<-Ενότητα 14: Ζεφύριο ακρωτήριο και Κεγχρινά (;) | Ενότητα 16: Κολώνεια-> |
Ενότητα 15: Τρίπολις και ποταμός Φιλαβωνίτης
ΘΕΣΗ, ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Τρίπολις, Τριπόλεις, Driboli, Tripolli, ή Tripoli,1 είναι η σύγχρονη Τιρέμπολου. Η άποψη του Παπαμιχαλόπουλου ότι το όνομα προέρχεται από τις τρεις πόλεις Ισχόπολη, Αργύρια και Φιλοκάλεια2 είναι ελάχιστα πιθανή. Η μικρή ατείχιστη πόλη συγκεντρώνεται πάνω και πίσω από τρία βραχώδη ακρωτήρια από τα οποία πιθανότατα προέκυψε το όνομα, το οποίο εμφανίζεται για πρώτη φορά στους κλασικούς γεωγράφους για κάτι που φαίνεται να ήταν μικρή ελληνική αποικία. Το όνομα και τα φυσικά χαρακτηριστικά πρέπει επίσης να υποδηλώνουν ότι η αρχαία Τρίπολη, με το κάστρο που ανέφερε ο Πλίνιος,3 πρέπει να βρισκόταν πάνω ή πολύ κοντά στη σημερινή θέση της Τιρέμπολου. Το Κιλίσε (Μοναστίρ)4 Μπουρουνού, το ακρωτήριο ένα χιλιόμετρο δυτικά της Τιρέμπολου, είναι μια άλλη πιθανότητα. Εδώ ο Κουινέ σημείωνε: «ένας στρατώνας που ονομάζεται Πικίλα,5 που βρίσκεται στη θάλασσα, και στο κάτω μέρος του παρατηρούμε έναν τοίχο χτισμένο στο νερό. Μάταια προσπαθήσαμε να καταλάβουμε ποιος θα μπορούσε να είναι, στην αρχαιότητα, ο προορισμός αυτού του τείχους».6 Η Σελίνα Μπάλανς πιστεύει ότι το λαξευμένο σε βράχο πατητήρι λαδιού ή κρασιού στο Κιλίσε Μπουρουνού και αρκετά μεγάλα κομμάτια που χρησιμοποιήθηκαν στους τοίχους τοπικού αγροκτήματος και στην εκκλησία που βρισκόταν εκεί «μοιάζουν να υποδηλώνουν την κλασική τοποθεσία της Τρίπολης».7
Το ανατολικό και το δυτικό ακρωτήριο της Τρίπολης ήσαν οχυρωμένα. Το δυτικό κάστρο ονομάζεται, λογικά, Τσουρούκ Καλέ («Ερειπωμένο Κάστρο») (φωτ. 69α, β). Τα κανονικά τείχη αυτού του περιβόλου έχουν ύψος κατά μέσο όρο 2 μέτρα ή οκτώ σειρές και είναι επενδεδυμένα με κομμάτια από σκούρο γρανίτη. Υπάρχει νότια πύλη. Δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας λόγος να αμφισβητηθεί η άποψη του Κουινέ ότι το έργο είναι οθωμανικό.8 Το ανατολικό «κάστρο» ονομαζόταν Κουρουτζά Καλέ («Ξηρό Κάστρο») και στην εποχή του Κουινέ οι Έλληνες ονόμαζαν «Ανγέλια» τα ερείπια που βρίσκονταν απέναντί του στη στεριά.9 Το Κουρουτζά Καλέ είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά στις ακτές του Πόντου (φωτ. 70α, β και 71α, β).
