notes_21

Σημειώσεις Ενότητας 21

[←1]

Πράξεις Βαζελώνος 133 του 1381, 103 του 1386. 126 του 1408. 123 του 1415, 120 του 1367. 63 του 1278 και 106 του 13ου αι. Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 263. Μ&Μ, Α&D, V, 278. Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 101, 125-28. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 72, 73, 80. Γ. Βαφειάδης, Ἐξοχὲς Τραπεζοῦντος, ΧΠ, 1 (1944), 187. Το μεσαιωνικό βάνδον (το οποία είναι ειδικότερα γνωστό ότι αγκάλιαζε την Κόγκα, τη Χαλάμπενα, το Κουνάκαλιν, το Χορτοκόπιον, τη Δούμπερα, τη Σουμελά, τη Βαζελώνος και [μάλλον] την Περιστέρα) έγινε το οθωμανική Ματσούκα Ναχιγιέσι και εξακολουθεί να διατηρεί τα όριά του.

[←2]

Ljubomir Maksimović, “Bandon Paleomacuka”, ZVI, 11 (1968), 271-77, παρατηρεί ότι «ο σχηματισμός του βάνδου Παλαιοματζούκας… αποδεικνύει ότι η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, αν και ήδη είχε ήδη αποδυναμωθεί αρκετά, μπόρεσε να πάρει σημαντικά μέτρα για τη διατήρηση της οργανωμένης ζωής του κρατικού φορέα». Όμως την ίδια στιγμή συνέβαινε ακριβώς η αντίθετη εξέλιξη στα βάνδα Γέμορας και Σουρμαίνων, που συγχωνεύτηκαν το 1432. Βλ. Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 364.

[←3]

Βλ. Bryer, NeoHellenika, 1 (1970), 30-54.

[←4]

Gökbilgin, BTTK, 16 (1962), 314-18. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 91-93 (πρβλ. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 [1933], 791-96). Και οι δύο αριθμοί είναι σε εστίες ή νοικοκυριά. Εδώ έχει χρησιμοποιηθεί πολλαπλασιαστής πέντε. Στα οθωμανικά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται εκείνα για το χωριό Ίλακσα, που ανήκε στον Πατισάχ. Τα περί το 1920 στοιχεία αποκαλύπτουν ότι η κοιλάδα του Πρύτανη (στην οποία βρίσκεται η Βαζελώνος) ήταν κατά 88 τοις εκατό ελληνική και η κοιλάδα της Παναγίας (στην οποία βρίσκεται η Σουμελά) ήταν κατά 80 τοις εκατό ελληνική. Η σύγχρονη Μάτσκα υπολογίζεται πια ότι περιλαμβάνει εβδομήντα έξι χωριά. Πρβλ. Bryer, DOP, 29 (1975), 121.

[←5]

Βλέπε Bryer, ΑΠ, 28 (1966), 152-160, που επικεντρώνεται στη Ματζούκα.

[←6]

Al Umari (1330), 380.

[←7]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 128. Δεν μπορούμε να ταυτίσουμε το όνομα με κανένα από τα τέσσερα Καπάν και τα τρία Καπάνια στο Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 178. Μπορεί κάλλιστα να προέρχεται από το καπάλιον (ή φορολογική περιφέρεια) της Δούμπερας, για το οποίο βλέπε Fallmerayer, OF, II, 96, και σημ. xxviii στη σελ. 154. Uspenskij, Vazelon, σελ. lii. Η κυρία Helene Ahrweiler λέει ευγενικά στον Bryer, ότι πιστεύει ότι το καπάλιον μπορεί να εξισωθεί με την αρχαία καπαλοτή, φόρο στο όργωμα και σε άλλα ζώα εργασίας και, κατ’ επέκταση, στη γη που καλλιεργούνταν: βλέπε B. Panchenko, IRAIK, 9 (1904), 168, και F. Uspenskij, Byzantion, 14 (1927), 502-3. Ο όρος φαίνεται να έχει γίνει ποντιακό τοπωνύμιο αλλού: βλέπε Χαλκοκονδύλης, εκδ. Βόννης, 404 (Καπάνιον) και Πράξη Βαζελώνος 129 του 14ου αιώνα.

[←8]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 73. Λιβαδηνός, επιμ. Banescu, Byzantis, 2 (1913), 387, 391.

[←9]

Miller, Trébizonde, 107.

[←10]

Janin, EO, 15 (1912), 497.

[←11]

Cuinet, Turquie d’Asie, I, 1-129. Gökbilgin, 16 (1962), 318.

[←12]

Υπάρχουν πολυάριθμες μελέτες για την κοινωνία και το λαϊκό έθιμο στα ΑΠ. Είναι πολύ πιθανό ότι το περίτεχνο τελετουργικό των οικογενειακών εορτασμών των Ποντίων φτάνουν πίσω στον Μεσαίωνα, όπως τα έθιμα του θανάτου που περιγράφονται από τον Σ. Λιανίδη στο ΑΠ, 26 (1964), 159-76 (πρβλ. Κουκουλές, Βίος, IV, 73-119 και Dumezil, Contes Lazes, 124-26) και τα έθιμα γάμου που σημειώθηκαν από τον Β. Κόττα στο ποντιακό χωριό Τσιχτσιβάρ στον Καύκασο, όπου νυχτερινές πομπές, τραγούδια, χοροί και αυτοσχέδιες ερμηνείες σχημάτιζαν «έναν αληθινά βυζαντινό γάμο» (une noce véritablement byzantine) (Le theatre a Byzance [Παρίσι, 1931], 74).

[←13]

Uspenskij, Vazelon, σελ. lxii και cii.

[←14]

Είναι πιθανό η οικογένεια Σαπούα να πήρε το όνομά της από υφιστάμενα και διαφορετικά Θωνάρια, αλλά η Πράξη του 1270 δεν υποδηλώνει κάτι τέτοιο. Το πιο πιθανό είναι ότι αυτά τα Θωνάρια (που είναι κοινό τοπωνύμιο που σημαίνει «Θημωνιές») ονομάζονταν Θωνάρ’-Σαπούα για να διακρίνονται από τα άλλα Θωνάρια. Βλέπε Πράξη Βαζελώνος 36 του 1270 και, για άλλες πράξεις που σχετίζονται με την οικογένεια Σαπούα, βλέπε Πράξεις Βαζελώνος 79 του 1260 και 80 και 107 του 13ου αιώνα. Για τα Θωνάρ’-Σαπούα, βλέπε Γ. Ζερζελίδης, Ερμηνευτικά του τοπωνυμικού της Άνω Ματσούκας, ΑΠ, 24 (1961), 260.

[←15]

«Η έδρα ενός από αυτούς τους παλιούς οπλαρχηγούς επισημάνθηκε περίπου εννέα μίλια από την Τραπεζούντα, σκαρφαλωμένη στην κορυφή ψηλής, κοφτερής κορυφογραμμής, που υψωνόταν με τόλμη από τη μέση της κοιλάδας και τη χώριζε σε δύο κλάδους»: Southgate (1837), Ι, 152. Βλέπε Fontanier (1827), III, 327. Finlay (MS, 1850), φύλλο 45a (τότε σε ερείπια, πρότεινε ότι οι ντερεμπέηδες είχαν χρησιμοποιήσει τον χώρο μεσαιωνικού φρουρίου). Και Bryer, BK, 26 (1969), 195 σημ. 4. Δεν το έχουμε επισκεφτεί.

[←16]

Gökbilgin, BTTK, 26 (1962), 314, 316. Κιουρτσίδης, ΠΕ, 1 (1950), 159. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 91. Vryonis, Decline, 355. Στα ντεφτέρ είναι ίσως Çilkanoymesehor, τώρα Ντερελί. Οι μονές μεταγράφονται από τον Gökbilgin ως Sumale, Şoşkayastos, Ayokos, and Alabene.

[←17]

Οι Πράξεις Βαζελώνος 14 του 1262, 46 του 1264 και 67 του 13ου αιώνα κατονομάζουν έναν Ἅγιο Βασίλειο.

[←18]

Gökbilgin, BTTK, 26 (1962), 317. Vryonis, Decline, 355. Τα μοναστήρια μεταγράφονται από τον Gökbilgin ως Ayos Fokas, Ayo Yorgi και Isfelyar. Δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε το τελευταίο.

[←19]

Πράξη Βαζελώνος 106 του 13ου αι. Blau (1860), 372.

[←20]

Πράξη Βαζελώνος 106 του 13ου αι.

[←21]

Για τη μετέπειτα εκκλησία της, βλέπε Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 256-59.

[←22]

Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 264.

