notes_20

Σημειώσεις Ενότητας 20

[←1]

Black Sea Pilot, 407.

[←2]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 76. Ο Λουκίτης, στο FHIT, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, 2, έχει το επίθετο «Υπέροχος» και το λογοπαίγνιο για τον Ευγένιο («ευγενής») είναι κοινό ευφυολόγημα. Στο Zakythinos, Chrysobulle, είναι τῇ εὐδαίμονι καὶ θεοφυλάκτῳ πόλει Τραπεζοῦντος.

[←3]

Ευγενικός, επιμ. Λαμψίδης, ΑΠ, 20 (1955), 3-39. Βησσαρίων, επιμ. Λάμπρος, ΝΕ, 13 (1916), 145-204.

[←4]

Βλέπε σελ. 219.

[←5]

Βλέπε Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 262, 266, 271-72.

[←6]

Βλέπε σελ. 169 και A. Bryer, “Trebizond: the last Byzantine Empire”, History Today, 10 (1960), 135 (έθιμο που επιβεβαιώθηκε από τον Winfield στις 23 Ιουνίου 1960).

[←7]

Ευγενικός, επιμ. Λαμψίδης, ΑΠ, 20 (1955), 34.

[←8]

Bordier (1609), 129, 134.

[←9]

Langley (1292), 590-608.

[←10]

Pegolotti, Pratica, επιμ. Evans, 24, 434. Bratianu, Actes, 127. Barbaro (1471), 48v.

[←11]

Βλέπε σελ. 201.

[←12]

Βησσαρίων, επιμ. Λάμπρος, ΝΕ, 13 (1916), 186 γραμμή 19.

[←13]

Βλέπε σελ. 184.

[←14]

Βλέπε σελ. 201.

[←15]

Βησσαρίων, επιμ. Λάμπρος, ΝΕ, 13 (1916), 187. Εργάζονταν σε περίπτερα από λυγαριά.

[←16]

Βλέπε σελ. 222.

[←17]

Βλέπε σελ. 244.

[←18]

Βλέπε σελ. 231.

[←19]

Βλέπε σελ. 208.

[←20]

Βλέπε σελ. 207.

[←21]

«Ἡ ἐξάρτησις»: Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 63.

[←22]

Βλ., για τα βαρούλκα και τα παρασκάλμια, G.S. Laird Clowes, “Boats at Trebizond”, Antiquity, 1 (1933), 345-47. Και Bryer, “Shipping”, 3-12.

[←23]

Βλέπε σελ. 198.

[←24]

Βλέπε σελ. 197.

[←25]

Βλ. B. Krekic, Dubrovnik (Raguse) et le Levant au Moven Age (Παρίσι, 1961), αναφορές στην Τραπεζούντα.

[←26]

Ο Michael Alighieri διαπραγματευόταν για λογαριασμό της Τραπεζούντας στη Φλωρεντία το 1460, όταν η Δημοκρατία έστειλε το πρώτο (και τελευταίο) γνωστό πλοίο της στην Τραπεζούντα: βλέπε Bryer, BK, 19-20 (1965), 186.

[←27]

Γρηγοράς, εκδ. Βόννης, Ι, 348.

[←28]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 76.

[←29]

Clavijo (1404), 112-13.

[←30]

Ο Tafur (1438), 131, κάνει εκτίμηση για 4.000. Επίσης Bryer, NeoHellenika, 1 (1970), 36-37.

[←31]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 59-67.

[←32]

Χαλκοκονδύλης, εκδ. Βόννης, 462-66.

32α Finlay (MS, 1850), φύλλο 44r.

[←33]

Βλέπε σελ. 340.

[←34]

Βλέπε Magie, Roman Rule, passim. S. Ruge, στο λήμμα “Trapezus,” στη RE και Μ.N. Maksimova, Ancient Cities of the Southeast of the Black Sea (στα ρωσικά) (Μόσχα, 1956).

[←35]

Miller, IR, στήλες 681-82.

[←36]

Αρριανός, 1-2. Marengo, Missions Catholiques, ΙΙ (1879), 243. S. Ruge, στο λήμμα “Trapezus,” στο RE. Magie, Roman Rule, I, 621-22 (το 129 είναι προτιμότερο από το 124 για τη χρονολογία της επίσκεψης του Αδριανού). Το ορατό ακόμη θραύσμα Αδριάνειας επιγραφής στη Χρυσοκέφαλο έχει προφανώς δημοσιευθεί (σωστά) μόνο στο Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 300-1. Ο κορμός του Διονύσου εικονογραφείται στο Succi, Trebisonda, 24. Διατηρούμενος στην αυλή της Σάντα Μαρία της Τραπεζούντας, αποτέλεσε αντικείμενο ευφάνταστων εικασιών στον τουρκικό εθνικό Τύπο τον Ιούνιο του 1973. Ο Succi (σχέδιο στη σελ. 9) τοποθετεί τον ναό του Απόλλωνα στη θέση του Αγίου Βασιλείου και έναν ναό του Δία επί του Αγίου Ευγενίου. Ο Lynch (1893-98), Ι, 28, 34, τοποθετεί τον ναό του Απόλλωνα στο Μεβλάχανε, νότια της Αγίας Σοφίας, και το άγαλμα του Αδριανού στην ενδοχώρα, στο Καρλίκ Τεπέ. Οι Joanne and Isambert (1861), 521, τοποθετούν το ναό του Απόλλωνα σε ζωγραφισμένη οκτάγωνη εκκλησία ανατολικά της πόλης. Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί αυτή η εκκλησία, αλλά η παράδοση μπορεί να επιβιώσει με την τοποθέτηση του ναού στη Θεοσκέπαστο από τον Robert Boulanger, Turkey, Hachette World Guides (Παρίσι, 1970), 739. Δεν υπάρχει καμία αιτιολόγηση για καμία από αυτές τις ταυτίσεις.

36α Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 296-97. CIL, III, Suppl., αριθ. 6745 και 6747, σελ. 12333.

36β Για Σάταλα, βλέπε E. Ritterling, στο RE, XII, στήλη 1754. Ο Bryer σημείωσε μια αδημοσίευτη επιγραφή της legio στα Σάταλα το 1970. Για την Καισάρεια, βλέπε CIL, III, αριθ. 14214, II,a, 14, ή ILS, αριθ. 9107, ό.π. Σχετικά με το σημαίνον, βλέπε A. Neumann, στο RE, VIIIA, στήλη 2441 κ.ε.

36γ Finlay (MS, 1850), φύλλο 26b. Από άλλες αναφορές στο χειρόγραφο της κυρίας Leeves, στο ημερολόγιο του Finlay, είναι σαφές ότι αναφερόταν στην Τραπεζούντα.

36δ Πρβλ. ILS, αριθ. 454.

36ε Πρβλ. ILS, αριθ. 373, 374.

[←37]

Ζώσιμος, Ι, 33, εκδ. Βόννης 32: …τῆς πόλεως δύο τείχεσι περιειλημμένης. Πρβλ. Γρηγόριος Θαυματουργός, PG, 10, στήλη 1037 κ.ε. Η επιγραφή του Διοκλητιανού, τώρα χαμένη, βρίσκεται στο Finlay (MS, 1850), φυλ. 41a. Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 269. και CΙL, ΙΙΙ, Suppl., αριθ. 6746. Ammianus Marcellinus, XXII, viii, 16. Notitia dignitatum, επιμ. Seeck, 83. Πρβλ. Fallmerayer, Trapezunt, 14.

[←38]

Λουκίτης και Ξιφιλίνος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 1-32. W. Blawatsky και G. Kochelenko, “Le culte de Mithra sur la cote septentrionale de la Mer Noire”, στο Études préliminaires aux religions orientales dans lEmpire romain, επιμ. M.J. Vermaseren, VIII (Λέιντεν, 1966), 20-21. Ο Tafur (1438), 130 (αναφέρεται στην Τραπεζούντα ως «Σαμοθράκη», για το οποίο βλ. A.A. Vasiliev, “A note on Pero Tafur”, Byzantion, 10 [1935], 65-66). Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 128-31. Για τον μύθο του Αγίου Ανδρέα, βλέπε 218.

[←39]

Προκόπιος, Περί κτισμάτων, 3.7.1. Η επιγραφή Ταμπάχανε (CIG, αριθ. 8636), καταγράφηκε για πρώτη φορά από τον Tournefort (1701), ΙΙ, 175-76. Άλλες αναγνώσεις υπάρχουν στα Texier and Pullan (1839), 190, Hamilton (1836), II, 409, Ιoannides, Historia, 230. Οι εκδοχές Αγίου Βασιλείου και Ταμπαχάνε καταγράφονται στο Παρανίκας, CPSyII, 29 (1907), 297. Bzhshkean (1819), 69, 77. μεταφρ. Andreasyan, 48, 52. Τριανταφυλλίδης, Ποντικά, 51. Και Zacharia (1838), 312. Η επιγραφή Ταμπάχανε δεν σώζεται πια. Πρβλ. A.A. Vasiliev, “Zur Geschichte von Trapezunt unter Justinian dem Grossen,” BZ, 30 (1930), 385-86.

[←40]

Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Thematibus, επιμ. Pertusi, 73, 137-39. Σχετικά με τα «Λουτρά των Σελτζούκων», βλέπε Succi, Trebisonda, 235-37. και εδώ, σελ. 196.

[←41]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 120-22. Cahen, POT, 125. Είμαστε ευγνώμονες στον Fr. Jean Darrouzés, Α.Α., για αλληλογραφία σχετικά με την ερμηνεία του αποσπάσματος στο FHIT, παίρνοντας το Korte (κυριολεκτικά «σκηνή») ως την κυρίως ακρόπολη.

[←42]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 65.

[←43]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 120-22. Χαλκοκονδύλης, εκδ. Βόννης, 466-67.

[←44]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 69: τὰ τῶν ἀρχόντων ὁσπίτια.

[←45]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, passim. Χαλκοκονδύλης, εκδ. Βόννης, 466-67.

[←46]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 120-22. Χαλκοκονδύλης, εκδ. Βόννης, 466-67. Πανάρετος, passim.

[←47]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 120.

[←48]

Η εκδοχή του H. Grègoire στο BZ, 18 (1909), 490-99, πρέπει να προτιμάται από εκείνες στα Fallmerayer, OF, II, 79, Papadopoulos-Kerameus, ΚΦΣ, 17 (1886), 116, και Παρανίκος, 29 (1907), 300-1.

[←49]

Η επιγραφή του 1314 μεταφέρθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης (όπου βρίσκεται ακόμη), το 1908 ή λίγο πριν, γιατί το τείχος της πόλης, του οποίου αποτελούσε μέρος, είχε καταστραφεί. Αυτό υποδηλώνει τοποθεσία κοντά στο Μούμχανε Καπισί.

[←50]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 63.

[←51]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 120- 22. Fallmerayer, OF, I, 132-33. Finlay (MS, 1850), φυλ. 36v. Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 297. Mordtmann, ΚΦΣ, 15 (1884), Παράρτημα, 75.

[←52]

Millet, BCH, 20 (1896), 496-97.

[←53]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 460-63, 622, 747, 792.

[←54]

Χαλκοκονδύλης, εκδ. Βόννης, 466-67. Evliya (1644), II, 45. Lynch (1893-98), I, χάρτης απέναντι από σελ. 13 (τον ακολουθεί ο Χρύσανθος). Ritter, Erdkunde, XVIII, 883. Succi, Trebisonda, 221-22. Τοπικές πληροφορίες.

[←55]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 63, 74, 79. ASL, 13 (1884), 517. Χαλκοκονδύλης, εκδ. Βόννης, 466-67. Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 268. Gökbilgin, BTTK, 26 (1962), 297 (το “Miso-kastori” ήταν εξαιρετικά μικρός μαχαλάς, με μόνο 41 νοικοκυριά περί το 1520). Evliya (1644), II, 44. Lynch (1893-98), I, χάρτης απέναντι από σελ. 13. Ritter, Erdkunde, XVIII, 883. Miller, Trébizonde, 69.

[←56]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 65, 69, 78, 124 σημ. 4. Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 121. Odoric (1318), II, 245. Uspenskii, Ocherki, 34-42. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 459-60. Millet and Talbot Rice, Painting, 114-45. Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 297. Miller, Trébizonde, 56, 96 (παραπέμποντας στο ΟΚ, 13 Νοεμβρίου 1916). Fallmerayer, OF, I, 68, 193. II, 103. Ιωαννίδης, Ιστορία, 232. Ο Finlay (MS, 1850), φυλ. 35a, σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Δίνω την επιγραφή όπως δόθηκε από τον Fallmerayer γιατί δεν μπορούσα να προσποιηθώ ότι είμαι σίγουρος ότι είχε δίκιο και δεν είδα κανένα λόγο για να είναι σωστό το αντίγραφό του. Δεν είχα τηλεσκόπιο και η όρασή μου είναι κακή».

[←57]

Βησσαρίων, επιμ. Λάμπρος, NE, 13 (1916), 188-89, μεταφρ. (εδώ χρησιμοποιείται με ευγενική άδεια) Cyril Mango, The Art of the Byzantine Empire, 312-1453 (Englewood Cliffs, New Jersey, 1972), 252-53. Βλέπε επίσης O. Lampsides, “Zu Bessarions Lobrede auf Trapezunt”, BZ, 35 (1935), 15-17. Του ιδίου, “Die Datierung des Ἐγκώμιον Τραπεζοῦντος von Βησσαρίων”, BZ, 48 (1955), 291-92.

[←58]

Η περιγραφή ξεκινά έξω από το παλάτι. Από τη δυτική ρεματιά το σπάσιμο της τοιχοποιίας, πάνω από το μισό ύψος των δυτικών τειχών, μεταξύ του κυρίου τείχους της Ακρόπολης και του τείχους του παλατιού και των αιθουσών πάνω, είναι αρκετά σαφές (βλ. φωτ. 145α) και φαίνεται ότι είναι εκείνο που αναφέρεται εδώ

[←59]

Οι δύο πύλες είναι η Πύλη του Αγίου Γεωργίου των Λιμνίων στη βορειοδυτική γωνία και η πιο τρομερή Κουλέ Καπισί στα νότια, τῶν τῆς κόρτης πυλεώνων του Λαζαρόπουλου (επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 120). Η σημερινή βόρεια είσοδος είναι σύγχρονο άνοιγμα. Υπάρχουν δύο υποψήφιες για τη μυστική θύρα: οι φραγμένες πόρτες στη δυτική πλευρά του βόρειου τειχοπετάσματος και κάτω από τη νότια αίθουσα που οδηγεί έξω στη δυτική χαράδρα. Το δεύτερο φράξιμο φαίνεται να είναι αρχαίο.

[←60]

Έχουμε τώρα μπει στην Ακρόπολη και η υπόλοιπη περιγραφή εξαρτάται από το αν ο Βησσαρίων τη βλέπει από νότο ή βορρά. Το ότι μπαίνει από βορρά υποδεικνύεται από τα εξής: η Πύλη του Αγίου Γεωργίου θα ήταν η κανονική είσοδος από την πόλη (η νότια πύλη είναι στρατιωτική και θα απαιτούσε τη διάσχιση χαράδρας με τρόπο άλλο και όχι με γέφυρα). Το παλάτι στέκεται ψηλότερα από την πρώτη (υπηρεσιακή) αυλή που περιγράφηκε και η περιοχή των νότιων οχυρώσεων της Ακρόπολης με θέα στις χαράδρες (όπου θα περίμενε κανείς να βρίσκεται το πιο σημαντικό μέρος του ανακτόρου, αντί για τα καταλύματα των υπηρετών) είναι τουλάχιστον 5 μέτρα ψηλότερα από τη βόρεια πύλη. Και τελικά το παρεκκλήσι βρισκόταν στο τέλος και συμπίπτει με το εξίσου λιτό παρεκκλήσι του Uspenskij στον νότιο πύργο. Με καθιερωμένη την προσέγγιση, είναι δυνατός ο προσωρινός εντοπισμός ορισμένων από τα υπάρχοντα κτίρια. Στη δεξιά (δηλαδή δυτική) πλευρά, ο Βησσαρίων συνάντησε πρώτα μια θολωτή αίθουσα του θρόνου και αίθουσα και ύστερα μια ψηλότερη, τοξωτή, αίθουσα δεξιώσεων. Αυτές θα μπορούσαν αντιπροσωπεύουν τις δύο σωζόμενες αίθουσες, πρώτα ένα θολωτό κτίριο (φωτ. 137β-139β) και προς τα νότια μια υψηλότερη κατασκευή με χαριτωμένα παράθυρα (φωτ. 135α-136α). Μέσα στον περιορισμένο του χώρο λοιπόν, το ανάκτορο των Μεγάλων Κομνηνών ακολουθεί το σχέδιο άλλων ύστερων βυζαντινών ανακτόρων στο Τεκφούρ Σαράι, στον Μυστρά και στο Νυμφαίον: πρώτα ο στάβλος και οι χώροι των υπηρετών γύρω από αυλή, ύστερα μια πιο πάνω αίθουσα ακροάσεων και τέλος τα αυτοκρατορικά διαμερίσματα στο πιο μακρινό σημείο από την είσοδο.

