19. Ενότητα 16. Κολώνεια

<-Ενότητα 15: Τρίπολις και ποταμός Φιλαβωνίτης Ενότητα 17: Από τον Φιλαβωνίτη στην Τρικωμία->

Ενότητα 16: Κολώνεια

Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Κολώνεια δεν έπεσε ποτέ σε Τραπεζούντια χέρια. Όμως βρισκόταν στην οικονομική, παρά στην πολιτική, σφαίρα των Μεγάλων Κομνηνών, γιατί η περιοχή παρήγαγε στυπτηρία. Όπως και τον 19ο αιώνα, η στυπτηρία πιθανότατα εξορυσσόταν από Έλληνες. Ένα μέρος της εξαγόταν στην Ευρώπη μέσω της επικράτειας της Τραπεζούντας, αρχικά μέσω της ίδιας της Τραπεζούντας και στη συνέχεια (όταν οι διαδρομές της Χαλδίας έγιναν επικίνδυνες), μέσω Κερασούντας. Αυτός είναι ο λόγος της συμπερίληψης της Κολώνειας στην παρούσα Μελέτη.

ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ

Μια επιγραφή που βρέθηκε αρχικά σε εκκλησία στο κάστρο του Σέμπιν Καραχισάρ πρέπει να ταυτίζει την τοποθεσία με την Κολώνεια χωρίς εύλογη αμφιβολία. Αναφέρεται σε κάποιον Ιωάννη, αυτοκρατορικό στράτορα και δρουγγάριο της Κολώνειας. Οι μορφές των γραμμάτων, όπως τα ξέρουμε από δημοσιευμένα πανομοιότυπα, υποδηλώνουν χρονολογία του 9ου ή του 10ου αιώνα.1 Μια αδημοσίευτη σφραγίδα του Ιωάννη, αυτοκρατορικού στράτορα και παραφύλακα της Κολώνειας, μπορεί να αποδοθεί στην ίδια περίοδο και θα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρεται στο ίδιο πρόσωπο.2

Το Μαυρόκαστρον εμφανίζεται ως εναλλακτικό όνομα για την Κολώνεια από τον 11ο αιώνα. Ο Ατταλειάτης ονομάζει το θέμα και την πόλη Κολώνεια, αλλά Μαυρόκαστρον το κάστρο που σκαρφαλώνει πάνω από την πόλη.3 Τον 12ο αιώνα ο Συνεχιστής του Σκυλίτζη αναφέρεται, προφανώς, και στο κάστρο και στην πόλη ως Μαυρόκαστρον,4 αν και η Άννα Κομνηνή χαρακτηριστικά διατηρεί το παλαιό όνομα Κολώνεια,5 που φυσικά εξακολουθούσε να χαρακτηρίζει την περιοχή. Το πιο περίεργο είναι ότι ο Ιμπν Μπίμπι και οι επιγραφές στα μεταγενέστερα νομίσματα της ηγεμονίας του Ερέτνα διατηρούν την αρμενική εκδοχή της: Κογκόνιγια.6 Τον 18ο αιώνα οι ντόπιοι Έλληνες εξακολουθούσαν να την αποκαλούν Κολώνεια, αλλά είχαν επιλέξει και ένα τουρκικό όνομα: Καραχισάρ.7 Μια περαιτέρω επιπλοκή ήρθε τον 19ο αιώνα, όταν ο τόπος έγινε Νικόπολη, όσον αφορά τους εκκλησιαστικούς και ορισμένους αρχαιολόγους.8 Η ίδια η Νικόπολη βρίσκεται στο Πουρκ, 25 χλμ. νοτιοδυτικά.9

Φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρο ότι το τουρκικό Καραχισάρ, που συναντάται μετά τον 14ο αιώνα, είναι μετάφραση του λαϊκού βυζαντινού Μαυροκάστρου, ονομασία που μπορεί αρχικά να ίσχυε μόνο για το μαύρο κάστρο πάνω από την ελληνική, αρμενική και τουρκική πόλη Κολώνεια-Κογκόνιγια. Οι οθωμανικές παραλλαγές ήσαν το Σαπ Καραχισάρ («Μαύρο Κάστρο Στυπτηρίας») και το Σάρκι Καραχισάρ («Ανατολίτικο Μαύρο Κάστρο»), για να το ξεχωρίζουν από το «Μαύρο Κάστρο του Οπίου», το Αφιόν Καραχισάρ, που βρίσκεται στα δυτικά.10 Τον τελευταίο περίπου αιώνα η πόλη και το κάστρο ονομάζονται Σέμπιν Καραχισάρ.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Ο μεγάλος μαύρος βράχος από βασάλτη της Κολώνειας υψώνεται απότομα από πλούσια πεδιάδα, η χαμηλότερη στάθμη της οποίας βρίσκεται περίπου στα 1.450 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και περιβάλλεται από τις τρεις πλευρές από άνυδρα, με ραβδώσεις στυπτηρίας βουνά και από μια έξοδο στην κοιλάδα του Λύκου προς νότο.11 Ο βράχος έχει μήκος περίπου 1.000 μέτρα, πλάτος 500 μέτρα και ύψος 160 μέτρα. Στέκεται σχεδόν κατακόρυφος, «σαν νησί μόνο στη μέση θάλασσας από λουλούδια που κυματίζει»,12 εκτός από μια πολύ απότομη πλαγιά προς τα νοτιοδυτικά. Αυτή δίνει πρόσβαση από την πόλη, ή vicus, μέχρι την κύρια, και εκείνη που φαίνεται ότι ήταν η μοναδική είσοδος στο κάστρο.13

Η Κολώνεια είναι το πιο τρομερό από τα φυσικά οχυρά του Πόντου, αλλά οι περιοχές που ελέγχει δεν ανταποκρίνονται στην κλίμακά της. Η ευάλωτη και πιο χαμηλά ευρισκόμενη Νικόπολη ήταν μάλιστα πιο σημαντικό κέντρο επικοινωνιών και διοικούσε πιο εκτεταμένα εδάφη. Η Κολώνεια είναι περισσότερο κλεισούρα. Κρυμμένη στο αδιέξοδο της, μακριά από τον μεγάλο δρόμο Ταυλάρων-Σατάλων, η Κολώνεια δεν εμφανίζεται σε κανένα από τα Itineraria. Θα ήταν σχεδόν απόρθητη το καλοκαίρι και απλώς απρόσιτη τους χειμερινούς μήνες, όταν είναι χιονισμένη. Είναι πραγματικά καταφύγιο παρά τόπος στρατηγικής σημασίας. Αυτό ήταν αναμφίβολα που προσέλκυσε τους αυτονομιστές Παυλικιανούς στην περιοχή τον 7ο μέχρι τον 9ο αιώνα. Η Κολώνεια δεν μπορούσε να διοικεί τη σχετικά μακρινή κοιλάδα του Λύκου, αλλά μπορούσε να προστατεύει τα τοπικά ορυχεία στυπτηρίας και την επισφαλή διαδρομή της στυπτηρίας προς βορρά, προς την Κερασούντα. Όμως αυτή η λειτουργία δύσκολα μπορεί να ήταν σημαντική στους βυζαντινούς χρόνους, όταν δεν υπάρχουν στοιχεία ότι τότε εκμεταλλεύονταν πραγματικά τα μεταλλεία στυπτηρίας, ενώ ήταν ελάχιστα επιτυχημένη στους τραπεζούντιους χρόνους, όταν η διαδρομή, αλλά όχι τα ορυχεία, ελεγχόταν από τους Μεγάλους Κομνηνούς.