[←23]

Υπάρχει βιβλιογραφία της μονής και της εξαρχίας της Γαλιάνας στο Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 288 σημ. 1. Βλέπε επίσης Gökbilgin, BTTK, 26 (1962), 317 (Ayo Yorgi) και, για τους μεσαιωνικούς ηγούμενους, Κυριακίδης, Σουμελά, 75-76. Ο Marengo, Missions Catholiques, 11 (1889), 327, σημειώνει: «Σε κοντινή απόσταση από το Μελά βρίσκεται το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου της Περιστέρας. Το μοναστήρι αυτό, που έχτισε ο πρώτος Κομνηνός, ήταν παλαιότερα πολύ φημισμένο και κατοικούνταν από μεγάλο αριθμό μοναχών. Έχουν μείνει μόνο δέκα ή δώδεκα. Ο ηγούμενος, που έχει τον τίτλο του εξάρχου, επεκτείνει τη δικαιοδοσία του σε 800 σπίτια στη γύρω περιοχή. Αλληλογραφεί απευθείας με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και χειροτονεί ιερείς χωρίς τη βοήθεια του επισκόπου Τραπεζούντας. Αυτό το μοναστήρι διέθετε πολύτιμη βιβλιοθήκη που σήμερα έχει περιοριστεί σε λίγους τόμους χωρίς αξία. Οι μοναχοί του Αγίου Γεωργίου, λιγότερο εύποροι από εκείνους του Μελά, είναι όπως εκείνοι γεωργοί και βοσκοί. Το μοναστήρι αυτό επισκέπτονται πολλοί προσκυνητές από τον Πόντο» (Non loin de Mela se trouve le monastère de SaintGeorges aux Colombes. Ce monastère, construit par les premiers Comnènes, était autrefois très-renommé et habité par un grand nombre de moines. il n’en a plus que de dix à douze. Le supérieur, qui a le titre d’exarque, étend sa jurisdiction sur 800 maisons des environs. Il correspond directement avec le patriarcat de Constantinople, et ordonne des prêtres sans le concours de I’évêque de Trébizonde. Ce couvent possédait une bibliothèque très-précieuse reduite aujourd’hui à quelques volumes sans valeur. Les moines de Saint-Georges, moins riches que ceux de Mela, sont, comme eux, cultivateurs et bergers. Beaucoup de pèlerins du Pont visitent ce monastère…). Πρβλ. Colias, “Bibliotheque”, 809-12.

[←24]

Miller, IR, στήλη 681. Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 119. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 72. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 79, 400. O Ιωαννίδης, Ιστορία, 240, γράφει Δικαίοσημον.

[←25]

Πράξεις Βαζελώνος 79 του 1260, 103 του 1386 (χωρίον) και 106 του 13ου αιώνα (δύο φορές, χωρίον και στάσις). Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 259.

[←26]

Πράξεις Βαζελώνος 50 του 1268, 103 του 1386 (πρβλ. Bryer, Isaac, and Winfield, ΑΠ 32 [1972-73], 160), και 106 του 13ου αιώνα. Βλέπε και Κιουρτσίδης, ΠΕ, 1 (1950). 157. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 79.

[←27]

Βλέπε σελ. 272.

[←28]

Πράξη Βαζελώνος 120 του 1367, όταν ο Σεβαστός Πελίνας ήταν κριτής της Ματζούκας. Miller, Trébizonde, 116-17.

[←29]

Clavijo (1404), μετάφρ. Le Strange, 117.

[←30]

Πράξη Βαζελώνος 105 του 13ου αιώνα. Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 272-73. Ίσως και ήταν και «η γέφυρα που λέγεται Γέφυρα του Γκάριν» (Ponte qui dicitur Pons Garini), δηλαδή, του Ερζερούμ-Κάριν, του ASL, 13 (1884), 517. Υπήρχε μια άλλη γέφυρα λίγο πιο πάνω στον ποταμό: Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 119.

[←31]

Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 273. J.P. Fallmerayer, “Das Hohenkloster Sumelas,” Byzanz und das Abendland (Βιέννη, 1943), 189-225. Υπάρχει βιβλιογραφία της Σουμελά στο Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 270 σημ. 3, με προσθήκες στο Bryer, Isaac, and Winfield, ΑΠ, 32 (1973), 127 σημ.*. Η περιγραφή που ακολουθεί είναι από το A. Bryer, Meryemana Manastir: the Monastery of Soumela: a brief history (Μπέρμιγχαμ, 1972, αναθεωρ. 1973), εγκυκλοπαιδικής μορφής οδηγός που γράφτηκε κατ’ εντολή του Bay Şükrü Köse, αρχιφύλακα του Πειραματικού Δάσους Μεριεμανά.

[←32]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 73.

[←33]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 75.

[←34]

Βλέπε Fallmerayer, OF, I, 92-100. Καυσοκαλυβίτης και Μεταξόπουλος, Σουμελά, 45-52. Μ&Μ, Α&D, V, 280. Λάμπρος, ΝΕ, 3 (1106), 482-85, και του ίδιου, ΝΕ, 4 (1907), 243-44.

[←35]

Βλέπε Παράρτημα.

[←36]

Finlay (MS, 1850), φυλ. 48a.

[←37]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 119. Fallmerayer, OF, I, 124. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 79, 400. Uspenskij, Vazelon, σελ. xxxii (και υπό το λήμμα «Δουβερίτης»). Κυριακίδης, Σουμελά, 225, 273. Ιωαννίδης, Ιστορία, 241. Κιουρτσίδης, ΠΕ, Ι (1950), 159. Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 136. Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 268-70.

[←38]

Ιωαννίδης, Ιστορία, 240-41. Κιουρτσίδης, ΠΕ, 1 (1950), 159. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 71-72. Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 136. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 160, χάρτης.

[←39]

Κιουρτσίδης, ΠΕ, 1 (1950), 159.

[←40]

Κιουρτσίδης, ΠΕ, 1 (1950), 159. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 249, 653, 718.

[←41]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 73. Λιβαδηνός, επιμ. Banescu, Byzantis, 2 (1913), 390.

[←42]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 76.

[←43]

Πράξεις Βαζελώνος 105 και 106 του 13ου αιώνα.

[←44]

Βρετανικές προξενικές εκθέσεις, κυρίως στο πλαίσιο του PRO FO/526, καταγράφουν την παρατεταμένη κατασκευή του δρόμου. Η αρχική κατασκευή του δρόμου διήρκεσε εικοσιδύο χρόνια, με συμβόλαιο εξωτερικού. Το 1867 ο M. Balthazar και ο γιος του, Αρμενο-Γάλλοι μηχανικοί οδοποιίας, δολοφονήθηκαν από τους δικούς τους εργάτες στο Εσίρογλου. Δείτε επίσης PRO FO/524/12 και το ανώνυμο “Trebizond and the Persian transit trade,” Royal Central Asian Journal, 31 (1944), 293-94.

[←45]

Clavijo (1404), μετάφρ. Le Strange, 117.

[←46]

Miller, IR, στήλες 645-46, 681-82. Cuntz, IR, I, 31. Όχι στο Şemseddin Talip, Le strade romane in Anatolia (Ρώμη, 1938) ή στο F. Taeschner, Das Anutolische Wegenetz nach Osmanischen Quellen (Λειψία, 1926) ή στο W.M. Calder and G.E. Bean, Classical Map of Minor Asia (Λονδίνο, 1960). Η ανατολική διαδρομή εξαρτάται από την τοποθέτηση του Frigdarium στο Λερί, παρά κοντά στο Χαμσικιόι: βλέπε Μπέης, Byzantion, 1 (1924), 133. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 164. Και Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), αριθ. 22 σε πίνακα στη σελ. 313.

[←47]

Αρκετά αξιόπιστοι χάρτες υπάρχουν στους Curzon (1842), Lynch (1893/98), Briot (1867) και (πιθανώς οι πιο χρήσιμοι) Kiepert, ZGEB, 25 (1890), στο τέλος, Kiepert 1:400.000, Klein Asien και ο σύγχρονος τουρκικός τοπογραφικός 1:200.000. Οι χάρτες στο Allen and Muratoff, Battlefields, είναι αρκετά χρήσιμοι. Όλοι οι άλλοι χάρτες της περιοχής (ιδιαίτερα του Χρύσανθου και του Παπαδόπουλου) είναι λίγο πολύ παραπλανητικοί, ενώ οι Κανδηλάπτης και οι Ελευθεριάδης δεν προσφέρουν χάρτες στις Χαλδικές έρευνές τους. Υπάρχουν σχεδιαγράμματα χαρτών μεταγενέστερων τοποθεσιών στο Bryer, Isaac, and Winfield, ΑΠ, 32 (1972-73), 130-32.

[←48]

Ένας μύθος αποδεκτός από πολλούς περιηγητές του 19ου αιώνα και σύγχρονους, είναι ότι νότια από την Τραπεζούντα οι Γενουάτες έχτισαν αλυσίδα από κάστρα, σε μεταξύ τους αποστάσεις μιας ημέρας. Το λιγότερο πιθανό από αυτά παρουσίασε ο Curzon ([1842], 155) πάνω από την απύθμενη λίμνη Τορτούμ.