[←61]

Τέτοια κοσμική διακόσμηση ήταν αρκετά συνηθισμένη σε μέρη που συνδέονταν με ορθόδοξες αυλές. Π.χ. οι σκηνές των άθλων του Ιουστινιανού στη Χαλκή και του Μανουήλ στο Μεγάλο Παλάτι, οι πίνακες στην Αγία Σοφία στο Κίεβο, η θρυλική διακόσμηση του παλατιού του Διγενή, και η πραγματική διακόσμηση του παλατιού του Γκαγκίκ στο Αχταμάρ και τις προσωπογραφίες των δεσποτών στον Μυστρά. Βλέπε Προκόπιος, Περί κτισμάτων, 1.10.5. Βλ. V. Lazarev, Old Russian Murals and Mosaics (Λονδίνο, 1966), 52-59. Α.A.M. Bryer, “Achthamar and Digenis Akrites”, Antiquity, 34 (1960), 295-97. S. Miranda, Les palais des empereurs byzantins (Πόλη Μεξικού, 1965), 144-45. Ιωάννης Κίνναμος, εκδ. Βόννης, 171-72. Βλέπε P. Magdalino, “Manuel Komnenos and the Great Palace”, BMGS, 4 (1978), 101-14. Στην Τραπεζούντα το κεφάλι του δράκου που σκότωσε ο Αλέξιος Β’ και το εξέθεταν ως τρόπαιο στο ανάκτορο ίσως φυλασσόταν σε αυτήν την αίθουσα. Βλ. Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, στο FHIT, 64. Ο λακωνικός χαρακτήρας των πρώτων καταχωρήσεων στο χρονικό του Πανάρετου μάλλον υποδηλώνει ότι αυτές οι τοιχογραφίες και, πιθανώς, οι επιγραφές αποτέλσεαν πηγή για αυτό. Βλέπε Bryer, BZ, 66 (1973), 332 σημείωση 3.

[←62]

Βῆμα.

[←63]

Οι ρυθμίσεις δίνουν την εντύπωση επίπλωσης που μοιάζει με εκκλησιαστική: ο θρόνος κάτω από κιβόριο περιφραγμένο από διαχωριστικό. Πιθανώς εδώ ήταν που ο Clavijo (σελ. 111) συνάντησε τον Μανουήλ Γ’ το 1404: «… ο αυτοκράτορας έστειλε να φωνάξουν εμάς τούς πρέσβεις, στέλνοντας άλογα για να μάς μεταφέρουν στο παλάτι του. Όταν φτάσαμε, τον βρήκαμε σε σαλόνι σε πάνω όροφο, όπου μάς υποδέχθηκε με μεγάλη ευγένεια. Αφού μιλήσαμε μαζί του για κάποιο διάστημα, επιστρέψαμε στο κατάλυμά μας. … Ο αυτοκράτορας είναι όμορφος άνδρας, ψηλός και εντυπωσιακής εμφάνισης. Αυτός και ο γιος του ήσαν ντυμένοι με αυτοκρατορικά ενδύματα, φορώντας πολύ ψηλά καπέλα, τα οποία είχαν χρυσά κορδόνια που έτρεχαν στα πλάγια, με μεγάλο λοφίο στην κορυφή φτιαγμένο από φτερά γερανού. Επίσης αυτά τα καπέλα ήσαν ντυμένα με γούνα κουναβιού».

[←64]

Βῆμα πάλι. Προτείνουμε ότι αυτή η δεύτερη αίθουσα είναι η νοτιοδυτική. Βλ. 195 και φωτ. 135α.

[←65]

Για συμπόσια στα ανάκτορα κατά την πανήγυρι του Αγίου Ευγενίου, βλέπε Λαζαρόπουλο, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 65-67.

[←66]

Ἐντεῦθεν ἐπὶ μὲν ἀριστερὰ ἄλλοις τε δωματίοις παμπόλλοις ἐστὶν ἐντυχεῖν καὶ τῶν ἄλλων ἑνὶ διαφέροντι, τέτρασι μὲν ἴσαις διηρημένῳ πλευραῖς καὶ σχῆμα πλαίσιον σώζοντι ὑπομνήματά τε τῆς τῶν ὅλων γενέσως φέροντι και ώς τήν ἀρχὴν ἄνθρωπος γέγονε γενόμενός τε ὡς τὰ κατ΄ αὐτὸν ἐπιτίτευσεν. Δύσκολο απόσπασμα. Ο Mango (loc. cit. στη σημείωση 57), του οποίου τη μετάφραση χρησιμοποιούμε, σημειώνει: «δηλαδή πίνακες που εικονογραφούν το βιβλίο της Γένεσης». Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι είναι στην πραγματικότητα ζωγραφικοί πίνακες. Ο μόνος σωζόμενος κύκλος Γένεσης στην Τραπεζούντα είναι το ανάγλυφο στη νότια βεράντα της Αγίας Σοφίας. Υπάρχουν θραύσματα ανάγλυφου στο ανατολικό τείχος της ακρόπολης (φωτ. 130α, β). Χρειάζεται όμως να απεικονίζονται τα «αναμνηστικά»; Το απόσπασμα βγάζει σίγουρα καλύτερο νόημα, αν αυτό το «περιφραγμένο» δωμάτιο θεωρηθεί ως βιβλιοθήκη, που «περιέχει» (στην ελεύθερη περίληψη του Miller, Trébizonde, 122) «απομνημονεύματα για την ανθρωπολογία και την πολιτική ιστορία».

[←67]

Σε παρεκκλήσι στο παλάτι, βλέπε σελ. 215.

[←68]

Bryer, BK, 26 (1969), 196. Ο πασάς λίγο-πολύ πολιορκήθηκε στην ακρόπολη το 1827, το 1830 και το 1833.

[←69]

L. Tardy, “Héraclius, roi de Géorgie, d’après les documents portugais de 1766”, BK, 27 (1970), 101-7. Αλλά δεν μπορεί να δοθεί αξιοπιστία σε αυτή την προπαγανδιστική έκθεση. Βλέπε D.M. Lang, The Last Years of the Georgian Monarchy, 1658-1832 (Νέα Υόρκη, 1957), 136-225.

69α Σημειώσεις της Selina Ballance.

69β Σημειώσεις του Winfield.

[←70]

Lynch (1893-98), I, σχέδιο απέναντι από σελ. 13.

[←71]

Βλέπε σελ. 183.

71α Βλέπε σελ. 183.

71β Βλέπε σελ. 158.

[←72]

Βλέπε σελ. 183 πιο πάνω.

72α Βλέπε σελ. 183.

[←73]

Lynch (1893-98), II. εικ. 142. Sirarpie Der Nersessian, Aght’amar. Church of the Holy Cross (Κέμπριτζ Μασσ., 1965), εικ. 49.

[←74]

E. Bock, R. Goebel, and A. Heidenreich, The Catacombs (Λονδίνο, 1962), εικ. 49, 50. Βλέπε επίσης K. Weitzmann. Catalogue of the Byzantine and Early Medieval Antiquities in the Dumbarton Oaks Collection, III (Ουάσινγκτον, Π.Κ., 1972), 33. Ένας Δανιήλ εμφανίζεται σε ψηφιδωτό στη νότια πλευρά του ιερού στον Όσιο Λουκά, Ελλάδα.

[←75]

Βλέπε D. Winfield. “Some early medieval figure sculpture from north-east Turkey,” JWarb, 31 (1968), 33-72.

75α Βλέπε σελ. 228.

[←76]

Βησσαρίων, επιμ. Λάμπρος. NE, 13 (1916). 186. Βλέπε σελ. 185 πιο πάνω.

76α Βλέπε σελ. 186.

[←77]

Lynch (1893-98), I, χάρτης απέναντι από σελ. 13, ακολουθούμενος από τον Χρύσανθο. O Talbot Rice. JHS, 52 (1932), 47-54, πάσχει από αριθμό ελαττωμάτων επειδή βασίζεται στον Uspenskij και όχι σε οποιαδήποτε αρχική πηγή. Έτσι εμφανίζονται μπερδεμένα στοιχεία του εγκωμίου του Βησσαρίωνος (μερικά αποδιδόμενα στον Πανάρετο και κανένα στον Βησσαρίωνα) και ο Lynch επικρίνεται αδικαιολόγητα για λάθη, πράγμα που θα έδειχνε μια πραγματική ανάγνωση του Lynch και όχι του Uspenskij για τον Lynch. Ο πύργος του Ιωάννη Δ’ αναφέρεται ως πύργος του Αγίου Ιωάννη και αποδίδεται στον Ιωάννη Β’ (1280-85). Το άρθρο ανατυπώνεται στο D. Talbot Rice, Byzantine Art and its Influences. Collected Studies (Λονδίνο, 1973), στοιχείο X. Το Σχήμα 44 σχεδιάστηκε από τους κ.κ. T.J. Boatswain, Α. Bryer, John Haldon, Robert Keeney III και τη Miss Jane Isaac. Ελέγχθηκε επιτόπου από τον κ. James Crow, ο οποίος ανέφερε μικρές παραμορφώσεις στη βορειοανατολική γωνία (όπου η βορειοδυτική γωνία της πύλης, χαρακτηριστικό 5, πρέπει να εμφανίζεται ως ορθή γωνία). O Bryer έχει συνδυάσει τις σημειώσεις του για την τοιχοποιία με εκείνες του Winfield και του κ. Haldon, στους οποίους είμαστε ευγνώμονες.

[←78]

Βλέπε σελ. 186.

[←79]

Βλέπε σελ. 187.

[←80]

Αν και η τοιχοποιία δεν είναι συγκρίσιμη και παρόλο που είναι, αυστηρά μιλώντας, έξω από την Ακρόπολη, το χαρακτηριστικό 6 μπορεί πιθανώς να αποδοθεί σε περίοδο πριν από το 1223 επίσης. Αυτή είναι η Πύλη του Αγίου Ευγενίου, η Yeni Cuma Camii Kapisi του Evliya, που οδηγεί από τη νοτιοανατολική γωνία της Μέσης Πόλης στην ανατολική χαράδρα. Όπως θα φανεί από τη φωτ. 123α, η σημερινή είσοδος δεν είναι πύλη αλλά απλώς τετράγωνη τρύπα στον τοίχο, που σε αυτό το σημείο έχει ύψος 13 μ. Αλλά πάνω από αυτήν είναι σκαρφαλωμένη μια περίεργη και τώρα πολύ αλλοιωμένη θολωτή κατασκευή, μέρος της οποίας χρησιμοποιεί μακριά τούβλα με άφθονο κονίαμα. Είναι ξεκάθαρα βυζαντινή, πιθανότατα πριν από την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Θα ήταν δελεαστικό να την αναγνωρίσουμε ως παρεκκλήσι, αλλά δεν υπάρχει ανατολική αψίδα ή σωζόμενη κατάλληλη διακόσμηση. Ο σκοπός της λοιπόν είναι αινιγματικός.

[←81]

Lynch (1893-98), I, 21.

[←82]

Βλέπε σελ. 189.

[←83]

M. Alpatov, “Les reliefs de la Sainte-Sophie de Trebizonde”, Byzantion, 4 (1927-28), 407-18.

[←84]

Βλ. O. Demus, The Mosaics of Norman Sicily (Λονδίνο, 1949).

[←85]

Βλέπε σελ. 192.

[←86]

Ονομάζεται «μικρή πύλη» στο Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 120. Η ταύτισή του με το στοιχείο 5 γίνεται στο Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 69. Βλέπε σελ. 225.

[←87]

Lynch (1893-98), I, 20.

[←88]

Evliya (1644), II, 44.

[←89]

Βλέπε σελ. 185.

[←90]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 111. Fallmerayer, OF, I, 133. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 63, 91. ASL, 13 (1884), 517, 530, 531. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 70.

[←91]

Βλέπε σελ. 182 πιο πάνω και DVL, I, 124.

[←92]

Ballance, BTTK, 29 (1965), 74-75, εικ. 6-10.

[←93]

Lynch (1893-98), I, 29. Succi, Trebisonda, 230. Bryer, ΑΠ, 26 (1964), 299 σημ. I (με το σκεπτικό ότι μπορεί να αντιπροσωπεύει το «magazeno» του Αγίου Ευγενίου). Ballance, BTTK, 29 (1965), 75. Βλέπε επίσης Bzhshkean (1819), μετάφρ. Andreasyan, 74.

[←94]

Gökbilgin, BTTK, 26 (1962), 308. Mehmed Aşik, που χρησιμοποιείται από τον Evliya (1644), II, 47. Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 265. Bryer, ΑΠ, 24 (1961), 117.

[←95]

S. Eyice, Galata ve kulesi – Galata and its Tower (Ισταμπούλ, 1969), 16, 52-53. Του ίδιου, Istanbul: petit guide à travers les monuments Byzantins et Turcs (Ισταμπούλ, 1955), 103. A. Bryer, “Cultural Relations between East and West in the Twelfth Century”, στο Relations between East and West in the Middle Ages, επιμ. Derek Baker (Εδιμβούργο, 1973), 86. A.M. Schneider και Μ.I. Nomidis, Galata: Topographisch-archaologisch Plan (Κωνσταντινούπολη, 1944), 37. H. Inalcik, The Ottoman Empire (Λονδίνο, 1973), 173.

[←96]

ASL, 13 (1884), 517. Gökbilgin, BTTK, 26 (1962), 299, 308-9.

[←97]

Περίπλους Ανωνύμου, 36. Delatte, Portulans, II, 35. ASL, 13 (1884), 518. Lynch (1893-98), I, 31. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 33, 37, 71-72, 74, 723, 747, 792. Λιβαδηνός, Περιήγησις, επιμ. Παρανίκας, 23. Ο Πυξίτης ονομάζονταν μερικές φορές Δαφνοπόταμος.

[←98]

Millet, BCH, 20 (1896), 500-1. Το κομψό δωδεκάπλευρο Κουλακλί Τσεσμέ, που κάποτε βρισκόταν στα βορειοανατολικά της Χρυσοκεφάλου, χρονολογήθηκε με τουρκική επιγραφή στο 1477: Millet, BCH, 19 (1895), 424 σημ. 2.

[←99]

BTTK, 29 (1965), 73-4, εικ. 1-5.

[←100]

Zakythinos, Chrysobulle, 11. DVL, I, 124.

[←101]

Bzhshkean (1819), μετάφρ. Andreasyan, 73. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 553. Βλέπε επίσης αριθ. 22, σελ. 199-200.

[←102]

Ο. Λαμψίδης, «Κανίτου», ΠΦ, 2 (14) (Απρίλιος 1937), 58. Papadopoulos-Kerameus, VizVrem, 12 (1906), 143: οἱ δὲ τὸ δρᾶμα πλασάμενοι καννῖται τῇ προσηγορίᾳ.

[←103]

Επιμ. I. Pomialovskij, Zhitie prepodobnago Afanasiia Afonskago (Αγία Πετρούπολη, 1895), 3: ᾧ Κανίτης τῷ ἐπώνυμον.

[←104]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 32, 77, 81, 162, 530, 638, 710. Κανδηλάπτης, ΠΦ, 2 (19) (Σεπτέμβριος 1937), 287, στο λήμμα τό Καν.

[←105]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 69.

[←106]

Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 262, 266, 271-72.

[←107]

Zakythinos, Chrysobulle, 11. DVL, I, 123. ASL, 13 (1884), 530. Bordier (1609), 122-23. Lynch (1893-98), I, 31. O. Λαμψίδης, Ποντικόκαστρον-Λεοντόκαστρον, Ἑλληνικά, 8 (1936), 353.

[←108]

Bryer, ΑΠ, 24 (1961), 111-12, 115-17. Heyd, Commerce, II, 94-99, 101, 105-6. Fallmerayer (Fragmente, 1840), I, 48. Και εδώ, σελ. 243.

[←109]

Ritter, Erdkunde, XVIII, 889. Bzhshkean (1819), μετάφρ. Andreasyan, 74. Αργότερα η καραντίνα.

[←110]

Zakythinos, Chrysobulle, 11, 35, 81-83. Laurent, ΑΠ 18 (1953), 165, 269.

[←111]

Zakythinos, Chrysobulle, 11. DVL, Ι, 123. Bryer, ΑΠ, 24 (1961), 117 σημ. 4.

[←112]

“Castro Maydani”. “Cavum de Maidano”. “Caput vie Maitamu”. “Cavi de Majdano”. “Cavo predicto Majdani”. Προς Μαϊτάνιν: ASL, 13 (1884), 515, 530-31. Zakythinos, Chrysobulle, 11. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 75. Kretschmer, Portolane, 648. Heyd, Commerce, II, 96-97.

[←113]

Golubovich, BBB, ΙΙ, 64-68. III, 183-84. M. Bihl, “De duabus epistolis fratrum minorum Tartariae Aquilonaris An. 1323,” AFrH, 16 (1923), 90. Bryer, ΑΠ, 26 (1964), 296.

[←114]

τὸ ἐμπόριον. Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 120.

[←115]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 64, 74. Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 10, 63, 92. A.A. Vasiliev, “A note on Pero Tafur”, Byzantion, 19 (1935), 65-66. Ritter, Erdkunde, XVIII, 887.