Ο σημερινός δρόμος κινείται προς βορρά περνώντας το πρώην αρμενικό χωριό Ταμζάρα, προς ένα φαράγγι περίπου 10 χλμ. από το Σέμπιν Καραχισάρ. Εδώ, τον 19ο αιώνα, δούλευαν τη στυπτηρία Έλληνες χωρικοί από το Κατοχώριον (Gedahor) και το Κοΐνουκ (Γκοϊνούκ), κυρίως στους ροζ γκρεμούς στη δυτική πλευρά του δρόμου, όπου υπάρχουν ίχνη της επιφανειακής σε μεγάλο βαθμό εξόρυξης. Η στυπτηρία ξεπλενόταν σε διάφορα σημεία πιο πέρα κατά μήκος του φαραγγιού.14 Αυτή είναι η μόνη περιοχή που είναι γνωστό ότι έχει δουλευτεί πρόσφατα και δεν βλέπουμε κανένα λόγο να μην αντιπροσωπεύει επίσης τα κλασικά και τραπεζούντια ορυχεία.

ΙΣΤΟΡΙΑ

Τόσο εξέχον είναι το οχυρό της Κολώνειας, που δύσκολα θα διέφευγε της προσοχής των Ποντίων βασιλέων ή να μην ήταν ένα από τα εβδομηνταπέντε φρούρια θησαυρών του Μιθριδάτη, των οποίων οι τρύπες του νερού φράχτηκαν και τα τείχη κατεδαφίστηκαν από τον Πομπήιο. Είναι υποψήφιo για τη Σινορία.15 Ο Προκόπιος σημειώνει ότι χτίστηκε «από ανθρώπους της αρχαίας εποχής»,16 και οι πέντε ογκώδεις λαξευμένες σήραγγες και στέρνες του (μαζί με λαξευμένους στο βράχο αγωγούς νερού, ταψιά συλλογής και σκαλοπάτια) είναι χαρακτηριστικές άλλων ποντιακών παραδειγμάτων που εξέτασε ο Ζερφανιόν.17 Τα σημερινά τείχη στέκονται σε προφανώς αρχαία, λαξευμένη σε βράχο θέση, αλλά δεν υπάρχει βέβαιο ίχνος προ-ρωμαϊκής τοιχοποιίας. Αυτό θα επιβεβαίωνε ότι ο Πομπήιος κατέστρεψε μάλιστα το αρχαίο φρούριο, αν δεν υπήρχε το γεγονός ότι ο Προκόπιος υποστηρίζει αντίθετη ιστορία: ότι ο Πομπήιος στην πραγματικότητα ενίσχυσε τον τόπο. Αυτό είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί, γιατί ούτε συγκεκριμένο ίχνος ρωμαϊκής τοιχοποιίας διασώζεται, αλλά πριν απορριφθεί η έννοια, πρέπει να σημειωθούν δύο λατινικές επιγραφές που ανέφερε ο Τέιλορ.18 Η πρώτη ήταν θραύσμα στην ακρόπολη, το οποίο έγραφε:

Image

Η δεύτερη, «μια λατινική επιγραφή του Πομπήιου» σε πλάκα γρανίτη, είχε εξαφανιστεί από την πλευρά της εξωτερικής πύλης ένα ή δύο χρόνια πριν από την επίσκεψη του Τέιλορ το 1866, και δεν φαίνεται να έχει σημειωθεί αλλιώς. Το όνομα σίγουρα υποδηλώνει την εγκατάσταση ρωμαϊκής αποικίας. Ο Προκόπιος αναφέρει ότι ήταν ο Πομπήιος που την ονόμασε Κολώνεια. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι τα τοπικά ορυχεία στυπτηρίας ήσαν αρκετά σημαντικά για τη ρωμαϊκή κυβέρνηση, ώστε να την ανακηρύξει αποικία και ως εκ τούτου να την κυβερνά άμεσα.

Οι πρώτες φιλολογικές αναφορές στην Κολώνεια δεν γίνονται παρά μόνο με δύο επιστολές του Αγίου Βασιλείου, που περιέχουν επίσης τις πρώτες αναφορές ενός εκεί επισκόπου.19 Η Κολώνεια ήταν αρχικά επισκοπή υπαγόμενη στη Νικόπολη, έγινε ανεξάρτητη αρχιεπισκοπή περίπου την ίδια εποχή με τον προβιβασμό της σε θέμα τον 9ο αιώνα και τελικά μητρόπολη χωρίς υπαγόμενες σε αυτήν επισκοπές (παρά μόνο σε έναν κατάλογο) από τα τέλη του 10ου αιώνα. Στους καταλόγους έπεσε από την 31η στην 68η θέση, αλλά αναφέρεται μέχρι τον 15ο αιώνα. Εννέα επίσκοποι είναι γνωστοί από τα τέλη του 4ου αιώνα μέχρι περίπου το 1030. Το 1390 περιήλθε, μαζί με άλλες γειτονικές έδρες που λίγο-πολύ είχαν εγκαταλειφθεί, στη δικαιοδοσία της Τραπεζούντας. Τον 17ο αιώνα ήταν πια απλώς επιμελητεία της Τραπεζούντιας μονής Σουμελά, αλλά τον 19ο αιώνα έγινε η ίδια μητροπολιτική έδρα Νικόπολης (της οποίας η Κολώνεια είχε αρχίσει τη ζωή ως υπαγόμενη επισκοπή).20