[←49]

Οι Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 118. Finlay, History, IV, 334, και Janssens, Trébizonde, 73 και εικ. 5, κάνουν προδήλως λάθος τοποθετώντας το Στενόν στην οροσειρά Ζύγαινα και κάτω από τον Δικαίσιμον αντίστοιχα, αλλά δεν υπάρχει εμφανές στενό πέρασμα πάνω από το Χορτοκόπιον πριν από τις Ποντιακές Πύλες.

[←50]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 73.

[←51]

Βλέπε σελ. 64.

[←52]

Notitia dignitatum, επιμ. Seeck, 84. Uspenskij, Vazelon, σελ. xxxii. Miller, IR, στήλη 681. Λαζαρόπουλος, επιμ. Παπαδόπουλος, FHIT, 118. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 73. Κιουρτσίδης, ΠΕ, 1 (1950), 158. Πράξεις Βαζελώνος 30 του 1295, 39 του 1264, 52 του 1269, 53 του 1256, 78 του 1291, 100 του 1344, 103 του 1386, 106 του 13ου αιώνα και 144 του 1434. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 79, 80, 485, 589, 590, 600, 653, 686. Γερβάσιος, ΑΠ, 6 (1934), 72-81. Α. Παπαδόπουλος, Γαμήλια έθιμα εις τό Χορτοκόπι της Ματζούκας, ΑΠ, 19 (1954), 242-48. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 90, 124. Gökbilgin, BTTK, 26 (1962), 315. Vryonis, Decline, 355. Στις αρχές του 16ου αιώνα ο πληθυσμός του Χορτοκοπίου ήταν συνολικά τριανταμία εστίες, τέσσερις εργένηδες (mücerred), τέσσερις χήρες (bîve) και έξι κληρονομιές (baştine), όλοι χριστιανοί. Oρισμένες μοναστηριακές εκμεταλλεύσεις μετατράπηκαν σε τιμάριa. Τριανταφυλλίδης, Φυγάδες, 48.

[←53]

Πράξεις Βαζελώνος 105 και 106 του 13ου αιώνα, 65 του 1302 και 143 του 1433. Alice-Mary Maffry Talbot, “The Patriarch Athanasius (1289-1293, 1303-1309) and the Church”, DOP, 27 (1973), 14 σημ. 6 (για το «Αιχμαλάτος»). Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 101, 118. ASL, 13 (1884), 517, 598-609. Uspenskij, Vazelon, σελ. xxx. Hamilton (Researches, 1836), Ι, 165. Southgate (1837), Ι, 155. Bryer, ΑΠ, 26 (1964), 301 σημ. 5. Bryer, ΒΖ, 66 (1973), 336. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 80.

[←54]

Walpole (1850), ΙΙ, 202. Tozer (1879), 430-34. Ainsworth (1840), ΙΙ, 386. Southgate (1837), I, 156. Hell (1846), I, 387-90, II, 247-48. Stuart (1835), 80. Hamilton (Researches, 1836), I, 389. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 148-49, ισχυριζόμενος ότι αυτό το βουνό των 2.650 μ. είναι το νοτιότερο σημείο από το οποίο φαίνεται η θάλασσα, αλλά ο Bryer δεν μπόρεσε να δει τη θάλασσα από εκεί σε σχετικά καθαρές ημέρες το 1971 και το 1973, ενώ η βόρεια πλευρά του υδροκρίτη είναι συνήθως τυλιγμένη σε σύννεφα. Απέχει, εν πάση περιπτώσει, τρεις ημέρες από την Τραπεζούντα.

[←55]

Πράξεις Βαζελώνος 143 του 1433, 103 του 1386, 106 του 13ου αιώνα, 3 του 1301, 149 του 15ου αιώνα, 17 του 1260, 29 του 1264, 108 του 13ου αιώνα. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 600. Τριανταφυλλίδης, Φυγάδες, 78. Ιωαννίδης, Ιστορία, 341. Κ.Γ. Βαφειάδης, Ἡ Δανείαχα, ΧΠ, 1 (1943), 108 (με φωτογραφία των βοσκοτόπων της Διανείαχας στις πλαγιές του Παλαμασών). Του ίδιου, στο ΧΠ, 1 (1944), 187. Bryer, Isaac, and Winfield, ΑΠ, 32 (1973), 167-68. Στο ΑΠ, 30 (1970), 259-60, οι Bryer and Winfield ταύτισαν εσφαλμένα τη Διανείαχα με την Ανγκούργκα (η οποία έχει εκκλησία του 19ου αιώνα). Αλλά η Ανγκούργκα βρίσκεται βόρεια του ποταμού. Δεν μπορούμε να βρούμε το όνομα σε κανένα κατάλογο ή χάρτη και δεν γνωρίζουμε το ελληνικό αντίστοιχο.

[←56]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 76. Πράξεις Βαζελώνος 79 του 1260. 103 του 1386 και 106 του 13ου αιώνα. Κιουρτσίδης, ΠΕ, 1 (1950), 158. Ιoannides, Historia, 241. Βαφειάδης, ΧΠ, 1 (1944), 187.

[←57]

Πράξεις Βαζελώνος 79 του 1260 και 129 του 1424. Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 261-66.

[←58]

Πράξεις Βαζελώνος 21 και 24 του 1260.

[←59]

Πράξεις Βαζελώνος 24 του 1260, 27 και 28 του 13ου αιώνα, 103 του 1386 και 108 του 13ου αιώνα. Βλέπε Bryer, Isaac, and Winfield, ΑΠ, 32 (1972-73), 161. Janin, EMGCB, 287-88.

[←60]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 76. Βλέπε Bryer, DOP, 29 (1975), 146 και σημείωση 136, όπου προτείνεται μια διαδρομή Φικανόι-Τόνια-Χορόνσνταγι-Κουρτούν-Σούμα Καλέ-Χαρσίτ.

[←61]

Kiepert, ZGEB, 25 (4) (1890), χάρτης στο τέλος. Ο Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 80, κάνει τη Φιανόη «της Σπέλιας» καλοκαιρινό κάστρο, σε αντίθεση με τον Kiepert που τη σημειώνει (πολύ ανατολικά) ως βοσκή. Είναι το Φικανόι γιαγλά, με υψόμετρο 1.919 μέτρα, 10 χλμ δυτικά της Μάτσκα και 20 χλμ νότια του Ακτσααμπάτ.

[←62]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 77.

[←63]

Πράξεις Βαζελώνος 47 του 13ου αιώνα, 103 του 1386, 106 και 108 του 13ου αιώνα, 175 του 1449. Κιουρτσίδης, ΠΕ, 1 (1950), 158.

[←64]

Honigmann, Byzantion, 11 (1936), 558-59. Κυριακίδης, Βαζελών, 364. Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 300 σημ. 1.

[←65]

Πράξεις Βαζελώνος 75 του 1275, 106 και 119 του 13ου αι. Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 120. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 80, 400, 484, 489, 498-99. Millet and Talbot Rice, Painting, 151-58, εικ. li-lvii (σήμερα Κουρτμπογάν). Uspenskij, Vazelon, 5. Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 137.

[←66]

Λαζαρόπουλος σε επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 119. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 76. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 80.

[←67]

Πράξη Βαζελώνος 175 του 1449. Κυριακίδης, Βαζελών, 364. Uspenskij, Vazelon, 21.

[←68]

Υπάρχει περιγραφή και βιβλιογραφία στο Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 289-98. O Succi, Trebisonda, 295-97, προσθέτει λίγα. Ο καθηγητής Ν.Μ. Παναγιωτάκης και ο Bryer επανεπεξεργάζονται τις Πράξεις Βαζελώνος, σύμφωνα με τα χαρτουλάρια του Λένινγκραντ και της Άγκυρας.

[←69]

Πράξεις Βαζελώνος 43 του 1275, 143 του 1433, 62 του 13ου αιώνα, 63 του 1278, 60 του 1265, 106, 104 και 118 του 13ου αιώνα, 176 του 15ου αιώνα. Κυριακίδης, Βαζελών, 364.

[←70]

Κυριακίδης, Βαζελών, 364-65. Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 298-301. Πρβλ. τη Χάναν στην Πράξη Βαζελώνος 5 του 15ου αιώνα.

[←71]

Uspenskij Vazelon, 21. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 96-101. Κυριακίδης, Σουμελά, 364. Σελ. 294 πιο κάτω.

[←72]

Πράξεις Βαζελώνος 104 και 108 του 13ου αιώνα, 143 του 1433. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 97.

[←73]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 97. Του ίδιου, ΑΠ, 24 (1961), 270.

[←74]

Πράξη Βαζελώνος 4 του 15ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 98.

[←75]

Πράξη Βαζελώνος 80 του 13ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 100.

[←76]

Πράξη Βαζελώνος 166 του 15ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 99.

[←77]

Πράξεις Βαζελώνος 78 του 1291, 104, 106, και 113 του 13ου αιώνα, 115 του 1292, 116 του 1270, 177 του 15ου αιώνα. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 718. Κυριακίδης, Σουμελά, 365 (ως Ποντίλια). Kiepert, ZGEB, 25 (1890), χάρτης (ως Pontelia). Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 101-4.

