε η εκκλησία της Χρυσοκεφάλου, και έφτανε μέχρι την Ακρόπολη, όπου τα τείχη με θέα στις χαράδρες συναντούσαν τελικά τον μεγάλο πύργο του Ιωάννη Δ', πρόσφατα επισκευασμένο το 1460. Εδώ βρισκόταν το χρυσό παλάτι των Μεγάλων Κομνηνών, ένα συνονθύλευμα από αίθουσες, στρατώνες, γραφεία, διαμερίσματα και παρεκκλήσια γύρω από κεντρική πλατεία που ονομαζόταν Επιφάνεια.13
Ο περιηγητής μας από τη Δύση δεν θα αποβιβαζόταν στο αυτοκρατορικό λιμάνι κάτω από την περιτειχισμένη πόλη, αλλά θα συνέχιζε πιο πέρα στο εμπορικό και φράγκικο λιμάνι της Δαφνούντος, πέρα από το ανατολικό προάστιο. Αυτό ήταν πολύ πιο χτισμένο από το δυτικό προάστιο και ήταν η κύρια εμπορική και βιομηχανική περιοχή της Τραπεζούντας. Το προάστιο, που εκτεινόταν από τις ανατολικές πύλες της περιτειχισμένης πόλης μέχρι τη Δαφνούντα, χωριζόταν σε δύο μέρη. Η λωρίδα βόρεια της «αυτοκρατορικής οδού»,14 που οδηγούσε στο Μεϊντάν όπου συγκεντρώνονταν τα καραβάνια, είχε παραχωρηθεί στις ιταλικές αποικίες, με το ογκώδες και απαγορευμένο γενουάτικο κάστρο του Λεοντοκάστρου στη γωνία της Δαφνούντος (Γκιουζέλ Χισάρ ή Καλμέκ Μπουρουνού) και το πιο μικρό ενετικό συγκρότημα στη μέση της διαδρομής μεταξύ του Μόλου κάτω από την περιτειχισμένη πόλη και του Λεοντόκαστρου. Το παζάρι, όπου ο Βησσαρίων περιέγραφε τους καθισμένους σταυροπόδι εργαζόμενους μέσα στα μαγαζιά τους,15 βρισκόταν επίσης ανάμεσα στην «αυτοκρατορική οδό» και τη θάλασσα. Εδώ υπήρχαν επίσης λότζες, εργαστήρια, αποθήκες, καραβανσεράι, αρμενικά ιερά και λατινικά μοναστήρια. Στα νότια της «αυτοκρατορικής οδού» βρισκόταν σειρά από ελληνικά θρησκευτικά σπίτια και, ίσως, και η αρχοντική συνοικία. Εδώ, κοντά στο όρος Μίθριον, ο περιηγητής μπορούσε να διακρίνει τους τρούλους και τους περιβόλους του Αγίου Ευγενίου (όπου στέφθηκε ο Αλέξιος Γ’),16 της Θεοσκεπάστου (όπου θάφτηκε ο διάδοχός του),17 και, χτισμένα απότομα στους μιθραϊκούς τάφους του Όρους Μίθριον, τα παρεκκλήσια του Αγίου Σάββα,18 όπου αρκετοί πρώην αυτοκράτορες κουρεύτηκαν [καλογερικά] με τη βία. Πίσω από το όρος Μίθριον, όπου ο δρόμος των καραβανιών ανηφόριζε προς νότο, βρισκόταν το αρμενικό μοναστήρι του Σωτήρος19 και το ιερό πηγάδι του Δράκου, όπου σε μονομαχία ο Αλέξιος Β’ έσωσε την πόλη από τις καταστροφές ενός τρομερού δράκου. Στους προνομιούχους επισκέπτες θα έδειχναν το κεφάλι του, ευσεβώς διατηρούμενο στον περίβολο του ανακτόρου.20
Ο περιηγητής θα κύκλωνε τελικά το Λεοντόκαστρο και θα έπλεε στο λιμάνι της Δαφνούντος. Στα αριστερά του βρισκόταν το δέλτα του Πυξίτη, του οποίου ο χείμαρρος αναχαιτίστηκε από τον Ευλογημένο Καθολικό Πέτρο Α' των Αρμενίων με τη βοήθεια λειψάνου του Τιμίου Σταυρού ενώπιον του βαθιά εντυπωσιασμένου αυτοκράτορα Βασίλειου Β’ το 1023, ενώ στα δεξιά βρισκόταν η σκάλα. Ανάμεσα, κάτω από τα γκρίζα βράχια του όρους Μίθριον, η ακτή ήταν γεμάτη αποθήκες, ταρσανάδες, υπόστεγα για την αποθήκευση ξαρτιών,21 βαρούλκα για την ανάσυρση σκαφών από την χωρίς παλίρροια θάλασσα,22 μικρά λατινικά παρεκκλήσια, στάβλους και περίπτερα για να δελεάζουν τα καραβάνια που κουδούνιζαν. Θα έβγαιναν να τον συναντήσουν τα παρασκάλμια με την ψηλή πλώρη, τα ιδιόμορφα σκάφη της Τραπεζούντας. Θα αποβιβαζόταν κάτω από το Μεϊντάν, σκηνή των πανηγυρικών πασχαλινών επευφημιών του Μεγάλου Κομνηνού από τον λαό του.23 Στους ιταλικούς σταθμούς θα έβρισκε λουτρά, φούρνους, ξωκλήσια, Έλληνες τελωνειακούς να λογομαχούν με Ιταλούς ζυγιστές, ακόμη και μουσικά συγκροτήματα.24 Στην «αυτοκρατορικό οδό» μεταξύ του Μεϊντάν και της ανατολικής πύλης της περιτειχισμένης πόλης θα προσπερνούσε Ραγουσαίους,25 Μινγκρέλιους, Κιρκάσιους, Τούρκους, Γκούριους, Ενετούς, Λαζούς, Έλληνες, Τάταρους, Αρμένιους και το 1460 ακόμη κι έναν Φλωρεντινό που ισχυριζόταν ότι καταγόταν από τον Δάντη.26 Αν διείσδυε στο συγκρότημα του παλατιού ανήμερα του Αγίου Ευγενίου, θα έβρισκε διάσημους ακροβάτες.27 Ανωχωρίτες παρατηρούσαν τη μικρή πόλη από τους γύρω λόφους. Ακόμη και ο νηφάλιος Πανάρετος συγκινημένος θα αποκαλούσε τον τόπο «τυχερό».28
Ο Κλαβίχο έχει πιο άμεση περιγραφή της Τραπεζούντας το 1404:29
Η πόλη τής Τραπεζούντας είναι χτισμένη κοντά στη θάλασσα και το τείχος που την περιβάλλει υψώνεται πάνω από τις πλαγιές των λόφων στο πίσω μέρος τής πόλης. Στο ψηλότερο μέρος υπάρχει πολύ ισχυρό κάστρο, περιβαλλόμενο από το δικό του τείχος. Στη μια πλευρά τής πόλης τρέχει μικρός ποταμός, τα νερά τού οποίου περνούν μέσα από βαθύ φαράγγι, πράγμα που κάνει την Τραπεζούντα πολύ καλά προστατευμένη σε αυτή την περιοχή. Στην άλλη πλευρά υπάρχει ομαλή πεδιάδα, αλλά εδώ το τείχος τής πόλης είναι ισχυρό. Έξω γύρω-γύρω βρίσκονται τα προάστια, με πολλά ωραία περιβόλια οπωροφόρων δέντρων. Εδώ όμορφος δρόμος τρέχει δίπλα στην παραλία, διασχίζοντας ένα από τα προάστια και προσφέροντας ωραίο θέαμα, γιατί στα καταστήματά του πωλούνται όλα τα αγαθά που προσκομίζονται στην πόλη για πώληση. Κοντά στη θάλασσα βρίσκονται δύο φρούρια, περιβαλλόμενα από ισχυρά τείχη με πύργους, από τα οποία το ένα ανήκει στους Ενετούς και το άλλο στους Γενουάτες, καθένας από τούς οποίους έχτισε το δικό του φρούριο με τη συγκατάθεση τού αυτοκράτορα. Έξω από την πόλη υπάρχουν πολλές εκκλησίες και μοναστήρια.
Όμως, παρά την ποικιλία της ζωής της και τους δεκαεννέα θρησκευτικούς οίκους, η Τραπεζούς δεν αριθμούσε πολύ περισσότερες από 4.000 ψυχές την παραμονή της πτώσης της.30 Ο πληθυσμός διογκωνόταν πολύ τις ημέρες της αγοράς και τις μεγάλες γιορτές όπως του Αγίου Ευγενίου,31 και όταν συγκεντρώνονταν τα ανοιξιάτικα καραβάνια ή έμπαιναν τα φθινοπωρινά από την Ταμπρίζ. Αλλά σε περιόδους πανικού κατά τη διάρκεια των επαναλαμβανόμενων πληγών του «Ξαφνικού Θανάτου» στα τέλη του 14ου αιώνα, ή κατά τη διάρκεια επίθεσης των Τουρκμένων οι Τραπεζούντιοι έφευγαν στους λόφους. Όταν ο σεΐχης Τζουνέιντ πολιορκούσε τη δεκαετία του 1450, ο Ιωάννης Δ’ απογοητευμένος διαπίστωνε ότι ο πληθυσμός εντός των τειχών είχε εξατμιστεί σε όχι περισσότερες από πενήντα ψυχές.32
Οι γνωστοί ιστορικοί παράγοντες που επηρέασαν για πρώτη φορά την οικοδόμηση και την οχύρωση της Τραπεζούντας είναι λίγοι. Ως μια από τις πιο απομακρυσμένες αρχαίες ελληνικές αποικίες, ήταν σχετικά ασήμαντη. Το Πολεμώνιον πιθανότατα την ξεπερνούσε στις ανέσεις που ταίριαζαν σε ελληνιστική πόλη, και η αστική ζωή δεν είναι χαρακτηριστικό της ανατολικής ακτής του Πόντου, όπου οι πόλεις έτειναν πάντοτε να είναι μικρά διοικητικά κέντρα για συγκριτικά πυκνοκατοικημένη αγροτική ενδοχώρα, σύμφωνα με το μοντέλο του Καυκάσου. Αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι υπήρχε κανονικό ρωμαϊκό χωριό (vicus) στο ανατολικό προάστιο όπου βρέθηκαν όλες εκτός από μία από τις κλασικές επιγραφές και όπου ο Φίνλεϊ εξέτασε «μια περίεργη μάζα τοιχοποιίας των ρωμαϊκών χρόνων με κάποιο γλυπτό».32α Υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι, όπως στη Σινώπη, το ανατολικό προάστιο της Τραπεζούντας είχε κλασικό σύστημα κανάβου, με τη Μεράς Τζάντεσι ως το «κάρντο» του [το αντίστοιχο του ρωμαϊκού κεντρικού δρόμου] και το Μεϊντάν, ίσως, την αγορά του (αριθ. 17 και 24 πιο κάτω). Διαφορετικά, δεν χρειάζεται να αναζητηθούν στην Τραπεζούντα, όπως έκαναν πολλοί, φυσικά ίχνη αστικών ειδών όπως θέατρο, ιππόδρομος ή γυμναστήριο, γιατί απλά δεν υπάρχουν φιλολογικά στοιχεία για αυτά. Μπορεί ακόμη και να αμφισβητηθεί αν η Τραπεζούς είναι η αρχαία Τραπεζούς. Είναι δελεαστικό να μεταφερθεί η τοποθεσία στην Παλαιά Τραπεζούντα (Εσκί Τράμπζον) στην ακτή της Λαζικής, κάτι που δεν θα παραβίαζε την αφήγηση της άφιξης του Ξενοφώντος εκεί.33 Αλλά η Παλαιά Τραπεζούς δεν είναι στην πραγματικότητα αξιοσημείωτη αρχαία τοποθεσία και ο συνδυασμός του λιμανιού της Δαφνούντος, της εξόδου της κυρίας οδού προς Αρμενία και της φυσικής οχύρωσης του ίδιου του μεγάλου βράχου της Τραπεζούντας πρέπει να υποδηλώνουν αυστηρή συνέχεια οικιστικής εγκατάστασης στην Τραπεζούντα. Ο βράχος είναι προφανής ακρόπολη και είναι πιθανώς ασφαλές να υποθέσουμε ότι υπηρετούσε αυτή τη λειτουργία από τους αρχαιότερους χρόνους και ότι τον υπερασπίζονταν πολύ πριν από την πρώτη φιλολογική αναφορά στα τείχη του το 257 μ.Χ.
Η Τραπεζούς γλίτωσε την καταστροφή από τον Λούκουλλο το 63 π.Χ. επειδή ήταν ουδέτερη. Μετά την οριστική εκδίωξη του ηλικιωμένου Μιθριδάτη ΣΤ', η πόλη δόθηκε στον Δειώταρο, τον Γαλάτη βασιλιά. Μετά τον θάνατό του ο Αντώνιος τη μεταβίβασε σε έναν εγγονό του Μιθριδάτη και λίγο μετά, το 36 π.Χ., έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Βασιλείου του Πόντου υπό τον Πολέμωνα Α'. Όταν ο Πολέμων Β’ παραιτήθηκε από τον θρόνο το 64 μ.Χ., τελικά ενσωματώθηκε ως ελεύθερη πόλη στη διευρυμένη ρωμαϊκή επαρχία της Γαλατίας.34 Πόσο την υπερασπίζονταν εκείνη την εποχή είναι αμφισβητήσιμο, αλλά οι ελεύθερες πόλεις δεν μένουν γενικά απροστάτευτες και μπορεί κανείς λογικά να μαντέψει ότι το σημερινό σχέδιο των τειχών στη Μέση Πόλη και την Ακρόπολη είχε ήδη καθιερωθεί, γιατί η τοπογραφία υπαγορεύει ότι μπορούν να ακολουθήσουν ουσιαστικά μόνο μία πορεία, εκτός από το νότιο άκρο της ακρόπολης, όπου οι χαράδρες αφήνουν άνοιγμα το οποίο, όπως διαπίστωσαν αργότερα οι Μεγάλοι Κομνηνοί, χρειαζόταν εξαιρετικές οχυρώσεις.
Το 58 μ.Χ. ο Δομίτιος Κόρβουλων έκανε την Τραπεζούντα βάση ανεφοδιασμού του στη ρωμαϊκή εκστρατεία κατά του Τιριδάτη και μετά το 64 μ.Χ. ο τόπος έγινε σταθμός του ρωμαϊκού στόλου στον Εύξεινο, γιατί έκανε την Τραπεζούντα λιμάνι των Σατάλων (Σαντάκ), του κέντρου λεγεωναρίων και επικοινωνιών νότια των Ποντικών Άλπεων και του Dux Armeniae. Μπορεί κανείς να υποψιαστεί ότι οι τακτικοί σταθμοί αλλαγής μέχρι τα Σάταλα, 124 μίλια μακριά, που καταγράφονται στα Δρομολόγια (Itineraria), θεσπίστηκαν εκείνη την εποχή.35 Αυτή η περίοδος, με αποκορύφωμα την επίσκεψη του Αδριανού, αναμένεται να αποτυπώνεται στην τοιχοποιία των τειχών της πόλης.
Ο Αδριανός και ο Αρριανός πιθανότατα επισκέφτηκαν την Τραπεζούντα από τα Σάταλα το 129 μ.Χ. Το λιμάνι χτίστηκε ή βελτιώθηκε. Μέχρι τότε φαίνεται ότι υπήρχε μόνο ένας ανοιχτός δρόμος. Τμήμα ελληνικής επιγραφής με το όνομα Αδριανός, ενσωματωμένης στο υπέρθυρο της πόρτας τής Χρυσοκεφάλου, μπορεί να αναφέρεται στα έργα του. Παραδοσιακά, το λιμάνι του Αδριανού συνδέεται με τον βυθισμένο πια σε μεγάλο βαθμό μόλο, κάτω από την Κάτω Πόλη. Δεν υπάρχουν ακλόνητα στοιχεία που να συνδέουν τα δύο, αλλά η υπόθεση είναι λογική. Ο Αρριανός περιφρονούσε κάπως τις εγκαταστάσεις της Τραπεζούντας. Οι επιγραφές στον βωμό της, όπου διαβάζονταν, ήσαν αναλφάβητες και έπρεπε να ξαναγραφούν. Το άγαλμα του Αδριανού που έδειχνε προς τη θάλασσα, δεν του έμοιαζε, αν και ήταν καλά τοποθετημένο. Ζητούσε αντικατάσταση. Ο ναός του Ερμή από τετράγωνες πέτρες ήταν όμορφος, αλλά το λατρευτικό του άγαλμα δεν ήταν αντάξιο. Ζητούσε άλλο, με ύψος πέντε πόδια, μαζί με μικρότερο του Φιλήσιου (που θεωρούνταν ίσως ιδρυτής της πόλης) για να κάνει το κτίριο διπλό ναό. Προφανώς η τέχνη της γλυπτικής δεν αποτελούσε τότε τοπική εξειδίκευση. Το μόνο παράδειγμα που σώζεται από αυτή την περίοδο (ένας όχι συνηθισμένος λευκός μαρμάρινος κορμός ενός Διονύσου που μοιάζει μάλλον ακόλαστος) είναι σίγουρα εισαγωγή. Έχουν γίνει ατελείωτες προσπάθειες εντοπισμού του αγάλματος και του διπλού ναού του Αδριανού, αλλά ελλείψει πραγματικών αρχαιολογικών στοιχείων για το πού βρίσκονται το καθένα (ή οι γνωστές τοπικές λατρειες της Τύχης, του Διονύσου, του Σέραπι, του Ασκληπιού, της Υγιείας, της Αμπουντάντια και της Νέμεσης) φαίνεται άκαρπη η συνέχιση του θέματος.36 Το ότι υπήρχαν περισσότεροι από ένας ναοί επιβεβαιώνεται από τον αριθμό και την ποικιλία των επαναχρησιμοποιούμενων κλασικών κιόνων στις εκκλησίες της πόλης.
Δύο επιγραφές λεγεώνων από την Τραπεζούντα, της Λεγεώνας 12 Φουλμινάτα (Legio XII Fulminata) των Σατάλων και της πιθανής διαδόχου της, της περίφημης Λεγεώνας 15 Απολλινάρις (Legio XV Apollinaris), αντίστοιχα, έχουν δημοσιευτεί. Και οι δύο τώρα φαίνεται ότι έχουν χαθεί.36α Αλλά από τον 2ο αιώνα προέρχεται μια άλλη επιτύμβια επιγραφή που σχετίζεται με τη Λεγεώνα 15 Απολλινάρις των Σατάλων καθώς και μια ομάδα επιγραφών, μία από τις οποίες θα μπορούσε να χρονολογηθεί στο 175/76 μ.Χ., όλες μέχρι στιγμής αδημοσίευτες. Είμαστε πολύ ευγνώμονες στον καθηγητή Τζ.Τζ. Ουέλκς που τα σχολίασε αυτά. Το επιτύμβιο επίγραμμα σώζεται στην αυλή της εκκλησίας των Καπουτσίνων της Σάντα Μαρία στην Τραπεζούντα. Βρίσκεται σε ορθογώνια επιτύμβια στήλη διαστάσεων 0,58×0,22 μ. με αέτωμα και ανθοφόρα ακροκέραμα πάνω και κεντρικό τετράφυλλο υψωμένο σε ανάγλυφο. Το κείμενο είναι χαραγμένο μέσα σε χοντροκομμένη πινακίδα με λαβές, μέσα σε απλή λαξευμένη αυλάκωση και απλή γωνιώδη διακοσμητική κορνίζα. Το κείμενο γράφει (φωτ. 109α):
D(is) m(anibus) | T(ito) Aurelio | Apolinario |militi | leg(ionis) XV Apol(linaris) | domo Caesar(ea) | stip(endia) VI vexill (arius) | leg(ionis) eiusdem | b(ene) m(erenti).
«Στα αναχωρημένα πνεύματα του Τίτου Αυρήλιου Απολινάρις, στρατιώτη της δέκατης πέμπτης λεγεώνας Απολλινάρις, του οποίου πατρίδα ήταν η Καισάρεια. Υπηρέτησε για έξι χρόνια και ήταν σημαιοφόρος της ίδιας λεγεώνας. Σε έναν πολύ άξιο (αυτού του μνημείου)».
Ο καθηγητής Ουέλκς παρατηρεί ότι το όνομα (praenomen) Τίτος και το προσδιοριστικό γένους (gentilicium) Αυρήλιος αποκαλύπτουν έναν μη-πολίτη, που πολιτογραφήθηκε την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου (161-80) ή ενός από τους διαδόχους του μέχρι τον Καρακάλλα (211-18), ενώ το επίθετο (cognomen) Απολινάρις είναι πολύ πιθανό να βασίζεται στον τίτλο της λεγεώνας του, υποδεικνύοντας ότι η πολιτογραφήσή του πραγματοποιήθηκε τη στιγμή της πρόσληψής του. Υπηρετούσε τη στιγμή του θανάτου του στη Λεγεώνα 15 Απολλινάρις, η οποία στάθμευε στα Σάταλα (Σαντάκ) από το 117 μ.Χ. περίπου, αν και ουσιαστικά δεν σώζεται καμία καταγραφή της λεγεώνας από εκεί. Στη γραμμή 6 είναι λιγότερο συνηθισμένο να βρίσκουμε να καταγράφεται η προέλευση (origo) μετά τα μέσα του 2ου αιώνα. Η Καισάρεια είναι πιθανώς η πόλη της Καππαδοκίας (Μάζακα), παρά η αποικία στην Παλαιστίνη. Το ταφικό μνημείο του Ανταμκλισί [στη Ρουμανία] παρέχει κι άλλο παράδειγμα στρατολογημένου από την Καππαδοκική Καισάρεια, τον 1ο αιώνα. Ύστερα από έξι χρόνια υπηρεσίας, κατείχε τον βαθμό του σημαιοφόρου (vexillarius). Αυτός ο αξιωματικός έφερε το λάβαρο (vexillum), το οποίο συνήθως συνδέεται με το ιππικό. Αν όμως ανήκε στη μικρή δύναμη ιππικού που περιλαμβανόταν σε κάθε λεγεώνα, θα ονομαζόταν σημαιοφόρος του ιππικού (vexillarius equitum). Από την άλλη πλευρά, στη μεταγενέστερη Ρώμη, αυτός ο τίτλος φαίνεται ότι έχει εισαχθεί μεταξύ του πεζικού των λεγεώνων, αν και ο παλαιότερος τίτλος του σημαιοφόρου (signifer) παρέμενε σε γενική χρήση. Δεν αναφέρονται κληρονόμοι (heredes), συχνά συνάδελφοι στρατιώτες ή άλλα μέλη της οικογένειας. Από τον γενικό χαρακτήρα του μνημείου φαίνεται πιθανό ότι προερχόταν από στρατιωτικό εργαστήριο.36β
Αυτές που φαίνεται ότι είναι τρεις άλλες ξεχωριστές επιγραφές της ρωμαϊκής περιόδου καταγράφονται από τον Τζορτζ Φίνλεϊ στο ημερολόγιό του το 1850, που αντιγράφηκε «από χειρόγραφο στην κατοχή της κυρίας Leeves στην Αθήνα».36γ Πρώτον, «Στο κιονόκρανο μιας στήλης που χρησιμοποιείται τώρα για το κοπάνισμα του καλαμποκιού»:
Δεν προτείνεται αποκατάσταση ούτε από το περιεχόμενο, ούτε από την ακανόνιστη σύνταξη. Όμως ο καθηγητής Ουέλκς σημειώνει ότι η στήλη μπορεί να ήταν ορόσημο, ίσως του Καρακάλλα (211-18), που θα έφερε την ψεύτικη γενεαλογία των Σεβήρων, φτάνοντας πίσω στους Αντωνίνους και παλαιότερα.36δ
Δεύτερον, «Σε ζωφόρο με Κεφάλια Βοοειδών (Capi di Bovi) στον τοίχο»:
Ο καθηγητής Ουέλκς σημειώνει ότι αυτό είναι σίγουρα μέρος ρωμαϊκού αυτοκρατορικού τίτλου του τέλους του 2ου ή των αρχών του 3ου αιώνα. Τόσο ο Μάρκος Αυρήλιος (161-80) όσο και ο γιος του Κόμμοδος (180-92) έφεραν τον τίτλο Σαρματικός (Sarmaticus). Ο αριθμός 30 (XXX) πιθανώς αναφέρεται στην τριακοστή δικαστική εξουσία (tribunicia potestas), για την οποία ο αριθμός 8 (VIII) θα ταίριαζε ως ο κατάλληλος αυτοκρατορικός χαιρετισμός, και μπορεί κανείς να αποκαταστήσει το Sarmat[ici German]ici (αν και πιθανώς η σειρά πρέπει να αντιστραφεί). Πριν από το Sarmaticus, κ.λπ., έπρεπε να εμφανίζεται divi] Hadrian[i nep(os)].36ε Τέλος το pontif. ma.xi]m. [tr.]p. XXX [im]p. VIII c[os. III p. p…., θα έδινε μια ημερομηνία μεταξύ 10 Δεκεμβρίου 175 και 9 Δεκεμβρίου 176.
Τρίτον, «Σε παρόμοια ζωφόρο από πέτρα άμμου»:
Hieron Veneri: «Ο Ιέρων [αφιερώνει αυτό] στην Αφροδίτη».
Το πρώτο μεγάλο πλήγμα ήρθε στην Τραπεζούντα το 257, όταν λεηλατήθηκε από τους Γότθους. Ο Ζώσιμος αποκαλύπτει ότι τότε είχε δύο τείχη, ίσως αναφερόμενος σε τείχη μεταξύ Μέσης Πόλης και Ακρόπολης παρά σε εξωτερικό περίβλημα, του οποίου τώρα δεν υπάρχει ίχνος. Οι Γότθοι κατέστρεψαν σπίτια και ναούς. Αν και μια επιγραφή (κάποτε ενσωματωμένη στην εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης πριν ξαναχτιστεί το 1863-66, και τώρα χαμένη) υποδηλώνει ότι έγιναν επισκευές επί Διοκλητιανού (284-304), η πόλη άργησε να ανακάμψει. Σταμάτησε να κόβει τα δικά της νομίσματα και έχασε την ιδιότητά της ως ελεύθερη πόλη. Εκεί στάθμευε Ρωμαίος ανθύπατος και η Ποντιακή Λεγεώνα 2 (Legio II). Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος λίγα λόγια μπορούσε να βρει για το μέρος, αλλά εμφανίζεται ως Castellum στη Notitia dignitatum.37
Ο Άγιος Ευγένιος και ο μικρός στρατός των μαρτύρων του δήθεν θανατώθηκαν επί Διοκλητιανού. Στην πραγματικότητα είναι αμφίβολο πότε και πώς ήρθε στην Τραπεζούντα η ιστορία και η λατρεία του. Όμως τα μεταγενέστερα Miracula (θαύματα) διατηρούν ανάμνηση λατρείας του Μίθρα στο όρος Μίθριον, για την οποία δεν υπάρχει λόγος αμφιβολίας. Ο μάρτυρας [Άγιος Ευγένιος] ανέτρεψε το μεγάλο άγαλμα του Μίθρα. Υπάρχουν πιθανώς μιθραϊκοί τάφοι στο Μπόζτεπε, και τη λατρεία τη θυμούνταν τοπικά μέχρι το 1438. Οι πρώτες αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες για εκκλησία στην πόλη έρχονται μόλις το 884/85. Οι υποτιθέμενες τοπικές θεμελιώσεις του Βελισάριου δεν μπορούν να δικαιολογηθούν. Η παλαιότερη μαρτυρία για επίσκοπο, ή τουλάχιστον ιεράρχη, Τραπεζούντας έρχεται το 253/54. Η ιστορία της επίσκεψης του Αγίου Ανδρέα είναι μεσαιωνική θεωρία. Αναμφίβολα υπήρχαν χριστιανοί πριν από τον 3ο αιώνα στην Τραπεζούντα, αλλά το γεγονός ότι η πίστη επικράτησε σχετικά αργά (αντίθετα, ο Άγιος Φωκάς της Σινώπης υποτίθεται ότι μαρτύρησε υπό τον Τραϊανό), αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η Τραπεζούς καταγράφεται αρχικά ως υπαγόμενη στη μητέρα των εδρών του Πόντου, δηλαδή τη μητρόπολη Νεοκαισαρείας του Αγίου Γρηγορίου Θαυματουργού.38
Η πόλη έπρεπε να περιμένει μέχρι τον 6ο αιώνα για αναγνωρίσιμη αναβίωση της ευημερίας, όταν, υπό τον Ιουστινιανό, έγινε και πάλι βάση ανεφοδιασμού για τις αρμενικές εκστρατείες. Ο Προκόπιος αναφέρει ότι ο Ιουστινιανός έχτισε υδραγωγείο, που ονομάστηκε υδραγωγείο του μάρτυρα Ευγενίου (η παλαιότερη ιστορική αναφορά στη λατρεία του πολιούχου) και ότι αναστήλωσε τις περισσότερες εκκλησίες, που είχαν καταστραφεί. Μια περίφημη επιγραφή πάνω από την ανατολική (Ταμπάχανε) πύλη της πόλης, που επαναλαμβάνεται σε πιθανό μεταγενέστερο αντίγραφο στον Άγιο Βασίλειο (φωτ. 168β), ανέφερε ότι ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ολοκλήρωσε την αποκατάσταση των κτιρίων της Τραπεζούντας μέσω των ενεργειών του επισκόπου Ειρηναίου την 5η ινδικτιώνα, το έτος 480 (η σειρά των τραπεζουντίων ετών ξεκινούσε το 63/64). Η χρονολογία είναι επομένως 5ης ινδικτιώνος, 542 μ.Χ.39
Η επόμενη περίοδος που ίσως αντικατοπτρίζεται στα μνημεία και τις οχυρώσεις της πόλης ξεκινά τον 9ο αιώνα. Η Τραπεζούς έγινε πρωτεύουσα του θέματος Χαλδίας περί το 824 και η ακρόπολη ήταν πιθανώς η έδρα του στρατηγού του θέματος. Το 884/85 η εκκλησία της Αγίας Άννας ανοικοδομήθηκε επί Βασιλείου Α.' Είναι η παλαιότερη εκκλησία στην πόλη που χρονολογείται με επιγραφή. Το 914 έρχεται χρονολογημένη επιγραφή στον μητροπολιτικό ναό τής Χρυσοκεφάλου. Η Τραπεζούς έπεσε για λίγο στους Σελτζούκους μετά το 1071. Δημοφιλείς οδηγοί πληροφοριών για την πόλη ονομάζουν «λουτρό των Σελτζούκων» το χαμάμ Σεκίζ Ντιρέκ, κοντά στη θαλάσσια πύλη της Κάτω Πόλης. Η δομή είναι σίγουρα αξιοσέβαστη, αλλά δεν μπορεί, με καμία ιστορική φαντασία, να αποδοθεί στην παροδική κατοχή της πόλης από τους Σελτζούκους. Είναι πολύ πιο λογικό να αναζητήσουμε τη συμβολή των Γαβράδων, ημι-ανεξάρτητων δουκών Χαλδίας στα τέλη του 11ου και του 12ου αιώνα, στην άμυνα της Τραπεζούντας ενάντια στους Σελτζούκους.40
Η περίοδος της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας χαρακτηρίζεται από μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα, συχνά καλά τεκμηριωμένη. Όταν οι τελικές και σημερινές οχυρώσεις της ολοκληρώθηκαν το 1324, η πόλη αποτελούνταν από τρεις συνδεδεμένους αλλά διακριτούς περιτειχισμένους περιβόλους, τους οποίους ονομάσαμε Κάτω Πόλη, Μέση Πόλη και Ακρόπολη (βλ. σχήματα 41 και 42). Κάθε τμήμα, που σκαρφάλωνε από τη θάλασσα κάτω, ήταν μικρότερο και ψηλότερο από το προηγούμενο. Η Κάτω Πόλη κοντά στο επίπεδο της θάλασσας έχει έκταση περίπου 134.500 τετρ. μέτρα. Παίρνοντας τη νοτιοανατολική γωνία της και 20 μέτρα πάνω της βρίσκεται η μικρότερη Μέση Πόλη, έκτασης περίπου 67.200 τ.μ. Τέλος 950 μ. στην ενδοχώρα, 50 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και 40 μ. πάνω από τις κοίτες των ρεματιών κάτω, βρίσκεται η μικροσκοπική Ακρόπολη, μόλις 19.200 τ.μ. περίπου.
Το 1223 ο Μελίκ (πιθανώς ο Μουγίθ αλ-Ντιν Τουγριλσάχ του Ερζερούμ) έκανε τρεις ανεπιτυχείς επιθέσεις στην Τραπεζούντα. Η αφήγηση του Λαζαρόπουλου για τις επιθέσεις δίνει ανεκτίμητα συγκυριακά στοιχεία για την τότε εμφάνισή της, η οποία συνοψίζεται στο σχήμα 41. Πρώτο και πιο σημαντικό, διευκρινίζει ότι, αν και η Κάτω Πόλη ήταν περιτειχισμένη στην εποχή του (δεκαετία 1360), δεν ήταν το 1223. Επομένως, η κλασική και βυζαντινή Τραπεζούς αποτελούνταν μόνο από τη Μέση Πόλη και την Ακρόπολη, που βρίσκεται άβολα 400 μέτρα από τη θάλασσα και το λιμάνι. Η πρώτη επίθεση του Μελίκ ήταν από τον «Επάνω Δρόμο» (δηλ. αυτόν που οδηγεί από την Ακρόπολη προς νότο, πάνω από το όρος Μίθριον) και τον Άγιο Λογγίνο. Και η τρίτη ξεκίνησε κατά μήκος ολόκληρης της ανυπεράσπιστης ακτής μεταξύ της Αγίας Βαρβάρας στα δυτικά και του Αγίου Κωνσταντίνου και του «Παλιού Ναυστάθμου». Ορισμένα μέρη που αναφέρονται είναι γνωστά, μερικά είναι άγνωστα και τα υπόλοιπα μπορούν να εντοπιστούν, λίγο-πολύ με ασφάλεια, από την περιγραφή. Γνωστές τοποθεσίες περιλαμβάνουν τον «Επάνω Δρόμο», τη νότια πύλη του Κόρτε ή Ακρόπολης, τη Χρυσοκέφαλο, τον «Δυτικό Ποταμό», τον Άγιο Ευγένιο, την Αγία Βαρβάρα και, πιθανώς, τον ναύσταθμο της Δαφνούντος. Άγνωστα μνημεία περιλαμβάνουν τον Άγιο Ευστράτιο, τον Άγιο Λογγίνο και τον Άγιο Κωνσταντίνο. Τα τοπωνύμια που μπορούν να εντοπιστούν από την περιγραφή περιλαμβάνουν την Επιφάνεια ή πλατεία Ακρόπολης, την Πύλη του Αγίου Γεωργίου των Λιμνίων στη βορειοανατολική γωνία της Ακρόπολης (που υποδηλώνει ότι η Ακρόπολη είχε ήδη απομακρυνθεί από τη Μέση Πόλη) και την Πύλη της Αγίας Δύναμης που οδηγεί από τη Μέση Πόλη προς βορρά.41
Είναι σαφές ότι η κλασική, η πρώιμη και η μεσο-βυζαντινή πόλη, σκαρφαλωμένη στον βράχο της, ήταν πολύ μικρή, όχι περισσότερο από 86.400 τ.μ. Ως εκ τούτου, όπως και το 1223, η Χρυσοκέφαλος και η Μέση Πόλη αποτελούσαν καταφύγιο και όχι κυρίως περιοχή κατοικίας. Τα προάστια ήσαν απροστάτευτα. Είναι επίσης σαφές ότι ο Άγιος Ευγένιος ήταν οχυρωμένος. Ο Μελίκ τον έκανε στρατόπεδό του το 1223 και χρειάστηκαν πολιορκητικές μηχανές για να τον υποτάξουν το 1340.42 Τα μοναστήρια της Αγίας Σοφίας και του Φάρου επρόκειτο με τον ίδιο τρόπο να προστατευτούν με πύργους και τείχη. Επίσης έξω από τα τείχη βρισκόταν η αγορά, που πυρπολήθηκε από τους εισβολείς το 1223 και το 1456.43 Το 1609 ο Μπορντιέ την τοποθετούσε στο δυτικό προάστιο, αλλά, όπως υποδεικνύουν ο Κλαβίχο και άλλοι, τα καταστήματα κατά μήκος της «αυτοκρατορικής οδού» μεταξύ της περιτειχισμένης πόλης και του Μεϊντάν αποτελούσαν την πραγματική εμπορική περιοχή της Τραπεζούντας. Το 1350 αναφέρεται μια αρχοντική συνοικία για τα παλάτια των ευγενών στην πόλη, όπου αυτοί μπορούσαν να κρατούνται σε κατ' οίκον περιορισμό.44 Θα μπορούσε ίσως να βρίσκεται ανάμεσα στο όρος Μίθριον και την «αυτοκρατορική οδό» στο ανατολικό προάστιο, εκεί όπου είχαν τα σπίτια τους οι πλουσιότεροι Τραπεζούντιοι του 19ου αιώνα και οι Ευρωπαίοι πρόξενοι. Υπήρχαν φυσικές καταστροφές, όπως ένας πιθανός σεισμός το 1347, ενώ τα ξύλινα σπίτια εντός και εκτός των τειχών καταστράφηκαν από πυρκαγιά τα έτη 1243, 1303, 1319, 1341 και 1456.45 Τα προάστια ήσαν πάντοτε ευάλωτα, αλλά ήταν η τρομερή περιτειχισμένη πόλη εκείνη που έσωσε τη μικροσκοπική αυτοκρατορία σε πέντε τουλάχιστον περιπτώσεις, όταν το 1223, το 1297, το 1336, το 1341 και το 1456 οι Τούρκοι εισβολείς δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν.46
Τα γεγονότα του 1223 και του 1297 έδειξαν ότι η παλιά κλασική και βυζαντινή περιτειχισμένη πόλη ήταν πολύ μικρή. Η περιτείχιση της Κάτω Πόλης, συμπεριλαμβανομένου τμήματος της δυτικής χαράδρας, ήταν το επίτευγμα του Αλεξίου Β’ (1297-1330), ο οποίος ενίσχυσε και την Κερασούντα.47 Αυτό το σπουδαίο έργο αύξησε την περιτειχισμένη έκταση από 86.400 τ.μ. σε αξιοσέβαστα 220.900 τ.μ. Δεν είναι σαφές πότε ξεκίνησαν οι εργασίες. Δύο επιγραφές, η μία κατάρα του 1302 και η άλλη κανονισμός για το σώμα των νυχτοφυλάκων στην Τραπεζούντα, με χρονολογία 1314, καταγράφονται από τμήμα του τείχους, που φαίνεται ότι χρησίμευε ως είδος πίνακα ανακοινώσεων (σχήμα 42, φωτ. 109β).48 Η ακριβής τοποθεσία αυτού του τμήματος, κοντά στο σπίτι Αρμένιου βαφέα, είναι ασαφής, αλλά σίγουρα αποτελούσε μέρος του ανατολικού τείχους της Κάτω Πόλης.49 Επομένως, η χρονολογία 1302 μπορεί να ληφθεί ως η νωρίτερη πιθανή χρονολογία (terminus post quem) για το κτίριο του Αλεξίου στο ανατολικό τείχος της Κάτω Πόλης. Το τείχος ακολουθεί λογική πορεία προς τη θάλασσα. Ο Λιντς σημείωσε μια εξωτερική τάφρο στο βόρειο άκρο του, της οποίας επρόκειτο να υπάρξει αντίστοιχη έξω από το δυτικό τείχος.
Το ερέθισμα για την οικοδόμηση πιο φιλόδοξου περιβόλου στη δυτική πλευρά δόθηκε ίσως στον Αλέξιο από τη θέα των Ενετών και των Γενουατών, που οχύρωναν τις δικές τους βάσεις στο ανατολικό προάστιο τη δεκαετία του 1310. Το έργο έγινε επιτακτικό από το 1319, όταν «οι Σινωπίτες έβαλαν μεγάλη φωτιά που κατέστρεψε ολοκληρωτικά τις ομορφιές της πόλης, τόσο μέσα όσο και έξω».50 Ο Λαζαρόπουλος αποδίδει την οικοδόμηση στον Αλέξιο και πράγματι, δύο επιγραφές στο δυτικό τείχος κατονομάζουν τον αυτοκράτορα. Η μια αναφέρει τον Κύριο των Έργων του, τον Κωνσταντίνο, και η άλλη χρονολογείται το 1324.51 Μέχρι το 1324, λοιπόν, ο Αλέξιος Β’ είχε ολοκληρώσει τον περίβολο της Κάτω Πόλης και μπορούσε να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη ασφάλεια Ιταλούς, Τούρκους και Σινωπίτες.
Από τη νέα περιτείχιση εξαιρέθηκε ο ναός του Αγίου Ιωάννη τῆς Πέτρας, προικισμένος, σύμφωνα με χαμένη πια επιγραφή, το 1306.52 Η ενορία του επρόκειτο να είναι γνωστή ως τα Ἐξώτειχα και η εκκλησία ως Άγιος Ιωάννης «Έξω από τα Τείχη».53 Μία από τις επιγραφές του Αλεξίου Β΄ στο δυτικό τείχος αναφέρεται στον περίβολο ως Πουρτζίος, ή burc, αραβική λέξη που απαντάται επίσης στο μπούρτζι του Ναυπλίου και της Μεθώνης στην Ελλάδα. Οι επιγραφές των ετών 1302, 1306, 1314 και 1324 είναι αξιόλογες για τους δημοτικισμούς και τους αραβισμούς τους. Μέχρι το 1430 η Κάτω Πόλη οριζόταν ως Ἐξώκαστρον. Το κανονικό τουρκικό όνομά της έγινε Ασάγι Χισάρ. Το 1644 ο Εβλία κατονόμασε τις πύλες της (αργότερα επιβεβαιώθηκε από τον Λιντς), ξεκινώντας από τα νοτιοδυτικά. Η Ζάγνος ή ιμαρέτ Καπισί (αναφέρεται στον Ζάγανος Πασά, τον αποστάτη της Πίστης χριστιανό μπεηλερμπέη, και στο ιμαρέτ της Γκιουλμπαχάρ, αντίστοιχα), που οδηγεί πάνω από τη Ζάγνος Κιοπρού στη Μέση Πόλη. Μία ή δύο πύλες που ονομάζονται Σουτ Καπισί («Σότκε» του Λιντς). Μία Μόλος Καπισί («Μεβλούζ» του Εβλία, λέξη που δικαίως τον μπέρδεψε) δίπλα στο λιμάνι. Και στη βορειοανατολική γωνία η Μούμχανε Καπισί, στην οποία ο Λιντς προσθέτει την Παζάρ Καπισί. Η σημερινή κύρια δυτική «πύλη» κόπηκε μέσα από το τείχος από τους Ρώσους το 1916-18. Ο Σούτσι αποδίδει αυτή την προσπάθεια στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό περί το 540.54
Η Μέση Πόλη ονομάζεται κάστρον από τον Πανάρετο στα 1303, 1362 και 1378. Στο χρυσόβουλλο της 26ης Οκτωβρίου 1314 γίνεται αναφορά στην «εκκλησία Παναγίας Χρυσοκεφάλου που βρίσκεται στο κάστρο Τραπεζούντας» (ecclesia beate Marie Crisocofole sita in Castro Trapesonde). Το 1430 ο Χαλκοκονδύλης το περιγράφει ως μέγα κάστρονκαι το 1432 το χρυσόβουλλο για το μοναστήρι του Φάρου αναφέρεται στην τοποθεσία του μητροπολιτικού ναού (δηλαδή τής Χρυσοκεφάλου) ως το παλαιόν κάστρον. Ακόμη και έναν αιώνα αφότου ο Αλέξιος Β’ είχε χτίσει τα κάτω τείχη, γινόταν διάκριση ανάμεσα στο «παλαιό» και το «νέο» κάστρο.
Αλλά στις αρχές του 16ου αιώνα η Μέση Πόλη είχε γίνει απλώς το «Μισο-καστόρι», και η κανονική τουρκική ονομασία της είναι Όρτα Χισάρ. Ο Πανάρετος αναφέρει ότι ο Αλέξιος Γ’ ενίσχυσε το κάστρο το 1378, αλλά ο ισχυρισμός του Μίλερ ότι αυτό επιβεβαιώνεται από επιγραφή, φαίνεται να βασίζεται σε σύγχυση με μια από τις επιγραφές του Αλεξίου Β’ στο δυτικό τείχος. Η μόνη γνωστή επιγραφή από τη Μέση Πόλη φαίνεται να είναι εκείνη του Ιουστινιανού πάνω από την Πύλη Ταμπάχανε. Η τοποθεσία είναι κρεμασμένη ανάμεσα σε δύο γέφυρες με τις συνοδευτικές τους πύλες: η Ζιντάν (ή «της Φυλακής») Καπισί οδηγεί στη Ζάγνος Κιοπρού στα δυτικά και η Ταμπάχανε Καπισί οδηγεί στην Ταμπάχανε Κιοπρού και την «αυτοκρατορική οδό» στα ανατολικά. Στα βόρεια η Πύλη της Αγίας Δύναμης οδηγεί μετά το Τσίφτε ή Γκαβούρ Χαμάμι στην Κάτω Πόλη και στη νοτιοανατολική γωνία η Γενί Τζουμά Καπισί (αρχικά ίσως η Πύλη του Αγίου Ευγενίου) και η Πύλη του Αγίου Γεωργίου των Λιμνίων οδηγούν στην ανατολική χαράδρα και στην Ακρόπολη αντίστοιχα.55
Ο Πανάρετος κάνει διάκριση μεταξύ του Κάστρου, ή Μέσης Πόλης, και της Ακρόπολης αναφερόμενος στην τελευταία ως ο Κουλᾶς (δηλαδή το τουρκικό Κουλέ) το 1337 και το 1351. Ο Λαζαρόπουλος την είχε περιγράψει ως ἡ κόρτη το 1223 και αποκαλύπτει ότι υπήρχε αυλή. που ονομαζόταν Ἐπιφάνεια. Αυτή θα μπορούσε να είναι η «πλατεία του κάστρου», στην οποία αναφέρεται ο Φρ. Όντοριτς το 1318, και τμήμα του παλατιού, προτείνουμε στο νότιο άκρο του (σχήμα 44). Ολόκληρη η Ακρόπολη φαίνεται ότι ήταν κυβερνητικός περίβολος, μέρος του οποίου αποτελούσε το παλάτι. Υπάρχουν λίγες λογοτεχνικές και επιγραφικές ενδείξεις για την ύστερη μεσαιωνική ανάπτυξη της περιοχής, η οποία από την αρχαιότητα μέχρι τον 18ο αιώνα συνδεόταν με διαδοχικούς ηγεμόνες της Τραπεζούντας και πρέπει να χτιζόταν πάνω στα συσσωρευμένα συντρίμμια αμέτρητων διοικήσεων. Ο Πανάρετος αναφέρει ότι το 1376 το παλάτιν ονομαζόταν «το παλάτι του αυτοκράτορα άρχοντα Ανδρόνικου του Μεγάλου Κομνηνού» και ότι ήταν δυνατό να ρίξουν κάποιον από εκείνο σκοτώνοντάς τον. Οι δυτικές αίθουσες βρίσκονται περισσότερο από σαράντα μέτρα πάνω από τη χαράδρα και είναι πραγματικά επικίνδυνες. Ο Ανδρόνικος είναι πιο πιθανό να είναι ο Ανδρόνικος Α' Γίδων (1222-35), δεύτερος Μέγας Κομνηνός, που υπερασπίστηκε την Ακρόπολη εναντίον του Μελίκ το 1223 και θάφτηκε στη Χρυσοκέφαλο, παρά ο μεταγενέστερος και πιο παροδικός αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ (1263-66) ή ο Ανδρόνικος Γ’ (1330-32). Τα επόμενα τέσσερα θραύσματα αποδείξεων είναι επιγραφικά. Όλα παρουσιάζουν προβλήματα, ενώ καμία επιγραφή δεν σώζεται τώρα. Το 1916 ο Ουσπένσκι παρατήρησε σε ένα παρεκκλήσι, πιθανώς στο Κουλέ μπογιού στο νότιο άκρο (φωτ. 132), μια ζωγραφισμένη επιγραφή δίπλα σε ίχνη αυτοκρατορικών προσωπογραφιών:
Η ερμηνεία του Ουσπένσκι για αυτήν και για τις προσωπογραφίες είναι (α) ότι η επιγραφή αναφέρεται στον Αλέξιο Α' (1204-22), πρώτο Μεγάλο Κομνηνό, γιο του σεβαστοκράτορα Μανουήλ, γιου του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α' Κομνηνού (1183-85) –είδος γενεαλογικής αξίωσης για την Αυτοκρατορία– και (β) ότι ο Αλέξιος θάφτηκε στο παρεκκλήσι. Είναι πια αδύνατο να σχολιάσουμε αυτή την ερμηνεία. Σίγουρα υπήρχε μια νότια πύλη το 1223, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Αλεξίου και σίγουρα η μετάθεση ονομάτων και τίτλων μπορεί να παραπέμπει μόνο στον Αλέξιο Α'. Θα μπορούσε κανείς μόνο να επιθυμεί μια επιβεβαιωτική μεταγραφή της επιγραφής. Η δεύτερη, μη επιβεβαιωμένη, επιγραφή καταγράφεται από τον συνήθως αναξιόπιστο Παρανίκα. Αποτελείται από το όνομα και τους τίτλους του Βασιλείου Μεγάλου Κομνηνού (1332-40) και προερχόταν «από το παλάτι». Η τρίτη είναι εξίσου δελεαστική. Ο Μίλερ, επικαλούμενος ένα περιοδικό ενορίας της Τραπεζούντας του 1916, που δεν είναι τώρα διαθέσιμο σε εμάς, αναφέρει ότι «μια επιγραφή στον «πύργο του Μιχαήλ Κομνηνού» στα δυτικά του ανακτόρου διατήρησε το όνομα του εκλιπόντος αυτοκράτορα», δηλαδή εκείνο του Μιχαήλ Μεγάλου Κομνηνού (1341-49). Τέλος, ο Φαλμεράγιερ παρατήρησε στο τώρα κατεστραμμένο Κουλέ Μπογιού μια επιγραφή του Ιωάννη Δ' Μεγάλου Κομνηνού, με χρονολογία 1460. Αυτό έχει προβληματίσει τους ιστορικούς της Τραπεζούντας, επειδή ο Ιωάννης Δ’ συνήθως θεωρείται ότι πέθανε το 1458. Η λύση του Λαμψίδη είναι ότι πέθανε το 1460. Μια ακόμη πιο απλή λύση προτείνεται από το γεγονός, ότι μόνο ο Φαλμεράγιερ μπόρεσε να διαβάσει τη χρονολογία έτος 6898 από κτίσεως κόσμου = 1460 μ.Χ., η οποία φαίνεται ότι ήταν πολύ ψηλά στον πύργο και κατεστραμμένη. Ίσως έκανε λάθος. Βάζοντας μαζί αυτά τα στοιχεία, μπορεί κανείς να προτείνει, το πολύ, ότι η ακρόπολη και το ανάκτορο επισκευάστηκαν ή χτίστηκαν στις περιόδους 1204-22, 1223-35, 1332-40, 1341-49 και πριν από το 1460. Δεν υπάρχει τίποτε εγγενώς μη πιθανό για οποιοδήποτε από αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά καθώς κανένα από αυτά δεν μπορεί πια να ελεγχθεί (και η προέλευση πολλών δεν είναι καλή), είναι ζήτημα αποδοχής ή απόρριψης. Τουλάχιστον, υπάρχει κάποια αιτιολόγηση για την απόρριψη των στοιχείων και των τεσσάρων επιγραφών της ακρόπολης.56
Με ανακούφιση μπορεί κανείς να στραφεί από την αμφίβολη αξία των επιγραφών της Ακρόπολης σε μια τελευταία εκπληκτική πηγή για την εμφάνιση της Ακρόπολης στις αρχές του 15ου αιώνα, γιατί η αφήγηση του Βησσαρίωνος για το φρούριο των Μεγάλων Κομνηνών είναι η πιο λεπτομερής περιγραφή από εκείνη κάθε άλλου υστερο-βυζαντινού ανακτόρου. Το Ἐγκώμιον Τραπεζοῦντος του Βησσαρίωνος πάσχει από σχεδόν ολοκληρωτική αποφυγή κυρίων ονομάτων, αλλά, ως ο Τραπεζούντιος διπλωμάτης Βασίλειος, πρέπει να γνώριζε το παλάτι και, χωρίς πολλές υπερβολές, η αφήγησή του είναι αρκετά τεκμηριωμένη.57
Τα οικήματα των αυτοκρατόρων βρίσκονται στη σημερινή ακρόπολη. Τα ίδια δεν είναι λιγότερο από ακρόπολη, ξεπερνώντας όλα τα άλλα κτίρια με την οχυρότητα των τοίχων τους και την ποικιλία, το μέγεθος και την ομορφιά της κατασκευής τους. Το δυτικό τείχος τους είναι κοινό με την ακρόπολη και το ανάκτορο και εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό και στα δύο, έχοντας ύψος μέχρι δύο ορόφους. Από εκεί και πάνω, εκτείνεται για χάρη του παλατιού και μόνο, και βρίσκεται ψηλότερα από το τείχος της ακρόπολης σχεδόν όσο εκείνο υψώνεται πάνω από το έδαφος.58 Τα τείχη που βλέπουν προς άλλες κατευθύνσεις, όντας κατάλληλα ως προς το ύψος, το πάχος και άλλα σημεία, εκτείνονται μέχρι κάτω και, ενώ καταλαμβάνουν περισσότερο από το μισό της ακρόπολης, προσθέτουν αυτή την περιοχή στο παλάτι και επαρκούν για να αντισταθούν στον επερχόμενο εχθρό και να φυλάξουν με ασφάλεια αυτούς που μπορεί να είναι μέσα. Προσφέρουν είσοδο μέσω δύο πυλών και μιας μυστικής θύρας,59 ενώ κατά τα υπόλοιπα είναι κατασκευασμένα με ασφάλεια, έτσι ώστε να αποκλείουν και να αποκρούουν τους επιτιθέμενους. Εκατέρωθεν αφήνεται ανοιχτός χώρος για δωμάτια και για περιοχή των υπηρετών του αυτοκράτορα, ενώ το ανάκτορο υψώνεται στη μέση και έχει είσοδο με σκάλα από σκαλοπάτια, ώστε η είσοδος να είναι ανοδική.60 Καθώς μπαίνει κανείς, συναντά αμέσως από τη μια πλευρά υπέροχους προθάλαμους και αίθουσες αρκετής ομορφιάς και μεγέθους, ικανές να χωρέσουν πολύ κόσμο, με τις αίθουσες να περιβάλλονται από μπαλκόνια που βλέπουν προς όλες τις κατευθύνσεις και είναι εκτεθειμένα σε όλους τους ανέμους. Από την άλλη πλευρά απλώνεται ένα πολύ μακρύ και όμορφο κτίριο, το δάπεδό του οποίου είναι όλο στρωμένο με λευκό μάρμαρο, ενώ η οροφή του γυαλίζει από τα άνθη της ζωγραφικής, με χρυσό και διάφορα χρώματα. Ολόκληρη η κοιλότητα της οροφής λάμπει με αστραφτερά αστέρια σε μίμηση του ουρανού και επιδεικνύει την τελειότητα και τη λεπτότητα της ζωγραφικής. Ολόγυρα, στους τοίχους, είναι ζωγραφισμένος ο χορός των αυτοκρατόρων, τόσο αυτών που κυβέρνησαν τον τόπο μας όσο και των προγόνων τους. Επίσης ζωγραφισμένοι εκεί είναι οι κίνδυνοι που έχει υποστεί η πόλη μας. Όσοι επιτέθηκαν σε αυτήν κατάλαβαν ότι το έκαναν εις βάρος τους.61 Ψηλά, στο τέλος του κτιρίου, εμφανίζεται σκεπαστό αυτοκρατορικό βήμα62 με στέγη που εκτείνεται σε πυραμίδα και στηρίζεται σε τέσσερις κίονες. Αυτό καλύπτεται ολόγυρα με λευκό μάρμαρο, στέγη και όλα, και χωρίζει τους αυτοκράτορες από τους υπηκόους τους σαν κιγκλίδωμα. Εκεί κάνει την εμφάνισή του ο αυτοκράτορας, συναλλάσσεται με τους υπουργούς του, συνομιλεί με πρέσβεις, δίνει και παίρνει τον λόγο.63 Πιο πέρα βρίσκεται άλλη αυτοκρατορική αίθουσα 64 με εξαιρετικό ύψος και πλάτος, που είναι καλυμμένη με στέγη και έχει κίονες ολόγυρα. Σε αυτό το κτίριο, το οποίο είναι διακοσμημένο με πίνακες ζωγραφικής, υπάρχει σειρά από σκαλοπάτια για να οδηγούν τον αυτοκράτορα ψηλά, και εδώ είναι που συνηθίζει να κάνει υπέροχα συμπόσια για τους υπουργούς του και άλλους υπηκόους του.65 Στην αριστερή πλευρά συναντά κανείς σειρά από πολλά δωμάτια, συμπεριλαμβανομένου ενός που διαφέρει από τα υπόλοιπα. Είναι χωρισμένο σε τέσσερις ίσες πλευρές, σαν πλαίσιο, και περιέχει αναμνηστικά της Δημιουργίας του κόσμου και της προέλευσης και της ιστορίας του ανθρώπου.66 Στη δεξιά πλευρά υπάρχουν πολλές αίθουσες, προθάλαμοι, μπαλκόνια, κοιτώνες και δωμάτια που χωρίζονται από κιονοστοιχίες, που διατρέχουν η μία την άλλη, όλες με μέτρο που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, καθεμιά μεγαλύτερη από την επόμενη και όλες χτισμένες με ανείπωτη ομορφιά και την κατάλληλη αρμονία. Εκεί, επίσης, έχει φτιαχτεί μια εκκλησία διακοσμημένη με όμορφες αγιογραφίες και στολισμένη με ιερά κτερίσματα, τα οποία, αν και όχι πολλά, είναι εξαιρετικής ομορφιάς. Ό,τι λείπει από την εκκλησία σε μέγεθος το αναπληρώνει σε κομψότητα.67
Μετά το 1461 η ακρόπολη έγινε έδρα του νέου πασά της Τραπεζούντας. Φρουρούνταν πρώτα από τοπικές στρατολογήσεις και αργότερα από σώμα γενιτσάρων. Το 1758-59 η Ακρόπολη, ο Άγιος Ευγένιος και η Θεοσκέπαστος ήσαν προπύργια σε τοπική μάχη μεταξύ του πασά με τη φρουρά των γενιτσάρων του και των ντόπιων ντερεμπέηδων, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τα γεγονότα της δεκαετίας του 1340.68 Πρόσφατα δημοσιευμένη πορτογαλική έκθεση του 1766 αναφέρει ότι ο Γεωργιανός βασιλιάς Ερέκλε (Ηράκλειος) Β’ κύκλωσε την ακρόπολη από τις τρεις πλευρές με κανόνια και την κατέλαβε. Ο συντάκτης του εγγράφου φαίνεται να μην γνωρίζει ότι ο Ερέκλε δεν έκανε τίποτε τέτοιο, αλλά μια πιθανή απειλή από εκείνον και μια πιθανή αργότερα από τη Ρωσία μπορεί να οδήγησαν στην τελική ενίσχυση των οχυρώσεων της Τραπεζούντας.69
Επομένως, πριν χρειαστεί να εξεταστούν τα αρχαιολογικά στοιχεία, μπορούν να γίνουν οι ακόλουθες σταθερές δηλώσεις σχετικά με τις οχυρώσεις, που συγκεντρώθηκαν από λογοτεχνικές και επιγραφικές πηγές: Η πόλη ήταν τειχισμένη πριν από το 257 μ.Χ. Αναστηλώθηκε πιθανώς τον 6ο αιώνα και πιθανώς τον 9ο και στα τέλη του 11ου. Η Κάτω Πόλη περιτειχίστηκε περί το 1302-25. Η Μέση Πόλη ενισχύθηκε το 1378. Η Ακρόπολη στολίστηκε με παλάτι και υποβλήθηκε σε προσθήκες και επισκευές κατά την περίοδο 1204-1460. Τέλος πρέπει να αναμένονται περαιτέρω βελτιώσεις σε όλα τα τείχη της οθωμανικής εποχής. Στη συνέχεια θα εξεταστούν τα αρχαιολογικά στοιχεία για τα τείχη, τα οποία θα ακολουθήσουν τα συνδυασμένα ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία που παρέχουν τα εικοσιπέντε άλλα κοσμικά μνημεία και οι ενενηνταέξι γνωστές εκκλησίες και μοναστήρια της Τραπεζούντας.
ΜΝΗΜΕΙΑ
Οι οχυρώσεις
1. Τα Κλασικά Τείχη (σχήμα 41)
Η κυρία Σελίνα Μπάλανς έχει συνεισφέρει στην περιγραφή που ακολουθεί.
Η τοιχοποιία της Μέσης Πόλης και της Ακρόπολης είναι πολλών τύπων, που περιγράφονται στις επόμενες ενότητες. Ένας χαρακτηριστικός τύπος, ορατός στη Ζάγανος Κιοπρουσού και σε δώδεκα σημεία στα τείχη (βλ. σχήμα 41) μπορεί σχεδόν σίγουρα να θεωρηθεί ότι ανήκει στη Ρωμαϊκή περίοδο, δηλαδή, από τον 1ο μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Αυτή η τοιχοποιία αποτελείται, τυπικά, από μεγάλα κομμάτια θαμπού γκρίζου συσσωματώματος, μεγέθους μέχρι 1,30×0,55×0,45 μ., στρωμένα πολύ σωστά και στενά συνδεδεμένα, χωρίς κονίαμα. Δεν υπάρχει ιδιαίτερο δέσιμο, αλλά τα κομμάτια χρησιμοποιούνται και ως πρέκια και ως δρομικά. Σε γενικές γραμμές είναι στοιχισμένα αρκετά ίσια στην επιφάνεια, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις εξέχουν ελαφρώς. Πιθανώς τα κομμάτια είναι συνήθως η επένδυση ενός πυρήνα από κονίαμα συντριμμιών, αλλά αυτό δεν είναι ορατό εκτός από μία περίπτωση, η οποία μπορεί να είναι μεταγενέστερη από τις περισσότερες. Τα κομμάτια βρίσκονται επίσης εκτενώς επαναχρησιμοποιημένα, τοποθετημένα με κονίαμα ως επένδυση τοίχων ή για παραστάδες θυρών και υπέρθυρα, σε πολλά σημεία στις οχυρώσεις, τις εκκλησίες και άλλα μνημεία της πόλης. Φαίνεται ότι υπάρχει μεταγενέστερη εκδοχή αυτού του τύπου τοιχοποιίας, όπου τα κομμάτια πέτρας εξακολουθούν να έχουν το ίδιο μέγεθος, αλλά είναι κομμένα με λιγότερη ακρίβεια και επομένως δίνουν πιο αδρή γενική εντύπωση.
Στον πιο κάτω κατάλογο οι αριθμοί παραπέμπουν σε θέσεις που σημειώνονται στο σχήμα 41 και αναφέρονται σε σωζόμενα τμήματα κλασικής τοιχοποιίας.
1. Μήκος τοιχοποιίας μήκους πολλών μέτρων, αριστερά από την Πύλη της Αγίας Δύναμης.
2. Η ανατολική παραστάδα της Πύλης της Αγίας Δύναμης, που σώζεται σε ύψος περίπου τριών μέτρων. Η εσοχή σε σχήμα Τ για συσκευή ασφάλισης κόβεται απότομα. Για την παρακείμενη «αψίδα», βλέπε σελ. 206 πιο κάτω.
3. και 4. Δύο μικρά τμήματα τοιχοποιίας, πολύ απρόσιτα για μελέτη.
5. Ο καμπύλος προμαχώνας από τη Γενί Τζουμά Καπισί, που έχει μπαλωθεί πολύ αλλά φαίνεται ότι είναι ρωμαϊκής καταγωγής.
6. Μικρό τμήμα που έχει επιστρωθεί με κονίαμα σε κάποιο βαθμό, αλλά φαίνεται ότι είναι αρχικά ρωμαϊκής χρονολογίας.
7. και 8. Ένα βραχύ και ένα μακρύ τμήμα, που φέρουν τώρα εσωτερικό βυζαντινό τείχος, αλλά αρχικά αντιπροσώπευαν το εξωτερικό τείχος. Βλέπε σελ. 189 πιο κάτω.
9. Ένα από τα μακρύτερα τμήματα, αν και ύψους μόνο τεσσάρων σειρών. Είναι σχεδόν συνεχές με τη βάση του προεξέχοντος ημικυκλικού προμαχώνα, επίσης με ρωμαϊκή τοιχοποιία στη βάση του, που σηματοδοτεί το σημείο όπου το τειχοπέτασμα μεταξύ της Μέσης Πόλης και της Ακρόπολης ενώνεται με τον δυτικό προμαχώνα. Η εσωτερική γωνία εδώ, με φραγμένη τοξωτή πόρτα σε κάθε τοίχο, έχει την κάπως πιο τραχιά τοιχοποιία που αναφέρθηκε πιο πάνω και είναι σχεδόν σίγουρα μεταγενέστερη από τις περισσότερες, πιθανώς του 3ου έως 5ου αιώνα69α ή ακόμη και Μεσο-βυζαντινή,69b ενώ το μακρύ τμήμα στο τείχος βορρά-νότου είναι «κανονικού» τύπου, όπως και το χαμηλότερο τμήμα του καμπυλωτού προμαχώνα. Η σχέση μεταξύ των δύο περιόδων είναι δύσκολο σημείο, καθώς η «πρώιμη» βάση του καμπυλωτού προμαχώνα προεξέχει πιο πέρα από το «μεταγενέστερο» τείχος με θύρες (βλ. σχήμα 41). Ενδεχομένως να υπήρξε σημαντική αλλαγή στο σχέδιο σε μεταγενέστερη χρονολογία.
10. Η «εξέδρα» (φωτ. 111α). Αυτή η ασυνήθιστη πολυγωνική δομή σχηματίζει την εσωτερική όψη του καμπυλωτού προμαχώνα που αναφέρθηκε στο υπ' αριθ. 9. Τα τοιχώματά της αποτελούνται από επτά πλευρές κανονικού δωδεκάεδρου, οι πέντε από τις οποίες έχουν κόγχες με στρογγυλές κεφαλές, οι ράχες των οποίων φαίνεται ότι φράχτηκαν αργότερα. Προς τα βόρεια υπάρχει ένας τοίχος επιστροφής με περαιτέρω κόγχη και στο νότιο τείχος υπάρχει βραχύ πέρασμα με φραγμένη πόρτα στον δυτικό τοίχο του. Φαίνεται βέβαιο ότι από αυτό το σημείο μια δίοδος ή σκάλα κατέβαινε τη μικρή απόσταση μέχρι μια από τις φραγμένες πόρτες στο αριθ. 9. Η εσωτερική κατασκευή είχε ημιθόλο, τώρα σε μεγάλο βαθμό πεσμένο, από μεγάλα κομμάτια πέτρας σε κανονικές στρώσεις που σχηματίζουν όψη για κονίαμα θραυσμάτων. Ένα περίεργο χαρακτηριστικό είναι ένα άνοιγμα, σαν μικρή πόρτα και προφανώς αρχικό, στο κάτω μέρος του ημιθόλου και ακριβώς πάνω από κόγχη. Τώρα είναι αποκλεισμένο, αλλά θα μπορούσε ενδεχομένως αρχικά να είχε πρόσβαση σε ένα τείχος προμαχώνα, με ξύλινη σκάλα για πρόσβαση. Περί το 1944 μια δόνηση της γης κατέστρεψε έναν όροφο που εκτεινόταν στο κτίριο κάτω από τον ημιθόλο, αλλά αυτό πρέπει να ήταν όψιμη προσθήκη, πιθανόν ακόμη και οθωμανική.
Ο σκοπός της «εξέδρας» είναι αινιγματικός. Μεταξύ των ιδεών που έρχονται στο μυαλό είναι ένα νυμφαίον (καθώς, τον 3ο αιώνα, η παροχή νερού θα μπορούσε κάλλιστα να είχε εισαχθεί από υδραγωγείο υπό πίεση, έτσι ώστε νερό να ήταν διαθέσιμο ακόμη και σε αυτό το ύψος), ή, ίσως, μια πρώιμη εκκλησία με δυτική αψίδα, η οποία, αν και μοναδική σε αυτά τα μέρη, δεν είναι εντελώς αδύνατη. Ο Ουίνφιλντ σημειώνει ότι δεν θα πρέπει επίσης να αποκλειστούν η λειτουργία ως πραιτώριον και μια ιουστινιάνεια χρονολόγηση. Η ανασκαφή θα έδινε πιθανώς πολύ περισσότερες πληροφορίες.
11. Ένα μικρού μήκους, απρόσιτο κομμάτι τείχους πάνω από σχεδόν κάθετη όψη βράχου.
12. Η Ζάγνος Κιοπρουσού. Αυτή η γέφυρα περιγράφεται πληρέστερα στη σελ. 190 πιο κάτω. Το κύριο ρωμαϊκό χαρακτηριστικό της είναι ένα βάθρο, ευδιάκριτο αν και εγκιβωτισμένο σε μεταγενέστερη τοιχοποιία (φωτ. 111β). Είναι τυπικής ρωμαϊκής τοιχοποιίας με κάποια κοίλανση, στην προκειμένη περίπτωση. Είναι πλήρης μέχρι, και περιλαμβάνοντας, ένα γείσο στο επίπεδο του ξεφυτρώματος της αψίδας και έχει ακόμη δύο θολόλιθους στη θέση της δυτικής καμάρας και τρεις σε εκείνη της ανατολικής. Το μεγαλύτερο μέρος του κάτω τμήματος αυτής της ψηλής γέφυρας (η οποία είναι τώρα ουσιαστικά πεζόδρομος με σχετικά στενό τοξωτό άνοιγμα για το μικρό ρέμα) είναι χτισμένο από ρωμαϊκούς ογκόλιθους. Το ανατολικό τμήμα, που εκτείνεται μέχρι τον βράχο της Μέσης Πόλης, μπορεί κάλλιστα να είναι σύγχρονο με το βάθρο που προαναφέρθηκε, καθώς ίσως υπήρχαν αρχικά πέντε ή έξι ανοιχτές καμάρες με συμπαγή διάδρομο στο ένα ή και στα δύο άκρα. Το φράξιμο δίπλα στο βάθρο είναι πιθανότατα πολύ ύστερο κλασικό, αλλά μεγάλο μέρος των υπολοίπων είναι αρκετά μεταγενέστερο, αφού τα κομμάτια πέτρας (επαναχρησιμοποιημένα αναμφίβολα) έχουν στρωθεί με κονίαμα. Τα κομμάτια του βάθρου φαίνεται ότι έχουν κάπως πιο έντονη κοίλανση από τα υπόλοιπα, αλλά η δομή ποικίλλει από κομμάτι σε κομμάτι.
13. Ακριβώς στα βόρεια της γέφυρας υπάρχει μεγάλο τμήμα τοιχοποιίας, που εκτείνεται πρώτα προς βορρά και στη συνέχεια στρίβει δυτικά μαζί με τον φυσικό γκρεμό, που περιλαμβάνει πολλά φραγμένα ή τυφλά τόξα. Φαίνεται πολύ ασυνήθιστο μέρος για να είχε οποιουδήποτε είδους άνοιγμα. Στην εξωτερική γωνία έχει ύψος τουλάχιστον δώδεκα σειρές (φωτ. 110α).
Τέλος ο Ουίνφιλντ σημειώνει μερικούς μεγάλους και προφανώς ρωμαϊκούς ογκόλιθους στο εξωτερικό μέρος της ανατολικής χαράδρας, στη νότια πλευρά της Ταμπάχανε Κιοπρού στο επίπεδο θεμελίωσης. Ίσως να είχαν αποτελέσει τα θεμέλια παρατηρητηρίου.
Από τα στοιχεία αυτής της σωζόμενης τοιχοποιίας είναι σαφές ότι ο κύριος βράχος στον οποίο βρίσκεται η πόλη –δηλαδή η Μέση Πόλη και η Ακρόπολη, αλλά όχι το μεταξύ τους τείχος– ήταν οχυρωμένος με τείχη σε όλη την περίμετρό του κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η ομοιότητα των τμημάτων που διασώζονται υποδηλώνει συγκεκριμένη περίοδο δόμησης. Σε ένα μόνο σημείο (στη δυτική πλευρά της Ακρόπολης στους αριθ. 7 και 8) ήταν η γραμμή του ρωμαϊκού τείχους διαφορετική από εκείνη της κύριας βυζαντινής περιόδου, και ακόμη και εδώ χτίστηκε βυζαντινό τείχος σε ρωμαϊκή βάση.
Η μόνη προσπάθεια που μπορούμε να κάνουμε για να χρονολογήσουμε αυτήν την τοιχοποιία, είναι να υποθέσουμε ότι ο Κόρβουλων μπορεί κάλλιστα να είχε οχυρώσει τη βάση του και ότι οι παλαιότερες εκτάσεις μπορεί επομένως να χρονολογούνται περίπου το 48 μ.Χ. Μισόν αιώνα αργότερα ο Αδριανός ίσως είχε φροντίσει τα τείχη καθώς και το λιμάνι. Αυτό προϋποθέτει ότι, αν η πόλη είχε οχυρωθεί πριν από το 48 μ.Χ., δεν διασώζονται ή είναι αναγνωρίσιμα στοιχεία για αυτά τείχη. Θα μπορούσαν να αναμένονται έργα από τα μέσα και τα τέλη του 3ου αιώνα, είτε εναντίον των Γότθων είτε της εποχής του Διοκλητιανού, αλλά το μόνο μέρος που φαίνεται αισθητά μεταγενέστερο –η «εξέδρα»– μπορεί να μην ανήκει στις οχυρώσεις. Ούτε μας βοηθούν άλλα σωζόμενα ρωμαϊκά κτίρια στην πόλη και δεν σώζονται ρωμαϊκές επιγραφές in situ. Μια έρευνα κλασικών υλικών που επαναχρησιμοποιήθηκαν σε εκκλησίες και αλλού (την οποία δεν έχουμε κάνει) θα μπορούσε να αποδειχθεί χρήσιμη. Το μόνο βέβαιο σημείο είναι ότι η τοιχοποιία που περιγράφεται πιο πάνω είναι τυπικά ρωμαϊκή.
Τα τρία τμήματα της Τραπεζούντας, Κάτω Πόλη, Μέση Πόλη και Ακρόπολη, εξετάζονται στη συνέχεια, με τοπογραφική παρά με χρονολογική σειρά.
2. Η Κάτω Πόλη
Τα τείχη της Κάτω Πόλης, που ολοκληρώθηκαν από τον Αλέξιο Β’ το 1324, περιγράφονται εδώ ξεκινώντας από τον νοτιοδυτικό πύργο μέχρι τη Ζάγνος Κιοπρουσού. Βλέπε το σχήμα 42.
Ο Νοτιοδυτικός Πύργος έχει διαστάσεις περίπου 15×12 μ. σε κατεύθυνση ανατολής-δύσης και βορρά-νότου αντίστοιχα. Όπως και τα υπόλοιπα τείχη, είναι κτισμένος από χονδρικά τετραγωνισμένες πέτρες, τοποθετημένες σε κανονικές στρώσεις. Η εξωτερική όψη έχει αλλοιωθεί με την αντικατάσταση ορθογώνιων ανοιγμάτων από στρογγυλά τόξα στα παράθυρα (φωτ. 110β). Το εσωτερικό έχει τρεις ορόφους και επίπεδη στέγη.
Οι τοίχοι του πρώτου ορόφου ή ισογείου έχουν πάχος τουλάχιστον 3 μ. Υπήρχε καμαροσκέπαστος θάλαμος με στέψη από ανατολικά προς δυτικά και στρογγυλά τοξωτά παράθυρα στο κέντρο των τοίχων στα ανατολικά και δυτικά. Ο θόλος έχει πια καταρρεύσει ή έχει κατεδαφιστεί εκτός από το ξεφύτρωμα στα πλάγια. Ήταν από κονίαμα θραυσμάτων και κατασκευασμένος με καλούπια, από τα οποία διακρίνονται τα σημάδια. Η πόρτα ήταν στον βόρειο τοίχο στην ανατολική γωνία. Φαίνεται ότι δεν υπήρχε εσωτερική επικοινωνία μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου ορόφου.