[←116]

DVL, I, 124.

[←117]

DVL, II, 103. Zakythinos, Chrysobulle, 35, 81.

[←118]

DVL, II, 128. Bryer, ΑΠ, 24 (1961), 116.

[←119]

Ibn Battutah (1332), II, 508. Για τις συνοικίες της Κωνσταντινούπολης βλ. R. Janin, Constantinople byzantine (Παρίσι, 1964), passim.

[←120]

DVL, II, 128. Βλέπε Bryer, ΑΠ, 24 (1961), 116.

[←121]

Στο Defter αριθ. 828 (1487), σελ. 11-25. Δείτε τώρα H.W. Lowry, The Ottoman Tahrir Defters as a Source for Urban Demographic History: The Case Study of Trabzon (ca. 1486-1583) (Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, 1977) (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή). Οι ταυτίσεις των mahalle στη μελέτη του Lowry και στη σελ. 200 επιτεύχθηκαν ανεξάρτητα. Δεν συμφωνούν πάντοτε και δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια συμβιβασμού τους.

[←122]

Gökbilgin, BTTK, 25 (1962), 296-98.

[←123]

Ν. Μπέης, Ἀφιερώματα καὶ λειτουργικαὶ συνδρομαὶ Ποντίων ὑπὲρ τοῦ Παναγίου Τάφου, ΑΠ, 14 (1949), 141-56.

[←124]

Bzhshkean (1819), μετάφρ. Andreasyan, 72-73.

[←125]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 791-92.

[←126]

Gökbilgin, BTTK, 26 (1962), 316.

[←127]

The Book of the Eparch, επιμ. Ivan Dujcev (Λονδίνο, 1970), 211.

[←128]

Χαλκοκονδύλης, εκδ. Βόννης, 494. Fallmerayer (Fragmente, 1840), I, 138. Του ίδιου, Trapezunt, 276. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 79, 319. Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 276. Στο Trébizonde, 157 και 241, ο Janssens τοποθετεί τη Σκυλολίμνη «στο ακριβές μέρος» (à lendroit exact) του Τζεφάνε Καλέσι (σχήμα Ill), ενός κυκλικού ναύσταθμου, με βάση μια παράδοση ότι ο Φατίχ ερεύνησε την Τραπεζούντα από αυτό το 1461, και σύμφωνα με τις ακόμη λιγότερο πειστικές ενδείξεις μεγάλης υγρασίας εκεί. Ο Succi, Trebisonda, 275-76, περιγράφει κιόλας τον Τζεφάνε ως τον Πύργο της Ειρήνης, υποτιθέμενης συζύγου του Ιωάννη Δ’, και ως εκ τούτου τον χρονολογεί στο 1445 περίπου. Αλλά η σύζυγος του Ιωάννη Δ’ δεν ονομαζόταν Ειρήνη και δεν φαίνεται να υπάρχει καλός λόγος να αποδοθεί ο Τζεφάνε σε κανέναν άλλον εκτός από τον σουλτάνο Αμπντουλχαμίτ Β’ (1876-1909), του οποίου το όνομα φέρει.

[←129]

Βλέπε σελ. 75.

[←130]

Zakythinos, Chrysobulle, 11. DVL, I, 123. II, 128.

[←131]

Clavijo (1404), 112-13.

[←132]

Zakythinos, Chrysobulle, 35.

[←133]

Talbot Rice, Haghia Sophia, 18, και σελ. 233.

[←134]

Bryer, ΑΠ, 29 (1968), 94, 97-102 και σελ. 244.

[←135]

N. Baklanov, “Deux monuments byzantins de Trebizonde”, Byzantion, 4 (1928). Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), εικ. 11. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 81.

[←136]

Χαλκοκονδύλης, εκδ. Βόννης, 463-64. Ι.Π. Μελιόπουλος, Περὶ τοῦ μνημείου Ἀλεξίου Γ’, ΟΚ, 1 (1916), 205, 234-35. F. Uspenskij, “Usbypal’nitsa tsarya Aleksiya IV v Trapezuntini,” VizVrem, 23 (1922), 1-14. Lynch (1893-98), I, 22. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 388.

[←137]

Bryer, ΑΠ, 28 (1966), 246-51, και ΑΠ, 29 (1968), 103-8.

[←138]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 61. Ότι υπήρχε ιππόδρομος ή τζυκανιστήριον στην Τραπεζούντα επιβεβαιώνεται από τον Ευγενικό, επιμ. Λαμψίδης, ΑΠ, 20 (1955), 13-39.

[←139]

S. Miranda, Les palais des empereurs byzantins (Πόλη Μεξικού, 1965), 118. Για το ίδιο το παιχνίδι, βλέπε A. Bryer, “Byzantine games”, History Today, 17 (1967), 453 κ.ε.

[←140]

Fallmerayer, OF, II, 73-75. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 66-68. Janssens, Trébizonde, 80.

[←141]

Finlay (MS, 1850), φύλλα 34v, 35v, 36v.

[←142]

Ballance, BTTK, 29 (1965), 75-76. Succi, Trebisonda, 226-28.

[←143]

DVL, Ι, 123-24. ΙΙ, 101-4, 126-29. Zakythinos, Chrysobulle, passim. Ι. Μελιόπουλος, Τραπεζουντιακά Ἀρχαιολογήματα, Ἐπ.Ἑτ.Βυζ.Σπ., 7 (1930), 170-2. Bryer, ΑΠ, 24 (1961), 111-7.

[←144]

Zakythinos, Chrysobulle, 10-11: Incipit ab ecclesia sancte Margarite et tendit usque caput vie Maitamu et per viam orientis firmat in quodam riacello et inde girat totum predictum riacellum usque ad marinam et postea redit versus occidens et girat et ascendit versus montem et firmat in Petra nigra et inde redit versus oriens, firmans apud domos superiores et firmat in veteri bagno et vadit usque ad ecclesiam, a qua incepimus; qui locus summat passus ducentos viginti septem de X palmis pro quolibet passu.

[←145]

Heyd, Commerce, II, 101-2.

[←146]

Thiriet, Deliberations, Ι, αριθ. 427 της 11ης Μαΐου 1320.

[←147]

Regestes, I, αριθ. 173 της 20ης Νοεμβρίου 1344.

[←148]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 66: «όλη η Τραπεζούς κάηκε» το 1341. Και “Ιn nostro cavassera quod captum et dirruptum et combustum fuit per Turchos,” Heyd, Commerce, ΙΙ, 103 και σημ. 3. Thiriet, Regestes, I, αριθ. 179 της 2ας Ιουλίου 1345.

[←149]

Regestes, I, αριθ. 413 της 20 Ιουλίου 1363.

[←150]

Zakythinos, Chrysobulle, 34-35. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 75.

[←151]

Μελιόπουλος, Ἐπ.Ἑτ.Βυζ.Σπ., 7 (1930), 77-78. Μυστακίδης, Ἐπ.Ἑτ.Βυζ.Σπ., 7 (1930), 91.

[←152]

DVL, II, 128.

[←153]

Thiriet, Regestes, I, αριθ. 450 της 2ας Μαρτίου 1368, αριθ. 458 της 14ης Απριλίου 1368, αριθ. 465 της 3ης Ιουλίου 1368 (λαμβάνοντας 1 summo = 190 άσπρα), αριθ. 565 της 24ης Ιουλίου 1375, αριθ. 899 της 22ας Φεβρουαρίου 1396. II, αριθ. 1272 της 24ης Ιουλίου 1407, αριθ. 2166 της 28ης Οκτωβρίου 1429. III, αριθ. 2752 της 1ης Αυγούστου 1447. Ο Clavijo (1404), 133, ανέφερε ότι και τα δύο παραθαλάσσια ιταλικά κάστρα είχαν ισχυρά τείχη και πύργους. Βλέπε επίσης S. Karpov, The Empire of Trebizond and Venice in 1374-76 (Μπέρμιγχαμ, 1978).

[←154]

Bryer, ΑΠ, 24 (1961), 117.

[←155]

Πληροφορίες από Ιhsan Bey Nemlioglu της Τραπεζούντας.

[←156]

Thiriet, Regestes, II, αριθ. 272 της 24ης Ιουλίου 1407.

[←157]

Βλέπε αριθ. 16 και 17 και Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 265.

[←158]

Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 57 και εικ. 10. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 792. Εδώ, αριθ. 71 και 106.

[←159]

Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 60 και εικ. 15. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 791 και εικ. 111. Φωτογραφία στο άρθρο του Η. Βενέζη, εφημερίδα Ἀκρόπολις (Αθήνα, Κυριακή 28 Ιανουαρίου 1962).

[←160]

Ballance, AnatSt, 10 (1960), 144-46, σχήματα 2-3, εικ. 16a.

[←161]

Ballance, AnatSt, 10 (1960), 145.

[←162]

Bryer, ΑΠ, 24 (1961), 114 σημ. 3, 117. Μελιόπουλος, Ἐπ.Ἑτ.Βυζ.Σπ., 7 (1930), 78. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 792. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 59-60.

[←163]

DVL, II, 128. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), εικ. 14. Ballance, AnatSt, 10 (1960), σχημα 2, εικ. xvi (a).

[←164]

Ballance, AnatSt. 10 (1960), 151-52, σχήμα 5.

[←165]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 792.

[←166]

Ballance, Bryer, and Winfield, ΑΠ, 28 (1966), 234-37, εικ. 1, 2, σχήματα 1, 2. Bryer, ΑΠ, 29 (1968), 108 σημ. 1, 120 σημ. 2.

[←167]

Ballance, Bryer, and Winfield, ΑΠ, 28 (1966), 237-38, εικ. 3, σχήματα 1, 2. Bryer, ΑΠ, 29 (1968), 120 = Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 791.

[←168]

Ballance, Bryer, and Winfield, ΑΠ, 28 (1966), 238-41, εικ. 4-5, σχήματα 1, 2. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 791.

[←169]

Bordier (1609), 122.

[←170]

DVL, I, 124. Zakythinos, Chrysobulle, 11, 35. Fallmerayer, Trapezunt, 104-6. U. Lampsides, “Alexios II Empereur de Trebizonde (1297-1330) et l’Eglise de Rome,” BZ, 36 (1936), 327-29. Bryer, “Trebizond and Rome”, ΑΠ, 26 (1964), 297, 302. Μελιόπουλος, Ἐπ.Ἑτ.Βυζ.Σπ., 7 (1930), 77. Janin, EMGCB, 258.

[←171]

Για την οικογένεια Καπαγιαννίδη, βλέπε Γ.Ν. Τασούδης, Βιογραφικαὶ Ἀναμνήσεις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσάνθου τοῦ ἀπὸ Τραπεζοῦντος (Αθήναι, 1970), 86-87, 93, 96, 227, 230. Το σπίτι της δεύτερης μεγάλης Τραπεζούντιας οικογένειας τραπεζιτών, της Θεοφυλάκτου (μερικές φορές λέγεται Κωστάκη), είναι τώρα παρθεναγωγείο στην Τραπεζούντα, και της τρίτης, των Φωστηρόπουλων της Ίμερας, χρονολογούμενο στο 1904, είναι το παλιό Ποστάχανε της πόλης.

[←172]

Οι Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 139, δήλωσαν απρόσεκτα ότι κονίαμα με κονιοποιημένο τούβλο «δεν φαίνεται να εμφανίζεται καθόλου στα κτίρια της περιόδου της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας».

[←173]

Πανάρετος, επ. Λαμψίδης, 64: …καὶ γέγονε πόλεμος εἰς τὸν ἀχάντακαν τοῦ ἁγίου Κηρύκου καὶ εἰς τὸν Μινθρίoν… Ίσως καλύτερα Ἅγιος Κῆρυξ, op. cit.. 87 σημ. 2. Δεν πρέπει να συγχέεται με την Αγία Κυριακή στην Τραπεζούντα (όπως, προφανώς, στο Lebeau, Bas Empire, XX, 483 σημ. 5, ακολουθώντας τον υποτιθέμενο Αγ. Κυριάκο του Bzhshkean, που δεν υπάρχει σε καμία έκδοση), ούτε με τον Αχάντο (Αχάντα, τώρα Καβακλί) κοντά στα Πλάτανα στη ζώνη Τρικωμίας (που ο Fallmerayer, Trapezunt, 351, πίστευε ότι ήταν προάστιο της πρωτεύουσας).

[←174]

Επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 121.

[←175]

Papadopoulos-Kerameus, VizVrem, 12 (1905), 141. Odoric (1318), 213-14 (ακολουθούμενος από τον Mandeville). Janin, EMGCB, 294.

[←176]

Είμαστε ευγνώμονες στη Δρα Sally Harvey για τη διείσδυση στο γυναικείο τμήμα.

[←177]

Gökbilgin, BTTK, 26 (1962), 296.

[←178]

Mehmed Aşik, που χρησιμοποιείται από τον Evliya (1644), II, 46. Βλέπε Lowry, Thesis, 86.

[←179]

Ritter, Erdkunde, XVIII, 883.

[←180]

L. Surmelian, I ask you, Ladies and Gentlemen (New York, 1945), 23.

[←181]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 792.

[←182]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 791.

[←183]

Ο κ. Crow ανέφερε κρήνες στο Akoluk (που ονομάζεται Kilibiç), στο Yangaz, στο Gülçayir και στο Κοιλάδιν (Yeşilbük), για τις οποίες βλέπε Blau (1860), 381, ο οποίος αναφέρει ένα παρεκκλήσι “Comnene”.

[←184]

Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 264, 267 και σελ. 197.

[←185]

Μελιόπουλος, ΟΚ, 1 (1916), 205 σημ. 2. Zacharia (1838), 135. Ritter, Erdkunde, XVIII, 903. Χρύσανθος, ΑΠ (1933), 79, 331, 793.

[←186]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 63-64. Fallmerayer, OF, I, 35-39.

[←187]

S. Runciman, The Emperor Romanus Lecapenus and his Reign (Κέμπριτζ, 1929), 63.

[←188]

Rottiers (1820), 206.

[←189]

Cumonts, SP, II, 369 σημείωση 3.

[←190]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 389. Θυμίζει την κεφαλή κρήνης από ορειχάλκινα θηρία της φιάλης της Ελληνικής Λαύρας, στο Άγιο Όρος, εικονογραφημένη στο R. Byron, The Station (Λονδίνο, 1949), μετά τη σελ. 64, για την οποία βλέπε τώρα Laskarina Bouras, “Some observations on the Grand Lavra phiale at Mount Athos and its bronze strovilon,” Δελτ.Χριστ.Ἀρχ.Ἑτ., 8 (1975-76), 85-96. Μια εξήγηση για τη σύγχυση μεταξύ των δύο κρηνών με δράκους μπορεί να είναι ότι η κρήνη της Χρυσοκεφάλου ήταν προφανώς εξοπλισμένη με συμβατικό βυζαντινό στόμιο δράκου, το οποίο επιβεβαίωσε (αν όχι ενέπνευσε) την ιστορία. Δείτε τώρα Laskarina Bouras, “Dragon Representations on Byzantine Phialae and Their Conduits,” Gesta, XVI/2 (1977), 65-68.

[←191]

Bzhshkean (1819), 79-81, μεταφρ. Andreasyan, 54. Ritter, Erdkunde, XVΙΙΙ, 886. Oskian, Handes Amsorya, 75 (1961), 278-79. Η επιγραφή του 1414 φαίνεται να είναι εκείνη που αναφέρεται στους tagawor Μανουήλ και Αλέξιο στο Fallmerayer, OF, 11, 106-7. Η χρονολογία είναι το 863 της Αρμενικής Μεγάλης Εποχής. Ο Fallmerayer, ακολουθούμενος από τον Miller (Trebizond, 79) και τον Janssens (Trébizonde, 128 σημ. 2) ερμηνεύουν το 863 ως 1415 μ.Χ. Η αναφορά στον Grumel (Chronologie, 262) δείχνει ότι στην πραγματικότητα έπρεπε να είναι το έτος 8 Δεκεμβρίου 1413-7 Δεκεμβρίου 1414. Το ζήτημα είναι σημαντικό, γιατί η ημερομηνία του θανάτου του Μανουήλ Γ’ και η ανάδειξη του Αλέξιου Δ’ ως μοναδικού αυτοκράτορα είναι ακόμη άλυτη. Ο Πανάρετος, επιμ. Ο. Λαμψίδης, 81, 124 σημ. 2, αναφέρει ότι ο Μανουήλ Γ’ πέθανε στις 5 Μαρτίου 1412, ότι βασίλεψε 27 χρόνια και ότι ανέβηκε στο θρόνο στις 29 Μαρτίου 1390, υποδηλώνοντας ότι ίσως στην πραγματικότητα πέθανε στις 5 Μαρτίου 1417. Το θέμα περιπλέκεται από το γεγονός ότι ο Αλέξιος Δ’ εξέδωσε πρόσταγμα υπέρ της μονής Διονυσίου τον Σεπτέμβριο του 1416, το οποίο δεν αναφέρει τον Μανουήλ Γ’ ως αυτοκράτορα, αν και προηγουμένως είχαν και οι δύο συνδεθεί με την επανίδρυση του Αγίου Γεωργίου στην Περιστέρα. Ο αρμενικός βωμός δείχνει ότι ο Μανουήλ Γ’ θεωρούνταν ακόμη πλήρης αυτοκράτορας το έτος Δεκέμβριος 1413-Δεκέμβριος 1414. Το πρόσταγμα υπονοεί ότι ο Αλέξιος Δ’ ήταν ο μοναδικός επικεφαλής της κυβέρνησης τον Σεπτέμβριο του 1416. Ο Αλέξιος ήταν συναυτοκράτορας ή δεσπότης το αργότερο από το 1395 και είχε ηγηθεί επιτυχημένης εξέγερσης κατά του Μανουήλ πριν από το 1404. Δεν υπάρχει λόγος για τον οποίο ο Αλέξιος έπρεπε να συνδεθεί με τον ετοιμόρροπο και αντιδημοφιλή πατέρα του στο πρόσταγμα, αν είχε καταφέρει να τον βγάλει από τη δημόσια ζωή μετά το 1414, αλλά τείνουμε να διατηρήσουμε την ημερομηνία 1417 (και όχι 1412, 1414, 1415 ή 1416) για τον θάνατο του Μανουήλ. Βλέπε Dolger, Schatzkammern, 73-75. Οικονομίδης, ΝΑ, 1 (1955), 14-25. Οικονομίδης, Διονυσίου, 97-101.