[←78]

Πράξεις Βαζελώνος 100 του 1344, και 105 του 13ου αι. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 102.

[←79]

Πράξη Βαζελώνος 118 του 13ου αι. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 102.

[←80]

Πράξεις Βαζελώνος 104 και 108 του 13ου αι. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 103.

[←81]

Πράξεις Βαζελώνος 48 του 1439, 56 του 1300, 66 του 14ου αιώνα, 86 του 1272/1287, 99 του 1344, 106 του 13ου αιώνα, 115 του 1292. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 104-11. Χρύσανθος, ΑΠ 4-5 (1933), 80, 400, 499. Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 119.

[←82]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 119. Πράξη Βαζελώνος του 1442 στο Ζερζελίδης, ΑΠ, 24 (1961), 255. Βλέπε του ίδιου, ΑΠ, 23 (1959), 144.

[←83]

Πράξεις Βαζελώνος 30 του 1295 και 181 του 1564.

[←84]

Πράξη Βαζελώνος 67 του 13ου αι. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 104.

[←85]

Πράξεις Βαζελώνος 52 του 1269 (?) και 143 του 1443. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 105.

[←86]

Πράξη Βαζελώνος 108 του 13ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 105.

[←87]

Πράξεις Βαζελώνος 13 του 1435 και 104 του 13ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 105.

[←88]

Πράξη Βαζελώνος 16 του 1245. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 106.

[←89]

Πράξεις Βαζελώνος 48 του 1349, 56 του 1300 και 62 του 13ου αιώνα.

[←90]

Πράξεις Βαζελώνος 4 του 15ου αιώνα, 62 και 67 του 13ου αιώνα και 99 του 1344.

[←91]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 109. Του ίδιου, ΑΠ, 24 (1961), 284.

[←92]

Πράξεις Βαζελώνος 163 του 15ου αιώνα, 125 του 1382, 127 του 1388, 36 του 1270 και 102 του 13ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 109.

[←93]

Πράξεις Βαζελώνος 105 του 13ου αιώνα και 143 του 1433. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 103, 111.

[←94]

Πράξη Βαζελώνος 105 του 13ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 110.

[←95]

Πράξεις Βαζελώνος 64 του 1259, 69 του 13ου αιώνα, 143 του 1433 και 106 του 13ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 122: σελ. 257 πιο πάνω.

[←96]

Πράξεις Βαζελώνος 65 του 1302, 106 του 13ου αιώνα. Θ. K. Θεοφύλακτος, Ἡ μονὴ Γουμερᾶ, ΑΠ, 13 (1948), 208-9. Bryer, Isaac, and Winfield, ΑΠ, 32 (1972-73), 180.

[←97]

Πράξεις Βαζελώνος 105 του 13ου αιώνα και 121 του 15ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 110-114. Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 306-7.

[←98]

Πράξεις Βαζελώνος 105 και 106 του 13ου αιώνα και 121 του 15ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 112, 114.

[←99]

Πράξεις Βαζελώνος 103 του 1386 και 105 του 13ου αι. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 112-13.

[←100]

Πράξεις Βαζελώνος 67 του 13ου αιώνα και 115 του 1292. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 114-21. Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 304-6 και φωτογραφία της Κρένασας στο σχ. 95.

[←101]

Πράξεις Βαζελώνος 14 του 1262, 46 του 1264 και 67 του 13ου αι. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 115, 120.

[←102]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23(1959), 115. Του ίδιου, ΑΠ, 24 (1961), 283.

[←103]

Πράξεις Βαζελώνος 105 του 13ου αιώνα, 96 του 14ου αιώνα και 4 του 15ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 117.

[←104]

Πράξεις Βαζελώνος 79 του 1260 και 105 του 13ου αι. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 117.

[←105]

Πράξεις Βαζελώνος 104 και 105 του 13ου αι. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 118.

[←106]

Πράξεις Βαζελώνος 62 του 13ου αιώνα, και 129 του 14ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 118.

[←107]

Πράξη Βαζελώνος 105 του 13ου αι. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 118.

[←108]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 121, 131.

[←109]

Πράξεις Βαζελώνος 62, 112 και 73 του 13ου αιώνα, 115 του 1292, 190 του 1702, 143 του 1433 και 187 του 1704. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 124.

[←110]

Πράξεις Βαζελώνος 65 του 1302 και 105 του 13ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 128. Κυριακίδης, Σουμελά, 366. Περί Καμπάνας, βλέπε πιο πάνω, σελ. 257, σε σχέση με το Καπάνιον.

[←111]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 123. Του ίδιου, ΑΠ, 24 (1961), 278.

[←112]

Πράξεις Βαζελώνος 38 του 1261, 49 του 1245, 52 του 13ου αιώνα και 115 του 1292. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 125.

[←113]

Πράξεις Βαζελώνος 104 και 105 του 13ου αιώνα και 148 του 15ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 132.

[←114]

Πράξη Βαζελώνος 96 του 14ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 131.

[←115]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 135. Του ίδιου, ΑΠ, 24(1961), 284.

[←116]

Πράξη Βαζελώνος 105 του 13ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 127.

[←117]

Πράξη Βαζελώνος 105 του 13ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 127.

[←118]

Πράξεις Βαζελώνος 128 του 1384, 123 του 1415, 126 του 1408.

[←119]

Πράξεις Βαζελώνος 108 του 13ου αιώνα, και 145 του 15ου-16ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 136, 140. Του ίδιου, ΑΠ, 24 (1961), 259.

[←120]

Πράξεις Βαζελώνος 49 του 1245 και 115 του 1292. Ζερζελίδης. ΑΠ, 23 (1959), 141.

[←121]

Πράξεις Βαζελώνος 106 και 114 του 13ου αιώνα, και 115 του 1292. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 135.

[←122]

Πράξεις Βαζελώνος 114 του 13ου αιώνα, και 115 του 1292. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 123, 139, 142.

[←123]

Πράξη Βαζελώνος 106 του 13ου αι. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 144.

[←124]

Πράξεις Βαζελώνος 85, 90 και 106 του 13ου αιώνα, 143 του 1433, 88 του 1273/1288. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 137.

[←125]

Πράξη Βαζελώνος 181 του 1564. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 138, 143, 146.

[←126]

Πράξη Βαζελώνος 62 του 13ου αι. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 139.

[←127]

Πράξη Βαζελώνος 104 του 13ου αι. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 140. Για τη μπαλάντα την οποία προκάλεσε το κάστρο, βλέπε Τριανταφυλλίδη, Φυγάδες, 46-47.

[←128]

Clavijo (1404), μετάφρ. Le Strange, 116. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 72.

[←129]

Hepworth (1897), 72. Ο ύμνος τον οποίο παραθέτει ο Αμερικανός ιερωμένος δύσκολα μπορεί να περιγραφεί ως «παλαιός», γιατί ο επίσκοπος Reginald Heber, ο συγγραφέας του, πέθανε μόλις το 1826.

[←130]

Maksimović, loc. cit. Πράξεις Βαζελώνος 104 του 13ου αιώνα, 127 του 1388, 128 του 1384, 123 του 1415 και 163 του 15ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 142.

[←131]

Πράξη Βαζελώνος 127 του 1388.

[←132]

Πράξεις Βαζελώνος 104 και 105 του 13ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 144. Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 64. Bryer, DOP, 29 (1975), 144.

[←133]

Πράξη Βαζελώνος 108 του 13ου αι. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 145.

[←134]

Πράξη Βαζελώνος 105 του 13ου αι. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 146.

[←135]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 146.

[←136]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 156. Του ίδιου, ΑΠ, 24 (1961), 254.

[←137]

Πράξεις Βαζελώνος 62 του 13ου αιώνα και 115 του 1292. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 155.

[←138]

Πράξεις Βαζελώνος 104 και 105 του 13ου αιώνα, 103 του 1386 και 125 του 1415. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 161.

[←139]

Πράξεις Βαζελώνος 54 του 1260-1270 και 108 του 13ου αιώνα.

[←140]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 149-59.

[←141]

Πράξεις Βαζελώνος 105 του 13ου αιώνα και 146 του 15ου αιώνα. Ζερζελίδης. ΑΠ, 23 (1959), 151.

[←142]

Πράξεις Βαζελώνος 80 και 84 του 13ου αιώνα. Ζερζελίδης. ΑΠ, 23 (1959), 160.

[←143]

Πράξεις Βαζελώνος 85 του 13ου αιώνα και 143 του 1433. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 149.

[←144]

Πράξεις Βαζελώνος 104, 105, 62, 70 και 101 του 13ου αιώνα, 96 του 14ου αιώνα, 172 και 149 του 15ου αιώνα, 55 του 1250, 162 του 1478, 1334 του 1431, 1334, 1431 του 1310, 44 του 1276, 81 του 1397, 100 του 1344, 120 του 1367. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 150, 164.

[←145]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 159-64. Του ίδιου, ΑΠ, 24 (1961), 272.

[←146]

Πράξη Βαζελώνος 105 τoυ 1386. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 159. Του ίδιου, ΑΠ, 24(1961), 288.