Ο δεύτερος όροφος είναι στεγασμένος με τετραμερή θόλο, με τους τοίχους και τις παραστάδες στήριξης επενδεδυμένους με κομψά κομμένες ορθογώνιες πέτρες, στρωμένες εναλλάξ δρομικές και μπατικές. Τα τόξα στήριξης είναι ελαφρώς μυτερά. Και οι τέσσερις τοίχοι είχαν στρογγυλά τοξωτά παράθυρα. Εκείνο στον νότιο τοίχο έχει κλειστεί και όλα έχουν μετατραπεί σε ορθογώνια μορφή, αντίστοιχα με εκείνα στο «Υπνοδωμάτιο της Θεοδώρας» στην Ακρόπολη (βλέπε σελ. 195 πιο κάτω). Η πόρτα είναι πάνω από τον πρώτο όροφο. Καθώς δεν υπάρχει ίχνος άλλης πόρτας, πρέπει να οδηγούσε έξω και στους δύο τοίχους. Είναι στρογγυλή τοξωτή. Πάνω από τα κιονόκρανα των παραστάδων (που είναι αδιακόσμητες προεξοχές) υπάρχουν τετράγωνες τρύπες δοκών, που πιθανώς χρησιμοποιήθηκαν για σκαλωσιές κατά την κατασκευή του θόλου. Στη βόρεια πλευρά μια πέτρινη σκάλα (πιθανώς η αρχική) ανεβαίνει από τα δυτικά προς τα ανατολικά και στη συνέχεια στρίβει νότια μέσα στο πάχος του τοίχου, για να βγει στην οροφή. Ο θάλαμος του δεύτερου ορόφου πρέπει να ήταν κομψό δωμάτιο, ίσως προοριζόμενο για τον διοικητή της φρουράς, καθώς ο πύργος γειτνιάζει με την παλιά πύλη. Η επίπεδη οροφή είναι τώρα γεμάτη φυτά όπως η δάφνη και το άγριο σκυλάκι. Υπήρχαν πολεμίστρες. Ο πύργος έχει ύψος περίπου 15 μ.
Το εξωτερικό είναι από κανονικές σειρές ακατέργαστης πέτρας τοποθετημένες με την επίπεδη επιφάνεια προς τα έξω, με μικρότερες πέτρες να γεμίζουν τις ανωμαλίες. Ο εσωτερικός πυρήνας (πιθανότατα από κονίαμα συντριμμιών) δεν ήταν ορατός. Η επιφάνεια φαίνεται ότι έχει καλυφθεί με κονίαμα για να δώσει επίπεδο φινίρισμα. Οι γωνιόλιθοι είναι από καλά τετραγωνισμένα μεγάλα κομμάτια στη συνηθισμένη εναλλαγή ανάμεσα σε μακρύ και κοντό. Υπάρχουν τριανταμία σειρές μέχρι τη βάση του παραθύρου του δεύτερου ορόφου στη βόρεια πλευρά, δέκα ακόμη μέχρι τη βάση του παραθύρου του τρίτου ορόφου και δώδεκα ακόμη μέχρι τη σημερινή κορυφή, ίσως δεκαέξι αρχικά, συνολικά πενηνταεπτά σειρές. Περίπου εικοσιοκτώ σειρές πάνω από τους γωνιόλιθους της βορειοδυτικής γωνίας και εικοσιεπτά της νοτιοανατολικής, οι γωνιόλιθοι είναι προεξέχοντα κομμάτια που πρέπει να έχουν σμιλευτεί. Η μορφή δεν είναι πια ξεκάθαρη, αλλά μπορεί να υπήρχε ένα λιοντάρι, στραμμένο προς τα εμπρός, με πολύ μακριά μπροστινά πόδια. Στη βόρεια όψη του πύργου, πάνω από το σημείο που τον συναντά το τείχος, φαίνεται ότι υπάρχει σύνδεσμος στον τοίχο.
Τείχος από τον νοτιοδυτικό πύργο μέχρι τη Ζάγνος Κιοπρουσού. Το τείχος ξεκινούσε από τη βορειοανατολική γωνία του πύργου, όπου σώζεται η σπασμένη αρχή του. Πρέπει να εκτεινόταν περίπου 100 μέτρα, αλλά κάθε ίχνος του έχει εξαφανιστεί.
Η Ζάγνος Καπισί (φωτ. 110β), περίπου 8 μ. βόρεια του πύργου, πρέπει να ήταν μία από τις κύριες πύλες. Το άνοιγμα είναι ορθογώνιο και έχει ύψος περίπου 3 μέτρα και πλάτος 2 μέτρα. Έξω το επίπεδο του εδάφους φαίνεται να έχει πέσει περίπου μισό μέτρο.
Καθεμιά από τις παραστάδες της φραγμένης πόρτας αποτελείται από δύο μεγάλα κομμάτια και δύο μικρότερα κομμάτια από το τοπικό συσσωμάτωμα. Το υπέρθυρο είναι ενιαίο κομμάτι από Προκοννήσιο μάρμαρο, μήκους περίπου 2,50 μέτρων και ύψους 0,50 μέτρων. Το πάχος του δεν φαίνεται. Πάνω από αυτό υπάρχει ψηλό τύμπανο με οξυκόρυφο τόξο. Θραύσματα από διαβρωμένη πέτρα του παλιού γείσου διακρίνονται στη βάση εκατέρωθεν. Όμως είναι πιθανό το γείσο του τυμπάνου πάνω από το υπέρθυρο και το γείσο του να είναι πρωτότυπα και οι πέτρες που βρίσκονται τώρα στη βάση να έφεραν κάποτε σκαλίσματα τα οποία έκτοτε έχουν παραμορφωθεί. Ο ακρογωνιαίος λίθος αντιπροσωπεύεται από δύο ξεχωριστά κομμάτια. Μέσα στο τύμπανο υπάρχει εσοχή για πέτρα, ίσως εκείνη που αναφέρεται ότι είχε πάνω της το έμβλημα μονοκέφαλου αετού, πιθανώς αυτή που φαίνεται στη φωτογραφία του 1893 στη φωτ. 113, οπότε είχε ληφθεί από πιο κάτω στον τοίχο.70 Περίπου 1 μ. πάνω από την κορυφή του τόξου υπάρχουν δύο οριζόντιες σειρές από πέτρα μέσα σε πλαίσιο από τούβλα. Μέσα στο πλαίσιο βρισκόταν η μακρύτερη από τις δύο επιγραφές του Αλεξίου Β’ σε τούβλο ή χοντρό κόκκινο κεραμικό, όπου τα γράμματα είχαν καμπύλες. Έχουν απομείνει μόνο θραύσματα από καμιά δεκαριά γράμματα. Αυτή η επιγραφή είχε αρχικά μήκος περίπου 3 μ.71
Περίπου 5 μέτρα βόρεια της πύλης και 4 μέτρα πάνω από το έδαφος υπάρχει παράθυρο με σχισμή και άλλο στο ίδιο ύψος 5 μέτρα βορειότερα. Στην εσωτερική πλευρά του τοίχου, στην πύλη, υπήρχε τυφλή στοά από πέτρινα τόξα που στήριζαν τη ράμπα.71α Η λιθοδομή προεξέχει περίπου 0,20 μ. από την εξωτερική βάση της νότιας παραστάδας. Η στήριξη για κινητή γέφυρα δεν είναι πιθανή. Ίσως υπήρχε κάποιου είδους τείχος που ξεκινούσε από αυτό το σημείο.
Το Δυτικό Τείχος. Βόρεια της Ζάγνος Καπισί υπάρχουν περισσότερα παράθυρα με σχισμές (προφανώς επτά), στο ίδιο περίπου ύψος και διαστήματα, εκτός από το ότι τα διαστήματα μεταξύ των δύο βόρειων εκτείνονται σε 6 μ. περίπου. Τα παράθυρα με σχισμές εκτείνονται μέχρι ένα σημείο όπου ο τοίχος υποχωρεί περίπου 3 μέτρα προς τα μέσα. Η απόσταση από την πρώτη ορθογώνια προεξοχή είναι περίπου 15 μ. και από τον νοτιοδυτικό πύργο μέχρι την προεξοχή περίπου 100. Στην πρώτη προεξοχή το τείχος υψώνεται 8 έως 10 μ. Η τοιχοποιία του μοιάζει με εκείνη του νοτιοδυτικού πύργου, με άφθονο επίχρισμα, γεμίσματα από μικρές πέτρες ή θραύσματα τούβλων, και καλοκομμένους γωνιόλιθους από μεγάλα κομμάτια. Η διαφορά είναι ότι σε αυτόν τον τοίχο υπάρχουν τρύπες δοκών για συνδετήρια δοκάρια, στις οποίες παραμένει άθικτο ξύλο. Η χαμηλότερη σειρά είναι 3 περίπου μέτρα πάνω από το έδαφος και τα πρέκια είναι σε διαστήματα 3 περίπου μέτρων. Η δεύτερη σειρά (όπου φαίνονται μόνο δύο τρύπες) είναι 1,50 μ. ψηλότερα. Πάνω από εκείνην υπάρχουν ασυνήθιστες τρύπες.
Οι ορθογώνιες προεξοχές, ή πύργοι, προεξέχουν περίπου 3,50 μ. σε διαστήματα περίπου 16 μ. και έχουν πλάτος περίπου 8 μ. στο εξωτερικό (φωτ. 112α, β). Τρύπες δοκών εμφανίζονται, όπως στον τοίχο που περιγράφηκε πιο πάνω, αλλά οι πύργοι και οι ενδιάμεσοι τοίχοι δεν έχουν παράθυρα με σχισμή. Το κονίαμα τοίχου είναι από ασβέστη και άμμο και ο κονιοποιημένος πυρήνας περιλαμβάνει μεγάλη ποσότητα βοτσάλων παραλίας.
Στην εσωτερική πλευρά του τείχους η στοά με τυφλά τόξα εκτείνεται από τη Ζάγνος Καπισί μέχρι τον πρώτο πύργο στα βόρεια. Τα τόξα είναι οξυκόρυφα και πλάτους περίπου 8 μ.
Σπίτια έχουν χτιστεί στο μεγαλύτερο μέρος του τείχους και το εσωτερικό δύο μόνο πύργων μπορούσε να εξεταστεί. Ο ένας περιείχε ακόμη ένα σπίτι, ο άλλο είχε ένα στο παρελθόν. Και τα δύο είχαν αναστατώσει την τοιχοποιία. Όμως δεν υπήρχε ίχνος από πέτρινους ή πλίνθινους θόλους και κανένας εσωτερικός τοίχος που να περικλείει τον χώρο και να τον κάνει κανονικό πύργο. Αυτοί οι «πύργοι» ήσαν, όπως εκείνος στην Κορδύλη71β και εκείνοι στις οχυρώσεις του 14ου αιώνα στα Βαλκάνια, σχεδόν σίγουρα τίποτε περισσότερο από κοίλες προεξοχές από το τείχος και περιείχαν ίσως ξύλινα δάπεδα και σκάλες. Το πάχος του τοίχου, όπου μπορούσε να επιβεβαιωθεί, ήταν κατά μέσο όρο 2 μ.
Ο Πύργος 4 (μετρώντας τον πρώτο πύργο βόρεια της Ζάγνος Καπισί ως πύργο 1) καυχιόταν κάποτε ότι έφερε τη συντομότερη από τις δύο επιγραφές του Αλεξίου Β’, σε δύο γραμμές γραμμάτων χαραγμένων σε τούβλο ή κεραμικό.72 Την καλύτερη απόδειξη της εμφάνισης αυτής της επιγραφής, η οποία προφανώς έχει πια χαθεί, παρέχει μια αδημοσίευτη μέχρι τώρα φωτογραφία, που τραβήχτηκε από τον Μιγιέ το 1893 (φωτ. 113). Η φωτογραφία είναι σπασμένη (ένα σπάσιμο διατρέχει την επιγραφή). Φαίνεται επίσης ότι πρόκειται για διπλή έκθεση, επειδή τα δύο σκαλισμένα κομμάτια στο κάτω μέρος της επανεμφανίζονται σε άλλη αδημοσίευτη φωτογραφία του Μιγιέ (φωτ. 114), όπου είναι τοποθετημένα σε μαύρο φόντο, με μια μετροταινία να κρέμεται ανάμεσά τους. Οι δύο όψεις δεν είναι πανομοιότυπες, γιατί το αριστερό κομμάτι έχει μετακινηθεί κατά 90°. Στη φωτ. 113, η εκτός εστίασης τοιχοποιία στα δεξιά δεν φαίνεται να ανήκει ούτε στη φωτογραφία του τοίχου ούτε στην επιγραφή. Επομένως, τα δύο κομμάτια πέτρας δεν πρέπει να θεωρηθούν ότι έχουν τη σχέση με τον τοίχο και την επιγραφή που φαίνεται να δείχνει η φωτ. 113. Το ότι συνδέονται ίσως με τον τοίχο υποδηλώνεται από διάφορα σημεία. Προφανώς ο Μιγιέ έπαιρνε τις φωτογραφίες τη μία μετά την άλλη και επομένως θα δούλευε σε αυτόν τον τομέα. Ο Λιντς καταγράφει σκάλισμα μονοκέφαλου αετού πάνω από τη Ζάγνος Καπισί και κάτω από τη μεγαλύτερη από τις δύο επιγραφές του Αλεξίου Β’, όπου υπάρχει τώρα εσοχή,72α και επίσης έναν προφανώς χαμένο δικέφαλο αετό στον Πύργο 4. Ένα σκαλισμένο ζώο εξέχει από τον νοτιοδυτικό πύργο. Έτσι, υποθέσαμε διστακτικά ότι τα γλυπτά που κατέγραψε ο Μιγιέ προέρχονται από το δυτικό τείχος.
Τα κομμάτια (φωτ. 113, 114) παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον. Είναι ένα ζευγάρι, ύψους περίπου 0,33 μ. και πλάτους 0,26 μ., προφανώς τετράγωνο σε τομή. Η βάση καθενός από αυτά δείχνει διπλή διακόσμηση με σχοινί και η κορυφή έχει εσοχή, σαν να προορίζεται να δεχτεί ένα επιπλέον κομμάτι. Το αριστερό κομμάτι είναι σκαλισμένο σε τουλάχιστον τρεις (και πιθανώς τέσσερις) πλευρές, το δεξί σε τουλάχιστον δύο πλευρές. Θα μπορούσαν επομένως να αποτελούν μέρος δύο ανεξάρτητων βάσεων ή, ίσως, τετράγωνων παραστάδων. Η λειτουργία τους όμως είναι ασαφής.
Τα κομμάτια είναι σκαλισμένα σε σχετικά υψηλό ανάγλυφο (ίσως μέχρι 4 εκ.). Το αριστερό κομμάτι της φωτ. 113, που παρουσιάζεται ξανά δύο φορές στη φωτ. 114 επάνω και κάτω αριστερά, απεικονίζει γνωστά βυζαντινά μοτίβα. Στη μία πλευρά (που φαίνεται μόνο στη φωτ. 113) απεικονίζεται ένας αετός και ένας λαγός. Ο αετός στρέφει το κεφάλι του προς τα δεξιά. Τα φτερά του είναι τεντωμένα και το σώμα του σημειώνεται με σταυρωτό σχέδιο, όπου κάθε ρόμβος που προκύπτει έχει μικρή τρύπα στο κέντρο. Η ουρά του απλώνεται πίσω και κάτω από το σώμα του λαγού, τον οποίο σφίγγει στα νύχια του. Τα πίσω πόδια του λαγού κρέμονται στα αριστερά. Το κεφάλι του προς τα δεξιά είναι δύσκολο να διακριθεί.
Οι άλλες δύο πλευρές του κομματιού, που είναι ορατές στις φωτ. 113 και 114, και πιθανώς η τέταρτη πλευρά επίσης, αναπαριστούν τον Δανιήλ στον Λάκκο των Λεόντων. Στην αντίθετη πλευρά από εκείνη με τον αετό και τον λαγό εμφανίζεται ο Δανιήλ με τον συμβατικό τρόπο, όρθιος στη θέση της προσευχής. Φοράει παντελόνι, με φούστα από πάνω που φτάνει μέχρι τα γόνατα, και γούνινο μανδύα που σταυρώνει στο στήθος του. Έχει φωτοστέφανο, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν φοράει και φρυγικό σκουφάκι. Εκτός από το γεγονός ότι η φούστα φτάνει μέχρι τα γόνατα και όχι μέχρι τον μηρό, η ενδυμασία και η στάση του είναι πανομοιότυπες με εκείνες του Δανιήλ στο ανάγλυφο των αρχών του 10ου αιώνα στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στο Αγταμάρ.73 Οι σαρκοφάγοι του 5ου αιώνα στη Ραβέννα και το Μουσείο του Λατερανού δείχνουν λιοντάρια σε καθιστή θέση εκατέρωθεν του Δανιήλ.74 Στο Αγταμάρ και σε άλλες εκδοχές της ίδιας σκηνής –σε ψηφιδωτό πιθανόν του 5ου αιώνα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βηρυτού και σε ανάγλυφο από την Ανί, πιθανότατα του 10ου αιώνα, τώρα στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στο Καρς– ο καλλιτέχνης έχει λύσει το πρόβλημα της παρουσίασης ενός βασικά δισδιάστατου λάκκου λεόντων, αναπαριστάνοντας τα δύο λιοντάρια που πλαισιώνουν τον προσευχόμενο Δανιήλ, να κρέμονται, κατά κάποιον τρόπο, από τα πίσω πόδια τους, με την πλάτη τους κατά μήκος των πλευρών του Δανιήλ και τα κεφάλια και τα μπροστινά τους πόδια στο έδαφος, καθώς γλείφουν τα πόδια του Δανιήλ (στο Τραπεζούντιο παράδειγμα τονίζονται οι γλώσσες). Αυτή είναι άβολη γωνία και συνήθως συνεπάγεται ότι τα λιοντάρια γίνονται μάλλον μικρότερα από τον Δανιήλ. Αντίθετα, μετακινώντας τα σώματα των λιονταριών του πίσω στις πλευρές του κομματιού, ο γλύπτης μας έχει δημιουργήσει πιο προσεγμένο σχέδιο. Μόνο τα ολοπρόσωπα κεφάλια και οι χαίτες των λιονταριών εμφανίζονται δίπλα στον Δανιήλ. Τα ωραία σχηματισμένα σώματα μετακινούνται γύρω, πάνω στις πλευρές. Πάνω από τον Δανιήλ υπάρχει επιγραφή, από την οποία διακρίνονται μόνο τα: UIOU … CO. Κάτω από το κεφάλι του αριστερού λιονταριού μπορεί κανείς να διαβάσει: ΓΕΟΡΓ, προφανώς το κατάλληλο όνομα.
Το δεξί κομμάτι στη φωτ. 113, ορατό και πάλι κάτω δεξιά στη φωτ. 114, είναι πιο αινιγματικό. Το ένα πρόσωπο δείχνει λιοντάρι με πυκνή χαίτη, με τη μακριά ουρά του ανάμεσα στα πόδια του και τα μπροστινά του πόδια ανασηκωμένα. Πίσω από τον λαιμό του, και χωρισμένο, είναι το κεφάλι άλλου θηρίου. Πιθανώς το λιοντάρι επιτίθεται σε αντιλόπη, αλλά πίσω του, ερχόμενο από την αριστερή πλευρά, κινείται ένα θηρίο που έχει κάτι από σώμα αλόγου και κεφάλι προβάτου. Το σώμα βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του κομματιού και το κεφάλι στην ίδια πλευρά με το λιοντάρι, πάνω από τους γλουτούς του.
Ο αετός και ο λαγός και το λιοντάρι και η αντιλόπη (αν αυτό είναι που απεικονίζεται στο δεξί κομμάτι) είναι συνηθισμένα βυζαντινά μοτίβα. Ο Δανιήλ στον Λάκκο των Λεόντων είναι μια από τις σκηνές της Παλαιάς Διαθήκης που (όπως εκείνη του Ιωνά και της φάλαινας) είναι αρκετά συνηθισμένη στην πρώιμη χριστιανική εικονογραφία αλλά γίνεται όλο και πιο σπάνια στη συνέχεια. Η εμφάνισή τους στο Αγταμάρ τον 10ο αιώνα έχει μερικές φορές θεωρηθεί ως αρχαϊσμός. Όμως η τεχνοτροπία των γλυπτών της Τραπεζούντας τα τοποθετεί στην μεταγενέστερη, παρά στην προγενέστερη, περίοδο και μπορεί ίσως να σχετίζεται όχι μόνο με το έργο στο Αγταμάρ και στην Ανί αλλά και με ορισμένα γεωργιανά ανάγλυφα του 10ου αιώνα στο Ταό.75 Η βυζαντινή γλυπτική δεν είναι καθόλου ασυνήθιστη, αλλά μεγάλο μέρος της έχει αναμφισβήτητα αλλόκοτη αίσθηση. Αυτό ισχύει για τον κύκλο της Γένεσης στην Αγία Σοφία και σίγουρα ισχύει για τα δύο μικρά ανάγλυφα που περιγράφονται εδώ, για τα οποία οι φωτ. 113 και 114 παρέχουν τις μόνες μας αποδείξεις, αφού πια δεν έχει απομείνει κανένα ίχνος τους.
Για να επιστρέψουμε στο δυτικό τείχος, υπάρχει ένα τμήμα περίπου εξήντα μέτρων μεταξύ των πύργων 5 και 6, από τη μέση του οποίου περνάει δρόμος (η Μαράς Τζάντεσι) που έφτιαξαν οι Ρώσοι το 1916. Αυτή η μεγάλη έκταση χωρίς πύργο είναι περίεργη. Το σχέδιο του Λιντς δείχνει ότι υπήρχε πύλη (μία από τις δύο πύλες Σουτ Καπισί ή Σότκε Καπισί) όπου οι Ρώσοι φάρδυναν την είσοδο και ένας ή δύο μεγάλοι κομμάτια πέτρας στον τοίχο δίπλα στο κενό επιβεβαιώνουν περαιτέρω το γεγονός. Είναι αλήθεια ότι η Ζάγνος Καπισί φρουρείται από έναν μόνο πύργο, αλλά αυτή η πύλη δεν θα είχε καθόλου πλευρικούς πύργους.
Βόρεια του πύργου 6 το τείχος εξαφανίζεται. Στη βάση της βόρειας όψης αυτού του πύργου έχουν προφανώς επαναχρησιμοποιηθεί ρωμαϊκά κομμάτια πέτρας, αλλά δεν πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα να υπήρχε κάποιου είδους κλασικό τείχος εδώ.
Μεταξύ των πύργων 9 και 10 υπάρχουν δεκαπέντε περίπου μέτρα συνεχούς τείχους. Λαμβάνοντας αυτό ως τυπικό μοτίβο, υποθέσαμε επομένως την ύπαρξη των πύργων 7 και 8. Στο μέσον της διαδρομής μεταξύ των πύργων 9 και 10 και περίπου τέσσερα μέτρα πάνω από το έδαφος υπάρχουν οι παραστάδες φραγμένης πόρτας ή παραθύρου. Οι παραστάδες υψώνονται σε περίπου 1,25 μ. Τα ανώτερα μέρη τους έχουν καταστραφεί, επειδή έχουν αφαιρεθεί οι πέτρες της επένδυσης. Στα δυτικά υπάρχει ανοιχτός χώρος με μαρμάρινες μουσουλμανικές επιτύμβιες στήλες, μέσα στον οποίο, πενήντα περίπου μέτρα από το τείχος, υπάρχουν ίχνη μεσαιωνικών θεμελίων. Αν συνδέονται με τη φραγμένη καμάρα στο τείχος, θα μπορούσε να υποτεθεί η ύπαρξη εξωτερικής οχυρωμένης αυλής.
Η δεύτερη Σουτ Καπισί ή Σότκε Καπισί, που σημείωσαν τόσο ο Εβλία όσο και ο Λιντς, βρισκόταν κάτω από τον πύργο 10. Σήμερα υπάρχει ένα κενό στο τείχος, από το οποίο διέρχεται η Καλέ Καπισί Τζάντεσι, που οδηγεί στη Σότκε Τζάντεσι ή Σότκε Καπισί Τζάντεσι. Δεν διασώζεται κανένα ίχνος της πύλης. Μόνο ο νότιος τοίχος του πύργου 10 σώζεται. Το υπόλοιπο είναι μέρος σύγχρονου σπιτιού που χτίστηκε πάνω του.
Κάτω από τον πύργο 10 εκτείνεται μια έκταση περίπου σαράντα μέτρων τείχους που καμπυλώνεται λίγο-πολύ προς βορρά. Μπορεί να υπήρχε ένας πύργος 11 ως γωνιακός πύργος, αλλά αυτό το τμήμα του τείχους είναι πολύ σοβαρά κατεστραμμένο για να μας βεβαιώσει την ύπαρξή του.
Στη συνέχεια, το τείχος στρέφεται ανατολικά. Περίπου δώδεκα μέτρα ανατολικά της γωνίας υπάρχει φραγμένη πόρτα. Έχει ρηχή στρογγυλή καμάρα φτιαγμένη από δύο μεγάλες πέτρες και οι παραστάδες είναι από μεγάλους καλοκομμένα κομμάτια τοπικής πέτρας. Η πόρτα έχει μέγεθος περίπου 0,80×1,70 μ. Αν δεν υπήρχαν σκαλοπάτια που να οδηγούσαν σε αυτήν, το επίπεδο του εδάφους έχει κατέβει εδώ κατά μισό μέτρο. Αυτή και μια δεύτερη μικρή πόρτα ψηλά στο τείχος, είναι δύσκολο να εξηγηθούν. Θα αποδυνάμωναν μόνο τις οχυρώσεις. Το πάχος του τείχους στη βορειοδυτική αυτή γωνία είναι περίπου 1,60 μ.
Στη συνέχεια, το τείχος εκτείνεται ανατολικά 60 μ. και βόρεια 10, μετά ανατολικά 10 και βόρεια 8, και τέλος ανατολικά 8. Το τμήμα περιέχει ψηλό, λεπτό, στρογγυλό τοξωτό παράθυρο, περίπου 1 έως 1,50×0,20 μ., με τα υπολείμματα τόξου δεύτερου παραθύρου περίπου 2 μ. προς τα δυτικά. Και τα δύο παράθυρα βρίσκονται περίπου 7 μέτρα πάνω από το αρχικό επίπεδο του εδάφους. Οι καμάρες και η πρόσοψη σχηματίζονται από προσεγμένες πέτρες. Ένα σύγχρονο παράθυρο στα δυτικά του δεύτερου πιθανότατα αντικατέστησε ένα τρίτο αρχικό, καθιστώντας τη σειρά κομμάτι κανονικής διάταξης παραθύρων.
Η πύλη που ονομάζεται Μόλος Καπισί βρίσκεται στο τελευταίο τμήμα των 8 μ. (φωτ. 115α). Είναι στρογγυλή, τοξωτή και πάνω από αυτήν υπάρχει αέτωμα, στο οποίο μια απλή οβάλ κορνίζα προοριζόταν πιθανότατα για να φέρει οθωμανικό μονόγραμμα (και όχι το χρυσό κεφάλι του Κωνσταντίνου της τοπικής προφορικής παράδοσης), γιατί η τοιχοποιία της πύλης είναι πολύ μεταγενέστερη από το τείχος. Εδώ το εξωτερικό επίπεδο του εδάφους υψώνεται περίπου 1,50 μ. πάνω από το κατώφλι της πύλης. Μέσα στη μεταγενέστερη αψίδα υπάρχει άλλη αψίδα από τούβλα, κατασκευασμένη από μία σειρά τούβλων. Αυτά ποικίλλουν σε πάχος από 2,25 έως 4 εκ. Μέσα σε αυτήν, και περίπου 0,20 μ. ψηλότερα, το πάχος κυρτώνει και πάλι στην πέτρα.
Ο πύργος της Μόλος Καπισί και τα παράθυρα δυτικά του είναι πιθανώς βυζαντινά, αλλά μπορεί να είναι μεταγενέστερα του έργου του Αλεξίου Β’, γιατί το τείχος εδώ είναι από μικρότερες πέτρες και μοιάζει σαν να είναι μεταγενέστερη επισκευή, αν και όχι απαραίτητα οθωμανική.
Ένας πλήρης πύργος προεξέχει βόρεια και δυτικά της Μόλος Καπισί. Προσεγγίζεται από εξωτερική σκάλα που ξεκινά ανατολικά της θύρας προς τον δεύτερο όροφο. Το κάτω τοίχωμα του εξωτερικού αντιστηρίζεται έντονα μέχρι ύψος περίπου 5 μ. στη βόρεια και δυτική όψη. Μια πέτρα σε εσοχή στη δυτική όψη μοιάζει σαν να είχε επιγραφή. Οι ανώτερες σειρές της βόρειας όψης εξακολουθούν να στέκονται σε απόσταση λίγων εκατοστών από το αρχικό ύψος και φέρουν επάλξεις. Η δυτική όψη έχει δύο στενά ανοίγματα με λίγο-πολύ στρογγυλεμένες καμάρες. Η βόρεια όψη έχει τρία, αν και τα σχήματα της καμάρας δεν είναι ξεκάθαρα. Η ανατολική όψη έχει άνοιγμα με οξυκόρυφη αψίδα. Εσωτερικά, αυτά τα ανοίγματα διευρύνονται για να αφήσουν χώρο για τόξο και βέλος ή ακόμη και για μικρό κανόνι. Τα μεγάλα εσωτερικά τόξα είναι όλα καμπύλα (φωτ. 115β).
Υπάρχουν οπές δοκών για αμφιδέτες στους τοίχους του πύργου και στον τοίχο επισκευής (αν είναι τέτοιος). Το πάχος του τοίχου στον δεύτερο όροφο του πύργου είναι 1,30 μ. Το εσωτερικό πλάτος του πύργου από τα ανατολικά προς τα δυτικά είναι 6 μ. Τα παράθυρα έχουν διαστάσεις 1,80×1,20 μ. εσωτερικά και 0,90×0,40 εξωτερικά. Αυτά στη δυτική όψη είναι μάλλον μικρότερα, 0,65×0,20 μ. Οι επάλξεις έχουν διαστάσεις 1,20×0,60 μ. και απέχουν μεταξύ τους 0,60 μ. Υπάρχει πιθανώς πέτρινος ή πλίνθινος θόλος κάτω από το σημερινό επίπεδο του δαπέδου, αλλά θα ήταν απαραίτητη η ανασκαφή για να διαπιστωθεί η μορφή του. Η απόσταση μεταξύ του σημερινού δεύτερου ορόφου και της κορυφής των επάλξεων είναι περίπου 3,70 μ. Το κονίαμα αυτού του άνω μέρους είναι από ασβέστη και ψιλό βότσαλο, ενώ το κονίαμα του δυτικού τείχους περιέχει μεγαλύτερα βότσαλα. Αυτός ο επάνω όροφος έχει μικρότερες πέτρες όψης και λιγότερο κανονικές στρώσεις από το δυτικό τείχος. Είναι ίσως σύγχρονος με την επισκευή και την πύλη.
Από εκείνο το σημείο προς τα ανατολικά, η γραμμή των τειχών έχει πια χαθεί. Έστριβαν προς νότο κοντά στη Μούμχανε Καπισί (που βρισκόταν μέσα σε προμαχώνες) και συνέχιζαν πάλι νότια της Παζάρ Καπισί. Στη βορειοανατολική γωνία, κοντά στην αρχή του ανατολικού βραχίονα του Μόλου, σε προεξοχή του τείχους βορρά-νότου, βρισκόταν θαλάσσιος πύργος (φωτ. 116α, β). Αυτός ο πύργος, που υψώνεται υπό γωνία από τείχος από σχετικά μεγάλες πέτρες με κονίαμα, φαίνεται ότι είχε τρεις όψεις προς βορρά. Η επάνω λιθοδομή είναι παρόμοια με εκείνη του δυτικού τείχους. Είχε σειρά από σχετικά μεγάλα παράθυρα.75α
Τα Εξωτερικά Τείχη. Ο Λιντς σημείωσε εξωτερικά τείχη και τάφρους που εκτείνονταν από βορρά προς νότο, από ένα σημείο νότια της συμβολής του ανατολικού τείχους της Κάτω Πόλης με εκείνο της Μέσης Πόλης, μέχρι ένα σημείο ακριβώς νότια της Παζάρ Καπισί. Και από τη Ζάγνος Καπισί μέχρι ένα σημείο ακριβώς νότια του πύργου 6, έξω από το δυτικό τείχος. Το ανατολικό εξωτερικό τείχος δεν μπορεί τώρα να εντοπιστεί, αλλά το δυτικό εξωτερικό τείχος εκτείνεται σε απόσταση δέκα έως δεκατριών περίπου μέτρων από το εσωτερικό τείχος και έχει πάχος περίπου 0,80 μ. Δεν φαίνεται να είχε πύργους και το 1963 μόνο τα θεμέλιά του ήσαν ορατά κατά τόπους. Μεταξύ της τέμνουσας Μαράς Τζάντεσι και της ακτής της θάλασσας η γραμμή του εξωτερικού τείχους χάνεται και δεν σημειώθηκε από τον Λιντς. Μπορεί όμως κάλλιστα να συνεχιζόταν στη δυτική πλευρά της σημερινής Ρεσαντίγιε Τζάντεσι, γιατί το πλάτος αυτού του πλακόστρωτου δρόμου αντιστοιχεί στην απόσταση μεταξύ των δύο τειχών στα ανώτερα τμήματα.
3. Η Μέση Πόλη
Η Ζάγνος Κιοπρουσού. Η γέφυρα πάνω από τη δυτική χαράδρα από την κλεισμένη πια Ζάγνος Καπισί μέχρι τη Ζιντάν Καπισί στη Μέση Πόλη είναι τεσσάρων ή πέντε περιόδων (βλ. φωτ. 117α, β και 118α, β).
1. Υπήρχε γέφυρα από μεγάλους ανάγλυφους ογκόλιθους, που είχε ίσως οκτώ συνολικά τόξα στο κάτω επίπεδο.75α Τα τόξα ήσαν κυκλικά και όλη η λιθοδομή, συμπεριλαμβανομένων των θολόλιθων, ήταν τοποθετημένη χωρίς εξωτερικό κονίαμα. Τώρα διακρίνονται καθαρά τα υπολείμματα δύο τόξων στη νότια πλευρά, στα δυτικά του ρέματος. Πάνω από την πρώτη σειρά τόξων υπήρχε απλό προεξέχον γείσο ή διακοσμητική οριζόντια ταινία, και ψηλότερα στην τοιχοποιία, πέντε περίπου μέτρα κάτω από το σημερινό επίπεδο της γέφυρας, ένα δεύτερο προεξέχον τμήμα λιθοδομής ίσως σημάδευε την κορυφή της γέφυρας. Επειδή όμως όλη η γύρω τοιχοποιία είναι ύστερη μεσαιωνική, δεν μπορεί να είναι κανείς βέβαιος. Η αρχική γέφυρα (ή πιθανώς υδραγωγείο) αποτελούνταν πιθανώς από διπλή σειρά τόξων σε έντονα ανάγλυφη τοιχοποιία. Φαίνεται ότι υπήρχαν κάποιες μπατικές και δρομικές στρώσεις, αλλά, ίσως ως αποτέλεσμα μεταγενέστερων επισκευών, φαίνεται ότι έχουν κατανεμηθεί μάλλον ακανόνιστα.
2. Η κατασκευή επισκευάστηκε σε μεταγενέστερη περίοδο. Οι προηγούμενες καμάρες φράχτηκαν με καλή τοιχοποιία, πάλι χωρίς εξωτερικό κονίαμα και με ακανόνιστα τοποθετημένα μπατικά και δρομικά. Αυτά τα γεμίσματα φαίνονται στη νότια πλευρά, στα δυτικά του ρέματος και έχουν λιγότερο έντονες προεξοχές. Στην περίοδο αυτή ίσως ανήκουν και τα υπολείμματα μιας καμάρας πάνω από το ρέμα, σε υψηλό επίπεδο. Υπάρχει ίχνος μόνο ενός τόξου από τούβλα. Είναι κατασκευασμένο από διπλή σειρά τούβλων που χρησιμοποιούνται ως θολόλιθοι και πλαισιώνονται από επίπεδη σειρά γύρω από το εξωτερικό. Αυτό μοιάζει με ιουστινιάνεια ή μεσο-βυζαντινή επισκευή. Εκτός από αυτό, δεν υπάρχει κανένα σημάδι από τούβλο στη γέφυρα.
3. Στη βόρεια πλευρά, στα ανατολικά του ρέματος, υπάρχει όψη από μεσαίου μεγέθους ορθογώνιους λίθους, προσεγμένο έργο που θα μπορούσε να είναι μεσο-βυζαντινό.
4. Μια άμορφη μάζα τοιχοποιΐας από χονδρικά τετραγωνισμένες πέτρες στρωμένες σε σειρές, αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της δομής της γέφυρας. Είναι σίγουρα τραπεζούντια και οθωμανική.
5. Οι τρέχουσες εργασίες περιλαμβάνουν τη διαπλάτυνση του δρόμου και χαλύβδινους προβόλους.
Ο Βησσαρίων δηλώνει ρητά ότι και οι δύο γέφυρες πάνω από τη χαράδρα ήσαν ξύλινες.76 Αν η δήλωσή του γίνει αποδεκτή, θα πρέπει να αναφέρεται μόνο σε ξύλινη κυρίως γέφυρα, που στηρίζεται σε τοιχοποιία των σταδίων 1 έως 4. Διαφορετικά, τα στάδια αντιστοιχούν αρκετά καλά σε εκείνες τις περιόδους κατά τις οποίες έχει υποστηριχθεί, από μη αρχαιολογικά στοιχεία, ότι η Τραπεζούς βίωσε ανοικοδόμηση76α (σελ. 186 πιο πάνω). Το πρώτο στάδιο θα ήταν έργο του 1ου ή του 2ου αιώνα. Οι επισκευές του δεύτερου σταδίου θα μπορούσαν να είναι Ιουστινιάνειες και ίσως χρειάστηκαν από την άλωση του 257. Το τρίτο στάδιο θα μπορούσε να είναι του 9ου αιώνα. Το τέταρτο είναι τραπεζούντιο και οθωμανικό. Πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η περιοδοποίηση μπορεί να είναι μόνο δοκιμαστική σε αυτό το πολυ εκτενώς επισκευασμένο και ανακατασκευασμένο τμήμα των οχυρώσεων της Τραπεζούντας.
Κάτω από τη Ζάγνος Κιοπρουσού το δυτικό τείχος της Μέσης Πόλης έχει κλασικά ή πρωτο-βυζαντινά θεμέλια (φωτ. 111α, β). Πάνω τους διακρίνεται τοιχοποιία από καλοκομμένα μεσαίου μεγέθους κομμάτια, πιθανώς της μεσο-βυζαντινής περιόδου. Υπάρχουν πέτρινα ανακουφιστικά τόξα με γέμισμα από μικρές πέτρες. Είναι κατανοητό ότι εδώ υπήρχε σειρά από τέσσερα ή πέντε τόξα.
Στη δυτική γωνία του βόρειου τείχους της Μέσης Πόλης σώζονται τα ερείπια αψίδας αποτελούμενης από συγκριτικά μεγάλα τούβλα, που θα μπορούσαν να είναι Ιουστινιάνεια ή μεταγενέστερα. Πιθανότατα κάλυπτε σκάλα προς την Κάτω Πόλη. Στο επίπεδο του σύγχρονου δρόμου από κάτω υπάρχει σπήλαιο σε βράχο, το οποίο ίσως συνδεόταν με αυτήν. Αν η αψίδα ήταν μέρος πόρτας στο αρχικό επίπεδο εδάφους της Μέσης Πόλης, τότε η Μέση Πόλη βρισκόταν, σε αυτό το σημείο, τουλάχιστον 5 μέτρα κάτω από το σημερινό επίπεδο του εδάφους. Το δάπεδο τής Χρυσοκεφάλου στο κέντρο της Μέσης Πόλης είναι περίπου 1,50 μ. κάτω από το σημερινό επίπεδο του δρόμου.
Βόρεια τής Χρυσοκεφάλου βρίσκεται μικρό τετράγωνο που ενσωματώνει τοίχο κήπου που είναι βυζαντινής κατασκευής (φωτ. 121α). Ο τοίχος αυτός έχει ένα μονό παράθυρο, επενδεδυμένο στην ανατολική πλευρά με την επίπεδη πλευρά πέτρας Οιναίου και στη δυτική πλευρά με τούβλο. Θα μπορούσε να είναι μέρος των μοναστηριακών κτισμάτων τής Χρυσοκεφάλου, ο περίβολος των οποίων μπορεί κάλλιστα να έπνιξε όλο το πλάτος της Μέσης Πόλης σε αυτό το σημείο.
4. Η Ακρόπολη (σχήμα 44, φωτ. 120-148β)
Το σκίτσο του Φίνλεϊ του 1850 δημοσιεύεται στο σχήμα 43, αλλά το σχέδιο του Λιντς και η περιγραφή της Ακρόπολης του 1893 παραμένουν τα πιο χρήσιμα. Το σχέδιο και η περιγραφή του 1932 του Τάλμποτ Ράις είναι δυστυχώς ανακριβή. Το σχήμα 44 δείχνει ένα σχέδιο που έγινε το 1969, το οποίο, αν και δεν είναι τέλειο, είναι ίσως το πιο ακριβές που έχει δημοσιευτεί.77
Με συνδυασμό των αρχαιολογικών και των φιλολογικών στοιχείων, μπορεί να προταθεί μια δοκιμαστική περιοδικοποίηση της ανάπτυξης της ακρόπολης, που συνοψίζεται στον πίνακα «Συμφωνία τύπων και στοιχείων τοιχοποιίας» στο τέλος αυτής της ενότητας. Πρέπει να τονιστεί ότι ο πιο κάτω πίνακας δεν είναι παρά μια υπόθεση και ότι εξετάσαμε μόνο την τοιχοποιία που είναι ορατή, δηλαδή πάνω από το έδαφος.
Ο τύπος Α, η κλασική τοιχοποιία, έχει ήδη συζητηθεί.78 Η παρουσία του στην Ακρόπολη δείχνει ότι το εξωτερικό τείχος της αρχικής ακρόπολης πιθανότατα αναπτυσσόταν κατά μήκος των σημερινών βορειοανατολικών τειχών και μπορεί να έφτανε νότια μέχρι τον πύργο του Ιωάννη Δ’. Σίγουρα το κλασικό εξωτερικό τείχος ήταν το σημερινό εσωτερικό τείχος στη νοτιοδυτική γωνία, κάτω από το χαρακτηριστικό 22, που συνήθως ονομάζεται (χωρίς προφανή λόγο) «Υπνοδωμάτιο της Θεοδώρας» ή Κιζλάρ Σαράι (φωτ. 133α, β).
Ο τύπος Β είναι επίσης κλασικός αλλά κάπως μεταγενέστερος (προτείνουμε ότι η διαχωριστική γραμμή μπορεί να είναι η γοτθική καταστροφή του 257) και αντιπροσωπεύεται μόνο από την «εξέδρα» στη νοτιοδυτική γωνία της Μέσης Πόλης που έχει ήδη συζητηθεί.79 Ο Λιντς σημειώνει σε αυτό το σημείο μια φραγμένη θύρα μεταξύ της εξέδρας και της Ακρόπολης, η οποία στο σχέδιό του γίνεται είδος πύλης και διευρύνεται σημαντικά στην εκδοχή του Τάλμποτ Ράις. Δεν υπάρχει πύλη, αλλά υπάρχει πράγματι μια φραγμένη πόρτα στη νότια γωνία της «εξέδρας» ή, μάλλον, τουλάχιστον δύο είσοδοι που ανοίγουν σε χαμηλή εξωτερική πλατφόρμα. Δίνουν επικίνδυνη πρόσβαση στη χαράδρα από κάτω, αλλά είναι δύσκολο να δούμε πώς θα μπορούσε να φτάσει κανείς στην κυρίως Ακρόπολη (η οποία σε αυτό το σημείο φαίνεται να ανήκει σε έναν από τους τύπους Ε του 14ου αιώνα). Μπορεί να υπήρχαν ρυθμίσεις όπως μια ξύλινη ράμπα, που τώρα έχουν χαθεί.
Τύπος C. Έχουμε πάρει ως πρότυπο αυτού του τύπου ορισμένα χαρακτηριστικά που υπήρχαν ήδη την εποχή της επίθεσης του Μελίκ το 1223 και περιγράφηκαν από τον Λαζαρόπουλο (σχήμα 41), ιδιαίτερα τη βορειοδυτική αίθουσα (χαρακτηριστικό 28), η οποία είναι προφανώς το αρχαιότερο οικοδόμημα εντός της ακρόπολης και την οποία έχουμε ήδη ταυτίσει διστακτικά με την πρώτη αίθουσα, εκείνη του θρόνου στο Εγκώμιο του Βησσαρίωνος (φωτ. 137β, 139β).
Η βορειοδυτική αίθουσα είναι ορθογώνιο κτίριο που στενεύει ελαφρώς στη μέση, γερά κατασκευασμένο. Οι τοίχοι έχουν κατά μέσο όρο 0,75 μ. πάχος. Πάντως στην τελική του μορφή ήταν διώροφο. Στον κάτω όροφο, στην κύρια, ανατολική, όψη, υπήρχαν έξι στρογγυλά τοξωτά παράθυρα (το ένα ήταν πιθανώς πόρτα, γι' αυτό απαιτούσε εξωτερικά σκαλοπάτια). Η νότια όψη έχει στρογγυλή τοξωτή πόρτα και παράθυρο και η βόρεια όψη δύο στρογγυλά τοξωτά παράθυρα. Η δυτική όψη, αργότερα επενδεδυμένη, φαίνεται ότι αποτελούσε αρχικά μέρος του δυτικού τείχους της Ακρόπολης. Εδώ στον επάνω όροφο υπάρχουν στρογγυλά τοξωτά παράθυρα δύο διαφορετικών περιόδων κατασκευής. Το ένα κτίσμα αποτελείται από λαξευτά κομμάτια πέτρας, που τοποθετούνται εν μέρει ως μπατικά και δρομικά, ίσως τα υπολείμματα προεξέχοντος πύργου. Το άλλο είναι από μικρότερα κομμάτια τοπικής πέτρας και έχει μια οριζόντια σειρά από πέτρα Οιναίου στο επίπεδο του περβαζιού. Δύο παράθυρα είναι πια ορατά. Αν υπήρχαν άλλα, έχουν καλυφθεί από τα στοιχεία 27 και 29. Από τη βόρεια γωνία του στοιχείου 27 στρογγυλή τοξωτή πόρτα οδηγεί στον επάνω όροφο της αίθουσας.
Στη τωρινή του μορφή, το εσωτερικό της αίθουσας χωρίζεται σε δύο φατνώματα από σταυροθόλιο, αλλά είναι σαφές ότι πρόκειται για μεταγενέστερη αναδιαμόρφωση, καθώς κόβει εν μέρει τα κάτω παράθυρα. Αρχικά, ίσως υπήρχε ξύλινο πάτωμα.
Τα προσεγμένα λαξευτά κομμάτια, η μπατική και δρομική επένδυση (όπως στην Αγία Σοφία, αριθ. 112), και οι περίεργοι θολόλιθοι (όπως στην πόρτα του Αγίου Ακίνδυνου και στη βεράντα του Νακίπ Τζαμί, αριθ. 57, 53 αντίστοιχα), όλα δείχνουν πρώιμη χρονολογία για την πρώτη περίοδο οικοδόμησης. Η δεύτερη περίοδος, που χαρακτηρίζεται από τη σειρά με πέτρα Οιναίου και από σχεδόν εξίσου καλή τοιχοποιία, δεν μπορεί να χρονολογηθεί πολύ αργότερα. Διστακτικά, λοιπόν, προτείνουμε χρονολογία των αρχών του 13ου αιώνα για την πρώτη κατασκευή και μεταγενέστερη χρονολογία του 13ου αιώνα για τη μερική αναδιαμόρφωσή της (τύπος D1).80
Η καθαρή τοιχοποιία της αναμόρφωσης της βορειοανατολικής αίθουσας και η επένδυσή της με πέτρα Οιναίου οδηγεί σε ανάλογη εργασία στους κύριους τοίχους της ανατολικής πλευράς της ακρόπολης, από τα στοιχεία 12 έως 14 (φωτ. 128α, β). Το τείχος εδώ, που στον προμαχώνα 13-14 φτάνει σε ύψος σχεδόν 30 μ., είναι μιας κατασκευής, χωρίς σημάδια κλασικής θεμελίωσης, χαρακτηρίζεται από πολύ όμορφα κομμένα ορθογώνια κομμάτια πέτρας και τη χρήση λίγου κονιάματος, και διακρίνεται από μια ενιαία οριζόντια σειρά από πέτρα Οιναίου, που εκτείνεται για 30 περίπου μέτρα κατά μήκος του τμήματος του στοιχείου 12 και περίπου στο μισό ύψος του τείχους. Προς το νότιο άκρο της έχει ενσωματωθεί κομμάτι πέτρας με ανάγλυφη διακόσμηση. Αυτό δείχνει το πάνω μισό ενός κυκλικού διακοσμητικού σχεδίου με σχοινιά, με εκείνους που θα ήσαν αρχικά πέντε μικροί δίσκοι από σχοινιά σε κάθε πλευρά. Άνθρωποι που ζουν κάτω από τα τείχη σε αυτό το σημείο υποστηρίζουν ότι η διαβρωμένη τώρα πέτρα έφερε κάποτε επιγραφή. Κανένα σημάδι της δεν είναι ορατό και κανένας περιηγητής δεν την παρατήρησε, αλλά η ιδέα είναι αρκετά εύλογη. Ένας πέτρινος σωλήνας νερού προεξέχει από το στήριγμα 11, ενώ υπάρχουν και άλλες έξοδοι νερού κατά μήκος του στοιχείου 12 (φωτ. 128α).
Ο γωνιώδης πύργος, της ίδιας τοιχοποιίας τύπου D1, είναι στην πραγματικότητα κοίλος προμαχώνας (στοιχεία 13-14) πάχους περίπου 2 μ. στην κορυφή (φωτ. 128β, 131β). Υπάρχουν σημάδια εσωτερικών ξύλινων κατασκευών. Τρία μεγάλα κομμάτια πέτρας είναι τοποθετημένα ψηλά στις όψεις του. Στη βορειοανατολική όψη υπάρχει κομμάτι με επιγραφή που θυμίζει την κατάκτηση του Φατίχ το 1461.81 Στη νοτιοανατολική όψη υπάρχουν δύο χριστιανικά ανάγλυφα. Οι φωτογραφίες που αναπαράγονται εδώ (φωτ. 130α, β) τραβήχτηκαν μέσω τηλεφακών, οι οποίοι αναγκαστικά παραμορφώνουν τις σκηνές, αλλά τα θέματα είναι αρκετά καθαρά. Η δεξιά φωτογραφία δείχνει ένα κοράκι σκαρφαλωμένο στην κορυφή στριφτού δέντρου με δέκα κλαδιά, να προσφέρει με το ράμφος του στρογγυλό ψωμί στον Ηλία που είναι οκλαδόν, τυλιγμένος με γούνινο μανδύα, με το δεξί του χέρι στο μάγουλό του και το αριστερό να αναδύεται κάτω από το ένδυμα (Α' Βασιλειών 12:4-7). Η αριστερή φωτογραφία δείχνει άγγελο ντυμένο σε σύννεφο από ύφασμα να οδηγεί τον Αδάμ και την Εύα έξω από τον Κήπο της Εδέμ (Γένεσις 3:24). Οι Πρωτόπλαστοι καλύπτονται με δέρματα μέχρι τους γλουτούς και ο Αδάμ κοιτάζει πίσω τον άγγελο που τον σπρώχνει. Ολόκληρο το πεδίο του φόντου είναι διακοσμημένο με μοτίβο βλαστών αμπέλου σε πολύ χαμηλό ανάγλυφο.
Η εργασία είναι πιο ξεχωριστή από εκείνη των κιονόκρανων που συζητήθηκαν πιο πάνω82 και του κύκλου Γένεση στη νότια βεράντα της Αγίας Σοφίας.83 Το ύφασμα αποδίδεται πιο πειστικά και υπάρχει ιδιαίτερος χαρακτηριστικός ρυθμός στα δύο κομμάτια, τα οποία πιθανώς συνδέονται. Τα θέματα της Παλαιάς Διαθήκης ίσως υπαινίσσονται προγενέστερη παρά μεταγενέστερη χρονολογία. Καμία σκηνή δεν αναπαρίσταται αλλού στον Πόντο ή στο Αγταμάρ, αλλά και τα δύο είναι αρκετά συνηθισμένα (για παράδειγμα, στα ψηφιδωτά της Σικελίας84). Όμως η χρονολόγησή τους δεν θα χρησίμευε για τη χρονολόγηση του γωνιακού πύργου (13-14) περισσότερο, απ’ όσο η επιγραφή Φατίχ στην άλλη πλευρά του.
Οι τύποι D2 και D3 εμφανίζονται σε δύο παρόμοια, αλλά διακριτά, τμήματα τοιχοποιίας που σχετίζονται με τη D1, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για να προσδιοριστεί με ποια σειρά πρέπει να τοποθετηθούν χρονολογικά οι τύποι D. Η D2 (φωτ. 136α, 140α, β) είναι ομοιογενές κομμάτι, που αντιπροσωπεύεται από το στοιχείο 24 (και ίσως το 27), παρόμοιο με εκείνο που βρίσκεται στην αντίστοιχη θέση στη δυτική πλευρά, αλλά από λιγότερο καλοστρωμένες ορθογώνιες πέτρες και κονίαμα. Περιβάλλεται από σειρά πολύ μεγάλων παραθύρων (μέσου μεγέθους 1,46×3 μ. και απόστασης μεταξύ τους περίπου 1,6 μέχρι 1,8 μ.), με άμεση θέα στη χαράδρα. Κάτω από τα παράθυρα υπάρχει φραγμένη πόρτα που οδηγεί έξω στη χαράδρα, περίπου 0,6 μ. πάνω από το επίπεδο του εδάφους και 1,38×2,42 μ. σε μέγεθος. Έχει φραγμένο τύμπανο (φωτ. 147α). Το υπέρθυρο βρίσκεται τώρα περίπου 4,5 μέτρα κάτω από το εσωτερικό επίπεδο του εδάφους και δεν υπάρχει κανένα σημάδι εσωτερικής πρόσβασης στην πόρτα, η οποία φαίνεται ότι είναι μέρος της αρχικής κατασκευής.
Περί το 1376 αυτά τα παράθυρα, που φαίνονται στις φωτ. 140α, β, θα ήσαν, όπως είναι σήμερα, τα μόνα παράθυρα του παλατιού που έβλεπαν απευθείας στη χαράδρα (τα στοιχεία 22 και 28, τα οποία ήσαν επίσης περιφραγμένα, περικλείονταν από περαιτέρω εξωτερικά τείχη). Προτείνουμε ότι από ένα από αυτά τα παράθυρα του παλατιού έπεσε και πέθανε ο δεσπότης Ανδρόνικος το 1376. Αν έχουμε δίκιο, αυτό το τμήμα του τείχους είναι σχεδόν βέβαιο ότι χτίστηκε από τον Ανδρόνικο Α' (1222-35), ο οποίος, επομένως, είναι πιθανότατα υπεύθυνος για το αντίστοιχο κτίσμα (D1) στην ανατολική πλευρά.85
Η D3 είναι τρίτος τύπος τοιχοποιίας που συνδέεται με τις άλλες του 13ου αιώνα (φωτ. 125α, 126, 127, 132, 134β, 140β, 145β, 146α,β). Βρίσκεται σχεδόν πάντοτε συνδεδεμένη με άλλο είδος τοιχοποιίας από πάνω της, του τύπου που ονομάσαμε Ε3. Οι D3 και E3 είναι, σε συνδυασμό, οι σημαντικότεροι τύποι τοιχοποιίας στην ακρόπολη. Έχουν πολλά κοινά: μάλλον αδρής όψης ορθογώνια κομμάτια πέτρας (λιγότερο καθαρά κομμένα απ’ όσο στη D1), τοποθετημένα σε κανονικές σειρές και φέροντα σχετικά ψηλές πολεμίστρες, οι οποίες, στην περίπτωση της D3, είναι εντελώς κλεισμένες από την εργασία E3. Αλλά η εργασία D3 διακρίνεται από πιο σκουρόχρωμη πέτρα και ελαφρώς λιγότερο κονίαμα. Η Ε3 διακρίνεται από πιο ανοιχτόχρωμη πέτρα και άφθονη επίχριση με κονίαμα, που τοποθετήθηκε για να επιτευχθεί ομαλό φινίρισμα (φωτ. 125α, 126, 132, 133β, 134β, 140β, 146α,β, 147β, 148β). Η Ε3 είναι παρόμοια με την τοιχοποιία της Κορδύλης και με τις σκοπιές και τα μικρά κάστρα του 14ου αιώνα που εκτείνονται δυτικά. Η D3 είναι πιο κοντά στις D1 και D2, για τις οποίες έχουμε προτείνει χρονολογία του 13ου αιώνα.
Προτείνουμε, λοιπόν, ότι η κύρια μέση της ακρόπολης (δηλαδή τα στοιχεία 12 έως 14 στα ανατολικά και τα στοιχεία 24 έως 28 στα δυτικά) χτίστηκε πιθανώς από τον Ανδρόνικο Α', μετά την πολιορκία του Μελίκ το 1223. Αν αυτό ισχύει, τότε τα στοιχεία της D3 δείχνουν ότι η υπόλοιπη Ακρόπολη (που ίσως τότε δεν ανήκε στο κυρίως παλάτι) περιβαλλόταν από λιγότερο τρομερό τείχος.
Μια φωτογραφία του ανατολικού τείχους (στοιχεία 8 μέχρι 10), τραβηγμένη πριν από το 1893 (φωτ. 126), δείχνει καθαρά τα διαφορετικά στάδια της τοιχοποιίας. Το βορειοανατολικό τμήμα (στοιχείο 8) έχει επιδεινωθεί σοβαρά από τότε, ενώ το τμήμα νότια του στοιχείου 8 και βόρεια του στοιχείου 9 έχει διασωθεί λίγο-πολύ άθικτο, και το νοτιοανατολικό τμήμα από το στοιχείο 10 έχει πια σχεδόν εξαφανιστεί. Από το 1893, η ζημιά φαίνεται ότι συνίσταται στην εξαφάνιση ενός πολυγωνικού πύργου, στην απομάκρυνση μεγάλου τμήματος του άνω τείχους και στο ξεφράξιμο των πάνω πολεμιστρών γύρω από το στοιχείο 8 (φωτ. 125α, β). Μια προσθήκη φαίνεται ότι ήταν μια στρογγυλοποίηση του στοιχείου 8 στη βορειοανατολική γωνία. Η φωτ. 126 δείχνει τους δύο τύπους τοιχοποιίας πιο ευδιάκριτα απ΄ όσο φαίνονται σήμερα. Στα μισά του τείχους 8 έως 9 και κάτω από τις μεταγενέστερες πολεμίστρες υπάρχει χαμηλότερο τείχος από πιο σκουρόχρωμη πέτρα, πάνω από την οποία υπάρχουν τα «φαντάσματα» έξι ή επτά πολεμιστρών. Αυτό το χαμηλότερο τείχος δεν θα υψωνόταν πολύ ψηλότερα από το εσωτερικό επίπεδο του εδάφους της ακρόπολης.
Λαμβάνοντας τα ανώτερα και κατώτερα τείχη ως D3 και E3, το ίδιο μοτίβο μπορεί να εντοπιστεί και αλλού στην ακρόπολη.
Το σχέδιο του Λιντς δείχνει ότι το νότιο άκρο της ακρόπολης υπερασπιζόταν με πολύ περίπλοκο τρόπο, με διπλή είσοδο μέσα από στενό πέρασμα. Δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να διακινδυνεύσουμε χρονολόγηση για το μεγαλύτερο μέρος αυτού του έργου, αλλά η φωτογραφία του Ουσπένσκι του πύργου του Ιωάννη Δ’ και των περιχώρων του, που τραβήχτηκε το 1916, μας φέρνει πίσω σε οικείο έδαφος (φωτ. 139α, β). Εδώ υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερις τύποι τοιχοποιίας: μια κλασική βάση ακολουθούμενη από τη σκουρόχρωμη D3 που έφερε πολεμίστρες και είχε με τη σειρά της από πάνω της την ανοιχτόχρωμη Ε3 που έκλεινε τις πολεμίστρες. Όμως, αντί να συνεχίζει μέχρι τις δικές της πολεμίστρες, η Ε3 αποκόπτεται απότομα από την τοιχοποιία του κυρίως πύργου, με περισσότερες από εικοσιτέσσερις καλοστρωμένες σειρές από τετράγωνα κομμάτια πέτρας με άφθονο κονίαμα, οι οποίες υψώνονται σε θάλαμο με παράθυρα (πιθανόν το παρεκκλήσι), που σημειώθηκε από τον Ουσπένσκι και φαίνεται επίσης στα αριστερά της φωτ. 126 πριν από τις ψηλότερες πολεμίστρες. Αυτήν αποδίδουμε στον επόμενο τύπο μας, την F, το έργο του Ιωάννη Δ’ ή του διαδόχου του το 1458-60. Ολόκληρος ο πύργος βρισκόταν περίπου 21 μέτρα πάνω από το επίπεδο του εδάφους σε αυτό το σημείο και ίσως 50 μέτρα πάνω από την κοίτη της ανατολικής χαράδρας.
Το Ε3 βρίσκεται πάνω από το D3 λίγο-πολύ συνεχώς από εκείνο το σημείο και μετά, μέχρι το στοιχείο 20. Καθώς στρίβουμε στη γωνία στο στοιχείο 18, η φωτογραφία του Ουσπένσκι του 1916 (φωτ. 134β) δείχνει τη διάκριση καλύτερα από τη σύγχρονη θέα (φωτ. 134α). Μεταξύ των στοιχείων 18 και 19, η τοιχοποιία τύπου D3 σκαρφάλωνε υπό γωνία περίπου 10°. Οι οκτώ διαδοχικές πολεμίστρες της είναι αρκετά σαφείς, αλλά η στρώση, όπως και στην E3, παραμένει οριζόντια. Αυτό που είναι πιο ενδιαφέρον είναι ότι η γνωστή πια διάκριση μεταξύ D3 και E3 μπορεί να φανεί στο εσωτερικό (αρχικά κλασικό) τείχος στα στοιχεία 22 και 23 (φωτ. 133α, β). Έτσι το εξωτερικό τείχος ήταν σε αυτό το σημείο προσθήκη του 13ου αιώνα, που προστατευόταν με τη σειρά του από υψωμένο πιο ψηλά εσωτερικό τείχος. Και τα δύο είχαν πολεμίστρες. Στον κυκλικό προμαχώνα 19, η Ε3 απλώς προστέθηκε στη D3 (φωτ. 146β), αλλά στους μεγαλύτερους προμαχώνες 20 και 25 (φωτ. 145β) η Ε3 ενέκλεισε και μεγέθυνε εκείνη που πιθανώς ήταν D3. Για προφανείς λόγους είναι δύσκολο να είμαστε σίγουροι για την εσωτερική τοιχοποιία, ενώ ολόκληρη η περιοχή συγχέεται περαιτέρω από μια ανόητη επένδυση που προστέθηκε σε πολλά σημεία τη δεκαετία του 1960 (φωτ. 137α). Η Ε3 συνεχίζει πιθανώς βόρεια της αίθουσας 28, αλλά εδώ αντικαθιστά όχι τη D3 αλλά έναν πιο πρόσφατο τύπο κατασκευής που θεωρήσαμε ότι είναι η E1 (φωτ. 148β).
Ε2 είναι η τοιχοποιία που βρέθηκε στο βόρειο τειχοπέτασμα, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα (φωτ. 124α). Είναι βασικά μιας κατασκευής, ενός πιο πρόχειρου τύπου Ε ή του 14ου αιώνα. Αν χτίστηκε τον 14ο αιώνα ως εντελώς νέο χαρακτηριστικό, θα ήταν άσκοπο να προσδιορίσουμε την Πύλη 5 ως την Πύλη του Αγίου Γεωργίου των Λιμνίων, που αναφέρεται στην αφήγηση του Λαζαρόπουλου για την επίθεση του Μελίκ. Εξάλλου η ίδια η πύλη είναι σε μεγάλο βαθμό οθωμανική (φωτ. 123α). Όμως, υπάρχουν μερικά, αλλά αρκετά, μεγαλύτερα κομμάτια πέτρας που στέκονται στον γυμνό βράχο, στους πρόποδές του, για να υποδηλώνουν παλαιότερη θεμελίωση, αν και δεν μπορεί κανείς να μαντέψει τη χρονολογία της. Το δυτικό μισό του τείχους στηρίζει πίσω του σπίτια και είναι αδύνατο να εκτιμηθεί το κύριο πάχος του, το οποίο είναι περίπου 0,8 έως 0,9 μ. στην κορυφή. Υπάρχουν δύο χτισμένες πόρτες, τα στοιχεία 2 και 3. Το στοιχείο 2 δεν είναι αξιοσημείωτο. Μεταξύ αυτού και του στοιχείου 3 υπάρχει κομμένος στον βράχο αγωγός αποχέτευσης, που κατεβαίνει από το τείχος και προφανώς στρίβει προς τα μέσα στους πρόποδές του. Η χτισμένη θύρα 3 έχει ημικυκλικό τύμπανο, με άκρες από προσεκτικά κομμένα κομμάτια πέτρας Οιναίου. Ολόκληρη η θύρα έχει μέγεθος 1,37×1,70 μ. και η ποιότητά της είναι συγκρίσιμη με το έργο D1 στο βορειοδυτικό τείχος (φωτ. 121β). Μπορεί να αντιπροσωπεύει την φραγμένη είσοδο του Εβλία. Η σύγχρονη είσοδος της Ακρόπολης, στο στοιχείο 4, ανοίχτηκε μετά το 1896. Στα ανατολικά της το τειχοπέτασμα είναι προσβάσιμο και από τις δύο πλευρές. Κυμαίνεται σε πλάτος από 1,2 έως 1,7 μ. και έχει από πάνω μια βόρεια έπαλξη (εναντίον επίθεσης από τη Μέση Πόλη) πλάτους περίπου 0,5 μ., με νότια ράμπα πλάτους 0,7-1 μ.
Η βορειοανατολική και μοναδική πύλη, την οποία έχουμε ταυτίσει διστακτικά με εκείνη του Αγίου Γεωργίου των Λιμνίων,86 αποτελείται από κοίλο πύργο, με εξωτερική, καμάρα που βλέπει προς τα δυτικά και εσωτερική, στραμμένη προς βορρά είσοδο (φωτ. 123α, β). Είναι σαφές ότι ο κύριος όγκος αυτής της κατασκευής είναι μεταγενέστερος από το κύριο τείχος του Ε2, γιατί οι αρμοί με εκείνο είναι τετράγωνοι. Το ελαφρώς διαφορετικό μέγεθος των κομματιών που χρησιμοποιούνται για την κύρια τοιχοποιία, οι καλοκομμένοι γωνιόλιθοι, που δεν βρίσκονται αλλού στην ακρόπολη, και ο τρόπος σύνδεσης των κομματιών της αψίδας της εξωτερικής εισόδου υποδεικνύουν οθωμανικό έργο. (Το χονδρικά φραγμένο τόξο πάνω από την εξωτερική καμάρα εισόδου δεν είναι προφανώς το «φάντασμα» προηγούμενης πύλης αλλά μέρος της αρχικής κατασκευής και προορίζεται να ενισχύει την κάτω καμάρα). Η σκουριασμένη σιδερένια πόρτα, την οποία σημείωσε ο Λιντς,87 βρίσκεται ακόμη στους μεντεσέδες της και δεν είναι μεγάλης αρχαιότητας. Το εσωτερικό, ξύλινο, υπέρθυρο επίσης δεν μπορεί να είναι πολύ παλιό. Όμως στη σημερινή της μορφή, η πύλη φαίνεται ότι είναι εκείνη που σημειώθηκε από τον Εβλία το 1644. Μάλιστα δεν μπορεί να είναι άλλη.88 Αυτό δεν σημαίνει ότι πιο πριν δεν υπήρχε πύλη σε αυτό το μέρος. Η είσοδος μέσω του τείχους Ε2, αν και τώρα έχει υποστεί μεγάλη ζημιά, έχει σωζόμενη όψη στην ανατολική πλευρά, καθώς και τις αρχές εκείνου που φαίνεται ότι ήταν πέτρινη αψίδα. Και τα δύο είναι συμβατά με την περίοδο του ίδιου του τειχοπετάσματος. Όπως είπαμε, η Πύλη του Αγίου Γεωργίου των Λιμνίων στην οποία επιτέθηκε ο Μελίκ το 1223 δεν μπορεί να είναι η σημερινή εσωτερική είσοδος μέσω τοιχοποιίας Ε2, ούτε, ακόμη λιγότερο η εξωτερική είσοδος μέσω οθωμανικής τοιχοποιίας. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τρία ενδεχόμενα: το πρώτο είναι ότι η Πύλη του Αγίου Γεωργίου των Λιμνίων είναι στην πραγματικότητα η Πύλη του Αγίου Ευγενίου προς τα βορειοανατολικά (που σίγουρα υπήρχε το 1223). Το δεύτερο, ότι η ακρόπολη ήταν πολύ μικρότερη το 1223, με ένα τειχοπέτασμα που εκτεινόταν περίπου από τον βόρειο τοίχο της βορειοδυτικής αίθουσας (στοιχείο 28), για να συναντήσει το ανατολικό τείχος κάπου κοντά στο στοιχείο 10 (έννοια που δεν θα ήταν ασύμβατη με την παρουσία παλαιότερης τοιχοποιίας στα νότια αυτής της γραμμής) και ότι η Πύλη του Αγίου Γεωργίου των Λιμνίων διέκοπτε αυτό το χαμένο πια τείχος. Η τρίτη πιθανότητα είναι ότι το σημερινό βόρειο παραπέτασμα βρίσκεται στη θέση προγενέστερου, και ότι η σημερινή πύλη βρίσκεται στη θέση της αρχικής Πύλης Αγίου Γεωργίου. Υπάρχουν ίσως αρκετά στοιχεία για να προτείνουμε την τρίτη πιθανότητα έναντι των άλλων δύο: ο Λαζαρόπουλος τονίζει ότι η Πύλη ήταν μικρή προς το κυρίως «Κόρτε», αποκλείοντας έτσι ότι ταυτιζόταν με την Πύλη του Αγίου Ευγενίου. Υπάρχουν σημάδια, ιδιαίτερα κατά μήκος του δυτικού τμήματος, για μια προγενέστερη θεμελίωση του σημερινού τειχοπετάσματος, ενώ δεν υπάρχουν σημάδια σύνδεσης του εσωτερικού τειχοπετάσματος με κάποιο εξωτερικό τείχος στο εσωτερικό της ακρόπολης. Και η χαράδρα του Αγίου Γεωργίου (το όνομα του 13ου αιώνα για την ανατολική χαράδρα) μπορεί, αν αναφέρεται σε αυτή την πύλη, να επιβεβαιώσει ότι η αρχική πύλη βρισκόταν πράγματι σε αυτή τη γωνία (φωτ. 127α, β).
Παραμένουν τα εσωτερικά νοτιοδυτικά κτίρια της ακρόπολης, συγκεκριμένα τα στοιχεία 21 έως 23 (φωτ. 132, 136α,β). Το στοιχείο 21 αποτελείται από λιγοστά υπολείμματα εκείνου που παραδοσιακά προσδιορίζεται ως λουτρό. Η κατασκευή φαίνεται να είναι οθωμανική, αν και μπορεί να ενσωματώνει επαναχρησιμοποιημένο παλαιότερο υλικό. Όμως το διπλανό στοιχείο 22 (γνωστό χωρίς προφανή λόγο ως «Υπνοδωμάτιο της Θεοδώρας» ή Κιζλάρ Σαράι), είναι από τα πιο περίπλοκα στην Ακρόπολη. Έχουμε ήδη δει ότι, όπως και ο πύργος του Ιωάννη Δ’ (στοιχείο 16), υψώνεται από την κλασική μέσω, ίσως, της ύστερης βυζαντινής τοιχοποιίας και των γνωστών τύπων D3 και E3, και ότι κάποτε αποτελούσε το εξωτερικό τείχος της κυρίως ακρόπολης. Όμως ο τραπεζοειδής κάτω θάλαμός του έχει από πάνω του τέλεια ορθογώνιο οικοδόμημα, χτισμένο έτσι, ώστε οι γωνίες να προεξέχουν σε κλιμακωτούς λίθινους βραχείς προβόλους, σχηματίζοντας ακανόνιστες γωνίες. Η τοιχοποιία του πάνω θαλάμου είναι δύσκολο να χαρακτηριστεί: μικρά κομμάτια χοντρικά τετράγωνης πέτρας τοποθετούνται σε κανονικές στρώσεις με βαρύ επίχρισμα από γκρίζο (και όχι λευκό του ασβέστη) κονίαμα, ίσως αποχρωματισμένο από τη μαύρη άμμο των ποντιακών παραλιών. Αργότερα ασβεστώθηκε. Το στοιχείο 23, στα βορειοδυτικά, έχει την ίδια ιστορία τοιχοποιίας στη βάση του (που τώρα επισκιάζεται από την ανακαίνιση) και καλύπτεται από τρία ιδιαίτερα λεπτά στρογγυλά τοξωτά διπλά παράθυρα, που φωτίζουν τη δυτική (και όχι την ανατολική) πλευρά μιας αίθουσας η οποία, κρίνοντας από τρύπες δοκών στη βορειοανατολική πλευρά, είχε δύο ορόφους από κάτω. Δεν υπάρχει πια κανένα σημάδι από τις άλλες τρεις πλευρές αυτού του κτιρίου, το οποίο έχουμε διστακτικά ταυτίσει με τη δεύτερη αίθουσα του Βησσαρίωνος.89
Τα τρία παράθυρα του στοιχείου 23 βρίσκονται σε αδιάσπαστη επαφή με την άνω τοιχοποιία τύπου Ε3 του τοίχου από κάτω. Προκαταρκτικά, μπορούν επομένως να αποδοθούν στον 14ο αιώνα (φωτ. 135α,β, 136α). Το ερώτημα είναι αν ο επάνω θάλαμος του στοιχείου 22 είναι επίσης τραπεζούντιο έργο. Στη βόρεια όψη του υπάρχει στρογγυλή τοξωτή πόρτα και δύο παράθυρα, το ένα από τα οποία μοιάζει σαν να είχε λοβωτό πλαίσιο, παρόμοιο με εκείνα του στοιχείου 23. Στη νοτιοδυτική όψη υπάρχει ένα παράθυρο και στη νοτιοανατολική τρία. Αρχικά ο θάλαμος μπορεί να είχε κάποια κομψότητα, αλλά η εισαγωγή ορθογώνιων κουφωμάτων με κακές αναλογίες, καθώς και το φράξιμο των παραθύρων, έχει χαλάσει την εμφάνισή του. Τα παράθυρα δεν θα βρίσκονταν σε αντίθεση με τραπεζούντια χρονολόγηση. Όμως το γκριζωπό κονίαμα (επίσης χαρακτηριστικό της οθωμανικής πύλης, στοιχείο 5) και, κυρίως, τα κλιμακωτά γείσα, υποδηλώνουν οθωμανική χρονολογία για τον πάνω θάλαμο. Είναι πιο πιθανό να ήταν το «υπνοδωμάτιο» του πρίγκιπα Σελήμ, κυβερνήτη της Τραπεζούντας μέχρι που έγινε Οθωμανός σουλτάνος το 1512, παρά της αυτοκράτειρας Θεοδώρας.
Συμπερασματικά, η ακρόπολη είναι περίπλοκη τοποθεσία, για την οποία μπορούμε να προσφέρουμε προτάσεις και όχι απαντήσεις. Όμως οι τύποι τοιχοποιίας αποδεικνύουν ανεκτά καλά τα ιστορικά στοιχεία. Υπήρχαν ισχυρές κλασικές οχυρώσεις της ακρόπολης, ιδιαίτερα στο νότιο άκρο (πάντοτε το πιο ευάλωτο σημείο), που είχαν ίσως εν μέρει καταστραφεί από τους Γότθους το 257. Περί το 1223 υπήρχε ένα «κόρτε» το οποίο, αν και μπορούσε να αντισταθεί στον Μελίκ στο νότιο και το βόρειο άκρο (κατά μήκος της γραμμής του σημερινού τοιχοπετάσματος), χρειαζόταν σαφώς περαιτέρω οχυρώσεις. Αργότερα στον ίδιο αιώνα ο Ανδρόνικος ενίσχυσε ιδιαίτερα την κεντρική μέση της Ακρόπολης και έχτισε ανάκτορο πάνω από το στοιχείο 24. Τον 14ο αιώνα έγινε ανοικοδόμηση και υπερύψωση όλων των προηγούμενων έργων με περαιτέρω τείχος με πολεμίστρες, εκτός από την κεντρική μέση. Τότε δημιουργήθηκε η νοτιοδυτική αίθουσα. Ίσως οι περίπλοκες ρυθμίσεις της νότιας πύλης χτίστηκαν αυτή την εποχή. Όμως αυτό το σημείο παρέμενε το πιο αδύναμο και, μπροστά στις οθωμανικές απειλές, ο Ιωάννης Δ’ ολοκλήρωσε τις οχυρώσεις χτίζοντας τους επάνω ορόφους του μεγάλου νότιου πύργου. Παρά τη σύγχυση σχετικά με τη χρονολογία, την οποία ο Φαλμεράγιερ μπορεί να είχε δει ή όχι τον πύργο, δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι αυτό το έργο δεν πρέπει να αποδοθεί στον Ιωάννη Δ', γιατί βρίσκεται πάνω από τοιχοποιία του 14ου αιώνα.