Το 1890 ο Κουινέ δήλωνε ότι στο Κουρουτζά Καλέ «είδαμε, πριν από λίγα χρόνια, δύο αγάλματα που αντιπροσωπεύουν τον Ιωάννη Β’ Κομνηνό και τη σύζυγό του Ευδοξία, καθώς και επιγραφές που έχουν μεταφερθεί στην είσοδο της μονής της Παναγίας Βλαχεραίνων».10 Δεν αναφέρει καμία πηγή για αυτή την ενδιαφέρουσα πληροφορία και είναι ανησυχητικό να διαπιστώνει κανείς ότι κανένας περιηγητής (συμπεριλαμβανομένου του Φαλμεράγιερ, 11 ο οποίος ήταν πρόθυμος επιγραφολόγος) δεν αναφέρει τα αγάλματα ή τις επιγραφές (αν και ο Χάμιλτον σημείωσε «κάποια αγενώς λαξευμένη πέτρα πάνω από την πύλη»),12 και ότι δεν φαίνεται να υπάρχει άλλη αναφορά σε αυτό που φαίνεται να ήταν τοπικό μοναστήρι των Βλαχερνών. Ο Κουινέ, ο οποίος φαίνεται ότι γνώριζε από πρώτο χέρι την Τιρέμπολου, δεν μπορεί απλώς να έχει εφεύρει τις πληροφορίες, και αξίζει να υποθέσουμε, προς το παρόν, ότι είναι σωστές. Ο Ιωάννης Β’ Μέγας Κομνηνός (1280-97) παντρεύτηκε την Ευδοκία, κόρη του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, το 1282. Αυτή πέθανε το 1301. Η συμμαχία ήταν σημαντική, γιατί ήταν η πρώτα μεταξύ Τραπεζούντας και Κωνσταντινούπολης και ο Ιωάννης Β’ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ορισμένες αυτοκρατορικές αξιώσεις για να την αποκτήσει.13 Αυτός και η Ευδοκία πιθανότατα απεικονίστηκαν σε τοιχογραφίες στον κατεστραμμένο τώρα ναό του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης Τραπεζούντας,14 πιθανώς σε στυλ που είχε ήδη καθιερωθεί για τις αυτοκρατορικές προσωπογραφίες της Τραπεζούντας από τον Μανουήλ Α’.15 Τα αυτοκρατορικά αγάλματα είναι, όμως, άλλο θέμα. Ο μόνος (και τελευταίος) Bυζαντινός αυτοκράτορας του 13ου αιώνα που είναι γνωστό ότι απεικονίστηκε σε άγαλμα ήταν ο ίδιος ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος παρουσιαζόταν στα πόδια του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, να προσφέρει την Πόλη της Κωνσταντινούπολης. Όμως, σύμφωνα με τον Παχυμέρη, αυτό το άγαλμα ήταν από ορείχαλκο,16 ενώ εκείνο στην Τρίπολη ήταν πιθανώς πέτρινο. Στη Μονή Βλαχερνών στην Άρτα υπάρχουν δύο τάφοι μελών της οικογένειας του Μιχαήλ Β’ Αγγέλου, από τα οποία ο Ιωάννης κρατήθηκε ως όμηρος από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο το 1263.17 Αυτοί οι τάφοι είναι διακοσμημένοι με μορφές με αυτοκρατορική ενδυμασία που βρίσκονται σε χαμηλό ανάγλυφο, όχι αγάλματα. Αν τα αγάλματα του Ιωάννη και της Ευδοκίας υπήρχαν στην Τιρέμπολου, ήσαν επομένως πολύ αξιόλογα, αν και αυτού του είδους η γλυπτική αναπαράσταση δεν ήταν χωρίς προηγούμενο στην Κωνσταντινούπολη και την Άρτα, ενώ και τα τρία παραδείγματα συνδέονται περιέργως με το πρόσωπο του Μιχαήλ Η’. Αναρωτιέται κανείς, όμως, αν εκείνα της Τρίπολης ήσαν αληθινά αγάλματα και όχι απλώς οι «αγενώς σκαλισμένες πέτρες» του Χάμιλτον. Το ότι το σκάλισμα σε χαμηλό ανάγλυφο ήταν γνωστό στην Τραπεζούντα του 13ου αιώνα φαίνεται από τα ανάγλυφα της ακρόπολης και τη διακόσμηση της Αγίας Σοφίας, πίσω από τα οποία βρίσκεται τόσο σελτζουκική όσο και καυκάσια παράδοση στη βορειοανατολική Ανατολία. Αλλά εξίσου στο μυαλό της Ευδοκίας μπορεί να βρισκόταν το παράδειγμα του αγάλματος του πατέρα της. Εδώ μπορεί επίσης να βρίσκεται η ένδειξη για το μοναστήρι των Βλαχερνών. Μια άλλη βυζαντινή νύφη ενός Μεγάλου Κομνηνού, η Θεοδώρα Καντακουζηνή, σύζυγος του Αλεξίου Δ’, είχε κατά νου, όπως έχει προταθεί, το όνομα της περίφημης Μονής Παντοκράτορος της Κωνσταντινούπολης, όταν αφιέρωνε εκ νέου τη συνονόματή της στην Τραπεζούντα.18 Η λατρεία της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας ήταν ακόμη πιο διαδεδομένη και, με τις πολύ ιδιαίτερες αυτοκρατορικές σχέσεις με τις Βλαχέρνες της Κωνσταντινούπολης όπου είχε ζήσει η Ευδοκία, τι πιο κατάλληλη αφιέρωση για ένα ποντιακό μοναστήρι που ίδρυε η ίδια;19