[←147]

Πράξη Βαζελώνος του 13ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 160.

[←148]

Πράξη Βαζελώνος 104 του 13ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 161.

[←149]

Πράξη Βαζελώνος 183 του 15ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 162.

[←150]

Πράξη Βαζελώνος 38 του 1261. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 162.

[←151]

Πράξη Βαζελώνος 108 του 13ου αιώνα. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 160.

[←152]

Πράξη Βαζελώνος 105 του 1386. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 160. Του ίδιου, ΑΠ, 24(1961), 272.

[←153]

Πράξεις Βαζελώνος 184 του 15ου αιώνα, 190 του 1702, 38 του 1261. Ζερζελίδης, ΑΠ 24 (1961), 254.

[←154]

Πράξη Βαζελώνος 105 του 1386. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 162. Του ίδιου, ΑΠ, 24 (1961), 259.

[←155]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 164-73. Του ίδιου, ΑΠ, 24 (1961), 286.

[←156]

Clavijo (1404), μετάφρ. Le Strange, 116-17.

[←157]

Bordier (1609), 153-55.

[←158]

Hoffmeister (1910), 139. Curzon (1842), 172-75. Careri (1694), IV, 98. Για τον τελευταίο ο Sir James Porter (στο Anonymous, Observations on the religion, law, government, and manners of the Turks [Λονδίνο, 1768], Ι, 1, σημείωση) γράφει: «Ο Careri, ένας Ναπολιτάνος κύριος, ο οποίος, για πολλά χρόνια, ποτέ δεν εγκατέλειψε την κάμαρά του, κατά τη διάρκεια μιας μακρά αδιαθεσίας, ψυχαγωγούνταν γράφοντας ένα ταξίδι σε όλο τον κόσμο, δίνοντας χαρακτήρες ανθρώπων και περιγραφές χωρών, σαν να τις είχε επισκεφθεί πραγματικά». Αν αυτό ισχύει, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε από πού βρήκε τις πληροφορίες του αυτός ο μεταγενέστερος Mandeville, γιατί, όπως η αφήγηση του Mandeville για τον Πόντο, εκείνη του Careri προέρχεται από την πραγματικότητα. Ο Careri δεν υπάρχει στο Richard Hill, Pseudo Travelers. A Catalog of fraudulent and uncertified travel (Λονδίνο, 1969).

[←159]

Miller, IR, στήλες 652, 649-50. Ritter, Erdkunde, XVIII, 907. Magie, Roman rule, 555. Κανδηλάπτης, ΠΦ, 1 (1937), 253. Τριανταφυλλίδης, Ποντικά, 63. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 32-33, 83, 168-70, 484, 769. Γερβάσιος Σαρασίτης (μητροπολίτης Αλεξανδρούπολης), Ἐπαρχία Ῥοδοπόλεως, ΑΠ, 6 (1934), 80. Α.Α. Παπαδόπουλος, Ἐπώνυμα Χαλδίας κατὰ τὸν 18ον αἰῶνα, ΑΠ, 8 (1938), 10 σημ. 1. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 87. Επειδή είναι το σύγχρονο πέρασμα, o Janssens, Trebisonde, 8, 11, 16, 20, 21, 23, 26, 27, 29, 30, 32, 36, 37, 73, 100, 124, 126 σημ. 1. 127, 156, 177, δίνει στη Ζύγαινα δυσανάλογη σημασία, γιατί δεν εμφανίζεται στις μεσαιωνικές τραπεζούντιες πηγές. Ο Miller, Trebizond, την αγνοεί, ενώ οι Cumonts, SP, II, 361 και εικόνα, έχουν την πιο συνετή καταχώρηση, αν και εξακολουθούν να συγχέουν τη Ζύγαινα με εκείνη στο Parthey, Notitiae, i 468, vi, 238, viii 281, ix 428. Γεώργιος Κύπρου, εκδ. Gelzer, xxiv, 468. Notitia dignitatum, επιμ. Seeck, 84. Le Quien, OC, 1, στήλες 1345-46. Και Μπέης, Byzantion, 1 (1924), 134-35. Βλέπε σελ. 236.

[←160]

Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 137. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 87-188.

[←161]

Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 256-307.

[←162]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 128.

[←163]

Protassoff, Byzantion, 4 (1928), 419.

[←164]

Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 69. Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 135, 145-46, εικ. xxv (a), και σχέδιο στο σχήμα 6.

[←165]

Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 256-59 και εικ. 17, 18. Στην Όλασα (Ντουραλί ή Μπαχτσέκαγια), περίπου 1 χλμ. νότια, της οποίας το Φαντάκ φαίνεται ότι αποτελεί μέρος, ο Talbot-Rice σημείωσε δύο «αρχαίες» εκκλησίες. Η πρώτη, πάνω από το χωριό, είχε μετατραπεί σε σχολείο το 1929. Η δεύτερη, στον δρόμο της Περιστέρας, είχε πεντάγωνη αψίδα από εκείνα που φαίνεται ότι ήσαν λειασμένα κομμάτια «μελί συσσωματώματος». Ήταν καμαροσκέπαστη βασιλική με νότια και δυτική πόρτα. Διέκρινε υπολείμματα δύο στρωμάτων ζωγραφικής, ένα στον βόρειο τοίχο που χρονολόγησε στον 16ο αιώνα και ένα προγενέστερο, το οποίο, για ανεξήγητους υφολογικούς λόγους, απέδωσε στον 14ο αιώνα. Η φύση της αψίδας, του τύπου που βρέθηκε στο Καϊμακλί, στην Αγία Σοφία, στην Τραπεζούντα και αλλού, υποδηλώνει πράγματι μεσαιωνική χρονολόγηση. Όμως η φωτογραφία του Τάλμποτ Ράις για το εσωτερικό του κτιρίου, που δημοσιεύτηκε στη συνέχεια από τον Χρύσανθο, δείχνει ότι το εσωτερικό, τουλάχιστον, είχε συμβατική όψη του 19ου αιώνα: ημικυκλικό, με τρία βαθιά παράθυρα, στενά εξωτερικά και πολύ φαρδιά στο εσωτερικό. Μπορεί, όμως, να είναι πανομοιότυπη με την εκκλησία σε μια άλλη από τις φωτογραφίες του Talbot-Rice που δημοσιεύτηκε στη συνέχεια από τον Χρύσανθο, που ταυτίστηκε με εκείνη στα Βισερά (σελ. 163 πιο πάνω). Δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε καμία από τις εκκλησίες στην Όλασα για να επιλύσουμε τη σύγχυση, και μπορεί κάλλιστα να έχουν καταστραφεί. Πρβλ. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 69-70. Χρύσανθος, 4-5 (1933), 464 και εικ. 61 και 82.

[←166]

Βλέπε σελ. 305.

[←167]

Βλέπε σελ. 322.

[←168]

Όπου δεν περιγράφεται ο χρωματισμός τμημάτων μορφών άλλων αρχαγγέλων, μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ίδιοι με αυτόν.

[←169]

Το μαύρο μπορεί να χρησιμοποιήθηκε πιο εκτενώς στους πίνακες απ’ όσο φαίνεται τώρα. Εφαρμόζονταν πάντοτε σε μέσο στον στεγνό σοβά και ήταν το τελευταίο χρώμα (εκτός από το λευκό) που έμπαινε στον τοίχο. Έτσι, εκτός αν το μέσο ήταν πολύ καλό, τα μαύρα έτειναν να φεύγει με την πάροδο του χρόνου. Ο χρωματισμός και οι λεπτομέρειες των υπόλοιπων μορφών δεν θα περιγραφούν, παρά μόνο αν διαφέρουν από εκείνες του Αγίου Βασιλείου.

[←170]

Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 143-44, πίν. 5, εικ. xxii (d), xxiii (a). Προφανώς η σχολική εκκλησία του Talbot Rice στην Olessa.

[←171]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 91.

[←172]

Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 152. Αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι τα ερείπια του κάστρου του Τζιχάρ, στην ενδοχώρα του Παζάρ. Στην Κύπρο, ο δυτικός τρούλος της Αγίας Αναστασίας, στα Πάνω Πολεμίδια, είναι κατασκευασμένος από πέτρα που χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο όπως το τούβλο. Πέτρα που χρησιμοποιείται σαν τούβλο ψαροκόκκαλο υπάρχει στο Ζιλ Καλέ, το Κάστρο της Καμπάνας, νότια του Άρντεσεν ανεβαίνοντας τον Φουρτούνα Ντερέ και σε άλλες μεσαιωνικές τοποθεσίες του Πόντου.

[←173]

Lynch (1893/98), Ι, 128-29 και σχήμα 25. D. Talbot Rice, “The Accompanied Saint George”, Actes du VIe Congrès International d’Etudes Byzantines, Paris 1948 (Παρίσι, 1951), 383-87. M. Gough, “The Monastery of Eski Gümüş—A preliminary report”, AnatSt, 14 (1964), 160-61, εικ. 32α.