[←192]

Δ.Ε. Οικονομίδης, Εἰδήσεις, ΑΤΠ, 2 (1886), 332. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 791. Bzhshkean (1819), μετάφρ. Andreasyan, 73 (“Aypanda”). Ο Succi, Trebisonda, 242, μπερδεύει την Υπαπαντή με τον Άγιο Ιωάννη τον Εξώτειχο (αρ. 92).

[←193]

Bzhshkean (1819), 83-89, συνοψίζεται μόνο σε μετάφρ. Andreasyan, 55. Και στο Ritter, Erdkunde, XVΙΙΙ, 902. Βλέπε επίσης Oskian, Handes Amsorya, 75 (1961), 273-77.

[←194]

Είμαστε πολύ ευγνώμονες στον Δρα Sebastian Brock, τον καθηγητή Charles Dowsett και τον πατέρα Rafael Antonian από το San Lazzaro για τη βοήθεια στην ερμηνεία του Bzhshkean και των επιγραφών του Καϊμακλί και στον Δρα Levon Avdoyan για τον έλεγχο της μεταγραφής.

[←195]

Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 64. Πρβλ. Millet and Talbot Rice, Painting, 140.

[←196]

Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 79-80. Millet and Talbot Rice, Painting, 151. Βλέπε επίσης Ballance, AnatSt, 10 (1960), 169. Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 135. Ανώνυμος, AΤΠ, 2 (1886), 270. Βλέπε Janssens, Trébizonde, 227. Succi, Trebisonda, 292-95. Ο καθηγητής Charles Dowsett επιβεβαιώνει ευγενικά την ανάγνωση του Δρα Brock.

[←197]

Για γενική περιγραφή, βλέπε Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 63-64 και εικ. 17-20. Για αρχιτεκτονικά σχέδια, βλέπε Ballance, AnatSt, 10 (1960), 169-71 και εικ. 22. Και για μια δημοσίευση των πινάκων, βλέπε Millet and Talbot Rice, Painting, 138-243 και εικ. 43-54. Τυπικά πρόσθετα, αλλά μεγαλύτερα ζαματούν στέκονται μπροστά από τις εκκλησίες στο Varagavank, κοντά στο Βαν (όπου θάφτηκε ο Καθολικός Άγιος Πέτρος Α’) και στον Άγιο Βαρθολομαίο, στο Zapbaşi. Σχετικά με τις ιδιότητες της «Κρήνης γάλακτος», βλέπε Bzhshkean (1819), 84 και Surmelian, I ask you (βλ. σημ. 180), 59, 80, 102. Για τα ζαματούν, βλέπε J.M. Thierry, “Monasteres armeniens de Vaspurakan”, REArm, 6 (1969), 152-60, 167-70.

[←198]

Π.χ., στη μεταγενέστερη ανοικοδόμηση της εκκλησίας του 10ου αιώνα στο Karmrakvank, νοτιοδυτικά του Aght’amar. Βλέπε Thierry, REArm, 4 (1967), 178-83.

[←199]

Bordier (1609), 127: [l’église] est de moyenne grandeur, ornee de tous costés de pintures et figure des misterres de la Passion, et vie des Apostres et saints personnages de l’antiquité.

[←200]

Bordier (1609), 127-28: A dextre, sortant de léglise, y a la tour carrée qui estoit le clochet, faict de tres-belle et grosse pierre de taille, laquelle tour ou clochet a esté abatue a plus de moytie; nous montasmes jusques au hault, pour voir la tres-belle veue de ce lieu.

[←201]

Bordier (1609), 128.

[←202]

Millet and Talbot Rice, Painting, 139. Βλέπε επίσης Blau (1860), 370.

[←203]

Βλέπε Arisdagues de Lasdiverd, Histoire d’Armenie, επιμ. και μεταφρ. Evariste Prud’homme (Παρίσι, 1864), 26-27 και σημειώσεις. M. Brosset, Deux historiens armeniens (Αγία Πετρούπολη, 1870), 49-50. Του ίδιου, “Arakel de Tauriz”, MASP, 7th Series, 19 (5) (1873), 26 και σημείωση. Και του ίδιου, “Histoire chronologique par Mkhitar d’Airivank,” MASP, 7th Series, 12 (5) (1869), 90 και σημείωση. Το Αρμενικό Συναξάριο, χωρίς ημέρα (sine die), 29 Kalotz. Bzhshkean (1819), 88-89. Ritter, Erdkunde, XVΙΙΙ, 902. Schlumberger, Epopée, II, 490-92, 499. Και Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 135 σημ. 40. Για το Χαχτογιάριτς και τις Κλεισούρες του, βλέπε Honigmann, Ostgrenze, 54, 151, 157, 165, 224, 226.

[←204]

Wächter, Kleinasien, 20. Clavijo (1404), 108, 113. Schiltberger (1402), 12. Arabshah, Timur, 190. Aşıkpaşazade, μετάφρ. Kreutel, 118. Χαλκοκονδύλης, εκδ. Βόννης, 465. Heyd, Commerce, Ι, 534. Bryer, “Gabrades”, 185 σημ. 89. Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1516 της 11ης Φεβρουαρίου 1414. Η Σεβάστεια ήταν καταφύγιο των Αρτσρούνι του Βασπουράκαν (και του Αγίου Πέτρου Α΄) στις αρχές του 11ου αιώνα. Αν η πρότασή μας για περαιτέρω μετακίνηση των Αρμενίων από εκεί στην Τραπεζούντα μετά το 1400 είναι σωστή, μπορεί να δώσει μια ένδειξη για την περιπλάνηση του χειρογράφου MS San Lazzaro 1400 (1925), ενός αρμενικού βιβλίου Ευαγγελίου με βυζαντινή εικονογράφηση, που μεταφέρθηκε από την Τραπεζούντα στο Μοναστήρι Μεχιταριστών στη Βενετία τον 17ο αιώνα και είναι γνωστό ως «Τα Ευαγγέλια της Τραπεζούντας». Παραμερίζοντας την πιθανότητα να κατασκευάστηκε ή να δόθηκε από τον Άγιο Πέτρο Α’ στην Τραπεζούντα το 1022/23 (γιατί μπορεί να συγκριθεί ως προς την ημερομηνία και την προέλευση με τα Ευαγγέλια του Γκαγκίκ των αρχών του 11ου αιώνα), θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι φτιάχτηκε στο Βασπουράκαν, μεταφέρθηκε στη Σεβάστεια αμέσως μετά, μεταφέρθηκε στην Τραπεζούντα μετά το 1400 και στη συνέχεια στάλθηκε στη Βενετία. Βλέπε Sirarpie Der Nersessian, Armenia and the Byzantine Empire (Κέμπριτζ Μασσ., 1945), 120 και εικ. xxix και xxi (1).

[←205]

Schulz/Beuscher (1826), 29-30.

[←206]

C. Diehl, Manuel d’art byzantin (Παρίσι, 1926), I, 218, σχήμα 105. Το σχέδιο χρονολόγησης της Μαγκλαβίτα είναι του Winfield, που κατέγραψε αυτή την εκκλησία. Αλλά ο Bryer πρέπει να διαφοροποιηθεί για την περίοδο της παλαιότερης διακόσμησης, για τον ίδιο ακριβώς τον λόγο που ο Παντοκράτωρ κατονομάζεται στην πραγματικότητα με αυτό το επίθετο στον πίνακα που φαίνεται στο σχήμα 50. Αυτό είναι πολύ σπάνιο, και προφανώς μοναδικό στην Ανατολία. Ο πρώτος γνωστός «Παντοκράτωρ» που ονομάζεται έτσι είναι εκείνος στον καθεδρικό ναό του Μονρεάλε, περί το 1170. Αλλά για ελληνικά και βαλκανικά παραδείγματα πρέπει να περιμένει κανείς μέχρι τον 14ο αιώνα (Ομορφοκκλησιά Αθήνας, Χιλανδάρι Αγίου Όρους, Ντέτσανι Σερβίας, Περίβλεπτος, Μυστρά, και μια εικόνα της Αχρίδας). Στη συνέχεια οι Βαρλαάμ Μετεώρων, Λαύρα, Άθωνος και Καισαριανή Αθήνας, ολοκληρώνουν τον σύντομο κατάλογο. Η Μαγκλαβίτα φαίνεται να είναι μόνο το ένατο γνωστό παράδειγμα. Ο Bryer θα υποστήριζε λοιπόν, ότι αν δεν προστέθηκε αργότερα το επίθετο Παντοκράτορας, η διακόσμηση στη Μαγκλαβίτα πιθανότατα ξεκίνησε τον 14ο αιώνα, και σίγουρα όχι πριν από τον 12ο αιώνα. Βλέπε J.T. Matthews, “The Byzantine Use of the Title Pantocrator”, OCP, 44 (1978), 442-62. C. Capizzi, Παντοκράτωρ (Saggio d’esegesi letterario-iconografica), OCA, 170 (Ρώμη, 1964), 268, 275, 285, 287, 288, 289, 302, 304. Διορθώθηκε από τον K. Wessel, “Das Bild des Pantokrator”, Polychronion. Festschrift Franz Dölger zum 75. Geburtstag, επιμ. P. Wirth (Χαϊδελβέργη, 1966), 530.

[←207]

Ι. Π. Μελιόπουλος, Χριστιανικὴ ἀρχαιολογία. Ἕν Βυζαντινὸν ναΐδιον, OK, 1 (1916), 290-91.

[←208]

Millet, Iconographie de l’Evagile, 425, 440.

[←209]

Όχι στο Restle, Wall painting. Για την Προφήτισσα Άννα στη Θεοσκέπαστο, βλέπε Millet and Talbot Rice, Painting, 82. Στη Μαγκλαβίτα δεν υπάρχει κανένα σημάδι του ρολού με την προφητεία της, το οποίο μερικές φορές κουβαλά. Αυτή η συνηθισμένη καππαδοκική σκηνή δεν αναπαρίσταται στην Αγία Σοφία στην Τραπεζούντα.

[←210]

Papadopoulos-Kerameus, VizVrem, 5 (1898), 679, ως εγγραφές 4 και 3 αντίστοιχα, αποδίδοντας εσφαλμένα την ημερομηνία χειροτονίας του Καλλίστρατου στις 9 Μαΐου. Η επόμενο χρονολογημένη εγγραφή, γραμμένη από διαφορετικό χέρι, είναι η αριθ. (28 Μαρτίου) 1397, περιορίζοντας αυτήν στις (9 Απριλίου) 1395, γιατί ένας μόνο γραφέας κάθε φορά έκανε προφανώς καταχωρήσεις στο συναξάριο. Βλέπε R.R. Milner-Gulland and A. Bryer. “Two Metropolitans of Trebizond in Russia,” ΑΠ, 27 (1965), 21-27 και A. Bryer. “Some Trapezuntine monastic obits,” REB, 24 (1976), 132-33 σημ. 4.

[←211]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 463. Janin, EMGCB, 291. Ο καθηγητής N. Beldiceanu σημειώνει ευγενικά ένα “Stilyar manastir” σε ντεφτέρ του τέλους του 15ου αιώνα (επιστολή της 28ης Μαρτίου 1978).

[←212]

Kretschmer, Portolane, 648. Bryer, ΑΠ, 24 (1961), 100, 111. Όχι στον Delatte, αλλά υπάρχει στον χάρτη Pizigani του Βρετανικού Μουσείου.

[←213]

A. Vogt, commentary on Constantine VII Porphyrogenitus, Livre des Ceremonies, II (Παρίσι, 1967), 32. H. Glykatzi-Ahrweiler, Recherches sur l’administration de l’empire byzantin aux IXe-XIe siècles (Αθήναι, Παρίσι, 1960), 28 σημ. 9. Ψευδο-Κωδινός, επιμ. Verpeaux, 137, 300, 302, 305, 307, 309, 321, 335, 344, 347.

[←214]

Πράξη Βαζελώνος 35 του 1310. Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 264 και σημ. 2. Ballance, Bryer, and Winfield, ΑΠ, 28 (1966), 260-62.

[←215]

Ritter, Erdkunde, XVIII, 886. Οικονομίδης, ΑΤΠ, 2 (1886), 323-23. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 792.

[←216]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 791.

[←217]

Ballance, AnatSt, 10 (1960), 152-53, σχήμ. 6, 7. Πρβλ. Millet, BCH, 19 (1895), 444-45. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 58-59. Σημ. του μετ.: Το αντίστοιχο της βασιλικής ελληνιστικού τύπου στην Ανατολία ήταν μια ορθογώνια κατασκευή με ψηλούς τοίχους, με απλό εξωτερικό, που μερικές φορές περιγράφεται ως «εκκλησία-αποθήκη». Συνήθως καλυπτόταν από ενιαία στέγη και σε όλες τις περιπτώσεις στερούνταν φωτισμού.

[←218]

Talbot Rice, Haghia Sophia, 32-33.

[←219]

Bordier (1609), 133. Janin, EMGCB, 259.

[←220]

Bzhshkean (1819), 81. Ritter, Erdkunde, XVIII. 886.

220α Βλέπε σελ. 184.

[←221]

Uspenskij, Ocherki, 34-40. Βησσαρίων, επιμ. Λάμπρος, ΝΕ, 13 (1916), 189-90. Talbot Rice, JHS, 52 (1932), 47. Talbot Rice and Millet, Painting, 114-15 και εικ. xv. 2 και 3. Janin, EMGCB, 258-59.

[←222]

Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 241-78.

[←223]

Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 262.

[←224]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 64, 65, 67.

[←225]

Fallmerayer, OF, I, 96. M&M, A&D, V, 278-79.

[←226]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 81.

[←227]

Βλέπε σελ. 328, και επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 57, 94.

[←228]

Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 246-47. Janin, Geographie, 2η εκδ., 515-23. Υπήρχε ένα προηγούμενο: η Ευδοκία, κόρη του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου και σύζυγος του Ιωάννη Β’ Μεγάλου Κομνηνού (1280-97) ίσως είχε στο μυαλό της ένα μεγάλο αυτοκρατορικό μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης όταν ίδρυσε τις Ποντιακές Βλαχερνές στην Τρίπολη. Βλέπε σελ. 136.

[←229]

Χαλκοκονδύλης, επιμ. Darko, II, 219-20, εκδ. Βόννης, 462-64. V. Grecu, “Zu den Interpolationen in Geschichtswerk des Laonikas Chalkokondyles,” BSHAcRoum, 28 (1946), 92-94. Iorga, Ν&Ε, I, 463-64. W Miller, “The Chronology of Trebizond,” EHR, 38 (1923), 408-9. V. Laurent, “L’assassinat d’Alexis IV, empereur de Trebizonde (1429),” ΑΠ, 20 (1955). 139-40. Tafur (1438), 130. Nicol, Kantakouzenos, 168-70 (αγνοώντας ττο χρυσόβουλλο του 1432). Janssens, Trebizonde, 131 (αγνοώντας ττο χρυσόβουλλο του 1432 και «διορθώνοντας» εσφαλμένα την αναφορά του Fallmerayer στον Χαλκοκονδύλη).

[←230]

Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 259.

[←231]

Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 249, 260. Καὶ πρῶτον μὲν αὐτὴ ἡ περιοχὴ τῆς μονῆς ὡς ὁ διὰ πυργώματος τρόχαλος φαίνεται…

[←232]

Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 260.

[←233]

Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 268.

[←234]

Για αυτόν τον λόγο πρέπει να αποκλειστεί η αρχική πρόταση του Λαμψίδη για μια τοποθεσία κοντά στον Μώλο στην Κάτω Πόλη (η οποία κοντά στη θάλασσα έχει πλάτος μόλις 300 μέτρα). Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 248-49.

[←235]

Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 249-50.

[←236]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), με χάρτη. Lynch (1893-98), I, 131. Black Sea Pilot, 407.