Πού ήσαν οι Βλαχέρνες του Πόντου; Η υπόθεση ότι τα «αγάλματα» και οι σχετικές επιγραφές στο κάστρο της Τιρέμπολου δείχνουν ότι ο Ιωάννης Β’ και η Ευδοκία έχτισαν, ή ξαναέχτισαν, το κάστρο είναι φυσική. Μέσα σε αυτό βρισκόταν μια κατεστραμμένη τώρα εκκλησία, που οι μεταγενέστερες ελληνικές πηγές την ονομάζουν Θεοτόκο ή Παναγία.20 Η στοά της, τα περίτεχνα ανάγλυφα με σχοινιά, τα καλούπια παραθύρων, η ξεχωριστή τοιχοποιία και ο θόλος με ψηλό τύμπανο, όπως φαίνονται στη λιθογραφία του Λορένς (φωτ. 73), μαζί με το γεγονός ότι ήταν διακοσμημένη με τοιχογραφίες, είναι όλα χαρακτηριστικά των αυτοκρατορικών ιδρυμάτων της Τραπεζούντας του τέλους του 13ου αιώνα. Τα σημαντικά ερείπια γύρω από την εκκλησία, στο σχέδιο του Λορένς, υποδηλώνουν περαιτέρω μοναστηριακά κτίρια. Άραγε αυτή ήταν η εκκλησία της Παναγίας Βλαχερ[ν](αι)ών; Ίσως υπήρχε προηγούμενο για άλλο μοναστήρι μέσα σε αυτοκρατορικό κάστρο στην περίπτωση του Αγίου Φωκά στην Κορδύλη. Υπήρχε σίγουρα προηγούμενο στη Χρυσοκέφαλο της Τραπεζούντας. Η ίδια η εκκλησία βρισκόταν προφανώς ακόμη σε χρήση ως αντικείμενο ιδιαίτερου προσκυνήματος από ντόπιους Έλληνες τον 17ο αιώνα. Την εγκατέλειψαν μόλις τον 19ο αιώνα.21 Είναι ειλικρινά δύσκολο να συμβιβαστεί αυτή η πληροφορία με το γεγονός ότι στις αρχές του 16ου αιώνα το κάστρο «Ντρίμπολι» ήταν σημαντικό οθωμανικό οχυρό, πλήρες, με «καλέ τζαμί ιμάμι»,22 αλλά, εκτός αν εννοείται το δυτικό Τσουρούκ Καλέ, είναι περίεργο ότι ήταν η εκκλησία και όχι το τζαμί εκείνη που επιβίωσε περισσότερο. Μια πιθανή λύση θα ήταν η μετατροπή της εκκλησίας σε τζαμί, αλλά πώς θα επιτρεπόταν ακόμη στους Έλληνες η πρόσβαση στο οθωμανικό κάστρο; Το πρόβλημα δεν επηρεάζει όμως τη δοκιμαστική μας ταύτιση, αλλά εκείνη εξαρτάται αποκλειστικά από το λεπτό νήμα της ατεκμηρίωτης δήλωσης του Κουινέ και δεν μπορεί να θεωρηθεί κάτι περισσότερο από υπόθεση.
Η Τρίπολη ήταν ασφαλώς προσωπική περιουσία των Μεγάλων Κομνηνών, οι οποίοι θεωρούσαν το κάστρο της ως ασφαλές καταφύγιο. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ο Ιωάννης Β’ αποσύρθηκε εκεί κατά τον σύντομο σφετερισμό του θρόνου από τη Θεοδώρα το 1285. Κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων ο Αλέξιος Γ’ Μέγας Κομνηνός αποσύρθηκε εκεί από την πιο ανασφαλή πρωτεύουσά του το 1351 και τέσσερα χρόνια αργότερα άφησε εκεί την αυτοκράτειρά του για ασφάλεια.23 Το 1404 ο Κλαβίχο την περιέγραψε ως «μεγάλη πόλη» και την πρώτη (δυτική) στη δικαιοδοσία των Μεγάλων Κομνηνών.24 Ο Κλαβίχο δεν αποβιβάστηκε και μάλλον κάνει λάθος και από τις δύο απόψεις: η Τρίπολη δεν ήταν ποτέ πολύ μεγάλη και η πιο δυτική ιδιοκτησία των Μεγάλων Κομνηνών θα ήταν τότε η Κερασούς.
Από τις μεσαιωνικές εκκλησίες της Τρίπολης η Παναγία στο Κιλίσε Μπουρουνού καταστράφηκε πριν από το 1967. Εκείνη στο ανατολικό κάστρο ήταν μόνο ανάμνηση πριν από το 1962.25 Και μια τρίτη, ο Άγιος Ιωάννης, δεν έχει αφήσει κανένα ίχνος. Βρισκόταν πάνω από την πόλη και λέγεται ότι μετατράπηκε σε τζαμί το 1875.26 Στη γειτονιά βρισκόταν ο τεκκές δερβίσηδων του Σαρί Χαλίφα,27 προφανώς ο μοναδικός ναός του είδους του στον Πόντο έξω από την Τραπεζούντα.
Η Τιρέμπολου βρίσκεται 7 χλμ. δυτικά του στόμιου του Χαρσίτ Ντερέ, ο οποίος εκτείνεται 76 χλμ. νοτιοανατολικά μέχρι την Τορούλ. Ο Πλίνιος τoν ονομάζει «Τρίπολι»,28 και τον 19ο αιώνα ήταν γνωστός ως Τιρέμπολου Σου.29 Είναι στην πραγματικότητα ο κάτω ρους του Κάνι, που διχοτομεί τη Χαλδία. Όπως θα φανεί, όμως, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι ήταν γνωστός ως Φιλαβωνίτης στον ύστερο Μεσαίωνα.