[←174]

Millet and Talbot Rice, Painting, εικ. l (2).

[←175]

Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 284-89, εικ. 86-88, σχήμα 20.

[←176]

Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 140-42, εικ. 21, 22, σχήμα 4.

[←177]

Βλέπε σελ. 253 και Κυριακίδης, Σουμελά, 272.

[←178]

Βλέπε σελ. 277-79.

[←179]

Theophilus, επιμ. Dodwell, Ι, 5-8. Cennini, επιμ. και μεταφρ. D.V. Thompson, Jr., The Craftsmans Handbook (Nιού Χέιβεν, 1932-33), I, 40-45. II, 42-47. Διονύσιος ο εκ Φουρνών, επιμ. A. Papadopoulos-Kerameus, Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης (Αγ. Πετρούπολη, 1909), παράγρ. 16-23, 20-22. Μ. Didron, Manuel d’iconographie chrétienne (Παρίσι, 1845), 33-36. D.C. Winfield, “Middle and Later Byzantine Wall Painting Methods. A Comparative Study,” DOP, 22 (1968), 63-139.

[←180]

Είχαν απομείνει μάλλον περισσότερα από τον Άγιο Θεόδωρο όταν ο Winfield επισκέφτηκε για πρώτη φορά την εκκλησία, αλλά η επιθεώρησή του στους πίνακες διακόπτονταν συχνά από μια ντόπια ταλαίπωρη γριά. Ερχόταν τακτικά για να τον κοιτάζει στο νότιο κλίτος απ’ όπου εξαπέλυε κατάρες. Στην τελευταία της επίσκεψή εκείνης της ημέρας εμφανίστηκε κραδαίνοντας ένα σκεπάρνι, το οποίο ο Winfield, φοβήθηκε πολύ ότι προοριζόταν γι’ αυτόν και τη σύζυγό του, αλλά την απέτρεψε από το να τους ορμήσει ο Άγιος Θεόδωρος, στην εικόνα του οποίου επιτέθηκε με μεγάλη δύναμη. Δεν υπάρχει οργή σαν εκείνη που εξαπολύεται από έναν εικονομάχο, και τράπηκαν σε φυγή.

[←181]

Βλέπε σελ. 292.

[←182]

Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 140-42.

[←183]

Βλέπε σελ. 314.

[←184]

Βλ. D. Talbot Rice, “The Leaved Cross”, Byzantinoslavica, 11 (1950), 72-81, ιδιαίτερα σχήματα 1-8. Α. Ξυγγόπουλος, Οἱ τοιχογραφίες τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ὀρφανοῦ Θεσσαλονίκης (Αθήνα, 1964), εικ. 152-53.

[←185]

D. Winfield, “Aynali Mağara, Amasya,” JÖBG, 20 (1971), 281-93.

[←186]

Βλέπε Bryer, Isaac, and Winfield, ΑΠ, 32 (1973), 291-93. Εξίσου ατεκμηρίωτη είναι η δήλωση στο I. Wilson, The Turin Shroud (Χάρμοντσουερθ, 1979), 134, ότι ένας ζωγραφικός πίνακας του μανδυλίου της Έδεσσας υπήρχε στην Τραπεζούντα πριν από το 1204. Εκτός του ότι δεν είναι δυνατόν να χρονολογηθεί κάποια ποντιακή τοιχογραφία πριν από το 1204, καμία δεν φαίνεται να είναι του μανδυλίου.

[←187]

Millet and Rice, Painting, 70, 124, εικ. xxv (3). Ο.I. Dombrovsky, Freski srednevekovogo Kryma (Κίεβο, 1966), εικ. 53. Α. and J. Stylianou, “By this conquer” (Λευκωσία, 1971), 33-36, σχήματα 21, 22.

[←188]

Χρύσανθος, ΑΠ 4-5 (1933), 467; Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), pi. xxvi(b).

[←189]

Millet and Rice. Painting, 149, εικ. 34 (1) and 50 (1). Ο Bryer προτείνει ότι η σκηνή αντιπροσωπεύει περικομμένη εκδοχή της Λειτουργίας και, επειδή είναι περικομμένη, αντιπροσωπεέυει σχετικά όψιμη εκδοχή.

[←190]

Διονύσιος ο εκ Φουρνών, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, 154, 267. P. Hetherington. The Painters Manual’ of Dionysius of Fourna (Λονδίνο 1974), 54. F. Brightman, Liturgies Eastern and Western, I (Οξφόρδη, 1967), 260. G. Babic and C. Walter, “The Inscriptions upon Liturgical Rolls in Byzantine Apse Decoration,” REB, 34 (1976), 269-80. Σε αντίθεση με τον Winfield, ο Bryer βρίσκει ελάχιστη ή καθόλου δικαιολόγηση, για την αναγνώριση ενός Πατέρα της Εκκλησίας από τον κύλινδρο που κρατάει. Πρβλ. σελ. 291.

[←191]

Brightman. Liturgies, 1. 364.

[←192]

Διονύσιος ο εκ Φουρνών, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, 279. Heiherington, Dionysius of Fourna, 54.

[←193]

Διονύσιος ο εκ Φουρνών, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, 154. Hetherington, Dionysius of Fourna, 54. Brightman, Liturgies, 1.367. Babic and Walter. REB( 1976), 271, αριθ. 4.

[←194]

Βλέπε σελ. 269.

[←195]

Βλέπε σελ. 277.

[←196]

Protassoff, Byzantion, 4 (1928), 420-22 και σχήμα 22. Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 136.

[←197]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 464-66 και σχήμα 62.

[←198]

Λαζαρόπουλος, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 119. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 400, 464. Janin, EMGCB, 271.

[←199]

Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 259.

[←200]

Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 261 (ανορθόγραφα Iaspela).

[←201]

Κυριακίδης, Βαζελών, 361. Uspenskij, Vazelon, σελ. v, και Πράξεις Βαζελώνος 70 του 1260, 103 του 1386 και 106 του 13ου αιώνα (η Σπέλια μετακόμισε στη στάσι Μουντάντων τον 14ο αιώνα). Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 489. Bryer, “Gabrades”, 180. Vasiliev, Goths, 140-41. Janin, EMGCB, 287: “L’interprétation paraît très suspecte” (Η ερμηνεία φαίνεται πολύ ύποπτη). Είναι σημαντικό ότι ο Ιωαννίδης, Ιστορία, 241, μπερδεύει τον Μανουήλ Α’ Κομνηνό με τον Μανουήλ Γ’ Μεγάλο Κομνηνό σε σχέση με τη Σουμελά.

[←202]

Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 75, 78, 80. Bryer, Thesis, Ι, 307-12.

[←203]

Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 259-60, όπου η Ανγκούργκα ταυτίζεται λανθασμένα με την Διανείαχα.

[←204]

Fallmerayer, OF, I, 99, 135 και σημείωση 37 πιο πάνω.

[←205]

Protassoff, Byzantion, 4 (1928), 422-25 (η μόνη δήλωση της αφιέρωσης στον Πρόδρομο, παρμένη από ντόπιους Έλληνες του 1917). Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 71. Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 136 (επισημαίνει ότι οι οδηγίες του Protassoff προς τα αριθ. 12 και 17 πρέπει να αντιστραφούν). Πρβλ. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 467. Janin, EMGCB, 282.

[←206]

Sirarpie Der Nersessian, Aght’amar. Church of the Holy Cross (Κέμπριτζ Μασσ., 1965), 25-26. A. Grabar, Sculptures byzantines de Constantinople (Παρίσι, 1963), 79-80. D. Winfield, “Some early medieval figure sculpture from north-east Turkey”, JWarb (1968), 41-42, 65. M. Gough, “The monastery of Eski Gümüş,” AnatSt, 15 (1965), 162-64, εικ. 1. Tsakalof, BZ, 19 (1910), 119-21. Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 291 και εικ. 90. Ο Winfield προτείνει ότι το ελάφι της Σουμελά μπορεί να είναι μέρος της σκηνής του οράματος του Αγίου Ευσταθίου: βλέπε αριθ. 9.

[←207]

S. Radojcic, “Une poenitentium, Maria Egipatska v srpskoj umetnosti 14 v.,” Zbornik Narodnog Muzeja, 4 (Βελιγράδι, 1964), 25 κ.ε. Miller and Rice, Painting, 37, 152. Restle, Wall painting, ΙΙ, X (Göreme Chapel, 7, Tokali Kilise). A. and J. Stylianou, Asinou (Λευκωσία, 1973), 19, 59-60, και εικ. 8. Ναυσικά Κουμπαράκη-Πανσελήνου, Saint-Pierre de Kalyvia-Kouvara et la Chapelle de la Vierge de Mérenta. Deux monuments du XIIIe siècle en Attique (Θεσσαλονίκη, 1976), 54, 60, 61, και εικ. 49. Ντούλα Μουρίκη, Οι τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Νικολάου στην Πλάτσα της Μάνης (Αθήνα, 1975), 33, 51. Και παραδείγματα στον Άγιο Σώζωντα στο Γεράκι Λακωνίας (δυτικός τοίχος στο εσωτερικό του βήματος) και στην Παναγία Κερά στην Κριτσά Κρήτης (πάνω από την πόρτα του νότιου κλίτους).