Η ακρόπολη της Τραπεζούντας ήταν κλασικό, βυζαντινό, τραπεζούντιο και οθωμανικό διοικητικό κέντρο και ανάκτορο για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια. Στην οθωμανική εποχή το γεγονός ότι, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, ήταν η έδρα του πασά, εξασφάλιζε τη διατήρησή της, ιδιαίτερα επειδή στο εσωτερικό της χτίστηκαν ιδιωτικές κατοικίες. Στα τέλη του 19ου αιώνα, μερικοί άνθρωποι μετακόμισαν στην τότε έρημη ακρόπολη και με την καταστροφή μεγάλου μέρους των νότιων οχυρώσεων μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοχή χτίζεται ολοένα και περισσότερο. Φωνάζει για ανασκαφή, αλλά η ευκαιρία έχει χαθεί.
Κοσμικά Μνημεία
5. Ναύσταθμοι
Αναμφίβολα υπήρχαν πολλοί ναύσταθμοι στην Τραπεζούντα για την αποθήκευση εξοπλισμού (πανιά, κατάρτια) και την ασφαλή ανέλκυση των πλοίων και του εξοπλισμού τους. Οι περισσότερες αναφορές υποδεικνύουν τοποθεσίες κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Δαφνούντος, όπως θα ήταν αναμενόμενο. Το 1223 ο «παλιός ναύσταθμος» βρισκόταν σίγουρα ανατολικά της περιτειχισμένης πόλης και το 1305 οι Γενουάτες έκαψαν έναν ναύσταθμο. Και οι δύο αναφορές φαίνεται ότι αφορούν έναν αυτοκρατορικό ναύσταθμο. Το 1314 ο ναύσταθμος των Γενουατών (dalsane, darsena, darsene στις συνθήκες) βρισκόταν ανατολικά του Μεϊντάν και το 1316-49 πιθανότατα βρισκόταν κάτω από την Παναγία Ελεούσα στη Δαφνούντα.90
6. Λουτρά
Αφήνοντας κατά μέρος τα άκρως αμφίβολα λουτρά «Σελτζούκων», φαίνεται ότι υπήρχαν «παλαιά» δημόσια λουτρά, πιθανότατα κοντά στον Άγιο Φίλιππο (bagnum vetus, ueteri bagno) το 1319.91
7. Το Μπεντεστέν
Το Μπεντεστέν, εξέχον τετράγωνο κτίριο στη περιοχή του παζαριού κατά την άποψη του Τουρνεφόρ του 1701 (φωτ. 105α), έχει προκαλέσει μεγάλη περιέργεια. Η Σελίνα Μπάλανς δημοσίευσε περιγραφή, σχέδια και φωτογραφίες του,92 στα οποία ο Ουίνφιλντ προσθέτει τις ακόλουθες παρατηρήσεις (φωτ. 150α, β).
Η τοιχοποιία είναι από μικρές πέτρες σε κανονικές στρώσεις. Οι πλευρές είναι ελαφρώς ταλαιπωρημένες εξωτερικά. Δεν υπάρχουν εμφανή σημάδια για περισσότερες από μία περιόδους κατασκευής, εκτός αν πρόκειται για την προσθήκη μιας επιπλέον σειράς από πέτρες στη μέση του ύψους. Υπάρχει πόρτα σε κάθε μία από τις τρεις πλευρές (η τέταρτη δεν φαίνεται). Οι πόρτες έχουν τόξα από τούβλα με μονή σειρά τούβλων ως θολόλιθους, με επίπεδη σειρά τούβλων για να τις πλαισιώνουν και διαμορφώνονται με ελαφριά αιχμή. Μέσα σε αυτά τα τόξα, σε χαμηλότερο επίπεδο, υπάρχουν πεπλατυσμένα τόξα από λιθοδομή με λαξευτές πέτρες. Οι πόρτες ανοίγουν στο κέντρο κάθε πλευράς του κτιρίου. Η ανατολική πόρτα έχει πέτρινο υπέρθυρο, λαξευμένο με συνεχές σχέδιο από στρογγυλές θηλιές. Άλλες πέτρες στα τύμπανα μοιάζουν σαν να έφεραν επιγραφές. Στο εσωτερικό, εκατέρωθεν των θυρών, υπάρχουν κόγχες που υπερκαλύπτονται από στρογγυλά τόξα από τούβλα με επίπεδες εσοχές βάθους περίπου 0,2 μ. Στο επάνω τμήμα κάθε πλευράς υπάρχουν ζεύγη αιχμηρών τυφλών τόξων από τούβλα. Στις γωνίες του δεύτερου τμήματος υπάρχουν τεράστιες δομές (squinches) από τούβλα, που μετατρέπουν το πάνω μέρος του κτιρίου σε οκτάγωνο. Τα τούβλα είχαν κατά μέσο όρο διαστάσεις 4,2×28×28 εκ. (βλ. Παράρτημα) και έτσι εμπίπτουν σε βυζαντινό σχέδιο. Οι καμάρες των δομών (squinches) είναι στρογγυλές και κατασκευασμένες από τούβλα. Δεν μπορέσαμε να προσδιορίσουμε τη μορφή της στέγης. Έχουν απομείνει μερικές μόνο σειρές τούβλων (φωτ. 150β) που υποδηλώνουν κάποια μορφή θόλου.
Οι περισσότεροι σχολιαστές ακολούθησαν τον Λιντς, θεωρώντας αυτό το κτίριο ως «παλαιά ιταλική αποθήκη». Συγκεκριμένα ο Σούτσι το αποκαλεί θησαυροφυλάκιο των Γενουατών και το χρονολογεί γύρω στο 1000, αν και τόσο η γεωγραφία όσο και η ιστορία αντιμάχονται και τις δύο έννοιες. Ο Μπράιερ δήλωσε κάποτε ότι «η ενετική βάση ήταν πολύ πιθανόν το Μπεντεστέν», γιατί πράγματι η ενετική συνοικία βρισκόταν σε αυτήν την περιοχή. Ο Ουίνφιλντ, αναζητώντας μια εξήγηση για εκείνο που είναι ίσως μουσουλμανικό κτίριο που κατασκευάστηκε πριν από το 1461, προτείνει ότι θα μπορούσε να ήταν το κεντρικό κτίριο για το Μπεντεστέν των Περσών εμπόρων στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Η Σελίνα Μπάλανς, αντιμέτωπη με το ίδιο πρόβλημα, αρνήθηκε σοφά να ορίσει χρονολογία για αυτό.93
Ίσως το πρόβλημα μπορεί να λυθεί ιστορικά. Η παλαιότερη αναφορά στο Μπεντεστέν, μια αποθήκη-εργαστήριο-εμπορικό κέντρο, έρχεται ως τέτοια περί το 1512, όταν εμφανίζεται στην κορυφή καταλόγου περιουσιακών στοιχείων του βακούφιου του Γκιουλμπαχάρ Χατουνιέ Ιμαρέτ, του φιλανθρωπικού ιδρύματος-καταπιστεύματος που σχετίζεται με το τζαμί και τον τάφο της μητέρας του σουλτάνου Σελήμ Α' Γιαβούζ από τη Σουμελά, της Μαρίας της Δουβεράς. Στη συνέχεια συνεισέφερε το σημαντικό ποσό των 6.322 ακτσέ (ασημένιων νομισμάτων). Η επόμενη αναφορά έρχεται περί το 1550-70, όταν ο Μεχμέτ Ασίκ σημείωνε ότι ήταν η έδρα πλούσιων Αράβων και Περσών εμπόρων. Θα υποστήριζε κανείς ότι ένα τόσο ευδιάκριτο κτίριο δεν θα είχε διαφύγει της προσοχής του Κλαβίχο και του Βησσαρίωνος και ότι, επομένως, χτίστηκε μεταξύ 1461 και 1512, χρησιμοποιώντας μείγμα οθωμανικού και διασωζόμενου βυζαντινού στυλ. Αλλά αυτή η απάντηση απέχει πολύ από το να είναι αποφασιστική, γιατί το ιμαρέτ της Γκιουλμπαχάρ κληρονόμησε σειρά από ακίνητα της Μονής του Φάρου, τα οποία, το 1438, περιλάμβαναν εργαστήρια στη Λόντζα και αλλού σε αυτή τη συνοικία, ενώ πρέπει επίσης να εξετάσουμε πώς έμοιαζαν κατασκευές όπως το ενετικό μαγκαζίνο του Αγίου Ευγενίου.94
Ωστόσο η απάντηση ίσως βρίσκεται στη σύγκριση με τα γενουάτικα κτίρια και το Μπεντεστέν του Γαλατά. Είναι αλήθεια ότι το Ανάκτορο της Κοινότητας (Palazzo del Comune) στον Γαλατά οφείλει, στην τοιχοποιία του, κάτι σε μια υβριδική βυζαντινο-οθωμανική τεχνική, αλλά περισσότερα οφείλει στο Ανάκτορο του Αγίου Γεωργίου (Palazzo di San Giorgio) στη Γένουα. Το εννέα τρούλων Μπεντεστέν του Γαλατά, που χτίστηκε από τον Μεχμέτ Β', είναι πολύ πιο σίγουρη ένδειξη για το Μπεντεστέν της Τραπεζούντας. Η κατοχή ενός μπεντεστέν ήταν σύμβολο εμπορικού κύρους στις οθωμανικές πόλεις. Ο Εβλία τις κατηγοριοποιεί ανάλογα με το αν καμάρωναν για ένα ή όχι. Από το 1340, όταν ο σουλτάνος Ορχάν ίδρυσε ένα μπεντεστέν στην Προύσα, που εξακολουθεί να ακμάζει μέχρι σήμερα, οι Οθωμανοί σουλτάνοι έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στην ίδρυση μπεντεστέν στις νεοκατακτημένες πόλεις, για να ενθαρρύνουν το εμπόριο, πολιτική που θα ήταν λιγότερο χαρακτηριστική των Μεγάλων Κομνηνών ή ακόμη και των Ιταλών εμπόρων στην Τραπεζούντα, που προτιμούσαν οχυρωμένα φρούρια. Το Μπεντεστέν της Τραπεζούντας, εκτός από τα μεταγενέστερα εσωτερικά του βάθρα, είναι προφανώς μιας περιόδου κατασκευής και δεν θα υπήρξε προσαρμογή υφιστάμενου κτιρίου. Αν δεν είχε ιδρυθεί από τον Φατίχ, προτείνουμε ότι ο καταλληλότερος ιδρυτής του θα ήταν ο πρίγκιπας Σελήμ, κυβερνήτης της Τραπεζούντας κατά τα έτη 1489-1512, ο οποίος φυσικά θα είχε αφιερώσει τα έσοδά του για τη συντήρηση του τζαμιού και του τάφου της μητέρας του, της Γκιουλμπαχάρ Χατούν.95
8. Γέφυρες
Ύστερα από εκείνες πάνω από τις χαράδρες της περιτειχισμένης πόλης, που ήδη αναφέρθηκαν, η μόνη άλλη απαραίτητη γέφυρα ή γέφυρες στο βάνδον θα ήταν πάνω από τον Πυξίτη. Τα λόγια του χρυσόβουλλου της 26ης Οκτωβρίου 1314 για τους Γενουάτες, "a Ponte qui dicitur Pons Garini usque ad quendam locum qui dicitur Cabanum" (στη γέφυρα που ονομάζεται γέφυρα του Γκάριν, σε εκείνο το μέρος που ονομάζεται Καμπάνουμ) πιθανότατα αναφέρονται σε γέφυρα πάνω από τον Πυξίτη, γιατί το Cabanum είναι Kampana (Καρακαμπάν) και η γέφυρα μπορεί να είναι εκείνη του Ερζερούμ (Karin), γιατί βρισκόταν στον δρόμο του Κάριν, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για το πού βρισκόταν. Υπάρχουν όμως σαφείς αναφορές σε μια Ντεγιρμέντερε Κιοπρού (δηλαδή γέφυρα Πυξίτη) στις αρχές του 16ου αιώνα.96 Η πρώτη γέφυρα θα μπορούσε να είναι εκείνη κάτω από τη Μάτσκα. Η δεύτερη, εκείνη στις εκβολές του ποταμού.
9. Δαφνούς ή Δάφναι
Από την κλασική εποχή, Δαφνούς ήταν το όνομα του ανατολικού εμπορικού λιμανιού και συνοικίας της Τραπεζούντας. Για τους Ιταλούς ήταν "Dia Funda", «από το λιμάνι ή την πλατεία της Τραπεζούντας» (de portu sive plazia Trapesonde).97 Το όνομα χρησιμοποιείται ακόμη περιστασιακά (φωτ. 105β).
10. Κρήνες
Η κρήνη με το κεφάλι δράκου έξω από τη Χρυσοκέφαλο σημειώνεται πιο κάτω ως Δρακοντοπήγαδον στο όρος Μίθριον (αριθ. 45). Δεν μπορούν να αποδοθούν άλλες κρήνες στην περίοδο πριν από το 1461, αλλά στα ανατολικά προάστια υπήρχαν τρεις κρήνες με ελληνικές επιγραφές, που χρονολογούνται στα 1509, 1506 και 1713 αντίστοιχα.98
11. Χατουνιέ Τζαμί
Το τζαμί και το τουρμπέ της Γκιουλμπαχάρ Χατούν, πιθανότατα το παλαιότερο σωζόμενο τουρκικό κτίριο στην Τραπεζούντα, έχει δημοσιευτεί από τη Σελίνα Μπάλανς99 (φωτ. 122).
12. Κανίτου
Η σωζόμενη λατινική εκδοχή της συνθήκης μεταξύ Αλέξιου Β’ Μεγάλου Κομνηνού και Ενετών το 1319 δίνει ως συνοικία της Δημοκρατίας στην Τραπεζούντα μια περιοχή «προς τα δυτικά, από μέρος που ονομάζεται Κανίτου μέσω Λόντο Κάστρο [Λεοντόκαστρον, αριθ. 14] και από την αποθήκη του Αγίου Ευγενίου [αριθ. 16]» (quod a loco vocato Canitu per medium Londo Castro et a magazeno Sancti Eugenii versus occidens).100 Το «Κανίτου» μπορεί να εντοπιστεί με ακρίβεια, γιατί παρέμεινε όνομα μαχαλά (συνοικίας) (Κανίτα) μέχρι το 1819. Ένα έγγραφο του 1618 αναφέρει ότι ο καθεδρικός ναός του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης βρισκόταν ἐν μαχαλᾷ κανῆτα.101 Η ενετική συνοικία (αριθ. 28) του 1319, λοιπόν, βρισκόταν μεταξύ Αγίου Γρηγορίου και Λεοντοκάστρου (φωτ. 152α).
Ο Λαμψίδης έχει επισημάνει ότι η Κανίτου πιθανότατα συνδέεται με την οικογένεια Κανίτη, η οποία αμφισβήτησε την ευπρέπεια της ιδιωτικής ζωής του μητροπολίτη Τραπεζούντος Βασιλείου (913-14).102 Μια περαιτέρω αναφορά μπορεί να προστεθεί, γιατί ο ορφανός Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης (γεννημένος περίπου το 920) ανατράφηκε στην Τραπεζούντα από «ηγετική οικογένεια» που ονομαζόταν Κανίτη.103
Κάνις (Καν) μαρτυρείται τον 17ο αιώνα ως το όνομα της έδρας των επισκόπων Χαλδίας (Αργυρούπολης τον 18ο αιώνα) και του νότιου τμήματος του Φιλαβωνίτη.104 Δεν φαίνεται να αναφέρεται νωρίτερα, αλλά η πιθανότητα να προέρχεται από αυτό το οικογενειακό όνομα των Κανίτη είναι πολύ ισχυρή.
Αν υποθέσουμε ότι η οικογένεια Κανίτη είχε δεσμούς με τον Κάνι της Χαλδίας, γιατί μια συνοικία της Τραπεζούντας να ονομαζόταν Κανίτου; Ο Πανάρετος μπορεί να δώσει την απάντηση, γιατί αφηγείται ότι το 1350 ο Αλέξιος Γ' Μέγας Κομνηνός αντιμετώπισε κάποιους επαναστάτες στην Τραπεζούντα, κλείνοντάς τους εἰς τὰ τῶν ἀρχόντων ὀσπίτια.105 Πρέπει να αναμένεται ότι οι Χάλδιοι ευγενείς (όπως ο Καβαζίτης) είχαν αρχοντικά στην Τραπεζούντα. Ίσως εκείνο της οικογένειας Κανίτη να βρισκόταν στην Κανίτου.
13. Κιθάραινα
Αν και, μιλώντας αυστηρά, βρίσκεται, στην περιοχή της Τρικωμίας, η Κιθάραινα και τα περίχωρά της πάνω από την Τραπεζούντα έχουν συμπεριληφθεί σε αυτήν την ενότητα. Είναι το ποτιστικό και θερινό προάστιο της πόλης, ακριβώς στα νότιά της, που σήμερα ονομάζεται Κισάρνα. Ο μέγας δούκας Ιωάννης ο Ευνούχος είχε εκεί εδάφη, τα οποία περί το 1432 ήσαν σημαντικό αγρόκτημα με τέσσερις παροίκους στα χέρια της μονής του Φάρου. Το 1460 ήρθε σε διένεξη με τη Θεοσκέπαστο για αυτά. Ο Δαβίδ (Β’) Μέγας Κομνηνός μοίρασε τα εδάφη στα δύο μοναστήρια.106
14. Λεοντόκαστρο
Το Λεοντόκαστρον, που ονομαζόταν Φρενκ ή Γκιουζέλ Χισάρ από τους Οθωμανούς, και από τους Ιταλούς Λέο Κάστρο, Λόντο Κάστρο, και (σε ένα ενδιαφέρον κομμάτι της πένας) Μποντοκάστρο, δηλαδή Ποντικόκαστρο ή κάστρο του Ποντικού σε αντίθεση με το κάστρο του Λιονταριού, είναι η μεγάλη οχύρωση στο πιο ανατολικό ακρωτήριο της Τραπεζούντας, πριν από τη Δαφνούντα.107
Δεν είναι σαφές αν το ακρωτήριο ήταν οχυρωμένο πριν γίνει για πρώτη φορά η κυρίαρχη βάση των Γενουατών στα πρώτα χρόνια του 14ου αιώνα, αλλά μια τέτοια περίοπτη θέση είναι απίθανο να είχε διαφύγει της προσοχής των Μεγάλων Κομνηνών. Σε κάθε περίπτωση, οι Γενουάτες είχαν στήσει μια μικρογραφία Γαλατά στο σημείο, απ’ όπου το 1316 τους έβγαλαν και τους έστειλαν στον ναύσταθμο της Δαφνούντος, πιθανότατα κοντά στην Παναγία Ελεούσα. Επέστρεψαν το 1349 και παρέμειναν εκεί μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας. Εδώ ήταν εγκατεστημένος ο Γενουάτης πρόξενος, το επιτελείο του, το καραβανσεράι, οι αποθήκες και οι φούρνοι.108
Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να μελετήσουμε προσεκτικά το Λεοντόκαστρον που βρίσκεται σήμερα σε στρατιωτικά χέρια, ενώ τα τείχη που υποδεικνύονται στον Χάρτη ΙΙΙ προέρχονται μόνο από αεροφωτογραφίες (φωτ. 108). Σε μέγεθος και δύναμη το γενουάτικο κάστρο συναγωνιζόταν την ίδια την αυτοκρατορική ακρόπολη. Είναι πολυγωνικός περίβολος. Τα κύρια κτίρια φαίνεται ότι βρίσκονταν στη βορειοδυτική και τη νοτιοδυτική γωνία. Πριν από το 1893, ένα τρομερό κομμάτι σχήματος L υψωνόταν στα βορειοδυτικά. Στη δεκαετία του 1740 αυτό έγινε το παλάτι της δυναστείας Ουτσουντζούογλου και το εσωτερικό του που έβλεπε προς την ανατολή ανακαινίστηκε με ξύλινα μπαλκόνια.109 Αλλά η εξωτερική πλευρά που έβλεπε προς τα δυτικά ήταν προφανώς ανέγγιχτη και εμφανίζεται σε σειρά από φωτογραφίες του 19ου αιώνα (φωτ. 149). Αυτή η κατασκευή, μαζί με μεγάλο μέρος του εξωτερικού τείχους του Λεοντοκάστρου, έχει πια καταστραφεί, αλλά το σχήμα της μπορεί να διαφανεί στις σωζόμενες βάσεις των τειχών, τώρα καφενείο. Μεταξύ της βορειοδυτικής κατασκευής και αυτής στα νοτιοδυτικά, σώζονται σημαντικά τμήματα των τειχών, αν και έχουν χαμηλώσει περίπου 5 μ. Το νοτιοδυτικό οικοδόμημα, κάποτε στο ίδιο επίπεδο με την κορυφή του τείχους, τώρα στέκεται από πάνω του. Αποτελείται από τέσσερα σκέλη, που κλιμακώνονται προς τα δυτικά, όλα με δίρριχτες στέγες (φωτ. 151α). Στη βόρεια πλευρά κάθε σκέλους, κάτω από τις μαρκίζες, υπάρχουν τετράγωνα παράθυρα με στρογγυλά- τοξωτά τύμπανα. Στη δυτική όψη των δύο βόρειων σκελών υπάρχουν δύο τετράγωνα παράθυρα. Το τρίτο σκέλος έχει μεγάλη θολωτή πύλη, στη νότια πλευρά της οποίας υπάρχει άλλη στρογγυλή τοξωτή πόρτα. Λιγότερο τρομερή από τη βορειοδυτική κατασκευή, αυτή η σειρά κτιρίων μπορούσε (και μπορεί) να φιλοξενήσει αριθμό ατόμων.
Γενικά η τοιχοποιία είναι παρόμοια με έναν από τους τύπους Ε της ακρόπολης του 14ου αιώνα: όχι πολύ καλά στρωμένα τετράγωνα κομμάτια πέτρας, σε άφθονο κονίαμα. Όμως τα θεμέλια της βορειοδυτικής κατασκευής αποκαλύπτουν επισκευές σε τούβλα, ενώ τα νοτιοδυτικά κτίρια έχουν καλοκομμένους γωνιόλιθους, οι οποίοι δεν υπάρχουν στην Ακρόπολη. Ένα σαφές χάσμα στην κατασκευή μπορεί να φανεί στα μισά περίπου ολόκληρου του δυτικού τείχους. Περνά ακριβώς πάνω από το τόξο της κύριας πύλης. Το κάτω τμήμα είναι πιο ανοιχτόχρωμο αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αξιοσημείωτη διαφορά στο στυλ της τοιχοποιίας. Ίσως το κάτω μέρος να μπορεί να αποδοθεί σε περίοδο πριν από το 1316 και το πάνω σε αντίστοιχη μετά το 1349, όταν οι Γενουάτες επέστρεψαν και ολοκλήρωσαν το έργο.
15. Λότζα (Περίστυλος στοά)
Ο ιταλικός όρος «λότζα» (loggia) πέρασε στην ελληνική χρήση. Υποδεικνύει οτιδήποτε, από σπίτι που χρησιμοποιούσαν Ιταλοί έμποροι, μέχρι φράγκικο μπεντεστέν ή παλάτι βαΐλου. Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι στην Τραπεζούντα αναφερόταν συγκεκριμένα στην ενετική αποθήκη. Το χρυσόβουλλο του 1319 αναφερόταν στην ενετική “lobiam” και εκείνο του 1364 στην ενετική λόντζαν. Το χρυσόβουλλο για το μοναστήρι του Φάρου του 1432 αναφέρει εργαστήρια κοντά στη λόντζαν, τα οποία ανήκαν στο μοναστήρι και επομένως θα ήσαν κοντά στο ενετικό κάστρο που σημειώνεται στον Χάρτη ΙΙΙ.110
16. «Αποθήκη Αγίου Ευγενίου» ("Magazeno Sancti Eugenii")
Το 1319 η αποθήκη του Αγίου Ευγενίου βρισκόταν στα όρια της ενετικής παραχώρησης. Η ανάλυσή μας αυτής της τοποθεσίας στο αριθ. 28 δείχνει ότι η αποθήκη πιθανότατα βρισκόταν πάνω ή κοντά στο Μεϊντάν, ίσως στη βόρεια πλευρά του, πράγμα που μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν η αποθήκη του Αγίου Ευγενίου και η αποθήκη του Μεϊντάν δεν ήσαν ταυτόσημες. Α. Η αρχική πρόταση του Μπράιερ ότι η αποθήκη του Αγίου Ευγενίου μπορεί να αντιστοιχεί στο ακρωτήριο της Σάντας Κρότσε είναι σίγουρα λανθασμένη.111 Βλέπε επίσης αριθ. 29.
17. Το Μεϊντάν
Αυτό που σήμερα ονομάζεται Ταξίμ, ή Γκαβούρ, Μεϊντάνι εμφανίζεται με διάφορα προσωπεία, αναφερόμενο μερικές φορές στο παρακείμενο κάστρο, καθώς και στο ακρωτήριο του Λεοντοκάστρου, από το 1314. Η μεγάλη πλατεία στο ανατολικό προάστιο, όπου κάποτε συγκεντρώνονταν καραβάνια και δίπλα στην οποία βρίσκονταν οι στάβλοι καραβανιών του 19ου αιώνα (έχοντας κατάλληλα αντικατασταθεί από σταθμό λεωφορείων), ήταν το σκηνικό των πανηγυρικών πασχαλινών επευφημιών των Μεγάλων Κομνηνών από τους υπηκόους τους. Είναι περίοπτη στο προσκήνιο της γκραβούρας του Τουρνεφόρ του 1701 (φωτ. 105α) και έδωσε το όνομά της στον τοπικό χριστιανικό μαχαλά. Η πλατεία εξακολουθεί να είναι η κύρια της πόλης (Χάρτης ΙΙΙ και φωτ. 108).112
Όλες οι μεσαιωνικές πηγές, ελληνικές αλλά και δυτικές, αναφέρονται στην πλατεία μόνο με την τουρκική της ονομασία Μεϊντάν, και οι αναφορές του 1314 και 1319 υποδηλώνουν ότι τότε ήταν καλά καθιερωμένη χωρίς εναλλακτική ελληνική ονομασία, αν και σε άλλο έγγραφο του 1314 ο φρουρός του οίκου των Φραγκισκανών στην Τραπεζούντα, μιλώντας για το Μεϊντάν του Ερζιντζάν, ένιωσε την υποχρέωση να εξηγήσει ότι επρόκειτο για «χωράφι που το ονομάζουν "Μεϊντάν"» (campum quem appellant "meydanum").113 Όμως το όνομα δεν χρησιμοποιείται σε καμία άλλη πόλη υπό βυζαντινή κυριαρχία και μπορεί κανείς να μαντέψει ότι δόθηκε από ανατολικούς εμπόρους μετά την επαναλειτουργία της διαδρομής Τραπεζούντα-Ταμπρίζ στις δεκαετίες 1250 και 1260. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτή η τελετουργική, εμπορική και ουσιαστικά κοσμοπολίτικη πλατεία δεν είχε υπάρξει πριν. Ο Χάρτης ΙΙΙ δείχνει ότι οι τρεις δρόμοι στα δυτικά της, με τους οποίους συνδέεται ως διπλό τετράγωνο, είναι οι μόνοι που φέρουν σημάδια τακτικού πολεοδομικού σχεδιασμού στην πόλη, και ως εκ τούτου θα μπορούσε κανείς να προτείνει το Μεϊντάν ως τοποθεσία της κλασικής και μεσαιωνικής αγοράς, οπότε θα ήταν η εκτός των τειχών αγορά που λεηλατήθηκε το 1223.114
18. Όρος Μίθριον
Στο Μινθρίον ή Μίνθρον βουνόν του Πανάρετου αναφέρεται ο Λαζαρόπουλος, σε σχέση με το εκεί θρυλικό κατόρθωμα του Αλεξίου Β' με έναν δράκο: βουνὸς μέγας πρὸς ἕω τοῦ ἄστεος Τραπεζοῦντος ὑπερκαθέζεται, Μίθρας πάλαι παρ' Ἕλλησι καλούμενος. διὰ τὴν τοῦ Μίθρου παρ’ αὐτοῖς, οἶμαι, τιμωμένην ἐκεῖ τελετήν· ἐξ οὗ καὶ μέχρι σήμερον Μιθρίον ἐγχωρίως οὕτω παρὰ πᾶσιν ὁ χῶρος καλεῖται. Αυτός είναι ο μεγάλος «Γκρίζος λόφος», ο Μπόζτεπε, που προστατεύει και ατενίζει την πόλη από νότια και νοτιοανατολικά. Δεν μπορεί παρά να οφείλει το όνομά του στη λατρεία του Μίθρα, και σε αυτό το βουνό υποτίθεται ότι ο Άγιος Ευγένιος ανέτρεψε το άγαλμα του θεού. Ακόμη και το 1438 ο Ταφούρ αναφερόταν στην Τραπεζούντα ως «Salmotracis», το οποίο ο Βασίλιεφ ερμήνευσε ως παράγωγο του «Σολ-Μίθρας». Στην ιστορική πραγματικότητα, στο όρος Μίθριον ήταν που το 1336 οι Τουρκμένοι οπισθοχώρησαν εξαιτίας κατακλυσμού βροχής της θείας πρόνοιας, ενώ τον Ιούνιο του 1362 η αυτοκρατορική οικογένεια κατέφυγε για προστασία από τον Μαύρο Θάνατο εἰς τὸν ἅγιον Ἰωάνην τὸν Ἁγιαστήν στο Μίνθριον όρος (αριθ. 89).115
19. Petra nigra
H Petra nigra (Μαύρη πέτρα), που εμφανίζεται μόνο στο λατινικό κείμενο του χρυσόβουλλου για τους Ενετούς του 1319, βρισκόταν στα όρια της ιταλικής παραχώρησης. Φαίνεται ότι βρισκόταν στην ενδοχώρα από τη Δαφνούντα και στις χαμηλότερες πλαγιές του ανατολικού προαστίου. Είναι αδύνατο να προσδιοριστεί αν επρόκειτο για χαρακτηριστικό βράχο ή για πιο ουσιαστικό χαρακτηριστικό.116
20. Φωτόπλου
Η περιοχή τήν γωνίαν τοῦ Φωτόπλουβρισκόταν στο νότιο όριο της ενετικής παραχώρησης του 1364. Ο Ζακυθινός προτείνει τη διόρθωση τοῦ Φωτοπούλλου, προτείνοντας ότι επρόκειτο για οικογενειακό όνομα, οπότε ίσως ήταν, όπως η Κανίτου, η τοποθεσία της οικίας γνωστής οικογένειας.117
21. Punta Clamada Senta Croxe
Το χρυσόβουλλο του 1367 για τους Ενετούς αποκαλύπτει ότι η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού βρισκόταν σε ακρωτήριο. Προτείνουμε μια ταύτιση για τη Σάντα Κρότσε στο αριθ. 117 πιο κάτω, στην οποία περίπτωση η "punta clamada senta Croxe" (σημείο που ονομάζεται Τίμιος Σταυρός) θα πρέπει πιθανώς να ταυτιστεί με το ακρωτήριο με την ένδειξη "Ενετικό Κάστρο" στον Χάρτη III.118
22. Συνοικίες, Μαχαλάδες και Ενορίες
Όπως οι τουρκικές διάδοχοί τους, οι βυζαντινές πόλεις είχαν σαφώς καθορισμένες συνοικίες, που αντανακλούσαν τις κοινωνικές, εθνοτικές ή επαγγελματικές διακρίσεις των κατοίκων τους. Έτσι ο Ιμπν Μπατούτα περιέγραψε την Κωνσταντινούπολη του 14ου αιώνα ως ακρόπολη και «περίπου δεκατρία κατοικημένα χωριά»119 εντός του τείχους της πόλης. Η διαμόρφωση της Τραπεζούντας με τις δύο χαράδρες, τα δύο λιμάνια, την ακρόπολη, το όρος Μίθριον και τις ιταλικές παραχωρήσεις προσφέρεται ιδιαίτερα σε αυτού του είδους την ιδιαιτερότητα, αν και μόνο οι συνοικίες του «sen Zorzi» (Άγιος Γεώργιος) και των «Cotori» ή «Cocori» (Κουρτζᾶς;) στο χρυσόβουλλο του 1367 για τους Ενετούς κατονομάζονται ως τέτοιες.120 Αλλά ορισμένες διακριτές μεσαιωνικές συνοικίες είναι προφανείς. Προχωρώντας από τα δυτικά, θα περίμενε κανείς οικισμούς γύρω από την Αγία Βαρβάρα (αριθ. 65), τη Μαγκλαβίτα (αριθ. 49), την Κιθάραινα (αριθ. 13), την Αγία Σοφία (αριθ. 112), τον Φάρο (αριθ. 56) και το Εξώτειχος (αριθ. 92). Στην πιο πυκνοκατοικημένη περιτειχισμένη πόλη και τα ανατολικά προάστια η Κάτω Πόλη (αριθ. 2), η Μέση Πόλη (αριθ. 3) και η Ακρόπολη (αριθ. 4) ξεχωρίζουν σαφώς, ενώ πάνω από την ανατολική χαράδρα θα περίμενε κανείς συνοικίες που συνδέονται με τον Άγιο Ευγένιο (αριθ. 78), τη Θεοσκέπαστο (αριθ. 124), κάτω από τον Άγιο Σάββα (αριθ. 18, 111), γύρω από την άγνωστη εκκλησία που ονομάζεται Ζεϊτινλίκ Τζαμί (αριθ. 125), και το Μεϊντάν (αριθ. 17). Στα βόρεια της "via imperiale" (αριθ. 24) ήσαν οι μεταβαλλόμενες γενουάτικες και ενετικές κυρίαρχες βάσεις (αριθ. 14, 28), ενώ ανατολικά θα υπήρχαν συνοικίες γύρω από τη Δαφνούντα (αριθ. 9), τον Άγιο Φίλιππο και τον γενουάτικο ναύσταθμο (αριθ. 5, 108), και στο στόμιο του Πυξίτη. Οι περισσότερες από αυτές τις περιοχές αναγνωρίστηκαν μάλιστα ως συνοικίες μετά το 1461. Αλλά τα στοιχεία για τις μεσαιωνικές συνοικίες που αναφέρονται στον ευρετήριο που ακολουθεί είναι αναγκαστικά αναδρομικά, γιατί κανονικές συνοικίες δεν έχουν καταγραφεί μέχρι την οθωμανική καταγραφή. Το ελληνικό ενοριακό σύστημα φαίνεται ότι αποτελεί ακόμη μεταγενέστερη εξέλιξη. Βλέπε πίνακα «Μαχαλάδες και ενορίες στην Τραπεζούντα» στο τέλος αυτής της ενότητας.
Είμαστε πολύ ευγνώμονες στον καθηγητή Χιθ Λόρι που έθεσε στη διάθεσή μας έναν κατάλογο με μαχαλάδες σε καταγραφή του 1487.121 Για συμφωνία, αυτός ακολουθείται από τα στοιχεία καταγραφών των αρχών του 16ου αιώνα,122 από κατάλογο χριστιανικών συνοικιών που συνεισέφεραν στη συντήρηση του Παναγίου Τάφου στις αρχές του 18ου αιώνα,123 από τον κατάλογο του Μπιτζισκιάν του 1819 (που φαίνεται να αντικατοπτρίζει προηγούμενη κατάσταση),124 και από τον κατάλογο των ενοριών της πόλης από τον Χρύσανθο το 1913.125
Δεν θα ήταν συνετό να συμπεράνουμε πάρα πολλά από αυτά τα στοιχεία, αλλά ο κατάλογος του 1487 δίνει πιθανώς μια καλή ιδέα για τις αναγνωρισμένες συνοικίες πριν από το 1461 και μάλιστα τα περισσότερα από τα ονόματα των μαχαλέ σε αυτόν μπορούν να συσχετιστούν με γνωστά μεσαιωνικά. Ορισμένα ονόματα είναι προφανή (π.χ. Miso Kastro, που αργότερα ονομάστηκε Όρτα Χισάρ). Άλλα λιγότερο (π.χ. ο Άγιος Ευγένιος που παραμονεύει κάτω από το Άγιο Ομπιάν ενός μεταγενέστερου ντεφτέρ). Ο πρώτος προβληματικός οθωμανικός μαχαλάς είναι εκείνος των Αρμενίων. Οι εκκλησίες τους βρίσκονταν στο όρος Μίθριον και στο ανατολικό προάστιο, και έχουμε προτείνει ότι η Άγια Ασκούν μπορεί να αντιπροσωπεύει μία από αυτές (Αγ. Αυξέντιος ή Σουρμπ Οξέντ), αλλά δεν υπάρχει συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή στην οποία μπορούν να αποδοθούν. Οι οθωμανικοί πίνακες αναφέρονται σε έναν μαχαλά του Ζωγράφου, σίγουρα ελληνικό όνομα για το οποίο δεν υπάρχει μεσαιωνική καταγραφή, ενώ οι ελληνικοί κατάλογοι του 18ου αιώνα αναφέρουν μια Βασμάλινα, η οποία είναι σίγουρα τουρκική ονομασία (Μπασμαλίκ;) για την οποία δεν γνωρίζουμε τουρκική καταγραφή. Ο κατάλογος του 1487 περιλαμβάνει έναν Άγιο Γιάνι. Από τις επτά εκκλησίες ή μέρη που συνδέονται με τον Άγιο Ιωάννη μέσα και γύρω από την πόλη (αριθ. 89-95), επιλέξαμε, με βάση την εξάλειψη, εκείνη του Αγίου Ιωάννη Εξωτείχου (αριθ. 92), μεσαιωνική εκκλησία και αργότερα ενορία. Η ταύτισή μας της Άγια Αγιός του 1487 με τη Θεοσκέπαστο, επίσης για λόγους εξάλειψης, είναι πιο αμφισβητήσιμη. Το γυναικείο μοναστήρι εμφανίζεται ως Σοσκάγιαστος σε μεταγενέστερο ντεφτέρ.126 Η Ταμπάκ-χανε στην ανατολική χαράδρα (και ο Ζάγανος στη δυτική γέφυρα) δεν εμφανίζονται παρά τον 16ο αιώνα, αλλά είναι εύλογη εικασία ότι η περιοχή των βυρσοδεψείων βρισκόταν επίσης έξω από τα τείχη της πόλης κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ακριβώς όπως οι απεχθείς ασχολίες και επαγγέλματα που εξορίστηκαν πέρα από τα τείχη της πόλης της Κωνσταντινούπολης και εξακολουθούν να υπάρχουν εκεί.127 Το Σέχρε-Κούστου των αρχείων των αρχών του 16ου αιώνα φαίνεται ότι αναφέρεται στην ακρόπολη, αλλά δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ποια ονόματα μαχαλάδων ισχύουν για την Κάτω Πόλη. Τέλος, το 1819 ο Μπιτζισκιάν διατήρησε το όνομα Κανίτα που προτείνουμε ότι είναι το «Κανίτου» του χρυσόβουλλου του 1319 (αριθ. 12) και μπορεί να αντικατοπτρίζει το όνομα της οικογένειας Κανίτη του 10ου αιώνα.
23. Σκυλολίμνη
Η Σκυλολίμνη, δίπλα στην οποία στρατοπέδευσε ο Μαχμούτ Πασάς την παραμονή της πτώσης της Τραπεζούντας τον Αύγουστο του 1461, ταυτίζεται παραδοσιακά και εύλογα με τη Γκιουλτσαΐρ στο όρος Μίθριον, ξερή πια λίμνη στην παλιά διαδρομή προς νότο, με ιερή κρήνη, κοντά στο Δρακοντοπήγαδον (αριθ. 45) και περίπου 8 χλμ. από την πόλη. Ο Φίνλεϊ παρατηρούσε: «Σίγουρα μοιάζει περισσότερο με βάλτο σκύλων [δηλαδή Σκυλολίμνη] παρά με λιβάδι με τριανταφυλλιές [δηλαδή Γκιουλτσαΐρ]».128
24. Δρόμοι
Το σύγχρονο ρυμοτομικό σχέδιο της Σινώπης προδίδει αυτό που φαίνεται ότι είναι κλασικός κάναβος οικοδομικών τετραγώνων, διαστάσεων περίπου 100×60 μ., αλλά την πολεοδόμηση σε τέτοιο μοντέλο Μιλήτου δεν τη βρίσκουμε πολύ πιο ανατολικά.129 Δεν υπάρχει τρόπος να εξακριβωθεί αν έφτασε ή όχι στην Τραπεζούντα. Όσες ενδείξεις υπάρχουν, βρίσκονται στην ομάδα των περισσότερο ή λιγότερο ορθογώνιων τετραγώνων (μάλλον μικρότερων από 100×60 μ. και ίσως μικρότερων από τη συνηθισμένη κλασική μονάδα) δυτικά του Μεϊντάν (αριθ. 17), που θα μπορούσε το ίδιο να αντιπροσωπεύει αγορά τεσσάρων οικοδομικών τετραγώνων και βρίσκεται στη νοτιοανατολική γωνία μεγάλης διασταύρωσης (Χάρτης III). Αν αυτοί οι δρόμοι διατηρούν στην πραγματικότητα ένα κλασικό σύστημα, δείχνουν ότι, όπως θα ήταν αναμενόμενο, ένα vicus (χωριό) βρισκόταν έξω από τα τείχη. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό είναι τρεις παράλληλοι δρόμοι. Η Μεράς Τζάντεσι (στο κέντρο) και το Ουζούν Σοκάκ (στα νότια) τρέχουν ανατολικά από την περιτειχισμένη πόλη μέσα στο Μεϊντάν. Ο βόρειος δρόμος συνεχίζει ακόμη μέχρι τη σκάλα της Δαφνούντος, όπου μάλλον τερμάτιζαν και οι τρεις πριν από τη σύγχρονη οικοδόμηση. Η Μεράς Τζάντεσι είναι η «κάρντο» της Τραπεζούντας [το αντίστοιχο του ρωμαϊκού κεντρικού δρόμου]. Στους περίπατους που προσδιορίζουν τις ενετικές παραχωρήσεις του 1319 και του 1367 είναι προφανώς η "vie Maitamu" και η "viem imperial" αντίστοιχα.130 Μιλώντας για την περιοχή το 1404, ο Κλαβίχο παρατηρούσε: «Εδώ περνάει ωραίος δρόμος δίπλα στην παραλία, διασχίζοντας ένα από τα προάστια και προσφέροντας ωραίο θέαμα, γιατί στα καταστήματά του πωλούνται όλα τα αγαθά που προσκομίζονται στην πόλη για πώληση».131 Παρά το αβέβαιο ξεκίνημά της σε εκείνο που φαίνεται να είναι η ακτή της Δαφνούντος, η οδός του Κλαβίχο είναι πιθανώς επίσης η Μέρας Τζάντεσι, η οποία κάποτε χώριζε την ελληνική και την ιταλική εμπορική περιοχή.
Μόνο ένας ακόμη μεσαιωνικός δρόμος είναι γνωστός με το όνομα: η ὁδὸς τοῦ ἁγίου Χριστοφόρου του χρυσόβουλλου του 1364.132 Η εκκλησία του Αγίου Χριστόφορου (αριθ. 69) μπορεί να βρισκόταν κοντά στο Σεμερτζιλέρ Τζαμί, αλλά θα ήταν άκαρπο να αναζητήσουμε σήμερα την οδό Αγίου Χριστόφορου στα ακανόνιστα σοκάκια του παζαριού.
25. Τάφοι
Η ταφική αρχιτεκτονική της Τραπεζούντας πήρε κάποιες ασυνήθιστες μορφές. Ο ναός της Αγίας Σοφίας στεκόταν πάνω σε εξέδρα, μέσα στην οποία είχαν παρεμβληθεί δεκαοκτώ στρογγυλοί τοξωτοί τάφοι, ένας από τους οποίους είναι ακόμη ζωγραφισμένος.133 Όμως, αν και στον δεσπότη Ανδρόνικο δόθηκε αυτό που φαίνεται ως συμβατικός τάφος στη Θεοσκέπαστο το 1376134 και ο Μανουήλ Α' ίσως είχε ταφεί στην Αγία Σοφία το 1263, η Χρυσοκέφαλος (αριθ. 120) φαίνεται ότι ήταν ο τοπικός ταφικός τόπος. Από τους τάφους της, ο μόνος που σώθηκε στη σύγχρονη εποχή βρισκόταν 10 περίπου μ. ανατολικά της βορειοανατολικής αψίδας του ναού (φωτ. 151β). Αποτελούνταν από στέγαστρο που φερόταν από τέσσερις κίονες, εμβαδού 4 έως 5 τετρ. μέτρων, με απλά κιονόκρανα που στήριζαν ανοιχτές στρογγυλά τόξα, καθένα διακοσμημένο με πέντε ανάγλυφους σταυρούς ή, πιθανώς, μονογράμματα (αργότερα παραμορφωμένα) μέσα σε κύκλους τριών μεγεθών. Τον 19ο αιώνα είχε μολύβδινη πυραμιδοειδή στέγη και, περί το 1917, κεραμοσκεπή, αλλά μπορεί κανείς να υποθέσει ότι αρχικά ήταν θολωτή.135 Ο Ουσπένσκι ανέσκαψε τον τάφο το 1917 και βρήκε αποκεφαλισμένο σκελετό σε παραβιασμένη και σπασμένη σαρκοφάγο και δεύτερο σκελετό νεαρής ηλικίας. Η κατασκευή καταστράφηκε μετά το 1918, αλλά ο πρώτος σκελετός βρίσκεται τώρα στα χέρια της ποντιακής κοινότητας στην Ελλάδα, με πιστοποιητικό υπογεγραμμένο από τον μητροπολίτη Χρύσανθο, που δηλώνει ότι είναι τα λείψανα του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ’ (1349-90), όπως πίστευε ο Μελιόπουλος, αν και μπέρδεψε τον Αλέξιο Γ’ με τον Αλέξιο Β’ (1297-1330). Ο Πανάρετος δεν αναφέρει πού τάφηκε ούτε ο Αλέξιος, ούτε υπάρχει ελληνική επιγραφή στον τάφο. Προφανώς δεν είναι ο τάφος του Ανδρόνικου Α' (πεθ. 1235) και της Θεοδώρας Καντακουζηνής (πεθ. 1426), γιατί αυτός βρισκόταν πίσω από το εικονοστάσι της εκκλησίας. Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει ότι αφού ο Ιωάννης Δ’ δολοφόνησε τον πατέρα του Αλέξιο Δ’ το 1429, τον έθαψε πρώτα στη Θεοσκέπαστο και στη συνέχεια στον μητροπολιτικό ναό, δηλαδή στη Χρυσοκέφαλο. Θα περίμενε κανείς ότι ο Ιωάννης Δ’ θα είχε τοποθετήσει τον Αλέξιο Δ’ στον τάφο του Ανδρόνικου Α', μαζί με τη Θεοδώρα, τη μητέρα του και σύζυγο του Αλεξίου, αν δεν υπήρχε το γεγονός ότι ο Ιωάννης προφανώς ανυπομονούσε να κάνει δημόσια εκδήλωση μεταμέλειας για τον θάνατο του πατέρα του. Έτσι, η πρόταση του Ουσπένσκι ότι ο αποκεφαλισμένος σκελετός που βρέθηκε μέσα στον τάφο με κουβούκλιο είναι εκείνος του Αλέξιου Δ’ είναι λογικός, γιατί αναζητούμε έναν άνδρα που πέθανε βίαια και στη συνέχεια του δόθηκε υπέροχο μνημείο. Ο δεύτερος σκελετός είναι επίσης γνωστό που ανήκει. Η μεταγενέστερη τουρκική παράδοση υποστήριζε ότι ο τάφος επαναχρησιμοποιήθηκε από τον Φατίχ για τον ημιθρυλικό Χοσογλάν, τον νεαρό που υποτίθεται ότι είτε ήταν ο πρώτος που μπήκε στην πόλη το 1461 είτε ότι είχε κόψει με βολή την αλυσίδα της κρεμαστής γέφυρας της Ταμπάχανε, πράγμα που κατέστησε δυνατή την είσοδο, ενώ στη συνέχεια λέγεται ότι σκοτώθηκε, είτε κατά την επίθεση είτε από τον ίδιο τον Φατίχ, ο οποίος δεν πίστεψε την ιστορία του Χοσογλάν. Πριν από το 1914 η μπάλα του κανονιού και η αλυσίδα της ιστορίας ήσαν κρεμασμένες μέσα στον τάφο.136 (Βλ. αριθ. 45).
Η χρονολόγηση του τάφου που φαίνεται στη φωτ. 151β σε εποχή αμέσως μετά το 1429 είναι, ελλείψει ακριβών σύγχρονων βυζαντινών παραλληλισμών, μάλλον δίκαιη. Υπάρχουν όμως μεταγενέστεροι τραπεζούντιοι παραλληλισμοί, γιατί ο τάφος φαίνεται ότι λήφθηκε ως το μοντέλο εκείνου του βασιλιά Σολομώντα Β’ Μπαγκρατιόνι, ο οποίος πέθανε στην Τραπεζούντα το 1815 και θάφτηκε έξω από τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης (αριθ. 88 – η κορυφή του τώρα κατεστραμμένου τάφου φαίνεται στη φωτ. 171). Καθώς και εκείνου του διαβόητου μητροπολίτη Τραπεζούντας Κωνστάντιου (1830-79), που στέκεται ακόμη πάνω από τη Θεοσκέπαστο.137
26. Τζυκανιστήριον
Το τζυκάνιον (τσουγκάν), είδος έφιππου μαζικού σίντυ [shinty, βρετανικό παιχνίδι με μπαστούνια και μπάλα] μοιάζει με πόλο. Παιζόταν ευρέως στον υστερο-βυζαντινό κόσμο και οδήγησε στον θάνατο του Μεγάλου Κομνηνού Ιωάννη Α' Αξούχου, ο οποίος τσακίστηκε σε σώμα-με-σώμα αγώνα τζυκανίου το 1238.138 Τζυκανιστήρια (γήπεδα τζυκανίου) καταγράφονται σε αρκετές βυζαντινές πόλεις, αλλά, εκτός πιθανώς από εκείνο στο Μέγα Παλάτιον της Κωνσταντινούπολης,139 δεν μπορούν να εντοπιστούν σήμερα, γιατί το μόνο που απαιτούσαν ήταν ένα αποδεκτά επίπεδο γήπεδο. Όμως στον Καύκασο και την Περσία, τα γήπεδα τζυκανίου ήσαν καθιερωμένα μέρη με μόνιμα τέρματα. Έτσι όλοι οι ιστορικοί της Τραπεζούντας αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να εντοπίσουν το τζυκανιστήριον της πόλης και εμείς δεν θα αποφύγουμε αυτό το έργο.
Υπάρχουν δύο πιθανότητες: είτε η υποτιθέμενη τοποθεσία ενός κλασικού θεάτρου λιγότερο από 1 χλμ. νοτιο-νοτιοδυτικά της Ακρόπολης (την οποία δεν αισθανθήκαμε υποχρεωμένοι να εντοπίσουμε, επειδή δεν υπάρχουν φιλολογικά στοιχεία ότι η Τραπεζούς είχε ποτέ θέατρο), είτε το Καμπάκ (Καβάκ) Μεϊντάν, ένα περίπου χλμ. δυτικά της πόλης. Ο Φαλμεράγιερ, ο Χρύσανθος, ο Γιάνσενς και άλλοι ευνοούν τη νότια τοποθεσία,140 την οποία ο Φίνλεϊ επιθεώρησε επιτόπου το 1850 βρίσκοντας ένα ακανόνιστο περίβολο, που ένας ντόπιος κάτοικος τον πληροφόρησε ότι ήταν «μέρος για τα γουρούνια ενός Φράγκου ηγεμόνα». Αποφάσισε ότι αυτό ήταν στην πραγματικότητα κυνήγιον, αν και δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι οι Μεγάλοι Κομνηνοί διατηρούσαν ποτέ ζωολογικό κήπο, και στη συνέχεια περπάτησε δυτικά προς το Καμπάκ Μεϊντάν, τοποθεσία ενός νεκροταφείου πανούκλας. Στην αρχή δεν ήταν σίγουρος για το αν το χωράφι μπορούσε να ήταν τζυκανιστήριον, αλλά αργότερα σημείωνε: «Αρχίζω να σκέφτομαι ότι το Καπάκ Μεϊντάν ή ο ανοιχτός χώρος στον δρόμο προς και κοντά στην Αγία Σοφία πρέπει να είναι η τοποθεσία». Τελικά μετά από συζήτηση με Τραπεζούντιο λόγιο που κατοικούσε στην Αθήνα, τον κ. Κωνσταντίνο Ξανθόπουλο, ο οποίος ήταν της γνώμης ότι το τζυκανιστήριον βρισκόταν στο Καμπάκ Μεϊντάν, ο Φίνλεϊ το επέλεξε.141 Η ένσταση για τη νότια τοποθεσία είναι ότι είναι βραχώδης και σε ακανόνιστη πλαγιά. Το επιχείρημα για το Καμπάκ Μεϊντάν είναι ότι θα ήταν το πιο βολικό ανοιχτό, επίπεδο χωράφι κοντά στην πόλη. Για τον λόγο αυτό είναι πια το γήπεδο ποδοσφαίρου της πόλης. Αν το τζυκανιστήριον πρέπει να τοποθετηθεί κάπου, ακολουθούμε λοιπόν τον Φίνλεϊ στην τοποθέτησή του στο Καμπάκ Μεϊντάν.
27. Βακίφ Χαν
Το Βακίφ Χαν, που στέκεται κοντά στη θάλασσα στη περιοχή του παζαριού, όμορφη ανοιχτή ορθογώνια αυλή με προσαρτημένο τζαμί, έχει περιγραφεί αλλού από τη Σελίνα Μπάλανς. Ο Ταρτσίζιο Σούτσι το προτείνει ως γενουάτικο «φοντάκο» (ξενώνα), που χτίστηκε περί το 1200. Η χρονολόγηση της Σελίνα Μπάλανς στον 17ο ή 18ο αιώνα πρέπει να προτιμηθεί.142
28. Ενετικό Κάστρο
Η ιστορία της ενετικής παρουσίας στη μεσαιωνική Τραπεζούντα και των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων που συνόδευσαν την παραχώρηση σε αυτούς μετατοπισμένων βάσεων στο ανατολικό προάστιο το 1319, 1364 και 1367, είναι πολύπλοκη. Οι Ενετοί ήσαν πάντοτε λιγότερο σημαντικοί από τους Γενουάτες αντιπάλους τους στην πόλη και παραπονιούνταν τακτικά για παρενόχληση. Η βάση τους φαίνεται πάντοτε να ήταν αντίστοιχα μικρή σε κλίμακα. Και τα τρία χρυσόβουλλα περιγράφουν με μεγάλη λεπτομέρεια τα όρια των παραχωρήσεων, τις οποίες ο Μελιόπουλος και ο Μπράιερ μπήκαν στον πειρασμό να εντοπίσουν στο έδαφος.143
Η παραχώρηση του 1319 εκτεινόταν από την «Κανίτου» (αριθ. 12), την οποία έχουμε ταυτίσει με το ακρωτήριο στο οποίο βρισκόταν ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ή η περιοχή του, μέχρι το Λεοντόκαστρον (αριθ. 14) και την αποθήκη του Αγίου Ευγενίου (αριθ. 16). Αναλυτικά:
«Ξεκινά από την εκκλησία της Αγίας Μαργαρίτας και εκτείνεται μέχρι την κεφαλή της Βία Μαϊτάμου και κατά μήκος του δρόμου προς τα ανατολικά σταματά σε κάποιο ρυάκι και από εκεί ακολουθεί όλο το εν λόγω ρυάκι μέχρι τη θάλασσα και μετά επιστρέφει προς τα δυτικά και στρίβει και ανεβαίνει προς το βουνό και σταματάει στον Μαύρο Βράχο και από εκεί γυρίζει προς τα ανατολικά. Κουμπώνει στα πάνω σπίτια, δένει στο παλιό λουτρό και προχωράει μέχρι την εκκλησία από την οποία ξεκινήσαμε. Το οποίο μέρος έχει συνολικό μήκος διακόσια είκοσι επτά βήματα, με δέκα παλάμες για κάθε βήμα».144
Είναι σαφές ότι αυτή η παραχώρηση βρισκόταν ακριβώς δυτικά του Λεοντοκάστρου, ανατολικά του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης και βόρεια του Μεϊντάν. Πιθανότατα εφαπτόταν της θάλασσας. Και, όπως παρατήρησε πρώτος ο Χέιντ, είναι μάλλον σωστή η άποψη ότι περιλάμβανε μέρος, τουλάχιστον, της πρώην γενουάτικης βάσης γύρω από το Λεοντόκαστρο, που είχε κατασχεθεί πριν από τρία χρόνια.145
Αν και οι Ενετοί είχαν εξουσιοδοτηθεί να χτίσουν εκκλησία, σπίτια, περίστυλη στοά (λότζια) και βαϊλάτο εντός της περιοχής, η παραχώρηση ήταν πολύ μικρή: 227 βήματα. Οι παραχωρήσεις που θα ακολουθούσαν, θα ήσαν ακόμη μικρότερες. Το 1320 η εγκατάσταση του βαΐλου περιλάμβανε ιερέα-συμβολαιογράφο, πέντε υπηρέτες και ιπποκόμους, τέσσερα άλογα και μισθό 400 δουκάτων ετησίως. Αργότερα αναφέρεται κήρυκας, είδος ένοπλου φρουρού (καβάς).146 Η παραχώρηση προφανώς δεν περιλάμβανε το ίδιο το Λεοντόκαστρο ή κάστρο, αλλά ενσωμάτωνε αυτό που φαίνεται ότι ήταν το πρώην γενουάτικο καραβανσεράι. Ούτως ή άλλως οι Γενουάτες το διεκδικούσαν το 1344.147 Όμως το καραβανσεράι είχε καταστραφεί από πυρκαγιά από τους Τούρκους (πιθανόν κατά την επιδρομή των Τουρκμένων του 1341) και το 1345 ο νέος Ενετός βαΐλος έλαβε εντολή να ξαναχτίσει τα τείχη του εναντίον των Τούρκων και να το εξοπλίσει με 25 «μπαλίστα» (βαλλιστές) και 50 λόγχες.148
Από το 1345 μέχρι το 1363 δεν υπήρχε επίσημο ενετικό εμπόριο με την Τραπεζούντα ή αντιπροσώπευση εκεί. Το 1349 οι Γενουάτες επέστρεψαν στο Λεοντόκαστρο. Το 1363 ο Αλέξιος Γ’ ξεκίνησε την επανεγκατάσταση των Ενετών, οι οποίοι τώρα ζητούσαν νέα τοποθεσία για το καραβανσεράι τους, καθώς το παλιό (πιθανώς αυτό του 1319) ήταν ερειπωμένο.149 Οι Γενουάτες πιθανότατα ήσαν πια σταθερά περιχαρακωμένοι μεταξύ Λεοντοκάστρου και Κανίτου, όπου βρισκόταν ο ναός Αγίου Γρηγορίου Νύσσης των Κομνηνών και επομένως δεν μπορούσε να παραχωρηθεί. Έτσι ο Αλέξιος Γ’ έπρεπε να κοιτάξει πιο δυτικά. Τους έδωσε μια παραχώρηση δίπλα στο μοναστήρι του Αγίου Θεοδώρου Γαβρά, που εκτεινόταν από την οδό Αγίου Χριστόφορου και τον Άγιο Νικήτα, στη συνέχεια κάτω στη θάλασσα και σε μια λατινική εκκλησία, και ύστερα πάνω πάλι στον Άγιο Χριστόφορο. Ήταν μικρή (μόλις δέκα αυτοκρατορικές οργιές) και προφανώς ακατάλληλη. Αλλά προκάλεσε δυσαρέσκεια στους Γενουάτες, γιατί την Κυριακή του Πάσχα του 1365 ο βαΐλος και ο πρόξενος ξεκίνησαν βίαιη φιλονικία στη μέση των αυτοκρατορικών τελετών στο Μεϊντάν.150 Οι δύο κύριες ενδείξεις μας για το πού βρισκόταν η περιοχή είναι η αναγνώριση του Μελιόπουλου για τη θέση της μονής του Αγίου Θεοδώρου Γαβρά, που φαίνεται στον χάρτη III,151 και η προτεινόμενη εκ μέρους μας ταύτιση της κοντινής «Εκκλησίας Κ» (αριθ. 38) με τη λατινική εκκλησία, κοντά στο μπεντεστέν. Επομένως, η ενετική περιοχή θα εκτεινόταν από τον Άγιο Θεόδωρο μέχρι τη θάλασσα, με πρόσβαση στον πρώτο κόλπο ανατολικά του αυτοκρατορικού λιμανιού. Όμως το 1367 η Δημοκρατία διαπραγματευόταν ακόμη για την επιστροφή του καραβανσεράι (πιθανώς του ερειπωμένου του 1319) και ελάχιστη δουλειά μπορεί να αναμένεται κατά την περίοδο της δεύτερης παραχώρησης στους Ενετούς το 1364-67.
Ωστόσο το 1367 ο Αλέξιος Γ’ έλυσε το πρόβλημα χορηγώντας στη Δημοκρατία τρίτη παραχώρηση. Οι επιλογές του ήσαν πια περιορισμένες. Αυτή τη φορά, οι Μεγάλοι Κομνηνοί έδιναν στους Ενετούς την "punta clamada senta Croxe" από το όνομα μιας εκκλησίας που βρισκόταν πάνω ή κοντά της, και μια περιοχή που εκτεινόταν προς την ενδοχώρα, προς την αυτοκρατορική οδό (δηλ. τη Μεράς Τζάντεσι, αριθ. 24) και το "monestier de San Todoro Gaura", πέρα από τη "la glexia de sen zorzi" και το "canton de la cha de Cotori [Cocori;]", ύστερα πίσω, μέσω ιδιωτικών κατοικιών ("la caxa de Mauro", "la caxa de lo Remer," "la caxa de Cadi") στη Σάντα Κρότσε. Δεν ήταν και πάλι μεγάλη –116 βήματα– αλλά ήταν μεγαλύτερη από τη δεύτερη παραχώρηση.152
Η μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτής της παραχώρησης και των δύο πρώτων είναι ότι οι Ενετοί έπαιρναν τώρα την άδεια να χτίσουν κάστρο και δεν ακούμε πια συζητήσεις για απλό καραβανσεράι. Ο Αλέξιος υποσχέθηκε να χτίσει ο ίδιος τείχος αντιστήριξης και πύργο, περιβαλλόμενο από χαντάκι και συνδεόμενο με τη στεριά με γέφυρες, όλα με δικά του έξοδα. Οι Ενετοί κράτησαν μέχρι τέλους αυτό που αποκαλούσαν τώρα το «Κάστρο» τους. Το 1368 ξόδεψαν περίπου 57.000 άσπρα σε αυτό. Το 1375 το περιέγραφαν ως μόνιμα φρουρούμενο «Κάστρο» (κατά τη διάρκεια περιόδου έντονης διαμάχης με τον Αλέξιο Γ’, όταν η Σύγκλητος συζητούσε την αντικατάστασή του με έναν Παλαιολόγο, ή ακόμη και με Ενετό διοικητή, με πραξικόπημα). Το 1396 ζητήθηκε άδεια για να ολοκληρωθεί η περιτείχιση του κάστρου, το οποίο το 1407 περιγραφόταν ως πολύ σαραβαλιασμένο, σε μια εποχή που οι Γενουάτες διείσδυαν στη συνοικία. Το 1429 εκχωρήθηκε για τις οχυρώσεις του κάστρου το ποσό των 31 δουκάτων, ενώ ακούμε τελευταία φορά για αυτό το 1447, όταν έγινε υπήρξε πίστωση 100 δουκάτων για την επισκευή της στέγης του.153
Το πρόβλημα της τοποθεσίας του ενετικού κάστρου μπορεί να προσεγγιστεί εν μέρει με εξάλειψη και εν μέρει από τη διάσωση υλικών αποδεικτικών στοιχείων πριν από το 1961, όταν ξεκίνησαν οι εργασίες στο παραλιακό μέτωπο, οι οποίες εξαφάνισαν όλα σχεδόν τα προηγούμενα χαρακτηριστικά της ανατολικής ακτής. Με εξάλειψη, η ενετική συνοικία δεν μπορεί να βρίσκεται νότια του πρώτου κόλπου ανατολικά του Μόλου και κάτω από τον Άγιο Θεόδωρο Γαβρά (η δεύτερη παραχώρηση), ούτε μεταξύ του Μεϊντάν και της θάλασσας και του Λεοντόκαστρου (η πρώτη παραχώρηση), πράγμα που ουσιαστικά αφήνει δύο ακρωτήρια: εκείνο του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης στα ανατολικά (απίθανο, γιατί περιείχε εκκλησία των Κομνηνών) και ένα μη κατονομαζόμενο ακρωτήριο στα δυτικά. Το 1961 ο Μπράιερ πρότεινε το ακρωτήριο του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης για το κάστρο και την «Εκκλησία Β» (αριθ. 31) για τη "senta Croxe", αν και στο χρυσόβουλλο δεν υπάρχει αναφορά στον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης ή στη σπηλαιώδη εκκλησία ναό του (αριθ. 88, 60), παρατηρώντας ότι «το θέμα πρέπει να παραμένει, μέχρι να υπάρξουν περαιτέρω στοιχεία, όπως η ανακάλυψη κάποιας ενετικής οχύρωσης».154 Περαιτέρω στοιχεία για το τι ήταν σίγουρα ένα κάστρο (που καταστράφηκε περί το 1961) και για το τι μπορεί να είναι η Σάντα Κρότσε (αριθ. 117), τόσο στο δυτικό ακρωτήριο όσο και κοντά σε αυτό, έχουν δοθεί από τον Ουίνφιλντ, και προτείνουμε το ακρωτήριο που σημειώνεται ως Ενετικό Κάστρο στον Χάρτη ΙΙΙ ως "punta clamada senta Croxe" (βλ. φωτ. 152α).
Η τοποθεσία ήταν μικρό ακρωτήριο που προεξείχε περίπου 70 μέτρα στη θάλασσα. Η φωτ. 152β υποδηλώνει ότι αρχικά ήταν βράχος, ο οποίος μπορούσε μάλιστα να συνδεθεί με την ηπειρωτική χώρα με γέφυρες, όπως αναφέρει το χρυσόβουλλο του 1367. Αργότερα φτιάχτηκε πάνω του το μεγάλο κονάκ της αριστοκρατικής οικογένειας Κεχαγιόγλου, ανταγωνιστών των Οτσουντζούογλου, των οποίων το κονάκι βρισκόταν στο Λεοντόκαστρο, και υπάρχει μια οικογενειακή παράδοση στη συγγενή οικογένεια Νεμλιζάντε, ότι το κονάκι Κεχαγιόγλου βρισκόταν πράγματι στο ενετικό κάστρο.155
Οι χαμηλότερες στρώσεις τοιχοποιίας θεμελίωσης στην ανατολική πλευρά του ακρωτηρίου είχαν κονίαμα από ασβέστη και άμμο με κονιορτοποιημένα τούβλο και πήλινα σκεύη. Οι δύο ή περισσότερες στρώσεις στη βόρεια-βορειοδυτική πλευρά ήσαν παρόμοιες. Τα κομμάτια ήσαν αρκετά καλά κομμένα, μεσαίου μεγέθους και τοποθετημένα σε κανονικές σειρές. Η βόρεια-βορειοανατολική πλευρά φαινόταν να είχε μήκος περίπου 30 μέχρι 40 μέτρα, αλλά ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί πόσο μακριά είχαν εκτείνει τα τείχη στη θάλασσα ή στις πλευρές της ενδοχώρας, αν και η εσωτερική πλευρά πιθανότατα δεν εκτεινόταν περισσότερο από 60 μέτρα. Η ανατολική πλευρά του φρουρίου (όπως φαίνεται από το Φροντιστήριον που ονομάζεται «Σχολείο» στον χάρτη III) θα αποτελούσε λιμάνι, αλλά θα ήταν φτωχό, με μικρή φυσική προστασία. Το ίδιο το κάστρο θα χρειαζόταν ψηλό τείχος στη νότια πλευρά, καθώς το έδαφος υψώνεται αρκετά απότομα από την ακτή προς το εσωτερικό.
Ένα σπίτι βρισκόταν σε μικρό προεξέχοντα βράχο περίπου 50 μέτρα δυτικά του ακρωτηρίου του κάστρου. Τρεις ή τέσσερις στρώσεις τοιχοποιίας παρόμοιας με εκείνη του κάστρου, του οποίου τα θεμέλια πρέπει πιθανώς να αποδοθούν στα έτη 1367-68, υποδηλώνουν ότι αρχικά είχε επεκταθεί μέχρι αυτό το σημείο. Παρόμοιο κονίαμα και εργασία πέτρας συναντάμε στην εκκλησία που έχουμε προτείνει ως Σάντα Κρότσε (αριθ. 117).
29. Αποθήκες και χάνια
Μέρος της ταλαιπωρίας του εμπορίου μέσω Τραπεζούντας προέκυπτε επειδή, ακόμη και μετά την αποστολή των εμπορευμάτων υπό ένοπλη συνοδεία προς ή από τη Δύση, έπρεπε να αποθηκευτούν με ασφάλεια στην πόλη, μερικές φορές για μήνες, μέχρι να συγκεντρωθεί καραβάνι υπό ένοπλη συνοδεία για να τα μεταφέρει στην ενδοχώρα. Στην πόλη έπρεπε να ασφαλιστούν από τις λεηλασίες των αυτοκρατορικών τελωνεακών αξιωματούχων, των ντόπιων Ελλήνων και των ανταγωνιστών Ιταλών ή ακόμη και από επιδρομές των Τουρκμένων. Οι δυσκολίες εκφωνήθηκαν δυνατά από τον Ενετό βαΐλο το 1407.156 Ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να αναμένονται αποθήκες και χάνια κάποιας δύναμης, όπως εκείνα που χτίστηκαν κατά μήκος της ακτής τον 19ο αιώνα, αλλά γνωρίζουμε ελάχιστα γι’ αυτά, εκτός από το ότι υπήρχε ένα στο Μεϊντάν (ίσως πανομοιότυπο με εκείνο του Αγίου Ευγενίου, αριθ. 16), και ότι το 1432 το μοναστήρι του Φάρου κατείχε το χάνι του Σχολαρίου, ίσως επίσης στο Μεϊντάν: … τὸν ἐν τῷ μεγάλῳ φόρῳ Χανακᾶν τοῦ Σχολαρίου.157
ΜΟΝΑΣΤΉΡΙΑ, ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ, ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ,
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΕΡΕΣ ΚΡΗΝΕΣ
30. Εκκλησία Α
Θέση. Μεταξύ Αγίου Βασιλείου και μπεντεστέν στο ανατολικό προάστιο.
Αρχιτεκτονική. Περιγράφεται από τον Τάλμποτ Ράις ως μικρή εκδοχή της Ευαγγελίστριας (αριθ. 122) και μεσαιωνικής χρονολογίας.
Ταυτοποίηση. Η εκκλησία Α, η οποία καταστράφηκε μετά το 1929, βρισκόταν στην ενορία του Αγίου Βασιλείου του 19ου αιώνα, τέσσερις από τις πέντε εκκλησίες της οποίας μπορούν να αναγνωριστούν. Ο Χρύσανθος αναφέρει ότι η πέμπτη, ο Άγιος Κωνσταντίνος, ήταν βυζαντινή εκκλησία που πέρασε στα χέρια των Τούρκων το 1880. Ο Τάλμποτ Ράις σημειώνει ότι η Εκκλησία Α «χρησιμοποιούνταν μέχρι την αναχώρηση των Ελλήνων». Αν ο Τάλμποτ Ράις, που είδε την Εκκλησία Α επτά χρόνια μετά την αναχώρηση των Ελλήνων, έκανε λάθος σε αυτό το σημείο, τότε μπορεί σχεδόν σίγουρα να ταυτιστεί με τον Άγιο Κωνσταντίνο (αριθ. 70). Διαφορετικά, είναι απλώς πιθανό η Εκκλησία Α να είναι ο Άγιος Χριστόφορος (αριθ. 69) ή ο Άγιος Νικήτας (αριθ. 105) του χρυσόβουλλου του 1364.158
31. Εκκλησία Β
Θέση. Σε βράχο κοντά στην ακτή, περίπου 175 μ. ανατολικά του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης.
Αρχιτεκτονική. Μιας αψίδας καμαροσκέπαστη εκκλησία με νότια πόρτα και βεράντα, ίσως νότια στοά, και δυτική πόρτα.
Χρονολογία. Ο Τάλμποτ Ράις πρότεινε χρονολογία του 12ου αιώνα ή παλαιότερη. Η εκκλησία καταστράφηκε πριν από το 1958.
Ταυτοποίηση. Αν και ήταν μια από τις πιο προβεβλημένες της πόλης και εμφανίζεται σε αρκετές δημοσιευμένες φωτογραφίες της προκυμαίας (π.χ. στο δεξί πρώτο πλάνο της φωτ. 152α), είναι πια αδύνατο να ταυτιστεί η Εκκλησία Β με βεβαιότητα. Βρισκόταν στην ενορία του Αγίου Γρηγορίου του 19ου αιώνα και, μέσω εξάλειψης, είναι πιθανώς η Αγία Κυριακή (αριθ. 97), οι Ταξιάρχες (αριθ. 119) ή η Αγία Παρασκευή (αριθ. 106).159
32. Εκκλησία C
Θέση. Περίπου 380 μ. δυτικά-νοτιοδυτικά του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης και 190 μ. νότια της παλιάς προκυμαίας, στο ανατολικό προάστιο της πόλης.
Αρχιτεκτονική. Τρίκλιτη εκκλησία με τρούλο, με παρακείμενο θάλαμο στη νότια πλευρά. Εξωτερικά η κεντρική αψίδα ήταν πενταγωνική και τα παστοφόρια ημικυκλικά. Τέσσερις κίονες έφεραν τον θόλο του τρούλου. Δεν υπήρχε νάρθηκας. Η εκκλησία αναφέρθηκε για πρώτη φορά, με κάτοψη και ανύψωση, από τη Σελίνα Μπάλανς το 1960.160
Διακόσμηση. Το 1958 ή το 1959 ο Ουίνφιλντ βρήκε δύο στρώματα ζωγραφισμένου σοβά στη δυτική όψη του τόξου που χωρίζει τη βόρεια αψίδα από την κύρια. Το ανώτερο στρώμα ήταν εν μέρει επισκιασμένο από ασβέστωμα, αλλά παρέμενε αρκετά ορατό για να καθοριστεί ότι ο πίνακας ήταν καλής ποιότητας ύστερο μεσαιωνικό έργο. Η καταστροφή της εκκλησίας λίγο αργότερα ματαίωσε την πρόθεση του Ουίνφιλντ να καθαρίσει και να φωτογραφίσει το θραύσμα.
Χρονολογία. Για αρχιτεκτονικούς λόγους, η Σελίνα Μπάλανς δήλωσε ότι παρόλο που η Εκκλησία C «μπορεί να είναι τόσο μεταγενέστερη όσο του 18ου αιώνα, υπάρχει απλώς μια πιθανότητα να είναι βυζαντινή».161 Ο Ουίνφιλντ χρονολογεί το θραύσμα της ζωγραφικής στον 14ο ή 15ο αιώνα. Ο Μπράιερ προτείνει (πιο κάτω) ότι η εκκλησία C μπορεί να ταυτίζεται όχι μόνο με την αριθ. 80, και επομένως να έχει χτιστεί πριν από το 1367, αλλά και με τον «Άγιο Γρηγόριο» του Τάλμποτ Ράις (αριθ. 87), τον οποίο ο τελευταίος θεωρούσε ως «λίγο προγενέστερο από τον Νακίπ Τζαμί». Το κτίριο μπορεί επομένως να θεωρηθεί μεσαιωνικό, αλλά σαφώς ανακατασκευάστηκε αργότερα, ίσως από την Άννα Τζιλιπούγκη (βλ. αριθ. 80), όταν θα είχαν προστεθεί τα αδέξια σοβαντισμένα κιονόκρανα.
Ταυτοποίηση. Το 1961 ο Μπράιερ υποστήριξε από την τοπογραφία του Μελιόπουλου ότι η Εκκλησία C ταυτίζεται με τον Άγιο Γεώργιο Τσαρτακλή (αριθ. 84), ο οποίος φαίνεται ότι πήρε το επίθετό του τον 18ο αιώνα. Ο Μελιόπουλος με τη σειρά του ταύτισε τον Άγιο Γεώργιο Τσαρτακλή με τη Σάντα Κρότσε (αριθ. 117). Ο Μπράιερ έχει αποδείξει αλλού ότι αυτό είναι απίθανο, και προτείνουμε εδώ ότι η Σάντα Κρότσε βρίσκεται κοντά στην τοποθεσία του Ενετικού Κάστρου του 1367 (αριθ. 28).162 Αλλά τώρα που καθιερώνεται μεσαιωνική χρονολόγηση για την Εκκλησία C από τις αγιογραφίες της, και αν γίνεται αποδεκτή η ταύτισή της με τον Άγιο Γεώργιο Τσαρτακλή, δεν υπάρχει λόγος να μην είναι και ο Άγιος Γεώργιος του χρυσόβουλλου του 1367 (αριθ. 80), που βρισκόταν κοντά στα όρια της ενετικής παραχώρησης. Τέλος, η περιγραφή και η φωτογραφία της Εκκλησίας C από τη Σελίνα Μπάλανς ταιριάζει πολύ με την περιγραφή που έκανε ο Τάλμποτ Ράις για έναν κατά τα άλλα άγνωστο «Αγ. Γρηγόριο» (αριθ. 87) στην ίδια περιοχή, υποδηλώνοντας έντονα ότι είναι ταυτόσημοι. Προτείνουμε, λοιπόν, ότι η Εκκλησία C (αριθ. 32), ο Άγιος Γεώργιος (αριθ. 80), ο Άγιος Γεώργιος Τσαρτακλή (αριθ. 84) και ο «Άγιος Γρηγόριος» του Τάλμποτ Ράις (αριθ. 87) είναι μια και η ίδια εκκλησία.163 Αλλά επειδή η εκκλησία έχει πια καταστραφεί και η πολλαπλή ταυτότητα δεν μπορεί να αποδειχθεί οριστικά, στην παρούσα μελέτη πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτές τις εκκλησίες ως ξεχωριστές καταχωρήσεις.