Η περιοχή, όμως, ταυτίστηκε με την αίρεση από τον 7ο αιώνα, όταν ο Γεωργιανός Καθολικός Κυρίων έμαθε για τον Νεστοριανισμό από ιερέα της Κολώνειας.21 Ο Κωνσταντίνος-Σιλουανός, ο παλαιότερος Αρμένιος Παυλικιανός αιρετικός, ίδρυσε μια Εκκλησία της «Μακεδονίας» στο κάστρο της Κίβοσσας, κοντά στην Κολώνεια (εἰς Κίβοσσαν τὸ κάστρον, πλησίον Κολωνείας)22 τη δεκαετία του 670. Αμέσως μετά ιδρύθηκε η Εκκλησία της Λαοδικείας στην Κυνὸς χώραν(Κοινοχωρίται).23 Η ταύτιση της τελευταίας από τον Γκρεγκουάρ με το περίφημο ποντιακό κάστρο του Καινοχωρίου24 είναι ευτυχής, αλλά πρότεινε το Κογιουλχισάρ ή “Geusuk” για Κίβοσσα.25 Δεν γνωρίζουμε κανένα μέρος που να αντιστοιχεί στο “Geusuk” (Γκιοζούκ ;) και το Κογιουλχισάρ είναι ήδη υπερπροικισμένο με πιθανά κλασικά και βυζαντινά ονόματα.26 Επιπλέον, ο Πέτρος της Σικελίας, η πηγή μας των αρχών του 10ου αιώνα, εντόπισε συγκεκριμένα την Κίβοσσα κοντά στην Κολώνεια, ενώ το Κογιουλχισάρ είναι πιο κοντά στη Νικόπολη. Το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος-Σιλουανός οδηγήθηκε για την εκτέλεσή του νότια της Κολώνειας μπορεί ίσως να ερμηνευθεί ότι σημαίνει ότι η Κίβοσσα δεν βρισκόταν προς εκείνη την κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση, η Κίβοσσα πρέπει να αναζητηθεί στα βουνά γύρω από την Κολώνεια. Κανένα σύγχρονο τοπωνύμιο δεν φαίνεται να αντιστοιχεί σε αυτήν, οπότε πρέπει κανείς να αναζητήσει κάστρο. Ο καταλληλότερος (και μόνος μεγάλος) υποψήφιος είναι το Σισόρτα Καλέ, το «Κάστρο στην Ομίχλη», 33 χλμ. δυτικά-βορειοδυτικά του Σέμπιν Καραχισάρ.27 Οι Παυλικιανοί προφανώς ευνοούσαν απομακρυσμένα και απρόσιτα οχυρά όπως το Σισόρτα, αλλά δεν υπάρχουν λόγοι, εκτός από εκείνους της γεωγραφικής πιθανότητας, για την ταύτιση του Σισόρτα Καλέ με την Κίβοσσα.

Ο Κωνσταντίνος-Σιλουανός της Μακεδονίας-Κίβοσσας καταδικάστηκε σε θάνατο με λιθοβολισμό από τον αυτοκρατορικό αξιωματούχο Συμεών περί το 683 και μάλιστα σκοτώθηκε από έναν από τους μαθητές του, τον Ιούστο, νότια της Κολώνειας. Ο Συμεών αποστάτησε στους Παυλικιανούς και ως Συμεών-Τίτος επανίδρυσε την Εκκλησία της Μακεδονίας-Κίβοσσας. Σκοτώθηκε με τη σειρά του πριν από το 687. Η Κολώνεια παρέμεινε κέντρο Παυλικιανών μέχρι τον 9ο αιώνα και ήταν σαφώς πολύ ποικιλόμορφη εθνοτικά. Περί το 853 έναν άλλο Παυλικιανό αρχηγό, τον Σέργιο-Τυχικό, τον σκότωσε ὁ…. Τζανίων ἀπὸ καστέλλου τῆς Νικοπόλεως. 28 Το όνομα Τζανίων είναι υπενθύμιση των Καυκάσιων Τζάννων και της μετέπειτα Χαλδικής Τραπεζούντιας οικογένειας των Τζανιχιτών της Τζάνιχας, 29 και το απόσπασμα δείχνει ότι η Νικόπολη ήταν ακόμη οχυρωμένο κάστρο. Όμως οι τεχνητές οχυρώσεις που διασώθηκαν, οι οποίες φαίνεται ότι είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου έργο του Ιουστινιανού, δεν έφτιαξαν παρά ένα απλό κάστρο. Η εκτεθειμένη θέση της Νικόπολης οδήγησε φυσικά στην αντικατάστασή της, διοικητικά και εκκλησιαστικά, από την Κολώνεια κατά τις αραβικές επιδρομές, από τις οποίες δεν συνήλθε ποτέ.

Σύμφωνα με τον Προκόπιο, ο Ιουστινιανός κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για να ενισχύσει την Κολώνεια και να δώσει στην περιοχή ευημερία.30 Η παλαιότερη, φραγμένη, πύλη προς το κάστρο μπορεί ίσως να αποδοθεί σε αυτήν την περίοδο. Ο Ιουστινιανός και ο Ιεροκλής αναφέρονται στην Κολώνεια ως αστικό κέντρο.31 Η σχετικά απομακρυσμένη θέση της πιθανότατα τη διέσωσε από τις χειρότερες από τις αραβικές επιδρομές, αλλά καταλήφθηκε για λίγο από τον Γιαζίντ μπεν Ουσάιντ αλ-Σουλάμι το 77832 και τα γύρω χωριά της καταστράφηκαν από τον Σαΐφ αλ-Ντάουλα το 939-40.33 Η Κολώνεια έγινε κλεισούρα.34 Υπάρχει κάποια αμφιβολία ως προς το πότε ακριβώς δημιουργήθηκαν τα θέματα Κολωνείας και Χαλδίας από το Αρμενιακών, ακολουθώντας το πρότυπο μικρότερων ενοτήτων του 10ου αιώνα, αλλά η βασιλεία εκείνου που μπορεί κάλλιστα να ήταν ο πρώτος δουξ (ή, πιθανώς, τουρμάρχης) της Κολώνειας, του σπαθάριου Κάλλιστου, μπορεί να χρονολογηθεί ακριβώς. Σύμφωνα με μια εκδοχή του Βίου των Σαράντα Μαρτύρων του Αμορίου, που συντέθηκε περί το 845-46, ο Θεόφιλος διόρισε δούκα Κολωνείας με τη διαθήκη του τον εικονoλάτρη Κάλλιστο, σε μια προσπάθεια να απαλλάξει την πρωτεύουσα από αυτόν.35 Ο Θεόφιλος πέθανε το 842. Ο Κάλλιστος προδόθηκε από τους Παυλικιανούς στρατιώτες του στους μουσουλμάνους και πέθανε μαζί με τους Σαράντα Μάρτυρες (αλλά χωρίς να συγκαταλέγεται σε αυτούς) στις 6 Μαρτίου 845. Ένας στρατηγός Κολώνειας αναφέρεται το 863,36 που συχνά θεωρείται ότι είναι η πρώτη ένδειξη για την ύπαρξη του θέματος. Όμως το ότι η Κολώνεια είχε δούκα περί το 842-45 είναι αναμφίβολο. Φαίνεται επομένως πολύ λογική υπόθεση ότι ήταν τότε θέμα.

Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος περιγράφει ότι το συγκριτικά μικρό θέμα αναπτυσσόταν ανατολικά της Νεοκαισάρειας και περιλαμβάνονταν σε αυτό ἡ πόλιςἈβραβρακηνῶν,37 το όρος Φαλακρός (είτε το Φρακτίν, 70 χλμ. νότια-νοτιοδυτικά της Αζιζιγιέ ή, πιθανότερα, το Καρατσάμ Νταγ), η Νικόπολις (Πουρκ) και η Τεφρική (Ντιβριγί).38 Το θέμα είχε δεκαέξι μη κατονομαζόμενα οχυρά (ένα από τα οποία ήταν σίγουρα το Σισόρτα Καλέ), ξεκινούσε ως δέκατο στις καταχωρίσεις και προβάλλει σε αυτές μέχρι την κατάρρευσή του τον 11ο αιώνα.39

Το κάστρο ίσως επισκευάστηκε εναντίον των Αράβων στις αρχές του 10ου αιώνα. Ο Ιωαννίδης σημείωσε τη χρονολογία 902/3 πάνω από μια πύλη,40 και ίσως στην ίδια περίοδο μπορεί να αποδοθεί και η ίδρυση του ναού του κάστρου από τον Ιωάννη, αυτοκρατορικό ιερέα και δρουγγάριο της Κολώνειας.

Το 1057 η Κολώνεια βρισκόταν στα χέρια του περίφημου Νικηφόρου Κατακαλώνος Κεκαυμένου, που συγκέντρωσε τις θεματικές εισφορές για να υποστηρίξει την επιτυχημένη εξέγερση του Ισαάκιου Κομνηνού.41 Ο Ρωμανός Διογένης πέρασε από αυτήν το 1068, ενώ τον επόμενο χρόνο βρέθηκε στα χέρια του διοικητή Κρίσπιν, Νορμανδο-Ιταλού μισθοφόρου.42 Η περιοχή τότε μάλλον απογυμνώθηκε από Βυζαντινούς στρατιώτες και μπορεί κάλλιστα να ήσαν δυσαρεστημένοι. Το υπάρχον αρμενικό στοιχείο ενισχύθηκε από πρόσφυγες από την ανατολή κατά τη διάρκεια του αιώνα. Η Κολώνεια πιθανώς πέρασε στους Τούρκους το 1071 ή πολύ σύντομα μετά. Το 1106 περιήλθε για λίγο στα χέρια του Γρηγορίου Ταρωνίτη (γνωστού και ως Γαβρά;), δούκα της Χαλδίας.43 Ο Γρηγόριος ήταν σύμμαχος του εμίρη Ντανισμέντ και είναι πιθανό ότι η περιοχή ήταν ήδη έδαφος Ντανισμέντ. Μετά, ή και πριν, την πτώση της τη δεκαετία του 1170, η Κολώνεια φαίνεται ότι δεν πέρασε στους Σελτζούκους κατακτητές των Ντανισμέντ ή στους Μενγκούκ του κοντινού Ερζιντζάν, αλλά στους Σαλτούκ του Ερζερούμ. Εν πάση περιπτώσει, ο Μεχμέτ ιμπν Σαλτούκ μπόρεσε να παραχωρήσει στον Ανδρόνικο Κομνηνό, τον μελλοντικό αυτοκράτορα, ένα κάστρο κοντά στην Κολώνεια κατά τα έτη 1173 μέχρι 1176/77.44 Άραγε αυτό το κάστρο ήταν η Κίβοσσα ή το Σισόρτα Καλέ (ή και τα δύο); Ο τυχοδιώκτης Ανδρόνικος θα ευνοούσε ένα οχυρό στα σύνορα ακριβώς των εδαφών των Σαλτούκ και των Βυζαντινών, που εκτείνονταν κατά μήκος του Παρυάδρη, όπως το Σισόρτα. Το 1201/2 οι Μενγκούκ διαδέχθηκαν τους Σαλτούκ στην Κολώνεια.45 Τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν για να δείξουν ότι οι Μεγάλοι Κομνηνοί την κράτησαν για λίγο καιρό μετά είναι πολύ αμφίβολα και μπορούν να απορριφθούν.46

Οι Μενγκούκ ήσαν υποτελείς του Ικονίου, αλλά μετά την κατάρρευση του κράτους των Σελτζούκων, η Κολώνεια πέρασε στους απογόνους του Ερέτνα και στη συνέχεια στις Τουρκμενικές συνομοσπονδίες. Το 1408, μετά την εισβολή του Τιμούρ, βρισκόταν στα χέρια του Γκιοζέρογλου. Δέκα χρόνια αργότερα πήγε στους Τουρκμένους Καρά Κογιουνλού και το 1459 στον Ουζούν Χασάν της συνομοσπονδίας Ακ Κογιουνλού. Ίσως ο Ουζούν Χασάν τη θεωρούσε ως μέρος της «Καππαδοκικής» προίκας της Τραπεζούντιας συζύγου του Θεοδώρας. Έχει επίσης προταθεί ότι τα Ευαγγέλια του Καραχισάρ έφτασαν στην Κολώνεια ως αποτέλεσμα της συμμαχίας.47 Ο Μωάμεθ Β’ κατέλαβε το Κογιουλχισάρ το 1461, αλλά με σύνεση παρέκαμψε την Κολώνεια στον δρόμο του προς την Τραπεζούντα. Πήρε το φρούριο μόνο το 1478 μετά τη μάχη του Τερτζάν (Δερξηνή), αναθέτοντας τα ορυχεία στυπτηρίας της στο θησαυροφυλάκιό του.48

Allume di rocca di Colonna“. Τα ορυχεία στυπτηρίας του Πόντου, σχεδόν σίγουρα αυτά της Κολώνειας, αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Πλίνιο.49 Η λεπτή στυπτηρία χρησιμοποιήθηκε αρχικά για ιατρικούς σκοπούς (ως στυπτικό ή για γύψο χειρουργού), για γυάλισμα ασημένιων και χρυσών, και για χρωστικές στη ζωγραφική. Σήμερα χρησιμοποιείται τοπικά για τη βυρσοδεψία δέρματος. Αυτοί οι σκοποί δεν απαιτούν μεγάλες ποσότητες στυπτηρίας. Δεν φαίνεται να υπάρχουν συγκεκριμένες αναφορές σε βυζαντινή βιομηχανία εξόρυξης στυπτηρίας, ίσως επειδή η ζήτηση ήταν τόσο μικρή. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ποντιακή στυπτηρία δεν παραγόταν ακόμη, αλλά δεν ήταν σημαντική.