[←208]

Κυριακίδης, Σουμελά, 265-67. Janin, EMGCB, 282. Bryer, ΑΠ, 29 (1968), 90 σημ. 1. Protassoff, Byzantion, 4 (1928), 424.

[←209]

Tsakalof, BZ, 19 (1910), 119-21 (με πανομοιότυπα του λύκου και του κόκορα, και των επιγραφών, που μεταγράφονται εδώ χωρίς διόρθωση). Ο Κυριακίδης, Σουμελά, 266, 268, αναφέρει ότι το σπήλαιο της Σανξενού ήταν αφιερωμένο στην Ευαγγελίστρια. Ο Tsakalof επιβεβαιώνει αυτή την αφιέρωση αλλά, όπως επισημαίνει ο Janin, EMGCB, 272, η τοιχογραφία και ο σταυρός υποδηλώνουν αφιέρωση στον Αγ. Θεόδωρο. Πρβλ. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 467-68. και Miller, Trébizonde, 74. Η Σανξενού ήταν φρεσκοβαμμένη όταν ο Clavijo (1404), 116, βρήκε ένα ερειπωμένο παρεκκλήσι στο οποίο κατασκήνωσε στον Πυξίτη, κάτω από το χωριό, ίσως αντανάκλαση των σχετικών μνημείων ασφαλείας που απολάμβαναν μέσα και έξω από τον κεντρικό δρόμο.

[←210]

Τέσσερις από τις επτά σκηνές στο Εσκί Γκουμούς, που ο Gough σκεφτόταν ότι «μπορεί κάλλιστα να είναι μοναδικές στην Ανατολία», είναι προφανώς ταυτισμένες με μύθους του Αισώπου. Είναι λυπηρό που δεν δημοσίευσε ποτέ τις επιγραφές που τις συνόδευαν. Τα κείμενά μας της Σανξενού δεν σχετίζονται με κανέναν από τους καθιερωμένους ελληνικούς κανόνες του Αισώπου, ούτε καν με το Αρνί και τον Λύκο που πρότεινε ο Tsakalof, ούτε με συνδυασμό Λύκου και Κόκορα που εμφανίζεται στο S. Thompson, MotifIndex of folk literature (Κοπεγχάγη, 1958). Υπήρξε όμως μια αναβίωση του ενδιαφέροντος τον 14ο και τον 15ο αιώνα για τους μύθους και τη ζωή του Αισώπου, στην οποία έχει προταθεί ότι η Τραπεζούς μπορεί να συμμετείχε (αν και δεν υπάρχει κείμενο που να το αποδεικνύει). Οι επιγραφές μας μπορεί να σχετίζονται με έναν μύθο στα Αισωπικά απόκρυφα τον οποίο δεν έχουμε εντοπίσει και που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Βλέπε: Esope, Fables, επιμ. και μεταφρ. E. Chambry (Παρίσι, 1927), 99. Β. E. Perry, Aesopica, I (Ούρμπανα, 1952), 381, 422. M. Gough, AnatSt, 15 (1965), 164. Του ίδιου, “Annual Report”, AnatSt, 16 (1966), 9. Restle, Wall painting, Ι, 180-81. Και Χ.-G. Beck, Geschichte der bvzantinischen Volks-literatur (Μόναχο, 1971), 29, 31, 42, 47, 96.

[←211]

Κυριακίδης, Σουμελά, 265-68. Cuinet, Turquie, I, 15.

[←212]

Κυριακίδης, Σουμελά, 265-66. Ιωαννίδης, Ιστορία, 243. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 471. 481. Janin, EMGCB, 260. Καυσοκαλυβίτης και Μεταξόπουλος, Σουμελά, 18. Ballance, Bryer and Winfield, ΑΠ, 28 (1966), 266 και εικ. 21. Succi, Soumela, 131. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 72.

[←213]

Δεν έχουμε αναγνωρίσει τον Άγιο Κωνσταντίνο και ο Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 471, δεν δικαιολογεί την ταύτισή του με τη Σκαλίτα. Βλέπε επίσης Κυριακίδης, Σουμελά, 266. Καυσοκαλυβίτης και Μεταξόπουλος, Σουμελά, 24-25. Fallmerayer, OF, I, 97. Ίσως είναι το παρεκκλήσι που αναφέρει ο Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 72.

[←214]

Fallmerayer, OF, I, 97. Κυριακίδης, Σουμελά, 266-67. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 71-72 και εικ. 24. Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 136. Bryer, Isaac and Winfield, ΑΠ, 32 (1972-73), 291-92. Janssens, Trébizonde, σχήμα 17.

[←215]

Millet and Talbot Rice, Painting, 149-50, εικ. 50 (2).

[←216]

Millet and Talbot Rice, Painting, 147, εικ. 48 (2).

[←217]

Βλέπε σελ. 257. Η Πράξη Βαζελώνος 106 του 13ου αιώνα κατατάσσει μεταξύ των πληρωτέων σε εκείνο το μοναστήρι το προάστειον Χαλαμπάνια ή Χορτοκόπιον. Η πιο σημαντική περιουσία που κατείχε η μονή του Αγίου Γρηγορίου τοῦ Σαβατίωνος (προφανώς επώνυμο) τρία νομίσματα, που τώρα μεταφέρθηκαν στη Βαζελώνος με μητροπολιτικό σιγίλλιον. Αυτό το μοναστήρι μπορεί να είναι οποιοδήποτε Αγίου Γρηγορίου της περιοχής, αλλά το επίθετό του δεν απαντάται αλλού. Ο Janin, EMGCB, 264, σημειώνει ότι «όσο για τη Σαβατίωνος, δεν μπορούμε να τη βρούμε, αλλά δεδομένου ότι τα κείμενα έχουν αντιγραφεί, η επεξεργασμένη μορφή μένει να επαληθευτεί και να εξηγηθεί» (quant a Sabatiôn, on ne le retrouve pas non plus, mais étant donné que les textes ont été recopiés, la forme editée reste à vérifier et à expliquer). Μπορούμε να επαληθεύσουμε, αλλά όχι να φωτίσουμε περαιτέρω το κείμενο στο Χειρόγραφο Λένινγκραντ, φύλλο 69v (δεν υπάρχει στο Χειρόγραφο Άγκυρας), που πρέπει να τροποποιηθεί έτσι: Μονὴ ὁ ἅγ(ιος) Γρηγόριος τοῦ Σαβατίωνος δί(ον) (;) τῆς μ(ητ)ροπόλ(εως) (νομίσματα) γ. κατέχετ(αι) διὰ τιγιλλίου τ(ῆς) μ(ητ)ροπόλ(εως) παρὰ τ(ῆς) τοιαύτης μον(ῆς) τοῦ Τιμίου Προδρόμου τοῦ Ζαβουλῶν.

217α Βλέπε σελ. 258.

[←218]

Beldiceanu, Recherche, 53 (ίσως και μια εξήγηση για την επιβίωση της εκκλησίας στο κάστρο της Μπαϊμπούρτ).

[←219]

Κυριακίδης, Βαζελών, 362. Τοπαλίδης, Βαζελών, 45. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 79-80 και εικ. 30. Millet and Talbot Rice, Painting, 151-58 και εικ. 51-57. Και μια περαιτέρω φωτογραφία του Talbot Rice στο Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), εικ. 77.

[←220]

Millet and Talbot Rice, Painting, 151. Τώρα Κουρτ Μπογάν.

[←221]

Millet and Talbot Rice, Painting, 155.

[←222]

Hetherington, Dionysius of Fourna (πιο πάνω, σημ. 190), 65.

[←223]

Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 498. Βλέπε Janin, EMGCB, 292.

[←224]

Millet and Talbot Rice, Painting, 152.

[←225]

Millet and Talbot Rice, Painting, 155. Αν ο πατέρας του Αλέξιου ήταν στην πραγματικότητα στρατηγός, αυτό πιθανότατα θα χρονολογούσε την εκκλησία πριν από την οθωμανική κατάκτηση. Αλλά ένα Στρατηγός εμφανίζεται μέχρι το 1482 στην Πράξη Βαζελώνος 7, προφανώς ως οικογενειακό όνομα.

[←226]

Millet and Talbot Rice, Painting, 155.

[←227]

Νικήτας Ακομινάτος (Χωνιάτης), εκδ. Βόννης, 230, 523-24. Vryonis, Decline, 96, 128. D.I. Pallas, “Himmelsmächte, Erzengel und Engel,” RBK, III, στήλες 44-48, 54. H. Kuhn, “Zur byzantinischen Erzahlungslitteratur”, BZ, 9 (1900), 382-87. H. Longvin, Kiev’s Haghia Sophia (Κίεβο, 1971), 31-35, εικ. 191-94 και 200. R.J.H. Jenkins, “A Cross of the Patriarch Michael Cerularius”, με “An Art-historical Comment” του E. Kitzinger, DOP, 21 (1967), 235-56, 239, 247-48. A. Grabar, “La porte de bronze byzantine du Mont-Gargan et le ‘cycle de l’ange'”, στο Millenaire monastique de Mont-St.-Michel. III (Παρίσι, 1971), 364 κ.ε., και Hetherington, Dionysius of Fourna, 65. Ο Bryer είναι ευγνώμων στον Δρα Robin Cormack και την κ. Laskarina Bouras για αναφορές και συζήτηση.