33. Παρεκκλήσι D
Θέση. Περίπου 310 μ. δυτικά του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης και 120 μ. νότια της παλιάς προκυμαίας, στο ανατολικό προάστιο της πόλης.
Αρχιτεκτονική. Μικρό παρεκκλήσι μιας αψίδας, αρχικά με ξύλινη στέγη, που δημοσιεύτηκε από τη Σελίνα Μπάλανς το 1960.164
Χρονολογία. Η Σελίνα Μπάλανς θεωρούσε το παρεκκλήσι ως Κομνηνιακό, με μεταγενέστερες τροποποιήσεις. Πιστεύεται ότι τώρα έχει κατεδαφιστεί.
Ταυτοποίηση. Αν γίνει αποδεκτή η ταύτιση της Εκκλησίας C με τον Άγιο Γεώργιο Τσαρτακλή, πρέπει να αναζητηθεί χώρος για το παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδας (αριθ. 116), το μόνο άλλο θρησκευτικό οικοδόμημα στην ενορία του Αγίου Γεωργίου Τσαρτακλή του 19ου αιώνα. Το παρεκκλήσι D βρίσκεται πιο κοντά στην Εκκλησία C από οποιοδήποτε άλλο γνωστό θρησκευτικό κτίριο και θα μπορούσε, επομένως, να είναι η Αγία Τριάδα.165
34. Εκκλησία Ε
Θέση. Στη βόρεια πλευρά του Μεράς Τζάντεσι, στη μέση μεταξύ Κάτω Πόλης και Μεϊντάν. Δεν σημειώνεται στον χάρτη III.
Αρχιτεκτονική. Τρίκλιτη καμαροσκέπαστη βασιλική.
Χρονολογία. Η Σελίνα Μπάλανς δήλωσε ότι «οι τρεις στρογγυλεμένες αψίδες φαίνεται να είναι αρκετά παλαιότερες από την υπόλοιπη εκκλησία, καθώς δεν είναι τόσο ψηλές και είναι πολύ πιο τραχιάς τοιχοποιίας. Αυτή η εκκλησία μπορεί κάλλιστα να είναι παλιά κατασκευή, που ανακατασκευάστηκε σε μεγάλο βαθμό τον 19ο αιώνα».166 Τώρα έχει καταστραφεί.
35. Εκκλησία F
Θέση. Περίπου 160 μ. νότια-νοτιοδυτικά του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης.
Αρχιτεκτονική. Τρίκλιτη, καμαροσκέπαστη βασιλική.
Χρονολογία. 1838. Πιστεύεται ότι τώρα έχει κατεδαφιστεί.
Ταυτοποίηση. Αγία Παρασκευή (αριθ. 106), Ταξιάρχες (αριθ. 119), ή Αγία Κυριακή (αριθ. 97) στην ενορία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης.167
36. Εκκλησία G
Θέση. Περίπου 250 μ. δυτικά-νοτιοδυτικά του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης και 170 μ. νότια της παλιάς προκυμαίας, στο ανατολικό προάστιο της πόλης.
Αρχιτεκτονική. Εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο ναός με νάρθηκα και ανοιχτό καμπαναριό μπροστά από τη βόρεια θύρα.
Χρονολογία. 19ος αιώνας. Πιστεύεται ότι τώρα έχει κατεδαφιστεί.
Ταυτοποίηση. Μία από τις εκκλησίες που αναφέρονται στο αριθ. 35.168
Εκκλησία Η. Βλ. Άγιος Ιωάννης Εξώτειχος (αριθ. 91, 92)
37. Εκκλησία J
Θέση. Ανάμεσα στον Πυξίτη και στο ανατολικό προάστιο.
Ιστορία. Ελληνική εκκλησία που είδε ο Μπορντιέ το 1609, όταν ήταν ήδη εγκαταλειμμένη. Δεν μπόρεσε να εξακριβώσει την αφιέρωσή της, αλλά τη θεώρησε παλαιά. Δεν μπορούμε να βρούμε κανένα ίχνος της.
Διακόσμηση. Είχε τοιχογραφίες του κύκλου του Πάθους, αλλά κατά τα άλλα δεν είχε διακόσμηση.169
38. Εκκλησία Κ
Θέση. Στην πλατεία Σουρμπ Οχάν (Αγίου Ιωάννη στα αρμενικά), τοποθετημένη από τον Μελιόπουλο κοντά στο μπεντεστέν.
Ιστορία. Μεσαιωνική ρωμαιοκαθολική εκκλησία, προφανώς διαφορετική από εκείνη του Αγίου Ελευθερίου (αριθ. 76), αλλά και από εκείνη που παραχωρήθηκε στους Ενετούς στην πρώτη τους, πιο ανατολική, παραχώρηση της 8ης Ιουλίου 1319. Ανάμεσα στις ρωμαιοκαθολικές εκκλησίες με τις οποίες θα μπορούσε να ταυτιστεί, είναι: (α) Εκείνη που ιδρύθηκε από το τάγμα Δομινικανών Ordo Peregrinatorum pro Christo. (β) Η Φραγκισκανική εκκλησία στην πόλη (η οποία μπορεί να χρησίμευε ως ο ρωμαιοκαθολικός καθεδρικός ναός της Τραπεζούντας για τους δεκατέσσερις, κυρίως Φραγκισκανούς, επισκόπους που διορίστηκαν μεταξύ 1345 και 1427). (γ) Ή η πρώην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία που επισκέφθηκε ο Μπορντιέ το 1609, όταν είχε περάσει σε ελληνικά χέρια. Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία με την οποία πιθανώς ταυτίζεται, είναι εκείνη που αναφέρεται στο χρυσόβουλλο του 1364, που παραχώρησε στους Ενετούς τη γύρω περιοχή (αριθ. 28). Αν αυτό είναι σωστό, ο ναός Κ πρέπει να χρονολογείται πριν από το 1364 και βρισκόταν ακόμη όρθιος στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος του σήμερα.170
39. Εκκλησία L
Θέση. Στο Κρυονέρι (Σογουκ-σού), το παραδοσιακό προαστιακό θέρετρο των πλούσιων Τραπεζουντίων στους λόφους, 5 περίπου χλμ. νοτιοδυτικά της πόλης. Κοντά στην κορυφή του κύριου λόφου δεσπόζει αυτή που είναι ίσως η πιο εκπληκτική έκφραση της ποντιακής ελληνικής αρχιτεκτονικής πληθωρικότητας πριν από το 1922, η περίτεχνη βίλα Καπαγιαννίδη, της μεγάλης τραπεζικής οικογένειας, που χτίστηκε στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα και σήμερα διατηρείται ως Ατατούρκ Kιoσκ μέσα από το ευτυχές συμβάν της εκεί διαμονής του Ατατούρκ.171 Η Εκκλησία L είναι μικρή κατασκευή στην κορυφή του επόμενου λόφου, περίπου 500 μέτρα νότια-νοτιοδυτικά της βίλας Καπαγιαννίδη και περίπου 400 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η κοιλάδα, που ξεκινά κάτω από τον λόφο, γίνεται τελικά η δυτική χαράδρα της πόλης.
Αρχιτεκτονική. Η κάτοψη είναι απλού ορθογώνιου τύπου με στρογγυλεμένη αψίδα και καμαροσκέπαστη στέγη. Οι εξωτερικές διαστάσεις είναι 6,10×3,50 μ. Οι τοίχοι έχουν πάχος περίπου 0,65 μ. Βλέπε φωτ. 153α,β και σχήμα 76 πιο κάτω σελ. 270.
Οι τοίχοι είναι από χονδρικά τετραγωνισμένες πέτρες τοποθετημένες σε κανονικές στρώσεις, με μικρότερες πέτρες και θραύσματα ραβδωτών κεραμιδιών να γεμίζουν τα κενά ανάμεσα στις μεγαλύτερες πέτρες. Ο πυρήνας είναι από κονίαμα συντριμμιών, αλλά είναι λιγοστός, καθώς οι πέτρες της όψης καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του πλάτους του τοίχου. Το κονίαμα αποτελείται από ασβέστη, κονιοποιημένο τούβλο ή κεραμίδι, μικρά βότσαλα και θραύσματα τούβλων και κεραμιδιών. Σώζεται μόνο το πέτρινο ξεφύτρωμα του θόλου. Μια προεξοχή σχηματίζει τη βάση μιας νεύρωσης για τον θόλο, στα μισά κατά μήκος του βόρειου τοίχου.
Υπάρχει παράθυρο στο κέντρο της αψίδας και πιθανότατα υπήρχε άλλο στο κέντρο του νότιου τοίχου, αλλά το σχήμα και οι διαστάσεις κανενός δεν είναι ξεκάθαρες, αφού οι πέτρες της όψης έχουν αφαιρεθεί. Η πόρτα ήταν στον δυτικό τοίχο. Στη βόρεια πλευρά της αψίδας υπάρχει λειτουργική κόγχη.
Διακόσμηση. Πάνω από τη λειτουργική κόγχη υπάρχει μικρό κομμάτι ζωγραφισμένου σοβά. Είναι από πολύ σκληρό ασβέστη. Σώζονται μερικά ίχνη πράσινων, κόκκινων και κίτρινων χρωστικών, αλλά δεν έχουν απομείνει αρκετά από τη ζωγραφική για να είναι δυνατή η αναγνώριση του θέματος.
Χρονολογία. Η φθαρμένη κατάσταση του εσωτερικού του παρεκκλησίου υποδηλώνει ότι ήταν ερειπωμένο για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ το κονιοποιημένο τούβλο ή κεραμίδι στο κονίαμα αποτελεί αρκετά βέβαιη απόδειξη βυζαντινής χρονολόγησης.172
Ταυτοποίηση. Το είδος του κονιάματος που βρέθηκε σε αυτό το παρεκκλήσι είναι σπάνιο στον Πόντο (αν και κονιορτοποιημένο κεραμίδι υπάρχει και στο Ενετικό Κάστρο, πιθανώς του 1367-68, αριθ. 28). Η κατασκευή του συνεπαγόταν κάποια δυσκολία. Επομένως, δεν είναι παράλογο να συμπεράνουμε ότι το παρεκκλήσι χτίστηκε για πελάτη κάποιας σημασίας, ενώ η παρουσία περαιτέρω θεμελίων, που μπορεί να είναι μεσαιωνικά, 100 περίπου μέτρα νοτιοανατολικά της Εκκλησίας L, στην ίδια κορυφή, προκαλεί την υποψία ότι η τοποθεσία μπορεί να είναι αυτοκρατορικός σταθμός σε λόφο.
Τα καλοκαιρινά καταλύματα των Μεγάλων Κομνηνών που βρίσκονταν πιο κοντά στην Τραπεζούντα ήσαν στον Άγιο Ιωάννη τον Αγιαστή (αριθ. 89) στο όρος Μίθριον, αλλά η τοποθεσία του Κρυονερίου και του παρεκκλησίου L θα μπορούσε δοκιμαστικά να συσχετιστεί με τον πασσαλοφράχτη του Αγίου Κερύκου (αριθ. 96), στον οποίο επιτέθηκαν οι Τουρκμένοι το 1336.173
40. Παρεκκλήσι Μ
Θέση. Στη νότια πλευρά, και εν μέρει στο πάχος του ανατολικού τείχους της πύλης μεταξύ της Μέσης και της Κάτω Πόλης, που χωρίζεται από το Τσίφτε Χαμάμι (αριθ. 42) από το ίδιο το τείχος.
Αρχιτεκτονική. Τα μόνα χαρακτηριστικά που σώζονται είναι μια εσοχή περίπου 2,50×2 μ. στην εξωτερική όψη της πύλης και μικρή στρογγυλεμένη αψίδα ενσωματωμένη στο πάχος του τείχους στο ανατολικό άκρο. Είναι πιθανό ότι αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αποτελούν παρά μέρος της οχύρωσης εκείνου που κάποτε ήταν η βόρεια πύλη της πόλης, αλλά η αψίδα υποδεικνύει μικρή πύλη παρεκκλησιού ή ιερού ως πιο πιθανή εξήγηση.
Ταυτοποίηση. Αν η πύλη μπορεί να συσχετιστεί με εκείνη της Αγίας Δύναμης (αριθ. 75), το παρεκκλήσι Μ, όπως το Τσίφτε Χαμάμι, θα μπορούσε να διεκδικεί αφιέρωση στον Αρχάγγελο.174
41. Χριστός
Θέση. Είτε μέσα στην ακρόπολη είτε πάνω από πύλη της πόλης, είτε και τα δύο. Βλέπε φωτ. 124β.
Ιστορία. Το παρεκκλήσι του Χριστού στέγαζε τα λείψανα του Αγίου Αθανασίου του Εξορκιστή, που μεταφέρθηκαν εκεί ύστερα από τουρκική επιδρομή μεταξύ 1263 (θάνατος του Μανουήλ Α', κατά τη βασιλεία του οποίου συνέβη θαύμα στη λειψανοθήκη, όταν ήταν ακόμη στον Άγιο Φωκά, βλέπε αντίστοιχα) και 1318 (όταν ο Όντοριτς ντα Πορντενόνε το ανέφερε στην πόλη).175
42. Τσίφτε Χαμάμι
Θέση. Δίπλα και στην ανατολική πλευρά της πύλης μεταξύ Μέσης και Κάτω Πόλης. Η βόρεια πλευρά του οικοδομήματος ακολουθεί την εσωτερική πλευρά του τειχοπετάσματος.
Αρχιτεκτονική. Σήμερα είναι μικρό τούρκικο λουτρό, χωρισμένο σε δύο μέρη και έχοντας από πάνω του «τρούλο» με κεραμίδια σε οκταγωνικό τύμπανο (βλ. φωτ. 155α). Σε κάτοψη ήταν πιθανώς τρίκλιτη βασιλική με τρούλο (αν και ο σημερινός «τρούλος» δεν είναι μεσαιωνικός). Τόσο το λουτρό των ανδρών (που αποτελείται από εκείνο που θα ήταν ο νάρθηκας και ο ναός της εκκλησίας και συμπεριλαμβάνει τον «τρούλο») όσο και το γυναικείο λουτρό (που αποτελείται από εκείνο που θα ήταν το βήμα και οι αψίδες) έχουν ανακατασκευαστεί εκτενώς και επιχρισθεί σε μεγάλο βαθμό. Εξωτερικά είναι ορατή μόνο η δυτική πρόσοψη και μέρος του νοτιοανατολικού τοίχου. Εσωτερικά έχουν γίνει πολλές ανακατατάξεις, αλλά τα σχέδια και των δύο τμημάτων του λουτρού δεν είναι ασύμφωνα με εκείνα μιας τρίκλιτης βασιλικής.176
Χρονολογία. Αυτό που είναι ορατό από τις εξωτερικές κάτω στρώσεις δείχνει τοιχοποιία παρόμοια με εκείνη του τειχοπετάσματος μεταξύ των δύο Πόλεων. Προτείνεται λοιπόν μεσαιωνική χρονολογία.
Ιστορία. Ένα «Τσίφτε Χαμάμι» ή διπλό λουτρό αναφέρεται για πρώτη φορά το 1520-23.177 Περί το 1550-70, ο Μεχμέτ Ασίκ σημείωνε: «Υπάρχει ένα ευχάριστο [Τσίφτε Χαμάμι] για τη χρήση και των δύο φύλων στο μεσαίο κάστρο, κοντά στην πύλη που οδηγεί στο κάτω κάστρο».178 Ο Ρίτερ κατέγραψε χριστιανικό λουτρό που ονομάζεται Τσίφτε ή Γκαβούρ Χαμάμι, το οποίο κάποτε ήταν εκκλησία.179 Ο Σουρμελιάν σημείωσε ότι το Γκαβούρ Χαμάμι ήταν «αρχικά βυζαντινή εκκλησία».180 Αυτή η παράδοση και η ομολογουμένως σκοτεινή δομή του κτιρίου υποδηλώνει ότι το Τσίφτε Χαμάμι ήταν πιθανότατα μεσαιωνική εκκλησία στην καταγωγή και έγινε λουτρό μεταξύ 1461 και 1523.
Ταυτοποίηση. Αν η διπλανή πύλη μπορεί να συσχετιστεί με την Αγία Δύναμη (αριθ. 75), το Τσίφτε Χαμάμι θα μπορούσε, όπως το παρεκκλήσι Μ (αριθ. 40), να είναι εκκλησία αφιερωμένη στον Αρχάγγελο.
43. Κοίμησις
Θέση. Στη Δάφνούντα, ανατολικά του Μεϊντάν.
Ιστορία. Εκκλησία στην ενορία του 19ου αιώνα της Δαφνούντος.181 Δεν μπορούμε να βρούμε κανένα ίχνος της.
44. Κοίμησις
Θέση. Πιθανώς κοντά και στα νοτιοδυτικά του Μεϊντάν.
Ιστορία. Παρεκκλήσι στην ενορία του 19ου αιώνα της Υπαπαντής.182 Δεν μπορούμε να βρούμε κανένα ίχνος του.
45. Δρακοντοπήγαδον
Το όρος Μίθριον και τα περίχωρά του αφθονούν σε ιερές κρήνες. Στον δρόμο προς το Καρλίκ Τεπέ, και κοντά σε εκκλησία του 19ου αιώνα, ο Ουίνφιλντ αναφέρει πηγή και σπηλιά με λαξευμένη σε βράχο αψίδα, η οποία χρησιμοποιείται ακόμη από τους μουσουλμάνους ως τόπος δέησης για τους αρρώστους. Υπήρχαν, και υπάρχουν, τουλάχιστον τέσσερις ιερές κρήνες στο ίδιο το όρος Μίθριον: του Αγίου Ιωάννη (αριθ. 89), της μονής Καϊμακλί (αριθ. 48), της Σκυλολίμνης (αριθ. 23) και του Δράκου. Είμαστε ευγνώμονες στον κ. Τζέιμς Κρόου που ερεύνησε ορισμένες από τις κρήνες επί τόπου το 1972.183 Όποια και αν είναι η πραγματική αρχαιότητα των λατρειών που περιβάλλουν τις άλλες κρήνες, μόνο η Κρήνη του Δράκου αναφέρεται στις μεσαιωνικές πηγές και μας απασχολεί εδώ.
Θέση. Περίπου 9,5 χιλιόμετρα νότια του Λεοντοκάστρου, ο σταθμός ανάπαυσης του Χοσογλάν είναι σύνδεσμος μεταξύ των μεσαιωνικών και σύγχρονων διαδρομών πάνω και γύρω από το όρος Μίθριον μέσω πλευρικής κοιλάδας του Πυξίτη, που ανεβαίνει μέχρι την Ανίφα (τώρα Ακολούκ) και το κατάλληλα ονομαζόμενο Κοιλάδιν (Κιλάτ, τώρα Γεσιλμπούκ). Το όνομα του Χοσογλάν υποτίθεται ότι θυμίζει εκείνο του θρυλικού Τούρκου ήρωα που εισήλθε πρώτος στην Τραπεζούντα το 1461 και λέγεται ότι θάφτηκε στον τάφο του Αλεξίου Δ’ (αριθ. 25), κοντά σε κρήνη με κεφάλι δράκου έξω από τη Χρυσοκέφαλο (αριθ. 10, 120). Η σύνδεση είναι ύποπτη, γιατί στην πραγματικότητα το μέρος είναι το πιο δυτικό από ομάδα που έχει ως πρόθεμα στο όνομά της το «Χοσ-» (είδος ελληνικού ευ-), επειδή, όπως το χοτζ, προηγείται της τουρκικής κατάκτησης,184 ενώ η τουρκική εξήγηση του «Χοσογλάν» «Μπράβο, Ογλάν!», ως κραυγή του Φατίχ όταν άκουσε για το κατόρθωμα το 1461, είναι πιο επιβεβλημένη. Παρ’ όλα αυτά, το όνομα πρέπει να ληφθεί υπόψη, γιατί πρόσθεσε έναν περίεργο παράγοντα στην ιστορία της Κρήνης του Δράκου.
Ο κ. Κρόου αναφέρει ότι μια κρήνη τοπικά γνωστή ως «Αγιασάνα» βρίσκεται 300 περίπου μέτρα πάνω, στη διαδρομή προς Ανίφα από το καφενείο του Χοσογλάν. Αυτό το ἁγίασμα θυμούνται ότι το χρησιμοποιούσαν και Έλληνες και είναι η σκηνή ετήσιου πανηγυριού (παναγίρ) στις 21 Μαΐου (εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης). Η μαύρη λάσπη της εκτιμάται ιδιαίτερα (ίσως για θεραπευτικές ιδιότητες) και θυμούνται ένα μικρό εκκλησάκι στην Άνω Ανίφα. Αυτό ταιριάζει με την τοποθεσία και τη λατρεία που αναφέρθηκαν από Έλληνες μελετητές και δυτικούς περιηγητές πριν από το 1923.185
Ιστορία. Το Δρακοντοπήγαδον αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Λαζαρόπουλο (πεθ. 1364-68 ως μητροπολίτης Τραπεζούντας) στην αφήγησή του για τα θαύματα του Αγίου Ευγενίου. Με τη βοήθεια του πολιούχου του και της Παναγίας, ο Αλέξιος Β’ Μέγας Κομνηνός (1297-1330) σκότωσε έναν δράκο που είχε γίνει τοπική απειλή στην Κρήνη του Δράκου στο όρος Μίθριον. Για να μην υπάρχει αμφιβολία για το θέμα, ο Λαζαρόπουλος πρόσθεσε ότι, αφού ευχαρίστησε το μοναστήρι του Αγίου Ευγενίου, ο Αλέξιος κατέθεσε το κεφάλι του δράκου στο παλάτι, όπου εκτίθετο ακόμη την εποχή του Λαζαρόπουλου μερικές δεκαετίες αργότερα.186 Η ιστορία του κατορθώματος του Αλεξίου (που μπορεί να ανήκει στον τομέα του Διγενή, αλλά δεν είναι μοναδικό στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, γιατί ο Ρωμανός Λεκαπηνός λέγεται ότι πάλαιψε με λιοντάρι σε μονομαχία)187 δεν επιβεβαιώνεται ξανά μέχρι το 1820, όταν την είπαν στον Ροτιέρς. Αυτό συνέβη εικοσιτρία χρόνια πριν από την πρώτη έντυπη δημοσίευση της αφήγησης του Λαζαρόπουλου και, επομένως, πρέπει να υποδηλώνει προφορική παράδοση.188 Ο Κουμόντ προσελκύστηκε φυσικά από αυτή την τοποθεσία, ανάμεσα στις άλλες ιερές κρήνες του όρους Μίθριον, και εκμεταλλεύτηκε την πιθανή αρχαιότητα μιας λατρείας σχετικής με πηγάδι που φρουρούνταν από δράκο σε βουνό που ονομαζόταν από τον Μίθρα. Μπορεί κανείς να υποψιαστεί τουλάχιστον ότι ο Λαζαρόπουλος βασίστηκε σε ανεξάρτητη λαϊκή ιστορία που ίσχυε για οποιονδήποτε τοπικό ήρωα μιθραϊκής υπόστασης, η οποία επομένως προηγούνταν της βασιλείας του Αλεξίου Β’.189
Η απροσδόκητη ανατροπή είναι ότι ο Ροτιέρς διηγήθηκε την ιστορία του Αλέξιου Β’ και του δράκου όχι σε σχέση με την Κρήνη του Δράκου κοντά στο χωριό Χοσογλάν, αλλά με κατεστραμμένη πια χάλκινη κρήνη με κεφάλι δράκου, η οποία βρισκόταν νότια της Χρυσοκεφάλου, κοντά στον υποτιθέμενο τάφο του Χοσογλάν.190 Η εγγύτητα των δύο κρηνών, που σχετίζονται με τον Αλέξιο Β’ και τον δράκο, με τα δύο σημεία που συνδέονται με τον Χοσογλάν μπορεί να είναι απλώς σύμπτωση που μπέρδεψε τη λαϊκή μνήμη. Αν είναι κάτι περισσότερο από σύμπτωση, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε το μυστήριο. Αλλά είναι προφανώς μεταγενέστερη επαύξηση μιας λατρείας, επαύξηση που σίγουρα φτάνει πίσω στον 14ο αιώνα, η οποία μπορεί να έχει πολύ πιο απομακρυσμένες ρίζες και η οποία επιβιώνει σήμερα.
46. Μητέρα του Θεού (Astuatsatsin) (Αρμενική εκκλησία)
Θέση. Πιθανώς στο ανατολικό προάστιο της πόλης.
Αρχιτεκτονική. Εκκλησία με τρούλο με πέντε βωμούς (και επομένως ίσως πέντε αψίδες), προαύλιο και καμπαναριό. Το τελευταίο πιθανότατα προστέθηκε μετά το 1856.
Επιγραφές. Φαίνεται ότι υπήρχαν δύο αρμενικές επιγραφές. (1) Αφιερωματική επιγραφή δίπλα στο ιερό του Αγ. Ιακώβου (Σουρμπ Χακόμπ), με χρονολογία 1414, η οποία αργότερα μεταφέρθηκε στο προαύλιο. (2) Επιγραφή που αναφέρει ότι ο Μελίκ Ιωάννης (Χοβάνς) και άλλοι της οικογένειας του Χότζα Στέπαν (Στέπανος, πιθανότατα Σεμσεντλή) δώρισαν τον τρούλο στην εκκλησία το 1429.191
Ιστορία. Οι επιγραφές μιλούν από μόνες τους. Η εκκλησία φαίνεται ότι θεωρήθηκε ως η πρώτη αρμενική στην πόλη, αλλά τον 19ο αιώνα δεν ήταν ο καθεδρικός ναός, που ήταν ο Άγιος Αυξέντιος (αριθ. 62). Η Μητέρα του Θεού (Astuatsatsin) επέζησε μέχρι το 1915, αλλά δεν μπορούμε να βρούμε κανένα ίχνος της σήμερα.
47. Ὑπαπαντή
Θέση. Πιθανώς κοντά και στα νοτιοδυτικά του Μεϊντάν.
Ιστορία. Μεγάλος ενοριακός ναός τον 19ο αιώνα, ίσως με προγενέστερη προέλευση γιατί χτίστηκε πριν από το 1819.192 Δεν μπορούμε να βρούμε κανένα ίχνος του.
48. Καϊμακλί (Αρμενικό μοναστήρι του Σωτήρος) (φωτ. 154-159α,β)
Θέση. Το μοναστήρι, που αποτελείται από σχεδόν ορθογώνιο περιτειχισμένο υπερυψωμένο επίπεδο 30×45 μ. περίπου, στο οποίο βρίσκεται ένας κύριος ναός με ζαματούν (είδος νάρθηκα), κρήνη και πύργο, ένα μικρό παρεκκλήσι και ένα μοναστηριακό κτίριο με καμάρες, βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του όρους Μίθριον, με θέα προς τη σύγχρονη διαδρομή προς νότο και περίπου 2 χλμ. νότια της Δαφνούντος.
Επιγραφές. Κάποια ασάφεια περιβάλλει το μοναστήρι του Καϊμακλί, γιατί οι χριστιανικές μειονότητες της Τραπεζούντας ήσαν αμοιβαία απομονωμένες, σε βαθμό που αυτό το μοναστήρι να αγνοείται σε μεγάλο βαθμό από ελληνικές πηγές και μελετητές. Ο Χρύσανθος δεν το αναφέρει καν και οι σύγχρονοι μελετητές αγνοούν το αρμενικό όνομά του: Σωτήρας Όλων (Αμενάπρκιχ'). Για τον λόγο αυτό, προς αποφυγή σύγχυσης, χρησιμοποιούμε την πιο κοινή τουρκική ονομασία Καϊμακλί. Για την ιστορία του πρέπει να βασιστούμε σε μεγάλο βαθμό στις επιγραφές που δημοσίευσε ο Μπιτζισκιάν.193 Το κύριο μοναστηριακό κτίριο στα νοτιοανατολικά του περιβόλου είχε επιγραφή που έλεγε ότι χτίστηκε από πολλούς δωρητές, συμπεριλαμβανομένων των Σουράτ Χατούν, Χοτζικίν και Μάσια Χατούν, στη Μεγάλη Αρμενική Εποχή 1138 (= 1688 μ.Χ.). Υπήρχαν μη χρονολογημένες επιγραφές στο προσκύνημα «Κρήνη γάλακτος» (χτισμένο από τον Βοσκέτς Γκαραμπέντ) μπροστά από τον κύριο ναό (τώρα κατεστραμμένο, αλλά φαίνεται στη φωτ. 154) και αλλού (που κατέγραφαν δωρεές από τον Γκαραμπέντ Τσελεμπή, τον Εσμπέκ Τσελεμπή, και άλλους).
Οι δύο κύριες επιγραφές σχετίζονται αλλά είναι σαφώς διακριτές. Και οι δύο αναφέρονται στον Χότζα Στέπανος Σεμσεντλί, ο οποίος, υποστηρίζει ο Μπιτζισκιάν, περιγράφεται σε κολοφώνα χειρογράφου από το μοναστήρι ως ιδρυτής των εκκλησιών εκεί, μαζί με τον Χότζα Μπαγκντασάρ, τον οικοδόμο τους.
Η πρώτη επιγραφή προέρχεται από τον κύριο ναό, στον οποίο αναφέρεται, αλλά ο Μπιτζισκιάν δεν είναι συγκεκριμένος ως προς το πού ήταν τοποθετημένη. Έγραφε τα εξής: «Αφιέρωση στον Αμενάπρκιχ’ [Σωτήρα Όλων] στο Καθολικό των Αρμενίων του μεγάλου Κυρίου Πόγου [Παύλου] του Ορθοδόξου την εποχή του ενάρετου «κυρ» Αλέξη του «ταγκαβόρ», ο αξιότιμος Χότζα Στέπανος έχτισε αυτή την υπέροχη εκκλησία στην αιώνια μνήμη του και για [τη σωτηρία] των απογόνων του και της συζύγου του Μελίκ Χατούν και της πιστής του συνοδείας, μεγάλης και μικρής, το 873» (= 6 Δεκεμβρίου 1423-5 Δεκεμβρίου 1424).194 Ο συνδυασμός προσώπων επιβεβαιώνει τη χρονολόγηση: μπορούν να είναι μόνο ο Αλέξιος Δ’ Μέγας Κομνηνός (1417-29) και ο Καθολικός Πόγος Β’ του Γκάρνι (στο Σις) (1418-30), ενώ είναι δελεαστικό να ταυτιστεί ο Στέπανος με τον Χότζα Στέπανος που δώρισε τον τρούλο της Υπεραγίας Θεοτόκου (αριθ. 46) το 1429.
Η δεύτερη, σωζόμενη, επιγραφή βρίσκεται πάνω από το υπέρθυρο μικροσκοπικού παρεκκλησίου κοντά στα μοναστηριακά κτίρια και καταγράφηκε και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά από τον Τάλμποτ Ράις το 1929. Η καθηγήτρια Σιραρπί Ντερ Νερσεσιάν στη συνέχεια ερμήνευσε το κείμενο ως: «Αυτό το παρεκκλήσι χτίστηκε στο όνομα του Αγίου …, με την καλή θέληση και με έξοδα του Χότζα Στεφάνου στη μνήμη του ίδιου και των γονέων του και της συζύγου του Μελίχ …, και των παιδιών του (το έτος των Αρμενίων 1071 [1622 μ.Χ.])».195 Ο Μπράιερ αντέγραψε την επιγραφή το 1959 και τη φωτογράφισε το 1962 (σελ. 156). Είμαστε ευγνώμονες στον Δρ Σεμπάστιαν Μπροκ που εξέτασε αυτά τα αρχεία και μας είπε ότι η χρονολογία «διαβάζεται καλύτερα ως 871 = 1421, αντί 873 = 1424 ή 1071 = 1622». Το ζήτημα της χρονολογίας είναι σημαντικό, επειδή σε αυτήν στήριξε ο Τάλμποτ Ράις τη χρονολόγησή του για τη ζωγραφική του παρεκκλησίου στο μοναστήρι Βαζελώνος και του Κουρτ Μπογάν, που έγινε στη συνέχεια αποδεκτή από τους μελετητές, αν και με αυξανόμενη ανησυχία.196
Αρχιτεκτονική και διακόσμηση. Η αρχιτεκτονική έχει περιγραφεί από τη Σελίνα Μπάλανς και η διακόσμηση από τον Τάλμποτ Ράις, στις περιγραφές του οποίου πρέπει να προσθέσουμε μερικές περαιτέρω παρατηρήσεις.
Η κύρια εκκλησία, που στεκόταν ελεύθερη στη μέση της αυλής, προσεγγιζόταν μέσω σχετικά μεγάλου, τετράγωνου και τυπικά αρμενικού ζαματούν, τώρα κατεστραμμένου αλλά προφανώς προσθήκης, μπροστά από το οποίο βρισκόταν η «Κρήνη Γάλακτος».197 Η εκκλησία αποτελείται από απλή βασιλική, κάποτε καμαροσκέπαστη (στη συνέχεια χωρίς στέγη και στεγασμένη ξανά το 1961, για να χρησιμοποιηθεί ως αποθήκη ζωοτροφών), με μια αψίδα. Είναι εξ ολοκλήρου ζωγραφισμένη. Η Σελίνα Μπάλανς σημείωνε ότι η αψίδα ήταν παλαιότερη από τον βόρειο τοίχο, ο οποίος ήταν προφανώς προγενέστερος από τον νότιο τοίχο, ο οποίος με τη σειρά του ήταν προγενέστερος από τα θεμέλια του ζαματούν.
Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό είναι η αψίδα, η οποία είναι πενταγωνική εξωτερικά και ημικυκλική στο εσωτερικό, σύμφωνα με το στυλ σχεδόν όλων των μεσαιωνικών ελληνικών εκκλησιών της Τραπεζούντας και σαφώς όχι αρμενικού χαρακτήρα. Όπως και εκείνη του Αγίου Ακίνδυνου (αριθ. 57) στέκεται λίγο ψηλότερα από τον μεταγενέστερο ναό. Είναι κατασκευασμένο από πολύ καλοκομμένα κομμάτια με εναλλασσόμενα πλάτη και ύψη, σε περίπλοκη και ελεγχόμενη εξέλιξη. Είναι επενδεδυμένη με δύο ζώνες πέτρας Οιναίου, ενώ κάθε όψη του εξωτερικού διακοσμείται περαιτέρω με κομμάτι από την ίδια πέτρα ψηλότερα (φωτ. 157α). Η ποιότητα και η κλίμακα αυτής της εργασίας είναι ξεχωριστή και ασυμβίβαστη με όλα τα άλλα κτίρια του χώρου. Πλησιάζει ίσως περισσότερο εκείνη της κύριας αψίδας της Αγίας Σοφίας (αριθ. 112), με την οποία μοιράζεται ψηλό υπέρθυρο στην ανατολική όψη και το ίδιο εξωτερικό πλάτος, περίπου 6,80 μ. Ένας αριθμός από χατσκάρ (πέτρινες πλάκες διακοσμημένες με περίτεχνους αρμενικούς ανάγλυφους σταυρούς) επαναχρησιμοποιούνται στο κύριο σώμα της σημερινής εκκλησίας. Τα χατσκάρ είναι πολύ δύσκολο να χρονολογηθούν και συνήθως ενσωματώνονται υπό όλες τις γωνίες σε αρμενικά μοναστηριακά κτίρια, αλλά είναι πιθανό να προέρχονταν από παλαιότερη εκκλησία, της οποίας μέρος αποτελούσε η σωζόμενη αψίδα (σχήματα 45, 46, φωτ. 159α,β).198 Πιο σημαντικό είναι ότι το εσωτερικό της αψίδας περιέχει δύο, ή πιθανώς τρία, στρώματα ζωγραφισμένου σοβά, ενώ ο ναός έχει μόνο ένα. Σε προγενέστερο στρώμα στη νότια πλευρά, ο Ουίνφιλντ σημείωσε μια πολύ κατεστραμμένη σκηνή της Κοίμησης στον κάτω πίνακα, ο οποίος συνήθως καταλαμβάνεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Το μικροσκοπικό παρεκκλήσι στη νοτιοανατολική γωνία, χρονολογημένο το 1421, είχε επίσης πίνακες, τους οποίους καθάρισε και κατέγραψε ο Τάλμποτ Ράις. Τώρα έχουν εξαφανιστεί.
Χρονολογίες. Ο Τάλμποτ Ράις δέχτηκε χρονολογία του 1622 για το νοτιοανατολικό παρεκκλήσι και πρότεινε χρονολογία του 18ου ή του 19ου αιώνα για τη ζωγραφική της κύριας εκκλησίας. Η Σελίνα Μπάλανς επεσήμανε ότι το μοναδικό στρώμα των πινάκων στην κύρια εκκλησία πρέπει να είναι νωρίτερα από το 1609, όταν ο Μπορντιέ είδε το κτίριο και έγραψε ότι «[η εκκλησία] είναι μεσαίου μεγέθους, διακοσμημένη σε όλες τις πλευρές με ζωγραφικές και μορφές των μυστηρίων του Πάθους και της ζωής των Αποστόλων και αγίων προσώπων της αρχαιότητας».199 Όπως τόνισε ο Μπορντιέ, οι Αρμένιοι παραπονούνταν ότι δεν μπορούσαν να επισκευάσουν ή να εξωραΐσουν οτιδήποτε υπό τους Τούρκους, και πράγματι δεν υπάρχει τοιχογραφία στον Πόντο χρονολογημένη τον 16ο ή τον 17ο αιώνα. Επομένως το πιθανότερο είναι ότι, αν έβλεπαν τους πίνακες πριν από το 1609, τότε βρίσκονταν εκεί πριν από το 1461. Η χρονολόγηση των διαφόρων κτιρίων στη Μονή Καϊμακλί από τη Σελίνα Μπάλανς εξαρτιόταν από τη χρονολογία του 1622 για το μικρό παρεκκλήσι (η οποία είναι λανθασμένη), αλλά η σχετική σειρά της χρονολόγησής της είναι διδακτική: σε δεύτερη περίοδο (μετά την αψίδα του κυρίως ναού) αυτή τοποθετούσε το μικρό παρεκκλήσι (του 1421), το καμπαναριό του κυρίως ναού και τον βόρειο τοίχο του κυρίως ναού (με τον νότιο τοίχο λίγο αργότερα). Αν όλα αυτά είναι της ίδιας περιόδου, πρέπει να τοποθετηθούν γύρω στο 1421. Ως εκ τούτου, η εκκλησία, την οποία ίδρυσε ο Χότζας Στέπανος Σεμσεντλή το 1424, θα ήταν όλη εκτός από την αψίδα και το ζαματούν του κυρίως ναού. Το τρίτο κτίριο της δεκαετίας του 1420 θα ήταν το καμπαναριό. Ο Μπορντιέ έγραφε: «Στα δεξιά, βγαίνοντας από την εκκλησία, υπάρχει ο τετράγωνος πύργος που ήταν το καμπαναριό, φτιαγμένο από πολύ όμορφες και μεγάλες πέτρες, ο οποίος πύργος ή καμπαναριό έχει γκρεμιστεί περισσότερο από το μισό. Ανεβήκαμε στην κορυφή, για να δούμε την πολύ όμορφη θέα αυτού του τόπου».200 Ο πύργος ήταν μισογκρεμισμένος το 1893 (φωτ. 154) και σήμερα είναι πολύ περισσότερο. Περιλάμβανε παρεκκλήσι στο ισόγειο και τον πρώτο όροφο και πολύ φαρδιά παράθυρα στον δεύτερο. Ο Τάλμποτ Ράις τον θεωρούσε πολύ κοντά σε σχέδιο και χρονολογία με εκείνον της Αγίας Σοφίας (αριθ. 112), που χτίστηκε το 1427. Αυτό μας φέρνει πίσω στην χρονολόγηση του Μπιτζισκιάν στο 1424 για την κύρια εκκλησία και τη χρονολόγησή μας στο 1421 για την μικρό παρεκκλήσι, και στην κοινή χρονολόγηση της Σελίνα Μπάλανς και για τα τρία (εξαιρουμένης της προγενέστερης αψίδας, του μεταγενέστερου ζαματούν και ίσως του νότιου τοίχου της κύριας εκκλησίας).
Η πενταγωνική αψίδα της κύριας εκκλησίας την τοποθετεί άμεσα στην παράδοση των ελληνικών εκκλησιών του 13ου και 14ου αιώνα της Τραπεζούντας. Έρχεται σε εντυπωσιακή αντίθεση με την πιο κανονική αρμενική εγγεγραμμένη αψίδα του μικρού παρεκκλησίου του 1421. Το 1609 ο Μπορντιέ πρότεινε το ενδιαφέρον επιχείρημα ότι η εκκλησία ήταν αρχικά ρωμαιοκαθολική, με το σκεπτικό ότι οι ρυθμίσεις του βήματος ήσαν τόσο μεγάλες. Το πιο πιθανό, τόσο ιστορικά όσο και αρχιτεκτονικά, είναι ότι αρχικά ήταν ελληνική εκκλησία στο όρος Μίθριον, που παραδόθηκε στους Αρμένιους στις αρχές του 15ου αιώνα και ιδρύθηκε ως μοναστήρι, με κύρια εκκλησία που ξαναχτίστηκε από τον Χότζα Στέπανος Σεμσεντλή τη δεκαετία του 1420.201 (Στοιχεία εισροής Αρμενίων εκείνη την περίοδο θα προστεθούν πιο κάτω.)
Απομένουν τα στοιχεία των πινάκων. Οι κατεστραμμένες τώρα αγιογραφίες του μικρού παρεκκλησίου του 1421 φαίνεται ότι ήσαν παλαιότερες από τις πιο έντονες του ναού και του ζαματούν της κύριας εκκλησίας του 1424. Ακόμη παλαιότερα θα ήσαν τα κατώτερα στρώματα της ζωγραφικής στην αψίδα (φωτ. 157β). Ως προς τον κύριο κύκλο, μπορούν να γίνουν δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, οι πίνακες δεν δωρήθηκαν μαζί με την εκκλησία από τον Χότζα Στέπανος Σεμσεντλή. Στον νότιο τοίχο σημειώθηκε από τον Τάλμποτ Ράις μια επιγραφή με «δυσανάγνωστη» χρονολογία. Καταγράφει ότι δωρήθηκαν από κάποιον Ιακώβ.202 Δεύτερον, φτιάχτηκαν μετά την προσθήκη του ζαματούν, γιατί η κατεστραμμένη πια ζωγραφική του εξωτερικού δυτικού τοίχου του ναού σταματάει σε εκείνο που ήταν το επίπεδο της στέγης του ζαματούν. Αν η υπόθεσή μας ότι, αν οι πίνακες υπήρχαν το 1609, τότε μπορεί κάλλιστα να είχαν φτιαχτεί πριν από το 1461, είναι σωστή, η προσθήκη του ζαματούν και των πινάκων θα τοποθετούνταν στην περίοδο 1424-61. Το στυλ, ειλικρινά, δεν υποστηρίζει μια χρονολογία τόσο νωρίς. Αλλά οι πίνακες, οι οποίοι εκτίθενται ακόμη και σε σχετικά καλή κατάσταση, απαιτούν περαιτέρω έλεγχο. Επιπλέον, πρέπει να γίνει προσπάθεια να καταγραφεί η χρονολογία της επιγραφής του δωρητή Ιακώβ και επίσης να προσδιοριστεί η φύση των προγενέστερων στρωμάτων των πινάκων στην αψίδα. Δίνουμε δύο δείγματα των πινάκων, φωτογραφημένων το 1893 και 1959 αντίστοιχα, στις φωτ. 158α,β. Μπορούν να μελετηθούν μόνο στις αρχές της άνοιξης, όταν το κτίριο είναι άδειο από ζωοτροφές για το αγρόκτημα, που είναι τώρα το Καϊμακλί.
Ιστορία. Τον χειμώνα του 1022-1023 ο Αρμένιος Καθολικός Άγιος Πέτρος Α' Γκετατάρτς (1019-58) κατέληξε σε συμφωνία με τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β’, που ξεχειμώνιαζε στην Τραπεζούντα. Ο Άγιος Πέτρος και οι ηγεμόνες του Αρτσρούνι εκτοπίζονταν στη Σεβάστεια (Σίβας) ως μέρος της προσάρτησης του Βασπουράκαν από τον Βασίλειο και επέστρεψαν στο Βαν μόνο για να ταφούν στο Βαραγκάβανκ. Η αρχαιότερη πηγή για τη συνάντηση μεταξύ Καθολικού και αυτοκράτορα φαίνεται ότι είναι ο Αριστάκης του Λαστιβέρτ (Aristakes Lastivertsi, πεθ. 1071), ο οποίος περιγράφει πώς ο Βασίλειος κάλεσε τον Πέτρο να λάβει μέρος στις τελετές των Θεοφανείων στο Χαχτίκ (δηλαδή Χαλδία) και ο Καθολικός δημιούργησε αίσθηση προκαλώντας μεγάλο φως στο νερό, όταν έριχνε το αγιασμένο λάδι πάνω του. Το Χαχτίκ βρίσκεται στο Μπουγιούκ και στο Κιουτσούκ Καγντάριτς (Χαχτογιάριτς) μεταξύ του σύγχρονου Άσκαλε και των Χαλδικών Πυλών (κλεισούραι Χαχτογιάριτς) στο πέρασμα του Κοπ Νταγ. Επομένως το εν λόγω νερό μπορεί να είναι ο κοντινός Καρασού. Όμως μια άλλη και ίσως μεταγενέστερη παράδοση μεταφέρει τη σκηνή στην περιοχή της Τραπεζούντας, όπου ο Κυριάκος του Γάντζακ, ο Μχιτάρ του Αϊριβάνκ, ο Αρακέλ της Ταμπρίζ και ο κοντόσταυλος Σμπάτ συμφωνούν ότι ο Άγιος Πέτρος συγκράτησε θαυματουργά τα νερά ενός ποταμού με λείψανο του Τιμίου Σταυρού, γεγονός που εξακολουθεί να τιμάται στο Αρμενικό Συναξάρι στις 6 Ιανουαρίου. Η αρχική εκδοχή της ιστορίας δεν αναφέρει κανένα ποτάμι και κανένας δεν αναφέρει παραχώρηση από τον Βασίλειο στον Πέτρο ή σε μοναστήρι. Επομένως η ταύτιση του ποταμού από τον Μπροσέ πρώτα με τον Άκαμψι (Τσορούχ) και μετά με τον Φορτούνα Ντερέ, καθώς και του Σλουμπέργκερ με τον Άκαμψι και του Ουίνφιλντ με τον Πυξίτη, είναι μάλλον περιττές. Το πιο σημαντικό είναι ότι το κέντημα του Μπιτζισκιάν στην ιστορία, ότι ο Καθολικός έμενε στο μοναστήρι Καϊμακλί και ότι ο Βασίλειος έδωσε σε αυτό όλη τη γη μέχρι τη θάλασσα στον Άγιο Φίλιππο στη Δαφνούντα, είναι εντελώς αδικαιολόγητο, αν και αργότερα το μοναστήρι κατείχε μεγάλο βοσκότοπο στο όρος Μίθριον.203
Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί η ίδρυση του 11ου αιώνα για τη Μονή Καϊμακλί. Μάλιστα τίποτε δεν μπορεί να τεκμηριωθεί πριν από τις δραστηριότητες του μεγάλου τοπικού προστάτη Χότζα Στέπανος Σεμσεντλί το 1421-24, ενώ ακόμη και ο Μπιτζισκιάν τον θεωρούσε ως τον πραγματικό ιδρυτή του μοναστηριού. Υπάρχουν στοιχεία για αυτό που φαίνεται να ήταν πρόβλημα Αρμενίων προσφύγων στην Τραπεζούντα εκείνη την εποχή. Η Ανί είχε τελικά εγκαταλειφθεί και το 1400 ο Τιμούρ λεηλάτησε την ουσιαστικά αρμενική πόλη Σεβάστεια. Οι πρόσφυγες δεν μπόρεσαν προσωρινά να φτάσουν στη θάλασσα στην Αμινσό (Σαμσούν) και φαίνεται ότι ξεχύθηκαν στην Τραπεζούντα. Το 1404 ο Κλαβίχο εντυπωσιάστηκε από τον αριθμό τους εκεί και παρατηρούσε: «Δεν τους συμπαθούν πολύ σε αυτά τα μέρη». Έτσι κι αλλιώς ήσαν αιρετικοί, λατινόφρονες και πιθανώς άποροι. Μερικοί πήγαν στην Κριμαία και στις 11 Φεβρουαρίου 1414 ένας Αρμένιος της Τραπεζούντας υπέβαλε αίτηση στη Σύγκλητο της Βενετίας εκ μέρους ογδόντα αρμενικών οικογενειών της Σεβάστειας και αλλού, να τους επιτραπεί να μεταναστεύσουν από την Τραπεζούντα στην Κρήτη. Μια πανικόβλητη Αρμένια γυναίκα παραλίγο να κάψει την περιτειχισμένη πόλη, όταν την πολιορκούσε ο σεΐχης Τζουνέιντ τη δεκαετία του 1450.204 Αυτά τα στοιχεία ταιριάζουν με εκείνο που φαίνεται ότι ήταν σημαντική διεύρυνση των αρμενικών εκκλησιών στην πόλη για να αντιμετωπίσουν την εισροή το 1414, 1429 και 1431, και με την οικοδόμηση του μοναστηριού του Καϊμακλί το 1421-24. Πιθανώς μόνο η εξέταση του κατώτερου στρώματος αγιογραφιών στην αψίδα του κυρίως ναού, που ο Χότζα Μπαγντάσαρ ξανάχτισε για τον Χότζα Στέπανος Σεμσεντλί το 1424, μπορεί να καθορίσει αν ο Στέπανος επανίδρυσε υπάρχον ίδρυμα ή αν του παραχωρήθηκε πρώην ελληνική εκκλησία από τον Αλέξιο Δ', ο οποίος αναφέρεται με σεβασμό σε δύο αρμενικές επιγραφές της Τραπεζούντας. Το μοναστήρι άκμασε στη συνέχεια. Ο Μουράτ Γ’ (1574-95) (του οποίου τον θρόνο έδειχναν ακόμη στην ακρόπολη το 1826) υποτίθεται ότι φιλοξενήθηκε από το μοναστήρι με γεύμα που αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από γαλακτοκομικά προϊόντα. Επιβεβαίωσε τα εδάφη του και το μέρος, που μέχρι τότε ονομαζόταν Γεσίλ Μανάστιρ (Πράσινο μοναστήρι), υποτίθεται ότι πήρε το όνομα Καϊμακλί («Πηγμένη κρέμα»). Το μοναστήρι Καϊμακλί παρέμεινε το κέντρο της θρησκευτικής ζωής των Αρμενίων στην Τραπεζούντα μέχρι το 1915, όταν η τελική του λειτουργία ήταν αυτή του στρατοπέδου διέλευσης Αρμενίων που επρόκειτο να απελαθούν στη Συρία.205
49. Μαγκλαβίτα (φωτ. 160α-δ).
Θέση. Το χωριό Μαγκλαβίτα (τώρα Μαβλαβίτα) βρίσκεται επί του Καλάρμα Ντερέ, που πηγάζει από την περίφημη πηγή της Κιθάραινας (τώρα Κισάρνα, αριθ. 13) και χύνεται στη θάλασσα περίπου 2 χλμ. δυτικά της Αγίας Σοφίας (αριθ. 112). Το χωριό βρίσκεται σε φαράγγι περίπου 1 χλμ. στην ενδοχώρα και οι σπηλιές και το παρεκκλήσι της μονής Μαγκλαβίτα βρίσκονται πάνω (και εν μέρει μέσα) στον δυτικό γκρεμό, περίπου 50 μέτρα πάνω από το χωριό και περίπου 100 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Αρχιτεκτονική. Τα ερείπια μικρού άνω παρεκκλησιού βρίσκονται λίγα μέτρα από την άκρη του γκρεμού. Βλέπε σχήμα 47 και φωτ. 160α. Μόνο μικρά τμήματα του βόρειου τοίχου στο ανατολικό άκρο και η αψίδα διακρίνονται τώρα. Η τοιχοποιία είναι από μικρά λαξευμένα κομμάτια, τοποθετημένα σε κανονικές στρώσεις με κονίαμα από ασβέστη, άμμο και βότσαλα. Οι πέτρες είναι καλά στρωμένες με κονίαμα και υπάρχουν λίγα κενά. Οι τοίχοι είχαν πλάτος περίπου 0,75 μ. Η κάτοψη ήταν σχεδόν σίγουρα του απλού ορθογώνιου τύπου με στρογγυλεμένη αψίδα. Οι εσωτερικές διαστάσεις ήσαν περίπου 3,5×7 μ. Στην εσωτερική όψη της βόρειας πλευράς του τοίχου της αψίδας σώζεται θραύσμα σοβά τοίχου, αλλά δεν υπάρχει ίχνος ζωγραφικής πάνω του. Ένα θραύσμα τούβλου χτισμένο στον τοίχο και πολλά κεραμίδια με ραβδώσεις που βρίσκονται στο χωράφι γύρω από το παρεκκλήσι καταγράφονται στο Παράρτημα. Οι μετρήσεις τους αντιστοιχούν σε εκείνες των μεσαιωνικών τούβλων και κεραμιδιών αλλού.
Σειρά από λαξευμένα στον βράχο σκαλοπάτια (φωτ. 160γ) οδηγεί από την άκρη του γκρεμού νότια του μικρού άνω παρεκκλησίου σε επίπεδη προεξοχή πιο κάτω (σχήματα 47, 49). Η προεξοχή, τώρα μικρός κήπος, έχει περίπου 5 μέτρα πλάτος κάτω από την κορυφή του γκρεμού. Στη δυτική πλευρά του γκρεμού υπάρχουν δύο σπήλαια, το ένα από τα οποία έχει μετατραπεί σε παρεκκλήσι (σχήματα 48, 49, φωτ. 160δ).
Το λαξευμένο σε βράχο παρεκκλήσι έχει αψίδα προσανατολισμένη στις 75°. Η είσοδος ήταν στη νότια πλευρά, αλλά έχει καταστραφεί τόσο μεγάλο μέρος αυτού του τοίχου, που η αρχική του μορφή δεν μπορεί να αναπαρασταθεί. Σημάδια από εργαλεία στην όψη του βράχου υποδηλώνουν ότι υπήρχε περαιτέρω σπηλιά, που θα εκτεινόταν στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής της προεξοχής που τώρα καταλαμβάνεται από τον κήπο. Το μισό ενός κομματιού σε σχήμα χωνιού, για φωτισμό ή για απελευθέρωση καπνού, έχει εκτεθεί σε εκείνο που είναι τώρα η όψη του βράχου, αλλά που θα ήταν η οροφή του κατεστραμμένου εξωτερικού σπηλαίου. Μια στρογγυλή τοξωτή κόγχη κομμένη στον βράχο στα δυτικά του παρεκκλησίου φέρει ίχνη σοβά, που δείχνουν είτε ότι εξωτερικά ήταν ζωγραφισμένη ή ότι το εξωτερικό σπήλαιο περιείχε τοιχογραφίες.
Η οροφή του σπηλαίου-παρεκκλησίου είναι διασταύρωση ανάμεσα σε ημικυλινδρικό και δομικό θόλο. Ένας μικροσκοπικός τρούλος έχει διαμορφωθεί κάπως στα ανατολικά του κέντρου. Κόγχες είναι κομμένες στη βόρεια και τη νότια πλευρά της αψίδας και η οροφή της είναι χονδρικά διαμορφωμένη σε ημιθόλο. Υπάρχουν αυλακώσεις στα τοιχώματα, που θα φιλοξενούσαν ξύλινο τέμπλο που θα χώριζε την αψίδα από τον ναό. Λίγο φως της ημέρας μπαίνει μέσα από στρογγυλή τρύπα στην αψίδα, που διαπερνά σχεδόν 1 μέτρο βράχου έκκεντρα προς νότο. Ένα σκαλοπάτι οδηγεί στην αψίδα. Ο δυτικός και ο βόρειος τοίχος του σώματος του παρεκκλησίου έχουν λαξευτεί σε τυφλά τόξα. Το τόξο στον βόρειο τοίχο είναι το βαθύτερο και είναι πιθανό να είχε κουφωθεί τάφος στα πόδια του. Θα χρειαζόταν ανασκαφή για την επαλήθευση του σημείου.
Υπάρχει δεύτερο σπήλαιο περίπου 3 μ. βορειοανατολικά του παρεκκλησίου του σπηλαίου (βλ. σχήμα 47). Είναι περίπου ορθογώνιο σε κάτοψη, με επίπεδη οροφή. Ο εσωτερικός ή νοτιοδυτικός τοίχος είναι κομμένος σε σχήμα τυφλού τόξου βάθους περίπου 0,60 μ. και το δάπεδο της εσοχής βρίσκεται περίπου 0,20 μ. πάνω από το σημερινό επίπεδο του δαπέδου του σπηλαίου. Η πλατφόρμα που προκύπτει μπορεί ίσως να είναι θέση για κρεβάτι. Ο εξωτερικός τοίχος του σπηλαίου έχει καταστραφεί. Κοντά σε αυτό το σπήλαιο υπάρχουν πολλά σημάδια ότι ο βράχος έχει σκαφτεί σε αυλάκια, που οδηγούσαν σε λαξευμένη σε βράχο δεξαμενή.
Διακόσμηση του σπηλαίου-παρεκκλησίου. Οι τοιχογραφίες είναι πολύ κατεστραμμένες. Χρειάστηκαν πολλές επισκέψεις στο πέρασμα των χρόνων και αρκετές ολόκληρες ημέρες παρατήρησης για την ανάπλαση της εικονογραφίας και την καταγραφή της σε σχέδια υπό κλίμακα (σχήματα 50-59).
Το αρχαιότερο στρώμα σοβά στην αψίδα καλύπτει τον ημι-τρούλο (σχήμα 49). Αυτό κανονικά θα είχε σοβατιστεί πριν από τον τοίχο από κάτω, αλλά σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν περαιτέρω στοιχεία για παλαιότερη χρονολογία. Το ζωγραφισμένο κόκκινο περίγραμμα γύρω από τη βάση του ημιθόλου έχει επιγραφή, αλλά όταν επιχρίστηκε ο τοίχος της αψίδας, το παλαιότερο κόκκινο περίγραμμα καλύφθηκε από τον νέο σοβά και ζωγραφίστηκε νέο κόκκινο περίγραμμα. Ο ημιθόλος είναι διακοσμημένος με καθιστό Χριστό Παντοκράτορα και δύο μορφές με φωτοστέφανα. Δεν έχουν απομείνει λεπτομέρειες, εκτός από εκείνες που καταγράφονται στο σχέδιο του σχήματος 50 και δεν μπορεί να επιχειρηθεί περιγραφή των χρωμάτων, αφού η ζωγραφική είναι μαύρη από την αιθάλη της φωτιάς που άναβαν στο σπήλαιο. Ο Χριστός προσδιορίζεται από τα γράμματα [IC] XC και από το επίθετο [ΠΑΝΤΟ] (λείπει, αριστερά) και KPATP (στα δεξιά). Η μορφή στην άκρη αριστερά (όχι αρχάγγελος) προσδιορίζεται παρ’ όλα αυτά ως αυτό που φαίνεται να είναι Ραφαήλ (με δύο Φ), ενώ ο αρχάγγελος δεξιά προσδιορίζεται ως Γαβριήλ σε αυτό που φαίνεται να είναι δύο ή ακόμη και τρεις προσπάθειες να συλλαβιστεί το όνομα, υποδεικνύοντας ότι η αρχική ζωγραφική βελτιώθηκε μία ή και δύο φορές. Τα έντονα γράμματα για τον Παντοκράτορα υποδηλώνουν πρώιμη χρονολογία στη μετα-εικονομαχική περίοδο. Η σύνθεση είναι ασυνήθιστη. Ένας πρώιμος αντίστοιχό της είναι το ψηφιδωτό της αψίδας στο Σαν Βιτάλε της Ραβέννας, όπου η μία από τις δύο μορφές με φωτοστέφανο είναι δωρητής.206 Ο Παντοκράτωρ αναπαρίσταται συχνότερα στο ημιθόλιο της αψίδας στη Δύση παρά στις βυζαντινές εκκλησίες, μόνο και μόνο επειδή οι εκκλησίες με τρούλο είναι συχνότερες στην Ανατολή, αλλά υπάρχουν παραδείγματα στο Εσκί Γκουμούς και το Ντιρεκλί Κιλίσε στην Καππαδοκία και στην Αγία Μαύρα, κοντά στην Κερύνεια, στην Κύπρο. Δωρητές συσχετίζονται συχνά με τον Παντοκράτορα ή τη Μητέρα του Θεού στο ψηφιδωτό της αψίδας εκκλησιών στη Ρώμη, αλλά αν οι εξωτερικές μορφές με φωτοστέφανα στον πίνακα της Μαγκλαβίτα είναι δωρητές, το μόνο κοντινό αντίστοιχο με τη σκηνή φαίνεται να είναι ο Σαν Βιτάλε.
Δίπλα στη νότια κόγχη της αψίδας υπάρχει θραύσμα σοβά που φέρει σταυρό (σχήμα 51). Ο σταυρός φαίνεται ότι είχε φυλλωτή διακόσμηση και ίσως χρονολογείται από την ίδια περίοδο με τον Παντοκράτορα ή παλαιότερη. Ένας δεύτερος σταυρός στη νότια όψη του τόξου εισόδου ίσως είναι σύγχρονος με τον φυλλωτό. Αυτός ο τύπος μη-εικονικής διακόσμησης είναι αρκετά συνηθισμένος στην Καππαδοκία. Στον Πόντο οι σταυροί σχηματίζουν την παλαιότερη διακόσμηση του σπηλαίου-παρεκκλησίου του Αϊναλί Μάγαρα, κοντά στην Αμάσεια, και φαίνονται στα πρώτα στρώματα σοβά στο Νακίπ Τζαμί στην Τραπεζούντα (σχήμα 53), σε ένα παρεκκλήσι στο Μπιμπάτ (σελ. 269 πιο κάτω) και στο Σαρμασικλί (σελ. 272 πιο κάτω).
Σύγχρονο πιθανότατα με τη ζωγραφική του ημιθόλου ήταν και το σοβάτισμα ενός μόνο πλαισίου στον βόρειο τοίχο, όπου ζωγραφίστηκε σε μήκος προτομής μορφή γυναίκας αγίας (σχήμα 52). Ίσως αναπαριστούσε τη Μητέρα του Θεού, αλλά δεν έχουν απομένει αρκετά για να γίνει σίγουρη η ταύτιση. Στην επάνω δεξιά γωνία αναπαρίσταται το Χέρι του Θεού να εμφανίζεται από ένα τμήμα του Κύκλου του Ουρανού. Ο χρωματισμός της σάρκας προκύπτει από κίτρινο υπόστρωμα με κόκκινα περιγράμματα και γραμμές χαρακτηριστικών. Το χρώμα του φόντου ήταν πράσινο.
Αυτή η πρώτη περίοδος εικονικής διακόσμησης κάλυπτε μέρος μόνο του σπηλαίου. Τη δεύτερη περίοδο επιχρίστηκε όλο το εσωτερικό του σπηλαίου και καθιερώθηκε το διακοσμητικό πρόγραμμα του παρεκκλησίου. Στον τοίχο της αψίδας (σχήμα 53) στέκονταν μετωπικά επτά Πατέρες της Εκκλησίας. Στο κέντρο, κάτω από το άνοιγμα του παραθύρου, ήταν ζωγραφισμένος μικρός ορθογώνιος πίνακας με το κεφάλι και τους ώμους του Χριστού Παιδιού. Θα φανεί ότι η νότια κόγχη διακόπτει την τελευταία μορφή στη νότια πλευρά. Είναι πιθανό να κόπηκαν και οι δύο κόγχες στην αψίδα σε μεταγενέστερη περίοδο. Χωρίς αυτές, θα υπήρχε χώρος για οκτώ, ή πιθανώς εννέα, Πατέρες. Δεν σώζονται επιγραφές ή λεπτομέρειες, εκτός από το σχέδιο των επιτραχηλίων των δύο βορειότερων μορφών (σχήμα 54), από τις οποίες η πιο βόρεια είχε κόκκινα μαλλιά με στυλιζαρισμένες μπούκλες, που διαγράφονται τακτοποιημένα με γκρίζες γραμμές. Τα άμφια των Πατέρων είναι λευκά με κίτρινες και πράσινες γραμμές πτυχώσεων και κόκκινα περιγράμματα. Ξαναζωγραφίστηκαν τουλάχιστον μία φορά, γιατί ο Πατέρας αμέσως στα αριστερά του Χριστού δείχνει δύο δεξιά χέρια. Η ζωγραφική στον τοίχο της αψίδας φέρει ίχνη ασβεστοκονιάματος σε πολλά σημεία και θα φαινόταν ότι κάποτε είχαν καλυφθεί εντελώς, πιθανότατα όταν φράχτηκε το παράθυρο της μικρής αψίδας.
Γύρω από το τόξο που ανοίγει στην αψίδα υπήρχε επιγραφή, από την οποία σώζονται μόνο λίγα γράμματα. Στη νότια πλευρά υπάρχει σταυρός (σχήμα 55). Είναι πιθανό ότι η επιγραφή μνημόνευε δωρητή. Το σωζόμενο ΚΡΟΠΑΛ(ΑΤΙ) θα μπορούσε να είναι είτε προσωπικό όνομα είτε ο τίτλος κουροπαλάτης. Στα βόρεια της αψίδας της εισόδου υπάρχει η όρθια μορφή του Αρχαγγέλου Γαβριήλ με μέρος του κειμένου του Ευαγγελισμού. Έτσι είναι πιθανό ότι ο σταυρός στη νότια πλευρά σοβατίστηκε και ξαναζωγραφίστηκε με μορφή της Μητέρας του Θεού. Κάτω από τον Αρχάγγελο υπάρχει τμήμα του βάθρου υπάρχει διακοσμητική ζώνη με κυματιστές διαγώνιες γραμμές, σχέδιο όχι ασυνήθιστο σε κυπριακές εκκλησίες του 12ου και 14ου αιώνα (βλ. σελ. 236 πιο κάτω).
Στον βόρειο τοίχο, ένα δεύτερο σοβάτισμα κάλυψε παλαιότερο ενιαίο κεντρικό πλαίσιο κάτω από τοξωτή εσοχή (σχήμα 52). Σε αυτό το δεύτερο στρώμα ζωγραφίστηκαν τρεις πίνακες, από τους οποίους ο κεντρικός έχει σχεδόν πέσει εντελώς. Το δεξί πλαίσιο περιέχει ολόκληρη μορφή που κρατά βιβλίο στο αριστερό της χέρι. Το αριστερό πλαίσιο περιέχει δύο μισού μήκους μορφές με φωτοστέφανα, όπου η μεγαλύτερη αναπαριστά άνδρα με γκρίζα μαλλιά και γένια και η μικρότερη γυναίκα με κουκούλα. Kαι οι δύο φορούν σκούρα κόκκινα ρούχα. Mικρό θραύσμα του αρχικού πίνακα σώζεται στο ένα χέρι της γυναίκας. Δείχνει κίτρινο και πράσινο χρωματισμό, κόκκινα περιγράμματα και λευκές ανταύγειες. Ήταν όμως αδύνατο να προσδιοριστεί αν το κίτρινο ή το πράσινο χρησιμοποιήθηκε ως χρώμα βάσης για τη σάρκα. Το φόντο είναι πράσινα, αργότερα επιζωγραφισμένο με μπλε. Στον τοίχο κάτω από τη βόρεια καμάρα υπάρχουν θραύσματα και τρίτου σοβά, που κάλυπτε και τα τρία πλαίσια. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από γκρι μαύρο επάνω φόντο και πράσινο κάτω φόντο. Ορισμένα θραύσματά του σώζονται στην επάνω δεξιά γωνία του κεντρικού πίνακα. Σε αυτό το ανώτερο στρώμα υπάρχει μέρος επιγραφής, με γράμματα χρονολογίας που δίνουν για το τελευταίο στρώμα σοβά τελευταία χρονολογία στις δύο πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα.
Το κάτω μέρος του τοίχου του βόρειου τόξου δεν δείχνει καθόλου ίχνος σοβατίσματος. Αυτό στηρίζει την πρότασή μας ότι το τόξο σχημάτιζε εσοχή (αρκοσόλιον) που περιείχε υπερυψωμένη σαρκοφάγο με ζωγραφική στον τοίχο πάνω από το καπάκι της. Ένα ζιγκ-ζαγκ σχέδιο έτρεχε γύρω από το τόξο. Στη βορειοδυτική γωνία υπάρχει ολόσωμη όρθια μορφή ντυμένη με στολισμένο με κοσμήματα ένδυμα και πράσινες μπότες. Το επάνω φόντο είναι πράσινο με γκρι-μαύρη επικάλυψη. Το κάτω φόντο είναι κίτρινο.
Στον δυτικό τοίχο απεικονίζεται η Κοίμηση (σχήμα 56). Είναι απλού τύπου χωρίς αρχιτεκτονικό υπόβαθρο. Περιλαμβάνει δύο αγγέλους και δεκαπέντε πενθούντες. Η μόνη λεπτομερής ανάπτυξη εμφανίζεται στη σκηνή, σε πρώτο πλάνο, του Εβραίου Ιεφονία και του Αγγέλου, που μπορεί, όμως, να ανήκει σε ένα από τα μεταγενέστερα στάδια της επαναζωγράφισης. Και σε αυτόν τον τοίχο υπάρχουν θραύσματα τριών στρωμάτων σοβά. Ο πίνακας στο πρώτο στρώμα χαρακτηρίζεται από πράσινο επάνω φόντο, και στο τελευταίο από γκριζόμαυρο επάνω φόντο. Στο αρχικό στάδιο η σάρκα ζωγραφιζόταν απλά, με κίτρινο χρώμα και κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών. Στην τελευταία περίοδο τη σάρκα αναπαριστούσαν μέσω πράσινου υποστρώματος και περισσότερων από ένα χρωμάτων σάρκας σε κίτρινους και κρεμ τόνους, κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών και λευκές ανταύγειες. Τα σχέδια στο δυτικό τόξο είναι πολύ ακατέργαστα, αλλά η διαγώνια κυματιστή γραμμή και ο κυματιστός κορμός με φύλλωμα είναι και τα δύο γνωστά είδη.
Η οροφή του παρεκκλησίου ήταν διακοσμημένη με σκηνές τεσσάρων εορτών: της Γέννησης, των Εισοδίων στον Ναό, της Σταύρωσης (της μόνης σκηνής σε όλο το παρεκκλήσι που σημειώθηκε πριν από εξήντα χρόνια),207 και της Ανάστασης (σχήμα 57). Οι τέσσερις Ευαγγελιστές παριστάνονται στον μικροσκοπικό τρούλο κοντά στο κέντρο του θόλου. Δύο έχουν επίπεδα θρανία, οι άλλοι δύο κρατούν πινακίδες γραφής (σχήμα 59). Σώζονται μόνο τα γράμματα ΜΑ, που προσδιορίζουν τη μορφή του Μάρκου. Ένας από τους άλλους Ευαγγελιστές έχει κόκκινο φωτοστέφανο.
Οι επιγραφές στις συγκριτικά πλήρεις εορταστικές σκηνές έχουν κάπως δημώδη ορθογραφία (σχήματα 57, 58). Στη Γέννηση δύο από τους Μάγους επιγράφονται Η ΜΑΓΙ και τα γράμματα IC XC υπάρχουν εκατέρωθεν του Παιδιού Χριστού που λούζεται, ενώ η Σαλώμη και η μαία, και οι δύο γονατιστές, δεν ταυτοποιούνται.
Η Υπαπαντή του Χριστού στον Ναό επιγράφεται [H ΥΠΑΠ]ΑΝΤΙ XV. Το συνονθύλευμα των γραμμάτων στα αριστερά του αριστερού σχήματος, που προσδιορίζει την Προφήτισσα Άννα (Λουκάς 2:36), πρέπει να γράφει Η ΑΝΝΑ ΠΡΟΦΗΤΙC. Τα γράμματα στα αριστερά του Ιωσήφ που κουβαλάει τα δυσδιάκριτα τώρα περιστέρια πρέπει να γράφουν I
CHΦ. Η Μητέρα του Θεού αναγνωρίζεται από τα γράμματα ΜΡ ΘΥ και ο Συμεών από την
CIM[E]Ο[N].
Η Σταύρωση φέρει την επιγραφή Η [CT]AVPCIC. Κάτω από τον ήλιο, πάνω από τον αριστερό βραχίονα του σταυρού, σώζονται τρία γράμματα από εκείνο που ίσως ήταν η επιγραφή Ο BACIΛEVC THC ΔOΞHC. Στα αριστερά, η Μητέρα του Θεού αναγνωρίζεται από τα γράμματα ΜΡ ΘΥ. Οι δύο Μαρίες περιγράφονται ως μυροφόρες, ΜΙΡΟΦΩΡΟ[Ι]. Ο Άγιος Ιωάννης, στα δεξιά, αναγράφεται ως
Ι
Θ[E]OΛOΓOC. Στα δεξιά του η επιγραφή AΛHΘΟC Θ[E]O[V] Υ[IOC HN OVTOC], «Αλήθεια, ήταν ο Υιός του Θεού» (Ματθ. 27:54). Ο εκατόνταρχος στα δεξιά, που κρατάει φράγκικη μυτερή ασπίδα, δεν δείχνει τον Χριστό τόσο άμεσα όπως στις περισσότερες άλλες εκδοχές της σκηνής και προσδιορίζεται ως Λογγίνος:
Λ[OΓΓΙNOC Ο EKAT]Ο[NT]APXΟC.208
Η Ανάσταση φέρει την επιγραφή [H] ANACTACIC. Αριστερά και πίσω από τους δίκαιους βασιλείς Δαβίδ, που ονομάζεται ΔΑ[Δ], και Σολομώντα, από το όνομα του οποίου σώζεται μόνο το αρχικό C, υπάρχουν οι φωτοστέφανοι δύο ακόμη προσώπων. Η Εύα και ο Αδάμ δεν επιγράφονται. Ο Χριστός έχει τα γράμματα IC XC και οι Δίκαιοι Προφήτες στα δεξιά επιγράφονται ως ΠΡΟΦΙΤ.
Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις για κάπως μπερδεμένη σκέψη. Η σκηνή της Σταύρωσης έχει διευθετηθεί για να φέρει την επιγραφή «Ιδού η μητέρα σου», η οποία προφανώς παραλείφθηκε. Αλλά το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η αντικατάσταση της σκηνής της Υπαπαντής με τη Βάπτιση. Δεν γνωρίζουμε κανένα άλλο παράδειγμα αυτής της αντικατάστασης στις τοιχογραφίες της Ανατολίας. Ίσως ο καλλιτέχνης ενθαρρύνθηκε να το κάνει αυτό από το γεγονός ότι το πλαίσιο ήταν περισσότερο ορθογώνιο παρά τετράγωνο και ότι μια σκηνή Βάπτισης με τρεις μορφές θα ήταν αδέξια. Όπως είναι, ο χώρος του επέτρεψε να προσθέσει τη μορφή της Προφήτισσας Άννας, η οποία απεικονίζεται σχετικά σπάνια, αν και εμφανίζεται στη Θεοσκέπαστο209 (αριθ. 124).
Τα αρχικά χρώματα φόντου των σκηνών της γιορτής ήσαν πράσινο στο πάνω μέρος και κίτρινο στο κάτω. Τα πρόσωπα και η σάρκα φτιάχτηκαν απλά με κίτρινο χρώμα και κόκκινες γραμμές και περιγράμματα. Σε μεταγενέστερες περίοδο ή περιόδους η οροφή ξαναζωγραφίστηκε, αλλά δεν βρέθηκαν στοιχεία για τυχόν ξανασοβάτισμα, όπως είχε γίνει στους τοίχους.
Η επαναδιακόσμηση έγινε από ικανό ζωγράφο, που έκανε όλα τα πάνω φόντα σε γκρι μαύρο. Για τα πρόσωπα χρησιμοποίησε πράσινο χρώμα υποστρώματος, περισσότερους από έναν τόνους σάρκας, κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών και μαύρο και λευκό για τις τελευταίες πινελιές. Στη Σταύρωση τα φωτοστέφανα του Χριστού και της Θεοτόκου είναι κόκκινα, ενώ τα άλλα είναι κίτρινα. Στην Ανάσταση ο Χριστός έχει κόκκινο φωτοστέφανο με λευκές και πράσινες εγκάρσιες ράβδους, ενώ οι άλλες μορφές έχουν κίτρινα ή πράσινα φωτοστέφανα.