[←237]

O Bryer παρουσίασε την υπόθεση της ταυτότητας των μοναστηριών της Αγίας Σοφίας και του Φάρου στο Βυζαντινό Σεμινάριο του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ το 1972 και στη Stubbs Society, στην Οξφόρδη, το 1973.

[←238]

Είμαστε πολύ ευγνώμονες στους καθηγητές N. Beldiceanu και Heath Lowry για συζητήσεις και για πληροφορίες από αδημοσίευτα οθωμανικά ντεφτέρ. Το Μητρώο αριθ. 828 του έτους 1487 κατονομάζει την Άγια Σόφια στις σελ. 44, 48, 52, 89, 91, 104 και 123 και τον Άγιος Φάρος στις σελ. 28, 76, 77, 86, 109 και 122. Η αναφορά του έτους 1553 βρίσκεται στο Μητρώο αριθ. 288, σελ. 19. Ο Bzhshkean (1819), μεταφρ. Andreasyan, 73, συσχετίζει τις συνοικίες Faros και Sotğa (δηλαδή τις βορειοδυτικές πύλες της Κάτω Πόλης), επιβεβαιώνοντας τη θέση του Φάρου. Βλέπε επίσης Lowry, Thesis (βλ. σημείωση 121 πιο πάνω), 176.

[←239]

L. Brehier, Le monde byzantin, III (Παρίσι, 1950), 131.

[←240]

R.J.H. Jenkins and C.A. Mango, “The Date and Significance of the Tenth Homily of Photius”, DOP, 9-10 (1955-56), 134.

[←241]

Το “Direklikaya”, ελαφρώς ανακαινισμένο τα τελευταία χρόνια. Βλέπε S. Eyice, Küçük Amasra Tarihi (Άγκυρα, 1965), Res. 3 και N. Sakaoglu, Amasra (Ισταμπούλ, 1966), 271.

[←242]

Reed’s Nautical Almanac (Λονδίνο, 1971), 320-21.

[←243]

G.W. Phillips, Lighthouse and Lightship (Λονδίνο, χωρίς χρονολογία), 56. D.B. Hague και Rosemary Christie, Lighthouses: their architecture, history and archaeology (Λάντισουλ, 1975), 9-14.

[←244]

Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 265, χανακᾶν ή Χαν. Ένα εργαστήριο ήταν στη Λότζια (αρ. 15).

[←245]

Βλέπε σελ. 254.

[←246]

Βλέπε σελ. 160 και 162 ιδιαίτερα.

[←247]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 460. Uspenskij, Ocherki, 157 (με την μάλλον απίθανη πρόταση ότι το Akindynos προέρχεται από το λατινικό Centenarium). Ο Janin, EMGCB, 256 επισημαίνει ότι «Το Κεντενάριον πρέπει να υποδεικνύει, όπως στην Κωνσταντινούπολη, πύργο του φρουρίου ή της Ακρόπολης» (Kentenarion doit indiquer, comme a Constantinople, une tour de la forteresse ou de lAcropole). Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 146-50, σχήματα 7-9, εικ. xxiv.

[←248]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 791.

[←249]

Bordier (1609), 133. Janin, EMGCB. 256-57.

[←250]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 114, 789.

[←251]

F. Dvornik, The Idea of Apostolicity in Byzantium and the Legend of the Apostle Andrew, DOS, IV (Κέμπριτζ, Μασσ., 1958), 160.

[←252]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 112-13. Dvornik, ό.π., 176, 257-58.

[←253]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 70.

[←254]

“…on fait sauter à la dynamite rocher, chapelle et cathédrale, et la prèmiere présence chrétienne à Trébizonde ne peut plus se voir que dans le livre de Mgr. Chrysanthos“: Janssens, Trébizonde, 48.

[←255]

Millet, BCH, 19 (1895), 434, όπως διορθώθηκε στο Millet and Talbot Rice, Painting, 23 σημ. 1. Η ανάγνωση «πρωτοσπαθάριος» στη θέση του κανπνικού ονόματος «Ασπαστός» πρέπει σίγουρα να προτιμάται. Τέσσερις από τους δέκα άλλους γνωστούς στρατηγούς της Χαλδίας είναι γνωστό ότι είχαν τον τίτλο του πρωτοσπαθάριου. Βλέπε σελ. 316. Δεν έχουμε δει την «κάπως μπερδεμένη περιγραφή» (description un peu confuse) στο Ι. Π. Μελιόπουλος, Τραπεζουντιακά. Ναΐδιον τῆς ἁγίας Ἄννης, Νέος Ποιμήν, 3 (1921), 266-67, που παρατίθεται στο Janin, EMGCB, 257 σημ. 4.

[←256]

Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 299. Millet, BCH, 19 (1895), 436-37, πρέπει να προτιμάται. Μέρος της επιγραφής έχει πια χαθεί. Η πέτρα στην οποία ήταν χαραγμένη, έχει πια μήκος περίπου 1,25 μ. Πρβλ. την επιγραφή του 933/34 στη Φετόκα (σ. 330).

[←257]

Millet, BCH, 19 (1895), 435. Millet and Talbot Rice, Painting, εικ. xi (2). Να προτιμάται από την πολύ μπερδεμένη εκδοχή στο Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1970), 299.

[←258]

Millet, BCH, 19 (1895), 435 (με πανομοιότυπο). Millet and Talbot Rice, Painting, εικ. xi (2). Να προτιμάται από την εκδοχή στο Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 299.

[←259]

Millet, BCH, 19 (1895), 435-36 (με πανομοιότυπο). Όπως τροποποιήθηκε στο Millet and Talbot Rice, Painting, 34 σημ. 1. Να προτιμάται από την εκδοχή στο Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1970), 299.

[←260]

Ο Millet, BCH, 19 (1895), 436, διάβασε τις καταληκτικές γραμμές ως ἰνδ (ικτιῶνος) ή ,Ϛʹ. Αλλά οι Millet and Talbot Rice, Painting, 36-37 και εικ. 5 (πανομοιότυπο) προφανώς διαβάζουν την τελευταία γραμμή ως ἰνδ (ικτιῶνος) Ϛʹ ,Ϛʹω. Είναι, ειλικρινά, δύσκολο να δικαιολογηθεί η μία ή η άλλη με ανάγνωση από το πανομοιότυπο. Προφανώς υπάρχει δέλτα στα γράμματα που λείπουν από το όνομα Πρ… ζέτος. Η επιγραφή δεν έγινε αντιληπτή από τον Παρανίκα.

[←261]

Millet, BCH, 19 (1895), 436. Millet and Talbot Rice, Painting, 36. Δεν παρατηρήθηκε από τον Παρανίκα. μπερδεμένη εκδοχή στο Lynch (1893-98), I, 30 σημ. 2.

[←262]

Millet, BCH, 19 (1895), 436. Millet and Talbot Rice, Painting, 38. Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 299.

[←263]

Millet, loc.cit., Παρανίκας, loc.cit., Millet and Talbot Rice, Painting, 27 και σχήμα 3 (πανομοιότυπο δεύτερης επιγραφής Νικηφόρου).

[←264]

Millet, BCH, 19 (1895), 443: l’eglise, visiblement, avait un narthex.

[←265]

Ballance, AnatSt, 10 (1962), 154-55, σχήματα 8, 9, εικ. xviii (a), (b). Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 57-58, εικ. 11, 12.

[←266]

Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 58. Millet and Talbot Rice, Painting, 23-39, εικ. xi-xiv.

[←267]

O Janssens, Trébizonde, 225 και εικ. 24, διακρίνει «πολύ κατεστραμμένους χαρακτήρες» (des personnages très abîmés) στη θέση του αγγέλου. Πρβλ. Lynch (1893-98), I, 29-30.

[←268]

Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 58 σημ. 1 και του ίδιου, “The Leaved Cross”, Byzantinoslavica, 11 (1950), 72-81. Σύγκριση μεταξύ φωτ. 165 και 166α θα δείξει ότι οι πλάκες είναι προσθήκες.

[←269]

Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 58. Ballance, AnatSt, 10 (1960), 115.

[←270]

Millet, BCH, 19 (1895), 434: les riches vêtements des défunts.

[←271]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 374-79, 792.

[←272]

Gökbilgin, BTTK, 26 (1962), 297.

[←273]

Bzhshkean (1819), 79-81. Ritter, Erdkunde, XVIII, 886.

[←274]

Βλέπε σελ. 169.

[←275]

Βλέπε σελ. 200.

[←276]

Clavijo (1404), 113. Το πρόβλημα περιπλέκεται από το γεγονός ότι ο Oskian, Handes Amsorya, 75 (1961), 277-78, προσθέτει ένα Hambadzean Vank μεταξύ Καϊμακλί και Τραπεζούντας, πιθανώς στο Μπόζτεπε, και ένα μικρότερο Guetedarts Vank, πιθανώς στον χώρο του θαύματος του Τιμίου Σταυρού στον Πυξίτη.

[←277]

A. Tautu, Acta Benedicti XII (Ρώμη, 1958), 160.

[←278]

M. Ormanian, The Church of Armenia (Λονδίνο, 1955), 205. Surmelian, I ask you (βλ. πιο πάνω, σημ. 180), 26-28 (που αναφέρει ότι ο αρμενικός καθεδρικός ναός στην Τραπεζούντα είχε γυναικεία στοά λίγο πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5(1933), 369, 791.

[←279]

Επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 121. Janin, EMGCB, 260.

[←280]

Ballance, AnatSt, 10 (1960), 171-72, σχήμα 23. Janin, EMGCB, 260.

[←281]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 792.

[←282]

Πρώτη αναφορά στο Bzhshkean (1819), 77, και στη συνέχεια στο Finlay (MS, 1850), φύλλα 43b-44a. Δείτε επίσης: Τριανταφυλλίδης, Ποντικά, 51. Ιoannides, Historia, 521-22. Marengo, Missions Catholiques, II (1879), 315. Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 297. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 439-40. CΙG, IV, αριθ. 8637. Η ημερομηνία, προφανώς παραποιημένη, δεν εμφανίζεται στο Finlay MS, και αναφέρεται διαφορετικά στον Παρανίκα. Μπορεί να προστέθηκε μετά το 1850.

[←283]

Βλέπε σελ. 182.

[←284]

Millet, BCH, 19 (1895), 445, 450, σχήμα 23. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 55. Ballance, AnatSt, 10 (1960), 155-56, σχήμα 10, εικ. xviii (c). Δημητροκάλλης, ΜΧ, 13 (1967), 116-17, εικ. 26, 27. Janin, EMGCB, 260-61.

[←285]

Ballance, AnatSt, 10 (1960), 155-56. Χρύσανθος, ΑΠ 4-5 (1933), 439-40. Ballance, Bryer and Winfield, ΑΠ, 28 (1966), 243-46, εικ. 8 (a-h) (το προπέτασμα της εικόνας).

[←286]

Παπαμιχαλόπουλος (1901), 183. Ritter, Erdkunde, XVIII, 886. Lynch (1893-98), I, 29. Οικονομίδης, ΑΤΠ, 2 (1886), 333. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 374-75, 715, 792. Succi, Trebisonda, 236-37. O Finlay (MS, 1850), φύλλο 44r, γράφει: «Η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου λέγεται ότι κτίστηκε από τον Ιουστινιανό. Μοιάζει με εκκλησίες πιο σύγχρονης εποχής. Ο τρούλος εδράζεται σε τέσσερα τόξα που στηρίζονται σε λεπτούς μονόλιθους κίονες».

[←287]

Marengo, Missions Catholiques, II (1879), 315.

[←288]

Bordier (1609), 121-22: Nous vismes un guidon ou cornette de taftas noir avec les armes d’Angleterre, autour desquelles armes se voit ceste devise en françois, escrite en grosses lettres dor: Hony soit qui mal y pense, et ne peus savoir de personne qui lavoit aportée en ce lieu.

[←289]

A.C. Wood, A History of the Levant Company (Οξφόρδη, 1935), 49: “the first English shippe that ever swome in those sease“.

[←290]

Μελιόπουλος, Ἐπ.Ἑτ.Βυζ.Σπ., 7 (1930), 77.

[←291]

Zakythinos, Chrysobulle, 35, 78. DVL, II, 103. Μ&Μ, Α&D III, 133. Bryer, ΑΠ, 24 (1961), 115. Janin, EMGCB, 297.

[←292]

Επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 121. Μητρώο αριθ. 828 του 1487 (οι πληροφορίες παρέχονται από τον καθηγητή N. Beldiceanu).

[←293]

Ιωαννίδης, Ιστορία, 136, 236. Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης, επιμ. Γ. Αφθονίδης, Τὰ μετὰ τὴν Ἅλωσιν (Κωνσταντινούπολη, 1870), 7-11. Miller, Trébizonde, 114. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 457, 715, 792. Λαμψίδης, ΑΠ, 23 (1959), 48-53. Bryer, ΑΠ, 29 (1968), 92 σημ. 2. Του ίδιου, ΑΠ, 33 (1975-76), 17-24. Janin, EMGCB, 280.

[←294]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 792.

[←295]

Bryer, ΑΠ, 29 (1968), 102-3, εικ. 45.

[←296]

Bordier (1609), 125-26 και σχέδιο.

[←297]

Επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 121. Janin, EMGCB, 265.

[←298]

Finlay (MS, 1850), φύλλα 42v-43r. F.W. Hasluck, “Genoese Heraldry and Inscriptions at Amastra”, BSA, 17 (1911), 141-42. Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 299 (με κακοφτιαγμένο πανομοιότυπο της επιγραφής Lercari). Darrouzés στο Janin, EMGCB, 265-66. O Laurent, ΑΠ, 19 (1954), 151-60, έχει όμως μια σφραγίδα του Δαβίδ, συνιδρυτή της Αυτοκρατορίας, που απεικονίζει μοναδικά τον Άγιο Ελευθέριο.

[←299]

Hasluck, loc.cit. Fallmerayer, Trapezunt, 200. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 454, 792. ASL, 6 (1868), 955-56, 13 (1884), 528-37. Curzon (1842), απέναντι από σελ. 175. Schulz/Beuscher (1826), 14. Heyd, Commerce, II, 95. Bryer, ΑΠ, 26 (1964), 299. Είναι προφανώς η εκκλησία απέναντι από την οποία συμβούλευαν τους ναυτικούς να αγκυροβολούν, στο Delatte, Portulans, II, 35.

[←300]

Βλέπε σελ. 200.

[←301]

Millet, BCH, 19 (1895), 427, σχήμα 3 (πανομοιότυπο).

[←302]

Marengo, Missions Catholiques, II (1879), 303. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 54.

[←303]

Fallmerayer, OF, I, 125.

[←304]

Finlay (MS, 1850), φύλλο 33v.

[←305]

Περί του Αγίου Ευγένιου, βλέπε Millet, BCH, 19 (1895), 425-38, 448. Baklanov, Byzantion, 4 (1927), 363-75 (με εικονογραφήσεις). Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 54. Ballance, AnatSt, 10 (1960), 156-59. Δημητροκάλλης, ΜΧ, 13 (1967), 114-16, εικ. 24-25. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 393-97, εικ. 14-17. Lynch (1893-98), I, 31. Παπαμιχαλόπουλος (1901), 183-84.

[←306]

Επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 140-41.

[←307]

Peyssonnel, Traité, II, 72-73. Βλέπε Bryer, BK, 26 (1969), 196 και σημείωση 6.

[←308]

Peyssonnel, loc. cit.

[←309]

Δηλαδή, ο παλιός δρόμος των καραβανιών προς το Ερζερούμ, πάνω από το Μπόζτεπε.

[←310]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 69, 70.

[←311]

Finlay (MS, 1850), φύλλα 32v-34r.

[←312]

Προκόπιος, Περί κτισμάτων, 3.7.1. Είπαν στον Ανανία του Σιράκ να μάθει στα πόδια του Τυχικού του Βυζαντίου, στην Τραπεζούντα, «… και όταν ήρθα, τον βρήκα στο προσκυνητάρι της Αγίας Ευγενίας (sic)». F.C. Conybeare, “Ananias of Shirak (AD. 600-650 ca.),” BZ, 6 (1906), 572-74. Bzhshkean (1819), 21, 104.

[←313]

Επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 54, 56-57, 65, 74, 85, 87, 102, 140, 144. Janin, EMGCB, 266-70.

[←314]

Επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 120, 122. Ο Janin, EMGCB, 268, ήταν ο πρώτος που επεσήμανε ότι ο Ζανξής δεν θάφτηκε στη Χρυσοκέφαλο αλλά στον Άγιο Ευγένιο.

[←315]

J. Strzygowski, “Eine Trapezuntinische Bilderhandschrift vom Jahre 1346,” RepKunstw, 13 (1890), 241-63. S. Eustratiades and Arcadios of Vatopedi, Catalogue of the Greek manuscripts of the Vatopedi on Mt. Athos (Κέμπριτζ, 1931), 202. Αυτό το χειρόγραφο, περισσότερο γνωστό για τη σειρά του Έργα των Μηνών, περιέχει ένα τυπικόν για τον Άγιο Σάββα στην Παλαιστίνη, αλλά όχι για τον ίδιο τον Άγιο Ευγένιο. Ο κώδικας Παντελεήμονος 701 (= Λάμπρος 6208) είναι άλλο λειτουργικό χειρόγραφο που γράφτηκε από κάποιον Ιωάννη Αργυρό. Η χρονολόγησή του από τον Ευστρατιάδη με τα ζώδια υποδηλώνει ενδιαφέρον των Τραπεζούντιων για την αστρονομία, ενώ μια μεταγενέστερη σημείωση του 1402 για τον Τιμούρ και τον Βαγιαζήτ υπονοεί επίσης προέλευση Ανατολίας. Όμως οι χρονολογίες είναι αντίθετες με την ταύτιση με τον Ιωάννη Αργυρό του χειρογράφου του Αγίου Ευγενίου, γιατί αυτός ο Ιωάννης Αργυρός τελείωσε το χειρόγραφο Παντελεήμονος στις 22 Μαρτίου 1391.