Είκοσι στάδια ανατολικά της Τριπόλεως, κατά τον Αρριανό, βρίσκονταν τά Ἀργύρια,30 που προφανώς αντιστοιχούν στη σύγχρονη Χαλκαβάλα31 ακριβώς ανατολικά από το στόμιο του Χαρσίτ, ένα ορυχείο αργύρου που συνέχισε να δουλεύει μέχρι το 1800 περίπου.32 Μπορεί ακόμη και να αντιστοιχεί στα προφανώς ποντιακά Αργύρια της Ιλιάδας.33 Μετά τη Τζάνιχα,34 τα κοιτάσματα των Αργυρίων θα ήσαν η μόνη σημαντική τοπική πηγή αργύρου που διέθεταν οι Μεγάλοι Κομνηνοί. Η ανησυχία τους για την άμυνα της κοιλάδας του Φιλαβωνίτη-Χαρσίτ υποδεικνύει ότι μπορεί να χρησιμοποιούσαν τα ορυχεία.
Δεσπόζει των Αργυρίων και τα προστατεύει το μεγάλο φρούριο Πέτρα Καλέ ή Μπέντραμα, 5 χιλιόμετρα νότια και στην ανατολική πλευρά του Φιλαβωνίτη.35 Πρόκειται προφανώς για το Πέτρωματου Πανάρετου36 και των Πράξεων Βαζελώνος. Αναφέρεται για πρώτη φορά το 1268 σε πράξη με μάρτυρα τον Ιωάννη Καλό, αυτοκρατορικό άρχοντα της σκηνής, ο οποίος καταγόταν από τα χωριά κοντά στο Πέτρωμα.37 Από τις τρεις εκκλησίες που αναφέρει εκεί ο Μπιτζισκιάν δεν υπάρχει σήμερα κανένα ίχνος,38 αλλά η άτακτη εξόρυξη αργύρου στο κοντινό Ισραήλ Μάντεν αναφερόταν ακόμη το 1967. Μετά το 1461 οι Τριπολιτάνοι λέγεται ότι διέφυγαν στο Πέτρωμα, όπου τελικά λιμοκτόνησαν.39 Η ιστορία δεν μπορεί να τεκμηριωθεί, αλλά οι Μπιτζισκιάν και Κίνεϊρ έχουν ανεξάρτητες αναφορές ότι μια ντόπια αμαζόνα-ντερέμπεης αντιμετώπισε τον πασά της Τραπεζούντας στο Πέτρωμα για έξι μήνες, πριν παραδοθεί στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα.40
Ολόκληρη η κοιλάδα του Φιλαβωνίτη στα νοτιοανατολικά του Πετρώματος θα μπορούσε, για γεωγραφικούς λόγους, να αναμένεται ότι ήταν εξάρτηση της Τρίπολης, ίσως ως βάνδον για το οποίο δεν έχουμε στοιχεία. Αλλά η κοιλάδα ήταν στην πραγματικότητα αδιάβατη για κυκλοφορία τροχοφόρων μέχρι πολύ πρόσφατα, όταν χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να ανοιχτεί δρόμος με δυναμίτη. Μέχρι το 1961 δεν υπήρχε καμία σύνδεση μεταξύ του Κουρτούν και της ακτής, εκτός από ένα απόκρημνο μονοπάτι για ζώα που διασχίζει και ξαναδιασχίζει τον ποταμό. Αυτό καθιστά ανόητη την παρατήρηση του Γιάνσενς ότι ο Χαρσίτ είναι «αναμφίβολα ο ευκολότερος τρόπος για να φτάσει κανείς στη διαδρομή προς την Περσία από ένα λιμάνι της ανατολικής Μαύρης Θάλασσας»,41 καθώς και το ερώτημά του γιατί η Τρίπολη δεν έγινε επομένως πιο σημαντική, «και μπερδεύεται κανείς ακόμη περισσότερο όταν αναλογιστεί τα πλεονεκτήματα της διαδρομής του Χαρσίτ».42 Το συμπέρασμά του είναι ότι η Τρίπολη δεν είναι ικανοποιητικό λιμάνι. Το αγκυροβόλιο είναι πράγματι παρακινδυνευμένο. Υπάρχουν βράχοι, και ένας ύστερος ελληνικός πορτολάνος προειδοποιεί για δύο υφάλους, αν και υπάρχει καταφύγιο για μικρά σκάφη ανάμεσα στα ακρωτήρια της πόλης.43
Αλλά τα γεγονότα είναι ότι ο Φιλαβωνίτης δεν χρησιμοποιήθηκε ως οδός από μεσαιωνικούς περιηγητές και εμπόρους και ότι η Τρίπολη, πoυ δεν ήταν βάνδον, ήταν ουσιαστικά απομονωμένη από την υποτιθέμενη φυσική της ενδοχώρα. Μάλιστα ο αυτοκρατορικός έλεγχος και ο ελληνικός εποικισμός μάλλον δεν διείσδυσαν πολύ πιο πέρα από το Πέτρωμα. Τα σύγχρονα τοπωνύμια και ο χάρτης του Κίπερτ με τα ελληνόφωνα χωριά το 1890 είναι πολύ σωστός δείκτης για την έκταση της μεσαιωνικής εγκατάστασης Ελλήνων. Ουσιαστικά απουσίαζε το 1890 και, εκτός από μια μικρή ένδειξη,44 δεν υπάρχουν αναφορές για μεσαιωνικές ή νεοελληνικές εκκλησίες στην κοιλάδα σήμερα. Νότια από το Πέτρωμα δεν υπάρχουν σύγχρονα τοπωνύμια με προφανώς ελληνικό υπόβαθρο, με ενδιαφέρουσα εξαίρεση το Καβράζ, πέντε χιλιόμετρα νότια-νοτιοανατολικά της Τιρέμπολου, και το Καβράζ, έναν δυτικό παραπόταμο του Χαρσίτ. Και τα δύο σχετίζονται ίσως με τη διάσημη ποντιακή οικογένεια των Γαβράδων, η οποία εμφανίζεται στα τέλη του 10ου αιώνα. Η ακμή της όμως ήρθε πριν από το 1204 και την εγκατάσταση των Τουρκμένων.45