Χρονολογία. Όπως σχεδόν κάθε άλλο μεσαιωνικό μοναστήρι του Πόντου, το Μαγκλαβίτα είναι επικεντρωμένο σε ιερή σπηλιά. Ο προσανατολισμός του παρεκκλησίου-σπηλαίου, που βρίσκεται κάπως ανατολικά, μπορεί να υποδηλώνει ότι όπως ο Άγιος Σάββας (αριθ. 111) και η Θεοσκέπαστος (αριθ. 124) συνδεόταν αρχικά με τη λατρεία του Μίθρα. Υπάρχει τρίτο σπήλαιο στον κάτω ρου του Καλάρμα Ντερέ, σε γκρεμό ακριβώς στα δυτικά των εκβολών του.
Η χριστιανική ιστορία της Μαγκλαβίτα είναι μόνο ελαφρώς λιγότερο ασαφής. Το ότι υπήρξε επέκταση του χώρου υποδεικνύεται από το παρεκκλήσι που προστέθηκε στην κορυφή του γκρεμού, τα κοψίματα στον βράχο και την ποσότητα θραυσμάτων αγγείων και κεραμιδιών που βρίσκονται γύρω από το ίδιο το παρεκκλήσι. Η ικανοποιητική και προσεγμένη τοιχοποιία, με μικρά κομμάτια πέτρας, υποδηλώνει μεσο-βυζαντινή χρονολόγηση αυτής της επέκτασης. Υπήρχαν τουλάχιστον τρία στάδια διακόσμησης στις τοιχογραφίες της εκκλησίας-σπηλαίου και έχουμε χρονολογία τερματισμού των αρχών του 15ου αιώνα για το τελευταίο ξανασοβάτισμα του βόρειου τοίχου. Η πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται από τους σταυρούς, οι οποίοι μπορεί να είναι προγενέστεροι ή σύγχρονοι με τον Παντοκράτορα πάνω από την αψίδα και το κεντρικό πλαίσιο στον βόρειο τοίχο. Για την περίοδο αυτή η μόνη ένδειξη για χρονολόγηση είναι η επιγραφή του Παντοκράτορα, που είναι έντονη και προσεγμένη. Οι σταυροί ίσως υποδηλώνουν εικονομαχική διακόσμηση και οι δύο πρώιμες ζωγραφικές με μορφές (ο Παντοκράτορας και ο κεντρικός πίνακας) προσθήκη του 9ου ή του 10ου αιώνα. (Μπορεί να σημειωθεί ότι αυτή είναι η άποψη του Ουίνφιλντ. Ο Μπράιερ υποστηρίζει, στη σημείωση 206 πιο πάνω, ότι η ζωγραφική του Παντοκράτορα είναι πιθανότατα του 14ου αιώνα.) Στην επόμενη φάση το σύνολο της οροφής και των τοίχων του παρεκκλησίου σοβατίστηκε και ζωγραφίστηκε. Πιθανώς το φροντισμένο σκάλισμα της οροφής του ναού, με τις καμάρες του και τον θολωτό τρούλο, πραγματοποιήθηκε σε αυτό το στάδιο, γιατί τα σχήματα αυτά σίγουρα δεν θα μπορούσαν να ανήκουν σε μιθραϊκό σπήλαιο. Τα κύρια χαρακτηριστικά της ζωγραφικής αυτής της περιόδου είναι τα κίτρινα και πράσινα χρώματα του φόντου και η απλή απόδοση της σάρκας με κίτρινο χρώμα υποστρώματος και κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών και περιγράμματα. Η απλή εικονογραφία των πέντε σκηνών και τα χρώματα του φόντου είναι αντίστοιχα με εκείνα ορισμένων καππαδοκικών εκκλησιών. Μια μεσο-βυζαντινή χρονολογία –ίσως μεταξύ 10ου και 12ου αιώνα– θα φαινόταν λογική. Η μεταγενέστερη περίοδος ή περίοδοι χαρακτηρίζονται από το γκρι μαύρο χρώμα του άνω φόντου και από τη χρήση πράσινου στα πρόσωπα, τα οποία είναι τεχνικά πιο εξελιγμένα από εκείνα της προηγούμενης περιόδου. Η χρονολογία τερματισμού υποδηλώνει περίοδο κατά τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας για την τελευταία διακόσμηση. Όμως, αυτό το ευρύ σύστημα χρονολόγησης δεν βασίζεται σε γεγονότα, αλλά σε συγκυριακά στοιχεία και συμπεράσματα.
Ταυτοποίηση. Στον κώδικα Bodl. gr. Lit. 6.6, πρώιμο Τραπεζούντιο συναξάριο των αρχών του 14ου αιώνα, στο φύλλο 79v πάνω, απέναντι από τις 11 Μαΐου, εγγραφή αριθ. 11, με χρονολογία 1384, υπάρχει νεκρολογία αγνώστου μοναχού της μονής του Στύλου. Στο ίδιο χειρόγραφο, στο φύλλο 34v κάτω, απέναντι από τις 9 Απριλίου, εγγραφή αριθ. 7, που μπορεί να χρονολογηθεί στο 1395, περιγράφεται πώς ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Αντώνιος προχώρησε από τη μονή του Στύλου στην Αγία Σοφία για να χειροτονηθεί από τον Καλλίστρατο, επίσκοπο Χαλδίας, πριν η μεγάλη παρέα επισήμων και εκκλησιαστικών συνεχίσει από εκεί προς το παλάτι. 210 Ο Χρύσανθος πρότεινε ότι η Μαγκλαβίτα είναι το κατά τα άλλα άγνωστο μοναστήρι του Στύλου.211 Ένας εναλλακτικός υποψήφιος είναι η τοποθεσία που εμφανίζεται σε πορτολάνους από το 1330 μέχρι τον 16ο αιώνα ως Stillo, Sale, Silo, Stilli, Stilio και Stilo, μεταξύ Σουρμαίνων (Σούρμενε) και Ριζαίου (Ρίζε), κοντά στον Όφι (Οφ), τον σύγχρονο Ιστάλα Ντερέ. 212 Όμως ο Όφις βρίσκεται 55 χλμ ανατολικά της Τραπεζούντας, ενώ η καταχώρηση υποδηλώνει ότι το μοναστήρι του Στύλου βρισκόταν σε κοντινή απόσταση με τα πόδια από την Αγία Σοφία. Ο Χρύσανθος δεν δίνει κανένα βάσιμο λόγο για την εκ μέρους του ταύτιση του Στύλου με τη Μαγκλαβίτα, αλλά είναι καλύτερη από κάθε άλλη και την αποδεχόμαστε προσωρινά.
Στη συνέχεια υπάρχουν τα εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία του ονόματος Μαγκλαβίτα. Οι μαγγλαβίται ήσαν αυτοκρατορική φρουρά του παλατιού, που προφανώς ασχολούνταν με την αστυνόμευση, οι οποίοι εμφανίζονται τον 10ο αιώνα. Επιγραφή στο παλαιότερο στρώμα ζωγραφικής της εκκλησίας αναφέρει έναν κουροπαλάτη, άλλον αξιωματούχο του ανακτόρου της ίδιας περιόδου.213 Κατά τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, ο Κουροπαλάτης εμφανίζεται μία φορά το 1310 ως κύριο όνομα και ο Μαγκλαβίτης μία φορά το 1432 προφανώς ως τίτλος, ιδιοκτήτης ή πρώην ιδιοκτήτης περιουσίας κοντά στην Κούχλα (Κασουστού).214 Ο συνδυασμός των τίτλων του Μαγκλαβίτη και του Κουροπαλάτη δεν φαίνεται να είναι καταγεγραμμένος, αλλά θα ήταν απόλυτα εντάξει στη βυζαντινή αυλή του 10ου και 11ου αιώνα. Σε αυτό το σημείο μόνο εικασίες μπορεί να κάνει κάποιος. Μήπως το μοναστήρι (του Στύλου;) ιδρύθηκε από αξιωματούχο του παλατιού τον 10ο αιώνα, ή μήπως ίσως από κάποιον από τους αυλικούς του Βασιλείου Β’ [Βουλγαροκτόνου] κατά τον χειμώνα του 1022/23, τον οποίο πέρασαν στην Τραπεζούντα; Αυτές οι χρονολογίες είναι σύμφωνες με εκείνες που αποδίδει ο Ουίνφιλντ στα ζωγραφικά έργα.
50. Μεταμόρφωσις
Θέση. Στην ενορία του Χριστού, κοντά στον Άγιο Ευγένιο.
Ιστορία. Η Μεταμόρφωση ήταν η εκκλησία της ενορίας του Χριστού τον 19ο αιώνα.215 Δεν μπορούμε να βρούμε κανένα ίχνος της.
51. Μεταμόρφωσις
Θέση. Πιθανώς κοντά και στα νοτιοδυτικά του Μεϊντάν.
Ιστορία. Η Μεταμόρφωση ήταν μια εκκλησία στην ενορία του 19ου αιώνα της Υπαπαντής.216 Δεν μπορούμε να βρούμε κανένα ίχνος της.
52. Μούμχανε Τζαμί
Βλέπε Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (αριθ. 94)
53. Νακίπ Τζαμί
Θέση. Στη δυτική πλευρά της δυτικής χαράδρας στην Κάτω Πόλη.
Αρχιτεκτονική. «Το μόνο σωζόμενο παράδειγμα στην πόλη εκκλησίας-αποθήκης της Ανατολίας».217
Πρόκειται για τρίκλιτη κατασκευή, στην οποία προστέθηκε μεγάλη βόρεια βεράντα. Στο εσωτερικό οι αψίδες είναι ελαφρώς πεταλόμορφες. Εξωτερικά η κεντρική αψίδα είναι πενταγωνική και τα παστοφόρια ημικυκλικά. Από τότε που η Σελίνα Μπάλανς δημοσίευσε κάτοψη, όψη και περιγραφή της εκκλησίας, η περαιτέρω επιδείνωση του ιστού και της δόμησης που πραγματοποιήθηκε στη γύρω περιοχή αποκάλυψε μερικά νέα σημεία ενδιαφέροντος.
Η απομάκρυνση των συσσωρευμένων ερειπίων στο δυτικό άκρο δείχνει ότι η εκκλησία διέθετε νάρθηκα ο οποίος, από όσο μπορεί να προσδιοριστεί, αποτελούσε μέρος της αρχικής κατασκευής. Σώζεται τμήμα του νότιου τοίχου του.
Οι ασσύμετροι ορθοστάτες των στοών, που σημείωσε η Σελίνα Μπάλανς, αποδεικνύεται ότι είναι αποτέλεσμα μεταβολών που έγιναν στην τουρκική περίοδο. Η τοιχοποιία πάνω από τους μικρότερους κίονες είναι τουρκικής κατασκευής και φαίνεται πιθανό ότι οι αρχικοί κίονες ήσαν πολύ μεγαλύτεροι αλλά, όπως συνέβαινε συχνά, αφαιρέθηκαν για να χρησιμοποιηθούν σε νέο τζαμί. Η εκκλησία, πιθανώς αφού εγκαταλείφθηκε ως τέτοια, στη συνέχεια επισκευάστηκε με διαθέσιμο υλικό και η ίδια μετατράπηκε σε τζαμί.
Οι χώροι του θόλου που έφεραν το μεγαλύτερο πάχος κονιάματος ελαφρύνθηκαν με την εισαγωγή πολλών άδειων πήλινων πιθαριών, όπως στην Αγία Σοφία.218
Διακόσμηση. Ο Τάλμποτ Ράις ανέφερε τοιχογραφίες σε ολόκληρο το εσωτερικό και ίχνη στον εξωτερικό νότιο τοίχο. Τρεις δεκαετίες αργότερα η Σελίνα Μπάλανς παρατήρησε ζωγραφική μόνο στην κύρια αψίδα. Προσθέτουμε ότι στον εσωτερικό τοίχο, ανατολικά της βόρειας πόρτας, υπάρχουν τρεις στρώσεις ζωγραφισμένου σοβά. Η χαμηλότερη από αυτές τις στρώσεις είναι αποσπασματική, αλλά είναι σαφές ότι ήταν ζωγραφισμένη με μη εικονική διακόσμηση σταυρών.
Χρονολόγηση. Ο Τάλμποτ Ράις απέδωσε το κτίριο στον 11ο αιώνα και τη ζωγραφική στον 15ο αιώνα. Η Σελίνα Μπάλανς απέδωσε το κτίριο στον 10ο ή 11ο αιώνα. Η μη εικονική διακόσμηση υποδηλώνει πρώιμη χρονολογία.
Ταυτοποίηση. Η Σελίνα Μπάλανς πρότεινε ότι το Νακίπ Τζαμί μπορεί να είναι ο «St. Andray» του Μπορντιέ (αριθ. 59),219 πιθανότητα η οποία, λόγω της περίεργης προοπτικής του σχεδίου του για την Τραπεζούντα και της αβεβαιότητας άλλων αφιερώσεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βεβαιότητα.
Ιστορία. Όπως όλες οι άλλες εκκλησίες της περιτειχισμένης πόλης, το Νακίπ Τζαμί πιθανότατα εγκαταλείφθηκε ως εκκλησία μετά το 1461. Αν είναι ο Άγιος Ανδρέας του Μπορντιέ, ήταν ήδη τζαμί το 1609. Εγκαταλείφθηκε ξανά τον 19ο αιώνα. Το κέλυφος του κτιρίου φθείρεται ραγδαία.
54. Γέννηση του Θεού (Αρμενική εκκλησία)
Θέση. Πιθανώς στο ανατολικό προάστιο της πόλης.
Επιγραφή. Φαίνεται ότι υπήρχε επιγραφή που απέδιδε το χτίσιμο της εκκλησίας στον Χότζα (Στέπανος) Σεμσεντλή το 1431.220 Έχουν ήδη σημειωθεί οι ευεργεσίες του στο Καϊμακλί (αριθ. 48) και πιθανές ευεργεσίες στην Υψηλότατη Θεοτόκο (αριθ. 46).
Ιστορία. Η Γέννηση επιβίωνε μέχρι το 1915, αλλά δεν μπορούμε να βρούμε κανένα ίχνος της.
55. Παρεκκλήσι του Παλατιού
Θέση. Μάλλον στο Κουλέ Μπογιού.220α Ίσως ταυτίζεται με το αριθ. 41.
Επιγραφή. Μια επιγραφή, ίσως του Αλέξιου Α' (1204-22), προφανώς αναφερόμενη στον σεβαστοκράτορα Μανουήλ και στον Ανδρόνικο Α' Κομνηνό (1183-85) καταγράφηκε από τον Ουσπένσκι και συζητείται στη σελ. 184 πιο πάνω.
Ιστορία. Ο Ουσπένσκι πίστευε ότι ο Αλέξιος Α' θάφτηκε σε αυτό το παρεκκλήσι, το οποίο θα μπορούσε να είναι το ταπεινό που περιγράφει ο Βησσαρίων: «… μια εκκλησία διακοσμημένη με όμορφες αγιογραφίες και στολισμένη με ιερά αφιερώματα τα οποία, αν όχι πολυάριθμα, είναι εξαιρετικής ομορφιάς. Ό,τι λείπει από την εκκλησία σε μέγεθος, το αναπληρώνει με ομορφιά». Ο πύργος και το παρεκκλήσι καταστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό το 1932 και τώρα έχουν χαθεί εντελώς.
Διακόσμηση. Ο Ουσπένσκι περιέγραψε και ο Τάλμποτ Ράις δημοσίευσε δύο από τις τοιχογραφίες στο παρεκκλήσι. Αυτές φαίνεται ότι αποτελούνταν, αρχικά, από ομάδα που αναπαριστούσε τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη με τον Τίμιο Σταυρό, να ευλογούνται από πάνω από τον Χριστό σε μισή μορφή. Ξαναζωγραφισμένη περισσότερες από μία φορά πριν από το 1461, η μορφή ενός στρατιώτη αγίου, πιθανώς του Αγίου Ευγενίου, προστέθηκε στα αριστερά.221
56. Μοναστήρι του Φάρου (Μονὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ Φάρου, Μονὴ τοῦ Παντάνακτος καὶ Παντοκράτορος Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν καὶ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ)
Το μοναστήρι του Ιησού Χριστού του Παντοκράτορος και Σωτήρα του Φάρου, ή Φάρος, είναι γνωστό μόνο από τεκμηριωτικά στοιχεία και απαιτεί διαφορετική μεταχείριση από άλλες καταχωρήσεις.
Η ύπαρξη του μοναστηριού ήταν άγνωστη πριν από το 1953, όταν ο πατήρ Βιταλιέν Λοράν δημοσίευσε δύο χρυσόβουλλα των Μεγάλων Κομνηνών Αλεξίου Δ'/Ιωάννη Δ' και Δαυίδ (Β’), με ημερομηνίες Αυγούστου 1432 και Οκτωβρίου 1460 αντίστοιχα, από αντίγραφα στον κώδικα Vat. gr. 1902, φύλλα 228r-234r. Το πρώτο είναι επιβεβαίωση των εδαφών του και της επανίδρυσής του. Το δεύτερο είναι μια διαιτησία μεταξύ των μοναστηριών Φάρου και Θεοσκεπάστου για ορισμένα εδάφη.222 Τα περισσότερα από όσα μπορούν να συναχθούν για το μοναστήρι προέρχονται από αυτά τα χρυσόβουλλα.
Ο συγγραφέας του χρυσόβουλλου του 1432 αναφέρει ότι κάποιος Ιωάννης Ευνούχος, αρχικός ιδιοκτήτης ενός αγροτεμαχίου, ήταν ο «πρώτος οικοδόμος»223 του μοναστηριού. Ο Λοράν εύλογα ταυτίζει αυτόν τον Ιωάννη με τον Μεγάλο Δούκα Ιωάννη Ευνούχο των Λιμνίων, ο οποίος υποκίνησε το 1333 τη δολοφονία του Μανουήλ Β' Μεγάλου Κομνηνού (που ήταν τότε οκτώ ετών) και ήταν υπεύθυνος για την πολιορκία και την πυρπόληση της μονής του Αγίου Ευγενίου (αρ. 77) τον Ιούλιο του 1340 και τη φυλάκιση του Μιχαήλ Μεγάλου Κομνηνού, πριν σκοτωθεί ο ίδιος τον Μάρτιο του 1344.224 αλλά αυτός ο ενοχλητικός ναύαρχος ήταν επίσης ευεργέτης της Σουμελά.225 Σύμφωνα με το προοίμιο του χρυσόβουλλου του 1432, η μονή είχε εγκαταλειφθεί, η εκκλησία της είχε ερειπωθεί και η ίδια η αφιέρωσή της είχε ξεχαστεί, όταν την επανίδρυσε η Θεοδώρα Καντακουζηνή, σύζυγος του Αλεξίου Δ' Μεγάλου Κομνηνού. Η Θεοδώρα έφτασε ως νύφη από την Κωνσταντινούπολη στον Άγιο Φωκά (Κορδύλη) στις 4 Σεπτεμβρίου 1395, μπήκε στην Τραπεζούντα την επόμενη μέρα και πέθανε στις 12 Νοεμβρίου 1426.226 Μετονόμασε το παλιό μοναστήρι Χριστός Παντοκράτωρ και Σωτήρ.
Υπήρχαν μεσαιωνικά μοναστήρια αφιερωμένα στον Σωτήρα Χριστό στην Τσίτη (Τσιτεκεμπίρ), κοντά στα Σούρμαινα (Σούρμενε) και στη Χαλδία,227 αλλά, όπως επισημαίνει ο Λοράν, είναι πολύ πιο πιθανό η Θεοδώρα Καντακουζηνή να μην είχε κατά νου τέτοια ποντιακά προηγούμενα, αλλά μάλλον το μεγάλο αυτοκρατορικό ίδρυμα του Χριστού Παντοκράτορος στην πατρίδα της την Κωνσταντινούπολη, τόσο στενά συνδεδεμένο με την οικογένειά της και με τους Κομνηνούς.228 Ωστόσο (το προοίμιο του χρυσόβουλλου συνεχίζει), όταν αργότερα μαθεύτηκε ότι Παντοκράτωρ ήταν η αρχική αφιέρωση της μονής, η ευτυχής σύμπτωση της επιλογής αποδόθηκε στη θεία πρόνοια.
Σύμφωνα με έναν καλά ενημερωμένο, πολύ προκατειλημμένο και, όπως υποπτεύεται κανείς, Τραπεζούντιο παρεμβολέα του Χαλκοκονδύλη, τη δεκαετία του 1420 η Θεοδώρα είχε εραστή έναν πρωτοβεστιάριο, οπότε ο αγανακτισμένος γιος της Ιωάννης Δ' τον δολοφόνησε, κλείδωσε μαζί τη Θεοδώρα και τον σύζυγό της Αλέξιο Δ'. και οργάνωσε ανεπιτυχές πραξικόπημα εναντίον των γονιών του, πριν αποσυρθεί στη Γεωργία και στη συνέχεια στην Κριμαία. Η Θεοδώρα πέθανε το 1426 αλλά θάφτηκε στη Χρυσοκέφαλο και όχι στο δικό της ίδρυμα του Φάρου. Το 1429 ο Ιωάννης Δ' επέστρεψε και έβαλε να δολοφονήσουν τον πατέρα του Αλέξιο Δ' πριν από τις 28 Οκτωβρίου.229 Η συμπεριφορά του Ιωάννη αφού έδιωξε τον αδελφό του Αλέξανδρο και διαδέχθηκε τον Αλέξιο στο θρόνο, μπορεί να ερμηνευθεί καλύτερα ως υπολογισμένες και επιδεικτικές τύψεις: έχτισε τον τάφο έξω από τη Χρυσοκέφαλο για τον πατέρα του (αρ. 25) και ακρωτηρίασε εκείνους που τον είχαν δολοφονήσει. Ο Τίτλος (Intitulatio) του χρυσόβουλλου του 1432 είναι στα ονόματα τόσο του Αλέξιου Δ' όσο και του Ιωάννη Δ'. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο ένας ήταν υπεύθυνος για τη δολοφονία του άλλου πριν από τρία χρόνια, ενώ η Θεοδώρα επαινείται στον προοίμιο. Το χρυσόβουλλο είναι σίγουρα γνήσιο, η δολοφονία είναι εξίσου αναμφισβήτητη (αν και ίσως λιγότερη αξιοπιστία μπορεί να δοθεί στην ιστορία του παρεμβολέα του Χαλκοκονδύλη για τις σχέσεις του Ιωάννη με τη μητέρα του), αλλά, όπως πρότεινε ο Λοράν, η ασυνήθιστη διαδικασία έκδοσης εγγράφου στο κοινό όνομα ενός νεκρού Μεγάλου Κομνηνού μπορεί ίσως να ερμηνευθεί ως δημόσια πράξη εξιλέωσης για την πραγματική ή υποτιθέμενη συμπεριφορά του Ιωάννη απέναντι στους γονείς του, συγκρίσιμη με την κατασκευή του τάφου και την τιμωρία των πραγματικών δολοφόνων.
Το χρυσόβουλλο του 1432 προσφέρει ορισμένες ενδείξεις για την εμφάνιση και την τοποθεσία του μοναστηριού του Παντοκράτορος. Είναι γνωστό ότι περιλάμβανε μια εκκλησία του Σωτήρος Παντοκράτορος του Φάρου,230 έναν οχυρωμένο περιτειχισμένο περίβολο με πύργους χτισμένους από συντρίμμια,231 που ενσωμάτωνε ή συνδεόταν με φάρο. Στις πύλες του βρισκόταν ελαιώνας, τον οποίο απέκτησε με ανταλλαγή από το μοναστήρι της Αγίας Σοφίας, τον αρχικό του ιδιοκτήτη.232 Το μοναστήρι είχε μια εξαρτημένη εκκλησία του Αγίου Νικολάου (αριθ. 103, απροσδιόριστη πια) στο «παλιό κάστρο», κοντά στον μητροπολιτικό ναό,233 δηλαδή στη Μέση Πόλη κοντά στη Χρυσοκέφαλο. Τα στοιχεία του φάρου υποδηλώνουν ότι το μοναστήρι του Παντοκράτορος βρισκόταν πάνω ή κοντά στη θάλασσα. Τα στοιχεία της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου υποδηλώνουν ότι δεν βρισκόταν στη Μέση Πόλη. Και τα στοιχεία του ελαιώνα υποδηλώνουν ότι δεν βρισκόταν σε κατοικημένη περιοχή.234
Ο Λοράν παρατήρησε έναν «Φάρο» που σημειώνεται στο σχέδιο του Χρύσανθου για την Τραπεζούντα στο Λεοντόκαστρο (αριθ. 14). Πρότεινε λοιπόν μια τοποθεσία στην περιοχή.235 Όμως ο Χρύσανθος αντέγραψε το σχέδιό του βασικά από τον Λιντς, ο οποίος δεν σημείωσε τίποτε περισσότερο από μια κατασκευή του 19ου αιώνα, μια λευκή μεταλλική στήλη (που αργότερα μεγεθύνθηκε σε πιο σημαντικό φάρο), η οποία στεκόταν 29,9 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.236 Επιπλέον, ακόμη κι αν υπήρχε φάρος εκεί τον Μεσαίωνα, το ίδιο το Λεοντόκαστρο βρισκόταν στα χέρια των Γενουατών μέχρι το 1316 και από το 1349 μέχρι το 1461 και θα ήταν απίθανο να φιλοξενούσε ορθόδοξο μοναστήρι. Οι δρόμοι και οι εκκλησίες του ανατολικού προαστίου είναι πράγματι γνωστοί με ανεκτή λεπτομέρεια μέσα από τα έξι χρυσόβουλλα για τους Ενετούς και τους Γενουάτες από το 1319 μέχρι το 1401 (βλ. αριθ. 14, 24, 28). Σε αυτά δεν αναφέρεται κανένας φάρος ή μοναστήρι του Χριστού. Θα ήταν απίθανο ένα οχυρωμένο μοναστήρι στους πυκνούς δρόμους και τα σοκάκια των ιταλικών εμπορικών συνοικιών. Θα ήταν ακόμη πιο απίθανο εκεί ένα μοναστήρι με γειτονικό ελαιώνα. Σαφώς πρέπει να αναζητηθεί άλλος φάρος σε πιο αγροτικό περιβάλλον.
Σε αυτό το σημείο είναι που ο Μπράιερ μπήκε στον πειρασμό να ταυτίσει το μοναστήρι του Παντοκράτορα του Φάρου με εκείνο της ίδιας της Αγίας Σοφίας, με βάση τα ακόλουθα στοιχεία: Πρώτον, το πανηγύρι «του προστάτη» της Αγίας Σοφίας, που ήταν η Μεταμόρφωση και όχι τα Χριστούγεννα και ήταν πιο ταιριαστό με τον Παντοκράτορα. Δεύτερον, τα κίνητρα της Θεοδώρας και του γιου της να αποσιωπήσουν την προηγούμενη ιστορία του μοναστηριού στην επανίδρυσή τους. Τρίτον, μια αναφορά σε μοναστήρι της Αγίας Σοφίας που ονομαζόταν μονή του Ιησού Χριστού στις 9 Μαΐου μεταξύ 1395 και 1400 (βλ. αριθ. 49, 112). Τέταρτον, αλλά μάλιστα πρωταρχικό, η λειτουργία του πύργου της Αγίας Σοφίας, που χτίστηκε το 1427, που έχει έντονες ομοιότητες με φάρο.237 Ωστόσο το γεγονός ότι τα δύο μοναστήρια είναι στην πραγματικότητα διακριτά, αποκαλύπτεται από τα οθωμανικά ντεφτέρ. Το 1487 εμφανίζονται τόσο το «Άγια Σόφια» όσο και το «Άγιος Φάρος/Φαροζλού» και κόμη και μέχρι το 1819 θυμούνταν συνοικία «Φάρος». Επίσης ένα ντεφτέρ του 1553 τοποθετεί το «Μαχαλέ-ι Κουλέ-ι Φενάρ» (ή πύργο του φάρου) αμέσως ύστερα από εκείνο της συνοικίας της Αγίας Σοφίας, μάλλον υποδηλώνοντας ότι βρίσκονταν κοντά.238 Αν είναι έτσι, τότε το μικρό υπερυψωμένο ακρωτήριο μεταξύ Αγίας Σοφίας και Κάτω Πόλης, αμέσως βόρεια του γήπεδου με την ένδειξη «Τζυκανιστήριον (;)» στον χάρτη III, θα ήταν το πιο κατάλληλο μέρος τόσο για μοναστήρι σε σχετικά αγροτική περιοχή, όσο και για φάρο για να οδηγεί τους ναυτικούς στην Τραπεζούντα.
Ο Φάρος. Βυζαντινοί φάροι υπήρχαν στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αττάλεια, στη Σμύρνη και τουλάχιστον δύο στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και οι πιο διάσημοι κλασικοί στην Αλεξάνδρεια, στη Λέπτις Μάγκνα, στη Βουλώνη, στο Ντόβερ, στην Κορούνια και αλλού.239 Ο ένας, στο Μεγάλο Παλάτι της Κωνσταντινούπολης, συνδεόταν, όπως το παράδειγμα της Τραπεζούντας, με εκκλησία, την Παναγία του Φάρου. Σαφώς ήταν πλεονέκτημα να υπάρχει ένα σώμα ανδρών μόνιμα αφοσιωμένο στη συντήρησή της, ως μέρος των μοναστικών τους καθηκόντων. Ο Φάρος του Μεγάλου Παλατιού φαίνεται ότι ήταν φάρος ή φανάρι τοποθετημένος σε υπερυψωμένη βεράντα και όχι πύργος, και ήταν ο τελευταίος μιας αλυσίδας φάρων σήμανσης σε όλη την Ανατολία.240 Όμως η μόνη συγκρίσιμη σωζόμενη ύστερη μεσαιωνική κατασκευή στη Μαύρη Θάλασσα φαίνεται ότι είναι ο μικρός συμπαγής φάρος από τούβλο και πέτρα, που βλέπει έξω από το δυτικό (κλασικό) λιμάνι της Άμαστρης (Άμασρα).241 Είναι τετράγωνος πλευράς 1,86 μ. σε κάτοψη, ύψους περίπου 5,30 μ. και 3,80 μ. περίπου πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ένα φως στην κορυφή του μπορούσε να είναι ορατό στο επίπεδο της θάλασσας από απόσταση μεγαλύτερη από 6 ναυτικά μίλια.242 Τα ψηφιδωτά του 6ου αιώνα στον Sant'Apollinare Nuovo της Ραβέννας, με δύο κατασκευές στην είσοδο του λιμανιού του Classis, αποτελούν ίσως τη μοναδική αναπαράσταση ενός αληθινού βυζαντινού φάρου. Δείχνουν πετρόχτιστους τετράγωνους πύργους, με αναλογίες ίδιες σχεδόν με εκείνες του πύργου της Αγίας Σοφίας. Μάλιστα πρέπει να σκεφτεί κανείς έναν πύργο τόσο ψηλό, όσο εκείνος της Αγίας Σοφίας, αν ο Φάρος του Παντοκράτορα εξυπηρετούσε τα πλοία που κύκλωναν το Ιερό Ακρωτήριο 23 χλμ. στα δυτικά, επιτρέποντάς τους να φτάσουν τολμηρά στον κόλπο των Πλατάνων και να πλησιάσουν σε απόσταση 10 χιλιομέτρων από την ακτή, ενώ ήταν ορατός και από την Κορδύλη και τα Πλάτανα (αντίστοιχα 23 χλμ. και 11 χλμ. μακριά), που τον 15ο αιώνα γίνονταν όλο και πιο σημαντικά ως δευτερεύοντα λιμάνια για την Τραπεζούντα. Ένα μαγκάλι κρεμασμένο περίπου 32,20 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (το ύψος των πάνω ανοιγμάτων του πύργου της Αγίας Σοφίας) θα ήταν ορατό 11,8 ναυτικά μίλια (21,6 χλμ.) από το επίπεδο της θάλασσας και 12,6 ναυτικά μίλια (23 χλμ) από το ύψους 2,50 μέτρων κατάστρωμα ενός καϊκιού. Για πληρέστερη αποτελεσματικότητα, ο φάρος του Παντοκράτορα θα έπρεπε να βρίσκεται λίγο ψηλότερα από τον πύργο της Αγίας Σοφίας, που χτίστηκε το 1427, πιθανώς περίπου την ίδια εποχή με τον Φάρο. Αλλά μεσαιωνικοί φάροι που φωτίζονταν από μαγκάλια ξύλων ή κάρβουνων, ήσαν κυρίως ορατοί από το λοφίο καπνού τους την ημέρα, παρά από μια αβέβαιη λάμψη τη νύχτα, ενώ ο καπνός μπορούσε, φυσικά, να είναι ορατός πιο ανοιχτά στη θάλασσα. Μόλις το 1756 εμφανίστηκε φάρος με κηροπήγιο, ο φάρος Eddystone του Smeaton. Το φως του φάρου St. Bees [στη ΒΔ Αγγλία, στην Ιρλανδική Θάλασσα] ήταν φωτιά κάρβουνων μέχρι το 1823.243
Οι κτήσεις της Μονής του Φάρου. Το χρυσόβουλλο του 1432 για τον Φάρο είναι τόσο ο σημαντικότερος ενιαίος χάρτης για την οικονομική και διοικητική ιστορία της Τραπεζούντας, όσο και ο λιγότερο ερευνημένος. Όχι μόνο καθιερώνει στοιχεία για τις τοπικές διοικητικές περιφέρειες του κράτους, αλλά αποκαλύπτει μια μοναστική οικονομία συγκρίσιμη σε κλίμακα με τους μεγάλους οίκους του Άθωνα και της Κωνσταντινούπολης.
Οι περιουσίες της μονής ήσαν αξιοσημείωτα διασκορπισμένες, αντανακλώντας ίσως την τυχαία συσσώρευση για πολύ μακρά περίοδο ή απροσδόκητα έσοδα των Μεγάλων Κομνηνών σε κατασχεμένες και κληρονομημένες εκτάσεις, με τις οποίες προικοδοτήθηκε τότε ο Φάρος. Οι μόνες κεντρικές ομάδες είναι προς τα άμεσα νότια και δυτικά της μονής και στο ανατολικό προάστιο της πόλης, όπου το μοναστήρι κατείχε το Χάνι του Σχολαρίου και πλήθος εργαστηρίων και των τεχνιτών τους.244 Αλλού είχε εκμεταλλεύσεις σε κάθε γνωστή περιοχή της αυτοκρατορίας ανατολικά της Κορδύλης, εκτός από την Παλαιοματζούκα και τη Χαλδία στον νότο. Οι εκμεταλλεύσεις καταγράφονται στο χρυσόβουλλο, από τη Μιμερά στα δυτικά μέχρι τη Μακραιγιαλού στα ανατολικά, απόσταση 222 χλμ. Περιλάμβαναν τουλάχιστον τρία κτήματα και πλήθος βοσκοτόπων σε ένα θέμα, έξι βάνδα, δεκατέσσερα χωρία, πέντε στάσεις και άλλα εικοσιτέσσερα μέρη. Το μοναστήρι διεκδικούσε πάνω από εξηνταπέντε πάροικους και έναν ψαρά. Αντίθετα, το μοναστήρι της Σουμελά, στις πιο θάλλουσες ημέρες του, τον Δεκέμβριο του 1364, μπορούσε να απαριθμήσει μόνο σαράντα κατονομαζόμενους πάροικους.245
Το χρυσόβουλλο είναι κύρια πηγή για τα όρια των βάνδων της αυτοκρατορίας και η κύρια πηγή μας για την ύπαρξη και το εύρος του βάνδου της Τρικωμίας και έχει χρησιμοποιηθεί για τη συζήτηση των περιοχών στις κατάλληλες ενότητες αυτής της Μελέτης.246
57. Ἅγιος Ἀκίνδυνος (Κιντινάρ Τζαμί)
Θέση. Στο Κιντινάρ μαχαλέ (τώρα Μπαχτσετζίκ Μαχαλέ), 300 μ. νότια-νοτιοδυτικά της νότιας εισόδου της Ακρόπολης (φωτ. 163).
Αρχιτεκτονική. Καμαροσκέπαστη μονόκλιτη βασιλική με βόρεια βεράντα. Υπάρχουν στοιχεία για τρεις περιόδους δόμησης: (α) Απλός ναός. (β) Ψηλή πενταγωνική αψίδα που αντικαθιστά προηγούμενη αψίδα, ίσως ως μέρος της ανοικοδόμησης που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. και (γ) Βόρεια βεράντα με τριπλό τόξο και σημάδια εκείνης που μπορεί να είναι παρόμοια, χαμένη, δυτική βεράντα.
Διακόσμηση. Υποχωρούσες κόγχες στο εξωτερικό της αψίδας. Μονή σπειροειδής στήλη με τύπου κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανο στη βόρεια βεράντα.
Χρονολογία. Ο Ουίνφιλντ θεωρεί τον ναό ως «απίθανο να είναι μεταγενέστερος του 12ου αιώνα». Η πεντάγωνη αψίδα και η βεράντα είναι κοινά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής της αυτοκρατορίας.247
58. Ἁγία Ἀναστασία
Θέση. Μπροστά από τη νότια πόρτα του Φροντιστηρίου (που σημειώνεται «Σχολείο» στον Χάρτη ΙΙΙ), στην ενορία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, στο ανατολικό προάστιο της πόλης.
Αρχιτεκτονική. Μικρό εκκλησάκι με τρούλο.
Ιστορία. Σχεδόν σίγουρα του 19ου αιώνα και μέρος των κτιρίων του Φροντιστηρίου. Το παρεκκλήσι πιθανώς καταστράφηκε όταν το Φροντιστήριον έγινε τουρκικό σχολείο.248
59. Ἅγιος Ἀνδρέας
Θέση. Σημειώνεται προφανώς στο σχέδιο του Μπορντιέ του 1609 στην Κάτω Πόλη.249
Ταυτοποίηση. Πιθανώς το σημερινό Νακίπ Τζαμί (αριθ. 53).
60. Ἅγιος Ἀνδρέας
Θέση. Δίπλα στη θάλασσα, κάτω από το ακρωτήριο του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης στο ανατολικό προάστιο, και εν μέρει λαξευμένο στον βράχο κάτω από την ίδια την εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου.
Αρχιτεκτονική. Το παρεκκλήσι ήταν απλό οικοδόμημα που συχνά πρέπει να κατακλυζόταν από χειμερινές καταιγίδες (φωτ. 165α). Η τοιχοποιία ήταν αναμφίβολα ιδιαίτερα γεμισμένη με κονίαμα για αυτόν τον λόγο, το οποίο έκρυβε σχεδόν εντελώς την λιθοδομή. Η αψίδα της πόρτας ήταν από προσεκτικά τοποθετημένα κομμάτια και η τοιχοποιία από κανονικές στρώσεις πέτρας (φωτ. 165β). Υπήρχαν μικρά παράθυρα στον βόρειο, δυτικό και ανατολικό τοίχο, ορθογώνια τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Στο εσωτερικό, στη βόρεια πλευρά της αψίδας, υπήρχε ρηχή τοξωτή λειτουργική κόγχη.
Διακόσμηση. Πριν την καταστροφή τους, ο Ουίνφιλντ σημείωσε μερικά θραύσματα ζωγραφισμένου σοβά στον βόρειο τοίχο.
Ιστορία. Το παρεκκλήσι τιμούσαν ως άγιο στην Τραπεζούντα του 19ου αιώνα, ως το παλαιότερο χριστιανικό ιερό της, όπου ο Απόστολος Ανδρέας είχε κηρύξει για πρώτη φορά το Ευαγγέλιο στους Τραπεζούντιους, γεγονός που γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 30 Νοεμβρίου. Ο Χρύσανθος διεκδικεί τον Άγιο Ανδρέα ως πρώτο επίσκοπο Τραπεζούντας.250
Είναι πολύ απίθανο ο Απόστολος να είχε επισκεφθεί ποτέ την Τραπεζούντα. Ο πατέρας Ντβόρνικ εξέτασε εξαντλητικά τον μύθο των συνδέσεων του Αγίου Ανδρέα με το Βυζάντιο και διαπιστώνει ότι πιθανότατα διατυπώθηκε στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα.251 Δεν συζητά, όμως, τις σχέσεις του Αγίου Ανδρέα με την Τραπεζούντα. Αυτός ο μύθος φαίνεται ότι διατυπώθηκε ως επέκταση του πρώτου την εποχή του Μοναχού Επιφάνιου, στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα και τον επεξεργάστηκε περαιτέρω (όχι πολύ κολακευτικά για τους Τραπεζούντιους) ο Συμεών Μεταφραστής τον 10 αιώνα.252 Ο πρώτος Τραπεζούντιος συγγραφέας που ανέφερε την ένωση φαίνεται να είναι ο Ιωάννης Λαζαρόπουλος τον 14ο αιώνα. Έστειλε τον Άγιο Ανδρέα όχι μόνο στην Τραπεζούντα, αλλά σε όλη τη Χαλδία.253
Από την άποψη της τοπικής εκδοχής του θρύλου του Αγίου Ανδρέα, το παρεκκλήσι θα μπορούσε, επομένως, να υπήρχε τον 14ο αιώνα. Κατά τη γνώμη του Ουίνφιλντ η τοιχοποιία θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν μεσαιωνικής εποχής.
Το παρεκκλήσι καταστράφηκε κατά την κατασκευή της νέας παραλιακής λεωφόρου.254
61. Ἁγία Ἄννα (Κιουτσούκ Αϊβασίλ) (φωτ. 164, 166α, β, 167α,β)
Θέση. Στα ανοικτά του Μεράς Τζάντεσι στο ανατολικό προάστιο της πόλης, λιγότερο από 100 μέτρα νότια του Αγίου Βασιλείου (αριθ. 66).
Επιγραφές. Σώζονται δύο εγχάρακτες επιγραφές: 1. Επί ανάγλυφης πλάκας πάνω από τη νότια θύρα (φωτ. 166β), που αναφέρει ότι ο ναός της Αγίας Άννας αναστηλώθηκε κατά την κοινή βασιλεία των Βασιλείου Α', Λέοντος ΣΤ' και Αλεξάνδρου και με κυβερνήτη τον πρωτοσπαθάριο Αλέξιο, το έτος 6393 από Κτίσεως Κόσμου = 884/85 μ.Χ. Το κείμενο γράφει: Ἀνενεόθι ὁ ναὸς τ[ῆς ἁγίας]/ Ἄν[νη]ς ἐπὶ Βασιλεί[ου] Λέ[οντος καὶ Ἀλε]/ξάνδρου, στρατηγ[οῦ]ντος Ἀλε/ξίου κ(αὶ) (πρωτο)σπαθ[αρίου] τοῦ ἀνα [νεώ]σαντος τὸν ναὼν / ἔτ(ους) ,ςτργ’.255 2. Στην πέτρα του βωμού, που αργότερα μεταφέρθηκε στη νότια πόρτα και τώρα διασώζεται στο μουσείο της Αγίας Σοφίας, αχρονολόγητη αφιέρωση από τον ιερέα Γρηγόριο, τα γράμματα της οποίας υποδηλώνουν χρονολογία του 10ου αιώνα ή πιο πριν.256 Όλες οι ζωγραφισμένες επιγραφές μέσα στην εκκλησία, η οποία φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν ως νεκροταφείο αξιωματούχων, ιδιαίτερα εκκλησιαστικών, μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αδύνατο να αποκατασταθούν. Περιλάμβαναν τουλάχιστον επτά ιστορικές επιγραφές. 3. Στον δυτικό τοίχο, στο βόρειο άκρο, προσωπογραφία και επιτάφιο επίγραμμα του ιερέα Γρηγορίου, δευτερίου, με χρονολογία έτος 6870 από Κτίσεως Κόσμου = 1361/62 μ.Χ.257 4. Στον δυτικό τοίχο, στο νότιο άκρο, προσωπογραφία και επιτάφιο επίγραμμα του αρχιδιακόνου Ιωάννη Αγουανανήτη, πρωτοβουλαρίου, με χρονολογία Οκτωβρίου έτους 6920 από Κτίσεως Κόσμου = 1411 μ.Χ.258 5. Στον δυτικό τοίχο, στο νότιο άκρο, προσωπογραφία και επιτάφιο επίγραμμα πρωτεκδίκου, ανιψιού του άρχοντα Ακάκουου, με χρονολογία Ιανουαρίου έτους 6921 από Κτίσεως Κόσμου = 1413 μ.Χ.259 6. Στον βόρειο τοίχο του ναού, προσωπογραφία και αφιέρωση του δωρητή του πίνακα της Παναγίας Ελεούσας, Νικηφόρου Πρ… ζέτου, χρονολογούμενη έκτης ινδικτιώνος, έτους 68.. από Κτίσεως Κόσμου = 1293, 1308, 1323 ή 1338 μ.Χ.260 7. Στον βόρειο τοίχο του ναού, δίπλα σε αναπαράσταση του Αγίου Μιχαήλ, αφιέρωση του δωρητή Σάββα Καρίμι, με χρονολογία έτους 6910 από Κτίσεως Κόσμου = 1401/2 μ.Χ.261 8. Στον βόρειο τοίχο του ναού, δίπλα σε προσωπογραφία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, αφιέρωση του δωρητή Ιωάννη Μακρή.262 9. Στο βόρειο βάθρο του βήματος και στον βόρειο τοίχο, δίπλα από ζωγραφική της Κοίμησης των Αγίων Ιωακείμ και Άννας, αφιερώσεις του δωρητή ιερέα Νικηφόρου. Τόσο η 8 όσο και η 9 είναι χωρίς χρονολογία.263
Αρχιτεκτονική. Τριπλής αψίδας καμαροσκέπαστη βασιλική με φεγγίτη (φωτ. 164) και κρύπτη φτιαγμένη για τάφους, τώρα ρημαγμένη. Παρόλο που ο Μιγιέ δήλωσε ότι «η εκκλησία, προφανώς, είχε νάρθηκα»,264 δεν έχει απομείνει κανένα τέτοιο σημάδι. Οι αψίδες, ασυνήθιστες για την Τραπεζούντα και υποδηλώνουσες πρώιμη χρονολόγηση, είναι ημικυκλικές.265 Υπάρχουν δυτική και νότια πόρτα.
Διακόσμηση. Το εσωτερικό της εκκλησίας ήταν εξ ολοκλήρου ζωγραφισμένο, κυρίως με σκηνές από τον κύκλο του Ιωακείμ και της Άννας. Μέρος, τουλάχιστον, του εξωτερικού ήταν επίσης ζωγραφισμένο.266 Η επιγραφή 1 είναι κομμένη στην όψη ενός επαναχρησιμοποιημένου κλασικού ανάγλυφου, που απεικονίζει ένοπλο πολεμιστή και ιπτάμενο άγγελο (φωτ. 166β).267 Πάνω από αυτήν υπάρχουν τέσσερις ανάγλυφες πλάκες με φυλλωτούς σταυρούς, που παρεμβλήθηκαν μετά το 1893 (φωτ. 166α).268
Ιστορία. Αν η επιγραφή 1, που καταγράφει την αναστήλωση της εκκλησίας το 884/85, αναφέρεται στη σημερινή κατασκευή, η εκκλησία πρέπει να έχει ξαναχτιστεί από τα θεμέλιά της, γιατί είναι όλη ένα κομμάτι. Εκτός από το ανάγλυφο της νότιας θύρας, επαναχρησιμοποιήθηκαν κλασικά ιωνικά κιονόκρανα (φωτ. 167α,β). Ο Μιγιέ χρονολογούσε στον 12ο αιώνα τους πρώτους πίνακες, που επιβεβαιώνουν την αφιέρωση της επιγραφής 1 στην Αγία Άννα. Η πιο πρόσφατη προσωπογραφία χρονολογείται το 1413. Ο Τάλμποτ Ράις χρονολόγησε τις πλάκες με τους φυλλωτούς σταυρούς στον 13ο και 14ο αιώνα.269 Είναι σαφές ότι αυτή η παλαιότερη γνωστή σωζόμενη εκκλησία στην Τραπεζούντα έγινε σημαντικό παρεκκλήσι τάφων στα τέλη του 14ου και στις αρχές του 15ου αιώνα. Οι ρημαγμένοι τάφοι εκτίθενται τώρα κάτω από το επίπεδο του δαπέδου. «Tα πλούσια ρούχα των νεκρών»270 έχουν λεηλατηθεί. Η Αγία Άννα ήταν μια από τις εκκλησίες της ενορίας του Αγίου Βασιλείου του 19ου αιώνα και παρέμεινε σε ελληνικά χέρια μέχρι το 1923.271
62. Άγιος Αυξέντιος (Σουρμπ Οξέντ, αρμενική εκκλησία)
Θέση. Πιθανώς στο ανατολικό προάστιο της πόλης.272
Ιστορία. Αν και καταγράφηκε τελευταία από τις αρμενικές εκκλησίες της Τραπεζούντας από τους Μπιτζισκιάν και Ρίτερ, ήταν η κατοικία του Αρμένιου επισκόπου του 19ου αιώνα και πιθανώς ο τότε καθεδρικός ναός. Είχε ωραία εικόνα της Θεοτόκου σε βυζαντινό ρυθμό.273
Είναι αδύνατο να προσδιοριστεί αν ο Άγιος Αυξέντιος ήταν και ο μεσαιωνικός αρμενικός καθεδρικός ναός της Τραπεζούντας, αλλά τρία γεγονότα δείχνουν ότι μπορεί να ήταν και ότι ήταν η παλαιότερη από τις αρμενικές εκκλησίες της πόλης. Το πρώτο είναι η τοπικά κατάλληλη, αλλά συγκριτικά ασυνήθιστη, αφιέρωση στους μάρτυρες των Αραβράκων,274 που θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ότι υποδηλώνει ίδρυση σε εποχή που η λατρεία του Αγίου Ευστρατίου και των συντρόφων του ήταν ακόμη δημοφιλής στα Αράβρακα. Το δεύτερο είναι ότι το ντεφτέρ του 1487 καταγράφει, δίπλα σε ειδικά αρμενική συνοικία, ένα «Άγια Ακσούν», το οποίο μπορεί να ταυτιστεί με αυτήν την εκκλησία.275 Το τρίτο είναι η κοινή τουρκική ονομασία του Αγίου Αυξεντίου, «Σουλού Μανάστιρ» ή «Μοναστήρι των Νερών». Αυτό ίσως δείχνει μια κρήνη αγιασμού, αλλά, αν ληφθεί κυριολεκτικά, υποδηλώνει ότι ο Άγιος Αυξέντιος ήταν κάποτε μοναστήρι και ως εκ τούτου το μόνο γνωστό αρμενικό μέσα στην πόλη. Οι Αρμένιοι επίσκοποι κατοικούν παραδοσιακά σε μοναστήρια. Το 1404 ο Κλαβίχο παρατηρούσε: «Οι Αρμένιοι έχουν επίσκοπο και εκκλησία της δικής τους γλώσσας στην Τραπεζούντα».276 Αυτό φαίνεται να υπονοεί ότι πριν από τα ιδρύματα του Σεμσεντλί υπήρχε μόνο μία εκκλησία και ότι ο επίσκοπος διέμενε στην ίδια την πόλη παρά στο Καϊμακλί (αριθ. 48), το οποίο, όπως έχουμε ήδη προτείνει, μπορεί τότε να μην ήταν αρμενικό μοναστήρι. Η πρώτη αναφορά Αρμένιου επισκόπου Τραπεζούντας γίνεται το 1345,277 αλλά η έδρα, και ίσως ο Άγιος Αυξέντιος, είναι σίγουρα παλαιότερη. Και οι δύο επέζησαν μέχρι το 1915.278
63. Ἁγία Βαρβάρα
Θέση. Στα δυτικά της δυτικής χαράδρας της Τραπεζούντας, πιθανώς στην άκρη της θάλασσας, επισημαίνοντας πιθανώς το δυτικό όριο της πόλης.
Ιστορία. Η τρίτη επίθεση του Μελίκ στην Τραπεζούντα το 1223 εξαπολύθηκε από την Αγία Βαρβάρα στα δυτικά μέχρι τον Άγιο Κωνσταντίνο στα ανατολικά (βλ. σχήμα 41). Η Αγία Βαρβάρα δεν μπορεί να είναι παρά τοπωνύμιο. Αν δεν είναι η αριθ. 64, η οποία είναι αρκετά δυτικά, δεν φαίνεται να υπάρχει περαιτέρω καταγραφή της.279
64. Ἁγία Βαρβάρα (Αϊβαρβάρ)
Θέση. Σε ψηλό γκρεμό με θέα στη θάλασσα, περίπου 5 χλμ. δυτικά της Τραπεζούντας.
Αρχιτεκτονική. Μικρό μοναστήρι (;) με ερείπια καμαροσκέπαστης μονόκλιτης εκκλησίας με αψίδα πεντάγωνη εξωτερικά και ελαφρώς πεταλόσχημη στο εσωτερικό, και ορθογώνιο νάρθηκα και μικρό βόρειο παρεκκλήσι που προστέθηκε αργότερα.
Ιστορία. Αν και υπέδειξαν στη Σελίνα Μπάλανς, η οποία την κατέγραψε πρώτη,280 τοποθεσία όπου το κτίριο ήταν μοναστήρι και παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με την τουρκική ονομασία του ήταν αφιερωμένο στην Αγ. Βαρβάρα, κατά τα άλλα είναι άγνωστο, εκτός αν ταυτίζεται με την αριθ. 63.
65. Ἁγία Βαρβάρα
Θέση. Στην ενορία Δαφνούντος.
Ιστορία. Παρεκκλήσι του 19ο αιώνα. Δεν καταφέραμε να το εντοπίσουμε.281
66. Ἅγιος Βασίλειος (Αϊβασίλ) (φωτ. 168α,β)
Θέση. Περίπου 190 μέτρα νότια της προκυμαίας και περίπου 200 μέτρα ανατολικά του ανατολικού τείχους της Κάτω Πόλης, στο ανατολικό προάστιο της Τραπεζούντας. Καταστράφηκε περίπου το 1972.
Επιγραφή. Μια επιγραφή που δίνει το όνομα, τους τίτλους και τα επίθετα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, που χρονολογείται από τo έτος Τραπεζούντας 480 = 542 μ.Χ., υπάρχει στο υπέρθυρο της πόρτας μεταξύ του νάρθηκα και του ναού (φωτ. 168β).282 Το κείμενο είναι συντομευμένη εκδοχή εκείνου πάνω από την Πύλη Ταμπάχανε283 και δεν περιέχει νέα στοιχεία. Γράφει: + Αὐτοκράτωρ καῖσαρ Φλ(άβιος) Ἰουστινιανός εὐσεβὴς νικητὴς | + τροπαιοῦχος μέγιστος ἀεισέβαστος Αὔγουστος παρέ[σ]χεντο
| ἴνδ γ {δ} [ἔ]τους VII. Αυτό που είναι σαφές από τα ακανόνιστα γράμματα είναι ότι η εκδοχή του Αγίου Βασιλείου είναι πολύ απίθανο να έχει κοπεί στη σημερινή της μορφή το 542 ή, εν προκειμένω, το 1890-95, όταν η εκκλησία ξαναχτίστηκε και το υπέρθυρο επαναχρησιμοποιήθηκε. Ίσως είναι αντίγραφο τμήματος της επιγραφής Ταμπάχανε ή άλλης χαμένης πια ιουστινιάνειας επιγραφής, που φτιάχτηκε σε ξέσπασμα αρχαιολατρικού ενθουσιασμού πριν από το 1819, οπότε αναφέρθηκε για πρώτη φορά. Η επιγραφή δεν δίνει καμία ένδειξη για το τίνος τη μνήμη τιμούσε αρχικά, αλλά δεν χρησιμοποιείται τύπος αφιέρωσης. Μπορεί επομένως να υποψιαστεί κανείς ότι είναι απίθανο να ήταν για εκκλησία.
Αρχιτεκτονική. Πιθανότατα αρχικά ήταν θολωτό σταυροειδές κτίσμα με τρεις αψίδες, με την κεντρική πενταγωνική εξωτερικά και τα παστοφόρια ημικυκλικά σε κάτοψη. Η εκκλησία ξαναχτίστηκε το 1890-95 για να συμπεριλάβει δυτικό εξώστη και νάρθηκα (φωτ. 168α).284
Διακόσμηση. Υπήρχαν τοιχογραφίες του Ιουστινιανού και του Βελισάριου, πιθανότατα του 19ου αιώνα, ωραίο ξύλινο τέμπλο του 19ου αιώνα και επαναχρησιμοποιημένες ύστερες κλασικές ή πρώιμες βυζαντινές κολώνες και βάσεις. Οι τελευταίες χρησιμοποιήθηκαν ως κιονόκρανα.285
Ιστορία. Κανένα στοιχείο δεν φαίνεται να δικαιολογεί την αντίληψη του 19ου αιώνα, ότι η εκκλησία ιδρύθηκε από τον Ιουστινιανό και τον Βελισάριο. Πιθανότατα αυτό βασίστηκε στην ύπαρξη της επιγραφής, και μπορεί να έχουν προστεθεί οι τοιχογραφίες ως αποτέλεσμα αυτής της πεποίθησης. Ο Μιγιέ θεώρησε το αρχικό σχέδιο ως τύπου του 11ου ή του 12ου αιώνα. Η Μπάλανς πρότεινε ότι η τοιχοποιία του παλαιότερου τμήματος του ναού υποδηλώνει χρονολογία του 15ου αιώνα ή μεταγενέστερη. Στην πραγματικότητα είναι πιο πιθανό να ανήκει στην περίοδο της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας παρά στους πρώτους αιώνες μετά το 1461. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο πραγματικός ιδρυτής του δεν ήταν ο Ιουστινιανός ή (όπως έχει προταθεί επίσης) ο Βασίλειος Α', αλλά ο Βασίλειος Μέγας Κομνηνός (1332-40). Κάθε προσπάθεια αρχιτεκτονικής χρονολόγησης του ναού συγχέεται από το γεγονός ότι επισκευάστηκε το 1867 (όπως μαρτυρεί επιγραφή στον βόρειο τοίχο) και ανοικοδομήθηκε πλήρως το 1890-95. Ο Άγιος Βασίλειος ήταν τότε ενοριακός ναός και παρέμεινε ως το 1923.286
67. Ἅγιος Βασιλίσκος
Θέση. Στην πόλη της Τραπεζούντας.
Ιστορία. Η ύπαρξη ελληνικής εκκλησίας αφιερωμένης στον Άγιο Βασιλίσκο τον Μάρτυρα αναφέρθηκε το 1879, αλλά δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο γι' αυτήν.287
68. Ἅγιος Βλάσιος
Θέση. Σε μικρό ακρωτήριο, λίγο ανατολικά από το στόμιο των Πυξίτη, με θέα τη θάλασσα.
Αρχιτεκτονική. Ο Μπορντιέ, η μόνη μας πηγή για την εκκλησία, ανέφερε το 1609 ότι, αν και χτίστηκε από τους Έλληνες, η αρχιτεκτονική ήταν "à la Romaine". Ότι ήταν μικρή, αλλά "fort gentille".
Διακόσμηση. Ο Μπορντιέ γράφει: «Είδαμε ένα τιμόνι (guidon) ή σάλπιγγα από μαύρο ταφτά με το οικόσημο της Αγγλίας, ενώ γύρω από εκείνο το οικόσημο φαινόταν το εξής σύνθημα στα γαλλικά, γραμμένο με μεγάλα χρυσά γράμματα: "Ντροπή σε όποιον σκέφτεται άσχημα". Δεν γνωρίζω ποιος το έφερε σε αυτό το μέρος».288 Θα μπορούσε, όμως, να είναι δυνατό να εξηγηθεί αυτή η εντυπωσιακή διακόσμηση. Ο Μπορντιέ είδε το «τιμόνι» στις 17 Ιουνίου 1609. Στα χρόνια πριν από το 1609, μέλη της Αγγλικής Εταιρείας Ανατολής (English Levant Company) προσπαθούσαν να ανοίξουν επικοινωνίες με την Περσία μέσω Τραπεζούντας, αλλά σε λίγα χριστιανικά πλοία είχε επιτραπεί να εισέλθουν στη Μαύρη Θάλασσα, όταν το 1609 ο Σερ Τόμας Γκλόβερ έλαβε άδεια για να πλεύσει στον Εύξεινο η «Βασιλική Άμυνα» (Royall Defence), το «πρώτο αγγλικό πλοίο που κολύμπησε ποτέ σε αυτές τις θάλασσες».289 Έγινε συζήτηση για τη δημιουργία ενός Άγγλου εκπροσώπου στην Τραπεζούντα και τον Μάιο του 1610 ο Τζον Μίντναλ προσπάθησε να αποπλεύσει από την Κωνσταντινούπολη για να ξεκινήσει το νέο έργο. Τον γύρισαν όμως πίσω με κάποιο πρόσχημα και τον Ιούνιο του 1610 απαγορεύτηκε ρητά στους Άγγλους να πάνε στην Τραπεζούντα. Για δύο σχεδόν αιώνες στη συνέχεια, δεν επιτρεπόταν σε κανένα άλλο χριστιανικό σκάφος να εισέλθει στη Μαύρη Θάλασσα. Φαίνεται πολύ πιθανό ότι η αγγλική τελετουργική σημαία που είδε ο Μπορντιέ συνδέεται με την επίσκεψη της «Βασιλικής Άμυνας» νωρίτερα το ίδιο έτος 1609, ή με αγγλικό πλοίο που έπιασε εκεί μεταξύ 1605 και 1608, όταν διαπραγματεύσεις βρίσκονταν σε εξέλιξη. Ίσως την τοποθέτησε ο Σερ Τόμας Γκλόβερ στον Άγιο Βλάσιο, για να σηματοδοτεί το πιο μακρινό προς ανατολάς εγχείρημά του. Μόλις το 1831 ένας Βρετανός αντιπρόξενος θα ύψωνε και πάλι στην Τραπεζούντα την επιγραφή «Ντροπή σε όποιον σκέφτεται άσχημα» (Hony soit qui mal y pense).
69. Ἅγιος Χριστόφορος
Θέση. Στον μεσαιωνικό δρόμο του Αγίου Χριστόφορου, κοντά στον Άγιο Νικήτα, και ανάμεσα στον Άγιο Θεόδωρο Γαβρά και τη θάλασσα, που προσδιορίζεται από τον Μελιόπουλο ως Σεμερτζιλέρ Τζαμί, στην περιοχή του παζαριού του ανατολικού προαστίου της πόλης.290
Ιστορία. Ο Άγιος Χριστόφορος βρισκόταν στα όρια της ενετικής παραχώρησης του Μαρτίου 1364. Δεν αναφέρεται αλλού.291
70. Ἅγιος Κωνσταντῖνος
Θέση. Προφανώς στην ανατολική ακτογραμμή της Τραπεζούντας, κοντά στον παλιό ναύσταθμο (ίσως στη Δαφνούντα), που πιθανώς σηματοδοτεί το ανατολικό όριο της πόλης.
Ιστορία. Η τρίτη επίθεση του Μελίκ στην Τραπεζούντα το 1223 εξαπολύθηκε από την Αγία Βαρβάρα (αριθ. 63) στα δυτικά μέχρι τον Άγιο Κωνσταντίνο στα ανατολικά. Ίσως ο Άγιος Κωνσταντίνος να μην είναι κάτι περισσότερο από τοπωνύμιο, αλλά το 1487 γίνεται αναφορά στον «Άγιος Κοσταντίν» στην Τραπεζούντα.292 Πιθανόν αυτός ο Άγιος Κωνσταντίνος να ταυτίζεται με τα αριθ. 30 και 71.
71. Ἅγιος Κωνσταντῖνος
Θέση. Στην ενορία του Αγίου Βασιλείου του 19ου αιώνα (αριθ. 66), στο ανατολικό προάστιο της πόλης, ταυτόσημος ίσως με την Εκκλησία Α (αριθ. 30).
Ιστορία. Υποτίθεται ότι ιδρύθηκε από κάποια Ευδοκία Κομνηνή, κόρη του Αλεξίου Β’ ή του Αλέξιου Γ’ (και σύζυγο, πρώτα του Τατζεντίν, εμίρη των Λιμνίων και ύστερα του Κωνσταντίνου Ντεγιάνοβιτς), ή του Μανουήλ Γ’ (και σύζυγο κάποιου Κωνσταντίνου Ξιφιλίνου-Υψηλάντη, του οποίου η ίδια η ύπαρξη φαίνεται πολύ αμφίβολη), η προσωπογραφία της οποίας διατηρήθηκε στην εκκλησία μέχρι το 1863 και που ίσως ήταν θαμμένη εκεί. Αυτή η παράδοση βρίσκεται μόνο σε αντικρουόμενες δευτερεύουσες πηγές και, ενώ φαίνεται πολύ πιθανό ότι κάποια Ευδοκία ίδρυσε ή επανίδρυσε την εκκλησία τον 14ο ή τον 15ο αιώνα, η ταυτότητά της πρέπει να είναι θέμα εικασίας. Ο ναός καταστράφηκε μετά το 1880.293
72. Ἅγιος Κωνσταντῖνος
Θέση. Στην ενορία της Υπαπαντής (αριθ. 47).
Ιστορία. Παρεκκλήσι τον 19ο αιώνα. Δεν έχουμε βρει κανένα ίχνος του σήμερα.294
73. Ἅγιος Κωνσταντῖνος
Θέση. Στη νοτιοανατολική γωνία του περιβόλου της γυναικείας μονής Θεοσκεπάστου (αριθ. 124).
Αρχιτεκτονική. Καμαροσκέπαστη βασιλική μιας αψίδας, με δυτική θύρα και ανατολικό παράθυρο πάνω από την αψίδα, που κοιτάζει στον ναό.
Ιστορία. Κτίστηκε από τον μητροπολίτη Τραπεζούντας Κωνστάντιο (1830-79). Τώρα ρημαγμένη.295
74. Ἅγιος Δημήτριος
Ταυτοποίηση. Ο Μπορντιέ είναι η μόνη πηγή για τον Αγ. Δημήτριο. Η αφήγηση και το σχέδιό του καθιστούν σαφές ότι το 1609 ήταν ταυτόσημος με το σπηλαιομονάστηρο του Αγίου Σάββα (αριθ. 111).296 Όμως επιμένει στην αφιέρωση και είναι πιθανό ότι είτε ολόκληρο το μοναστήρι είτε μόνο το δυτικό σπηλαιώδες παρεκκλήσι (στο οποίο ανέβηκε) τότε να θεωρούνταν αφιερωμένο στον Άγιο Δημήτριο. Οι πληροφορίες του θα βρεθούν, όμως, στο αριθ. 111.
75. Ἁγία Δύναμις
Θέση. Προφανώς στις πύλες που οδηγούν από τη Μέση στην Κάτω Πόλη (βλ. σχήμα 41).
Ιστορία. Η τρίτη επίθεση του Μελίκ στην Τραπεζούντα το 1223 ξεκίνησε από την πλευρά της θάλασσας σε εποχή πριν χτιστούν τα τείχη της Κάτω Πόλης και κατευθύνθηκε στην Πύλη της Αγίας Δύναμης. Αυτό υποδηλώνει την Πύλη δίπλα στο Τσίφτε Χαμάμι, το οποίο πρέπει να ταυτιστεί με την Αγία Δύναμη, αφιέρωση που έχει κωνσταντινουπολίτικη αναλογία.297 Όμως συνδεδεμένα με εκείνη είναι δύο πιθανά παρεκκλήσια ή εκκλησίες. Το παρεκκλήσι Μ (αριθ. 40) και το ίδιο το Τσίφτε Χαμάμι (αριθ. 42), όπου και τα δύο έχουν αξίωση για αφιέρωση στην Αγία Δύναμη.
76. Ἅγιος Ἐλευθέριος
Θέση. Στη σκάλα της Δαφνούντος, στην πρώην προκυμαία, κάτω και περίπου 120 μ. νότια του Λεοντοκάστρου.
Επιγραφές. Στην εκκλησία έχουν παρατηρηθεί δύο επιγραφές και ένα έμβλημα μορφής ασπίδας με οικόσημο. Δημοσιεύουμε εδώ πανομοιότυπα από το ημερολόγιο του Φίνλεϊ του 1850 (σχήμα 61): 1. «Πάνω από την πόρτα, στην κάτω πλευρά της αψίδας», απόσπασμα στα ελληνικά από τον Ψαλμό 117.20, με τη χρονολογία 1360 στα λατινικά: Αὐτὴ ἡ Πύλ(η) τοῦ Κ(υρίου) δίκ(αιοι) ἠσελεύσοντε. MCCCLX. 2. Σε μαρμάρινη πλάκα στον βόρειο τοίχο, με διαστάσεις 0,41×0,95 μ., «στα δεξιά του βωμού βλέποντας προς την είσοδο», επιτύμβια επιγραφή με πρόχειρα κομμένα «λομβαρδικά» κεφαλαία, ανάμεσα σε δύο εμβλήματα μορφής ασπίδας, καθένα από τρεις κόκκινες ράβδους (à trois barres gules), του Μάνφρεντ Λερκάρι, με ημερομηνία 1 Ιουνίου 1365: MCCCLXV DIE/ PRΙMO ΙUNIΙ/ HAEC SECRES/TIAM FECIT FI/ERI MANFRED/US LERCARΙUS. 3. Έμβλημα μορφής ασπίδας με οικόσημο που φέρει διπλό σταυρό, «ένας σταυροειδές, κίτρινο περίγραμμα σε λευκό υπόστρωμα, υπάρχει στα αριστερά του βωμού».298
Αρχιτεκτονική. Αν η εκκλησία είναι ένα από τα κτίρια που διακρίνονται στο σχέδιο του Κέρζον του 1844, το πρωτότυπο του οποίου αναπαράγεται στη φωτ. 105β, φαίνεται ότι ήταν απλή καμαροσκέπαστη βασιλική.
Ιστορία. Η επιγραφή στο υπέρθυρο υποδηλώνει ότι ο Άγιος Ελευθέριος ήταν αρχικά ελληνική εκκλησία, που ίσως μετατράπηκε σε λατινική χρήση το 1360 (η προστεθείσα λατινική χρονολογία). Ο Άγιος Ελευθέριος είναι η μοναδική εκκλησία που σωζόταν μέχρι πρόσφατα, για την οποία είμαστε βέβαιοι ότι χρησιμοποιούσε τη λατινική ιεροτελεστία κατά τον Μεσαίωνα, πιθανώς στην αρχική εγκατάσταση των Γενουατών στο Λεοντόκαστρον περί το 1300-16, πιθανότατα μετά την επανεγκατάστασή τους εκεί από το 1349 (αριθ. 14). Παρά τους περιορισμούς του πατέρα Νταρουζές, ο Άγιος Ελευθέριος είναι πιθανό ότι ήταν η γενουάτικη αφιέρωση της εκκλησίας, γιατί ο Ελευθέριος ήταν Έλληνας πάπας της Ρώμης (177-193), του οποίου τα λείψανα φυλάσσονταν στη Γένουα. Ήταν επομένως ιδιαίτερα κατάλληλη αφιέρωση για γενουάτικες εκκλησίες στην Ανατολή. Υπήρχε κι άλλη στη Χίο. Η οικογένεια Λερκάρι, μέλος της οποίας θάφτηκε στην εκκλησία το 1365, ήταν γνωστή γενουάτικη εμπορική δυναστεία στη Μαύρη Θάλασσα. Παρείχε προξένους στην Τραπεζούντα το 1316 (πιθανώς) και το 1456. Σύμφωνα με μακρόχρονη παράδοση, κάποιος Megollo Lercari ήταν υπεύθυνος για έναν πόλεμο μεταξύ Γένουας και Τραπεζούντας. Η ίδια οικογένεια παρείχε προξένους στον Καφφά μεταξύ 1404 και 1473 και τα οικόσημα που απεικονίζονται στον Άγιο Ελευθέριο επαναλαμβάνονται με επιγραφή στη Μπαλακλάβα. Η εκκλησία πέρασε πιθανώς στα χέρια των Ορθοδόξων μετά το 1461. Ήταν παρεκκλήσι στην ενορία της Αγίας Μαρίνας του 19ου αιώνα (αριθ. 102), αλλά πιθανώς η ελληνική εκκλησία περιγράφεται ως ευρισκόμενη σε ερείπια το 1826 και ως «ερειπωμένη» από τον Φίνλεϊ το 1850. Ό,τι είχε απομείνει από την τοποθεσία, καθαρίστηκε με την κατασκευή της σήραγγας κάτω από το Λεοντόκαστρο το 1961.299
77. Ἅγιος Εὐγένιος (Γενί Τζουμά Τζαμί) (φωτ. 169, 170α-γ)
Θέση. Περίπου 190 μέτρα ανατολικά της Ακρόπολης της Τραπεζούντας, σε μικρό λόφο με θέα την ανατολική χαράδρα, σε συνοικία που φέρει, τον 16ο αιώνα, το ίδιο όνομα: "Άγιο Ομπιάν".300
Επιγραφές. 1. Ένα κομμένο σε πέτρα επιτάφιο επίγραμμα μοναχού (το όνομα είναι δυσανάγνωστο), με ημερομηνία Δεκεμβρίου έτους 6800 από κτίσεως κόσμου, 5η ινδικτιών (= 1291 μ.Χ.), προήλθε ίσως από τον νάρθηκα, μεταφέρθηκε σε τουρκικό σχολείο και τώρα φαίνεται ότι έχει χαθεί.301 2. Μια επιγραφή στο κρυμμένο πια ψηφιδωτό (opus sectile) δάπεδο έφερε την ίδια χρονολογία 1291.302 3. Ζωγραφισμένες επιγραφές που συνόδευαν προσωπογραφίες των Μεγάλων Κομνηνών από τον Αλέξιο Α’ μέχρι τον Αλέξιο Γ’ (1204-1349) στον δυτικό τοίχο, σημειώθηκαν, αλλά δεν μεταγράφηκαν, από τον Φαλμεράγιερ.303 Μόνο ο Φίνλεϊ επιχείρησε μια μεταγραφή όσων ήσαν ορατά το 1850, με τον τίτλο «Θραύσματα επιγραφών ανάμεσα στα υπολείμματα της ζωγραφικής στον δυτικό τοίχο του Γενί Τζουμά (εκκλησία Αγίου Ευγενίου)». Το πανομοιότυπό του αναπαράγεται στο σχήμα 62. Οι δύο αριστερές επιγραφές φαίνεται ότι αποτελούν μέρος του αυτοκρατορικού τίτλου, … Βασιλεύς καὶ αὐτοκράτωρκαι πιστὸς βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ, αντίστοιχα. 4. Ο Φίνλεϊ σημείωσε επίσης μια επιγραφή «σε μια γραμμή πάνω από την πόρτα», που αναπαράγεται σε πανομοιότυπο στο σχήμα 62. Δεν μπορούμε να προσφέρουμε διευρυμένη εκδοχή της.304
Αρχιτεκτονική. Αρχικά βασιλική, ο Άγιος Ευγένιος ανοικοδομήθηκε στη σημερινή του μορφή τρίκλιτης εκκλησίας με τρούλο, με κεντρική αψίδα πενταγωνική εξωτερικά και παστοφόρια ελαφρώς πεταλόσχημα στο σχέδιο. Το κτίριο διατηρεί μια προστεθείσα βόρεια βεράντα. Πιθανότατα υπήρχε και νότια βεράντα και σχεδόν σίγουρα ένας νάρθηκας ή δυτική βεράντα, όπου θα φυλάσσονταν οι ζωγραφικοί πίνακες των Μεγάλων Κομνηνών, από τους οποίους δεν υπάρχει πια ίχνος.305
Διακόσμηση. Ο εξωτερικός δυτικός τοίχος, μέρος του εξωτερικού των αψίδων και ολόκληρο το εσωτερικό είναι ζωγραφισμένα. Η εξωτερική ζωγραφική έχει πια χαθεί από τον καιρό, αλλά είναι πιθανό ότι το μεγαλύτερο μέρος της εσωτερικής ζωγραφικής σώζεται σε καλή κατάσταση κάτω από σχετικά λίγα στρώματα ασβεστώματος (και όχι σοβά, γιατί το χρώμα δεν έχει χαραχτεί για δεχτεί σοβά). Το 1917-29 κάποια ζωγραφική ήταν ορατή κοντά στη βόρεια πόρτα. Υπήρξαν περαιτέρω ασβεστώματα από τότε, αλλά το 1971 μια άλλη έκταση ζωγραφικής αποκαλύφθηκε, κάτω από ασβέστη που ξεφλούδιζε στον δυτικό τοίχο του βόρειου εξώστη. Η εκτεθειμένη περιοχή διευρύνθηκε το 1973, αλλά στο μεταξύ είχε παραμορφωθεί και παρέμενε στην ίδια κατάσταση το 1975. Ο πίνακας, με τρεις μορφές (όχι Δέηση ή Μεταμόρφωση), φαινόταν να είναι καλής ποιότητας έργο του 14ου αιώνα, σε σχεδόν άψογη κατάσταση διατήρησης, με πολύ προσεγμένες πινελιές σε κόκκινα, πράσινα και μπλε (φωτ. 169, 170α-γ). Ο Λαζαρόπουλος αναφέρεται σε πίνακα του Προδρόμου (που μοιράζεται την ημέρα γιορτής με τον Άγιο Ευγένιο στις 24 Ιουνίου), στολισμένο με ασημένια αλυσίδα, στην αριστερή πλευρά.306
Στο εξωτερικό των αψίδων είναι εντοιχισμένες πέτρινες πλάκες με ανάγλυφα πτηνών, τσαμπιών από σταφύλια, σταυρών και ημισελήνου. Στη βόρεια βεράντα υπάρχει πίνακας με διακόσμηση σχοινιών.