[←316]

Porfirij (Uspenskij), επιμ. V. Beneshevich, Catalogus codicum manuscriptorum graecorum qui in monasterio Sanctae Catharinae in monte Sina asservantur, I (Αγία Πετρούπολη, 1911), 158-62. Janin, EMGCB, 268-69. Είμαστε πολύ ευγνώμονες στον καθηγητή Ihor Ševčenko που το έθεσε υπόψη μας και που μας επέτρεψε να χρησιμοποιήσουμε τις σημειώσεις του και τις φωτογραφίες του για το χειρόγραφο.

[←317]

Gökbilgin, BTTK, 26 (1962), 312: “Ayo Eviyan.” Δείτε τώρα H. Lowry, “Trabzon’s Yeni Cuma Camii (New Friday Mosque): Why is it called what it is?” Boğaziçi Üniversitesi Dergisi, 3 (1975), 91-111. Και του ίδιου, Thesis, 60-61. Ο Lowry υποστηρίζει ότι ο “Aya Ayos” του ντεφτέρ του 1487 είναι ο Άγιος Ευγένιος και έγινε το “Cami Cedid” του 1523 περίπου. O Bryer συμφωνεί με αυτό το γενικό συμπέρασμα αλλά, στον πίνακα στη σελ. 200 πιο πάνω, προτιμά να ταυτίζει το “Aya Ayos” με τη Θεοσκέπαστο.

[←318]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 65: καὶ ἐπυρπολήθη ἡ μονὴ καὶ πάντα τὰ ὡραῖα αὐτῆς ἀπεκαύθησαν.

318α Κάποιος θα μπορούσε ακόμη και να εικάσει μήπως απεικονιζόταν κάποια αυτοκρατορική ομάδα στη μονή Διονυσίου πριν αυτή καεί το 1534, γιατί ο Αλέξιος Γ’ όχι μόνο τοποθέτησε τη δική του προσωπογραφία και εκείνη της συζύγου του στο χρυσόβουλλο του 1374, αλλά μπορεί κάλλιστα να είχε δωρίσει την αξιοσημείωτη εικόνα του ίδιου και του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή που φυλάσσονται τώρα στα διαμερίσματα του ηγουμένου. Βλέπε Αρχιμανδρίτης Γαβριήλ της Διονυσίου, Ἡ ἐν Άγίῳ Ὄρει ἱερὰ μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου (Αθήναι, 1959), 10.

[←319]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 69-70.

[←320]

Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 297, 304-6.

[←321]

Ι.Π. Μελιόπουλος, Tὸ ἐν Τραπεζοῦντι σπήλαιον τοῦ Ἁγίου Εὐγενίου, ΑΠ, 6 (1934), 159-68. Χρύσανθος, 4-5 (1933), 457-58. Η εικασία βασίζεται σε αναφορά σε σπηλιά στον Λουκίτη, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 20.

[←322]

Επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 121. Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 139-40, σχήματα 2, 3 (κάτοψη της εκκλησίας και σχέδιο του σπηλαίου). Janin, EMGCB, 270.

[←323]

DVL, II, 128. Finlay (MS, 1850), φύλλα 43v-44r. Πρβλ. τους Τζελίπη και Τζιλεπενόπουλο του 15ου αιώνα, στο Bryer, REB, 34 (1976), 134.

[←324]

Bordier (1609), 133 και σχέδιο.

[←325]

Millet, BCH, 19 (1895), 422 και σχήμα 1. Marengo, Missions Catholiques, ΙΙ (1879), 302. Bzhshkean (1819), μετάφρ. Andreasyan, 52. Ανώνυμος, ΑΤΠ, 2 (1886), 270.

[←326]

Επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 120. Janin, EMGCB, 261. Βλέπε σελ. 194 και σχήμα 44.

[←327]

Ritter, Erdkunde, XVIII, 886. Οικονομίδης, ΑΤΠ, 2 (1886), 333. Bzhshkean (1819), μετάφρ. Andreasyan, 52. Ballance, Bryer, and Winfield, ΑΠ, 28 (1966), 248. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 714-23, 792.

[←328]

Ritter, Erdkunde, XVIII, 887.

[←329]

Bordier (1609), 122.

[←330]

Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 59-60 και εικ. 14.

[←331]

Το Finlay (MS, 1850), φύλλο 41r έχει τις δύο τελευταίες γραμμές. Ο Παρανίκας έχει και τα έξι στο ΚΦΣ, 29 (1907), 296 (πρβλ. CIL, III [1], αριθ. 6746). Βλέπε επίσης σελ. 182.

[←332]

Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 298.

[←333]

Fallmerayer, OF, I, 66, 101-12. II, 96.

[←334]

Millet, BCH, 19 (1895), 438.

[←335]

Λαμψίδης, ΑΠ, 23 (1959), 45-53. Bryer, ΑΠ, 29 (1968), 92 σημ. 2. M. Kursanskis, “Une alliance problématique au XVe siècle: le mariage de. Valenza Comnena, fille d’un empereur de Trébizonde, avec Niccolo Crispo, seigneur de Santorin,” ΑΠ 30 (1970), 95 σημ. 3. Cahen, P-OT, 312.

[←336]

Tournefort (1701), II, 175-76. Bzhshkean (1819), 78. Texier (Asie Mineure, 1839), 597 (= Texier and Pullan, Byzantine Architecture, 201-2 και εικ. 66). Και εδώ, σελ. 244.

[←337]

Ο Πανάρετος χρησιμοποιεί την προμάμμη μια φορά για «γιαγιά» και τη μάμμη μια φορά για «γιαγιά» ή «μητριά»: επιμ. Λαμψίδης, 80, 78. Βλέπε επίσης Παχυμέρης, εκδ. Βόννης, II, 270-75. Νικηφόρος Γρηγοράς, εκδ. Βόννης, Ι, 202, 287-89.

[←338]

Επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 150-65. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 454-55, 553-55. Πληροφορίες από τον καθηγητή N. Beldiceanu. Janin, EMGCB, 264-65.

[←339]

Finlay (MS, 1850), φύλλα 41r-42r.

[←340]

Millet, BCH, 19 (1895), 428. Fallmerayer, OF, II, 95.

[←341]

Miller, Trébizonde, 31-32. Janssens, Trébizonde, 89.

[←342]

Ιωαννίδης, Ιστορία, 237. Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 298. Bryer, ΑΠ, 33 (1975-76), 17-18. Και του ίδιου, REB, 34 (1976), 129. Βλέπε τώρα M. Kursanskis, “Note sur Eudocie/Euphemie”, ΑΠ, 34 (1977-78), 155-58.

[←343]

Brounov, Byzantion, 4 (1927), 403-4. Καλύτερο επιχείρημα μπορεί να προκύψει από τον μονοκέφαλο αετό που εμφανίζεται σε ασπίδα πολεμιστή σχήματος φτυαριού σε αποσπασματική πια σκηνή στη δυτική καμάρα του βόρειου προστώου του ναού, που δεν έχει εικονογραφηθεί ούτε περιγράφεται στο Haghia Sophia, επιμ. Talbot Rice, 182-83, αλλά την οποία επισήμανε επί τόπου ο Winfield προς Bryer το 1975. Κι αυτή όμως μπορεί να μην αντιπροσωπεύει παρά έναν αετό. Ο μονοκέφαλος αετός χρησιμοποιείται σήμερα ως σύμβολο της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών και άλλων ποντιακών οργανώσεων στην Ελλάδα.

[←344]

O. Retowski, Die Münzen der Komnenen von Trapezunt, (Μόσχα. 1910), εικ. xv (12). Σπ. Λάμπρος, Δικέφαλος ἀετὸς ἐν νομίσματι τῆς αὐτοκρατορίας Τραπεζοῦντος, ΝΕ, 6 (1909), 445. J.Α.C. Buchon and J. Tastu, “Notice d’un atlas en langue catalane”, NEBR, 14 (2) (1843), εικ. απέναντι από σελ. 77. Το ανώνυμο φραγκισκανικό Libro del Conoscimiento (Μαδρίτη, χωρίς χρονολογία), 57 και εικ. xviii, αριθ. 85, του 1340 περίπου, δίνει «ο Αυτοκράτορας της Τραπεζούντας… για έμβλημα κόκκινη σημαία με χρυσό δικέφαλο αετό». Ο Δ.Π. Καλογερόπουλος υποστηρίζει Τραπεζούντια μετανάστευση στην Κρήτη λόγω αναγλύφου μονοκέφαλου αετού: Ὁ μονοκέφαλος ἀετὸς τῆς Σητείας: ΧΠ, 2 (1945), 354. Πρβλ. Bryer, “Gabrades”, 185 σημ. 89. Τέτοια στοιχεία δεν είναι επαρκή.

[←345]

P.A. Underwood, The Kariye Djami (Λονδίνο, 1966), Ι, 280-92. III, 546-47. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), εικ. 85, 88.

[←346]

Παχυμέρης, εκδ. Βόννης, I, 519-52. Guilland, REB, 17 (1959), 69-70. Ο Τραπεζούντιος ιδιοκτήτης του codex Paris, gr. 2087 φαίνεται ότι έκανε τα πάντα για να τονίσει την Παλαιολόγεια καταγωγή του γιου της Ευδοκίας, του Αλέξιου Β΄ Μεγάλου Κομνηνού: Darrouzès, ΑΠ, 26 (1964), 38.

[←347]

Ritter, Erdkunde, XVIII, 886. Bzhshkean (1819), μετάφρ. Andreasyan, 52. Marengo, Missions Catholiques, ΙΙ (1879), 315. Lynch (1893-98), I, 30. Οικονομίδης, ΑΤΠ, 2 (1886), 332.

[←348]

Fallmerayer, OF, II, 32. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 107, 451-52.

[←349]

Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 134 (σύγχυση με το αριθ. 85).

[←350]

Λουκίτης, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 9. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 64, 74, 76, Janin, EMGCB, 282-83.

[←351]

Bryer, REB, 34 (1976), 133.

[←352]

Finlay (MS, 1850), φύλλο 31r.

[←353]

Μελιόπουλος, Ἐπ.Ἑτ.Βυζ.Σπ., 7 (1933), 77. Bzhshkean (1819), 81-82. Ritter, Erdkunde, XVIII, 886.

[←354]

H επιγραφή υπάρχει στο Papadopoulos-Kerameus, CPSyll, 17 (1887), 114-15, στο Paranikas, CPSyll, 29 (1907), 299-300 και στο Millet, BCH, 20 (1896), 496-99 (να προτιμάται). Oi χρονολογίες 1203/4 και 1210/11 στο Uspenskij, Ocherki, 142-43, πρέπει να απορρίπτονται. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 460-62, 622, 723, 792. Janin, EMGCB, 286-87.

[←355]

Οικονομίδης, ΑΤΠ, 2 (1886), 333. Ballance, Bryer, and Winfield, ΑΠ, 28 (1966), 241-43, σχήμα 2, εικ. 6-7 (με σχέδιο). Οικονομίδης, Διονυσίου, 21. Ο Succi, Trebisonda, 242, τη μπερδεύει με την Υπαπαντή.

[←356]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 792.

[←357]

Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 55.

[←358]

Millet, BCH, 19 (1895), 445, 450 σχήμα 22. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 439-40, εικ. 50. Δημητροκάλλης, ΜΧ, 13 (1967), 119-20, σχήμα 30. Janin, EMGCB, 279.

[←359]

Tournefort (1701), ΙΙ, 178.

[←360]

Ritter, Erdkunde, XVΙΙΙ, 886. Bzhshkean (1819), μετάφρ. Andreasyan, 52. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 791.

[←361]

Επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 121. Janin, EMGCB, 281.

[←362]

Bzhshkean (1819), 85, ο οποίος σημειώνει ότι η γλώσσα και τα ονόματα τέτοιων επιγραφών υποδεικνύουν ότι οι Τραπεζούντιοι Αρμένιοι κατάγονταν από την Περσία καθώς και από την Ανί. Ritter, Erdkunde, XVΙΙΙ, 886, 902. Πληροφορίες από τον καθηγητή N. Beldiceanu. Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 135.

[←363]

Zakythinos, Chrysobulle, 11. DVL, 1, 123.

[←364]

Janin, EMGCB, 281.

[←365]

Succi, Trebisonda, 263-70.

[←366]

Marengo, Missions Catholiques, II (1879), 315. Οικονομίδης, AΤΠ, 2 (1886), 333. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 620, 721, 723, 791.

[←367]

Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 268. Succi, Trebisonda, 238. Janin, EMGCB, 281-82.

[←368]

Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 296. CIL, ΙΙΙ (1), αριθ. 6747 (προτιμάται).

[←369]

Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 298. Δυστυχώς δεν επιβεβαιώνεται από αλλού.

[←370]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 791.

[←371]

Zakythinos, Chrysobulle, 35. 118. DVL, II, 103. Μ&Μ, A&D, III, 133. Μελιόπουλος, Ἐπ.Ἑτ.Βυζ.Σπ., 7 (1930), 71. Janin, EMGCB, 281.

[←372]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 791. Τοπαλίδης, Βαζελών. 394. Janin, EMGCB, 282.

[←373]

Επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 92. Janin, EMGCB, 282.

[←374]

Ο Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 299 έχει χρονολογία Δεκέμβριο έτους 6710 από κτίσεως κόσμου = 1202 μ.Χ. Ο Millet, BCH, 20 (1896), 500-1, που έχει την ημερομηνία 9η ινδικτιών έτους 7014 από κτίσεως κόσμου = 1506 μ.Χ. πρέπει να προτιμάται.

[←375]

Millet, BCH, 19 (1895), 454. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 55-56. Ballance, AnatSt, 10 (1960), 159-61 (με σχέδιο).

[←376]

Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), εικ. 9. Βλέπε Ballance, AnatSt, 10 (1960).

[←377]

Ιωαννίδης, Ιστορία, 238. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 440. Miller, Trébizonde, 114-15. N. Iorga, Byzance apres Byzance (Βουκουρέστι, 1971), 230, 237, 247. Janin, EMGCB, 292. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε αυτήν την ιστορία. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Παρθένιος, Βαρνάβας και Σωφρόνιος, 42, το 1775, και μπορεί να έχει κάποια υποστήριξη στo επιμ. Papadopoulos-Kerameus. FHIT, 150 —η ίδια πολύ όψιμη πηγή— αλλά οι λόγοι για την απόρριψή της δίνονται στη σελ. 143 σημ. 58 πιο πάνω και στο Σκοπετέας, ΑΠ, 20 (1955), 194-99. Η Άννα, κόρη του Αλεξίου Γ’, παντρεύτηκε μάλιστα τον Μπαγκράτ Ε’ (ΣΤ’).

[←378]

Βλέπε σελ. 139 και 142.

[←379]

Εμφανίζεται στο ντεφτέρ του 1487, σύμφωνα με τον καθηγητή N. Beldiceanu, ως “Ayos Filibos”. Βλέπε επίσης επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 150-65 (θρήνος για την απώλεια του Αγίου Φιλίππου στους Τούρκους). Κυριακίδης, Σουμελά, 90-91. Ritter, Erdkunde, XVIII, 889. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 75, 400-1, 531, 705-6, 711-13.

[←380]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 92, 122. Janin, EMGCB, 188.

[←381]

Bordier (1609), 133 και σχέδιο.

[←382]

Millet, BCH, 19 (1895), 440. Millet and Talbot Rice, Painting, 67 (με πανομοιότυπα). Η επιγραφή έχει πια χαθεί.

[←383]

Succi, Trebisonda, 286-87. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933). 452-53, εικ. 59. Υπάρχει θέα από τα ανατολικά της νότιας κτιστής προβολής στο Schlumberger, Epopée, ΙΙ, 508.

[←384]

Millet, BCH, 19 (1895), 442-43. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 61-63. Millet and Talbot Rice, Painting, 66-76, 121-37, εικ. xxiv (2)-xli. Restle, Wall painting, Ι, 87-89. ΙΙΙ, σχήματα. 67-69, εικ. 523-41. Soteriou, BNJbb, 13 (1937), 124-30.

[←385]

Cumonts, SP, 11, 370. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 67, 69. Οι μοναστηριακές νεκρολογίες του κώδικα Bodl. gr. Lit. d. 6, εισήχθησαν, όπως έχει προτείνει ο Bryer αλλού, για να τιμήσουν τη μνήμη των μοναχών του Αγίου Σάββα από το 1368 έως το 1563. Βλέπε Bryer, REB, 34 (1976), 129-31.