Μετά το 1461 η Τρίπολη διοικήθηκε ως καλέ που εξαρτιόταν από τον δήμο (ναχιγιέσι) του Κουρτούν, ο οποίος διοικούσε ολόκληρη την ακτή μεταξύ Γκιόρελε (Κοράλλων) και Γκίρεσουν (Κερασούντας), ακόμη και μέχρι το Ορντού σύμφωνα με τον Γκιοκμπιλγκίν, αν και αυτός δεν παρέχει στοιχεία για την τελευταία δήλωση.46 Αυτή η ρύθμιση ίσως προέκυψε από προγενέστερη εγκατάσταση των Τσέπνι, η οποία έκανε το Κουρτούν πρωτεύουσα ενός Τσέπνι δήμου (ναχιγιέσι) και χωρίς ελληνικά τοπωνύμια. Είναι σαφές ότι ο Φιλαβωνίτης και οι πλευρικές περιοχές της κοιλάδας είχαν πέσει στα χέρια των Τσέπνι τον 14ο αιώνα, αφήνοντας στους Έλληνες μόνο την ακτή και τα κάστρα Πέτρωμα και Τορούλ στα δύο άκρα της κοιλάδας, με έναν θύλακα οικισμού και βοσκοτόπων στα Σιμυλικά (Σιμικλί), που θα μπορούσαν ίσως να προστατευτούν καλύτερα από την Τορούλ, αν και ο Αλέξιος προσπάθησε να το κάνει από το Πέτρωμα. Αλλά επειδή η κοιλάδα ήταν αποκλεισμένη και στα δύο άκρα, οι Τουρκμένοι με τη σειρά τους εμποδίζονταν από περαιτέρω επέκταση, μέχρι ότου μπόρεσαν να ξεχυθούν στα Χερίανα. Αλλά ήσαν αυτοί, και όχι οι ανεπάρκειες του λιμανιού της Τρίπολης, που πιθανώς κατέπνιξαν όλο το εμπόριο κατά μήκος της κοιλάδας και απέκλεισαν την ίδρυση βάνδου εκεί. Τέτοιες περιστάσεις θα μπορούσαν επίσης να εξηγήσουν το κατά τα άλλα εξαιρετικό γεγονός, ότι σε έναν μικρό οικισμό στην ενδοχώρα δόθηκε ο έλεγχος ενός μεγάλου και σημαντικού τμήματος ακτής από τους Οθωμανούς: ο Φατίχ φυσικά θα είχε κάνει καλή χρήση των μουσουλμάνων που υπήρχαν στο Κουρτούν. Όμως η νίκη του Τσέπνι ναχιγιέσι ήταν το αποκορύφωμα μακρόχρονης διαδικασίας, η οποία γίνεται λίγο πιο ξεκάθαρη σε ένα απόσπασμα στον Πανάρετο: 47
Τον μήνα Φεβρουάριο κινήθηκε ο αυτοκράτορας [Αλέξιος Γ΄] από στεριά και θάλασσα εναντίον των Τσέπνι Τούρκων. Την Κυριακή 4 Μαρτίου [1380], χώρισε τον στρατό του σε δύο τμήματα. Έστειλε εξακόσιους περίπου πεζούς στρατιώτες από το Πέτρωμα. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση τού ιππικού και άλλης πολύ μεγάλης δύναμης πεζών στρατιωτών, διέσχισε τη χώρα εκείνων που κατοικούν κατά μήκος τού άνω ρου τού ποταμού Φιλαβωνίτη, μέχρι τα χειμερινά τους καταλύματα.48 Επίσης ελευθέρωσε σιμυλικά [;]49 πολλούς δικούς μας αιχμαλώτους, ενώ στράφηκε προς τα πίσω και σταμάτησε για λίγο στον Σθλαβοπιάστη. Οι εξακόσιοι που είχαν ξεκινήσει από το Πέτρωμα, έκαναν επιδρομή στον Κοτζαυτά, με πολλές σφαγές, λεηλασίες και πυρπολήσεις. Kατεβαίνοντας προς την ακτή, πολεμούσαν κάθε φορά που συναντούσαν τούς Τούρκους που τούς καταδίωκαν και έπεφταν πολλοί από τούς Τούρκους. Οι Ρωμιοί, που έλπιζαν να συναντήσουν τον αυτοκράτορα στην ακτή, κατέβαιναν αγωνιζόμενοι σκληρά και σκοτώνοντας. Όταν έφτασαν στην παραλία τού Σθλαβοπιάστη και δεν βρήκαν εκεί τον αυτοκράτορα, όπως είχαν κανονίσει, είχαν προς στιγμή την τάση να αφεθούν να απωθηθούν και έπεσαν 42 περίπου Ρωμιοί. Οι Τούρκοι που πέθαναν, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, μετρήθηκαν σε πάνω από 100.