Η περιγραφή του Τζορτζ Φίνλεϊ του 1850. Η μέχρι τώρα αδημοσίευτη περιγραφή του Φίνλεϊ αξίζει να παρατεθεί πλήρως:
Κυριακή, 23. Επισκέφθηκα τον Άγιο Ευγένιο, την πιο διάσημη θέση στην ιστορία της Τραπεζούντας από το γεγονός του μεγάλου μοναστηριού της που συχνά χρησίμευε ως οχυρό, στο οποίο οι επαναστάτες μπορούσαν να διατηρούνται κοντά στην ακρόπολη και στο κέντρο της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας. Το χρονικό του Πανάρετου (κεφ. 10) αναφέρει ότι μια παράταξη της αριστοκρατίας κατέλαβε το μοναστήρι το έτος 1340 και παρέμεινε σε αυτό από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο πολεμώντας με την κυβερνητική παράταξη στην ακρόπολη, μέχρις ότου δέχθηκαν επίθεση από τον μεγάλο δούκα Ιωάννη τον Ευνούχο με το πολιορκητικό πυροβολικό της εποχής και το υπέροχο μοναστήρι κάηκε.307 Η σημερινή εκκλησία, τώρα το μοναστήρι του Γενί Τζουμά ή Νέας Παρασκευής, κτίστηκε από τον Αλέξιο Γ’. Είναι μικρή και ο τρόπος κατασκευής της φαίνεται να υποδηλώνει ότι, όσο πλούσια προικισμένη κι αν ήταν αυτή και το μοναστήρι, από τον αναστηλωτή τους Αλέξιο Γ’, τα ίδια τα κτίρια πρέπει να ήσαν πολύ κατώτερα σε στιβαρότητα από το προηγούμενο μοναστήρι. Ίσως φρόντισε τα νέα του κτίρια να μη θεωρηθούν ότι θα λειτουργούσαν ως οχυρό για τον αποκλεισμό του ανακτόρου του και της ακρόπολης της πρωτεύουσάς του. Δεν μπόρεσα να βρω κανένα ίχνος του μοναστηριού εκτός από μια πολύ αμφίβολη θεμελίωση, αλλά μερικά μπορεί να είναι κρυμμένα στα γύρω τούρκικα σπίτια και τους κήπους. Η τοποθεσία δείχνει αμέσως τις ιδιαιτερότητες που της επέτρεψαν να χρησιμεύει ως οχυρό εναντίον της αρχαίας και της σύγχρονης πόλης, όπως λέει ο Peyssonnel, Traite, ότι συνέβη κατά τους τελευταίους αιώνες, κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων που διεξάγονταν μεταξύ των Τούρκων πυροβολητών (τοπτζήδων, topdgées) της ακρόπολης και των γενίτσαρων της κάτω πόλης, που κατέλαβαν τον λόφο του Αγίου Ευγενίου.308 Βρίσκεται σε σημείο που χωρίζεται από την ακρόπολη από τη μεγάλη χαράδρα που αποτελεί την προστασία της αρχαίας ακρόπολης και πόλης προς τα ανατολικά και επίσης από τη θέση της σύγχρονης πόλης από φαράγγι λιγότερο απότομο, που θα μπορούσε όμως σε παλαιότερες εποχές να αποτελέσει αποτελεσματικό φράγμα κατά της επίθεσης. Τα τείχη του μοναστηριού που δεσπόζουν πάνω από τις δύο χαράδρες και διασχίζουν τον επίπεδο χώρο προς νότο, ο οποίος συνδέεται με τις χαμηλότερες πλαγιές από το Μπόζτεπε, θα αποτελούσαν πολύ ισχυρή θέση, με εγκαταστάσεις επικοινωνίας με τη χώρα στα ανατολικά και νοτιοανατολικά της Τραπεζούντας και με έλεγχο του σύγχρονου δρόμου προς Ερζερούμ,309 που πρέπει να ήταν μια από τις μεγάλες γραμμές επικοινωνίας μεταξύ των επαρχιών της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και της πρωτεύουσας.
Δεν κατάφερα να μπω στο τζαμί. Ο ιμάμης το εμποδίζει. Υπάρχει μια στοά πριν από τη σημερινή είσοδο, αλλά η κύρια είσοδος ήταν στη δεξιά ή δυτική πλευρά και είχε στοά τώρα κατεστραμμένη. Σκαρφάλωσα πάνω από έναν τοίχο κήπου για να εξετάσω τους πίνακες σε αυτήν την πλευρά που ανέφερε ο Φαλμεράγιερ και οι οποίοι φαίνεται ότι έχουν καταστραφεί από τον καιρό ακόμη και μετά την επίσκεψή του, καθώς πολύ λίγα μπόρεσα να αναγνωρίσω είτε από τις μορφές είτε από τις επιγραφές στις τρεις επισκέψεις που έκανα σε αυτό το σημείο, όλες κάποιας διάρκειας, γιατί μετά την πρώτη επίσκεψη πήρα το μεσημεριανό μου στη στοά του τζαμιού. Ο Αλέξιος Γ’ στέφθηκε και παντρεύτηκε τη Θεοδώρα Καντακουζηνή σε αυτή την εκκλησία (Πανάρετος, κεφ. 15, 16, 1349 και 1351 μ.Χ.)310 και είναι πιθανό οι προσωπογραφίες τους να παρουσιάζονταν στους τοίχους της εκκλησίας στη στοά. Μπορούσα να διακρίνω τα κόκκινα ενδύματα και τους χρυσούς αετούς στις άκρες τους, καθώς και θραύσματα επιγραφών που τις δήλωναν ως αυτοκρατορικές προσωπογραφίες, αλλά δεν διακρινόταν κάποιο όνομα. Για να αυξήσω τη δυστυχία μου, αντί να μπορέσω να αναγνωρίσω τις μορφές του Αλέξιου Α' και του Αλεξίου Γ’ που είδε ο Φαλμεράγιερ, δεν μπόρεσα να βρω ούτε τις δάφνες και τις αζαλέες, τίποτε άλλο παρά συκιές, αμυγδαλιές και φασολιές, με λίγα κώνεια (βρωμόχορτα) που φυτρώνουν κοντά στο τείχος.311
Ιστορία. Η περίεργη ιστορία της λατρείας του Αγίου Ευγενίου, η οποία μπορεί να εμφανίστηκε στην Τραπεζούντα τον 5ο αιώνα, συζητείται στη σελ. 168 πιο πάνω. Η πρώτη σταθερή απόδειξη λατρείας, όταν μπορεί να υποτεθεί ότι υπήρχε επίσης ιερό ή ναός αφιερωμένος στον μάρτυρα, έρχεται με τη δήλωση του Προκοπίου ότι ο Ιουστινιανός έχτισε υδραγωγείο του Αγίου Ευγενίου τον 6ο αιώνα και με τις δραστηριότητες του Τυχικού τον 7ο αιώνα. Δεν υπάρχει όμως τίποτε που να υποστηρίζει την αγαπημένη παράδοση ότι ο Βελισάριος συνδεόταν με την εκκλησία (και με τον Άγιο Βασίλειο, τη Σουμελά και τη Βαζελώνος) και ότι ο Τυχικός διατηρούσε την περίφημη βιβλιοθήκη του στον Άγιο Ευγένιο.312
Ο Ξιφιλίνος και ο Λαζαρόπουλος δίνουν λίγο-πολύ στέρεες (και τυχαίες) μαρτυρίες για την ύπαρξη μονής του Αγίου Ευγενίου από τα τέλη του 9ου αιώνα. Μόνο με τον Ξιφιλίνο, όμως, θα μάθαινε κανείς μόνο ότι υπήρχαν λείψανα κοντά στον τόπο του μαρτυρίου, εκκλησία και λατρεία. Αν και θα είχε δει τον Βασίλειο Β΄ στην Τραπεζούντα το 1021/22 (γιατί ο Ξιφιλίνος γεννήθηκε εκεί μεταξύ 1006 και 1013), πιο λεπτομερείς πληροφορίες για την πρώιμη μονή και για τα κληροδοτήματα του Βασιλείου σε αυτήν έρχονται αναδρομικά, και ίσως λιγότερο αξιόπιστα, στον Λαζαρόπουλο. Το αρχικό μοναστήρι φαίνεται ότι εξαρτιόταν οικονομικά από τα ετήσια καραβάνια προς νότο (μέσω Ματζούκας ή Σούρμαινων) σε εκείνες που φαίνεται ότι ήσαν εκτεταμένες κτήσεις γύρω από την Παϊπέρτη (Μπαϊμπούρτ), όπου άκμαζε επίσης η λατρεία των μαρτύρων, μέχρι ότου οι επιδρομές των Σελτζούκων δυσκόλεψαν τις επικοινωνίες. Υπήρχε επίσης προάστειον στη Μαχνόη, το οποίο φρόντιζε μοναχός και προφανώς προσεγγιζόταν με βάρκα. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε το μέρος. Στους ηγούμενους του Αγίου Ευγενίου περιλαμβάνονταν ο Αντώνιος της Παϊπέρτης (κατά τη βασιλεία του Βασιλείου Α’), ο Εφραίμ (διάδοχός του, που ασχολήθηκε πολύ με τις εκμεταλλεύσεις της Παϊπέρτης), ίσως ο Θεόδωρος (ανιψιός του Εφραίμ, ευεργετημένος από θαύμα του Αγίου Ευγενίου), ο Παύλο του Γαλησίου (άκμ. 1042-55), ο Μελέτιος, ο Λουκάς Τζάθης (άκμ. 1297-1330) και έναςμεταγενέστερος Βασίλειος. Αλλά όταν προσπαθούμε να συμφιλιώσουμε τον Λαζαρόπουλο, ακόμη και τον Πανάρετο, με όσα αρχαιολογικά στοιχεία υπάρχουν για ένα κτίριο που δεν έχει εξεταστεί ποτέ πλήρως, βρισκόμαστε αντιμέτωποι, όπως συμβαίνει συχνά, με άμεσες αντιφάσεις. Γράφοντας είκοσι χρόνια μετά, ο Πανάρετος αναφέρει ότι η εκκλησία κάηκε ολοσχερώς το 1340. Ο Λαζαρόπουλος υποστήριζε ότι υπήρχαν ακόμη ορατά κληροδοτήματα του Βασιλείου Β’ στην εκκλησία, που πιθανώς έγιναν το 1021/22: δύο μεγάλες αψίδες (γιατί όχι τρεις;), ένας τρούλος και δύο μεγάλοι κίονες.313 Αυτό θα το απέρριπτε κανείς αμέσως, αν δεν υπήρχε το γεγονός ότι τα δύο δυτικά βάθρα είναι όντως ιδιόμορφα, καθώς ενσωματώνουν επαναχρησιμοποιημένους δωρικούς κίονες.
Βρισκόμαστε σε πιο σταθερό έδαφος στην αφήγηση του Λαζαρόπουλου για την εισβολή του Μελίκ το 1223. Ο Μελίκ στρατοπέδευσε κοντά στον Άγιο Ευγένιο για τη δεύτερη επίθεσή του στην πόλη (την οποία απέκρουσε έξυπνα ο ίδιος ο μάρτυρας, επειδή ο ηγούμενος του Αγίου Ευγενίου περιέφερε το κεφάλι του στα τείχη). Η απειλή του Μελίκ να κάψει το ιερό του Αγίου Ευγενίου αποφεύχθηκε. Το ότι το ιερό και το μοναστήρι βρίσκονταν τότε στο ανατολικό προάστιο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο Μελίκ ξεκίνησε αυτή τη δεύτερη επίθεση καίγοντας την περιοχή του παζαριού εκεί. Ο Ιωάννης Ζανξής, ήρωας της πολιορκίας, θάφτηκε στο μοναστήρι και η χήρα του έδωσε σε αυτό την τελευταία γνωστή του εκμετάλλευση τοῦ Πουτζέα στάσιν τὴν ἐν χωρίῳ Ἀμμωδίῳ. Αλλά το ότι η εκκλησία του 1223 (ή ακόμη και του 1021/22) δεν ήταν εκείνη που γνώριζε ο Λαζαρόπουλος τη δεκαετία του 1360, υποδηλώνεται από την αναφορά του σε αυτήν ως «το παλιό μοναστήρι».314 Όμως, η επιγραφή του 1291 δείχνει ότι η παλαιότερη εκκλησία πιθανότατα μοιραζόταν το ίδιο δάπεδο με τη μεταγενέστερη. Η παραπομπή του Φίνλεϊ από τον Πανάρετο αναφέρεται στην πλήρη πυρπόληση της εκκλησίας στα δεινά του 1340. Υπέθεσε ότι ο Αλέξιος Γ’ ήταν ο επανιδρυτής. Όμως, ένα σωζόμενο τυπικόν από το μοναστήρι (αλλά όχι γι’ αυτό), τώρα κώδικας Βατοπεδίου 954/1199, που γράφτηκε και διακοσμήθηκε από τον Ιωάννη Αργυρό για τον γαιοκτήμονα της Ματζούκας Προκόπιο Χαντζαμή, χρονολογείται τον Φεβρουάριο του 1346,315 υποδηλώνοντας επανίδρυση πριν ανέλθει στο θρόνο ο Αλέξιος Γ’ το 1349. Όμως ο Αλέξιος Γ’, όπως και ο Αλέξιος Β', προστάτευε σαφώς τη μονή και στέφθηκε και παντρεύτηκε εκεί. Ένα άλλο λειτουργικό χειρόγραφο, ο κώδικας Σινά 310/1230, η δερμάτινη βιβλιοδεσία του οποίου φέρει σφραγισμένο σχέδιο σε μικρό δίσκο του Αγίου Ευγενίου έφιππου (κάπως σε στυλ των σύγχρονων τύπων νομισμάτων), γράφτηκε στο μοναστήρι από τον αυτοκρατορικό νοτάριο Γεώργιο Ραφερενδάριο το 1365. Εκτός από αυτή τη λιτή μαρτυρία για ένα δωμάτιο-γραφείο (scriptorium) εκεί, γνωρίζουμε ότι ο Χιονιάδης, ο αστρονόμος-επίσκοπος, έδινε μαθήματα στο μοναστήρι, τα οποία παρακολουθούσαν ακόμη και Αρμένιοι.316
Η εκκλησία του Αγίου Ευγενίου μετατράπηκε, κατά την παράδοση, σε Γενί Τζουμά Τζαμί, όταν ο Φατίχ προσευχήθηκε σε αυτήν τον Αύγουστο του 1461. Στην πραγματικότητα, ο καθηγητής Λόρι απέδειξε πρόσφατα ότι τόσο η εκκλησία όσο και η περιοχή της παρέμειναν πιθανώς σε χριστιανικά χέρια μέχρι τον 16ο αιώνα. Η τύχη των μοναστηριακών εκμεταλλεύσεων στη Μαχνόη και στο Αμμώδιον είναι άγνωστη, αλλά μια άλλη εκμετάλλευση στη Δρυώνα (Ντιρόνα) πέρασε στα χέρια των Οθωμανών αμέσως μετά το 1461.317
Τα φιλολογικά στοιχεία και όσα γνωρίζουμε από τα αρχαιολογικά στοιχεία βρίσκονται ξεκάθαρα σε αντίθεση. Η εκκλησία μπορεί στην πραγματικότητα να μην είχε υποστεί μεγάλες ζημιές το 1340, αν και η αναφορά του Πανάρετου ότι τότε καταστράφηκαν «όλες οι ομορφιές» υποδηλώνει ότι ήταν η διακόσμησή της που καταστράφηκε εκείνη την εποχή, και ότι εκείνο που φαίνεται ότι είναι το μοναδικό στρώμα ζωγραφικής στην εκκλησία φτιάχτηκε εκεί μετά, πιθανότατα βλέποντας το φως της ημέρας για λίγο περισσότερο από έναν αιώνα, μέχρι να ασβεστωθεί πριν από το 1523.318 Ως πολιούχος των Μεγάλων Κομνηνών, ο Άγιος Ευγένιος και το μοναστήρι του μπορεί κάλλιστα να έλαβαν χάρες από όλους τους αυτοκράτορες, από τον Αλέξιο Α' μέχρι τον Αλέξιο Γ’, όπως θα μπορούσε να προτείνει ο Φαλμεράγιερ, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι είχε δει τις προσωπογραφίες τους στον δυτικό τοίχο. Οι Μεγάλοι Κομνηνοί είχαν σίγουρα πάθος να στήνουν πίνακες δυναστικών ομάδων. Τέτοιοι βρίσκονταν στην Ακρόπολη (αριθ. 4), στη Θεοσκέπαστο (αριθ. 124), στον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης (αριθ. 88), στην Αγία Σοφία (αριθ. 112) και στη Σουμελά.318α Μπορεί όμως κανείς εύλογα να αμφιβάλλει αν και οι δεκαοκτώ ηγεμόνες μεταξύ 1204 και 1349 απεικονίζονταν έξω από τον Άγιο Ευγένιο. Μια τέτοια κλίμακα δυναστικής προσωπογραφίας θα ξεπερνούσε κάθε αντίστοιχη στις σερβικές εκκλησίες της ίδιας εποχής ή σε μεταγενέστερες ρουμανικές. Το πιθανότερο είναι ότι ο Αλέξιος Γ’ θα απεικόνιζε την άμεση οικογένειά του και τη νέα του νύφη Θεοδώρα Καντακουζηνή, όπως στη Θεοσκέπαστο, σε εποχή που η αξίωσή του για τον θρόνο αμφισβητούνταν ακόμη.319 Το δάπεδο, με την επιγραφή του 1291, φαίνεται ότι επισκευάστηκε δύο φορές, τη δεύτερη φορά μάλλον απρόσεκτα (ίσως αφότου το κτίριο έγινε τζαμί τον 16ο αιώνα).
Η Σελίνα Μπάλανς υποστηρίζει (αντίθετα με τον Λαζαρόπουλο) ότι ο αρχικός Άγιος Ευγένιος δεν μπορεί να έφερε τρούλο. Ο περίεργα γωνιώδης νότιος τοίχος του κτιρίου υποδηλώνει παλαιότερη ευθυγράμμιση. Πολύ διστακτικά, επομένως, μπορεί κανείς να υποθέσει την ακόλουθη χρονολόγηση.
1. Μια πρώτη εκκλησία στη θέση, προικισμένη το 1021/22 από τον Βασίλειο Β’ [Βουλγαροκτόνο] με δύο κίονες και ίσως άλλα στοιχεία. Αυτή η εκκλησία υπήρχε ακόμη το 1223
2. Ο Άγιος Ευγένιος ξαναχτίστηκε ως βασιλική το 1291 περίπου, όταν στρώθηκε το δάπεδο, ίσως με την ευθυγράμμιση του σημερινού νότιου τοίχου
3. Ο Άγιος Ευγένιος διευρύνθηκε και επισκευάστηκε μετά το 1340, όχι απαραίτητα από τον Αλέξιο Γ’. Προστέθηκε τρούλος και οι δύο κίονες επαναχρησιμοποιήθηκαν για να ενισχύσουν τα δυτικά βάθρα στήριξης.
4. Δυναστικές προσωπογραφίες προστέθηκαν μετά το 1350 από τον Αλέξιο Γ’. Εσωτερικοί πίνακες προστέθηκαν μετά το 1340 και ίσως και μετά το 1350.
Όπως έχει ήδη επισημανθεί, ο Άγιος Ευγένιος ξαναχτίστηκε την ίδια περίπου εποχή με τη Χρυσοκέφαλο (αριθ. 120), και ίσως μάλιστα σε αντιπαλότητα με τον καθεδρικό ναό. Δεν γνωρίζουμε όμως ποια εκκλησία χρησίμευσε ως πρωτότυπο της άλλης.
78. Σπήλαιον τοῦ Ἁγίου Εὐγενίου
Θέση. Περίπου 80 μ. δυτικά-νοτιοδυτικά του Αγίου Ευγενίου (αριθ. 77).
Διακόσμηση και επιγραφές. Εκατέρωθεν όρθιας ζωγραφισμένης μορφής με μανδύα και φωτοστέφανο, ο Παρανίκας διάβασε (πάνω από τη μορφή και αριστερά): ΑΓ.. IΟC (το οποίο ερμήνευσε αμέσως ως AΓ[IOC ΕΥΓ EN]IOC), (στα αριστερά της μορφής): …O/… Η /…ΩN/ (C)ΩCON / TON ΔΟΥ/ΛΟΝ. Και (στα δεξιά της μορφής, με πιο ελεύθερα κεφαλαία): ΑΓΙ(OC) ΕΥΓ/ENIOC.320 Ο Μελιόπουλος όμως είδε αριστερά μόνο τα αινιγματικά γράμματα Τ Α Ε Κ Π Ο.321n>
Αρχιτεκτονική. Λαξευμένο σε βράχο παρεκκλήσι ή ιερό, μήκους 3,10 μ., πλάτους 2,75 μ. και ύψους 1,40 μ., στο οποίο φτάνει κανείς μέσω πόρτας πλάτους 1,30 μ. και ύψους 1,40 μ. Είχε δύο λαξευμένες στον βράχο «κλίνες» (λειτουργικές κόγχες;), διαστάσεων 1,77×0,54×0,45 μ. και 1,82×0,64×0,67 μ. αντίστοιχα, και «τραπέζι» μήκους 1,60 μ. και πλάτους 0,56 μ. Το αναμφισβήτητα περίεργο σχέδιο του Παρανίκα δείχνει το ημικυκλικό ζωγραφισμένο τμήμα του σπηλαίου που υψώνεται από τοίχο έξι σειρών κομματιών πέτρας, στον οποίο έχει μπει η πόρτα.
Ιστορία. Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1898 και δεν έχει αναφερθεί από το 1904. Δεν μπορέσαμε να το εντοπίσουμε. Ο Παρανίκας και ο Μελιόπουλος διεκδίκησαν φυσικά προγενέστερες σχέσεις γι' αυτό και μάλιστα μια εκκλησία σε σπηλιά μπορεί κάλλιστα να προηγείται χρονικά της σημερινής εκκλησίας του Αγίου Ευγενίου από πάνω. Αλλά η «επίπλωση» είναι περίεργη και κανένας από τους Τραπεζούντιους σοφούς δεν φαίνεται να είναι πολύ σίγουρος για τις επιγραφές (υπάρχουν ακόμη και αποκλίσεις στα δύο πανομοιότυπα που δημοσίευσε ο Παρανίκας). Οποιοδήποτε περαιτέρω σχόλιο, όπως εκείνα που έκαναν αυτοί, θα ήταν επομένως καθαρή εικασία.
79. Ἅγιος Εὐστράτιος
Θέση. Νότια της Τραπεζούντας, με προσέγγιση από τον «πάνω δρόμο», πάνω από το όρος Μίθριον (βλ. σχήμα 41).
Ιστορία. Ο Μελίκ εξαπέλυσε την πρώτη του επίθεση στην Τραπεζούντα από την κατεύθυνση του Αγίου Ευστρατίου και του νότου το 1223. Η αφιέρωση στον μάρτυρα των Αραβράκων μπορεί να υποδηλώνει, όπως εκείνη στον Άγιο Αυξέντιο (αριθ. 62), μια πρώιμη χρονολογία.
Ταυτοποίηση. Από την αφήγηση του Λαζαρόπουλου ο Άγιος Ευστράτιος μπορεί να θεωρηθεί ως ορόσημο. Αν ναι, τον ταυτίζουμε διστακτικά με το πολύ εμφανές Καρλίκ Τεπέ, περίπου 7-8 χλμ. νοτιοδυτικά της πόλης. Εδώ Ο Ουίνφιλντ αναφέρει τα ερείπια τρίκλιτου παρεκκλησίου, με τρεις χοντρικά στρογγυλεμένες αψίδες και έναν πολύ μεγάλο νάρθηκα. Κονιοποιημένο τούβλο έχει χρησιμοποιηθεί στο κονίαμα. «Περίπου 4 μέτρα κάτω από την κορυφή και κομμένη στον βράχο κάτω από το νότιο παρεκκλήσι, υπάρχει μικρή σπηλιά με δύο κόγχες κομμένες στα τοιχώματά της και μια σαρκοφάγος κομμένη στον βράχο».322
80. Ἅγιος Γεώργιος
Θέση. Στην ενετική συνοικία του 1367, στο ανατολικό προάστιο της πόλης (αριθ. 28).
Επιγραφή. Μια επιγραφή από μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου είδε ο Φίνλεϊ, σε αυτό που φαίνεται ότι ήταν ο ναός του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά (αριθ. 115). Το πανομοιότυπό της δίνεται στο σχήμα 63. Γράφει: Ἀνιστορίσθει ὁ ναὸς | τοῦ ἁγίουΓεωργίου παρὰ | Ἄννης Μαγηστρίσας | τῆς Τζιλιποῦγκης | ὑπὲρ ψυχηκῆς. Η Μαγηστρίσα (;) Άννα Τζιλιπούγκη δεν μαρτυρείται αλλού, αλλά το οικογενειακό της όνομα φαίνεται ότι είναι τουρκικό (Τσελεμπή ;).323
Ταυτοποίηση. Για λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω και πιο κάτω, πιστεύουμε ότι αυτός ο Άγιος Γεώργιος θα μπορούσε να ταυτίζεται με την Εκκλησία Γ (αριθ. 32), τον Άγιο Γεώργιο Τσαρτακλή (αριθ. 84) και τον Άγιο Γρηγόριο του Τάλμποτ Ράις (αριθ. 87).
81. Ἅγιος Γεώργιος
Θέση. Σημειώνεται στο συγκεχυμένο σχέδιο του Μπορντιέ, σε εκείνο που θα μπορούσε να είναι είτε η Ακρόπολη είτε η Μέση Πόλη.
Ιστορία. Το 1609 ο Μπορντιέ ισχυρίστηκε ότι το κτίριο που απεικονίζεται ως βασιλική με φεγγίτες (clerestory) και πύργο, ήταν ρωμαιοκαθολική εκκλησία αλλά βρισκόταν τότε στα χέρια των Γεωργιανών. Ούτε αυτός ο Άγιος Γεώργιος, ούτε γεωργιανή εκκλησία μαρτυρείται αλλού.324 Ρωμαιοκαθολική εκκλησία εντός της περιτειχισμένης πόλης στους Τραπεζούντιους χρόνους ή Γεωργιανή (ή απλώς χριστιανική) στην Οθωμανική εποχή είναι και οι δύο εγγενώς απίθανες.
82. Ἅγιος Γεώργιος Κορτιᾶς, Κυρτ(σ)ᾶς, ή Κουρτζᾶς
Θέση. Πάνω από τη χαράδρα του Αγίου Γεωργίου, από την οποία παίρνει, ή στην οποία δίνει, το όνομά του. Κοντά στον Άγιο Ευγένιο και στα βορειοδυτικά του.
Επιγραφή. Στρογγυλή πέτρινη πλάκα που καταγράφει την αναστήλωση του θρόνου του από τον μητροπολίτη Βασίλειο (φωτ. 161), χαμένη πια. Η πλάκα είναι σχεδόν ανάλογη με την επιγραφή 2 της Χρυσοκεφάλου (σχήμα 60), η οποία χρονολογείται στο 914. Μεταφέρθηκε από τη Χρυσοκέφαλο στον Άγιο Γεώργιο πριν από το 1893, σύμφωνα με τον Μιγιέ.
Ιστορία. Αυτό το προφανώς μεσαιωνικό παρεκκλήσι αντικαταστάθηκε τον 19ο αιώνα από άλλο παρεκκλήσι στην ενορία του Χριστού. Το επίθετό του πιθανότατα προέρχεται από την Κόρτη ή Ακρόπολη που βρίσκεται από πάνω του. Με το παρεκκλήσι συνδεόταν μια ιερή κρήνη (πιθανότατα εκείνη του αριθ. 85), που λατρεύονταν τόσο από χριστιανούς όσο και από μουσουλμάνους. Σήμερα δεν μπορούμε να βρούμε κανένα ίχνος από τα δύο.325
83. Ἅγιος Γεώργιος τοῦ καλουμένου Λιμνιώτου
Θέση. Το 1223 ήταν μικρή πύλη από την Ακρόπολη, πιθανώς συνδεδεμένη με παρεκκλήσι, την οποία έχουμε ταυτίσει με εκείνη στη βορειοανατολική γωνία της Ακρόπολης (αριθ. 55). Βρισκόταν πάνω στην αυτοκρατορική τελετουργική διαδρομή από το παλάτι προς τη Χρυσοκέφαλο326 (φωτ. 123α).
84. Ἅγιος Γεώργιος Τσαρτακλῆ
Θέση. Ανάμεσα στο Μεράς Τζάντεσι και την τοποθεσία του Ενετικού Κάστρου.
Ταυτοποίηση και ιστορία. Για λόγους που αναφέρονται πιο πάνω και πιο κάτω, πιστεύουμε ότι αυτός ο Άγιος Γεώργιος θα μπορούσε να ταυτιστεί με την Εκκλησία Γ (αριθ. 32), τον Άγιο Γεώργιο του 1367 (αριθ. 80) και τον Άγιο Γρηγόριο του Τάλμποτ Ράις (αριθ. 87), που θα του έδινε σταθερό μεσαιωνικό υπόβαθρο. Αλλά δεν λαμβάνει το επίθετο «Τσαρτακλή» μέχρι τον 18ο αιώνα, όταν η ενορία, της οποίας ήταν η κύρια εκκλησία, βρισκόταν στα χέρια της οικογένειας Σατίρογλου. Το επίθετο είναι ίσως τούρκικο (τσαρσί ή παζάρι, τσαρντακλί ή πέργκολα).327
85. Κρήνη του Αγίου Γεωργίου
Ιστορία. Ο Ρίτερ αναφέρει μια κρήνη (ἁγίασμα) του Αγίου Γεωργίου, κοντά στον Άγιο Ευγένιο, που οι Τούρκοι ονομάζουν «Χιντρ Ιλιάς» (Προφήτης Ηλίας). Είναι κατά πάσα πιθανότητα ταυτόσημη με εκείνη του αριθ. 82.328
86. Ἅγιος Γρηγόριος
Θέση. Σε μικρή κορυφή, δίπλα στο στόμιο του Πυξίτη.
Ιστορία. Αυτή η μικρή εκκλησία ή παρεκκλήσι, με ωραία βρύση και κήπους κοντά, σημειώνεται μόνο από τον Μπορντιέ το 1609, ο οποίος τη θεωρούσε «πολύ παλαιά» ("fort ancienne"). Δεν μπορούμε να βρούμε κανένα ίχνος της.329
87. Ἅγιος Γρηγόριος
Θέση. «Ανάμεσα στον κεντρικό δρόμο του παζαριού και τη θάλασσα».
Αρχιτεκτονική. Τρίκλιτη εκκλησία με τρεις ημικυκλικές αψίδες και τέσσερις κίονες εσωτερικά. Είναι πιθανότατα λίγο προγενέστερη από το Νακίπ Τζαμί, με το οποίο μοιάζει πολύ τόσο σε στυλ όσο και σε σχέδιο. Η εκκλησία, η οποία δεν σώζεται πια, αναφέρεται μόνο από τον Τάλμποτ Ράις. Καθώς κανένας ναός του Αγίου Γρηγορίου δεν μαρτυρείται εδώ διαφορετικά, είναι πιθανό ο Τάλμποτ Ράις πληροφορήθηκε λάθος για την αφιέρωσή της και ότι αυτό που είδε ήταν στην πραγματικότητα ο Άγιος Γεώργιος Τσαρτακλή (αριθ. 84). Αν είναι έτσι, η ταύτιση του Αγίου Γεωργίου Τσαρτακλή με τον Άγιο Γεώργιο του 1367 (αριθ. 80) γίνεται ισχυρή πιθανότητα.330
88. Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης
Θέση. Στο ανατολικότερο ακρωτήριο του ανατολικού προαστίου πριν από το Λεοντόκαστρον (σχήμα IΙΙ, φωτ. 152α, 171).
Επιγραφές. 1. Επιγραφή του Διοκλητιανού που χτίστηκε στην εκκλησία πριν από το 1863 και αντικαταστάθηκε, με το μεγαλύτερο μέρος της όψης της να φαίνεται, όταν ξαναχτίστηκε η εκκλησία μετά το 1863.331 2. Επιτάφιο επίγραμμα του μακαριστού Θεοδώρου «ηγούμενου αυτής της μονής», που εκοιμήθη στις 7 Μαΐου έτους 6871 από κτίσεως κόσμου = 1363 μ.Χ., στο νεκροταφείο της εκκλησίας.332 3. Επιγραφή που αναφέρεται σε κάποια Ευδοκία που έγινε μοναχή με το όνομα Ευφημία, η οποία απαιτεί σχολιασμό.
Ο Φαλμεράγιερ δημοσίευσε πανομοιότυπο τεσσάρων επιγραφών στην Παναγία Θεοσκέπαστο (αριθ. 124). Ήσαν, κατά σειρά, του Αλέξιου Γ', της συζύγου του Θεοδώρας, της Ευδοκίας/Ευφημίας και της μητέρας του Ειρήνης. Το πανομοιότυπο του Φαλμεράγιερ για την επιγραφή της Ευδοκίας/Ευφημίας παρουσιάζεται στην εικόνα 65.
Η ερμηνεία του ήταν: + ΕΥΔΟΚΙΑ ΧΥ XAPITI EYCE/BECTATH Ή ΔΙΑ TOY ΘΕΟΥ ΚΑΙ / ΑΓΓΕΛΗ ΕΥΦΜΜΗ Ἡ ΜΟΝΑΧΗ (sic) / Ἡ ΜΑΜΗ ΤΟΥ ΙΟΑΝΟΥ.333 Αυτό αναθεωρήθηκε από τον Μιγιέ ως /Εὐδοκία Χ(ριστο)ῦ χάριτι εὐ/σεβεστάτη ἡ διὰ Θεοῦ καὶ / Ἀγγέλι Εὐφίμι ἡ μοναχὴ / ἡ μάμι τοῦ Ἠοάννου.334 Η ταυτότητα αυτής της Ευδοκίας/Ευφημίας, και η ανάγνωση της τελευταίας γραμμής της επιγραφής, έχει προβληματίσει τον Μπράιερ, τον Κουρσάνσκις και τον Λαμψίδη, που πρότεινε την ανάγνωση Η ΜΕΓΑΛΗ KOMNHNH για την τελευταία γραμμή.335 Όλοι εργάζονταν με την υπόθεση ότι η Ευδοκία/Ευφημία ήταν Μεγάλη Κομνηνή, με κάποια σχέση με έναν Ιωάννη, η οποία έγινε καλόγρια στη Θεοσκέπαστο. Παρήγαγαν λοιπόν μερικές έξυπνες λύσεις. Όμως ο Μπράιερ είχε ενοχληθεί από το γεγονός ότι ο Φαλμεράγιερ ήταν ο μοναδικός μάρτυρας της επιγραφής της Ευδοκίας/Ευφημίας στη Θεοσκέπαστο. Δεν σημειώθηκε από τον Τουρνεφόρ (1701), τον Μπιτζισκιάν (1819) ή τον Τεξιέ (1839), ο οποίος δημοσίευσε ένα ομολογουμένως μπερδεμένο πανομοιότυπο των άλλων τριών επιγραφών, αλλά με συνοδευτικές προσωπογραφίες μόνο του Αλέξιου Γ', της Θεοδώρας και της Ειρήνης.336 Κανένας μάρτυρας πριν από την επαναζωγράφιση των πινάκων της Θεοσκεπάστου το 1843 δεν αναφέρει ότι η επιγραφή Ευδοκία/Ευφημία (που σημειώθηκε μόνο από τον Φαλμεράγιερ) συνοδευόταν από προσωπογραφία. Επιπλέον, είναι η μοναδική επιγραφή από μια ουσιαστικά δυναστική ομάδα, που δεν αναφέρει κανέναν αυτοκρατορικό τίτλο ή όνομα. Αυτοί οι παράγοντες έπρεπε να κινούν υποψίες, αλλά εκείνο που δεν παρατηρήθηκε τότε από τους Μιγιέ, Λαμψίδη, Μπράιερ ή Κουρσάνσκις είναι ότι προφανώς η ίδια επιγραφή σημειώθηκε από τον Παρανίκα στον ναό του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, μετά την ανοικοδόμησή του το 1863, και, επομένως, πιθανότατα ήταν κομμένη σε πέτρα παρά ζωγραφισμένη δίπλα σε προσωπογραφία. για το οποίο δεν υπάρχουν στοιχεία. Το συμπέρασμα μπορεί να είναι μόνο ότι ο Φαλμεράγιερ στις σημειώσεις του είχε εισαγάγει μια επιγραφή από τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης σε μια ομάδα τριών αυτοκρατορικών προσωπογραφιών στη Θεοσκέπαστο, μεταξύ των οποίων τρεις άλλοι μάρτυρες δεν είδαν ούτε προσωπογραφία ούτε επιγραφή. Βοηθά το γεγονός ότι ο Παρανίκας δεν γνώριζε τον Φαλμεράγιερ και ο Λαμψίδης, με τη σειρά του, δεν γνώριζε τον Παρανίκα (ή, μάλλον, δεν αναφέρονται ο ένας στον άλλον), γιατί τόσο ο Φαλμεράγιερ όσο και ο Παρανίκας διάβασαν ότι η Ευδοκία/Ευφημία ήταν μάμμη ενός Ιωάννη, παρά μια Μεγάλη Κομνηνή. Είναι πιθανό ότι η Ευδοκία/Ευφημία ήταν η Ευδοκία Παλαιολογίνα, σύζυγος κάποιου Ιωάννη Β’ (1282-97), που ήταν γιαγιά (μάμμη) του Ιωάννη Γ’ (1342-44), και ότι τονίζεται ο Ιωάννης Γ', και όχι οι γιοι της Αλέξιος Β’ ή Μιχαήλ, επειδή υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι αποδοκίμαζε την εξουσία των γιων της κατά τη διάρκεια της χηρείας της, πριν από τον θάνατό της το 1301. Υπάρχουν επίσης κάποιες ενδείξεις (που αναφέρονται πιο κάτω) ότι η Ευδοκία Παλαιολογίνα συνδεόταν με την εκκλησία.337 Αυτό θα συμφωνούσε με μια μορφή που ήταν προφανώς αυτοκρατορική (εὐσεβεστάτη) αλλά όχι Μεγάλη Κομνηνή.
Ιστορία πριν από το 1863. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης ήταν μεσαιωνικό μοναστήρι, πιθανότατα χαρακτηρισμένο ως «Άγιος Γρηγόρος» στο ντεφτέρ του 1487. Ήταν ακόμη μοναστήρι (με συνδέσεις με το Βατοπέδι του Αγίου Όρους) στις αρχές του 17ου αιώνα. Ύστερα από το 1665 περίπου, όταν ο Άγιος Φίλιππος (αριθ. 108) μετατράπηκε σε τζαμί, έγινε ο καθεδρικός ναός της Τραπεζούντας και ξαναχτίστηκε πλήρως το 1863.338 Η καλύτερη περιγραφή της όψης του πριν από τότε είναι εκείνη του Τζορτζ Φίνλεϊ, το 1850:
Ο μητροπολιτικός ναός είναι μικρό κτίσμα, στην ίδια αυλή με την επισκοπική κατοικία. Μπροστά από την πόρτα υπάρχει βεράντα, στον δεξιό και αριστερό τοίχο της οποίας υπάρχουν τρεις αυτοκρατορικές ολόσωμες μορφές σε κάθε πλευρά. Ο ναός είναι αφιερωμένος στον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης. Στον δεξιό τοίχο της βεράντας που βρίσκεται πλησιέστερα στην πόρτα της εκκλησίας υπάρχει η μορφή μιας αυτοκράτειρας με δικέφαλους αετούς κεντημένους στα ιμάτιά της. Η κεντρική μορφή είναι εκείνη ενός αυτοκράτορα, του οποίου τα ιμάτια έχουν μονοκέφαλους αετούς. Αυτό με παρακινεί να υποθέσω ότι ο αυτοκράτορας είναι ο Ιωάννης Β’ (1280-1297) που παντρεύτηκε την Ευδοκία, την κόρη του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, του αναστηλωτή της Βυζαντινής Ελληνικής αυτοκρατορίας, γεγονός που κάνει αυτούς τους πίνακες εξαιρετικά ενδιαφέροντες από την αρχαιότητα τους. [Στο σχήμα 64] Δίνω τη μορφή των στεφάνων που φορούσαν ο αυτοκράτορας και η αυτοκράτειρα. Η τρίτη μορφή κοντά στην πόρτα είναι πολύ παραμορφωμένη. Στην αριστερή πλευρά, η μορφή ενός αυτοκράτορα που βρίσκεται πλησιέστερα στην πόρτα έχει στέμμα παρόμοιο με εκείνο της κεντρικής μορφής στα δεξιά, εκτός από το ότι έχει στην κορυφή του έναν σταυρό από μαργαριτάρια. Τα ιμάτιά του είναι πολύ πλούσια κεντημένα. Οι επιγραφές στη δεξιά πλευρά κοντά στις μορφές είναι δυσανάγνωστες. Δεν μπόρεσα να ανακαλύψω καμία στην αριστερή πλευρά.339
Τα συμπεράσματα του Φίνλεϊ για την ταυτότητα της αυτοκρατορικής μορφής οδήγησαν τον Μίλερ, ο οποίος χρησιμοποίησε το χειρόγραφό του, στο συμπέρασμα ότι η εκκλησία περιείχε τις προσωπογραφίες του Ιωάννη Β’ και της Ευδοκίας Παλαιολογίνας, «και ήταν αξιοσημείωτο ότι ενώ τα ενδύματά του ήσαν στολισμένα με τον μονοκέφαλο αετό, “το ειδικό έμβλημα των Κομνηνών της Τραπεζούντας”,340 εκείνα της αυτοκρατορικής σύζυγός του ξεχώριζαν από τον δικέφαλο αετό του Βυζαντίου, για να δείξει την ανώτερη καταγωγή της».341 Στην πραγματικότητα, η ταύτιση δεν είναι τόσο εύκολη, αν και φαίνεται ότι υπήρχε μια ανεξάρτητη ελληνική παράδοση, ότι η Ευδοκία ήταν εκείνη που ίδρυσε τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης πριν από το 1301.342 Επομένως, το ότι το «ειδικό έμβλημα» των Μεγάλων Κομνηνών ήταν ο μονοκέφαλος αετός μπορεί να είναι κάτι σαν τραπεζούντιος ιστοριογραφικός μύθος που ξεκίνησε από τον Φαλμεράγιερ. Υπάρχει ένας μονοκέφαλος αετός σε ανάγλυφο στην επάνω γωνία της νότιας πρόσοψης της Αγίας Σοφίας (αριθ. 12), αλλά δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο από έναν απλό αετό.343 Όμως από τα μέσα του 14ου αιώνα εμφανίζονται δικέφαλοι αετοί στα νομίσματα της αυτοκρατορίας και τη συμβολίζουν στους καταλανικούς χάρτες.344 Ο δικέφαλος, και όχι μονοκέφαλος, αετός φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ως σήμα της αυτοκρατορίας. Ήταν φυσικά πολύ πιο συνηθισμένο σύμβολο της Παλαιολόγειας Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Στο Καριγιέ Τζαμί δικέφαλοι αετοί διακοσμούν τα ενδύματα ενός Παλαιολόγου και ένα μονοκέφαλο πουλί εκείνα του Ραούλ. Η Θεοδώρα Καντακουζηνή, σύζυγος του Αλεξίου Γ’, απεικονίζεται στο πάνω μέρος του χρυσόβουλλού τους του 1385 για τη Μονή Διονυσίου, να φορά δικέφαλους αετούς στην ενδυμασία της.345 Αλλά ο Αλέξιος παρουσιάζεται με αυτοκρατορικές ενδυμασίες που δεν περιλαμβάνουν αετούς, είτε μονοκέφαλους είτε δικέφαλους. Είναι αλήθεια ότι ο Ιωάννης Β’ είχε αναλάβει ορισμένες δεσμεύσεις σχετικά με την αυτοκρατορική του ιδιότητα απέναντι στον πεθερό του, τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, και ότι οι νύφες των Παλαιολόγων και Καντακουζηνών φορούσαν δικέφαλους αετούς στα ενδύματά τους, αλλά θα ήταν ενοχλητικό να επιμένουμε στην ιδέα ότι ο Ιωάννης Β’, σε αυτοκρατορική προσωπογραφία, εσκεμμένα φορούσε κατώτερους μονοκέφαλους αετούς στα ιμάτιά του.346
Το περισσότερο, λοιπόν, που μπορούμε να πούμε, είναι ότι έχουμε στοιχεία για την προστασία της Μονής Αγίου Γρηγορίου Νύσσης από τον Ιωάννη Β’ Μεγάλο Κομνηνό (1282-97) και τη σύζυγό του Ευδοκία Παλαιολογίνα (πεθ. 1301) (η οποία πιθανότατα έγινε η μοναχή Ευφημία τον τελευταίο της χρόνο). Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε, είναι ότι εκεί απεικονίζονταν ένας αυτοκράτορας και μια αυτοκράτειρα της Τραπεζούντας και ότι στην εκκλησία υπήρχε επιγραφή που αναφερόταν σε αυτοκρατορική κυρία που λεγόταν Ευδοκία, η οποία έγινε μοναχή Ευφημία και είχε εγγονό που τον έλεγαν Ιωάννη.
Αρχιτεκτονική. Ο Φίνλεϊ δείχνει ότι η εκκλησία ήταν μικρή και είχε βόρεια και νότια βεράντα. Το 1963 ο Ουίνφιλντ σημείωσε ίχνη μεσαιωνικών θεμελίων κάτω από εκείνα του καθεδρικού ναού του 1863, αλλά δεν αποκαλύφθηκαν αρκετά για να διακρίνει το σχέδιο του κτιρίου. Υπήρχε επίσης μια τρύπα έντονα επιχρισμένη με ασβεστοκονίαμα και περιείχε μεγάλες ποσότητες κονιοποιημένων πήλινων αγγείων. Αυτή ίσως ήταν μικρή ρωμαϊκή ή πρωτο-βυζαντινή στέρνα.
Ιστορία μετά το 1863. Το 1863 ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Κωνστάντιος (1830-79), που ήταν υπεύθυνος για την ανοικοδόμηση τόσο πολλών μεσαιωνικών μνημείων της πόλης κατά τη μακρόχρονη θητεία του, αντικατέστησε την παλιά μεσαιωνική εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης με το πιο φιλόδοξο από όλα τα έργα του. Ο νέος καθεδρικός ναός ήταν τεράστιος σταυροειδής ναός με τρεις «ποντιακές» αψίδες, καμπαναριό και δεκαεξαγωνικό τύμπανο στον τρούλο του (φωτ. 171). Ο τάφος του τελευταίου βασιλιά της Ιβηρίας γλίτωσε στη νότια πλευρά (αριθ. 25), και οι επιγραφές 1, 2 και 3 διατηρήθηκαν ή ενσωματώθηκαν εκ νέου στην κατασκευή. Η εκκλησία ήταν κύριο ορόσημο της Τραπεζούντας μέχρι τη δεκαετία του 1930, όταν δυναμιτίστηκε για να ανοίξει ο δρόμος για το City Club, το οποίο κατεδαφίστηκε επίσης το 1963, για να ανοίξει ο δρόμος για τη νέα παραλιακή λεωφόρο.347
89. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἁγιαστής, όρος Μίθριον
Θέση. Στην κορυφή του όρους Μίθριον, πάνω από τη Θεοσκέπαστο (αριθ. 124), με θέα την πόλη.348
Αρχιτεκτονική. Ο Ουίνφιλντ αναφέρει: «Η σπηλιά από την οποία πηγάζει το νερό είναι η ίδια χονδρικά λαξευμένη σε σχήμα παρεκκλησιού με αψίδα και μερικά θραύσματα ζωγραφισμένου σοβά ακόμη προσκολλώνται στα τοιχώματα. Υπάρχει εκκλησία του 19ου αιώνα πάνω από τη σπηλιά στα ανατολικά, που τώρα έχει μετατραπεί σε τζαμί, ενώ υπάρχουν τα ερείπια μικρού ορθογώνιου παρεκκλησίου με στρογγυλή αψίδα περίπου 4 χλμ. νοτιότερα, ανεβαίνοντας την κοιλάδα».349
Ταυτοποίηση. Όπως επισημαίνει ο Νταρουζές, στο όρος Μίθριον βρισκόταν πιθανότατα μοναστήρι. Οπωσδήποτε εκεί χτίστηκε προσκυνητάρι του Αγίου Ιωάννη του Αγιαστή, τόπος κάποιας σημασίας. Αν τα δύο δεν ταυτίζονται, προτείνουμε ότι τα λείψανα που αναφέρει ο Ουίνφιλντ ανήκουν σε ένα από αυτά και, πιθανώς, και στα δύο.350
Ιστορία. Η τοποθεσία ήταν κάτι περισσότερο από απλή εκκλησία ή ακόμη και μοναστήρι. Ο Λουκίτης προτείνει ότι αντικατέστησε ένα ιερό του Μίθρα, από τον οποίο πήρε αρχικά το όνομά του ο Μπόζτεπε. Το ότι οι Τούρκοι του επιτέθηκαν το 1336 δείχνει ότι άξιζε την επιδρομή. Η αυτοκρατορική οικογένεια κατασκήνωσε γύρω από τον Άγιο Ιωάννη τον Αγιαστή για να αποφύγει την πανούκλα που μαινόταν στην πόλη το 1362, ενώ τρία χρόνια αργότερα ο Κουτλουμπέγκ, γαμπρός του Αλέξιου Γ’, κατασκήνωσε εκεί για οκτώ ημέρες κατά την επίσκεψή του στην Τραπεζούντα. Υπάρχει νεκρολογία του ιερομόναχου και εκκλησιάρχη Κυρίλλου του Μυθρίου, με ημερομηνία 13 Μαΐου 1434, στον κώδικα Bodl. gr. Lit. d. 6, fol. 83v πιο κάτω.351 Πόσο καιρό επέζησε το μοναστήρι του εκεί, δεν είναι γνωστό, αλλά το 1850 ο Φίνλεϊ βρήκε «αριθμό από Τουρκάλες στο παρεκκλήσι του Προδρόμου στην κορυφή του Μπόζτεπε»,352 προφανώς στο ίδιο μέρος, που εξακολουθεί να είναι σεβαστό.
90. Άγιος Ιωάννης (Σουρμπ Οχάν ή Χοβχάνες, Αρμενική Εκκλησία)
Θέση. Στην πλατεία Σουρμπ Οχάν, κοντά στην Εκκλησία Κ (αριθ. 38) και το μπεντεστέν (αριθ. 7).
Επιγραφή. Πάνω από την πόρτα υπήρχε «αρχαία» και αδημοσίευτη επιγραφή.
Αρχιτεκτονική. Μικρό παρεκκλήσι με καμπαναριό (ερειπωμένο πριν από το 1819), που γειτνιάζει με μικρό νεκροταφείο ή μαυσωλείο.
Ιστορία. Η εκκλησία σωζόταν μέχρι το 1915, αλλά δεν μπορούμε να βρούμε κανένα ίχνος της σήμερα.
91. Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής, της Πέτρας
(Εκκλησία Η, Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Πέτρας. Ἐξότειχος)
Θέση. Περίπου 150 μ. δυτικά της Κάτω Πόλης (Χάρτης III).353
Επιγραφή. Μια δημοτική επιγραφή κατέγραφε την ίδρυση της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη της Πέτρας με γη μέχρι δώδεκα οργιές γύρω στην περιοχή του άρχοντα Θεόδωρου Καμαχηνού (που κατείχε τη γη του από τους αδελφούς του και την κυρία Ειρήνη, χήρα του Τζανιχίτη), που πουλήθηκε από τους γιους του Νικήτα και Γρηγόριο στον ιερομόναχό του Βαρνάβα (Βασίλειο) Θαθαλάνο, με μάρτυρες τον Θεόδωρο Τζανιχίτη, τον εξάδελφό του Γρηγόριο Καμαχηνό, τον Γεώργιο Τορκόπουλο, τον Θεοδόσιο Ααρών, τον Θεόδωρο Λατζή (ή Χατζή) και πολλούς άλλους, το έτος 6841 από κτίσεως κόσμου, της 4ης ινδικτιώνος = 1306 μ.Χ. 354 Η επιγραφή είναι σημαντική γιατί αποτελεί την αρχαιότερη καταγραφή τέτοιων ποντιακών αριστοκρατικών οικογενειών όπως οι Τζανιχίτες και οι Καμαχηνοί. Το επίθετο τῆς Πέτραςπαραλληλίζεται με την ίδια αφιέρωση στην Κωνσταντινούπολη και, πιο ενδιαφέρον, είναι επίσης το όνομα που χρησιμοποιείται για τη Μονή Διονυσίου στο Άγιο Όρος (που ίδρυσε ο Αλέξιος Γ΄) στα τραπεζούντια έγγραφα. Η επιγραφή έχει πια χαθεί.
Ιστορία. Ο Άγιος Ιωάννης ανοικοδομήθηκε εξ ολοκλήρου στη σημερινή του μορφή το 1856 από τον μητροπολίτη Τραπεζούντας Κωνστάντιο, δικαιολογώντας ξεχωριστή εγγραφή ως αριθ. 92. Ήταν τότε ο ενοριακός ναός των «Ἐξοτείχων». Η εκκλησία είναι πια μέρος του Καλέντιμπι Ιλκοκούλου. Δεν έχουμε καμία ένδειξη για την αρχική της μορφή.355
92. Ἅγιος Ἰωάννης Ἐξότειχος
Βλέπε αριθ. 91.
93. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος
Θέση. Στη Δαφνούντα.
Ιστορία. Ενοριακός ναός Δαφνούντος του 19ου αιώνα.356 Δεν μπορούμε να βρούμε κανένα ίχνος του.
94. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος (Μούμχανε Τζαμί)
Θέση. Στη περιοχή των κηροτεχνών, «σε γωνία του βράχου κάτω από το ανατολικό τείχος της Κάτω Ακρόπολης, κοντά στη θάλασσα».357
Αρχιτεκτονική. Τρίκλιτη βασιλική με τρούλο, διαστάσεων 10×6 μ. περίπου (φωτ. 172). Ο θόλος του τρούλου στηριζόταν σε τέσσερις κίονες. Οι αψίδες ήσαν στρογγυλές εσωτερικά και κατ' εξαίρεση τριγωνικές εξωτερικά. Εκτός από τα προστώα, το σχέδιο έμοιαζε με εκείνο του Αγίου Ευγενίου.
Χρονολογία. Θεωρείται από τον Τάλμποτ Ράις ως «λίγο αργότερα» από τον Άγιο Ευγένιο.
Ιστορία. Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος φαίνεται ότι είχε και τον περίεργο τίτλο Θεογεννήτρια Καρούλα. Όπως όλες οι εκκλησίες της περιτειχισμένης πόλης, ο Άγιος Ιωάννης έγινε πιθανότατα τζαμί το 1461. Έπεσε σε αχρηστία πριν από το 1893 και έγινε αστυνομικός σταθμός, ένα νέο κτίριο για τον οποίο τον αντικατέστησε πριν από το 1929.358
95. Άγιος Ιωάννης Βαζελών, Μετόχιον
Ιστορία. Μιλώντας για το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος, το 1701, ο Τουρνεφόρ σημείωνε ότι οι μοναχοί είχαν «πολλά σπίτια ακόμη και στην Τραπεζούντα: μείναμε εκεί σε μεγάλο μοναστήρι που τους ανήκε».359 Δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε εκείνο το «μεγάλο μοναστήρι», προφανώς μετόχιον του μοναστηριού στην πόλη, εκτός αν είναι το αριθ. 106.
96. Άγιος Κέρυκος. Βλέπε Παρεκκλήσι L (αριθ. 39)
97. Ἁγία Κυριακή
Θέση. Στην ενορία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης (αριθ. 88).
Ιστορία. Παρεκκλήσι του 19ου αιώνα, αλλά ίσως παλαιότερο, γιατί αναφέρεται το 1819.360 Δεν μπορούμε να βρούμε κανένα ίχνος του.
98. Ἅγιος Λογγῖνος
Θέση. Κοντά και ίσως στα βόρεια του Αγίου Ευγενίου.
Ιστορία. Η δεύτερη επίθεση του Μελίκ στην Τραπεζούντα το 1223 ξεκίνησε από μέτωπο ενάντια στα ανατολικά τείχη που εκτεινόταν από τον Άγιο Ευγένιο μέχρι τον Άγιο Λογγίνο (έναν από τους μάρτυρες των Αραβράκων) (βλ. σχήμα 41). Η εκκλησία (ή τόπος) δεν αναφέρεται ξανά.361
99. Αγ. Μάμμας (Αγιομάμ, Άγιος Μάνος, Σουρμπ Μάμμας. Αρμενική εκκλησία)
Θέση. Σε «οδό των Αρμενίων» στην ανατολική πλευρά του όρους Μίθριον.
Επιγραφή. Μια επιγραφή αναφερόταν στον Χότζα Μιριτζάν, δωρητή της εκκλησίας.
Ιστορία. Ο Άγιος Μάμμας ήταν εξάρτηση του Καϊμακλή (αριθ. 48), με το οποίο υποτίθεται ότι συνδεόταν με υπόγειο πέρασμα. Ήταν ήδη ερειπωμένος το 1819 και δεν μπορούμε να τον εντοπίσουμε. Γνωστός στους Τούρκους του 19ου αιώνα ως «Αγιομάμ», θα μπορούσε να είναι ο «Άγιος Μάνος» του ντεφτέρ του 1487.362
100. Σάντα Μαργκαρίτα
Θέση. Πιθανώς στην ή κοντά στην Κανίτου (αριθ. 12) στην ανατολική πόλη.
Ιστορία. Τα όρια της ενετικής παραχώρησης του 1319 ξεκινούσαν από την ecclesia Sancte Margarite (βλ. αριθ. 28).363 Η εκκλησία δεν μαρτυρείται αλλού. Η Αγία Μαργαρίτα είναι σχεδόν οπωσδήποτε ρωμαιοκαθολική αφιέρωση και τολμούμε να προτείνουμε ότι χτίστηκε ίσως από τους Γενουάτες πριν από το 1316. Η πρόταση του Νταρουζές ότι ταυτίζεται με τον Άγιο Ελευθέριο (αριθ. 76) είναι, όμως, περιττή.364
101. Σάντα Μαρία (Ρωμαιοκαθολική)
Θέση. Ανάμεσα στο Μεϊντάν και τη θάλασσα, στην ενορία της Αγίας Μαρίνας.
Ιστορία. Το φιρμάνι για την ανέγερση μιας εκκλησίας στην Τραπεζούντα δόθηκε στους Φραγκισκανούς Καπουτσίνους (εκδιώχθηκαν από την Τιφλίδα το 1845) στις 28 Φεβρουαρίου 1855. Η εκκλησία της Santa Maria Trapezuntis εγκαινιάστηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1874 και είναι ακόμη ανοιχτή.365
102. Ἁγία Μαρίνα
Θέση. Προφανώς κοντά στον Άγιο Ελευθέριο (αριθ. 76), κάτω από το Λεοντόκαστρο.
Ιστορία. Ο Μαρένγκο υποστηρίζει ότι η Αγία Μαρίνα είχε χτιστεί αρχικά από τους Γενουάτες και κατεδαφίστηκε μετά το 1461. Οι Έλληνες, όμως, έχτισαν άλλη εκκλησία της ίδιας αφιέρωσης κοντά, η οποία ενσωμάτωσε χαρακτηριστικά από το γενουάτικο κτίριο. Αυτή η παράδοση δεν επιβεβαιώνεται από αλλού. Τον 19ο αιώνα η Αγία Μαρίνα ήταν ο ναός της ομώνυμης ελληνικής ενορίας. Δεν μπορούμε να βρούμε κανένα ίχνος του.366
103. Ἅγιος Νικόλαος
Θέση. Στη Μέση Πόλη, κοντά στη Χρυσοκέφαλο (αριθ. 120).
Ιστορία. Αρχικά ιδρύθηκε από έναν μάστορα ράφτη. Η εκκλησία και το σπίτι του ιδρυτή πωλήθηκαν από τη μοναχή Μακρίνα Δεμπαλάτισσα (σύζυγο ή κόρη του ιδρυτή) στην αυτοκράτειρα Θεοδώρα πριν από το 1426 για το ποσό των 4.000 άσπρων. Η Θεοδώρα έδωσε το ακίνητο στο μοναστήρι του Φάρου (αριθ. 56), που το κατείχε το 1432. Δεν μπορούμε να εντοπίσουμε αλλιώς την εκκλησία. Ο Σούτσι δεν δίνει στοιχεία για την μάλλον απίθανη δική του ταύτιση του Ταμπάχανε Τζαμί με μια εκκλησία του Αγίου Νικολάου, αλλά εκείνη βρίσκεται έξω από τα τείχη της Μέσης Πόλης.367
104. Ἅγιος Νικόλαος
Θέση. Στην ενορία της Αγίας Μαρίνας (αριθ. 102), κοντά στο Λεοντόκαστρο.
Επιγραφές. 1. Ενσωματωμένο στην πόρτα του παρεκκλησίου, το επιτάφιο επίγραμμα ενός γιατρού της Legio XV Apollinaris, στα λατινικά.368 2. Χτισμένο στο νότιο τοίχο, το επιτάφιο επίγραμμα κάποιου ιερέα Γρηγορίου στα ελληνικά, με ημερομηνία Σεπτεμβρίου έτους 6789 από κτίσεως κόσμου = 1281 μ.Χ.369
Ιστορία. Παρεκκλήσι του 19ου αιώνα. Οι επιγραφές υποδηλώνουν προηγούμενη θεμελίωση. Δεν μπορούμε να το εντοπίσουμε.370
105. Ἅγιος Νικήτας
Θέση. Στα όρια της ενετικής παραχώρησης του 1364, μεταξύ του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά (αριθ. 115) και της θάλασσας. Τοποθετείται από τον Μελιόπουλο κοντά στο Σεμερτζιλέρ Τζαμί.371
Ιστορία. Ο Άγιος Νικήτας μαρτυρείται μόνο στο χρυσόβουλλο του 1364. Η αφιέρωσή του υποδηλώνει ότι ήταν ορθόδοξος και όχι ρωμαιοκαθολικός ναός.
106. Ἁγία Παρασκευή
Θέση. Στην ενορία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης (αριθ. 88).
Ιστορία. Μια ύστερη πηγή αναφέρει ότι η Μονή Βαζελώνος είχε μετόχι της Αγίας Παρασκευής που χρονολογείται από την περίοδο της αυτοκρατορίας (ίσως αριθ. 95). Ο καθηγητής N. Μπελντιτσεάνου μας ενημερώνει ευγενικά για μια αναφορά της «Άγια Παρασκιβί» στο ντεφτέρ του 1487. Υπήρχε παρεκκλήσι με αυτή την αφιέρωση τον 19ο αιώνα, αλλά δεν γνωρίζουμε αν τα δύο ταυτίζονται και δεν βρήκαμε ίχνος του.372
107. Ἅγιος Πέτρος
Θέση. Ίσως κοντά στον Άγιο Προκόπιο (αριθ. 109) στο όρος Μίθριον.
Ιστορία. Η Βαρβάρα, χήρα κουροπαλάτη, ζούσε κοντά στην εκκλησία, ίσως πριν από το 1204. Τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό.373
108. Ἅγιος Φίλιππος (Κουντρετίν Τζαμί, Αϊφίλμποϊ)
Θέση. Στη νοτιοδυτική γωνία της Δαφνούντος (φωτ. 106, 173α-γ).
Επιγραφή. Σε κρήνη έξω υπήρχε επιγραφή που καταγράφει την οικοδόμησή του επί μητροπολίτη Γεράσιμου το έτος 7014 από κτίσεως κόσμου = 1506 μ.Χ.374
Αρχιτεκτονική. Η εκκλησία χτίστηκε σε τρία στάδια. Το κτίριο του πρώτου σταδίου αποτελείται από ενιαία αψίδα, πενταγωνική εξωτερικά (φωτ. 173β) και ημικυκλική στο εσωτερικό, ναό με τετράγωνο τρούλο και στενό δυτικό φάτνωμα, μια κάπως μεγαλύτερη εκδοχή της Παναγίας Ευαγγελίστριας (αριθ. 122). Το δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει μια σημαντική ορθογώνια καμαροσκέπαστη επέκταση προς τα δυτικά, για μεγέθυνση του ναού. Το τρίτο είναι μια ακόμη μεγαλύτερη προσθήκη στα βόρεια. Η δεύτερη επέκταση μπορεί εύλογα να χρονολογηθεί μετά το 1461, όταν ο ναός έγινε μητρόπολη της Τραπεζούντας, και η τρίτη μετά το 1665 περίπου, όταν μετατράπηκε σε τζαμί.375
Διακόσμηση. Δεν υπάρχουν σημάδια από τοιχογραφίες. Το ψηλό ξύλινο δάπεδο φαίνεται να υποδεικνύει ψηφιδωτό δάπεδο που κρύβεται από κάτω, όπως στη Χρυσοκέφαλο και στον Άγιο Ευγένιο. Η καλοφτιαγμένη αψίδα έχει τοξοτές διακοσμήσεις, ενώ υπάρχει διακόσμηση με σχέδιο σχοινιού στα τοξωτά ξεφυτρώματα του δωδεκαγωνικού τυμπάνου του τρούλου. Υπήρξε μέχρι στιγμής απαρατήρητη μια περίεργη διακοσμητική γραμμή ακάνθου στην εξωτερική πλευρά της βόρειας θύρας του νάρθηκα της πρώτης εκκλησίας, που τώρα εσωκλείεται στη μεταγενέστερη βεράντα (φωτ. 173α). Η δυτική προσθήκη έχει ενσωματωμένα πολλά ανάγλυφα και το νότιο κιονόκρανο της δυτικής θύρας έχει σταλακτιτικό διάκοσμο. Σύμφωνα με τον Τάλμποτ Ράις, το βόρειο κιονόκρανο είχε σειρά από μονοκέφαλους αετούς, αλλά δεν μπορέσαμε να τους διακρίνουμε, είτε στη φωτογραφία του, είτε στο σημείο.376 (φωτ. 173γ)
Χρονολογία. Η ιστορία ότι ο ναός ιδρύθηκε από την Άννα, κόρη του Αλέξιου Γ’ (1349-90), σύζυγο ενός κατά τα άλλα άγνωστου θησαυροφύλακα, του Ιωάννη Μουρούζη, έχει ήδη αποδειχθεί σχεδόν σίγουρα πλασματική.377 Ο Μιγιέ θεωρούσε την παλαιότερη εκκλησία όχι νωρίτερα από τον 13ο αιώνα. Αλλού έχουμε υποστηρίξει ότι ο Άγιος Φίλιππος στην Τραπεζούντα, ο Άγιος Μιχαήλ στα Πλάτανα και η Παναγία στην Τρίπολη, πρέπει να θεωρηθούν ως ομάδα και ότι, αν έχουμε δίκιο όταν προτείνουμε ότι το κάστρο και το παρεκκλήσι της Τρίπολης συνδέονται με τον Ιωάννη Β’ Μεγάλο Κομνηνό και τη σύζυγό του Ευδοκία, η χρονολογία κατασκευής τους μπορεί να περιοριστεί στην περίοδο 1282-1301. Επιπλέον, αν αυτή η Ευδοκία συνδεόταν, όπως υποστήριξε ο Φίνλεϊ, με τον παλαιότερο ναό του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης (αριθ. 88), που ήταν επίσης μικρός σε μέγεθος, μπορεί κανείς να μαντέψει ότι κι αυτός ήταν μέρος της ομάδας.378
Ιστορία. Μετά τη Χρυσοκέφαλο, το 1461 ο Άγιος Φίλιππος έγινε ο δεύτερος καθεδρικός ναός της Τραπεζούντας. Περί το 1665 μετατράπηκε σε τζαμί και ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης έγινε ο τρίτος και τελευταίος καθεδρικός ναός.379
109. Ἅγιος Προκόπιος
Θέση. Μάλλον στο όρος Μίθριον. Βλέπε αριθ. 107.
Ιστορία. Η εκκλησία του Αγίου Προκοπίου, δίπλα στην οποία σταυλιζόταν ιππικό, αναφέρεται στην αφήγηση του Λαζαρόπουλου για την εισβολή του Μελίκ το 1223.380
110. "Ste. Reverande" (Άγιοι Σεβασμιώτατοι)
Θέση. Προφανώς στη Μέση Πόλη της Τραπεζούντας.
Ιστορία. Ο Μπορντιέ τοποθετεί την εκκλησία των "Ste. Reverande" στο παραμορφωμένο του σχέδιο του 1609 περίπου εκεί που θα έπρεπε να είναι η Χρυσοκέφαλος (αριθ. 120). Δηλώνει ότι τότε βρισκόταν ακόμη στα χέρια των Ελλήνων. Επομένως δεν μπορεί να εννοείται η Χρυσοκέφαλος.381 Δεν έχουμε καμία πρόταση για αυτό.
111. Ἅγιος Σάββας
Θέση. Στις βόρειες πλαγιές και στην όψη του γκρεμού του όρους Μίθριον. Υπήρχε μεγάλος ορθογώνιος περίβολος και τέσσερα παρεκκλήσια, τρία (ανατολικά, άνω δυτικά και κάτω δυτικά) στην όψη του γκρεμού και ένα που στεκόταν ελεύθερο πιο κάτω. Όλα είναι κομμένα σε βράχο (φωτ. 106, 174).
Επιγραφές. Δύο επιγραφές στο ανατολικό παρεκκλήσι (προφανώς αφιερωμένο στον Άγιο Ονούφριο) αναφέρουν ότι οι τοιχογραφίες του δόθηκαν από τον Παρασκευά Πούτζαρη στις 13 Μαΐου έτους 6919 από κτίσεως κόσμου, 4η ινδικτιών = 1411 μ.Χ.382
Το ελεύθερο, κομμένο σε βράχο παρεκκλήσι (σχήμα 66). Αυτό το παρεκκλήσι είναι κομμένο σε μεγάλο προεξέχοντα βράχο, ύψους περίπου 7 μέτρων και πλάτους 12 μέτρων. Αποτελείται από δύο κοψίματα: Το παρεκκλήσι Α έχει βαθιά, ακανόνιστη λαξευμένη σε βράχο αψίδα με ίχνη από βάσεις βωμού, υπερυψωμένο βήμα και τρεις λειτουργικές κόγχες. Το παρεκκλήσι Β, βόρειά του και κάτω από αυτό, έχει τοίχο αντιστήριξης προς βορρά και μπορεί να είναι ένας μεγάλος τάφος. Το μήκος του είναι 2,90 μ. Το παρεκκλήσι Α είχε δύο στρώματα σοβά. Το κάτω και παχύτερο συνδυάζεται με άχυρο, το πάνω είναι ένα σκληρό στρώμα καλυμμένο με ασβέστη. Δεν υπάρχει κανένα σημάδι από τοιχογραφίες πάνω του. Το παρεκκλήσι, που φαίνεται ότι βρισκόταν σε χρήση μέχρι το 1923, είχε λιθόκτιστη προεξοχή προς νότο. Υπάρχει πηγάδι προς τα νοτιοανατολικά. Ο Σούτσι του αποδίδει μια ανεξήγητη αφιέρωση στον Άγιο Πέτρο. Ο Χρύσανθος το θεωρούσε παρεκκλήσι του Αγίου Σάββα.383 Το παρεκκλήσι θα μπορούσε κάλλιστα να χρησίμευε ως το καθολικό του Αγίου Σάββα, γιατί οι λιγότερο προσπελάσιμες λαξευμένες στον βράχο σπηλιές έχουν περισσότερο τη φύση ερημητηρίων, αν και μπορούσε να βλέπει κανείς σειρά από ξύλινα κελιά να κρέμονται από την όψη του γκρεμού, όπως στη Σουμελά πριν από τον 19ο αιώνα.
Διακόσμηση. Το ανατολικό και τα δύο δυτικά παρεκκλήσια είναι ζωγραφισμένα. Το ανατολικό παρεκκλήσι χρονολογείται σταθερά στο 1411. Ύστερα από σκέψη, ο Τάλμποτ Ράις χρονολόγησε και τα δύο δυτικά παρεκκλήσια στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, με μεταγενέστερη επαναζωγράφηση για το επάνω. Ο Ρέστλε αναδημοσίευσε ό,τι μπορεί τώρα να φανεί από τους πίνακες, οι οποίοι, λόγω της φθοράς των προσεγγίσεων στα σπήλαια τα τελευταία χρόνια, είναι πια ουσιαστικά απρόσιτοι τόσο για τους βάνδαλους όσο και για τους ερευνητές.384
Ιστορία. Η υπόθεση των Κουμόντ ότι τα σπήλαια αρχικά κόπηκαν για τάφους, μιθραϊκούς ή άλλους, είναι εύλογη. Οι αφιερώσεις στον Άγιο Σάββα και τον Άγιο Ονούφριο ανήκουν εμφατικά στην πρώιμη μοναστική παράδοση, αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το πότε ιδρύθηκε για πρώτη φορά αυτή η «έρημος», κάπως ακατάλληλα στημένη στα περίχωρα μεγάλης πόλης. Αναφέρεται δύο φορές στον Πανάρετο. Στις 3 Μαΐου 1344 ο διεφθαρμένος Ιωάννης Γ’ Μέγας Κομνηνός καθαιρέθηκε από τον πατέρα του, τον Μιχαήλ Μεγάλο Κομνηνό, «και εξευτέλισε τον γιό του και τον εξόρισε στο σπήλαιο του Αγίου Σάββα». Ο Ιωάννης δεν έμεινε πολύ στο μοναστήρι. Τον Νοέμβριο του 1345 στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Στις 13 Δεκεμβρίου 1349 ο Μιχαήλ καθαιρέθηκε με τη σειρά του από τον Αλέξιο Γ’ Μεγάλο Κομνηνό, με τα ίδια αποτελέσματα: «Εξόρισε τον άρχοντα Μιχαήλ στο σπήλαιο του Αγίου Σάββα και τον κούρεψε μοναχό, αλλά ύστερα από ένα χρόνο τον έδιωξε [στην Κωνσταντινούπολη]».385 Η αναφορά σε ένα μόνο σπήλαιο μπορεί να είναι σημαντική. Αν ληφθεί κυριολεκτικά ο Πανάρετος, ποιο σπήλαιο εννοείται; Η όψη του γκρεμού, όπως σημείωσαν οι Κουμόντ, έχει αφαιρεθεί με λατόμευση. Άραγε υπήρχε «Μεγασπήλαιον» που τώρα έχει χαθεί ή μήπως εννοείται το χαμηλότερο παρεκκλήσι; Αν η χρονολόγηση του τέλους του 13ου αιώνα για τους πίνακες στα δυτικά παρεκκλήσια είναι σωστές, τότε θα υπήρχαν τουλάχιστον δύο σπήλαια το 1344-50. Αν οι χρονολογίες του 15ου ή του 16ου αιώνα που πρότειναν οι Τάλμποτ Ράις και Ρέστλε για το ξαναζωγράφισμα του πάνω δυτικού παρεκκλησίου είναι σωστές, τότε υπήρχε ακόμη δραστηριότητα στον χώρο μετά το 1461. Το μοναστήρι εμφανίζεται ως «Άγιος Σάββας» στο ντεφτέρ του 1487. Ο Μπορντιέ το είδε σίγουρα το 1609, αν και έδωσε ανεξήγητα την αφιέρωσή του ως Άγιος Δημήτριος (αριθ. 74). Τον οδήγησαν πρώτα σε τοίχο περιβόλου, ύστερα σε λαξευμένο σε βράχο παρεκκλήσι στο κάτω μέρος του γκρεμού (προφανώς το χαμηλότερο παρεκκλήσι) και ύστερα, ανεβαίνοντας εξαιρετικά απόκρημνη και δύσκολη ξύλινη σκάλα, σε μικρό παρεκκλήσι λαξευμένο σε βράχο που είχε δύο παράθυρα και ήταν εξ ολοκλήρου ζωγραφισμένο. Είναι αδύνατο να είμαστε σίγουροι ποιο παρεκκλήσι είδε, αλλά η αναφορά του σε «μικρό βωμό ανάπαυσης» (petit reposoir) στα μισά του δρόμου υποδηλώνει το ανατολικό, που έχει δύο λαξευμένα σε βράχο κελιά μπροστά του και, παρόλο που υπάρχουν ίχνη λαξευμένων σκαλοπατιών ανάμεσά τους και ανάμεσα σε αυτά και το παρεκκλήσι, δεν υπάρχει κανένα από κάτω. Τα δυτικά παρεκκλήσια έχουν σκαλοπάτια από τοιχοποιία που οδηγούν πάνω σε αυτά, τα οποία τώρα έχουν φθαρεί.386
112. Η Ἁγία Σοφία
Θέση. Σε γκρεμό, περίπου 1,8 χλμ. δυτικά της περιτειχισμένης πόλης και περίπου 100 μ. νότια της σημερινής ακτής.