[←386]

Bordier (1609), 126-27. Πληροφορίες από τον καθηγητή N. Beldiceanu.

[←387]

Talbot Rice, Haghia Sophia. Βλέπε άρθρα κριτικής από τον Ο. Λαμψίδη, ΑΠ 29 (1968), 431-57 και από τον A. Bryer, “The Church of Haghia Sophia in Trebizond,” Apollo, 89 (1969), 268-74. Ο Winfield σχολιάζει ότι ο Talbot Rice, Haghia Sophia, σελ. 45, σημείωνε ότι η προέλευση των τεσσάρων κιονοκράνων στους κίονες που στηρίζουν τον τρούλο ήταν πιθανό να ήταν η Κωνσταντινούπολη, παραπέμποντας σε παρόμοιο κιονόκρανο στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ισταμπούλ που περιγράφεται στο G. Mendel, Catalog des Sculptures, Musées impériaux Ottomans, ΙΙΙ (Κωνσταντινούπολη, 1914), σελ. 463, αριθ. 1239. Το ασυνήθιστο μοτίβο που είναι κοινό στα κιονόκρανα είναι ένα τσαμπί σταφύλια εντελώς στυλιζαρισμένο σε τρίγωνο, στο οποίο κουκίδες χαμηλού ανάγλυφου αναπαριστούν τα σταφύλια. Αυτό το μοτίβο επανεμφανίζεται σε γλυπτική από την εκκλησία του Αγίου Πολυεύκτου των αρχών του 6ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη: βλέπε M. Vickers, “A Sixth-Century Byzantine Source for a Venetian Gothic Relief in Vienna”, DOP, 33 (1979), σελ. 335-36 και εικ. 2-3. Ως εκ τούτου, προτείνουμε ότι αυτό το σύνολο κιονόκρανων στην Αγία Σοφία σχετίζεται τουλάχιστον με τη δουλειά στον Άγιο Πολύευκτο, αν δεν είναι πραγματικοί υποψήφιοι της ομάδας των διαμελισμένων μελών (disiecta membra) της εκκλησίας, που δίνονται από τον R.M. Harrison στο “A Constantinopolitan Capital in Barcelona”, DOP, 27 (1973), 299-300. Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί μια πώληση Ενετών εργολάβων κατεδάφισης των αρχών του 13ου αιώνα στον Άγιο Πολύευκτο, τα αποτελέσματα της οποίας τελικά σκορπίστηκαν από τη Βαρκελώνη μέχρι, ίσως, την Τραπεζούντα. Η επίδραση της τέχνης της εκκλησίας επεκτάθηκε με αντίγραφα που έγιναν είτε μετά (όπως στο ανάγλυφο Βιέννης) ή πριν από τον τεμαχισμό της τοποθεσίας, και μπορεί κανείς να κοιτάξει εκ νέου άλλα κιονόκρανα στην Αγία Σοφία με το τελευταίο κατά νου. Συγκεκριμένα, ο Talbot Rice, Haghia Sophia, εικ. 9b και 9c, συνέκρινε το κιονόκρανο με πουλί στη δυτική βεράντα, με παρόμοια στον νάρθηκα του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, όπου γλυπτά από τον Άγιο Πολύευκτο πιθανώς ενσωματώθηκαν στην οικοδόμηση της δυτικής πρόσοψης στα μέσα του 13ου αιώνα: βλ. R.M. Harrison and N. Firath, “Excavations at Sarachane in Istanbul: Fourth Preliminary Report,” DOP, 21 (1962), σελ. 276 και σχήμα. 14. O. Demus, The Church of San Marco in Venice, DOS, VI (Ουάσιγκτον Π.Κ., 1960), 206-7. Οι υφολογικοί δεσμοί μεταξύ των παραδειγμάτων της Τραπεζούντας και της Βενετίας είναι άμεσοι, αλλά είναι εξίσου προφανές ότι δεν είναι από τα ίδια χέρια: τα κιονόκρανα του Αγίου Μάρκου μοιράζονται τη βαθιά πληθωρικότητα του έργου του Αγίου Πολυεύκτου, ενώ εκείνα της Αγίας Σοφίας είναι σε κομψό χαμηλό ανάγλυφο.

[←388]

Finlay (MS, 1850), φύλλο 37v. Βλέπε G. Finlay, A History of Greece, IV (Οξφόρδη, 1877), 340 σημ. 2. Talbot Rice, Haghia Sophia, 2. Λαμψίδης, ΑΠ, 29 (1969), 451-52.

[←389]

Millet, BCH, 19 (1895), 429.

[←390]

Fallmerayer, OF, ΙΙ, 94-96. Millet, BCH, 19 (1895), 429-33. Ο Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 298, αναφέρει, αλλά δεν δίνει λεπτομέρειες, μοναστηριακά επιγράμματα με χρονολογίες 1305, 1427, 1443 και 1478. Καθώς όμως δεν επιβεβαιώνονται από καμία άλλη αναφορά, και επειδή δεν μπορέσαμε να τα βρούμε στο κτίριο, πρέπει να θεωρηθούν αμφίβολα.

[←391]

C. Mango, “Notes on Byzantine Monuments”, DOP, 23-24 (1970), 369.

[←392]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 132. Βλέπε Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 438.

[←393]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 76.

[←394]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 72.

[←395]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 77.

[←396]

2 Peter 1: 17-18. Janin, Géographie, ΙΙΙ, 2nd ed., 456, 521. Ψευδο-Κωδινός, επιμ. Verpraux, 245. Η Μονή Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη είχε άλλες τέσσερις γιορτές, αλλά τιμούσαν τη μνήμη της ημέρας της ίδρυσής της, τον ευεργέτη της και ορισμένες από τις εικόνες και τα κειμήλιά της. Ήταν την ημέρα της Μεταμόρφωσης που η αυλή πήγε εκεί.

396α Βλέπε σελ. 238.

[←397]

Bryer, REB, 34 (1976), 132-33. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 257, 437, 463, 787, 790. V. Laurent, “La succession épiscopale du siège de Trébizonde au Moyen Age (additions et corrections)”, ΑΠ, 21 (1956), 91. R.R. Milner-Gulland and A. Bryer. “Two Metropolitians of Trebizond in Russia”, ΑΠ, 27 (1965), 24. Ο καθηγητής N. Beldiceanu μας πληροφορεί ευγενικά για στοιχεία, ότι ένας κατά τα άλλα μη καταγεγραμμένος δεύτερος μητροπολίτης «Αντών» καθαιρέθηκε από τους Τούρκους στην πρώιμη οθωμανική Τραπεζούντα.

[←398]

Finlay (MS, 1850), φύλλο 38r. Βλέπε Walpole (1850), II, 231.

[←399]

Finlay (MS, 1850), φύλλο 39r.

[←400]

Talbot Rice, Haghia Sophia, 120, 137, εικ. 44. Παρατηρήσεις από τoν Winfield.

[←401]

Talbot Rice, Haghia Sophia, 156-60 και σχήμα 122: [‘Άρχω]ν Γουριᾶ[ς]. Οι περισσότεροι από τους Vardanidze Gurielis (οι επώνυμοι τίτλοι των ηγεμόνων της Γκουρίας) ήσαν θαμμένοι στο Λιχάουρι. Ένας συνάντησε τον Αλέξιο Γ’ το 1372. Ένας άλλος, ο Μαμία, ήταν στενός σύμμαχος του Δαβίδ Κομνηνού το 1458-61. Βλέπε Barkradze (1873), Ι 1-12, 286-335, 337. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 77. Bryer, BK, 19-20 (1965), 183 και σημ. 32. Βλ. του ίδιου, Απόλλων, 89 (1969), 274: και σελ. 344 πιο κάτω.

[←402]

Fallmerayer, OF, ΙΙ, 95. Millet, BCH, 19 (1895), 432. Ο Finlay (MS, 1850) έχει μια μπερδεμένη εκδοχή της επιτύμβιας επιγραφής του μοναχού (Σάββα;) «δίπλα στη μορφή του πολύ πρόσφατα ζωγραφισμένου Ηγούμενου», την οποία διάβασε ως έτος 6912 από κτίσεως κόσμου = 1403/04, πάνω από είκοσι χρόνια πριν χτιστεί ο πύργος. Στην πραγματικότητα, οι μορφές φαίνεται ότι είναι λαϊκοί: βλέπε σχήμα 74.

[←403]

Talbot Rice, Haghia Sophia, 3.

[←404]

Βλέπε σελ. 201.

[←405]

Finlay (MS, 1850), φύλλο 40a: «Αυτή η Εκκλησία και τα γύρω κτίρια έχουν προφανώς οχυρωθεί στην εποχή των αυτοκρατόρων και η θέση της θα την καθιστούσε ισχυρή έναντι περιστασιακών επιθέσεων». Τα τείχη έχουν πια μειωθεί σχεδόν στο επίπεδο του εδάφους και δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το πότε χτίστηκαν. Για τα τείχη του Φάρου, βλέπε σελ. 216.

[←406]

Βλέπε σελ. 200.

[←407]

Βλέπε σελ. 216 και σημείωση 232.

[←408]

Gökbilgin, BTTK, 16 (1962), 315. Βλέπε Vryonis, Decline, 355.

[←409]

Gökbilgin, BTTK, 16 (1962), 309. Βλέπε Vryonis, Decline, 354.

[←410]

Bordier (1609), 120. Eπιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 151 (που πρέπει να χρονολογηθεί, εναντίον του Talbot Rice [Haghia Sophia, 3], στα τέλη του 17ου, όχι στα τέλη του 15ου αιώνα, γιατί ο Άγιος Φίλιππος, όχι η Χρυσοκέφαλος, είναι ο εν λόγω καθεδρικός ναός). Ο Succi (Trebisonda, 243), υποστηρίζει παλαιότερα θεμέλια του ναού από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και τον Ιουστινιανό, για τα οποία δεν υπάρχει καμμία απόδειξη. Ο Bryer είπε στον Succi ότι διάβασε την επιτύμβια επιγραφή ενός άρχοντα της Γκουρίας (βλ. σημείωση 401 πιο πάνω), ο οποίος δυστυχώς μεταμορφώθηκε ως “principessa di Görele” στο Trebisonda, 244.

[←411]

V. Laurent, “L’assassinat d’Alexis IV, Empereur de Trébizonde (†1429),” ΑΠ, 20 (1955), 138-43.

[←412]

I.B. Παπαδόπουλος, Περὶ τῆς ἐν Τραπεζοῦντι σχολῆς θετικῶν ἐπιστημῶν, Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, 39 (1919), 12-14, 20-22, 28-30. Και του ίδιου, στο Νέος Ποιμήν, 4 (1922), 19-39. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 65, 73. Βλέπε D. Pingree, “Gregory Chioniades and Palaiologan Astronomy”, DOP, 18 (1964), 133 κ.ε.

[←413]

Bryer, Apollo, 89 (1969), 369 και σημείωση 3.

[←414]

Bakradze (1873), 111. Ballance, Bryer, and Winfield, ΑΠ, 28 (1966), 238-40, 282. Bryer, ΑΠ, 29 (1968), 120, εικ. 53.

[←415]

Millet and Talbot Rice, Painting, 77-88, 100-6, και εικ. iv-x. Fallmerayer, OF, II, 95. Millet, BCH, 19 (1895), 431-32. Η αρχιτεκτονική περιγράφεται εν συντομία από τη Selina Ballance, στο Talbot Rice, Haghia Sophia, 27-28, όπου υπάρχει ένα «σημείωμα για τη ζωγραφική του καμπαναριού» του Talbot Rice στη σελ. 252.

[←416]

Millet and Talbot Rice, Painting, 77: «διάφορα χρώματα» (couleurs variées).

[←417]

Millet and Talbot Rice, Painting, 79, 101. Ο Talbot Rice, Haghia Sophia, 252, σημειώνει τη διόρθωση στη δική του περιγραφή.

[←418]

Ο Bordier (1609), 119, αφέθηκε να μπει στο τότε ελάχιστα χρησιμοποιούμενο τζαμί από μια ηλικιωμένη Ελληνίδα. Δεν ανέφερε το ξύσιμο του ονόματός του στον πύργο, αλλά περιέγραψε «το καμπαναριό στα αριστερά της εισόδου, που είναι τετράγωνος πύργος στον οποίο ανέβηκα μαζί με τρεις ή τέσσερις, έχει τη σκάλα κατεστραμμένη σε πολλά σημεία, ώστε να μην μπορεί κανείς να πάει στην κορυφή, που είναι πολύ ψηλή, και ο τοίχος, τόσο του πύργου όσο και της εκκλησίας, είναι φτιαγμένος από όμορφη, μεγάλη πελεκητή πέτρα, ίσια, λεία και καλά αρμολογημένη, που θα έλεγε κανείς ότι ήταν μονοκόμματη, όπως την είδα στους Ρωμαίους» (le Clochet à senestre en entrant, qui est une tour carré en laquelle je montay avec trois ou quatre, estant lescallier ruisné en plusieurs lieux, de sorte que Ion ne puis aller a la cime, qui est tres haute, et la muraille, tant de la tour que de l‘église, fabriquée de belle et grosse pierre de taille sy droicte, unie et bien jointe que Ion diroit estre dune seule piece, comme jay veu en des Romains). Το ότι υπέθεσε ότι ο πύργος ήταν καμπαναριό μπορεί να μην σημαίνει πολλά. Πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως μιναρές.

[←419]

Millet and Talbot Rice, Painting, 101. Ο Millet έχασε την κόγχη.

[←420]

Millet and Talbot Rice, Painting, 85, 103.

[←421]

Millet and Talbot Rice, Painting, 81, 83, 103. Ο Talbot Rice έχει πέντε αποστόλους (σωστά) για τη σκηνή του Λαζάρου, αλλά η αφήγησή του για την Είσοδο είναι λιγότερο ακριβής από εκείνη του Millet.

[←422]

Διακρίνεται στην κάτω δεξιά γωνία της δικής μας φωτ. 186α. Το πρόσωπο έχει φύγει πια.

[←423]

Millet and Talbot Rice, Painting, 101.

[←424]

Millet and Talbot Rice, Painting, 82-84, 104.

[←425]

Millet and Talbot Rice, Painting, 84.

[←426]

Millet, BCH, 19 (1895), 433. Millet and Talbot Rice, Painting, 81, 104.

[←427]

Talbot Rice, Haghia Sophia, 155-57, εικ. 120.

[←428]

Millet, BCH, 19 (1895), 433. Millet and Talbot Rice, Painting, 81, 104. Η ανάγνωση μοναχός είναι μάλλον αδικαιολόγητη.

[←429]

Talbot Rice, Haghia Sophia, 248-51, εικ. 133-36. Bryer, “Shipping”, 3-12.

[←430]

Marengo, Missions Catholiques, II (1879), 315. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 792.

[←431]

Τα αρχεία της οικογένειας Φωστηρόπουλου σε ρωσικό ημερολόγιο του 1896/97, που τώρα βρίσκεται στην κατοχή του Bayan Aliye Asirbay, δείχνουν ότι η Άρτεμις Φωστηροπούλου βαφτίστηκε στον Άγιο Θεόδωρο Κιρισχάνης στις 22 Αυγούστου 1904.

[←432]

Zakythinos, Chrysobulle, 34, 78. DVL, II, 128. Μ&Μ, Α&D, 111, 133. Finlay (MS, 1850), φύλλο 44r. Μελιόπουλος, Ἐπ.Ἑτ.Βυζ.Σπ., 7 (1930), 76-78. Bryer, ΑΠ, 24 (1961), 114-15. Του ίδιου, “Gabrades”, 175. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 456, 792. Papadopoulos-Kerameus, VizVrem, 12 (1906), 133-34. Janin, EMGCB, 271.

[←433]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 792.

[←434]

DVL, II, 128. Μελιόπουλος, Ἐπ.Ἑτ.Βυζ.Σπ., 7 (1930), 77-78. Janin, EMGCB, 291.

[←435]

Millet, BCH, 19 (1895), 443.

[←436]

Papadopoulos-Kerameus, VizVrem, 5 (1898), Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 257, 463. Janin, EMGCB, 291. Bryer, REB, 34 (1976), 128.

[←437]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 791.

[←438]

Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 301.

[←439]

Marengo, Missions Catholiques, ΙΙ (1879), 302.

[←440]

Millet, BCH, 19 (1895), 422 και εικ. 1.

[←441]

Marengo, loc. cit.

[←442]

Millet, BCH, 19 (1895), 424-25 (πανομοιότυπο και μεταγραφή), Πρέπει να προτιμάται από το Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 300.

[←443]

Αν και το κτίριο έχει εξεταστεί από πολλούς, αυτή η επιγραφή δεν είχε γίνει αντιληπτή μέχρι το 1971, όταν ο κ. Richard Lockett έφτιαξε μια έγχρωμη διαφάνειά της. Μέσω των καλών υπηρεσιών του Bay Haşim Karpuz του Μουσείου της Τραπεζούντας, o Bryer μπόρεσε το 1979 να ανέβει στην ταράτσα για να εξετάσει την επιγραφή.