Η κατάσταση άλλαξε από τον 12ο αιώνα, όταν η ευρωπαϊκή κλωστοϋφαντουργία άρχισε να απαιτεί στυπτηρία σε πολύ μεγάλη κλίμακα, κυρίως για φινίρισμα.50 Στην αρχή ερχόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από την Αίγυπτο ή μέσω αυτής.51 Ένα σύμφωνο του 1236 είναι η πρώτη σαφής ένδειξη για την εξόρυξη και εξαγωγή στυπτηρίας της Ανατολίας, στην προκειμένη περίπτωση στην Κύπρο.52 Ο Ρουμπρίκουις βρήκε το εμπόριο σε χέρια Γενουατών στο Ικόνιο και ο Βενσέν ντε Μποβέ σημείωνε ότι την έβρισκαν κοντά στη Σίβας (Σεβάστεια). Ίσως εννοούσε την Κολώνεια. Η εταιρεία Ζακαρία έλαβε την περίφημη παραχώρηση της στυπτηρίας στη Φώκαια το 1275. Το πιο εκπληκτικό είναι ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η στυπτηρία είχε εξορυχθεί εκεί πριν.53 Το ερώτημα που πρέπει να έχουμε κατά νου είναι πόση από τη «φωκαϊκή» στυπτηρία που εξαγόταν από εκεί προερχόταν στην πραγματικότητα από την Κολώνεια. Η πρώτη νύξη για έναν ανταγωνιστή της Φώκαιας από τον Εύξεινο έρχεται περί το 1275, όταν εκδόθηκε πρόσταγμα υπέρ της εταιρείας Ζακαρία, που απαγόρευε στους Γενουάτες να εισάγουν στυπτηρία από τη Μαύρη Θάλασσα. Ένα ελληνικό πλοίο με στυπτηρία κατασχέθηκε αμέσως μετά. Το εμπάργκο άρθηκε το 1304.54 Όμως κατά τη διάρκεια του εμπάργκο υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Γενουάτες έστελναν στυπτηρία στον Εύξεινο, που διακινούνταν μέσω Τραπεζούντας και προερχόταν από την Κολώνεια. Το 1289 έρχεται η πρώτη αναφορά γενουάτικης αποστολής “allume di rocca di Colonna”, ενός φορτίου 500 κανταριών. Το 1290 καταγράφεται δύο φορές η εξαγωγή στυπτηρίας μέσω Τραπεζούντας στον Καφφά, η μία με αποστολή 50 κανταριών.55

Η στυπτηρία προερχόταν από τρεις περιοχές της Ανατολίας, από τις οποίες η “Colonna” παρήγαγε “allume di rocca” (στυπτηρία βράχου), την καλύτερη ποιότητα. Η “Colonna” είναι, όπως έχει αναγνωριστεί από καιρό, η Κολώνεια, όνομα που χρησιμοποιείται ακόμη τον 14ο αιώνα. Αλλά η ταύτιση από τον Χέιντ της Κολώνειας απλώς με το «Καραχισάρ» έχει οδηγήσει τους σύγχρονους σχολιαστές να τη συγχέουν με το Αφιόν Καραχισάρ (Ακροϊνόν, Νικόπολις), νοτιοδυτικά της Άγκυρας και πολλά μίλια από τη θάλασσα.56

Στη δεκαετία του 1290, η στυπτηρία της Κολώνειας μεταφερόταν προφανώς ανατολικά μέσω Χεριάνων και Χαλδίας και στη συνέχεια βόρεια μέχρι την Τραπεζούντα. Από τη δεκαετία του 1340, μετά την άρση του εμπάργκο του Ευξείνου και καθώς οι Τουρκμένοι είχαν κάνει αυτή τη διαδρομή επικίνδυνη, στελνόταν απευθείας στη θάλασσα στη «Κισέντε», όπως ξεκαθαρίζει το εγχειρίδιο του Πεγκολότι: «Η στυπτηρία από τον βράχο της Κολώνειας είναι η καλύτερη στυπτηρία που δουλεύεται, και δουλεύεται στην Τουρκία μέσα στη θάλασσα, και πιάνει σκάλα στο Κισέντε της Τουρκίας, μέσα στη θάλασσα, στο λιμάνι κοντά στην Τραπεζούντα, και έρχεται επτά ημέρες υπόγεια. Και παράγει το εν λόγω μέρος κάθε έτος συνολικά, όπως λένε, 14 χιλιάδες γενουάτικα καντάρια».57

Το «Κισέντε», η «σκάλα» κοντά στην Τραπεζούντα, πρέπει να είναι η Κερασούς («Κιρισόντα» και παραλλαγές στους πορτολάνους),58 μέσω της οποίας εξαγόταν στυπτηρία και τον 19ο αιώνα.59 Υπάρχουν υπολείμματα τουλάχιστον πέντε χανιών στον παλαιό δρόμο Κολώνειας-Κερασούντας,60 που αντιστοιχούν στις επτά ημέρες αχθοφορικών του Πεγκολότι, επίπονη δουλειά αλλά προφανώς πιο εύκολη από τη μεταφορά μέσω του κύριου δρόμου της Τραπεζούντας.

Η εκχώρηση στυπτηρίας Φώκαιας έληξε το 1458. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Πίος Β’, ανακαλύπτοντας ακόμη καλύτερη στυπτηρία στην Τόλφα, στα Παπικά Κράτη, άλλαξε εντελώς την εμπορική κατάσταση και μπόρεσε να χρηματοδοτήσει την κακή σταυροφορία του από αυτή τη στυπτηρία.61 Αλλά από τα μέσα του 13ου μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα, οι αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές βιομηχανίες κλωστοϋφαντουργίας εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό από μαζικές εισαγωγές στυπτηρίας της Ανατολίας. Θεωρητικά, η Κολώνεια έπρεπε να είχε φτιάξει περιουσία για τους Μεγάλους Κομνηνούς, παρόλο που στην πραγματικότητα δεν βρισκόταν στα χέρια τους.

Ο λόγος για αυτό είναι ότι ο Πεγκολότι δηλώνει πολλές φορές ότι η στυπτηρία της Κολώνειας ήταν η καλύτερη στον κόσμο, καλύτερη ακόμη και από εκείνη της Φώκαιας, όπως αργότερα την επαινούσε ο Εβλία.62 Ο Πεγκολότι αναφέρει επίσης ότι η απόδοσή της ήταν ίδια με εκείνη της Φώκαιας: η Κολώνεια παρήγαγε 14.000 γενουάτικες καντάρες ετησίως, περίπου 700.000 κιλά ή 684 αγγλικούς τόνους.

Αυτή η ποσότητα είναι σημαντικά περισσότερη από τη συνολική ιταλική εξαγωγή από την Τραπεζούντα σε ένα χρόνο, η οποία σπάνια μπορούσε να ξεπερνά τους 200 τόνους. Οι συμβάσεις του 1289/90, ομολογουμένως όταν υπήρχε εμπάργκο στην εξαγωγή στυπτηρίας από τη Μαύρη Θάλασσα, ανέρχονται σε 26,9 τόνους το πολύ. Το ότι οι Ιταλοί ενδιαφέρονταν για την Κερασούντα αποδεικνύεται από την επιδρομή τους αντιποίνων στη σκάλα στυπτηρίας το 1348.63 Αλλά ούτε η Βενετία ούτε η Γένουα είχαν αξιωματικό εκεί και η στυπτηρία δεν αναφέρεται σε καμία από τις τραπεζουντο-ιταλικές εμπορικές συνθήκες. Όμως αν η στυπτηρία της Κολώνειας ήταν τόσο καλή και εξαγόταν μέσω Κερασούντας σε τέτοιες ποσότητες, μπορεί να αναμένεται ότι ήταν ένα από τα οικονομικά στηρίγματα των Μεγάλων Κομνηνών, το οποίο ανταγωνίζονταν μόνο οι αδελφοί Ζακαρία. Σαφώς δεν ήταν.