Περιγραφή. Η εκκλησία είναι το θέμα μονογραφίας που επιμελήθηκε ο εκλιπών καθηγητής Τάλμποτ Ράις, το αποκορύφωμα των έξι ετών εργασιών καθαρισμού και αποκατάστασης που αναλήφθηκαν εκεί από το Russell Trust υπό την επιτόπια διεύθυνση του Ουίνφιλντ. Αυτό το λήμμα, επομένως, περιορίζεται σε προσθήκες και διορθώσεις στη μονογραφία.387
Το μοναστήρι αποτελείται ή αποτελούνταν από: Την κυρίως εκκλησία, σταυροειδές τετράγωνο κτίσμα με τρεις αψίδες –η κεντρική πενταγωνική εξωτερικά– ψηφιδωτό δάπεδο και τρεις βεράντες, που στέκονται σε εξέδρα, στις πλευρές της οποίας είχαν παρεμβληθεί δεκαοκτώ κόγχες τάφων. Μικρότερη εκκλησία, τρίκλιτη με τέσσερις κίονες, που βρίσκεται λιγότερο από 4 μέτρα βόρεια από τη βόρεια βεράντα της κυρίως εκκλησίας και περιλαμβάνει έναν άδειο τάφο. Πύργο που βρίσκεται 22 μ. δυτικά της κυρίως εκκλησίας. Και λείψανα μοναστηριακών κτισμάτων (συμπεριλαμβανομένης μιας πύλης που καταγράφηκε το 1893, φωτ. 177, και είναι τώρα σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένη) μέσα σε περιφραγμένο περίβολο 90×50 μ. περίπου. Η κυρίως εκκλησία, η μικρότερη εκκλησία και το παρεκκλήσι στον πύργο ήσαν ζωγραφισμένες. Η μικρότερη εκκλησία κατεδαφίστηκε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αυτή, η κυρίως εκκλησία και ο πύργος δεν είναι ευθυγραμμισμένοι.
Ιστορία. Τα μεσαιωνικά φιλολογικά και επιγραφικά στοιχεία για αυτά τα εντυπωσιακά κατάλοιπα είναι ελάχιστα. Καθώς υπάρχουν πολλά ολισθήματα στην περιγραφή που δόθηκε από την αποστολή Russell Trust, αξίζει να περιγραφούν τα στοιχεία, τα οποία ξεκινούν με εκείνα του ιδρυτή.
Το 1850 ο Φίνλεϊ έφτιαξε πανομοιότυπο ζωγραφικής επιγραφής δίπλα σε αυτοκρατορική προσωπογραφία στην κεντρική εκκλησία, το οποίο περιγράφει έναν αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό ως ιδρυτή του μοναστηριού. Η προσωπογραφία και η επιγραφή δεν σώζονται πια. Το μέχρι τώρα αδημοσίευτο πανομοιότυπο του Φίνλεϊ αναπαράγεται στο σχήμα 67. Η επιγραφή γράφει: Ἐν Χ(ριστ)ῷ τῷ Θ(ε)ῷ πιστὸς βασιλεὺς κ(αὶ) αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων κτήτωρ τῆς ἁ(γίας) μονῆς ταύτη(ς) Μανουήλ ὁ Κομνηνός. Ο Φίνλεϊ φαίνεται ότι έχει τυποποιήσει ασυνείδητα μερικές από τις συνήθεις μορφές ποντιακών γραμμάτων.388
Επιγραφή στην κύρια εκκλησία, με χρονολογία 1291,389 δείχνει ότι αυτός ο Μανουήλ πρέπει να είναι ο Μανουήλ Α' Μέγας Κομνηνός (1238-63) και όχι το παιδί Μανουήλ Β’ (1332) ή Μανουήλ Γ’ (1390-1417). Από εκείνο εύλογα συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο Μανουήλ Α' ίδρυσε το μοναστήρι και ήταν ίσως και υπεύθυνος για τις προηγούμενες αγιογραφίες της κυρίως εκκλησίας, οι οποίες, καλλιτεχνικά-ιστορικά, συνάδουν με τα έτη 1250-70. Στους τοίχους της κυρίως εκκλησίας υπάρχουν επιτύμβια επιγράμματα μοναχών, με ημερομηνίες 23 Νοεμβρίου 1291, 21 Μαΐου 1293, 1441/42, 1442/43, 1451/52, 1452/53, Απριλίου 1474 και 1508/9, το επιτύμβιο επίγραμμα του αστρονόμου Κωνσταντίνου Λουκίτη (1340), και άλλα επιτύμβια επιγράμματα με χρονολογίες 1496/97, 1630/31 και 1659/60.390 Στο τύμπανο του τρούλου υπάρχουν επιγράμματα που αναφέρουν ότι η εκκλησία και ο τρούλος αναστηλώθηκαν τον Αύγουστο του 1486 και ξανά τον Οκτώβριο του 1547.391 Η επιγραφή του 1486 είναι η μόνη που κατονομάζει την Αγία Σοφία ως αφιέρωση. Υπάρχουν τρεις φιλολογικές αναφορές. Η πρώτη είναι του Λαζαρόπουλου, που έγραψε πριν από τον Νοέμβριο του 1367 και αναφέρεται σε περίοδο πριν από το 1340. Μιλάει για την υπέροχη, μελωδική, και με μεγάλη συμμετοχή πανήγυρι της Μεταμόρφωσης που πραγματοποιήθηκε ἐν τῇ μονῇ τῆς τοῦ Θεοῦ λόγου Σοφίας,392 και στη συνέχεια καταγράφει τις διασυνδέσεις του πρωτοβεστιάριου αστρονόμου Κωνσταντίνου Λουκίτη και του μοναστηριού. Αυτή η πληροφορία προσθέτει ιδιαίτερη θλίψη στη δεύτερη φιλολογική αναφορά, ένα απόσπασμα στην κύρια ενότητα του χρονικού του Πανάρετου, που γράφτηκε μετά τις 20 Μαρτίου 1390:
«Αλίμονο, αλίμονο σε μένα, τον άθλιο και αμαρτωλό! Στη γιορτή της Μεταμόρφωσης, ο αγαπημένος μου γιος ο Κωνσταντίνος έπεσε στη θάλασσα [και πνίγηκε] κοντά στο μοναστήρι της Αγίας Σοφίας, σε ηλικία 15 ετών».393
Ο Πανάρετος δίνει συνολικά 132 ημερομηνίες στο χρονικό του, συνήθως με τον τύπο του μήνα, της ημέρας του μήνα, της ημέρας της εβδομάδας, της ινδικτιώνος και του έτους από κτίσεως κόσμου (annus mundi). Σε επτά περιπτώσεις αναφέρει εκκλησιαστικές εορτές. Μόνο σε τρεις από αυτές τις περιπτώσεις παραλείπει την πραγματική ημερομηνία της γιορτής. Από αυτές, οι ημερομηνίες των δύο θα ήσαν περιττές: το 1356 «την εορτή των Χριστουγέννων εορτάσαμε στην Κερασούντα, και τα Θεοφάνεια εορτάσαμε στο ακρωτήριο Ιάσονα»394 το 1357. Η τρίτη περίπτωση που ο Πανάρετος παραλείπει την πραγματική ημερομηνία της γιορτής είναι όταν γράφει για τη Μεταμόρφωση στην Αγία Σοφία το 1368. Η ιδιαίτερη μεταχείρισή του αυτής της εγγραφής τονίζεται από το γεγονός ότι αργότερα αναφέρει την ημερομηνία της 6ης Αυγούστου 1372 χωρίς να αναφέρει ότι ήταν η Μεταμόρφωση.395 Με άλλα λόγια, για τον Πανάρετο η σημαντική πτυχή της ημερομηνίας του πνιγμού του γιου του κάτω από την Αγία Σοφία (όπου ο δήμος της σύγχρονης Τραπεζούντας διατηρεί δημόσια παραλία λουτρών) δεν ήταν ότι ήταν στις 6 Αυγούστου 1368, αλλά ότι ήταν τη μέρα της γιορτής της Μεταμορφώσεως. Η εκ μέρους του μεταχείριση της εγγραφής αποτελεί λοιπόν επιβεβαίωση της πληροφορίας του Λαζαρόπουλου, ότι η πανήγυρις, ή γιορτή «του προστάτη» της Αγίας Σοφίας ήταν η Μεταμόρφωση, και μπορεί κανείς να υποψιαστεί ότι ο Κωνσταντίνος Πανάρετος πνίγηκε κατά τη διάρκεια των λαϊκών εορτασμών και υπερβολών που συνδέονται με τέτοιες γιορτές και πανηγύρια στον Ορθόδοξο κόσμο. Στην Κωνσταντινούπολη το πανηγύρι «του προστάτη» της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας ήταν τα Χριστούγεννα, ενώ εκείνο της Μονής Παντοκράτορος ήταν η Μεταμόρφωση, όπως θεολογικά αρμόζει.396 Στην Τραπεζούντα το πανηγύρι «του προστάτη» της Αγίας Σοφίας ήταν η Μεταμόρφωση. Δεν γνωρίζουμε για το πανηγύρι «του προστάτη» της κοντινής Μονής Παντοκράτορος του Φάρου (αριθ. 56), αλλά είναι απίθανο να ήταν επίσης η Μεταμόρφωση, γιατί η Αγία Σοφία είχε προκαταλάβει το πανηγύρι. Υπάρχει περαιτέρω σύγχυση, γιατί οι δύο παρακείμενες μονές μοιράζονται, βασικά, την ίδια αφιέρωση, αφού η Αγία Σοφία και ο Παντοκράτορας και Σωτήρας είναι και οι δύο τύποι του Χριστού. Μάλιστα η τρίτη αναφορά στην Αγία Σοφία την αποκαλεί το μοναστήρι του Χριστού. Υπάρχει σε μία από τις 37 σημειώσεις περιθωρίου σε ένα Τραπεζούντιο συναξάριον του 14ου αιώνα. Οι σχολιασμοί σημειώνονται κατά ημέρες και αναφέρονται σε γεγονότα που κυμαίνονται από το 1370 μέχρι το 1447. Η εγγραφή αριθ. 7 κάτω από τις 9 Απριλίου (πιθανώς έτους 1395)396α αναφέρει ότι ο σεβασμιώτατος άρχοντας Αντώνιος προχώρησε από τη Μονή Στύλου (αριθ. 118) εἰς τὴν μονὴν τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἤγουν εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν, όπου οι αυτοκράτορες, άρχοντες, επίσκοποι, κληρικοί, ηγούμενοι, ιερείς, ιερομόναχοι και μοναχοί συγκεντρώθηκαν για την τελετή ανακήρυξής του από άλλον μη καταγεγραμμένο επίσκοπο Χαλδίας Καλλίστρατο, πριν πάνε σε δεξίωση, στο παλάτι. Μόνο ένας μητροπολίτης Τραπεζούντος που ονομάζεται Αντώνιος είναι γνωστός πριν από το 1461. Κατείχε το αξίωμα από το 1395 μέχρι το 1400.397
Φαίνεται ότι δεν υπάρχουν αρχαιολογικά στοιχεία που να αποδεικνύουν τη χρονολόγηση της μικρότερης εκκλησίας, της οποίας οι αγιογραφίες «διατηρούνταν πολύ καλά» την εποχή του Φίνλεϊ398 και τώρα έχουν καταστραφεί. Αλλά είναι πολύ δύσκολο η κυρίως εκκλησία να ήταν έτσι τοποθετημένη, ώστε η περίτεχνη βόρεια βεράντα της να κρυβόταν αρκετά από άλλο κτίσμα. Επομένως είναι πιθανό ότι η μικρότερη εκκλησία είναι μεταγενέστερη της κυρίως εκκλησίας. Αν ναι, ίσως ανήκει σε περίοδο προσθηκών και επισκευών που φαίνεται ότι έγιναν στις αρχές του 15ου αιώνα. Στον κεντρικό ναό ήταν ο Φίνλεϊ εκείνος που παρατήρησε πρώτος ότι σε ορισμένες περιοχές υπήρχαν δύο στρώματα ζωγραφικής. Γύρω από τη βόρεια θύρα προστέθηκαν399 προσωπογραφίες ερημιτών και μοναστικών αγίων. Η δυτική θύρα ανακατασκευάστηκε, η μορφή του Χριστού από πάνω της βάφτηκε ξανά και επιχρυσωμένα φωτοστέφανα από χαλκό ή ασήμι προστέθηκαν στις κύριες ζωγραφικές μορφές του νάρθηκα.400
Στην ίδια περίοδο έχουν αποδοθεί και οι αγιογραφίες ενός από τους τάφους στην εξέδρα (podium) της κυρίως εκκλησίας. Πιθανής γεωργιανής κατασκευής, μια επιγραφή δίπλα σε μία από τις προσωπογραφίες του τάφου, που δεν έχει μεταγραφεί από τον Τάλμποτ Ράις, υποδηλώνει ότι ένας άρχων του Γκουριελάτου, ή ακόμη και ο ίδιος ο Γκουριέλι της Γεωργιανής Γκουρίας, ήταν θαμμένος εκεί.401
Στη συνέχεια υπάρχει ο πύργος, ο οποίος περιγράφεται πιο κάτω. Μια επιγραφή αναφέρει ότι η κατασκευή του ξεκίνησε το 1426/27. Οι πίνακες στο παρεκκλήσι του δεύτερου ορόφου χρονολογούνται στο 1442/43 και υπάρχει επιτάφιο επίγραμμα με ημερομηνία Ιανουαρίου 1444.402 Ένας πίνακας στο εξωτερικό, που περιγράφεται πιο κάτω, απεικονίζει δύο αυτοκρατορικές μορφές να πλαισιώνουν τη Μητέρα του Θεού. Σε μια επιγραφή στην οποία το όνομα έχει πια χαθεί, η νότια μορφή χαρακτηρίζεται ως αυτοκράτορας γιος ενός αυτοκράτορα Αλέξιου.403 Δεδομένης της χρονολόγησης του πύργου, αυτή η μορφή πρέπει να απεικονίζει τον Ιωάννη Δ’ Μεγάλο Κομνηνό (1429-58), γιο του Αλεξίου Δ’ Μεγάλου Κομνηνού (1417-29). Και δεδομένης της δημόσιας ταύτισης του ίδιου του Ιωάννη με τα έργα και τη μνήμη του πατέρα που είχε δολοφονήσει, στο χρυσόβουλλο για το μοναστήρι του Φάρου το 1427, μπορεί κανείς να προτείνει ότι η βόρεια μορφή είναι ο Αλέξιος Δ’ (ο οποίος άρχισε να χτίζει τον πύργο που θα τελείωνε ο γιος του). Όπως ο τάφος που έχτισε ο Ιωάννης για τον πατέρα του, η επιγραφή που συνοδεύει τον ζωγραφικό πίνακα στον πύργο είχε ίσως την πρόθεση να καταδείξει τη νομιμότητα και τη συνέχεια της κυβέρνησης του Ιωάννη και, ίσως, προοριζόταν ως εξιλέωση για το έγκλημα που είχε διαπράξει.404
Τα ίδια αυτά χρόνια ανοικοδομούνταν και το μοναστήρι του Παντοκράτορος του Φάρου, λιγότερο από 1 χλμ. πιο ανατολικά (αριθ. 56). Αντιμετωπίζει κανείς το γεγονός ότι δύο μοναστήρια με την ίδια ουσιαστικά αφιέρωση, και τα δύο με αμυντικούς περιβόλους,405 προστέθηκαν ή αναστηλώθηκαν από τον Αλέξιο Δ’ και από τον Ιωάννη Δ’ ταυτόχρονα, ότι το ένα είχε πύργο και το άλλο φάρο, και ότι το πανηγύρι «του προστάτη» του ενός ταίριαζε περισσότερο στο άλλο. Καθώς βρίσκονταν τόσο κοντά το ένα στο άλλο στην ακρογιαλιά, πρέπει να έμοιαζαν με δύο διαδοχικά και σχεδόν πανομοιότυπα Αγιορείτικα μοναστήρια. Μήπως είναι όντως το ίδιο μοναστήρι; Τα τεκμηριωμένα στοιχεία είναι κατηγορηματικά αντίθετα, γιατί αμφότερα αναφέρονται ευδιάκριτα στο ίδιο οθωμανικό έγγραφο,406 και στο χρυσόβουλλο του 1432.407 Η μόνη μας άλλη ένδειξη για τα εδάφη της Αγίας Σοφίας είναι ότι η ιδιοκτησία της «Αγιασόφια Μαναστιρίνα» και της «Χρισο-Κέφαλ Μαναστιρίνα» (δηλαδή της Χρυσοκέφαλου), μεταξύ πρώην μοναστηριακών εδαφών στο Χορτοκόπιον στη Ματζούκα, πέρασε στα χέρια των Τούρκων μετά το 1461.408 Η ίδια πηγή αναφέρει επίσης ότι η Χρυσοκέφαλος ήταν επίσης γνωστή ως «Αγιασόφια Μαναστιρίνα» αφότου ο Φατίχ τη μετέτρεψε σε τζαμί,409 σύγχυση για την οποία δεν μπορούμε να δώσουμε καμία εξήγηση, γιατί είναι σαφές ότι οι Οθωμανοί αξιωματούχοι ξεχώριζαν τα δύο μοναστήρια στο Χορτοκόπιον.
Συνοψίζοντας: Η κυρίως εκκλησία (και πιθανώς το μοναστήρι) ιδρύθηκε από τον Μανουήλ Α' (1238-63) ή από τους άμεσους διαδόχους του, αν ήταν, όπως έχει προταθεί, η ταφική του εκκλησία. Το κενό στα μοναστηριακά επιτύμβια επιγράμματα μεταξύ 1293 και 1441/42 ίσως υποδηλώνει μετέπειτα παρακμή. Εν πάση περιπτώσει, στις αρχές του 15ου αιώνα έγινε σημαντική ανακαίνιση και ανοικοδόμηση, η οποία κατέληξε στο χτίσιμο και τη διακόσμηση του πύργου από το 1426/27. Το μοναστήρι εξακολουθούσε να λειτουργεί ως τέτοιο το 1509, αλλά η κύρια εκκλησία είχε ξεκινήσει καλή σταδιοδρομία ως τζαμί πριν από το 1609,410 αν και φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν από τους Έλληνες για πολλά χρόνια μετά.
Ο πύργος και η διακόσμησή του. Οι ζωγραφικοί πίνακες του πύργου (που καθαρίστηκαν από την αποστολή Russell Trust το 1961) δεν δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο που επιμελήθηκε ο Τάλμποτ Ράις και, ως εκ τούτου, παρουσιάζονται εδώ.
Ο πύργος είναι τετραώροφο κτίριο που σήμερα έχει ύψος πάνω από 20 μέτρα. Είναι κάτοψης 5,60×5,02 μ. και είναι κτισμένος από πρόχειρα τετραγωνισμένα κομμάτια ακανόνιστου μεγέθους, στρωμένα σε αρκετά κανονικές σειρές. Κατ' εξαίρεση, η λεπτομερής εργασία είναι κατασκευασμένη από ασβεστόλιθο Ούνιε και ορισμένοι θολόλιθοι είναι από τούβλα. Το εξωτερικό ήταν έντονα επιχρισμένο με ασβεστοκονίαμα, για να επιτευχθεί λεία επιφάνεια ανθεκτική στις καιρικές συνθήκες.
Από τη νοτιοανατολική γωνία του πύργου εκτείνεται τοίχος που δείχνει τα ερείπια θόλου, αλλά μόνο ανασκαφή θα μπορούσε να αποκαλύψει τη φύση του. Στο ισόγειο μπαίνει κανείς από πόρτα στη νότια πλευρά. Αυτό αποτελείται από θάλαμο χωρίς παράθυρα με ξύλινη οροφή, που χρησιμεύει ως δάπεδο του παρεκκλησίου στον επόμενο όροφο. Στην εξωτερική ανατολική όψη υπάρχει ο ζωγραφικός πίνακας με τις αυτοκρατορικές μορφές, που πλαισιώνεται ανάγλυφα από απλό προεξέχον πέτρινο διάζωμα. Τα άκρα του κτιρίου και της διακόσμησης ορίζονται από την επιγραφή της ίδρυσης, που είναι χαραγμένη στο ασβεστοκονίαμα αρμολόγησης κάτω χαμηλά στην ανατολική όψη, έτος 6935 από κτίσεως κόσμου ή Σεπτέμβριος 1426, και της δολοφονίας του Αλεξίου Δ’ με εντολή του Ιωάννη Δ’ (και οι δύο απεικονίζονται στον πίνακα) τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο του 1429.411 (φωτ. 176α-γ, 178α,β)
Στον δεύτερο όροφο υπάρχει παρεκκλήσι, στο οποίο αρχικά έμπαινε κανείς από πόρτα στον νότιο τοίχο, τώρα φραγμένη, η οποία προφανώς προσεγγιζόταν με εξωτερική ξύλινη σκάλα. Λίγα κομμάτια σοβά γύρω από την πόρτα υποδηλώνουν ότι κάποτε ήταν διακοσμημένη με ζωγραφική στο εξωτερικό. Η αψίδα εξέχει κλιμακωτά από την ανατολική όψη του πύργου, πάνω από τις αυτοκρατορικές προσωπογραφίες, και φωτίζεται από μονό τοξωτό παράθυρο στο κέντρο. Αρκετά ουσιαστικά στρογγυλά τοξωτά παράθυρα στη βόρεια και δυτική πλευρά έχουν αποκλειστεί. Σώζεται η βάση ενός χαμένου ημικυλινδρικού θόλου από συντρίμμια και ασβέστη. Υπάρχουν κομψοί λαξευτοί θολόλιθοι για τις ελαφρώς μυτερές καμάρες του εσωτερικού και προσεκτικά κομμένοι αψιδόλιθοι για τη στέψη. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την παλαιότερη βυζαντινή πρακτική, όπου πραγματικοί αψιδόλιθοι δεν είναι συνηθισμένοι. Η αψίδα της νότιας θύρας φαίνεται ότι έχει διαμορφωθεί από εναλλασσόμενες στρώσεις τούβλου και πέτρας, όπως μπορεί να τις δει κανείς σε εργασίες της ίδιας εποχής στον Μυστρά.
Ο θόλος του παρεκκλησίου ήταν διακοσμημένος με αγιογραφίες της Ανάληψης και της Πεντηκοστής, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν υπήρχε πρόσβαση μέσω αυτού στον επόμενο όροφο, στον οποίο μπορούσε κανείς να φτάσει αν συνέχιζε εξωτερική σκάλα σε κλειστή πια χαμηλή τοξωτή είσοδο στη νότια όψη. Το επίπεδο του δαπέδου αυτού του τρίτου ορόφου χαρακτηρίζεται εξωτερικά από περίοπτη διακοσμητική οριζόντια ταινία και εσωτερικά φαίνεται στην τοιχοποιία του θόλου του παρεκκλησίου από κάτω. Υπήρχε παράθυρο στην ανατολική όψη που τώρα είναι σε μεγάλο βαθμό φραγμένο.
Ο τελευταίος, ή τέταρτος, όροφος χαρακτηρίζεται από τέσσερα μεγάλα ανοίγματα με οξυκόρυφα τόξα, τώρα εφυαλωμένα. Τα παράθυρα έχουν τώρα πλάτος 2,65 μ. στη βάση και 2,60 μ. ύψος στο κέντρο. Η κορυφή του ανατολικού παραθύρου είναι 18,21 μ. πάνω από το επίπεδο του εδάφους, ενώ ο ίδιος ο πύργος βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 14 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Η αναφορά στις φωτ. 176α, β και γ θα αποκαλύψει αλλαγές που έγιναν στη δεκαετία του 1880 και το 1961-62. Η διακοσμητική οριζόντια ταινία στην ανατολική όψη χρονολογείται από το 1836, αλλά θα μπορούσε να είναι μεταβυζαντινή. Αυτό το τόξο ξεχωρίζει από σειρά ανοιχτών κεραμικών σωλήνων που τοποθετούνται στο πάχος του τοίχου. Πάνω από τις μυτερές καμάρες υπήρχαν δύο μικρά στρογγυλά τοξωτά παράθυρα σε κάθε όψη του πύργου. Η περίεργη πυραμιδοειδής οροφή έχει επίσης υποστεί αλλαγές τον περασμένο αιώνα, οι οποίες αφαίρεσαν κάθε ίχνος είτε από πλαίσιο καμπάνας (που θα την έκανε καμπαναριό) είτε αιθάλης (που θα υποδήλωνε λειτουργία ως φάρος).
Ο πύργος είναι αινιγματική κατασκευή. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ήταν το αστεροσκοπείο τοπικής σχολής αστρονόμων. Εκτός από το γεγονός ότι αυτή η «σχολή» είναι αξιοσημείωτη για την αποτυχία της να κάνει πρωτότυπες αστρονομικές παρατηρήσεις (απέτυχε να τοποθετήσει την Τραπεζούντα στον κατάλογο του Πτολεμαίου και, προφανώς, να προβλέψει κάποια από τις εκλείψεις οι οποίες, σύμφωνα με τον Πανάρετο, άφηναν τους Μεγάλους Κομνηνούς και τους υπηκόους τους τόσο έκπληκτους), άκμασε υπό τον Λουκίτη πάνω από ογδόντα χρόνια πριν χτιστεί ο πύργος.412 Ο Μπράιερ κάποτε πρότεινε ότι ίσως φιλοξενούσε ένα ιδιαίτερα ενοχλητικό ρολόι, που δώρισε η Δημοκρατία της Βενετίας στον Μανουήλ Γ',413 ενώ αργότερα παρατήρησε ότι, αν τα μοναστήρια του Φάρου και της Αγίας Σοφίας ήσαν πανομοιότυπα (που δεν είναι), θα ήταν ο μόνος σωζόμενος βυζαντινός φάρος. Ένα καμπαναριό είναι μάλλον η απάντηση. Υπάρχουν αντίστοιχα στο Καϊμακλί (αριθ. 48) και, ίσως, στο καμπαναριό της Γκουρίας του 1422 στο Λιχάουρι. Και πρέπει να θυμόμαστε ότι ένας πιθανός ευγενής από τη Γκουρία του 15ου αιώνα, ή ο Γκουριέλι, είναι θαμμένος στην Αγία Σοφία. Τα ανοιχτά δυτικά καμπαναριά-βεράντες, που έγιναν συνηθισμένα στον Πόντο μετά το 1856, ανήκουν σε διαφορετική παράδοση.414
Αν και οι αυτοκρατορικές προσωπογραφίες του εξωτερικού πίνακα έχουν φθαρεί πολύ περισσότερο από τότε που τις είδαν ο Μιγιέ και ο Φαλμεράγιερ, ο Ουίνφιλντ μπόρεσε να προσδιορίσει το μεγαλύτερο μέρος της σύνθεσης και την αριστερή επιγραφή με τη βοήθεια σκαλωσιάς (σχήμα 68). Εκτός από την επιγραφή, που έχει ήδη δημοσιευθεί από τον Τάλμποτ Ράις, η κύρια ανακάλυψη είναι ότι η κεντρική μορφή δεν είναι αυτοκρατορική προσωπογραφία, αλλά η Μητέρα του Θεού. Στην αγκαλιά της κρατάει τον Χριστό Παιδί, του οποίου τα χέρια είναι τεντωμένα σαν να ευλογούν τους αυτοκράτορες. Ο πίνακας ήταν πολύ κατεστραμμένος για να επιτρέψει τυχόν τεχνοτροπικές συγκρίσεις, αλλά τα σχέδια κοσμημάτων του λώρου είναι παρόμοια με εκείνα του αρχαγγέλου στον εσωτερικό δυτικό τοίχο του παρεκκλησίου μέσα στον πύργο και του Κωνσταντίνου και της Ελένης στο Άνω παρεκκλήσι του Σαρμασικλί (σελ. 276 πιο κάτω).
Μια καταγραφή των πινάκων, όπως υπήρχαν το 1961, δίνεται στα σχήματα 68-74 και στις φωτ. 179-191. Οι επιγραφές καταγράφηκαν επαρκώς από τον Μιγιέ το 1895 και οι πίνακες δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά από τους Μιγιέ και Τάλμποτ Ράις.415 Η περιγραφή που ακολουθεί προσθέτει τις νέες πληροφορίες που έγιναν σαφείς καθώς οι πίνακες καθαρίστηκαν και επισκευάστηκαν.
Στην αψίδα και στον ανατολικό τοίχο του παρεκκλησίου σώζεται η επιγραφή που έχει καταγραφεί σωστά από τον Μιγιέ, μαζί με τον μικρό δίσκο του Προφήτη Γεδεών στην όψη του τόξου. Ο κύλινδρος χαρτιού του Προφήτη έχει γραμμές σαν να περιέχει κείμενο, αλλά, όπως και των άλλων προφητών, δεν έχει γράμματα. Το φόντο του δίσκου του Γεδεών είναι κόκκινο, εκείνο του Δανιήλ από πάνω του είναι γκρι και τα χρώματα του φόντου συνεχίζονται εναλλάξ σε κόκκινο και γκρι.416 Ο Μιγιέ δεν έχει σημειώσει τον έκτο και τον έβδομο δίσκο στην κορυφή του τόξου, που πιθανότατα είχαν καταστραφεί, όπως και ο πέμπτος. Το περίγραμμα που περιέχει τους μικρούς δίσκους είναι διακοσμημένο με απλό στολίδι τριφυλλιού. Κάτω από αυτό υπάρχει ορθογώνιο πλαίσιο διακοσμημένο με σχέδιο διπλού πέλεκυ σε κόκκινο, κίτρινο και πράσινο χρώμα, με λευκά περιγράμματα.
Η εικονογραφία παρουσιάζεται στο σχήμα 69 και περιγράφηκε σωστά από τους Μιγιέ και Τάλμποτ Ράις. Ο Μιγιέ είχε δίκιο όταν θεωρούσε ότι το κατώτερο τμήμα ήταν διακοσμητική επένδυση ζωγραφισμένη με απομίμηση υφάσματος.417 Η τώρα κατεστραμμένη μορφή ενός αποστόλου στο άκρο της νότιας πλευράς της Κοινωνίας έχει τα πόδια της τοποθετημένα διαφορετικά από τους άλλους και ίσως αναπαριστά τον Ιούδα που απομακρύνεται. Μια επιγραφή με έντονα τακτοποιημένα γράμματα στο μοτίβο του κόκκινου περιγράμματος μεταξύ των επισκόπων και της σκηνής της Κοινωνίας είναι η υπογραφή ενός από τους πιο πολύτιμους περιηγητές μας: «Ζ. Μπορντιέ, 1609».418
Ο Τάλμποτ Ράις σημείωσε τη μικρή λειτουργική κόγχη στη βόρεια πλευρά της αψίδας αλλά όχι τους πίνακές της.419 Στην εσωτερική όψη υπήρχε ένα κεφάλι Χριστού, που τώρα είχε φύγει αλλά αναγνωρίζεται από τις εγκάρσιες ράβδους στο φωτοστέφανο. Έξω από το φωτοστέφανο, στα αριστερά, υπάρχει μια γραμμή χρώματος. Αν πρόκειται για βραχίονα του σταυρού, το θέμα που αναπαρίσταται εδώ θα ήταν ο Χριστός ο Άνθρωπος των Θλίψεων. Στην αριστερή πλευρά της κόγχης υπάρχει διακοσμητικό σχέδιο από σειρές από συμμετρικά διατεταγμένα ορθογώνια, μέσα στα οποία υπάρχουν τετράφυλλα σε εναλλάξ πράσινο και κίτρινο.
Το σχήμα 69 και η φωτ. 180α δείχνουν έναν από το ζεύγος των προσεκτικά φτιαγμένων πέτρινων προβόλων (φουρουσιών) που σηματοδοτούν το ξεφύτρωμα του τόξου της αψίδας και το διακοσμητικό σχέδιο της πλευρικής επιφάνειας. Οι ταραγμένες γραμμικές πτυχές πάνω από τον μηρό του Ιωάννη του Βαπτιστή είναι καλό παράδειγμα τεχνοτροπίας απεικόνισης πτυχώσεων σε ενδύματα, του καλλιτέχνη που ζωγράφισε τον πύργο. Οι μεγάλες μορφές της Δέησης στην αψίδα ήσαν πιο προσεκτικά εκτελεσμένες από εκείνες στις μικρές σκηνές κατά μήκος των τοίχων του παρεκκλησίου.
Οι φωτ. 179β και 181 δείχνουν την όψη της αψίδας του ιερού, με αποσπασματικές μορφές αγγέλων πάνω από τους μικρούς δίσκους που περιέχουν τους προφήτες. Το πάνω ζεύγος στηρίζει έναν δίσκο που τώρα έχει καταστραφεί. Ο Μιγιέ πρότεινε ότι μπορεί να κρατούσε προτομή του Χριστού Παιδιού. Προτείνουμε ότι αυτός ο μικρός δίσκος ίσως περιείχε σταυρό, έτσι ώστε η σύνθεση της αψίδας να απεικονίζει τον Θρίαμβο του Σταυρού. Αν ο Μιγιέ είχε δίκιο, όταν περιέγραφε ότι καθένας από τους κάτω αγγέλους κρατούσε σταυρό, οι σταυροί έχουν πια εξαφανιστεί. Στη φωτ. 181 διακρίνονται ξεκάθαρα η από λαξευτή πέτρα τοιχοποιία του ημιθόλου και οι θολόλιθοι από τούβλο της αψίδας του ιερού.
Στον δυτικό τοίχο, το επάνω τμήμα στο θολωτό άνοιγμα καταλαμβάνεται από μεγάλη σύνθεση της Κοίμησης (φωτ. 182α, σχήμα 70). Η περιγραφή του Μιγιέ είναι ακριβής. Εκείνη του Τάλμποτ Ράις είναι κάπως μπερδεμένη.420 Μόνο που ο Μιγιέ είναι λίγο παραπλανητικός υπονοώντας ότι η σκηνή είναι σχεδόν όλη σε ένα επίπεδο, αφού συνεχίζει περιγράφοντας σε πρώτο πλάνο το επεισόδιο του αγγέλου και του Εβραίου Ιεφονία και στο φόντο τις μορφές των επισκόπων και των γυναικών που θρηνούν. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τυπική σύνθεση Κοίμησης. Ο πίνακας έχει υποστεί μεγάλη ζημιά. Τμήματά του επισκιάστηκαν από τσιμεντοειδείς αποθέσεις, που ήσαν τα θεμέλια των φωλιών των χελιδονιών για πολλές γενιές. Όταν αφαιρέθηκαν αυτές οι αποθέσεις, έγιναν ορατά κάποια πρόσωπα, τα μόνα στο παρεκκλήσι που δεν έχουν καταστραφεί. Εικονίζονται στις. Φαίνεται ότι έχουν κίτρινο χρώμα υποστρώματος, φωτ. 182γ,δ χωρίς πράσινο πρόπλασμα. Οι γραμμές χαρακτηριστικών είναι σε χρώμα πορτοκαλί και κόκκινο, ενισχυμένες κατά τόπους από μαύρο. Υπάρχει κάποιο ανοιχτό κόκκινο χρώμα σάρκας για τα μάγουλα.
Κάτω από την Κοίμηση υπάρχουν δύο σκηνές από τον κύκλο του Ευαγγελίου: η Ανάσταση του Λαζάρου και η Είσοδος στην Ιερουσαλήμ.421 Ο Μιγιέ τις περιέγραψε σωστά, εκτός από το ότι υπάρχουν πέντε, αντί για έξι, απόστολοι στη σκηνή του Λαζάρου. Και οι δύο πίνακες έχουν υποστεί μεγάλη ζημιά και η Είσοδος έχει υποφέρει περισσότερο από τότε που την είδε ο Μιγιέ.
Εκατέρωθεν του παραθύρου, στο κάτω τμήμα, υπάρχουν δύο μεγάλες όρθιες μορφές: στα νότια ένας ολόσωμος Αρχάγγελος Μιχαήλ με αυτοκρατορική ενδυμασία, στα βόρεια ένας μοναχός. Ο δεύτερος έχει υποστεί μεγάλη ζημιά από τότε που ο Μιγιέ είχε μπορέσει να διαβάσει το επιτάφιο επίγραμμά του. Το παράθυρο είναι μικρότερο από εκείνο στον βόρειο τοίχο και οι τέσσερις μορφές σε αυτόν έχουν πια σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί. Το διακοσμητικό σχέδιο κάτω από το παράθυρο και οι μορφές ήσαν σε εναλλασσόμενες ομάδες από τρεις κόκκινες και τρεις μαύρες κυματιστές γραμμές. Πρβλ. σελ. 212.
Ο Μιγιέ περιέγραψε τη νότια πόρτα (σχήμα 72, αριστερά). Το δεύτερο παιδί που παίζει στο νερό, και δύο παιδιά που διασκεδάζουν στην όχθη, τα οποία ο Μιγιέ περιέγραψε στην κάτω αριστερή γωνία της Βάπτισης (φωτ. 184α), δεν διακρίνονται πια.
Στον νότιο τοίχο (σχήμα 73), το μεσαίο τμήμα αποτελείται από τρεις σκηνές από τη Ζωή του Χριστού: τον Ευαγγελισμό (φωτ. 185α), τη Γέννηση (φωτ. 183) και την Υπαπαντή (φωτ. 187). Οι ενδιάμεσες σκηνές της Βάπτισης και της Μεταμόρφωσης, που πρέπει να ακολουθούν την Υπαπαντή, βρίσκονται στις πλευρικές επιφάνειες της νότιας θύρας (σχήμα 72, αριστερά, φωτ. 183, 184α,β). Ο Μιγιέ αναφέρει τη δεύτερη κοπέλα που ρίχνει νερό από μια κανάτα για το πρώτο μπάνιο του Χριστού, στη Γέννηση. Ο Τάλμποτ Ράις δεν αναφέρει την κανάτα, την οποία δεν μπορέσαμε να δούμε. Ο Μιγιέ παραλείπει να αναφέρει τον Ιωσήφ στην κάτω δεξιά γωνία, τον οποίο ο Τάλμποτ Ράις ξεχωρίζει για τη μεγάλη εκφραστικότητα των χαρακτηριστικών του.422 Όπως συνηθίζεται στη βυζαντινή αγιογραφία, είναι μια μάλλον στενοχωρημένη μορφή και κάθεται στραμμένο προς τα έξω από τη σκηνή, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι του. Οι φωτ. 183 και 186α-γ δείχνουν τη μάλλον απλοϊκή γοητεία του προβάτου και του βοδιού και του γαϊδάρου που ζεσταίνουν το Παιδί.
Στην Υπαπαντή ο Μιγιέ σωστά σημειώνει ἡ ποπαντή (δηλαδή ἡ ὑπαπαντή) στον τίτλο. Τα τρία γράμματα ποῦ στην αρχή του κυλίνδρου που κρατούσε η προφήτισσα Άννα παραμένουν όπως τα είδε.
Στο κάτω τμήμα του νότιου τοίχου εκατέρωθεν της θύρας σώζονται λείψανα μεγάλης μορφής. Αυτές οι δύο μορφές έχουν φυσικό μέγεθος και δεν αφήνουν περιθώρια για διακοσμητικό μοτίβο, όπως εκείνο που στολίζει τη βάση του δυτικού τοίχου. Ο Άγιος Βασίλειος, ανατολικά της θύρας, φορά εκκλησιαστικά άμφια με το πολυσταύριον. Είναι πιθανό να κρατούσε στο αριστερό του χέρι βιβλίο ή κύλινδρο χαρτιού. Ο Άγιος Ευγένιος, στα δυτικά της θύρας, είναι ντυμένος σαν αυλικός αλλά διατηρεί τη λόγχη του στο δεξί του χέρι. Ο Μιγιέ δεν κάνει καμία αναφορά σε αυτές τις εικόνες, οι οποίες περιγράφηκαν συνοπτικά από τον Τάλμποτ Ράις.423
Ο ημικυλινδρικός θόλος του παρεκκλησίου είχε χαθεί πολύ πριν από την επίσκεψη του Μιγιέ, αλλά αρκετή ζωγραφική σώζεται στις σπασμένες άκρες, για να επιτρέπει την αναγνώριση των σκηνών ως Ανάληψη στο ανατολικό μισό και Πεντηκοστή στο δυτικό μισό. Από την Ανάληψη υπάρχουν τώρα τα απομεινάρια πέντε μορφών στη νότια πλευρά (σχήμα 73) και έξι, ή ίσως επτά, στη βόρεια πλευρά (σχήμα 74). Στη βόρεια πλευρά, οι άκρες των ποδιών με παντόφλες της κεντρικής μορφής καθιστούν μάλλον βέβαιο ότι επρόκειτο για τη Μητέρα του Θεού. Στη νότια πλευρά, η κεντρική περιοχή που πιθανώς έδειχνε τον Άγγελο της Αναλήψεως, έχει φύγει. Η σκηνή ήταν ξεκάθαρα η παραδοσιακή, με έξι αποστόλους σε κάθε πλευρά, τον Άγγελο της Ανάληψης στα νότια, και αγγέλους να σηκώνουν τη μάντορλα [αμυγδαλωτού σχήματος τομή δύο κύκλων] στο κέντρο. Το δυτικό μισό του θόλου απεικόνιζε την Πεντηκοστή (φωτ. 188α,β). Τα απομεινάρια, μαζί με το θραύσμα της επιγραφής, περιγράφηκαν σωστά από τον Μιγιέ.
Οι πλευρικές επιφάνειες εκατέρωθεν του βόρειου παραθύρου περιείχαν δύο μορφές, όπως σημείωνε ο Μιγιέ, ενώ το στέμμα της καμάρας διακοσμούσε σχέδιο πλεγμένων φυλλωμάτων (φωτ. 189). Το άνοιγμα του παραθύρου είναι σημαντικά μικρότερο από το εσωτερικό τόξο για το παράθυρο. Η όψη της λιθοδομής που περιβάλλει το παράθυρο ήταν διακοσμημένη με σχέδιο κυματιστών γραμμών, παρόμοιο με εκείνο στον δυτικό τοίχο. Οι μορφές, που είχαν εξαφανιστεί σε μεγάλο βαθμό την εποχή του Μιγιέ, έχουν πια περιοριστεί στο πάνω μέρος των φωτοστέφανων τους, στον σταυρό του Κωνσταντίνου και της Ελένης και στον τίτλο της Ελένης.
Η Σταύρωση (φωτ. 190α), ο Επιτάφιος Θρήνος (φωτ. 190β), και η Ανάσταση (φωτ. 190γ,) καλύπτουν το άνω τμήμα του βόρειου τοίχου (σχήμα 74). Η περιγραφή του Μιγιέ για τη Σταύρωση είναι ακριβής και ο Τάλμποτ Ράις κάνει λάθος όταν αντιλαμβάνεται δύο μορφές πίσω από τη Μητέρα του Θεού.424 Ο Μιγιέ σημειώνει τον τίτλο του Θρήνου: ὁ θεοσομοτάφιος, αλλά η περιγραφή του είναι ανακριβής. Yπάρχουν πέντε πενθούντες, όπως μετρήθηκαν από τον Τάλμποτ Ράις. Όμως ο τελευταίος κάνει λάθος μεταφέροντας το αρχιτεκτονικό υπόβαθρο από την ανατολική στη δυτική πλευρά. H Ανάσταση περιγράφεται σωστά από τον Μιγιέ, εκτός από το ότι τον κύλινδρο χαρτιού κρατάει ο Ιωάννης ο Βαπτιστής (τον οποίο δεν προσδιορίζει), πίσω από τον Δαβίδ, παρά ο ίδιος ο Δαβίδ.425
Στο κάτω τμήμα, στα δυτικά του παραθύρου, υπάρχει ολόσωμη μορφή του μοναχού Καλλίστρατου Φασιανού, που πέθανε κάποιον Σεπτέμβριο. Ο Μιγιέ δημοσίευσε την επιγραφή, που τώρα είναι λιγότερο ορατή, και περιέγραψε τον μοναχό ως ευρισκόμενο σε στάση προσευχής. Στην πραγματικότητα χειρονομεί προς την αψίδα, σαν να προσφέρει το παρεκκλήσι στον Χριστό.
Τόσο ο Μιγιέ όσο και ο Τάλμποτ Ράις βλέπουν μια ενιαία μορφή μοναχού στα ανατολικά του βόρειου παραθύρου.426 Στην πραγματικότητα, υπάρχουν δύο ολόσωμες κοσμικές μορφές, φορώντας και οι δύο τουρμπάνι περίτεχνου τύπου, παρόμοιο με εκείνο που φορούσε η μορφή σε κόγχη του νότιου προστώου της εκκλησίας.427 Ανάμεσα στα δύο τουρμπάνια διακρίνεται η στολισμένη με κοσμήματα άκρη αυτού που θα μπορούσε να ήταν τελετουργική ράβδος, πράγμα που υποδηλώνει ότι οι μορφές ήσαν αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας.
Σε επιγραφή κοντά σε αυτές τις μορφές, τώρα χαμένη, ο Μιγιέ διάβασε το επιτάφιο επίγραμμα ανώνυμου μοναχού (;), με ημερομηνία 1 Ιανουαρίου 1444, που υποτίθεται ότι είναι το τέρμα για τη διακόσμηση του παρεκκλησίου και πιθανώς αντιστοιχεί στη χρονολόγηση της μορφής στη νότια βεράντα του κυρίως ναού.428
Κάτω από τις μορφές υπάρχει στενή διακοσμητική επένδυση, με το ίδιο σχέδιο κόκκινων και μαύρων κυματιστών γραμμών που συναντάμε αλλού. Η ζωγραφική του κάτω μέρους του πίνακα έχει ουσιαστικά καταστραφεί, αλλά η επιφάνεια είναι καλυμμένη με σκίτσα που αναπαριστούν πλοία (φωτ. 191), συγκρίσιμα με εκείνα που βρέθηκαν στο εσωτερικό και το εξωτερικό του κυρίως ναού.429
Συνοπτικά, ο πύργος περιλαμβάνει σπάνιο παράδειγμα ζωγραφικής και των δώδεκα εορτών. Η κατάστασή τους αποκλείει κάθε στενή τεχνοτροπική κρίση τους, αλλά μπορεί κάλλιστα να συνδέονται με τις αναστηλωτικές εργασίες στην κυρίως εκκλησία, όταν ξαναζωγραφίστηκε το τύμπανο της βόρειας θύρας και μεταβλήθηκε η μορφή τόσο της βόρειας όσο και της δυτικής θύρας.
113. Ἅγιος Θεόδωρος
Θέση. Στην ενορία της Υπαπαντής (αριθ. 47).
Ιστορία. Παρεκκλήσι του 19ου αιώνα. Δεν βρήκαμε κανένα ίχνος του.430
114. Ἅγιος Θεόδωρος
Θέση. Στο Κιρέτσχανε, νότια της Τραπεζούντας.
Ιστορία. Ενοριακός ναός το 1904. Δεν βρήκαμε κανένα ίχνος του.431
115. Ἅγιος Θεόδωρος Γαβρᾶς
Θέση. Κοντά στον Άγιο Βασίλειο (αριθ. 66)
Επιγραφή. Επιγραφή που αναφέρεται στον Άγιο Γεώργιο, προφανώς παρμένη από το αριθ. 80.
Ιστορία. Νωρίτερη πιθανή χρονολογία (terminus post quem) για την οικοδόμηση της μονής είναι η 2 Οκτωβρίου 1098, όταν ο μεγάλος Πόντιος ήρωας, ο Άγιος Θεόδωρος Γαβράς, σκοτώθηκε πολεμώντας τους Τούρκους. Όμως αναφέρεται για πρώτη φορά στα χρυσόβουλλα του 1364 και του 1367 για τους Ενετούς. Το μοναστήρι παρέμεινε σε ελληνικά χέρια αλλά ήταν ερειπωμένο τον 19ο αιώνα και δεν έχει αφήσει κανένα ίχνος σήμερα.432
116. Ἁγία Τριάς
Θέση. Στην ενορία του Αγίου Γεωργίου Τσαρτακλή (αριθ. 84).
Ιστορία. Παρεκκλήσι του 19ου αιώνα, ίσως ταυτόσημο με το παρεκκλήσι Δ (αριθ. 33).433
117. «Σάντα Κρότσε» (Santa Croce)
Θέση. Οι λόγοι για τους οποίους τοποθετήσαμε το Ενετικό Κάστρο του 1367 στο ακρωτήριο που ονομάζεται Σάντα Κρότσε στον Χάρτη ΙΙΙ δίνονται πιο πάνω στο αριθ. 28. Ο ενετικός περίπατος ξεκινά με μια εκκλησία της Σάντα Κρότσε, η οποία πρέπει να βρισκόταν κοντά στο ακρωτήριο και πάνω στη θάλασσα.434 Ολόκληρη η ανατολική προκυμαία άλλαξε άρδην με την κατασκευή της νέας λεωφόρου το 1960-65. Τα έργα οδοποιίας του 1963 αποκάλυψαν μια εκκλησία στο παραλιακό μέτωπο, 50 περίπου μέτρα δυτικά του ακρωτηρίου πάνω στο οποίο βρισκόταν το Ενετικό Κάστρο και ακριβώς ανατολικά του σημείου στο οποίο το Σεκέρ Φαμπρικάσι Σοκάγι φτάνει στη θάλασσα. Οι μπουλντόζες έσπρωξαν αυτό το κτίριο πίσω στην παλιά του ανωνυμία λίγες ημέρες αργότερα, αλλά όχι πριν καταφέρει ο Ουίνφιλντ να το καταγράψει, όχι όμως και να το φωτογραφίσει. Προτείνουμε αυτή την εκκλησία ως τη Σάντα Κρότσε του 1367 (φωτ. 175).
Αρχιτεκτονική. Το σχέδιο (σχήμα 75) είναι εκείνο εκκλησίας με δύο στρογγυλεμένες πλευρικές αψίδες και κεντρική αψίδα πενταγωνική εξωτερικά και ημικυκλική εσωτερικά. Οι τοίχοι του σηκού και του βόρειου κλίτους ενσωματώθηκαν σε ιδιωτική κατοικία και το νότιο κλίτος μετατράπηκε αργότερα σε μικρό παρεκκλήσι. Η πρώτη και μεγαλύτερη εκκλησία είχε προσανατολισμό 100°. Η εξωτερική τοιχοποιία της νότιας και της κεντρικής αψίδας διαμορφώθηκε από προσεγμένα ορθογώνια κομμάτια τοπικής πέτρας τοποθετημένα σε κανονικές στρώσεις. Όταν υπήρχε κάποια ανωμαλία στην επιφάνεια, γινόταν πιο ομοιόμορφη με θραύσματα τούβλων ή κεραμιδιών. Ο πυρήνας του τοίχου ήταν από κονίαμα συντριμμιών φτιαγμένο από κιτρινωπό ασβέστη με άφθονη πρόσμιξη άμμου και μικρών βότσαλων. Η βόρεια όψη της κύριας αψίδας, η οποία διατηρούσε τις πέτρες επένδυσης, περιείχε ένα κομμάτι πέτρας με σχέδιο με πλεγμένες κορδέλλες (guilloche) σε χαμηλό ανάγλυφο. Η θέση του υποδηλώνει ότι είχε επαναχρησιμοποιηθεί αντί να κοπεί για τον σκοπό αυτό. Ίχνη παραθύρου παρέμεναν στη νοτιοανατολική όψη της κύριας αψίδας, υποδηλώνοντας κανονικό σχέδιο τριών παραθύρων. Μία πλευρά του παραθύρου ήταν επενδεδυμένη με λαξευτά κομμάτια, τα οποία ήσαν μεγαλύτερα και πιο τακτοποιημένα από τις πέτρες επένδυσης του υπόλοιπου εξωτερικού τοίχου της αψίδας. Η νότια αψίδα είχε μικρό στρογγυλό τοξωτό παράθυρο, το τόξο του οποίου ήταν κομμένο από ένα μόνο κομμάτι πέτρας. Το παράθυρο άνοιγε ελαφρώς έκκεντρα προς νότο, στενεύοντας προς το εσωτερικό. Στη βόρεια πλευρά της νότιας αψίδας υπήρχε στρογγυλή τοξωτή λειτουργική κόγχη. Στο ανατολικό άκρο της νότιας πλευράς υπήρχε τοιχοποιία, η οποία πιθανότατα αποτελούσε τη δυτική απόληξη της κύριας αψίδας ή ιερού, κατασκευασμένη από λαξευτά κομμάτια μεγαλύτερα από εκείνα της εξωτερικής όψης της εκκλησίας. Μεταξύ αυτής της τοιχοποιίας και του ανατολικού τμήματος της αψίδας υπήρχε φραγμένη αψιδωτή πύλη που συνέδεε αρχικά την κύρια και τη νότια αψίδα.
Τα μόνα βέβαια λείψανα από το κέντρο της εκκλησίας ήσαν πέντε κυλινδρικά πέτρινα κομμάτια, δύο τύμπανα από τα οποία ήσαν μικρότερα από τα άλλα. Πιθανότατα αποτελούσαν έναν κίονα, που πρέπει να στήριζε ένα από τα τόξα μεταξύ του σηκού και του νότιου κλίτους. Δύο μονόλιθοι, όρθιος και οριζόντιος αντίστοιχα, πρέπει να αποτελούσαν μέρος του πλαισίου μιας θύρας, 0,74 μ. προς τα δυτικά. Η θύρα ίσως οδηγούσε στο μεταγενέστερο παρεκκλήσι, όταν το νότιο κλίτος ήταν περιτοιχισμένο.
Το αρχικό δάπεδο βρισκόταν ένα περίπου μέτρο πάνω από το επίπεδο του εδάφους όταν αποκαλύφθηκε η εκκλησία. Υποδεικνυόταν από ασβεστοκονίαμα που ενσωμάτωνε κονιοποιημένα πήλινα σκεύη και θραύσματα, το οποίο πρέπει να αποτελούσε τη βάση για πλάκες ή ψηφιδωτό δάπεδο. Η βάση εκτεινόταν αδιάσπαστη μέχρι τη γωνία του Σέκερ Φαμπρικάσι Σοκάγι.
Το μικρό μεταγενέστερο παρεκκλήσι στο νότιο κλίτος διαμορφώθηκε φράζοντας τις αψιδωτές πύλες μεταξύ του ίδιου του κλίτους και του σηκού. Η τοιχοποιία των φραγμένων αψιδωτών πυλών ήταν φτιαγμένη από προσεγμένα ορθογώνια κομμάτια, με τις επιφανειακές ανωμαλίες να γεμίζονται με θραύσματα τούβλων ή κεραμιδιών. Ήταν παρόμοια σε χαρακτήρα με την τοιχοποιία του εξωτερικού των αψίδων της κυρίως εκκλησίας. Η ομοιότητα ίσως υποδηλώνει τροποποίηση, που έγινε αμέσως μετά την οικοδόμηση της εκκλησίας, αλλά αυτός ο τύπος τοιχοποιίας δεν είναι ασυνήθιστος στον Πόντο και δεν είναι ακόμη τεκμηριωμένος.
Ένας μεγάλος πίθος βυθίστηκε στη γη, δέκα περίπου μέτρα νότια της νότιας αψίδας. Στα βόρεια της βόρειας αψίδας υπήρχαν τα ερείπια μικρού καμαροσκέπαστου θαλάμου, με τη στέψη του να εκτείνεται από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Η επιφάνεια της εσωτερικής τοιχοποιίας αποτελούνταν από δύο στρώσεις σοβά με ασβέστη, από τις οποίες η κάτω περιείχε ποσότητα κονιοποιημένων πήλινων σκευών και θραύσματα. Το μέγεθος της κατασκευής υποδηλώνει ότι ίσως ήταν τάφος.
Περίπου 15 μέτρα βόρεια της εκκλησίας, πάνω στον βράχο της ακτής, υπήρχαν δύο σειρές προσεγμένης τοιχοποιίας, με κονίαμα από κονιοποιημένα πήλινα σκεύη και θραύσματα. Το έργο αυτό ήταν παρόμοιο με εκείνο της θεμελίωσης του Ενετικού Κάστρου (αριθ. 28) στο ακρωτήριο και ίσως αποτελούσε τμήμα θαλάσσιου τείχους. Περίπου 70 μ δυτικά της εκκλησίας υπήρχαν μία ή δύο στρώσεις παρόμοιας τοιχοποιίας και κονιάματος. Αυτό το υποθετικό θαλάσσιο τείχος ίσως συνεχιζόταν ακόμη πιο δυτικά, για να ενώνεται με τα τείχη της Κάτω Πόλης. Μια φωτογραφία που τραβήχτηκε από τον O.Τζ.Σ. Κρόφορντ το 1932 δείχνει παρόμοια τοιχοποιία που βρίσκεται στη θάλασσα, ακριβώς ανατολικά του ανατολικού θαλάσσιου πύργου της Κάτω Πόλης (φωτ. 175).
Χρονολογία. Η πενταγωνική κεντρική αψίδα και τα ημικυκλικά παστοφόρια είναι τυπικός τραπεζούντιος τύπος. Σε σχέδιο η εκκλησία πιθανώς ενώνεται με τη δεύτερη ομάδα τοπικών εκκλησιών του Μιγιέ, εκείνες με τρούλο που στηρίζεται σε τέσσερις κίονες, όπως η Αγία Σοφία (αριθ. 112), ο Άγιος Ιωάννης Θεολόγος (αριθ. 94) και ο Άγιος Βασίλειος (αριθ. 66).435 Το δάπεδο από ασβεστοκονίαμα με θραύσματα τούβλων ή αγγείων και κονιοποιημένα πήλινα σκεύη υπάρχει ως βάση του ψηφιδωτού δαπέδου της Αγίας Σοφίας. Ανάλογες είναι και οι στρώσεις θεμελίωσης του Ενετικού Κάστρου του 1367 (αριθ. 28).
Τέτοιοι παράγοντες υπαινίσσονται περίοδο κατά τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Αν, όπως προτείνουμε, η εκκλησία είναι η Σάντα Κρότσε του 1367, τότε είναι πιο πιθανό να ήταν ορθόδοξη παρά ρωμαιοκαθολική εκκλησία, παρά την ομοιότητα στην τοιχοποιία με εκείνη του Ενετικού Κάστρου. Η περιοχή δεν βρισκόταν στα χέρια των Ιταλών πριν από το 1367, όταν η Σάντα Κρότσε υψωνόταν ήδη. Αν αυτό ισχύει, τότε η αφιέρωσή της θα ήταν στον Τίμιο Σταυρό.
118. Μονή Στύλου
Ταυτοποίηση. Ακολουθώντας τον Χρύσανθο έχουμε διστακτικά ταυτίσει το μοναστήρι του Στύλου, που αναφέρεται το 1384 και το 1395, με εκείνο της Μαγκλαβίτας (αριθ. 49).436
119. Ταξιάρχες
Θέση. Στην ενορία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης.
Ιστορία. Παρεκκλήσι του 19ου αιώνα.437
Ταυτοποίηση. Οι Ταξιάρχες θα μπορούσαν να ταυτιστούν με οποιαδήποτε από τις Εκκλησίες Β (αριθ. 31), ΣΤ (αριθ. 35), ή Ζ (αριθ. 36).
120. Παναγία Χρυσοκέφαλος (Φατίχ, Όρτα, ή Μπουγιούκ Τζαμί)
Θέση. Ο μοναστηριακός καθεδρικός ναός της Τραπεζούντας βρίσκεται στο κέντρο της Μέσης Πόλης. Αρχικά περιβαλλόταν από τοξωτά μοναστηριακά κτίρια και, πιθανώς, το επισκοπικό παλάτι, που αργότερα αντικαταστάθηκαν από πολλά καταστήματα και περίπτερα, τα οποία εκκαθαρίστηκαν από τους Ρώσους το 1917.
Επιγραφές. 1. Επιγραφή στο βόρειο υπέρθυρο, που αναφέρεται στον αυτοκράτορα Αδριανό, σε μαρμάρινη πλάκα πιθανώς από αλλού, που σοβατίστηκε το 1970 και προφανώς είχε εξαφανιστεί περί το 1973.438 2. Επιγραφή του 913/14, στην οποία ο μητροπολίτης Βασίλειος αναφέρεται στην αποκατάσταση του θρόνου του. Βρέθηκε στρωμένη στο δάπεδο το 1877, προφανώς με το πίσω μέρος της, και αναφέρθηκε το 1879 (σχήμα 60).439 Θεωρείται χαμένη. Άλλη μη χρονολογημένη εκδοχή της ίδιας επιγραφής, (Ἀνεκαι)νίσθει ὁ τίμιος καὶ ἅγιος θρόνος (ἐ)ν Χ(ριστῷ) (;) ὑπὸ Βασιλείου Μητροπολίτου, εμφανιζόταν σε πλάκα, θεωρούμενη επίσης χαμένη, η οποία μεταφέρθηκε στον Άγιο Γεώργιο Κουρτζά (αριθ. 82) (φωτ. 161).440 3. Επιγραφή που γράφει AΛEΞIOC KOMNHNOC σε κομμάτι μαρμάρου μήκους 1,80 μ. Φέρει στο κέντρο επιχρυσωμένο ανάγλυφο κεφαλής ταύρου με ανθέμια εκατέρωθεν, πιθανώς επαναχρησιμοποιημένο κλασικό κομμάτι. Βρέθηκε επίσης στο δάπεδο το 1877, αναφέρθηκε το 1879 και θεωρείται επίσης χαμένη.441 4. Το επιτύμβιο επίγραμμα του μεγάλου οικονόμου Ζαχαρίου. Ενσωματώθηκε στο Κουλακλί Τσεσμέ έξω από τον καθεδρικό ναό και χάθηκε με την καταστροφή της κρήνης μετά το 1918.442 5. (Όψιμη εισαγωγή σε αυτή τη Μελέτη). Υπάρχουν αρκετά επαναχρησιμοποιημένα κομμάτια στο τύμπανο του τρούλου και ψηλά στο δυτικό άκρο του βόρειου τοίχου της βασιλικής, πάνω από την οροφή του βορειοδυτικού παραρτήματος, που φέρουν διακοσμητικά σχέδια και σχέδια με σχοινιά. Επειδή τα σχέδια είναι σε πολύ χαμηλό ανάγλυφο και επειδή οι τοίχοι είναι πνιγμένοι σε στρώματα ασβεστώματος, αυτά τα κομμάτια διακρίνονται από κάτω μόνο με συγκεκριμένο διαπεραστικό πρωινό φωτισμό. Ένα κομμάτι, μήκους 0,61 μ., μεταξύ δύο άλλων διακοσμητικών, φέρει θραύσμα επιγραφής. Βλέπει πάνω από την οροφή του βορειοδυτικού παραρτήματος, περίπου στη μέση της απόστασης, και είναι προσβάσιμο με σκάλα. Η ελαφρώς κομμένη επιγραφή έχει γράμματα ύψους 11 εκ.: . Η διαγώνιος του
είναι κλιμακωτή. Tα
και
είναι ανοιχτά. Tο αριστερό σκέλος του
φτάνει περίπου τα δύο τρίτα του ύψους του δεξιού. Kαι το κυρτό
έχει στρογγυλή κοιλιά. Η προσεκτική επιθεώρηση του τοίχου από την οροφή του παραρτήματος δεν αποκάλυψε άλλα κομμάτια από την επιγραφή. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι μια επιγραφή που ίσως μνημόνευε την κατασκευή ή την ανακατασκευή αυτού του κτιρίου (ή άλλου) από έναν αυτοκράτορα ή κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ξαναχρησιμοποιήθηκε αργότερα στην κατασκευή των άνω τοίχων της βασιλικής. Αυτό, και το ύφος των γραμμάτων, είναι σύμφωνο με τη σειρά δόμησης που προτείνεται στη σελ. 243. Προτείνουμε ότι η επιγραφή ίσως αρχικά μνημόνευε τα στάδια 2-3 του 1214-35, και αργότερα χρησιμοποιήθηκε για το στάδιο 4, την ανοικοδόμηση του πάνω μέρους της βασιλικής το 1339-51.443
Αρχιτεκτονική. Τρίκλιτη βασιλική με τρούλο, με (αρχικά) μία πενταγωνική αψίδα, νάρθηκα, εξωνάρθηκα, εξώστες πάνω από τα κλίτη και τους νάρθηκες, θάλαμο ή παράρτημα στα βορειοανατολικά, και βόρεια και νότια βεράντα, όπου η τελευταία έχει από καιρό αποκοπεί και φραχτεί για το μιχράμπ,444
Όπως είναι αναμενόμενο με τον σημαντικότερο ναό της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, η Χρυσοκέφαλος έχει υποστεί σειρά δομικών αλλοιώσεων. Η κύρια αλλαγή του σχεδίου είναι ότι προστέθηκαν τρούλος και σταυροειδής διαμόρφωση σε εκείνο που πιθανώς ήταν αρχικά βασιλική με εξώστη. Αυτό θα συζητηθεί αργότερα.
Διακόσμηση. Ξύλινες σανίδες κρύβουν το ψηφιδωτό (opus sectile) δάπεδο και σοβάς καλύπτει τις τοιχογραφίες και το ψηφιδωτό της αψίδας, που αναπαριστά, ίσως, τη Μητέρα του Θεού. Τα μαρμάρινα πλαίσια του κεντρικού τοίχου της αψίδας παραμένουν ορατά. Τα «σημαντικά υπολείμματα λαμπρού ψηφιδωτού στους εξωτερικούς τοίχους»,445 που σημειώνει ο Φίνλεϊ, είναι επίσης κρυμμένα με σοβά. Έχουν αναφερθεί ποικιλοτρόπως ότι παριστάνουν έναν Ευαγγελισμό και τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Στη βόρεια βεράντα χρησιμοποιούνται επαναχρησιμοποιημένοι ιωνικοί κίονες από αυλακωτό μάρμαρο και κιονόκρανα. Δεν διασώζεται κανένα ίχνος από εκείνο που πρέπει να ήταν η πιο θαυμάσια σειρά από ταφικά μνημεία της Τραπεζούντας και αυτοκρατορικά λειτουργικά έπιπλα. Στην περιοχή της εκκλησίας, το Κουλακλί Τσεσμέ (αριθ. 45), ο τάφος του Αλεξίου Δ’ (αριθ. 25) έχουν όλα εξαφανιστεί από το 1918, η κρήνη ίσως από το 1877. Υπήρχε μια εικόνα της Παναγίας Χρυσοκεφάλου που κρατούσε το Παιδί, ίσως δεμένη σε κίονα, την οποία ο Ανδρόνικος Α’ Γίδων προίκισε με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια, από λάφυρα που πάρθηκαν από τον Μελίκ το 1223. Μεταγενέστερο αξιοθέατο για προσκυνητές πρέπει να ήταν ο θαυματουργός τάφος του Διονυσίου, ιδρυτή (με τον Αλέξιο Γ’) της Μονής Διονυσίου στο Άγιο Όρος, ο οποίος θάφτηκε στη Χρυσοκέφαλο μεταξύ 1382 και 1389.446
Ιστορία. Η Χρυσοκέφαλος ήταν ο μητροπολιτικός ναός,447 ο ναός στέψης448 και ταφής449 των Μεγάλων Κομνηνών, καταφύγιο σε καιρούς κινδύνου450 και το καθολικό ενός από τα πλουσιότερα μοναστήρια της αυτοκρατορίας. Ο Λαζαρόπουλος εφαρμόζει πάντοτε περίτεχνες περιφράσεις σε αυτήν. Όπως η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη, είναι απλώς η μεγάλη ἐκκλησία. Στο χρυσόβουλλο της 26ης Οκτωβρίου 1314 είναι η ecclesia beate Maria Crisocofole sita in Castro Trapesonde. Aκόμη και ο συνήθως γλωσσοδεμένος Συνεχιστής του Πανάρετου υψώνεται στο «η πιο ιερή εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου Χρυσοκεφάλου».451 Το επίθετό της, «Χρυσοκέφαλος», συνήθως θεωρείται ότι αναφέρεται στα επιχρυσωμένα μπρούτζινα κεραμίδια που υποτίθεται ότι κάλυπταν τον τρούλο, αλλά ο Λαζαρόπουλος δίνει αναδρομικά στοιχεία ότι ο ναός ήταν ήδη γνωστός ως «Χρυσοκέφαλος» επί Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου (1042-55), ενώ η αλληλογραφία του Θεόδωρου Προδρόμου με τον μητροπολίτη Στέφανο Σκυλίτζη (1120-1140) και ο επικήδεια ομιλία του γι’ αυτόν επιβεβαιώνει το ίδιο επίθετο, το οποίο ο Λαζαρόπουλος προτείνει ότι προήλθε από χρυσή εικόνα της Θεοτόκου στην εκκλησία.452
Μετά το 1461 η Χρυσοκέφαλος έγινε το κύριο τζαμί της Τραπεζούντας, και η περιουσία του «Χρισοκέφαλ Μανάστιρι» πέρασε στο Φατίχ Σουλτάν Βακίφ, το οποίο εξακολουθεί να υπάρχει και μπορεί κάλλιστα να κατέχει ακόμη μέρος της. Το μοναστήρι τότε απολάμβανε μηνιαίου εισοδήματος 1.208 άσπρων και κατείχε γη στο Χορτοκόπιον στη Ματζούκα (Όρτα Χορτοκόπ και Γιουκάρι Χορτοκόπ, που τώρα μετονομάστηκαν με εκπληκτική έλλειψη φαντασίας σε Ορτακιόι και Γιουκάρικιόι, στη Μάτσκα).453
Όπως ο Μπακλάνοβ, η Σελίνα Μπάλανς επεσήμανε ότι πολλά αρχιτεκτονικά μυστικά του καθεδρικού ναού και του καθολικού τής Χρυσοκεφάλου βρίσκονται κρυμμένα κάτω από τον σοβά του, αλλά η ίδια δημιούργησε μια πειστική αρχιτεκτονική ακολουθία, στην οποία πρόσθεσε προσωρινές χρονολογίες:454
1. Πρώιμη εκκλησία ή εκκλησίες στην τοποθεσία, άγνωστης χρονολογίας, στην οποία αναστηλώθηκε ο μητροπολιτικός θρόνος το 913/14
2. Εντελώς νέα βασιλική, που περιλάμβανε τη σημερινή δομή από την αψίδα μέχρι τον νάρθηκα, με έξι φατνώματα στον σηκό και τα κλίτη, εξώστες πάνω από τα κλίτη και νάρθηκα στις τρεις πλευρές της εκκλησίας, τον 10ο ή τον 11ο αιώνα
3. Μεγάλη ανακατασκευή τον 12ο αιώνα, που περιλάμβανε την ανύψωση του θόλου, την παρεμβολή της διασταύρωσης και του τρούλου και, ενδεχομένως, την προσθήκη του εξωνάρθηκα, αφήνοντας αδιατάρακτες τις διατάξεις του βήματος και την κάτοψη του σταδίου 2
4. Προσθήκη θαλάμου στα βορειοανατολικά τον 13ο αιώνα
5. Προσθήκη της βόρειας βεράντας (η νότια βεράντα δεν εξετάζεται) στα τέλη του 13ου ή 14ου αιώνα, όταν τα παράθυρα της αψίδας πιθανώς διευρύνθηκαν
6. Προσθήκη της νότιας αψίδας τον 14ο ή 15ο αιώνα.
Αυτή η αρχιτεκτονική ακολουθία είναι λογική και πρέπει να γίνει αποδεκτή, εκτός αν μελλοντική έρευνα κάτω από τον σοβά και τις σανίδες δαπέδου αποκαλύψει στοιχεία που την αντικρούουν. Αλλά η χρονολόγηση δεν εξετάζει τα ιστορικά στοιχεία, τα οποία δεν μπορούν να αποφευχθούν.
Ιστορικά, είναι σαφές ότι ο ναός προσαρμόστηκε σε ορισμένες ειδικές λειτουργίες μετά το 1204 και ότι η προσαρμογή μπορεί πιθανώς να χρονολογηθεί στην περίοδο 1223-35. Ότι ανοικοδομήθηκε την περίοδο 1341-51 αλλά ότι ορισμένα τμήματα του κτιρίου του 1235 παρέμειναν αδιατάρακτα το 1364 και το 1426. Αυτά τα γεγονότα αντικατοπτρίζουν την αρχιτεκτονική σειρά που πρότεινε η Σελίνα Μπάλανς αλλά όχι τις χρονολογίες που απέδωσε σε αυτήν.
Το πρώτο στάδιο αφορά την πρώτη εκκλησία ή εκκλησίες στην τοποθεσία. Η παράδοση της ίδρυσης κατά τον 4ο αιώνα πρέπει να απορριφθεί,455 αλλά μπορεί κανείς εύλογα να υποθέσει ότι αυτή η σημαντική τοποθεσία στην καρδιά της Μέσης Πόλης είχε προσελκύσει μια εκκλησία πολύ πριν οι αρχαιότερες επιγραφικές μαρτυρίες αποκαλύψουν ότι ήταν ο καθεδρικός ναός της Τραπεζούντας το 913/14. Ο πρώτος γνωστός επίσκοπος (σε αντίθεση με τον μητροπολίτη) Τραπεζούντας αναφέρεται το 253/54.456 Αυτή η εκκλησία, ή άλλη, υπήρχε κατά τις περιόδους 913/14, 1042-55 και 1126-40.
Το δεύτερο γνωστό στάδιο αφορά την ουσιαστική προστασία που είχε η εκκλησία την περίοδο 1223-35. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επίθεση του Μελίκ στην Τραπεζούντα το 1223, τα λάφυρα της οποίας προίκισαν την εικόνα τής Χρυσοκεφάλου με ένα υπέροχο Ευαγγέλιο, «πολύτιμους λίθους και αστραφτερά μαργαριτάρια».457 Ο μεγάλος ήρωας της πολιορκίας, ο Ανδρόνικος Α' Γίδων (1222-35), πέρασε την πιο απελπισμένη νύχτα του προσευχόμενος στην εκκλησία μαζί με έναν μοναχό της Χρυσοκεφάλου που λεγόταν Γεράσιμος. Ο Ανδρόνικος Γίδων, ο δεύτερος Μέγας Κομνηνός της Τραπεζούντας, θάφτηκε στη Χρυσοκέφαλο το 1235. Του δόθηκε τάφος στο παράβημα, πιθανώς ένα παστοφόριον, ίσως στον βορειοανατολικό θάλαμο (που θα προτείνουμε αργότερα και ως μιτατόριον), αντί για τον νοτιοανατολικό θάλαμο, γιατί εκείνος αργότερα εξοπλίστηκε με αψίδα. Ο τάφος του Γίδωνος βρισκόταν ακόμη εκεί, ανενόχλητος, όταν σε αυτόν θάφτηκε επίσης η Θεοδώρα Καντακουζηνή το 1426.458 Το συμπέρασμα πρέπει να είναι ότι οι ρυθμίσεις της αψίδας παρέμειναν ουσιαστικά οι ίδιες στην περίοδο μεταξύ 1235 και 1426. Ένα πιο αμφίβολο συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί από το γεγονός ότι μια επιγραφή του Αλέξιου Κομνηνού σε επαναχρησιμοποιημένη κλασική πλάκα (πιθανώς η κάτω πλευρά της) ενσωματώθηκε στο ψηφιδωτό (opus sectile) δάπεδο του ναού. Είναι απίθανο να αναφέρεται στον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118), τον βυζαντινό αυτοκράτορα, γιατί η Τραπεζούς βρισκόταν σε πραγματική εξέγερση κατά το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του.459 Ο παλαιότερος Αλέξιος Κομνηνός στον οποίο θα μπορούσε να αναφέρεται είναι ο Αλέξιος Α' Κομνηνός (1204-22), ο πρώτος Μέγας Κομνηνός. Αυτό θα σήμαινε ότι το ψηφιδωτό δάπεδο τής Χρυσοκεφάλου τοποθετήθηκε μετά το 1222. Παρόμοιο έργο στην Αγία Σοφία χρονολογείται στο 1250-70, στον Άγιο Ευγένιο στο 1291 και, έχουμε προτείνει, στον Άγιο Μιχαήλ στα Πλάτανα, περίπου στο 1300. Στην Κωνσταντινούπολη το δάπεδο της εκκλησίας της Μονής Στουδίου μπορεί να χρονολογείται μετά το 1261. Το δάπεδο τής Χρυσοκεφάλου θα μπορούσε επομένως να είναι το πρώτο μιας σειράς του 13ου αιώνα στην Τραπεζούντα.