[←444]

Η βιβλιογραφία της Χρυσοκεφάλου είναι εκτενής και εκτός από τους Millet, Talbot Rice και Ballance, υπάρχει ειδική μελέτη της στο Baklanov, Byzantion, 4 (1928), 377-91. Βλέπε επίσης Bzhshkean (1819), μετάφρ. Andreasyan, 46-47. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 221-22, 229, 240, 246, 373, 375, 379-86, 389-93, 531. Janssens, Trébizonde, 24, 74, 76, 84, 91, 108, 132, 159, 220-21, εικ. 35. Diehl, Manuel, 769, 785-86. Ι. E. Κάλφογλου, Ὁ ἐν Τραπεζοῦντι ναὸς τῆς Θεοτόκου τῆς Χρυσοκεφάλου, Αργοναύτες, 5 (1916), 9-10 (δεν είναι διαθέσιμο σε εμάς). Millet, BCH, 19 (1895), 420-25, 441, 445-48, 451-53, 458. Millet and Talbot Rice, Painting, 112. Παπαμιχαλόπουλος (1901), 190-93. Ritter, Erdkunde, XVIII, 881. Rottiers (1829), 205. Succi, Trebisonda, 216-20. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 51-54, εικ. 2-6. Texier and Pullan, Byzantine Architecture, 198-99.

[←445]

Finlay (MS, 1850), φυλ. 43r. Marengo, loc. cit.

[←446]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 131. Janin, EMGCB, 277. Οικονομίδης, Διονυσίου, 12. Είμαστε ευγνώμονες στον καθηγητή Spyros Vryonis Junior για τις παρατηρήσεις του σε αυτό το σημείο.

[←447]

Εκτός από τον μητροπολιτικό θρόνο του 914, η Χρυσοκέφαλος είχε τον τάφο του μητροπολίτη Βαρνάβα (1333), στον οποίο ενταφιάστηκε αργότερα ο μητροπολίτης Βασίλειος (1364). Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 75.

[←448]

Ο Ιωάννης Γ’ Μέγας Κομνηνός στέφθηκε στον άμβωνα της Χρυσοκεφάλου το 1342: Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 67.

[←449]

Η Χρυσοκέφαλος περιείχε τους τάφους των Μεγάλων Κομνηνών Ανδρόνικου Α’ Γίδωνα (1235), Ιωάννη Β’ (1297), Θεοδώρας Καντακουζηνής (1426), και (έξω) πιθανώς Αλεξίου Δ’ (βλ. αριθ. 25). Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 63, 65.

[←450]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 118.

[←451]

ASL, 13 (1884), 517. Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 115. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 81: ἐν τῷ πανσέπτῳ ναῷ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Χρυσοκεφάλου.

[←452]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 76, 115, 131. Uspenskij, Ocherki, 15-16. Baklanov, Byzantion, 4 (1928), 389. PG, 133, στήλη 1257. L. Petit, “Monodie de Théodore Prodrome sur Etienne Skylitzès, métropolitain de Trébizonde”. IRAIK, 1 (1903), 12.

[←453]

Gökbilgin, BTTK, 26 (1962), 309, 315. Βλέπε Vryonis, Decline, 324-25. Εδώ φαίνεται να υπάρχει σύγχυση με την Αγία Σοφία.

[←454]

Ballance, AnatSt, 10 (1960), 151. ακολουθούμενο από Δημητροκάλλης, ΜΧ, 13 (1967), 112-14, εικ. 21, 22 και Krautheimer, Architecture, 280-81, 353 σημ. 55, ο οποίος όμως χρονολογεί το τρίτο στάδιο στον 13ο αιώνα χωρίς να αναφέρει τους λόγους του.

[←455]

Η παράδοση που αποδίδει την ίδρυση στον Αννιβαλιανό, ανιψιό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, είναι παράδοση του 17ου αιώνα: βλέπε Fallmerayer, OF, I, 140. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 390. Ο Lebeau, Bas Empire, XX, 487, σημ. 3, προφανώς παραπέμποντας στον Bzhshkean (1819), 66 (όχι 106), έχει μια μπερδεμένη εκδοχή ότι η Χρυσοκέφαλος χτίστηκε ως γυναικείο μοναστήρι από τον Φλάβιο Ιουλιανό Κωνσταντίνο, «βασιλιά του Πόντου». Η αντίληψη ότι ο Ιουστινιανός ανέθεσε στους Γενουάτες να χτίσουν έναν καθεδρικό ναό του Αγίου Ανδρέα στην τοποθεσία, η οποία προωθείται στο Succi, Trebisonda, 216, είναι περίεργη, αλλά συγχωρητέα λαμβάνοντας υπόψη τη γενουάτικη καταγωγή του συγγραφέα.

[←456]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 128-31.

[←457]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 131. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 245-46.

[←458]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 120. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 81.

[←459]

W. Fischer, “Trapezus im 11. und 12. Jahrhundert,” MittΙÖG, 10 (1889), 172-207. Bryer, “Gabrades”, 175-77.

[←460]

Miller, Trébizonde, 18, 28-29. Μετά το 1282 οι Μεγάλοι Κομνηνοί διακρίνονται για την πολύ σωστή ενδυμασία με την οποία απεικονίζονται σε τοιχογραφίες, σε νομίσματα και στο χρυσόβουλλο για τη Διονυσίου (που από μόνο του είναι ακραίο παράδειγμα διπλωματικής αρχαιοφιλίας, που χρονολογείται από τον 11ο και τον 12ο αιώνα). Διέθεταν δεκαπέντε γνωστά αυλικά αξιώματα (συμπεριλαμβανομένου ενός τατά και παρακοιμώμενων) και δέχονταν τις πασχαλινές επευφημίες στο Μεϊντάν ως μέρος του αυτοκρατορικού λειτουργικού κύκλου. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 75. Οικονομίδης, Διονυσίου, 50-61.

[←461]

C. Mango, “The Brazen House. A study of the vestibule of the imperial palace of Constantinople,” Arkaeol. Kunsthist. Medd. Dan. Vid. Selsk., 4 (4) (1959), 64, 72, 89 σημ. 82, 90 σημ. 86, 91. Mathews, Early Churches, 96, 132, 134. J.Β. Papadopoulos, “Le mutatorium des eglises byzantines”. Memorial Louis Petit (Βουκουρέστι, 1948), 366-72. H. Kahler and C. Mango, Haghia Sophia (Λονδίνο, 1967), 64-65.

[←462]

Ballance, AnatSt, 10 (1960), 149: «Η μονή αψίδα σε τρίκλιτη εκκλησία ήταν αρκετά συνηθισμένη στις πρώτες εκκλησίες, αλλά είναι πιο ασυνήθιστη αργότερα από, ας πούμε, τον 8ο αιώνα (εκτός πιθανώς από τη Λυκαονία)».

[←463]

Ballance, AnatSt, 10(1960), 148.

[←464]

Mathews, Early Churches, 179, 180 σημ. 5.

[←465]

Ψευδο-Κωδινός, επιμ. Verpeaux, 257-61, 353-56.

[←466]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 67: εἰς τὴν Χρυσοκέφαλον ἐν τῷ ἄμβωνι.

[←467]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 231-32. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 66. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 390-92, 622-23. Janin, EMGCB, 279. F.I. Uspenskij, “Trapezuntskaia rukopis’ v’ Publichnoi Bibliotekie,” Bulletin de lAcademie des Sciences, 6η σειρά (Πέτρογκραντ, Ιούνιος 1917), 719-24 και δύο εικόνες.

[←468]

Mathews, Early Churches, 129-33, 179. Krautheimer, Architecture, 191, 204-5, 210, 212, 220, 226, 241, 256, 270, 286.

[←469]

Ψευδο-Κωδινός, επιμ. Verpeaux, 32-33, 269. Mathews, Early Churches, 128-29.

[←470]

V.I. Lazarev, Mozaiki Sofii Kievskoy (Μόσχα, 1960), 39-42, εικ. 4-7.

[←471]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 75, 81.

[←472]

N. Banescu, “Quelques morceaux inedits d’Andreas Libadenus”, Byzantis, 2 (1913), 364-65. Λαμψίδης, ΑΠ, 29 (1968), 246-47. Λιβαδηνός, επιμ. Λαμψίδης, 113-16, 230-41.

[←473]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 65-69. Οικονομίδης, ΑΠ, 18 (1953), 34-17.

[←474]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 240-41. Λιβαδηνός, επιμ. Λαμψίδης, 67.

[←475]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 69.

[←476]

Ballance, AnatSt, 10 (1960), 150.

[←477]

Ballance, AnatSt, 10 (1960), 151.

[←478]

Βλέπε σελ. 191.

[←479]

Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 296.

[←480]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 76, αλλά βλέπε Fallmerayer, (Fragmente, 1840), 138-39. Bryer, ΑΠ, 24 (1961), 106 σημ. 3, σχήμα 9. Janin, EMGCB, 272.

[←481]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 253, 454. Ioannides, Trébizonde, 238. Delatte, Portulans, II, 35. Ritter, Erdkunde, XVIII, 89. Lebeau, Bas Empire, XX, 500 σημ. 2. Black Sea Pilot, 407. Finlay (MS, 1850), σχέδιο στο φύλλο 28v, φύλλο 43r. Marengo, Missions Catholiques, II (1879), 315.

[←482]

Millet, BCH, 29 (1895), 454, σχήμα 26. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 56-57. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 374-75, 440-42, 715, 792, εικ. 53. Janin, EMGCB, 272.

[←483]

Μ&Μ, Α&D, Ι, 477 (αριθ. 238). Janin, EMGCB, 274. Όχι στον Χρύσανθο. Βλέπε επίσης εδώ, σελ. 348.

[←484]

Πρώτα παρατηρήθηκε από τον Tournefort (1701), ΙΙ, 175-76. Ύστερα από Bzhshkean (1819), 78. Στη συνέχεια από τον Fallmerayer, OF, 1, 66, 101-2. 11, 96 (με πανομοιότυπο). Και τέλος από τον Texier (Asie Mineure, 1839), 597 και εικ. 64 (= Texier and Pullan, Byzantine Architecture, 201-2 και εικ. 66), με σχέδια των τριών μορφών και επιγραφές (εκτός σειράς), που αναπαράγεται στο Bryer, ΑΠ, 29 (1968), 99, εικ. 41, και στο Nicol, Kantakouzenos, εικ. 10. Μεταξύ μεταγενέστερων εκδόσεων, που βασίζονται σε μια ή περισσότερες από αυτές τις καταγραφές, βλέπε: CIG, IV, αριθ. 8741. Παρανίκας, ΚΦΣ, 29 (1907), 297. Και Millet (του οποίου η έκδοση να προτιμάται), BCH, 19 (1895), 438. Οι Tournefort και Texier αντέγραψαν τις αρχικές γραμμές της Επιγραφής 3 ως ΗΡΙΝΗ XY ΜΗΤΗΡ ΑΕΤΟΥ, αλλά η ενδιαφέρουσα πιθανότητα ότι είναι το επίθετο «Μητέρα του Αετού» (δηλαδή του Αλεξίου Γ’) πρέπει οπωσδήποτε να απορριφθεί υπέρ του Ἠρίνι Χ[ριστο]ῦ … μήτηρ δὲ τοῦ … του Millet. Τα A και Δ τέτοιων επιγραφών είναι δύσκολο να διακριθούν. Janin, EMGCB, 272-74. Βλέπε επίσης Bryer, ΑΠ, 33 (1976), 17-18.

[←485]

Σημειώθηκε μόνο από τον Fallmerayer. OF, I, 101-2, βλέπε σελ. 226.

[←486]

Fallmerayer, OF, Ι, 104. Millet, BCH, 19 (1895), 438-39. Η εκδοχή στο Σπ. Λάμπρος, Ἐπιτύμβιον Ἀνδρονίκου νόθου υἱοῦ Ἀλεξίου Γ’ Κομνηνοῦ αὐτοκράτορος Τραπεζοῦντος, ΝΕ, 13 (1916), 51-55, πρέπει να προτιμάται.

[←487]

Το επιτάφιο επίγραμμα του 19ου αιώνα βρίσκεται στο Millet, BCH, 19 (1895), 439 σημ. I. Και, κατά Finlay (MS, 1850), φύλλο 29v, στο Bryer, ΑΠ, 29 (1968), 98.

[←488]

Finlay (MS, 1850), φύλλο 28v. Υπάρχουν πολυάριθμοι αναχρονισμοί σε αυτές τις επιγραφές. Συγκεκριμένα, ο Ανδρόνικος δεν ήταν ποτέ Μέγας Βασιλεύς (τίτλος ούτως ή άλλως άγνωστος στην Τραπεζούντα), αλλά Δεσπότης.

[←489]

Bordier (1609), 124, 128 (σχέδιο).

489α Σημ. του μεταφραστή: Το acre (αγγλικό στρέμμα) ισούται με 4.046,86 τετρ. μέτρα, δηλαδή ισούται με 4 περίπου στρέμματα των 1.000 τετρ. μέτρων.

[←490]

Bordier (1609), 124, 128.

[←491]

Bryer, ΑΠ, 29 (1968), 97, 102.

[←492]

Bordier (1609), 124, 128.

[←493]

Bryer, ΑΠ, 29 (1968), 93-94, εικ. 11. Αλλά ο Finlay (MS, 1850), φύλλο 28r, υπολόγισε ότι ο Fallmerayer βρήκε τον τάφο στον δεξιό τοίχο του προθαλάμου ή του νάρθηκα της εκκλησίας του σπηλαίου.

[←494]

Bordier (1609), 124, 128.

[←495]

Ο οποίος πέθανε το 1879. Ο τάφος αναγνωρίζεται γενναία στο Succi, Trebisonda, 280, ως εκείνος του Ανδρόνικου, γιου του Μανουήλ Γ’ (sic), που πέθανε το 1367 {sic).

[←496]

Βλέπε σελ. 195.

[←497]

Bryer, ΑΠ, 29 (1968), 95. Στις αναφορές που παρατίθενται εκεί μπορεί να προστεθεί ο Marengo, Missions Catholiques, ΙΙ (1879), 315: «Μια απέραντη αίθουσα, από την οποία σώζονται μόνο τα τείχη και από την οποία υπάρχει όλο το πανόραμα της πόλης. Χρησίμευε ως χώρος ανάπαυσης για τους Κομνηνούς όταν επισκέπτονταν το μοναστήρι…» (Une vaste pièce, dont il ne reste que les murs et d’où l’on a tout le panorama de la ville, servait de salle de repos aux Comnènes, quand ils visitaient le monastère…). Η κατασκευή πιθανότατα ξαναστεγάστηκε μετά το 1889.

[←498]

Millet and Talbot Rice, Painting, 40-65, 116-20, εικ. xvi-xxiv. Πρβλ. Millet, Iconographie de l’evangile, passim.

[←499]

Restle, Wall Painting, I, 86, Για την παρουσία των ζωγραφικών πινάκων των Πέντε Αγίων των Αραβράκων στην εκκλησία, βλέπε σελ. 168.

[←500]

Bryer, ΑΠ, 29 (1968), 89-103.

[←501]

Cumonts, SP, II, 368-69.

[←502]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 72, 78, 81.

[←503]

Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 262, 271. Gökbilgin, BTTK, 26 (1962), 316. Βλέπε Vryonis, Decline, 355. Μέχρι το 1785 η Θεοσκέπαστος είχε μαγαζί στην αγορά αλόγων του Μποτόσανι στη Μολδαβία, που το είχε δώσει μια, ίσως Μολδαβή, καλόγρια: βλ. C.C. Giurescu, “Les relationships des pays Roumains avec Trebizonde aux XIV – XIXe siècles.” Rente Roumaine dHistoire, 13 (1974), 246.

[←504]

Στο ΑΠ, 29 (1968), 96, ο Bryer συμπέρανε ότι η σπηλιά-εκκλησία ήταν εκείνη των καλογριών και ότι οι μοναχοί είχαν άλλη. Μια νέα ανάγνωση του Bordier (1609), 124, 128, ο οποίος αναφέρεται σε «μια πολύ μεγάλη θολωτή βεράντα» (un tres grand porche bien voulte) της εκκλησίας των μοναχών δείχνει ότι αυτή μάλλον ταυτιζόταν με τη σπηλιά-εκκλησία και ότι οι μοναχές είχαν άλλη.

[←505]

Ritter, Erdkunde, XVIII, 888. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 792. Οικονομίδης, ΑΤΠ, 2 (1886), 333.

[←506]

Ballance, AnatSt, 10 (1960), 164 και σχήμα 16 (σχέδιο).

[←507]

Ballance, AnatSt, 10 (1960), 173. Ο Diehl συνδέει αυτές τις βεράντες με σύγχρονες στον Μυστρά, την Κωνσταντινούπολη και τη Σερβία. Αυτό δείχνει μόνο μια γενική υστερο-βυζαντινή μόδα, γιατί δεν υπάρχει στενός παραλληλισμός στη Δύση: Manuel, 774-75.

[←508]

Βλέπε σελ. 233 και 345.

[←509]

Βλέπε σελ. 142 και 230.

[←510]

Millet, BCH, 19 (1895), 443-59. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 80-81. Ballance, AnatSt, 10 (1960), 172-75.

error: Content is protected !!
Scroll to Top