Είναι η αναφορά στους τοπικούς Τσέπνι και στο Πέτρωμα εκείνη που προσδιορίζει τον τόπο της εκστρατείας. Επομένως, όπως έχει επισημανθεί περισσότερες από μία φορές,50 ο Φιλαβωνίτης πρέπει να είναι ο Χαρσίτ. Ο Αλέξιος Γ’ φαίνεται ότι βάδισε πρώτα κατά μήκος του άνω ρου του Φιλαβωνίτη (αν και όχι νότια της Τορούλ), όπου οι Τσέπνι είχαν τις χειμερινές τους κατασκηνώσεις, αλλά έχουν εξαλείψει άλλα ονόματα που αναφέρονται στο απόσπασμα. Ο Κοτζαυτάς, ίσως τουρκμενικό όνομα, φαίνεται ότι βρισκόταν στην περιοχή Φιλαβωνίτη, νότια από το Πέτρωμα. Το Τσομπάν Καλέ, που σημειώνεται στον χάρτη του βρετανικού στρατού του 1901 στη δυτική πλευρά του Χαρσίτ, περίπου 12 χλμ. από τη θάλασσα, μοιάζει επιφανειακά με κάστρο, αλλά η πιο προσεκτική επιθεώρηση αποκαλύπτει ότι δεν είναι τίποτε άλλο από βραχώδες ύψωμα, χωρίς τεχνητές οχυρώσεις. Το κοντινό Κοζ Κιόι μπορεί να κρύβει το όνομα Κοτζαυτά, αλλά εκτός από το ίδιο το Πέτρωμα, το Σούμα Καλέ, το οποίο βρίσκεται στον Ερίκμπελι Ντερέ, παραπόταμο του Χαρσίτ, 4 χλμ. βορειοανατολικά του Κουρτούν, είναι το μοναδικό κάστρο που βρήκαμε στην περιοχή του Φιλαβωνίτη. Ελλείψει οποιουδήποτε άλλου υποψηφίου, προτείνουμε διστακτικά ως Κοτζαυτά τη σχετικά μεγάλη έκταση καλλιεργήσιμων κοιλάδων γύρω από το Κουρτούν και το Σούμα Καλέ.
Οι βοσκότοποι και το τώρα ερειπωμένο χωριό Σιμικλί, που μαρτυρείται ως χριστιανικό το 1717, το 1733 και το 1779, 9 χλμ. νοτιοδυτικά του Κουρτούν και 44 χλμ. βορειοανατολικά του Σέμπιν Καραχισάρ, σηματοδοτούν τα ακραία όρια και τον στόχο της αποστολής και την εγκατάσταση Τραπεζούντιων που επιβίωναν στο τουρκμενικό εσωτερικό. Εξίσου σημαντικό είναι το πού βρισκόταν ο Σθλαβοπιάστης, η αρχή και το τέρμα της συντροφιάς του αυτοκράτορα και εκεί όπου επρόκειτο να τον συναντήσει το στράτευμα του Πετρώματος. Το όνομα υποδηλώνει ότι εκεί πιάνονταν σκλάβοι που δραπέτευαν. Βρισκόταν ξεκάθαρα πάνω στη θάλασσα, σίγουρα ανατολικά του Πετρώματος, και (από τα άφθονα τοπωνύμια πιο ανατολικά) κάπου δυτικά, ας πούμε, του Ιερού Ακρωτηρίου. Δεδομένης αυτής της μεγάλης ακτής, πρέπει να αναζητήσει κανείς μια διαδρομή προς την ενδοχώρα, εκτός από εκείνη από το Πέτρωμα, η οποία θα ήταν εφικτή για τους πεζούς και το ιππικό και θα έδινε πρόσβαση στο ανώτερο τμήμα του Φιλαβωνίτη. Υπάρχει μόνο μία προφανής. Οδηγεί από το στόμιο του Φολ Ντερέ στο Μπουγιούκ Λιμάν του σύγχρονου Βακφίκεμπιρ (του οποίου το μεσαιωνικό όνομα είναι κατά τα άλλα άγνωστο) πάνω μέχρι την Τόνια, από εκεί στο Ερίκμπελι και κάτω στο Κουρτούν, στην καρδιά των εδαφών Τσέπνι του Χαρσίτ, στον Κοτζαυτά μας.