Η εξήγηση πρέπει να είναι ότι, ενώ ο Πεγκολότι έχει πιθανώς δίκιο όταν αναφέρει λεπτομερώς την ποσότητα και την ποιότητα της στυπτηρίας της Κολώνειας που εξορυσσόταν τη δεκαετία του 1340 και δηλώνει ότι υπήρχε μια διαδρομή στυπτηρίας προς την Κερασούντα, αυτός ο δρόμος πρέπει να ήταν μικρή μόνο διέξοδος γι’ αυτήν, ανάλογα με τα γενουάτικα εμπάργκο και τις σχέσεις Τραπεζουντίων-Τουρκμένων στα παρεμβαλλόμενα βουνά, αν και μπορεί κανείς να φανταστεί τους Τουρκμένους να απορούν κάπως με τα λάφυρά τους, αν έκαναν επιδρομή σε καραβάνι στυπτηρίας. Όμως άλλες ενδείξεις υποδηλώνουν ότι ο κύριος όγκος της στυπτηρίας της Ανατολίας (και της Κολώνειας) περνούσε μέσω των εμπορικών σταθμών της Σίβας (Σεβάστειας) και της Κόνια (Ικονίου), πριν φτάσει στην Κύπρο και στις ευρωπαϊκές διαδρομές. Εδώ αναρωτιέται κανείς πόση στυπτηρία που εξαγόταν από τη Φώκαια στην πραγματικότητα προερχόταν από την Κολώνεια. Τέλος, φαίνεται πιθανό ότι, αν και η εξόρυξη στυπτηρίας γύρω από την Κολώνεια υπήρχε σε μικρή κλίμακα από τους κλασικούς χρόνους, η εκμετάλλευσή της σε μεγάλη κλίμακα δεν αναπτύχθηκε από Βυζαντινούς ή Τραπεζουντίους, αλλά από Τούρκους, και πιθανώς υποκινήθηκε από τους Ευρωπαίους, καθώς και από τοπική ζήτηση.

ΜΝΗΜΕΙΑ

1. Μαυρόκαστρον-Καράχισαρ Κολώνειας (φωτ. 78α, β-83α)

Διακρίνουμε εδώ: το κάστρο ή κύρια περίβολο των τειχών, την ακρόπολη ή εσωτερική δομή κοντά στη βορειοδυτική γωνία, και το φυλάκιο ή πύργο που βρίσκεται πάνω από την ακρόπολη και τα τείχη του κάστρου.

Ο ενιαίος περίβολος των τειχών του κάστρου περιβάλλει το μεγαλύτερο μέρος της κορυφής του βράχου της Κολώνειας και είναι κοντά στην εκτίμηση του Εβλία για 3.600 βήματα σε περίμετρο.64 Τα τείχη ακολουθούν φυσικά χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα κατά μήκος δύο προεξοχών που εκτείνονται νότια και νότια-νοτιοανατολικά. Υπάρχουν περιστασιακά προμαχώνες σε πιο αδύνατα σημεία και ο βράχος είναι συχνά σπαρμένος. Τα τείχη έχουν επισκευαστεί και ξαναχτιστεί πολλές φορές και υπάρχουν πολυάριθμες αλλαγές στην κατασκευή: τοιχοποιία με δρομικά και μπατικά δοκάρια, τοιχοποιία ψαροκόκαλου και τυχαία με τυχαίες στρώσεις. Η λαξευτή τοιχοποιία γύρω και κοντά στην παλαιά πύλη βρίσκεται σε εντυπωσιακή αντίθεση με τα υπόλοιπα τείχη.

Η παλαιά πύλη είναι πια κλεισμένη (φωτ. 80α, β). Βρίσκεται περίπου στο μέσο της δυτικής πλευράς του κάστρου, περίπου 40 μέτρα βόρεια της σημερινής πύλης. Προσεγγίζεται από μονοπάτι που ακολουθεί τη σάρα με τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι σε μεγάλο βαθμό αόρατο από την πόλη κάτω προς τα δυτικά και ακόμη και από τα τείχη από πάνω. Η πύλη έχει ανοιχτεί στη βορειοδυτική πλευρά ενός φαρδύ προμαχώνα και ελέγχεται από πάνω και από τις δύο πλευρές. Ίσως υπήρχαν κάλλιστα περαιτέρω αμυντικές ρυθμίσεις στο εσωτερικό του προμαχώνα, αλλά αυτός είναι πια γεμάτος με μπάζα σχεδόν μέχρι την αψίδα της πύλης. Τα εξωτερικά τείχη γύρω από την πύλη έχουν λαξευτή τοιχοποιία από καλοσχηματισμένα, σχεδόν τετράγωνα (60×60 εκ. στις κάτω στρώσεις, που μειώνονται με το ύψος) κομμάτια γρανίτη με λίγο κονίαμα από ασβέστη και βότσαλο. Η εσωτερική επένδυση έχει απογυμνωθεί σε μεγάλο βαθμό όπου είναι εκτεθειμένη, αποκαλύπτοντας πυρήνα με κονίαμα, που περιέχει κονιοποιημένα τούβλα ή πήλινα σκεύη, με σημαντική χρήση μακριών κεραμιδιών. Ένα εσωτερικό ανώφλι μήκους περίπου 2,5 μέτρων έχει πέσει πια. Το τόξο της πύλης αποτελείται από δύο ημικυκλικές σειρές οκτώ γωνιόλιθων η καθεμιά. Δεν υπάρχουν ακρογωνιαίοι λίθοι. Η λιθοδομή του χώρου που περιβάλλει την πύλη θυμίζει εκείνη του βορειοδυτικού τείχους του κάστρου της Νεοκαισάρειας και βρίσκεται σε εντυπωσιακή αντίθεση με τους πιο πρόχειρα χτισμένους στρογγυλούς προμαχώνες και τα τείχη από συντρίμμια του υπόλοιπου περιβόλου στην Κολώνεια. Η παλαιά πύλη και η λαξευτή τοιχοποιία μπορούν ίσως να αποδοθούν στην ανοικοδόμηση του Ιουστινιανού. Μπορεί επίσης να επισκευάστηκε η πύλη το 902/3. Πάνω από το εσωτερικό τόξο υπάρχει κόγχη, που ίσως περιείχε τη χαραγμένη χρονολογία που αναφέρει ο Ιωαννίδης.