Το τρίτο στάδιο της ιστορίας τής Χρυσοκεφάλου μάλλον δεν διακρίνεται από το δεύτερο, αλλά πρέπει να εξεταστεί χωριστά. Τοπικοί στρατηγοί και δούκες της Χαλδίας ήσαν ουσιαστικά ανεξάρτητοι ηγεμόνες της Τραπεζούντας πριν από το 1204, αλλά όλοι ισχυρίζονταν ότι η εξουσία τους προερχόταν από τον αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Στον καθεδρικό ναό ο μητροπολιτικός θρόνος του 913/14 θα έπαιρνε περήφανη θέση. Από το 1204 μέχρι το 1282 ο Κομνηνός ηγεμόνας της Τραπεζούντας έλεγχε τον Πόντο σε εντελώς διαφορετική βάση. Ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν ένας, αλλά ο Βυζαντινός αυτοκράτορας, ο μοναδικός αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Μέσα από πρωτόγνωρες συνθήκες δεν μπόρεσε να απολαύσει τη νόμιμη στέψη του στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, αλλά είχε πολύ μεγαλύτερο δυναστικό κύρος από τους πρωτοεμφανιζόμενους Λασκαρίδες και Αγγέλους της Δύσης, ενώ για τους Παλαιολόγους δεν γινόταν καν λόγος. Μέχρι το 1214 ο σοβαρός και όχι παράλογος στόχος του Αλεξίου και του Δαβίδ Κομνηνού ήταν να στεφθούν ή να ξαναστεφθούν στην Κωνσταντινούπολη. Η ήττα τους από τους Λασκαρίδες και τους Σελτζούκους το 1214 σήμαινε ότι ήταν απίθανο να φτάσουν στην Πόλη, αλλά η αξίωση παρέμενε. Όταν ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη το 1261, έγινε σαφές ότι ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός της Τραπεζούντας δεν θα στεφόταν ποτέ εκεί. Και όταν υπέγραψε κονκορδάτο με τον Ιωάννη Β’ της Τραπεζούντας το 1282, οι Μεγάλοι Κομνηνοί παραιτήθηκαν από την αξίωσή τους ότι ήσαν οι μόνοι αυτοκράτορες των Ρωμαίων. Έτσι, η περίοδος κατά την οποία ήταν σημαντικό να στεφθούν οι Κομνηνοί αυτοκράτορες των Ρωμαίων, αν και ήταν προφανές ότι αυτό μπορούσε να γίνει μόνο στον καθεδρικό ναό της Τραπεζούντας, όχι στην Κωνσταντινούπολη– ήταν από το 1214 μέχρι το 1282. Όμως το προηγούμενο με περισσότερους από έναν Βυζαντινούς αυτοκράτορες είχε δημιουργηθεί και οι Μεγάλοι Κομνηνοί, ως «Αυτοκράτορες όλης της Ανατολής», παρέμειναν κολλημένοι στις σωστές αυλικές τελετές, τις ενδυμασίες, τη διοίκηση και την εθιμοτυπία μέχρι το τέλος του Κράτους τους.460
Ένας Βυζαντινός αυτοκράτορας, και ιδιαίτερα ένας διεκδικητής αυτοκράτορας, απαιτούσε έναν, κατά προτίμηση εντυπωσιακό, καθεδρικό ναό, που να ενσωματώνει ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία δεν αποτελούσαν μέρος της κανονικής αρχιτεκτονικής του 12ου και του 13ου αιώνα και τα οποία, για διάφορους λόγους, δεν συναντώνται συνήθως μετά την εικονομαχία. Η εκκλησία της στέψης του θα έπρεπε τουλάχιστον να περιέχει μιτατόριον (βεστιάριο), μεγάλον άμβωνα (έναν, πιθανώς, κεντρικό άμβωνα, ικανό να φιλοξενήσει πολλά άτομα για την ίδια τη στέψη), το πιο υπέροχο Βιβλίο Ευαγγελίου που μπορούσε να αποκτηθεί, για να δώσει πάνω του τον όρκο της στέψης, και κατηχουμενεία (εξώστες πάνω στους οποίους θα μπορούσαν να δουν και να επευφημίσουν τον αυτοκράτορα που μόλις στέφθηκε και στους οποίες θα μπορούσε κανονικά να κοινωνήσει). Από τις εκκλησίες της Τραπεζούντας, μόνο η Χρυσοκέφαλος ήταν εκείνη που παρείχε αυτές τις ανέσεις.
Στην Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη το μιτατόριον φαίνεται ότι ήταν το νοτιοανατολικό φάτνωμα της εκκλησίας που έχει μόνο μια κεντρική αψίδα.461 Στη Χρυσοκέφαλο το μιτατόριον βρισκόταν πιθανότατα στο βορειοανατολικό φάτνωμα. Αυτή είναι η μόνη Τραπεζούντια εκκλησία που είναι γνωστό ότι έχει τρία κλίτη και μια μονή αψίδα, χαρακτηριστικό που μέχρι τώρα έχει ληφθεί ως ένδειξη πρώιμης χρονολόγησης.462 Τα κλίτη τής Χρυσοκεφάλου καταλήγουν στα ανατολικά σε τετράγωνους θολωτούς θαλάμους. Ο νοτιοανατολικός θάλαμος αργότερα διευρύνθηκε με ημικυκλική αψίδα. Στον βορειοανατολικό θάλαμο δεν δόθηκε ποτέ αψίδα, αλλά είναι προσβάσιμος με σκάλες προς τους εξώστες και σε κάποιο σημείο δέχθηκε την προσθήκη ενός πολύ μεγαλύτερου θαλάμου στη βόρεια πλευρά του. Τα αυτοκρατορικά βεστιάρια χρειάζονται άμεση πρόσβαση στο βήμα και στους εξώστες, έτσι ώστε να μην είναι απαραίτητη η διάσχιση (ή είσοδος) στο κύριο σώμα της εκκλησίας. Επίσης δεν απαιτούν αψίδα. Το ότι το βορειοανατολικό φάτνωμα της Χρυσοκεφάλου ήταν το μιτατόριον πιθανότατα οφείλεται στο γεγονός, ότι ο ναός είχε μόνο μια ενιαία, κεντρική αψίδα στο δεύτερο στάδιό του. Το μιτατόριον είναι σχετικά μικρός θάλαμος και δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι χρειάστηκε να προστεθεί αργότερα. Σε αυτό ή στο επόμενο στάδιο θα ήταν που κομμάτια πέτρας διακοσμημένα με στριφτό σχοινί και ένα θραύσμα αυτοκρατορικής επιγραφής, που σημειώνεται στην επιγραφή 5 στη σελ. 238, ενσωματώθηκαν ψηλά στον βόρειο τοίχο.
Σύμφωνα με τη Σελίνα Μπάλανς, «η λειτουργία των προσθηκών στα βορειοανατολικά είναι ασαφής…».463 Κατά τη γνώμη μας, υπάρχουν διάφορες λειτουργίες τις οποίες θα μπορούσε να είχε υπηρετήσει ο θάλαμος που προστέθηκε στα βορειοανατολικά: Ως προθάλαμος για την είσοδο του ίδιου του Μεγάλου Κομνηνού στην εκκλησία. Ως τραπεζαρία (υπάρχουν και τα δύο στην Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη). Ως σκευοφυλάκιον για τη φύλαξη των Ευαγγελίων και των αυτοκρατορικών εμβλημάτων (regalia) που δεν φυλάσσονταν αλλού. Ή απλώς ως μεγαλύτερο μιτατόριον.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό που πιθανότατα θα έπρεπε να προσθέσουν οι νέοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες στον καθεδρικό ναό τους στην Τραπεζούντα ήταν ένας άμβωνας. Κεντρικά τοποθετημένοι άμβωνες και εμπόδια στη σολέα που τους ένωναν με το βήμα ήσαν σημαντικά αντικείμενα παλαιοβυζαντινής λειτουργικής επίπλωσης, αλλά εξαφανίστηκαν με την αναδιάταξη της πομπής του Ευαγγελίου. Στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους το Ευαγγέλιο διαβαζόταν από τον άμβωνα, αλλά η πομπή που το μετέφερε εκεί αργότερα συντομεύτηκε σε απλή εμφάνιση και ανάγνωση στις πόρτες του βήματος, όπως στη σύγχρονη ορθόδοξη λειτουργία. Δεν υπάρχουν φυσικές αποδείξεις για μετα-εικονοκλαστικούς άμβωνες. Τα δάπεδα της βασιλικής Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη (11ος ή 13ος αιώνας) και του Παντοκράτορος (12ος αιώνας) δεν αποκαλύπτουν σημάδια εξαρτημάτων άμβωνος.464 Όμως, όταν πια χάθηκαν οι προηγούμενες λειτουργίες του στην κωνσταντινουπολίτικη λειτουργία, τουλάχιστον ένας άμβωνας έπρεπε να διατηρείται για άλλον σκοπό: τη στέψη αυτοκράτορα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ένας αυτοκράτορας μπορούσε να στεφθεί μόνο σε άμβωνα. Μερικοί δεν στέφθηκαν εκεί. Όμως τον 14ο αιώνα, ακόμη και μέχρι το τελετουργικό της στέψης του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου το 1391, προσδιορίζεται άμβωνας.465 Δεν είναι πιθανό ότι υπήρχε άμβωνας κατάλληλος για στέψη στη Χρυσοκέφαλο, όταν οι Μεγάλοι Κομνηνοί της Τραπεζούντας διεκδίκησαν για πρώτη φορά τον βυζαντινό θρόνο το 1204. Αλλά ο Πανάρετος παρέχει άμεσες αποδείξεις ότι αυτό το αρχαϊκό κομμάτι λειτουργικής επίπλωσης παρασχέθηκε αργότερα, γιατί γράφει ότι στις 9 Σεπτεμβρίου 1342 ο Ιωάννης Γ’ Μέγας Κομνηνός «στέφθηκε στον άμβωνα τής Χρυσοκεφάλου»466 από τον μητροπολίτη Ακάκιο. Το μυστικό για το πού ακριβώς βρισκόταν ο άμβωνας μπορεί κάλλιστα να βρίσκεται στη σύνθεση του ψηφιδωτού δαπέδου κάτω από τις ξύλινες σανίδες του σημερινού τζαμιού. Δομικά, καθώς και παραδοσιακά, η πιο κατάλληλη θέση του άμβωνα θα ήταν στο κέντρο της εκκλησίας.
Η τρίτη απαίτηση μιας στέψης ήταν ένα κατάλληλα υπέροχο Βιβλίο Ευαγγελίου. Αναμφίβολα ο καθεδρικός ναός είχε ένα, αλλά, σύμφωνα με τον Λαζαρόπουλο, μετά τη νίκη επί του Μελίκ το 1223, του δωρήθηκε ένα ιδιαίτερα υπέροχο σύνολο Ευαγγελίων. Στις 30 Ιουλίου 1341 ο Μιχαήλ Μέγας Κομνηνός έφτασε δια θαλάσσης για να διεκδικήσει τον θρόνο. Ο Πανάρετος αναφέρει ότι «το βράδυ συγκεντρώθηκαν οι άρχοντες με γραπτό όρκο και ο μητροπολίτης κυρ Ακάκιος με το ευαγγέλιο, [και] τον αναγνώρισαν ως νόμιμο ηγεμόνα».
Ο Μιχαήλ δεν είχε την ευκαιρία να στεφθεί, γιατί καθαιρέθηκε την επόμενη μέρα. Το 1858 ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Κωνστάντιος χάρισε στον τσάρο Αλέξανδρο Β’ ένα υπέροχο εικονογραφημένο Ευαγγέλιο του 8ου ή 9ου αιώνα, που ανήκε στη Χρυσοκέφαλο και τώρα βρίσκεται στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Λένινγκραντ.467 Το αν είναι το ίδιο με εκείνα που αναφέρονται το 1223 και το 1341 είναι θέμα εικασίας.
Το τέταρτο χαρακτηριστικό που είναι απαραίτητο για μια στέψη ήταν οι εξώστες. Όπως και ο άμβωνας, είναι πολύ πιο συνηθισμένοι σε παλαιότερες παρά σε μεταγενέστερες βυζαντινές εκκλησίες. Ο Μπακλάνοφ υποθέτει ότι οι τρίπλευροι εξώστες τής Χρυσοκεφάλου, που κατά τα άλλα είναι άγνωστοι στην Τραπεζούντα, ήσαν γυναικωνίτες, ή τόπος για γυναίκες. Η ακριβής χρήση, ακόμη και η ύπαρξη, των γυναικείων εξωστών, αμφισβητείται από τότε. Στις πρώιμες βυζαντινές εκκλησίες φαίνεται ότι μερικές φορές ένας διάδρομος προοριζόταν για γυναίκες, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία ότι τα φύλα ήσαν διαχωρισμένα σε μεταγενέστερες βυζαντινές εκκλησίες. Σχεδόν πάντοτε οι εξώστες των πρώιμων βυζαντινών εκκλησιών προορίζονταν όχι για γυναίκες, αλλά για κατηχουμένους. Αυτά τα κατηχουμενεῖα άρχισαν να εξαφανίζονται μαζί με την ταυτότητα των κατηχουμένων ως τάξης. Περί τον 7ο αιώνα μερικά από τα εγκαταλειμμένα κατηχουμενεῖα που δεν είχαν μετατραπεί σε προσευχητήρια προκαλούσαν σκάνδαλο στην Κωνσταντινούπολη, επειδή οι άνθρωποι τα χρησιμοποιούσαν για να κάνουν έρωτα. Παρ’ όλα αυτά μερικοί εξώστες επανεμφανίζονται στις παρυφές του βυζαντινού κόσμου μετά την εικονομαχία, ως συχνά διφορούμενα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά Επιστρέφουν τον 9ο έως 12ο αιώνα στη Βουλγαρία, τη νότια Ιταλία, την Καστοριά και τη λίμνη Πρέσπα και στη Νουβία. Και στην Παλαιολόγεια περίοδο στον Μυστρά.468 Όπως με τον άμβωνα, μόνο το υστερο-βυζαντινό τελετουργικό στέψης απαιτούσε τα κατηχουμενεῖα, χρησιμοποιώντας τον απαρχαιωμένο όρο ειδικά για τους εξώστες στους οποίους σκαρφάλωνε ο αυτοκράτορας για να επιδειχθεί στον λαό του και να επευφημηθεί από αυτόν, αφού στεφόταν στον άμβωνα και ορκιζόταν στα Ευαγγέλια.469 Επομένως δεν ήσαν σαν τα άνω προσευχητήρια, πάνω από τον νάρθηκα της Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα (αριθ. 112), και άλλους υστερο-βυζαντινούς εξώστες, γιατί ήσαν ανοιχτοί από το δάπεδό τους και πάνω. Παρόμοιος τρίπλευρος εξώστης με φαρδιές επάνω καμάρες χτίστηκε από τον Γιαροσλάβ του Κιέβου στη βασιλική του εκκλησία της Αγίας Σοφίας από το 1037.470 Οι ανοιχτές καμάρες του εξώστη τής Χρυσοκεφάλου (φωτ. 162) είναι συγκρίσιμες με εκείνην, σε πολύ μικρότερη κλίμακα, και θα εξυπηρετούσε τον ίδιο σκοπό. Νωρίτερα, ίσως και στη Χρυσοκέφαλο, αυλή και σύγκλητος θα κοινωνούσαν και θα συγκαλούνταν σύνοδοι στον εξώστη.
Συνοψίζοντας το συνδυασμένο δεύτερο και τρίτο στάδιο: μετά το 1214 η οικοδόμηση μιας εκκλησίας που ενσωμάτωνε ορισμένα αρχαϊκά χαρακτηριστικά –μιτατόριον, άμβωνα και στοές κατηχουμενείων– θα γινόταν επείγουσα για τους Μεγάλους Κομνηνούς. Ο Λαζαρόπουλος και ο Πανάρετος έγραφαν πάνω από ενάμιση αιώνα μετά από αυτά τα χρόνια, αλλά ο πρώτος διατηρεί ανάμνηση τεράστιας δωρεάς την περίοδο 1223-25. Και οι δύο υπαινίσσονται ότι οι ρυθμίσεις της κάτοψης παρέμειναν αμετάβλητες ύστερα από αυτή την περίοδο. Όχι μόνο ο τάφος του Γίδωνα του 1235 βρισκόταν ακόμη εκεί πίσω από το βήμα το 1426, αλλά και ο τάφος του μητροπολίτη Βαρνάβα (1333) παρέμεινε ανενόχλητος στη Χρυσοκέφαλο, μέχρις ότου ενταφιάστηκε σε αυτόν ο μητροπολίτης Βασίλειος το 1364.471 Επομένως προτείνουμε ότι η εκκλησία (ή οι εκκλησίες) που υπήρχε τον 10ο, 11ο και 12ο αιώνα ανοικοδομήθηκε πλήρως ως βασιλική και αποτελούσε το σημερινό κτίριο από την αψίδα μέχρι τον νάρθηκα, με έξι φατνώματα στον σηκό και κλίτη, ενσωματώνοντας ένα μιτατόριον στα βορειοανατολικά, κατηχουμενεῖα πάνω από τον νάρθηκα και τα κλίτη, που ήσαν προσβάσιμα από το μιτατόριον, και, πιθανώς, το ψηφιδωτό (opus sectile) δάπεδο και άμβωνα. Προτείνουμε, επιπλέον, ότι αυτό έγινε πριν από το 1235 και πιθανώς μετά το 1214, σίγουρα μετά το 1204. Αυτό είναι το δεύτερο αρχιτεκτονικό στάδιο της Σελίνα Μπάλανς, το οποίο χρονολογεί στον 10ο ή τον 11ο αιώνα.
Πρέπει να σημειωθούν ορισμένα σημεία. Ο νέος ναός είχε τα ελάχιστα λειτουργικά χαρακτηριστικά και επίπλωση που απαιτούνταν για εκκλησία στέψης. Τα κατηχουμενεῖα για επευφημίες πιθανότατα υπαγόρευαν έναν νάρθηκα κάτω από εκείνα και όχι το αντίστροφο. Το μιτατόριον και οι εξώστες ήσαν ανεπαρκείς. Δεν υπήρχε τρούλος ή σταυροειδής διαμόρφωση. Το κτίριο ήταν χαμηλό. Μπορεί κάλλιστα να μην υπήρχε εκκλησία με τρούλο στην Τραπεζούντα στις αρχές του 13ου αιώνα. Ομοίως, η μάλλον αδέξια πενταγωνική αψίδα γίνεται το πρώτο χρονολογήσιμο παράδειγμα εκείνου που θα γινόταν κανονικό χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής των Μεγάλων Κομνηνών. Το πρότυπο για τη νέα εκκλησία ήταν ίσως ο Άγιος Ευγένιος (αριθ. 77), που τότε ήταν καμαροσκέπαστη τρίκλιτη βασιλική με πέντε φατνώματα, αλλά, σε αντίθεση με τη Χρυσοκέφαλο, δεν απαιτούσε εξώστες ή μιτατόριον, το οποίο, στη Χρυσοκέφαλο, εξαιρεί τις πλευρικές αψίδες ως μέρος του αρχικού σχεδίου.
Το τέταρτο στάδιο έρχεται την περίοδο 1341-51. Το αποδεικτικό του είναι ένας ύμνος με αφορμή την επαναφιέρωση της εκκλησίας από τον μητροπολίτη Ακάκιο, ύστερα από πολύ σημαντική, αλλά κατά τα άλλα ασαφή, επανίδρυση του κτιρίου. Ο ύμνος συντέθηκε για τη γιορτή του «προστάτη» της, τον Ευαγγελισμό (25 Μαρτίου).472 Ο συγγραφέας του ύμνου, ο Ανδρέας Λιβαδηνός, δούλευε μέσα και έξω από την Τραπεζούντα μεταξύ 1335 και 1361. Ο μητροπολίτης Ακάκιος κατείχε τη θέση από το 1339 έως το 1351. Ίσως είναι δυνατό να περιοριστεί περαιτέρω η περίοδος της χρονολογίας της επανίδρυσης. Ο Πανάρετος αναφέρει ότι στις 4 Ιουλίου 1341 οι Τουρκμένοι επιτέθηκαν στην πόλη «και όλη η Τραπεζούς κάηκε, μέσα και έξω», και ότι ο Ιωάννης Γ’ στέφθηκε στη Χρυσοκέφαλο στις 9 Σεπτεμβρίου 1342. Από αυτό, ο Οικονομίδης υποστηρίζει ότι αν η εκκλησία κάηκε στις 4 Ιουλίου 1341 και ήταν και πάλι έτοιμη για στέψη στις 9 Σεπτεμβρίου 1342, θα μπορούσε μόνο να είχε επισκευαστεί, για επαναφιέρωση στις 25 Μαρτίου 1342.473 Το επιχείρημα είναι σαφές, αλλά προϋποθέτει ότι στις 4 Ιουλίου 1341 η Χρυσοκέφαλος υπέστη σοβαρές ζημιές, για τις οποίες δεν υπάρχουν στοιχεία στον ύμνο, και ότι σε περίοδο εμφύλιων συγκρούσεων πραγματοποιήθηκε μεγάλη ανοικοδόμηση σε λιγότερο από εννέα μήνες. Αλλού ο Λιβαδηνός περιγράφει με ζωηρές λεπτομέρειες την πυρκαγιά του 1341, αλλά είναι αξιοπερίεργο ότι δεν λέει συγκεκριμένα ότι η Χρυσοκέφαλος ήταν θύμα της.474 Ο Πανάρετος δεν την καταγράφει (ενώ μιλά για το κάψιμο του Αγίου Ευγενίου), και ο Λαζαρόπουλος δεν την αναφέρει (ενώ σημειώνει ότι ο Άγιος Ευγένιος της εποχής του δεν ήταν ο ίδιος με εκείνον πριν από το 1340). Είναι επικίνδυνο να διαφωνούμε σιωπώντας. Καλό θα ήταν λοιπόν να αναζητήσουμε εναλλακτική χρονολογία. Στις 29 Ιανουαρίου 1349 ο Αλέξιος Γ’ στέφθηκε, κατ' εξαίρεση, όχι στον άμβωνα της Χρυσοκεφάλου αλλά στον Άγιο Ευγένιο,475 εκκλησία που δεν διέθετε ευκολίες για τη στέψη. Αν στέφθηκε εκεί επειδή ανοικοδομείτο η Χρυσοκέφαλος, τότε πιθανές ημερομηνίες για την επαναφιέρωση θα ήσαν η 25η Μαρτίου 1349, η 25η Μαρτίου 1350 ή η 25η Μαρτίου 1351, το τέλος της θητείας του Ακακίου. Ίσως όμως υπήρχαν άλλοι λόγοι για τη στέψη στον Άγιο Ευγένιο. Ο Ακάκιος είχε ταυτιστεί με προηγούμενους και ανταγωνιστές αυτοκράτορες, και αυτός και ο καθεδρικός ναός του ίσως βρίσκονταν σε δυσμένεια. Ο Άγιος Ευγένιος ήταν ο ίδιος νεόκτιστος και η 29η Ιανουαρίου, ημέρα της στέψης του Αλεξίου, ήταν η γιορτή του πολιούχου των Μεγάλων Κομνηνών. Είναι δυστυχώς αδύνατο να είμαστε σίγουροι για κάποια από τις δύο ημερομηνίες: 25 Μαρτίου 1342 ή 25 Μαρτίου 1349 μέχρι 1351. Η απάντηση θα ήταν σημαντική, γιατί θα καθόριζε αν η Χρυσοκέφαλος ήταν το πρωτότυπο του Αγίου Ευγενίου ή ανοικοδομήθηκε ταυτόχρονα με εκείνον. Ο Άγιος Ευγένιος ξαναχτίστηκε μεταξύ 1340 και 1349.
Εν πάση περιπτώσει, το τέταρτο στάδιο είναι αρκετά σαφές, γιατί η Σελίνα Μπάλανς αντιλήφθηκε μια σημαντική ανακατασκευή (αρχιτεκτονικά, το τρίτο στάδιό της), που περιλάμβανε την ανύψωση του θόλου και την εισαγωγή της σταυροειδούς διαμόρφωσης και του τρούλου, και, ίσως, την προσθήκη του εξωνάρθηκα και την επέκταση μέχρι τα δυτικά κατηχουμενεῖα πάνω από αυτόν. Θα περιλάμβανε την αποξήλωση ορισμένων από τις εργασίες των σταδίων δύο ή τρία και, προτείνουμε, εξηγεί το θραύσμα επιγραφής που σημειώθηκε πρόσφατα και τα διακοσμητικά κομμάτια πέτρας που ενσωματώθηκαν εκ νέου σε αυτό το στάδιο στην κορυφή του δυτικού άκρου του βόρειου τοίχου, όταν υψώθηκε ο θόλος, που περιγράφεται ως επιγραφή 5 στη σελ. 238. Αλλά το τέταρτο στάδιο θα είχε αφήσει την αψίδα και τη διάταξη του δαπέδου ανενόχλητη, αφήνοντας τους τάφους του Γίδωνος (1235) και του μητροπολίτη Βαρνάβα (1333) στη θέση τους και έτοιμους να χρησιμοποιηθούν ξανά αργότερα. Όμως η Σελίνα Μπάλανς χρονολογεί αυτή την ανακατασκευή στον 12ο αιώνα. Παραδέχεται ότι «η απόλυτη χρονολόγηση των διαφορετικών περιόδων είναι πολύ δύσκολη και τίποτε δεν είναι σίγουρο. Είναι απλώς πιθανό, αλλά συνολικά απίθανο, ότι η μεγάλη ανακατασκευή που περιλαμβάνει την παρεμβολή του τρούλου ανήκει στην περίοδο που μνημονεύεται στον ύμνο της επαναφιέρωσης, δηλαδή την περίοδο 1340-1350. Απίθανο, επειδή δεν θα περίμενε κανείς μεγάλες καινοτομίες στον καθεδρικό ναό σε τόσο όψιμη χρονολογία, ιδιαίτερα καθώς η Αυτοκρατορία (και επομένως πιθανώς τα έσοδα) συρρικνωνόταν καθώς οι Τούρκοι πλησίαζαν όλο και πιο κοντά, και επειδή αφήνει μόνο έναν αιώνα για τρεις μεταγενέστερες περιόδους προσθηκών, η μεσαία από τις οποίες, η βόρεια βεράντα, είναι προσεκτικού σχεδιασμού και κατασκευής».476 Όμως αυτό το επιχείρημα πρέπει να αντιστραφεί. Μετά το 1341 η απειλή των Τουρκμένων άρχισε να εξαφανίζεται και τα σύνορα της αυτοκρατορίας δεν συρρικνώθηκαν σημαντικά. Μόνο ένα μεγάλο μοναστήρι (η Αγία Σοφία) είναι σίγουρα γνωστό ότι ιδρύθηκε πριν από το 1341. Ακολούθως υπήρξε τεράστιο πρόγραμμα οικοδόμησης και προικοδότησης μοναστηριών. Οι μονές Σουμελά, Βαζελώνος, Περιστερεώτα, Χριστού στην Τσίτη, Αγίου Σάββα, Θεοσκεπάστου, Αγίου Ευγενίου, Φάρου, Αγίας Σοφίας, Μαγκλαβίτας, Αγίου Φωκά στην Κορδύλη και Διονυσίου στο Άγιο Όρος, όλες χτίστηκαν, ανασυστάθηκαν, επεκτάθηκαν ή προικίστηκαν μετά το 1341.
Η Σελίνα Μπάλανς συνεχίζει σημειώνοντας ότι, για τη σημαντική ανακατασκευή, «μια χρονολογία του 12ου αιώνα φαίνεται η καλύτερη εκτίμηση στην παρούσα κατάσταση των γνώσεών μας. Ενώ το εσωτερικό έχει μεγάλη ομοιότητα με τον Άγιο Ευγένιο, το εξωτερικό του τυμπάνου είναι απλό σε απελπιστικό βαθμό και δεν έχει καμία από τις βελτιώσεις των διακοσμητικών γείσων που παρουσιάζουν οι ναοί των Κομνηνών, είτε εκεί είτε πάνω από τα παράθυρα της αψίδας. Είναι πιο πιθανό η Αγία Σοφία και ο Άγιος Ευγένιος να ακολούθησαν τη Χρυσοκέφαλο στον τρόπο με τον οποίο το τύμπανο τοποθετείται πίσω από τον δακτύλιο των σφαιρικών τριγώνων (λοφίων) και τα ίδια τα σφαιρικά τρίγωνα (λοφία) έρχονται μπροστά, παρά το αντίστροφο».477 Η αντίρρηση αυτή δεν είναι αξεπέραστη, αν αναλογιστεί κανείς ότι, σε αντίθεση με τον Άγιο Ευγένιο και την Αγία Σοφία, η Χρυσοκέφαλος φαίνεται ότι ανοικοδομήθηκε κάτω από μητροπολιτική και όχι αυτοκρατορική προστασία κατά τη διάρκεια περιόδου πολιτικών αναταραχών. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι «το εσωτερικό έχει έντονη ομοιότητα με τον Άγιο Ευγένιο», γιατί και οι δύο είναι πιθανώς σχεδόν σύγχρονες, αν και πιθανότατα ξαναχτίστηκαν υπό διαφορετική αιγίδα και, ενδεχομένως, ακόμη και σε αντιπαλότητα.
Τέλος, υπάρχουν οι μεταγενέστερες προσθήκες. Μετά τη δεκαετία του 1340 ήρθε η επέκταση του μιτατορίου, η προσθήκη της βόρειας βεράντας (και ίσως και της νότιας βεράντας που την εξισορροπεί) και της νότιας αψίδας στην άλλη πλευρά του ακόμη χωρίς αψίδα μιτατορίου. Αυτές οι επεκτάσεις μετέτρεψαν την αρχική μάλλον πενιχρή εκκλησία σε κάτι πιο αντάξιο αυτοκρατορικού οικοδομήματος. Η επέκταση των κατηχουμενείων και του μιτατορίου πρέπει να ήταν ιδιαίτερα κατάλληλη. Αλλά δεν υπάρχουν φιλολογικά στοιχεία που να χρονολογούν τις προσθήκες.
Συνοψίζοντας, προτείνουμε νέο σχέδιο χρονολόγησης για τη Χρυσοκέφαλο:
1. Εκκλησία του 10ου, 11ου και 12ου αιώνα, της οποίας δεν υπάρχει πια κανένα ίχνος.
2. 3. Αυτοκρατορική βασιλική, καμαροσκέπαστη, που περιλάμβανε μιτατόριον, κατηχουμενεία, μονή αψίδα και νάρθηκα, που πιθανότατα χτίστηκε μετά το 1214 και ολοκληρώθηκε το 1235.
4. Μεγάλη ανοικοδόμηση από τον μητροπολίτη Ακάκιο, που περιλάμβανε την ανύψωση του θόλου, την εισαγωγή διασταύρωσης και τρούλου και ίσως την προσθήκη του εξωνάρθηκα και την επέκταση των κατηχουμενείων, ξεκίνησε μετά το 1339 και ολοκληρώθηκε στις 25 Μαρτίου 1342, 1349, 1350 ή 1351.
5. Διεύρυνση του μιτατορίου, προσθήκη βεραντών και της νότιας αψίδας, με αυτή τη σειρά, μετά τη δεκαετία του 1340.
Μοναστηριακά Κτίρια. Το τοίχωμα, το οποίο το 1929 ήταν ορατό δίπλα στο γραφείο του Φατίχ Σουλτάν Εβκάφ, στα βόρεια της εκκλησίας, έχει τώρα σοβατιστεί. Κάποιο βυζαντινό τοίχωμα που στέκεται μεταξύ του γραφείου του Εβκάφ και του κάτω τειχοπετάσματος της Μέσης Πόλης, που έχει ήδη σημειωθεί,478 ίσως συνδέεται με το μοναστήρι της Παναγίας Χρυσοκεφάλου.
121. Παναγία Ἐλεοῦσα
Θέση. Κοντά στην ακτή Δαφνούντος, δίπλα στο ελληνικό νεκροταφείο του 19ου αιώνα, ανάμεσα στον Άγιο Σάββα και το στόμιο του Πυξίτη. Ενδεχομένως ταυτόσημη με την αριθ. 123 (σελ. 106).
Επιγραφή. Μια χαμένη πια επιγραφή ενός τάγματος (vexillatio) της 12ης Λεγεώνας (Legio XII) ήταν χτισμένη σε τοίχο.479
Ιστορία. Τα μοναστηριακά κτίρια που συνδέονται με την εκκλησία ήσαν ακόμη ορατά τον 19ο αιώνα και, επομένως, ίσως ήταν το μοναστήρι της Ελεούσας στο οποίο αποσύρθηκε ο μητροπολίτης Ιωσήφ Λαζαρόπουλος τον Νοέμβριο του 1367. Φαίνεται επίσης ότι ήταν κοντά στην τοποθεσία της γενουάτικης βάσης και του ναυστάθμου του 1316-49.480 Μέχρι τον 19ο αιώνα είχε απομείνει μόνο η ερειπωμένη εκκλησία, το ιερό ενός τοπικού ελληνικού και αρμενικού νεκροταφείου που φαίνεται στη φωτ. 106. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για την εμφάνιση του κτιρίου, το οποίο φαίνεται ότι καταστράφηκε με την κατασκευή του λιμανιού στο Ελεούσα Μπουρουνού το 1916.481
122. Παναγία Εὐαγγελίστρια
Θέση. Περίπου 150 μ. βορειοανατολικά του Αγίου Βασιλείου και 180 μ. νότια της παλιάς προκυμαίας στο ανατολικό προάστιο της πόλης.
Αρχιτεκτονική. Πιο μικρή εκδοχή του Αγίου Φιλίππου (αριθ. 108), η Ευαγγελίστρια ήταν τετράγωνο κτίριο με τρούλο με μονή αψίδα, ημικυκλική εσωτερικά και πενταγωνική εξωτερικά, πάνω από κρύπτη.
Διακόσμηση. Το 1929 υπήρχαν ίχνη από πολλά στρώματα τοιχογραφιών. Ένας ζωγραφικός πίνακας, πιθανώς του 16ου αιώνα, της Παναγίας και του Βρέφους σε ξύλο, ήταν τότε τοποθετημένος στον τρούλο.
Χρονολογία. Ο Τάλμποτ Ράις πρότεινε μια χρονολογία του 14ου ή του 15ου αιώνα, σημειώνοντας δύο στάδια κατασκευής.
Ιστορία. Η Ευαγγελίστρια ήταν εκκλησία στην ενορία του Αγίου Βασιλείου του 19ου αιώνα. Καταστράφηκε μετά το 1929.482
123. Παναγία Παραμυθία
Θέση. Εντός της Τραπεζούντας. Πιθανώς πανομοιότυπη με την αριθ. 121.
Ιστορία. Το 1364 ήταν έδρα του μητροπολίτη Αλανίας. Τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό για την εκκλησία.483
124. Παναγία Θεοσκέπαστος
Θέση. Εμφανής στις πλαγιές του όρους Μίθριον, στη μέση της διαδρομής μεταξύ του λιμανιού της Δαφνούντος και της ακρόπολης της Τραπεζούντας.
Επιγραφές. Πριν από το 1843 υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερις ζωγραφικές επιγραφές στη σπηλαιώδη εκκλησία της Θεοσκεπάστου ή σχετίζονταν με αυτήν. Τρεις στη βόρεια (δηλαδή «δυτική») όψη του ναού, στον νάρθηκα, βεβαίωναν την ταυτότητα των προσωπογραφιών των: 1. Αλέξιου Γ’ Μεγάλου Κομνηνού (1349-90). 2. Θεοδώρας Καντακουζηνής, συζύγου του από το 1351. και 3. Της μητέρας του Ειρήνης (εμφανιζόμενης να κρατά ομοίωμα της πρόσοψης της εκκλησίας-σπηλαίου). Προφανώς στέκονταν με αυτή τη σειρά.484 Ο Φαλμεράγιερ σημείωσε μια τέταρτη επιγραφή μεταξύ εκείνων της Θεοδώρας και της Ειρήνης, αναφερόμενη σε κάποια αινιγματική Ευδοκία, γιαγιά ενός Ιωάννη, η οποία φόρεσε το ράσο ως Ευφημία. Η ταυτότητά της έχει προβληματίσει αρκετούς σχολιαστές, αλλά ήταν μόνο ο Φαλμεράγιερ που ισχυρίστηκε ότι είδε την επιγραφή εκεί. Προφανώς δεν συνοδευόταν από προσωπογραφία, ήταν η μόνη μη αυτοκρατορική. Ο Παρανίκας, όμως, αποκαλύπτει ότι η επιγραφή ήταν σχεδόν βέβαιο ότι βρισκόταν στον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης (αριθ. 88), όχι στη Θεοσκέπαστο. Συζητείται εδώ κάτω από εκείνον τον τίτλο.485 4. Μια τέταρτη, γνήσια επιγραφή εκεί κοντά, που προφανώς δεν σχετίζεται με τις τρεις πρώτες, ήταν η επιτύμβια επιγραφή του δεσπότη Ανδρόνικου Κομνηνού (1355-14 Μαρτίου 1376), που ανακαλύφθηκε κάτω από σοβά από τον Φαλμεράγιερ.486 Το 1843 το επιτάφιο επίγραμμα του Ανδρόνικου αντικαταστάθηκε από πιο περίτεχνο, που πιθανότατα συνέθεσε ο Τραπεζούντιος μάστορας Περικλής Τριανταφυλλίδης με το καλύτερο ύφος του.487 Η ομάδα των τριών αυτοκρατορικών προσωπογραφιών του Αλεξίου, της Θεοδώρας και της Ειρήνης αντικαταστάθηκε με μορφές της Θεοδώρας, του Αλεξίου και του Ανδρονίκου, προφανώς με αυτή τη σειρά. Την ταυτότητα των νέων προσωπογραφιών βεβαίωναν οι ακόλουθες επιγραφές, που σημειώθηκαν από τον Φίνλεϊ το 1850 και είναι οι μόνες από τον χώρο που παραμένουν μέχρι στιγμής αδημοσίευτες:
1. Θεοδώρα Βασίλισσα, ἡ σύζυγος τοῦ Μεγάλου Ἀλεξίου.
2. Ὁ Μέγας Βασιλεὺς Ἀλέξιος ὁ Κομνηνός καὶ κτήτωρ τῆς μονῆς ταύτης.
3. Ὁ Μέγας Βασιλεὺς Ἀνδρόνικος.488
Ενώ το ομοίωμα που κρατούσε η Ειρήνη στην προηγούμενη ομάδα υποδηλώνει ότι εκείνη ήταν η ιδρύτρια ή ευεργέτιδα της Θεοσκεπάστου, η επιγραφή του 1843 δηλώνει κατηγορηματικά ότι ο Αλέξιος ήταν ο ιδρυτής και η επαναζωγράφιση απέκλειε εντελώς την Ειρήνη. Η παλαιότερη εκδοχή πρέπει σίγουρα να προτιμηθεί.
Αρχιτεκτονική. Το γυναικείο μοναστήρι της Θεοσκεπάστου περιλάμβανε εννέα χαρακτηριστικά: (1) Περιτειχισμένο περίβολο, που περιγράφηκε ή σχεδιάστηκε με διάφορους τρόπους από τον Μπορντιέ το 1609 ως επταγωνικός, ωοειδής, πλάτους 18-20 βημάτων και (σίγουρα λάθος) μεγέθους δύο "arpent", δηλαδή 2½ περίπου αγγλικών στρεμμάτων (acres),489 που είναι τώρα ορθογώνιος περίβολος στη βραχώδη πλαγιά του λόφου, με μέγεθος λίγο περισσότερο από μισό αγγλικό στρέμμα.489α (2) Σειρά από κελιά, που περιγράφηκαν ή σχεδιάστηκαν ποικιλοτρόπως το 1609 ως επτά ή οκτώ «σπιτάκια» (maisonettes) για δέκα ή δώδεκα καλόγριες, καθεμία με τον δικό της κήπο, ή ως τέσσερις μεγάλες καλύβες,490 που αντικαταστάθηκαν το 1843 από τη σημερινή σειρά μικρών κελιών στα βορειοανατολικά που μοιάζουν με εξοχικές κατοικίες και μετά το 1889 από το διώροφο κτίριο στα βορειοδυτικά.491 (3) Μικρή εκκλησία για τις μοναχές, την οποία είδε ο Μπορντιέ το 1609492 αλλά τώρα έχει χαθεί, εκτός αν αντιπροσωπεύεται από το επόμενο. (4) Μικρό μονόκλιτο παρεκκλήσιον με τρούλο του 19ου αιώνα, δίπλα και ανατολικά από την εκκλησία-σπήλαιο, που είναι εν μέρει χτισμένο μέσα στον βράχο και ανοίγει πάνω σε λαξευμένο στον βράχο τάφο, ο οποίος μπορεί να είναι του δεσπότη Ανδρόνικου.493 (5) Μεγάλη κρήνη στη βορειοδυτική και μοναδική είσοδο, ή κοντά σε αυτήν, που τροφοδοτείται από άλλη μέσα στην εκκλησία-σπήλαιο, την οποία είδε ο Μπορντιέ το 1609494 και τώρα έχει χαθεί. (6) Εκκλησία του 19ου αιώνα του Αγίου Κωνσταντίνου (αριθ. 72) μέσα στον περίβολο και πάνω από τη σπηλιά. 7. Ο τάφος του μητροπολίτη Κωνστάντιου μέσα στον περίβολο και πάνω από το σπήλαιο (αριθ. 25).495 (8) Μεγάλη διώροφη αίθουσα, παρόμοιας κατασκευής με εκείνη που εφάπτεται στον δυτικό τοίχο της Ακρόπολης (στοιχείο 28, τοιχοποιία τύπου Δ1).496 Παραδοσιακά και εύλογα συνδέεται με τους Μεγάλους Κομνηνούς,497 στα δυτικά της εκκλησίας- σπηλαίου, και (9) Η ίδια η εκκλησία-σπήλαιο της Θεοσκεπάστου. Πρόκειται για απλή σπηλιά που εκτείνεται στην πλαγιά του λόφου περίπου προς νότο και στρίβει ελαφρώς ανατολικά στο τέλος, με υπολείμματα πηγής αγιάσματος στα δυτικά (δηλαδή «νότια») του βήματος, και που ανοίγει σε ανοιχτό μονότοξο νάρθηκα προς τα βόρεια (δηλ. «δυτικά») (φωτ. 107).
Διακόσμηση. Οι τοιχογραφίες της εκκλησίας έχουν περιγραφεί πλήρως από τους Μιγιέ και Τάλμποτ Ράις.498 Ο Ρέστλε γράφει (το 1967) για την «ολική απώλεια των πινάκων της Θεοσκεπάστου». Στην πραγματικότητα διατηρούνται σχεδόν πλήρως κάτω από βαρύ στρώμα βρωμιάς που τους κάνει σε μεγάλο βαθμό αγνώριστους. Το 1971 ο Μπράιερ σημείωσε ότι υπάρχουν σε άλλα σημεία δύο και σε άλλα τρία στρώματα βαμμένου σοβά. Το επιφανειακό στρώμα, όπως πρότεινε ο Μιγιέ (αλλά όχι ο Τάλμποτ Ράις), φαίνεται να είναι έργο του 14ου αιώνα.499 Ο ναός πέρασε στα χέρια του τοπικού νοσοκομείου παίδων το 1970 και ήταν σχετικά ασφαλής το 1973. Οι αγιογραφίες του, που θα μπορούσαν να έχουν μεγάλη σημασία, περιμένουν περαιτέρω διερεύνηση.
Ιστορία. Ο Μπράιερ έχει περιγράψει αλλού την ιστορία της Θεοσκεπάστου.500 Η άποψη των Κουμόντ ότι το σπήλαιο κάποτε συνδεόταν με τη λατρεία του Μίθρα είναι πιθανώς δικαιολογημένη.501 Προηγούμενα στρώματα ζωγραφικής υποδηλώνουν ότι το σπήλαιο ήταν εκκλησία πριν ενσωματωθεί στο γυναικείο μοναστήρι της Θεοσκεπάστου, το οποίο πιθανότατα ιδρύθηκε, επανιδρύθηκε ή προικίστηκε από την Ειρήνη της Τραπεζούντας τη δεκαετία του 1340. Το γυναικείο μοναστήρι στέγαζε τους τάφους του δεσπότη Ανδρόνικου (πεθ. 1376), του Μανουήλ Γ’ Μεγάλου Κομνηνού (πεθ. 1417) και του Αλεξίου Δ’ Μεγάλου Κομνηνού (πεθ. 1429) πριν τα λείψανα του τελευταίου μεταφερθούν στο μνημείο έξω από τη Χρυσοκέφαλο (αριθ. 25).502 Για την αναμφίβολα εκτεταμένη περιουσία του οίκου, γνωρίζουμε μόνο ότι τον Αύγουστο του 1432 κατείχε γη δίπλα σε εκείνη του μοναστηριού του Παντοκράτορα (Φάρος) στην τοποθεσία τοῦ Σεληνοῦ, ότι τον Οκτώβριο του 1460, με χρυσόβουλλο του Δαβίδ Μεγάλου Κομνηνού, οι αμφισβητούμενες εκμεταλλεύσεις της περὶ τοῦ κτήματος τῆς Κιθαραίνας[Κισάρνα, αριθ. 13] και τοῦ Σεληνοῦδόθηκε εντολή να κατέχονται μαζί με τον Παντοκράτορα (Φάρος, αριθ. 56), και ότι μετά το 1461 η ιδιοκτησία της στη Μεσαριά (Μεσεχόρ Τζιγκανόι ή Τσιλκανόι Μεσεχόρ, τώρα Ντερελί), κοντά στο Εσίρογλου, έγινε μέρος τιμαριώτικης εκμετάλλευσης. Η γυναικεία μονή περιγράφεται ως «Σοσκάγιαστος» στο σχετικό έγγραφο.503 Μέχρι το 1609 την εκκλησία της σπηλιάς φαίνεται ότι εξυπηρετούσαν τέσσερις ή πέντε μοναχοί που ζούσαν έξω από το μοναστήρι. Φρουρούσαν τις κάπως ιδιόρρυθμες μοναχές, που είχαν το δικό τους παρεκκλήσι.504 Την εποχή των αναστηλώσεων του 1843 ο υπόσκαφος ναός φαίνεται ότι βρισκόταν και πάλι εντός του περιβόλου του μοναστηριού, αλλά ήταν ενοριακός ναός έξω από τα χέρια των καλογριών.505 Η Θεοσκέπαστος ήταν το μόνο γνωστό γυναικείο μοναστήρι στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και παρέμεινε σπίτι θρησκευόμενων γυναικών μέχρι το 1922.
125. Ζεϊτινλίκ Τζαμί
Θέση. Νότια του Ουζούν Σοκάκ, ανεβαίνοντας τον δρόμο, δίπλα στον κινηματογράφο Σαράι, στο ανατολικό προάστιο. Η χριστιανική αφιέρωση της εκκλησίας δεν είναι γνωστή.
Αρχιτεκτονική. Εκκλησία με τρεις ημικυκλικές αψίδες, με διακοσμητικές κορνίζες παραθύρων που θυμίζουν εκείνες της Αγίας Σοφίας, που ιδρύθηκε το 1958 και δημοσιεύτηκε από τη Σελίνα Μπάλανς.506 Το 1959 ο πιθανώς του 17ου ή του 18ου αιώνα μεντρεσές που βρισκόταν στην τοποθεσία κατεδαφίστηκε και το 1962-63 αντικαταστάθηκε από τζαμί. Το τζαμί ενσωματώνει τα ερείπια της βόρειας και της κεντρικής αψίδας (φωτ. 192α, β), ενώ τμήμα του βόρειου τοίχου 2 μ. περίπου σώζεται μέσα σε αυτό. Μόνο το βόρειο παράθυρο της κύριας αψίδας παραμένει τώρα άθικτο. Οι διαστάσεις του είναι 0,45×1,87 μ.
Διακόσμηση. Θραύσμα ζωγραφισμένου σοβά ήταν ορατό στον βόρειο τοίχο στο εσωτερικό του τζαμιού, εκεί όπου έχει πέσει μεταγενέστερος σοβάς.
Συμπέρασμα
Το 1895 ο Μιγιέ ασχολήθηκε με συνολικά 9 εκκλησίες μέσα και γύρω από την πόλη. Το 1930 ο Τάλμποτ Ράις συζήτησε για 14. Το 1960 η Σελίνα Μπάλανς κατέγραψε 12 εκκλησίες και το 1975 οι Νταρουζές και Ζανέν συζήτησαν για 45. Έχουμε καταγράψει συνολικά 96 μνημεία. Γνωστή ή πιθανή αντιγραφή θα μείωνε αυτόν τον αριθμό σε περίπου 82 και έχουμε πληροφορίες φυσικής εμφάνισης μόνο για περίπου 37. Αλλά η Τραπεζούς ήταν προικισμένη με εκκλησιαστικά μνημεία όπως κάθε βυζαντινή πρωτεύουσα. Κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας η μικρή πόλη είχε 16 ή 17 ορθόδοξα μοναστήρια, ένα ή δύο αρμενικά και οίκους Φραγκισκανών και Δομινικανών. Οι χρονολογίες των μνημείων στη συμφωνία της σελ. 248 είναι εν μέρει εκείνες που έχουν ήδη προωθηθεί από τους Μιγιέ, Τάλμποτ Ράις και Σελίνα Μπάλανς και εν μέρει ακολουθούν ορισμένους εμπειρικούς κανόνες, κυρίως ότι όταν μια εκκλησία αναφέρεται το 1223 θεωρείται ότι προηγείται του 1204 και ότι όταν μια εκκλησία αναφέρεται ως ενεργή μόνο στο ενοριακό σύστημα του 19ου αιώνα, εικάζεται ότι χρονολογείται μετά το 1461. Με τέτοια χρονολόγηση, 22 περίπου εκκλησίες χτίστηκαν πιθανώς πριν από το 1204, 56 περίπου ίσως χτίστηκαν ή ξαναχτίστηκαν κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας, και 24 περίπου μετά το 1461 (αυτοί οι αριθμοί περιλαμβάνουν πιθανές επαναλήψεις). Από τις μεσαιωνικές εκκλησίες τουλάχιστον οι 19 είχαν τοιχογραφίες και η Χρυσοκέφαλος καυχιόταν για ψηφιδωτά. Οι κύριοι παράγοντες της καταστροφής ήσαν ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Κωνστάντιος (1830-79), ο οποίος ανοικοδόμησε ανελέητα κάθε μεσαιωνική εκκλησία που βρισκόταν ακόμη στα χέρια των Ορθοδόξων, και από το 1958 ο Δήμος Τραπεζούντας που μεταμόρφωσε την ανατολική ακτή. Το 1973 μόνο δέκα μνημεία σώζονταν λίγο-πολύ ανέπαφα (τέσσερα ως τζαμιά, η Αγία Σοφία ως μουσείο) και δώδεκα σε ερειπωμένη κατάσταση. Τρία όμως μνημεία που σώζονται είναι μείζονος σημασίας και έχουν μυστικά να αποδώσουν: η Χρυσοκέφαλος και ο Άγιος Ευγένιος, που βρίσκονται σε καλά χέρια ως τζαμιά, και η Θεοσκέπαστος, την οποία φροντίζει τοπικό νοσοκομείο. Όπως σημείωνε η Σελίνα Μπάλανς, ασφαλής χρονολόγηση της περίπλοκης σειράς κατασκευής τής Χρυσοκεφάλου μπορεί να διαπιστωθεί μόνο ύστερα από πιο προσεκτική επιθεώρηση.
Έχουμε απομείνει με αξιοσημείωτα λίγες πληροφορίες για τη χρονολόγηση των εκκλησιών. Είναι ιδιαίτερα λυπηρό το γεγονός ότι, λόγω του ζήλου του μητροπολίτη Κωνστάντιου, δεν έχουμε καμία πληροφορία για το πώς έμοιαζε ο μεσαιωνικός Άγιος Ιωάννης της Πέτρας (αριθ. 91), γιατί χρονολογήθηκε με ασφάλεια στο 1302, και ότι έχουμε ελάχιστες μόνο πληροφορίες για την εμφάνιση του μεσαιωνικού Αγίου Γρηγορίου Νύσσης (αριθ. 88), γιατί πιθανότατα χτίστηκε την ίδια περίπου εποχή με τον Άγιο Ιωάννη της Πέτρας. Αφήνοντας κατά μέρος τις ζωγραφισμένες εκκλησίες-σπήλαια και τα κτίσματα για τα οποία δεν έχουμε καμία φυσική καταγραφή, μένουμε μόνο με πέντε μνημεία που μπορούν να χρονολογηθούν με κάποια βεβαιότητα, με επιγραφή ή άλλα στοιχεία. Αυτά που έχουμε είναι: Μια χρονολογία 884/85 για την ανοικοδόμηση της Αγίας Άννας (αριθ. 61). Μια πιθανή χρονολογία στην περίοδο 1250-70 (στην ευρύτερή της έκταση) για το χτίσιμο του κυρίως ναού της Αγίας Σοφίας. Μια ορισμένη ανοικοδόμηση του Αγίου Ευγενίου το 1340-49. Μια πιθανή ανοικοδόμηση τής Χρυσοκεφάλου την ίδια εποχή. Και τις χρονολογίες 1421 και 1424 για το μικρό παρεκκλήσι και το κύριο τμήμα της μεγαλύτερης εκκλησίας στο Καϊμακλί, αντίστοιχα. Αν η ταύτισή μας για τη «Σάντα Κρότσε» (αριθ. 117) είναι σωστή, μπορούμε να προσθέσουμε το στοιχείο ότι η εκκλησία υπήρχε το 1367.
Η Αγία Άννα, με τον φεγγίτη και τις ημικυκλικές αψίδες της, ξεχωρίζει. Η σημερινή εκκλησία είναι μιας οικοδόμησης. Η επιγραφή του 884/85 καταγράφει ανοικοδόμηση μάλλον παρά ίδρυση. Ίσως η επιγραφή, που υπάρχει σε επαναχρησιμοποιημένο κομμάτι πέτρας, είχε ήδη επαναχρησιμοποιηθεί σε παλαιότερο ναό. Αλλά για την αρχαιότητα της Αγίας Άννας δεν υπάρχει αμφιβολία. Ίσως οι πρώτες εκδοχές του Αγίου Ευγενίου και τής Χρυσοκεφάλου, που ήσαν και οι δύο βασιλικές, ήσαν διευρυμένοι τύποι της Αγίας Άννας. Ο Μιγιέ, όμως, ομαδοποιεί την εκκλησία με το Νακίπ Τζαμί (αριθ. 53), που διαφέρει από την Αγία Άννα σε δύο σημαντικά σημεία: έχει πενταγωνική κεντρική αψίδα και βεράντα.
Οι πολυγωνικές αψίδες είναι αρκετά κοινές σε όλο τον βυζαντινό κόσμο. Ειδικά όμως οι πενταγωνικές κεντρικές αψίδες, με ημικυκλικά παστοφόρια σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου υπάρχουν και πλευρικές αψίδες, είναι ιδιαιτερότητα της Τραπεζούντας. Εκτός από την Αγία Σοφία (όπου οι βεράντες βρίσκονται σε παράξενα διαφορετική ευθυγράμμιση σε σχέση με το κεντρικό κτίριο) όλες οι βεράντες της Τραπεζούντας αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες στις εκκλησίες. Πόσο αργότερα δεν είναι ποτέ ξεκάθαρο. Στην κατασκευή μιας εκκλησίας η αψίδα έρχεται πρώτη και η βεράντα τελευταία, ίσως λίγο καιρό μετά την ολοκλήρωση του κεντρικού κτιρίου. Όμως η πενταγωνική κεντρική αψίδα και η βεράντα είναι το ιδιόμορφο σημάδι των μεσαιωνικών εκκλησιών της Τραπεζούντας και βρίσκονται σε όλες τις μεγάλες. Αξίζει να τις δούμε ως κατηγορία. Αποτελούνται από:
αριθ. 30 |
Εκκλησία Α: |
Αψίδα |
αριθ. 31 |
Εκκλησία Β: |
Μία βεράντα |
αριθ. 32 |
Εκκλησία Γ: |
Αψίδα |
αριθ. 48 |
Καϊμακλί, κύρια εκκλησία: |
Αψίδα προ του 1424 |
αριθ. 53 |
Νακίπ Τζαμί: |
Αψίδα και βεράντα |
αριθ. 57 |
Άγιος Ακίνδυνος: |
Αψίδα και μία βεράντα |
αριθ. 64 |
Αγία Βαρβάρα: |
Αψίδα |
αριθ. 66 |
Άγιος Βασίλειος: |
Αψίδα |
αριθ. 77 |
Άγιος Ευγένιος: |
Αψίδα και μία βεράντα πιθανότατα μετά το 1340 |
αριθ. 88 |
Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: |
Πιθανώς δύο βεράντες περί το 1300. Αψίδα άγνωστη |
αριθ. 94 |
Άγιος Ιωάννης Θεολόγος: |
Τρίπλευρη αψίδα προ του 1461 |
αριθ. 108 |
Άγιος Φίλιππος: |
Αψίδα προ του 1461 |
αριθ. 112 |
Αγία Σοφία: |
Αψίδα και τρεις βεράντες του 1250-70 |
αριθ. 117 |
«Σάντα Κρότσε»: |
Αψίδα, ίσως πριν από το 1367 |
αριθ. 120 |
Παναγία Χρυσοκέφαλος: |
Αψίδα και δύο βεράντες, πιθανώς μετά το 1235 ή 1349 |
αριθ. 122 |
Παναγία Ευαγγελίστρια: |
Αψίδα |
Οκτώ από τις δεκαέξι εκκλησίες που μπορούν να χρονολογηθούν σε κάποιον βαθμό ανήκουν στην περίοδο της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και καμία δεν μπορεί να αποδειχθεί προγενέστερη. Ειδικότερα, είναι σαφές ότι οι κατασκευαστές της Αγίας Σοφίας θεωρούσαν ως κανονικό τον τύπο, ο οποίος μπορούσε να τροποποιηθεί για οποιοδήποτε μέγεθος ναού, με τρούλο ή χωρίς. Είναι σαν να ήταν το σύμβολο των εκκλησιών των Μεγάλων Κομνηνών. Είναι σχεδόν αδύνατο να αποδειχθεί αν κληρονόμησαν παλαιότερη παράδοση. Η Σελίνα Μπάλανς αναφέρει πιθανά γεωργιανά παραδείγματα του 11ου και του 12ου αιώνα, τόσο για τις πολυγωνικές αψίδες όσο και για τις βεράντες, που θα επέτρεπαν χρονολογήσεις πριν από το 1204.507 Αλλά οι σχέσεις με τη Γεωργία ήσαν πολύ πιο στενές ύστερα από αυτή τη χρονολογία, κατά τη διάρκεια της βασιλείας της βασίλισσας Ταμάρα στις αρχές του 13ου αιώνα και κατά τον 14ο και 15ο αιώνα, όταν η Τραπεζούς είχε σχέσεις με τη γεωργιανή ηγεμονία της Γκουρίας, ένας από τους ηγεμόνες της οποίας μπορεί ακόμη και να είχε ταφεί στην Αγία Σοφία.508 Διστακτικά, επομένως, προτείνουμε λοιπόν ότι αυτή η κύρια ομάδα των 16 εκκλησιών ανήκει στην περίοδο των Μεγάλων Κομνηνών.
Έχουμε ήδη προτείνει μια υποομάδα509 που επικαλύπτει την κύρια ομάδα. Αποτελείται από ορισμένες εκκλησίες που χαρακτηρίζονται από παρόμοιες, σχετικά μικρές, διαστάσεις, βασικά ορθογώνια κάτοψη, απότομο νάρθηκα, τρούλο με ψηλό τύμπανο πάνω από σχεδόν τετράγωνο ναό και υποτυπώδη σταυροειδή διαμόρφωση (vestigial crossing), ενιαία αψίδα που φωτίζεται από τρία παράθυρα και κάποια ανάγλυφη διακόσμηση. Αυτή η ομάδα περιλαμβάνει την Παναγία στην Τρίπολη, τον Άγιο Μιχαήλ στα Πλάτανα και τον Άγιο Φίλιππο στην Τραπεζούντα (αριθ. 108). Θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει την Ευαγγελίστρια (αριθ. 122), μια πολύ μικρότερη εκδοχή του σχεδίου, και τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης (αριθ. 88). Δύο από αυτές τις εκκλησίες (ο Άγιος Μιχαήλ στα Πλάτανα και η Παναγία στην Τρίπολη) δεν είχαν πενταγωνικές αψίδες. Αυτή η υποομάδα ίσως σχετίζεται με τον Ιωάννη Β’ (1280-97) και τη σύζυγό του Ευδοκία (1282-1301), τους πιθανούς ιδρυτές της Παναγίας στην Τρίπολη και του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης.
Οι υπόλοιπες πιθανώς μεσαιωνικές εκκλησίες της Τραπεζούντας είναι λιγότερο σημαντικές. Καμία δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ασφάλεια. Υπάρχει μια ομάδα τρίκλιτων εκκλησιών με τρούλο (ή πιθανώς με τρούλο): ίσως η Τσίφτε Χαμάμι (αριθ. 42), ο «Άγιος Γρηγόριος» του Τάλμποτ Ράις (αριθ. 87) και ίσως η εκκλησία στα βόρεια της Αγίας Σοφίας (αριθ. 112). Τρεις ακόμη έχουν τρεις ημικυκλικές αψίδες και κανένα σημάδι τρούλου: η εκκλησία Ε (αριθ. 34), το Καρλίκ Τεπέ (αριθ. 79) και το Ζεϊτινλίκ Τζαμί (αριθ. 125). Στη συνέχεια, υπάρχουν τέσσερα απλά παρεκκλήσια μιας αψίδας: το παρεκκλήσιο Δ (αριθ. 33), η εκκλησία Λ (αριθ. 39), και ίσως το παρεκκλήσιο Μ (αριθ. 40) και ο Άγιος Ελευθέριος (αριθ. 76). Καμία από αυτές τις ομάδες δεν είναι αξιόλογη αρχιτεκτονικά. Όλες ανήκουν σε συνηθισμένους μεταγενέστερους βυζαντινούς τύπους.
Τα συμπεράσματά μας είναι λιγότερο φιλόδοξα από εκείνα των Μιγιέ, Τάλμποτ Ράις και Σελίνα Μπάλανς, αλλά δεν μπορούμε να διαβάσουμε περισσότερα στα στοιχεία.510
ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΥΠΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΙΧΟΠΟΙΪΑΣ
ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ
Στοιχείο | Τύπος | ||||||||||||
; | Α | Β | C | D1 | D2 | D3 | E1 | E2 | E3 | F | G | H | |
1 | ; | Ε2 | |||||||||||
2 | ; | Ε2 | |||||||||||
3 | ; | Ε2 | |||||||||||
4 | ; | Ε2 | Η | ||||||||||
5 | G | ||||||||||||
6 | ; | Α | C; | Η | |||||||||
7 | ; | E3; | |||||||||||
8 | A | D3 | Ε3 | H | |||||||||
9 | D3 | Ε3 | |||||||||||
10 | D3 | Ε3 | |||||||||||
11 | D1 | ||||||||||||
12 | D1 | ||||||||||||
13 | D1 | G | |||||||||||
14 | D1 | ||||||||||||
15 | ; | D3 | Ε3 | ||||||||||
16 | Α | D3 | Ε3 | F | |||||||||
17 | D3 | Ε3 | Η | ||||||||||
18 | D3 | Ε3 | Η | ||||||||||
19 | D3 | Ε3 | Η | ||||||||||
20 | D3 | Ε3 | Η | ||||||||||
21 | ; | G; | |||||||||||
22 | Α | C | D3 | Ε3 | G | ||||||||
23 | ; | Α; | D3 | Ε3 | Η | ||||||||
24 | D2 | Η | |||||||||||
25 | D3; | Ε1 | Ε1 | Η | |||||||||
26 | ; | Ε3; | |||||||||||
27 | ; | D2; | Η | ||||||||||
28 | C | D1 | |||||||||||
29 | Ε1; | Ε1; | Ε3; | Η | |||||||||
30 | ; | Α; | Ε1; | Ε1; | Ε3; | Η | |||||||
31 | ; | Ε3; | |||||||||||
32 | Β | Ε1; | Ε1; | Ε3; | Η |
Προτεινόμενες περίοδοι τύπων |
|||||
; | Άγνωστη | ||||
A | Πριν από το 257 | } | Η αυλή (κόρτε) | } |
Το παλάτι και η ακρόπολη που περιγράφει ο Βησσαρίων |
Β | Μετά το 257 | ||||
C | Πριν από το 1222 | ||||
D1-3 | 13ος αι., ιδιαίτερα 1223-35: Το παλάτι του Ανδρόνικου Α' | ||||
El-3 | 14ος αι., ιδιαίτερα 1302-24, 1332-49 | ||||
F | 1458/60: Ο Πύργος του Ιωάννη Δ' | ||||
G | Οθωμανική, πριν από την περιγραφή του Εβλία | ||||
Η | Σύγχρονη, μετά τις φωτογραφίες του Μιγιέ του 1893 και την ανακαίνιση της δεκαετίας του 1960 |
ΜΑΧΑΛΑΔΕΣ ΚΑΙ ΕΝΟΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ
(Πιθανό) μεσαιωνικό όνομα |
Μαχαλάδες το 1487 |
Μαχαλάδες στις αρχές του 16ου αιώνα |
Χριστιανικοί μαχαλάδες, 1707-31 |
Μαχαλάδες το 1819 |
Ελληνικές ενορίες το 1913 |
Πυξίτης, ποταμός | Πεκτζίμ/Μπεκσίντ | Μπεκσίντ/Ντεγιρμέντερε | |||
Δαφνοῦς, λιμήν | Ζαφτούντα | Ζαφτούντα | Δαυνοῦδα | Δαφνοῦντος (Άγ. Ιωάννης) | |
Μαϊτάνιν, πλατεία | Μεϊντάν | Μεϊντάν | Μεϊντάν | ||
(Λεοντόκαστρον & Σάντα Κρότσε) | Εφρεντζιγιάν-ι (Γκενοβέζ & Βένεντικ) | Εφρεντζιγιάν | Φράγγυκα | Φρενκ | |
Ερμενιγιάν | "Ερμενιγιάν" | ||||
(Ζωγράφος;) | Ζογράφ | Ζογράφ | |||
(Άγιος Ιωάννης) | Άγιο Γιάνι | Ἐξώτειχα | Τῶν ἐξωτείχων (Αγ. Ιωάννης) | ||
(Θεοσκέπαστος;) | Άγια Άγιος | Μπόζτεπε | Θεοσκεπάστου | ||
Μονή τοῦ Φάρου | Φάροζλου | Φάρος | |||
(Άγιος Αυξέντιος;) | Άγια Ασκούν | ||||
(Μεσόκαστρο) | Μισό Κάστρο | Μισό Καστόρι | |||
Αγία Σοφία, μονή | Άγια Σόφια | Αγιασόφια | |||
Τοκάρι/Τουρκάρι | |||||
Μανουρούν (;) | |||||
Άγιος Ευγένιος | Άγια Ομπιάν | Γενιτζουμά | |||
Τσολμεκτσί | Τσολμεκτσί | ||||
Ταμπάχανε | Νταμπάχανε | ||||
Σαρμασίκ μεστζίτ | |||||
Χότζα Αλή/ Καβάκ Μεϊντάνι | |||||
(ἡ Κόρτη) | Σέχρε-Κούστου | Κουλέ μπογιού | |||
Χαλίλ-αγά μεστζίτ | |||||
Χατουνιέ-ιμαρέτι | |||||
Αχμέτ Τσελεμπή μεστζίτ | |||||
Μπαϊραμζἀντε μεστζίτ | |||||
Ζάγνος | |||||
Τεκούρ τσαΐρ | |||||
Ισκεντέρ Πασά | Ισκεντέρπασα | ||||
Χατζή Χασάν | |||||
Χότζα Κασίμ | Χατζή Κασίμ | ||||
Άγιος Βασίλειος | Άγιου Βασίλειου | Αϊβασίλ | Αγίου Βασιλείου | ||
Βασμάλικα | |||||
Κανίτα | |||||
Τουζλού τσεσμέ | |||||
Τασλίκ | |||||
Κεμέρκαγια | |||||
Άγιος Φίλιππος | Αϊ Φίλιπο | ||||
Ζεϊτινλίκ | |||||
Cedidiye | |||||
Άγιος Γρηγόριος | Αγίου Γρηγορίου | Αγίου Γρηγορίου, μητρόπολις | |||
Αγίας Μαρίνης | |||||
Υπαπαντής | |||||
Αγίου Γεωργίου Τσαρτακλή | |||||
Χριστού |
ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ | ||||||||||||||||
1 | 2 | 3 | 4 | 6 | 7 | 8 | 9 | 10 | 11 | 12 | 13 | 14 | 15 | |||
Aριθ. | Αφιέρωση | Μοναστήρι, Εκκλησία, Ιερό | Ιστορική Επιγραφή | Μονόκλιτη βασιλική | Τρία κλίτη | (πιθανός) τρούλος | Πεντάγωνη κύρια αψίδα | Νάρθηκας ή νάρθηκες | Βεράντα ή βεράντες | Τοιχογραφίες ή Ψηφιδωτά | Μάλλον πριν από το 1204 | Μάλλον μεταξύ 1204 και 1461 | Χτίστηκε μετά το 1461 | Καταστράφηκε πριν από το 1915 | Καταστράφηκε μετά το 1915 | Κατεστραμμένη ή Διασώζεται |
30. | Εκκλησία Α (=αριθ. 69, 70, 71, 105;) | E | X | X | Χ | Χ | ||||||||||
31. | Εκκλησία Β (= αριθ. 97, 106, 119;) | E | X | 1 | Χ | Χ | ||||||||||
32. | Εκκλησία Γ (= αριθ. 80, 84, 87;) | E | X | X | Χ | T | X | X | X | |||||||
33. | Παρεκκλήσι Δ (= αριθ. 116;) | E | X | X | X | |||||||||||
34. | Εκκλησία Ε | E | X | ? | X | X | ||||||||||
35. | Εκκλησία F (= αριθ. 97, 106, 119;) | E | X | X | X | |||||||||||
36. | Εκκλησία G (= αριθ. 97, 106, 119;) | E | X | X | X | X | ||||||||||
37. | Εκκλησία J | E | T | X | ||||||||||||
38. | Εκκλησία Κ (= αριθ. 28;) (Ρωμαιοκαθολική) | E | X | |||||||||||||
39. | Εκκλησία L (= αριθ. 96) | E | X | T | X | ? | Κ | |||||||||
40. | Παρεκκλήσι Μ (= αριθ. 75;) | E | ? | ? | Κ | |||||||||||
41. | Χριστός (= αριθ. 55;) | EI | ? | X | ? | |||||||||||
42. | Τσίφτε Χαμάμι (= αριθ. 75) | E? | X | X | ? | Κ | ||||||||||
43. | Κοίμηση Θεοτόκου | E | ? | X | ||||||||||||
44. | Κοίμηση Θεοτόκου | E | ? | X | ||||||||||||
45. | Κρήνη του Δράκου | I | ? | ? | Κ | |||||||||||
46. | Μητέρα του Θεού (Αρμενική) | E | 2 | 5? | X | X | X | |||||||||
47. | Υπαπαντή | E | ? | X | ||||||||||||
48. | Μονή Καϊμακλί (Αρμενική) | M | 4 | X | X | T | X | Κ | ||||||||
49. | Μαγκλαβίτα (= αριθ. 118;) | M | 1 | X | (X) | T | X | X | Κ | |||||||
50. | Μεταμόρφωση | E | ? | X | ||||||||||||
51. | Μεταμόρφωση | E | ? | X | ||||||||||||
52. | Μούμχανε Τζαμί (= αριθ. 94) | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. |
53. | Νακίπ Τζαμί (= αριθ. 59;) | E | X | X | X | 1 | T | X | ? | Κ | ||||||
54. | Γέννηση του Χριστού (Αρμενική) | E | 1 | X | X | |||||||||||
55. | Παρεκκλήσι του Παλατιού (= αριθ. 41;) | E | 1 | T | ? | X | X | |||||||||
56. | Μονή Φάρου | M | X | X | ||||||||||||
57. | Άγιος Ακίνδυνος | E | X | X | 1 | X | ? | Δ | ||||||||
58. | Αγία Αναστασία | E | X | X | X | X | ||||||||||
59. | Άγιος Ανδρέας (= αριθ. 53;) | E | ? | ? | ||||||||||||
60. | Άγιος Ανδρέας | E | X | T | ? | X | ||||||||||
61. | Αγία Άννα | E | 9 | X | ? | T | X | Δ | ||||||||
62. | Άγιος Αυξέντιος (Αρμενική) | E | ? | X | ||||||||||||
63. | Αγία Βαρβάρα (= αριθ. 64;) | ? | ? | X | ||||||||||||
64. | Αγία Βαρβάρα (= αριθ. 63;) | M? | X | X | ? | ? | Κ | |||||||||
65. | Αγία Βαρβάρα | E | ? | X | ||||||||||||
66. | Άγιος Βασίλειος | E | 1 | X | X | X | X | X | Δ | |||||||
67. | Άγιος Βασιλίσκος | E | ? | X | ||||||||||||
68. | Άγιος Βλάσιος | E | X | |||||||||||||
69. | Άγιος Χριστόφορος (= αριθ. 30;) | E | X | X | ||||||||||||
70. | Άγιος Κωνσταντίνος (= αριθ. 30, 71;) | ? | ? | X | ||||||||||||
71. | Άγιος Κωνσταντίνος (= αριθ. 30;) | E | ? | X | ||||||||||||
72. | Άγιος Κωνσταντίνος | E | ? | X | ||||||||||||
73. | Άγιος Κωνσταντίνος | E | X | X | Κ | |||||||||||
74. | Άγιος Δημήτριος (= αριθ. 111) | M | ||||||||||||||
75. | Αγία Δύναμις (=αριθ. 40, 42;) | ? | ? | ? | ||||||||||||
76. | Άγιος Ελευθέριος (Ρωμαιοκαθολική) | E | 2 | ? | X | X | ||||||||||
77. | Άγιος Ευγένιος | M | 4 | X | X | X | X? | 1 | T | X | Δ | |||||
78. | Σπήλαιο Αγίου Ευγενίου | I? | T | X? | X | |||||||||||
79. | Άγιος Ευστράτιος = Καρλίκ Τεπέ | E | X | X | ?X | Κ | ||||||||||
80. | Άγιος Γεώργιος (= αριθ. 32, 84, 87;) | E | 1 | X | X | |||||||||||
81. | Άγιος Γεώργιος | E | X? | X? | ||||||||||||
82. | Άγιος Γεώργιος Κουρτζά (= αριθ. 85;) | E | 1 | X | ||||||||||||
83. | Άγιος Γεώργιος Λιμνίων | E? | X? | X? | ||||||||||||
84. | Άγιος Γεώργιος Τσαρτακλής (= αριθ. 32, 80, 87;) | E | X? | X | ||||||||||||
85. | Κρήνη Αγίου Γεωργίου (= αριθ. 82;) | I | X | |||||||||||||
86. | Άγιος Γρηγόριος | E | X? | X? | ||||||||||||
87. | Άγιος Γρηγόριος (=αριθ. 32, 80, 84;) | E | X | X? | ? | ? | X | |||||||||
88. | Άγιος Γρηγόριος Νύσσης | M | 3 | 2 | T | X | X | |||||||||
89. | Άγιος Ιωάννης ο Αγιαστής | MEI | T | X? | Κ | |||||||||||
90. | Άγιος Ιωάννης (Αρμενική) | E | 1 | X? | X | |||||||||||
91. | Άγιος Ιωάννης της Πέτρας (= αριθ. 92) | E | 1 | X | ||||||||||||
92. | Άγιος Ιωάννης Εξώτειχος (= αριθ. 91) | E | X | Δ | ||||||||||||
93. | Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος | E | X? | X | ||||||||||||
94. | Άγιος Ιωάννης Θεολόγος (= αριθ. 52) | E | X | X | (X) | X? | X? | X | ||||||||
95. | Άγιος Ιωάννης Βαζελών, Μετόχιον | M | X? | X? | ||||||||||||
96. | Αγ. Κέρυκος (= αριθ. 38) | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. | .. |
97. | Αγία Κυριακή (= αριθ. 31, 35, 36;) | E | X? | X? | ||||||||||||
98. | Άγιος Λογγίνος | E? | X? | X? | ||||||||||||
99. | Άγιος Μάμμας (Αρμενική) | E | X | X? | ||||||||||||
100. | Αγία Μαργαρίτα (Ρωμαιοκαθολική) | E | X | X? | ||||||||||||
101. | Αγία Μαρία (Ρωμαιοκαθολική) | E | X | Δ | ||||||||||||
102. | Αγία Μαρίνα | E | X? | X | ||||||||||||
103. | Άγιος Νικόλαος | E | X | X? | ||||||||||||
104. | Άγιος Νικόλαος | E | 2 | X | X? | |||||||||||
105. | Άγιος Νικήτας (= αριθ. 30;) | E | X | X? | ||||||||||||
106. | Αγία Παρασκευή (= αριθ. 95;) | E | X | X | ||||||||||||
107. | Άγιος Πέτρος | E | X? | X? | ||||||||||||
108. | Άγιος Φίλιππος | E | 1 | X | X | X | X | X | Δ | |||||||
109. | Άγιος Προκόπιος | E | X? | X? | ||||||||||||
110. | "Ste. Reverande" | E | X? | X? | ||||||||||||
111. | Άγιος Σάββας | M | 1 | X | T | X | Κ | |||||||||
112. | Αγία Σοφία | M | 19 | X | X | X | X | 3 | T | X | Δ | |||||
113. | Άγιος Θεόδωρος | E | X? | X | ||||||||||||
114. | Άγιος Θεόδωρος | E | X | X | ||||||||||||
115. | Άγιος Θεόδωρος Γαβράς | M | X | X? | ||||||||||||
116. | Αγία Τριάδα (= αριθ. 33;) | E | X? | X | ||||||||||||
117. | "Σάντα Κρότσε" | E | X | ? | X | X | X | |||||||||
118. | Μονή Στύλου (= αριθ. 49;) | M | X | |||||||||||||
119. | Ταξιάρχες (= αριθ. 31, 35, 36;) | E | X? | X | ||||||||||||
120. | Θεοτόκος Χρυσοκέφαλος | M | 4 | X | X | X | 2 | T | X | X | Δ | |||||
121. | Θεοτόκος Ελεούσα (= αριθ. 123;) | M | 1 | X | X | |||||||||||
122. | Θεοτόκος Ευαγγελίστρια | E | X | X | X | T | X | X | ||||||||
123. | Θεοτόκος Παραμυθία (= αριθ. 121;) | E | X? | X? | ||||||||||||
124. | Θεοτόκος Θεοσκέπαστος | M | 4 | X | T | ? | X | Δ | ||||||||
125. | Ζεϊτινλίκ Τζαμί | E | X | T | X | Κ |
<-Ενότητα 19: Η επαρχία Χεριάνων και το πρόβλημα με τα Αράβρακα | Ενότητα 21: Το βάνδον Ματζούκας και Παλαιοματζούκας-> |