Προτείνουμε λοιπόν ότι ο Σθλαβοπιάστης βρισκόταν πάνω ή κοντά στην τοποθεσία Βακφίκεμπιρ. Περαιτέρω, προτείνουμε πιο κάτω ότι μια κάπως παρόμοια εκστρατεία που διεξήχθη από τον Ιωάννη Δ’ Μεγάλο Κομνηνό εναντίον του σεΐχη του Ερντεμπίλ ογδόντα περίπου χρόνια αργότερα, συνάντησε επίσης την καταστροφή στο ίδιο σημείο, στο στόμιο του Φολ.51
ΜΝΗΜΕΙΑ
1. Η εκκλησία της Παναγίας στο Κιλίσε Μπουρουνού
Η μεσαιωνική εκκλησία της Παναγίας στο Κιλίσε Μπουρουνού ανακαινίστηκε τον 19ο αιώνα και έχει δημοσιευτεί αλλού.52
2. Το ανατολικό κάστρο της Τρίπολης (σχήματα 70α, β, 71α, 72α, β).
Το ανατολικό ακρωτήριο πάνω στο οποίο είναι χτισμένο το κάστρο σχηματίζει βραχώδη προεξοχή που ενώνεται με την ηπειρωτική χώρα μέσω χαμηλού ισθμού, πάνω από τον οποίο περνάει τώρα η νέα παραλιακή οδός. Το ακρωτήριο έχει μέγιστο ύψος 25 μ. Στην προς τη στεριά πλευρά του ισθμού, τα εξωτερικά τείχη φαίνεται ότι εκτείνονταν σε σημαντική περιοχή. Όμως στα τέλη της δεκαετίας του 1950 τα υπολείμματα των τειχών εδώ κι εκεί ανάμεσα στα σπίτια ήσαν πολύ αραιά για να επιτρέψουν συντονισμένο σχέδιο. Το ακρωτήριο παρείχε φυσικά υπερασπίσιμη τοποθεσία και με το χτίσιμο των εσωτερικών τειχών γύρω του το κάστρο πρέπει να είχε γίνει ένα από τα πιο ασφαλή αυτοκρατορικά φρούρια.
Η είσοδος στο εσωτερικό κάστρο βρίσκεται στη νότια πλευρά (σχήμα 27, φωτ. 72β) και τώρα προσεγγίζεται από σύγχρονη σκάλα που μπορεί εν μέρει να είναι χτισμένη πάνω από την τοποθεσία της αρχικής προσέγγισης. Στα ανατολικά της σκάλας υπάρχουν σημάδια σκαλιών λαξευμένων σε βράχο. Οι θολόλιθοι της εξωτερικής όψης της αψίδας εισόδου είναι ίσως του 19ου αιώνα και μπορεί να αντικατέστησαν τους αρχικούς που έφεραν τα αυτοκρατορικά γλυπτά που συζητήθηκαν πιο πάνω. Οι θολόλιθοι στην εσωτερική πλευρά της αψίδας φαίνονται να είναι μεσαιωνικοί και, όπως συνηθίζεται στην υστερο-βυζαντινή και την τραπεζούντια αψίδα, δεν έχουν κεντρικό λίθο. Η πόρτα έχει ύψος περίπου 1,75 μ. Θα ήταν καλά προστατευόμενη από πλευρικά πυρά από τις εκατέρωθεν προεξοχές. Υπήρχε επίσης ένα προτείχισμα, η μορφή του οποίου δεν είναι πια σαφής.
Κατά διαστήματα κατά μήκος των τειχών υπάρχουν στρογγυλεμένες και μυτερές προεξοχές που είναι πια συμπαγείς και φαίνεται ότι ήσαν πάντοτε έτσι. Δεν υπάρχουν σημάδια από πολεμίστρες. Φαίνεται ότι οι υπερασπιστές πυροβολούσαν από την ανοιχτή γέφυρα, χρησιμοποιώντας τις προεξοχές ως πλατφόρμες για πλευρικά πυρά. Η προεξοχή δυτικά της θύρας είναι εξαιρετική, επειδή οι ανώτερες σειρές της τοιχοποιίας φαίνεται ότι έχουν ξαναχτιστεί και υπάρχει ίχνος στρογγυλού τοξωτού παραθύρου (φωτ. 71α).
Στο δυτικό άκρο υπάρχει πρόσθετη οχύρωση σε χαμηλότερο επίπεδο (φωτ. 72α). Τα τείχη εδώ έχουν πάχος 1,25 έως 1,50 μ. και σώζονται τα απομεινάρια από τέσσερις πολεμίστρες με στενά εσωτερικά και φαρδιά εξωτερικά ανοίγματα. Το σχήμα τους υποδηλώνει ότι είναι θύρες κανονιών. Ένα ρωσικό τροχοφόρο πυροβόλο του 1894 είναι ακόμη στη θέση του. Ανάλογες προσθήκες υπάρχουν και στην Κορδύλη (Ακτσάκαλε).