Η παλαιά πύλη δεν έχει φραχτεί συστηματικά, υποδηλώνοντας περίεργα ότι βρισκόταν ακόμη σε χρήση όταν χτίστηκε ή ανακαινίστηκε η σημερινή πύλη (φωτ. 82β), στη νοτιοδυτική πλευρά του προμαχώνα. Πρόκειται για σημαντικά μεγαλύτερη κατασκευή, της οποίας προηγούνται ίχνη λαξευμένων σκαλοπατιών και λιθόστρωτων. Πλαισιώνεται από στρογγυλούς πύργους. Μερικές από τις πορφυρές λαξευτές πέτρες της όψης της πύλης έχουν επαναχρησιμοποιηθεί. Ο Ουίνφιλντ προτείνει ότι ολόκληρη η όψη θα μπορούσε να είναι οθωμανική. Η ίδια η πύλη πλαισιώνεται από στενή ημικυκλική διακοσμητική γραμμή, μέρος της οποίας σώζεται στη νότια πλευρά, και είναι οξυκόρυφη (κάπως σαν την πύλη του Αλεξίου Β΄ στο δυτικό τείχος της Τραπεζούντας). Το ανάγλυφο ενός δικέφαλου αετού, που παρατηρούσαν τον 19ο αιώνα οι ταξιδιώτες κοντά στον ακρογωνιαίο λίθο, έχει πια εξαφανιστεί. Πάνω από το τόξο υπάρχει μεταγενέστερη τοιχοποιία με τυχαίες στρώσεις, τριών περιόδων κατασκευής: δύο διαδοχικά σύνολα επάλξεων και ένα τελικό κλείσιμο της πάνω σειράς, όταν το τείχος ανυψώθηκε για τελευταία φορά. Αυτές οι επισκευές υποστηρίζουν σχετικά πρώιμη χρονολογία για την αρχική εκδοχή της παρούσας πύλης. Ο πιθανώς σελτζουκικός δικέφαλος αετός θα μπορούσε να παραπέμπει σε χρονολογία του 13ου αιώνα το αργότερο.

Ο στρογγυλός πύργος στη νότια πλευρά της σημερινής πύλης έχει αρκετά καλοκομμένες ορθογώνιες πέτρες, τοποθετημένες σε κανονικές στρώσεις. Ο στρογγυλός πύργος στη βόρεια πλευρά είναι ίσως διαφορετικής κατασκευής, έχοντας μικρότερα κομμάτια πέτρας (το μεγαλύτερο είναι περίπου 15×25 εκ.). Αυτά τα κομμάτια είναι κομμένα άνισα και στρωμένα σε τυχαίες στρώσεις. Σε κατακόρυφα διαστήματα 2 περίπου μέτρων, στις στρώσεις τοποθετούνταν ξύλινα μπατικά σε διαστήματα έως και 0,5 μ. Ήταν αδύνατο να εξακριβωθεί αν χρησιμοποιούνταν και ξύλινα δρομικά.

Το τείχος στα βόρεια του βόρειου πύργου είναι αρχικά ίδιας κατασκευής, με κεφαλίδες και φορεία. Οι κατώτερες σειρές του τείχους μεταξύ των δύο πυλών είναι από μεγάλα ορθογώνια κομμάτια πέτρας, τοποθετημένα σε κανονικές στρώσεις, αλλά μετά την πρώτη γραμμή των δοκών κεφαλής κατά διαστήματα που τοποθετούνται, η τοιχοποιία εκφυλίζεται σε τυχαίες στρώσεις.

Στη νότια πλευρά του κάστρου υπάρχει τμήμα τείχους με λαξευτή πέτρα σε κανονικές σειρές. Ορισμένα τμήματα των τειχών, συνήθως στις μεσαίες σειρές, έχουν τοιχοποιία ψαροκόκαλου. Δύο θραύσματα καλλωπιστικής γλυπτικής εντοπίστηκαν ανάμεσα σε κάποια λιθοτεχνία τυχαίας στρώσης.

Οι πύργοι και οι προμαχώνες είναι τόσο στρογγυλοί όσο και ορθογώνιοι. Ένας πύργος στη νοτιοανατολική πλευρά έχει πλήρες κυκλικό πέτρινο τείχος, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς τους προμαχώνες είναι ανοιχτοί στο εσωτερικό. Ίσως είχαν ξύλινους τοίχους, δάπεδα και στέγες. Είναι πιθανό ότι τα τείχη, οι προμαχώνες και οι πύργοι είχαν πολεμίστρες και ράμπες, αλλά καμία δεν είναι εμφανής τώρα.

Περνώντας από τη σημερινή πύλη μέσα στο κάστρο, διαπιστώνει κανείς ότι τα τείχη ακολουθούν δύο προεξοχές προς νότο, μεταξύ των οποίων μια κοιλότητα οδηγεί πάνω στην ακρόπολη και στο φυλάκιο στη βορειοδυτική γωνία. Στο βαθούλωμα υπάρχουν μερικά ίχνη από εκείνο που θα μπορούσε να είναι το παρεκκλήσι από το οποίο προήλθε η επιγραφή του Ιωάννη του στράτορα και δρουγγάριου. Την εποχή του Κουμόντ, η εκκλησία ήταν ήδη «τρομερά υποβαθμισμένη»65 και τίποτε χρήσιμο δεν μπορεί να προκύψει τώρα από τα υποτιθέμενα απομεινάρια της. Ωστόσο, κύβοι από γυάλινο ψηφιδωτό που βρέθηκαν στην περιοχή, υποδηλώνουν ότι επρόκειτο για εκκλησία κάποιας σημασίας. Από αυτήν μπορεί να προέρχονται και τα εδώ κι εκεί κομμάτια διακοσμητικής λάξευσης που παρατηρούνται στην τυχαίας στρώσης τοιχοποιία του τειχοπετάσματος.

Κάτω από αυτήν την τοποθεσία υπάρχουν πέντε μεγάλες στέρνες με σήραγγα, κομμένες στον βράχο υπό γωνία 45°. Οι τέσσερις είναι λίγο-πολύ κλεισμένες, αλλά η πέμπτη, στη νοτιοανατολική πλευρά, κάτω από την ακρόπολη, έχει τείχος που περικλείει την είσοδο. Μια σκάλα λαξευμένη στον βράχο οδηγεί στην κυρίως στέρνα, η οποία ίσως αντιπροσωπεύει το παλαιότερο τμήμα του κάστρου. Η είσοδος πλαισιώνεται από τοιχοποιία, της οποίας οι κάτω πλευρές και η ίδια η αψίδα είναι από τούβλα στρωμένα σε παχιά στρώματα κονιάματος (φωτ. 83α). Ο Κουμόντ θεωρούσε αυτό το έργο ως «αρκετά πρόσφατο».66 Είναι σίγουρα μεταγενέστερο από την κοπή της στέρνας, αλλά το τούβλο είναι βυζαντινό, ίσως ιουστινιάνειο (βλ. Παράρτημα).