227α Βλέπε σελ. 256.

[←228]

Τοπαλίδης, Βαζελών, 45. Το πραγματικό κείμενο του Τοπαλίδη έχει ως εξής: «… ἔν ἔτει 6891» -1391 μ.χ. Αλλά το 6891 είναι 1382-83. Ακολουθούμε τον Κυριακίδη, τον Χρύσανθο και τον Janin υποθέτοντας ότι είναι λάθος το μ.Χ. έτος και όχι το από κτίσεως κόσμου.

[←229]

Κυριακίδης, Βαζελών, 362 και σημ. 1. βλ. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 485, 489, 498. Janin, EMGCB, 292.

[←230]

Κυριακίδης, Βαζελών, 366. Αλλά κάποιος υποπτεύεται ότι πρόκειται για τον Μακάριο στις Πράξεις Βαζελώνος 135 του 1431, 142 του 1433, 8 του 1435 (αντίθετα με την 13 του 1435 που ονομάζει κάποιον Βλάσιο ως τότε ηγούμενο Βαζελώνος, ο οποίος εμφανίζεται στον κατάλογο του Κυριακίδη κάτω από το 1256), 160 του 1448, 151 του 15ου αιώνα και 145 του 15ου έως 16ου αιώνα.

[←231]

Π.χ., στο Talbot Rice, Haghia Sophia, εικ. 69.

[←232]

Millet and Talbot Rice, Painting, 151. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 79-80.

[←233]

Βλέπε σελ. 208 κ.ε.

[←234]

Millet and Talbot Rice, Painting, 140-42 και εικ. 44 (2) και 45.

[←235]

Π.χ., Der Nersessian, Aght’amar (βλ. πιο πάνω σημείωση 206), εικ. 61, 62.

[←236]

Millet and Talbot Rice, Painting, 152.

[←237]

Κυριακίδης, Σουμελά, 115-79. Πράξη Βαζελώνος 188 του 1694. Bryer, Isaac, and Winfield, ΑΠ, 32 (1972-73), 291-92.

[←238]

Βλέπε σελ. 281.

[←239]

Millet and Talbot Rice, Painting, 175.

[←240]

P. Henry, “La peinture moldave du XVIe siècle a-t-elle pu ètre influencée par Trébizonde?”, Byzantion, 13 (1938), 735-39.

[←241]

Cumonts, SP, II, 371: collé, comme un gigantesque pigeonnier, à une muraille de calcaire au fond d’une forêt.

[←242]

Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 289-98. Janin, EMGCB, 283-86.

[←243]

Τοπαλίδης, Βαζελών, 44, 85. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 485.

[←244]

F.E. Brightman, Liturgies Eastern and Western, I (Οξφόρδη, 1896), 311. Babic and Walter (βλ. σημείωση 190 πιο πάνω), REB, 34 (1976), 271, αριθ. 4. Μια συντομευμένη εκδοχή ίσως εμφανιζόταν στην Κάτω Εκκλησία του Σαρμασικλί (σελ. 279).

[←245]

Brightman, Liturgies, I, 310. Babic and Walter, REB, 34 (1976), 271, αριθ. 2.

[←246]

Brightman, Liturgies, I, 317. Babic and Walter, REB, 34 (1976), 271, αριθ. 11.

[←247]

Millet and Talbot Rice, Painting, 81. Talbot Rice, Haghia Sophia, 120 (ως «Ευθύμιος»).

[←248]

Η ενεργητική προπαγάνδα των κληρικών, από τον Ιωάννη Ξιφιλίνο και μετά, για τον Άγιο Ευγένιο ως προστάτη της Τραπεζούντας και, τελικά, των Μεγάλων Κομνηνών, φαίνεται στην πραγματικότητα να έχει πέσει σε πετρώδες έδαφος στη Ματζούκα, αν μπορεί κανείς να κρίνει από το γεγονός ότι μεταξύ των εκατοντάδων χριστιανικών ονομάτων που καταγράφονται στις Πράξεις Βαζελώνος υπάρχουν μόνο δύο Ευγένιοι (στις Πράξεις 27 του 13ου αιώνα και 63 του 1278. Η Πράξη 117 του 13ου αιώνα αναφέρει τον Άγιο Ευγένιο ως τοπωνύμιο). Κατά τα άλλα υπάρχει μόνο η μοναχή Ευγενία Τραπεζοντιοπούλα, που έδωσε μια εικόνα στον San Giorgio dei Greci της Βενετίας τον 17ο αιώνα (Μ. Chatzidakis, Ιcônes de SaintGeorges des Grecs [Βενετία, 1962], 88-90). Συγκρίνετε αυτούς τους οικτρά λίγους Ευγένιους, με τους Σπυρίδωνες που κατακλύζουν την Κέρκυρα και με τον κομπασμό του Λαζαρόπουλου (στο επιμ. Papadopoulos-Kerameus, FHIT, 141), ότι τόσοι Τραπεζούντιοι ονομάζονταν Ευγένιος, ώστε ένας Κωνσταντινουπολίτης δικαστής μπερδεύτηκε, όταν εκδίκαζε μια υπόθεση, γιατί καθένας από τους τρεις Τραπεζούντιους μάρτυρες που κάλεσε, έδωσε το Ευγένιος ως όνομά του.

[←249]

O. Retowski, Die Münzen der Komnenen von Trapezunt (Μόσχα, 1910), 71.

[←250]

Είμαστε ευγνώμονες στην κ. Jane Hampartumian (το γένος Isaac) για αυτές τις μετρήσεις.

[←251]

Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 79.

[←252]

Βλ. L’art bvzantin du XIIIe siècle. Symposium de Sopocani, 1965, επιμ. V.J. Djuric (Βελιγράδι, 1967).

[←253]

Κυριακίδης, Βαζελών, 364-65. Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 300 σημ. 1.

[←254]

Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 78-79. Πράξεις Βαζελώνος 46 του 1264, και 62 του 13ου αιώνα. Ιoannides, Historia, 241. Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 298-301, σχήμα 22, εικ. 92-93. Ο Τοπαλίδης, Βαζελών, 44, δηλώνει ότι η Κρεμαστή ήταν μετόχιον του 18ου αιώνα, που επανιδρύθηκε το 1878.

[←255]

Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 78 και εικ. 29. Κυριακίδης, Βαζελών, 365. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 96, 104: Ἁγ’-Ηὐέντς. Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 137.

[←256]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 101.

[←257]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 111.

[←258]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 111.

[←259]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 111.

[←260]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 111.

[←261]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 111.

[←262]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 111.

[←263]

Πράξη Βαζελώνος 48 του 1439. Janin, EMGCB, 285. Τοπαλίδης, Βαζελών, 95-96. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 109. Κυριακίδης, Βαζελών, 366.

[←264]

Πράξεις Βαζελώνος 105 και 106 του 13ου αι. Janin, EMGCB, 274, 285. Τοπαλίδης, Βαζελών, 95-96. Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 112. Οι Bryer and Winfield σημείωσαν περιφραγμένο περίβολο που θα μπορούσε να ήταν ο χώρος του μοναστηριού, ΑΠ, 30 (1970), 306-7.

[←265]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 114. Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 307.

[←266]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 114. Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 307.

[←267]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 114.

[←268]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 120. Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 304-6.

[←269]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 120.

[←270]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 136. Κυριακίδης, Βαζελών, 365.

[←271]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 120. Κυριακίδης, Βαζελών, 365.

[←272]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 136.

[←273]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 136.

[←274]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 136.

[←275]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 136.

[←276]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 131. Κυριακίδης, Βαζελών, 365. Τοπαλίδης, Βαζελών, 72-74, 82.

[←277]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 149.

[←278]

Πράξη Βαζελώνος 104 του 13ου αι. Clavijo (1404), 116. Τοπαλίδης, Βαζελών, 82.

[←279]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 140, 141, 149.

[←280]

Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 302-7.

[←281]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 159. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1930), 78. Bryer and Winfield, ΑΠ, 30 (1970), 302-4.

[←282]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 163.

[←283]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 163.

[←284]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 157, 159.

[←285]

Ζερζελίδης, ΑΠ, 23 (1959), 163-64.

[←286]

Cumonts (1900), 361: “il subsiste les fondations d’une tour ronde à l’extremité de la crête que suivait l’enceinte. Au pied, jaillit une source ferrugineuse“. Deyrolle (1869). Clavijo (1404), 116-17.

[←287]

Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 137.

error: Content is protected !!
Scroll to Top