Η ακρόπολη, στη βορειοδυτική κορυφή, είναι περίπου ορθογώνια (φωτ. 81α). Προσεγγίζεται μέσω ανατολικής πύλης με πεπλατυσμένο τμηματικό τόξο μέσα σε λαξευτή τοιχοποιία, ενώ τα υπόλοιπα τείχη είναι πιο τραχιάς κατασκευής. Κατά τη γνώμη του Ουίνφιλντ, η πύλη προς την ακρόπολη και η σημερινή πύλη προς το κάστρο είναι της ίδιας κατασκευής, τουρκμενικής ή οθωμανικής. Κατά τη γνώμη του Τέιλορ, η σημερινή πύλη προς το κάστρο είναι σελτζουκική και η πύλη προς την ακρόπολη ρωμαϊκή. Κατά τη γνώμη του Μπράιερ, η διακοσμητική γραμμή, η αψίδα, ο δικέφαλος αετός και οι επαναχρησιμοποιημένες πέτρες της σημερινής πύλης του κάστρου δείχνουν τουρκική ή τουρκμενική παρουσία εκεί μεταξύ τέλους 11ου και 15ου αιώνα και για την ακρόπολη (στη σημερινή της μορφή) οθωμανική χρονολογία πριν από τα μέσα του 17ου αιώνα.

Το φυλάκιο, στο βορειοδυτικό τείχος της ακρόπολης, είναι ογκώδης οκταγωνικός πύργος, διαμέτρου περίπου 12 μ., ύψους περίπου 27 μ. και με τοίχους πάχους περίπου 1,5 μ. (φωτ. 79β). Οι τρύπες για τα δοκάρια δείχνουν τέσσερις ορόφους. Οι τοίχοι είναι επενδεδυμένοι με ακατέργαστη πέτρα και κονίαμα, με κομμένα λαξευτά κομμάτια μόνο γύρω από τους γωνιόλιθους και τα μυτερά παράθυρα. Ο Ουίνφιλντ πιστεύει ότι η κατασκευή του μπορεί επίσης να σχετίζεται με την ακρόπολη και τη σημερινή πύλη του κάστρου. Ο Κουμόντ (ανεξήγητα) το θεωρούσε ως τον παλαιότερο πύργο στο Μαυροκάστρον-Καραχισάρ της Κολώνειας.67 Ο Μπράιερ πιστεύει ότι η λιθοδομή, τα παράθυρα, οι εσωτερικές σκάλες και η γενική όψη τόσο του φυλακίου όσο και της ακρόπολης δείχνουν ότι, ανεξάρτητα από την ίδρυσή τους, είναι σε μεγάλο βαθμό οθωμανικής κατασκευής. Το φυλάκιο περιγράφεται από τον Εβλία (ως επτάγωνο),68 ενώ υπάρχει απλό σχέδιο της ακρόπολης από τον Σιδηρόπουλο.69 Προφανώς, όλη η τοποθεσία απαιτεί περαιτέρω έρευνα.

2. Μπιoρογούλ (φωτ. 83β)

Ένα θραύσμα τείχους υπάρχει στο νεκροταφείο του Μπιρογούλ, 2 χλμ ανατολικά του κάστρου του Σέμπιν Καραχισάρ. Ελάχιστα έχουν απομείνει για να επιτρέπουν να προσδιοριστεί η φύση του κτιρίου, αλλά το πάχος του τοίχου και μερικά θραύσματα ραβδωτού κεραμιδιού (βλ. Παράρτημα) δείχνουν ότι ήταν βυζαντινό.

3. Ντουμάν Καγιά

Ο ευδιάκριτος βράχος του Ντουμάν Καγιά βρίσκεται στο πέρασμα του ποταμού Κελκίτ μεταξύ Πουρκ και Σέμπιν Καραχισάρ. Στην κορυφή του ο Τέιλορ βρήκε «τα απομεινάρια κελιού, της κατοικίας πριν από πολλά χρόνια ενός χριστιανού ασκητή και μερικές μικρές δεξαμενές για νερό, λαξευμένες στο βράχο».70

4. Κατωχώριον (Γκενταχόρ) και Κοϊνούκ (Γκοϊνούκ)

Η περιοχή εξόρυξης στυπτηρίας, περίπου 10 χλμ. βόρεια του Σέμπιν Καραχισάρ, επικεντρωνόταν στο Κατωχώρι, στο Κοϊνούκ και στα περίχωρά τους, αλλά οι εκκλησίες τους είναι του 19ου αιώνα, όπως είναι πιθανώς εκείνες στο Τούρπτσου και στο Λίτζεσε, που έχουν περιγραφεί αλλού. Η εκκλησία του χωριού στο Κοϊνούκ είχε κάποια διακοσμητική διάκριση και χτίστηκε το 1841, ὀταν επίσκοπος Χαλδίας ήταν ο Χριστόφορος Φυτιάνος, αρχιεπίσκοπος Νικόπολης (δηλαδή Σέμπιν Καραχισάρ). Πρέπει να σημειωθεί ότι η οικογένεια Φυτιάνου παρείχε όχι μόνο σειρά μητροπολιτών στη Χαλδία, αλλά και προϊσταμένους μεταλλείων στην περιοχή.71

5. Καγιάντιμπι

Το μοναστήρι της Θεοτόκου (Μεριεμανά) βρίσκεται στην όψη του βράχου του Καγιάντιμπι, 7 χιλιόμετρα ανατολικά του κάστρου του Σέμπιν Καραχισάρ. Ιδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Άγιο Ιωάννη τον Ἡσυχαστή, επίσκοπο Κολώνειας (481-90), του οποίου η εορτή στις 3 Δεκεμβρίου γιορταζόταν εκεί μέχρι πρόσφατα. Ήταν επίσης το σπίτι μιας θαυματουργής εικόνας της Παναγίας που έφερνε προσκυνητές κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου, πολλοί από τους οποίους συνέχιζαν για να προσκυνήσουν τα Τέσσερα Ευαγγέλια του Καραχισάρ στο ίδιο το Σέμπιν Καραχισάρ κατά την περίοδο 1575-1848.72 Περαιτέρω στοιχεία για τον μοναχισμό στην Κολώνεια παρέχονται από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Τζιμισκής επέλεξε Κολωνειάτη μοναχό ως πατριάρχη Θεόδωρο Β’ (970-76) της ανακαταληφθείσας Αντιοχείας.73

Τα τωρινά λείψανα της μονής της Θεοτόκου, που δημοσιεύτηκαν αλλού,74 ανήκουν σχεδόν εξ ολοκλήρου στον 19ο αιώνα. Όπως τόσο πολλά Ποντιακά μοναστήρια, αποτελείται από μεγάλη σπηλιά, στα μισά της όψης βράχου, στην οποία στεγάζονταν μοναστηριακά κτίρια και μια μικρή εκκλησία.

<-Ενότητα 15: Τρίπολις και ποταμός Φιλαβωνίτης Ενότητα 17: Από τον Φιλαβωνίτη στην Τρικωμία->
error: Content is protected !!
Scroll to Top