Στο ανατολικό άκρο του ακρωτηρίου ο βράχος μοιάζει να έχει κοπεί σε επίπεδο έδρασης των τειχών, αλλά η διαμόρφωση μπορεί να είναι τυχαία και φυσική. Σίγουρα δεν υπάρχει κανένα ίχνος ελληνιστικής ή ρωμαϊκής τοιχοποιίας και του κάστρου του Πλίνιου.
Οι επιφάνειες των τειχών είναι κατασκευασμένες από χοντροκομμένα κομμάτια τοποθετημένα σε κανονικές στρώσεις και από απλή τοιχοποιία τυχαίας στρώσης. Χρησιμοποιήθηκαν μικρές πέτρες για να γεμίσουν τα κενά μεταξύ των κομματιών και ολόκληρη η εξωτερική επιφάνεια έχει μετατραπεί σε λεία με παχύ σοβάτισμα. Το πάχος των τειχών ποικίλλει από περίπου 0,75 μ. μέχρι 1,25 μ. Τώρα έχουν ύψος 8 μέτρα το πολύ. Η λιθοδομή είναι μείγμα τοπικού βασάλτη και λειασμένης από το νερό πέτρας, πιθανώς από την κοίτη του Φιλαβωνίτη, και από κίτρινους και κόκκινα κομμάτια ασβεστόλιθου Οιναίου.
Το εσωτερικό του κάστρου δεν παρουσιάζει πια λείψανα πάνω από το επίπεδο του εδάφους. Η τοποθεσία του παρεκκλησίου υποδείχθηκε στον Ουίνφιλντ από τον φύλακα του φάρου που βρίσκεται τώρα μέσα στο κάστρο.
3. Ο Ναός της Παναγίας στο Ανατολικό Κάστρο της Τρίπολης
Οι γνώσεις μας για την εμφάνιση αυτής της εκκλησίας προέρχονται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις σημειώσεις, τα σχέδια και τις μετρήσεις του Ομέρ ντε Χελ, που έγιναν το 1846 (από τα οποία το σχήμα 28 είναι συμμετρική και γεωμετρική ανακατασκευή του κ. Ρίτσαρντ Άντερσον) και από λιθογραφία του Ζυλ Λορένς, περιηγητή συντρόφου του Χελ, που αναπαράγεται στη φωτ. 73. Μπορούν να θεωρηθούν ως ανεξάρτητες πηγές.53 Οι σημειώσεις του Χελ πρέπει να διαβάζονται σε συνδυασμό με το σχήμα 28. (Το αρχικό του σύστημα γραμμάτων έχει τροποποιηθεί για μεγαλύτερη σαφήνεια.)
Α, Β, C, τρία τοξωτά παράθυρα, με ύψος 1,52 μ. και πλάτος 0,45 μ. Στην είσοδο της αψίδας αριστερά… βρίσκεται κατακόρυφος τοίχος D, που υψώνεται σε ύψος 1,65 μ. Καλύπτεται εσωτερικά με υπολείμματα μπογιάς. Ωστόσο είναι μεταγενέστερα της κατασκευής του κτιρίου, γιατί όπου έρχονται σε επαφή με τον τοίχο της αψίδας, καλύπτουν αγιογραφίες. Ίσως ο ιερέας ντυνόταν πίσω από εκείνον τον τοίχο. Ακόμη παρατηρούμε δύο τραπέζια E και F. Δεν ξέρω αν είναι αρχαία ή σύγχρονα. G και H, μικρές κόγχες, στολισμένες με σκαλιστό χείλος. I, τρούλος που στηρίζεται σε τέσσερα κρεμαστά που ακουμπούν σε τέσσερις θόλους, J, K, L, M, επενδεδυμένους εσωτερικά με είδος τριπλού περιζώματος Ν…. Ο, πλαϊνή πόρτα, αναμφίβολα αυτή από την οποία έφταναν οι άρχοντες του τόπου. P, ερειπωμένη πόρτα ή παράθυρο. Q, μεγάλη πόρτα εισόδου, πάνω από την οποία υπάρχουν τρία παράθυρα παρόμοια με εκείνα της αψίδας και διατεταγμένα [όπως τα τρία παράθυρα που φαίνονται στον νότιο τοίχο στην πλ. 73]. R, μικρή στοά που στηρίζεται σε τέσσερις κίονες με περίτεχνα βυζαντινά κιονόκρανα. Θόλος με ραβδώσεις. Ολόκληρο το κτίριο είναι χτισμένο με μικρές πελεκητές πέτρες. Εξωτερικά υπάρχει διακοσμητικό με πολλά μικρά τόξα.54
Το σχέδιο και η περιγραφή ταιριάζουν αρκετά καλά με τη λιθογραφία του Λορένς στη φωτ. 73, με τη σοβαρή εξαίρεση ότι η Χελ υποδεικνύει συγκεκριμένα μόνο τρία παράθυρα (το κεντρικό πάνω από τα άλλα δύο), του ίδιου σχήματος και διατεταγμένα με τον ίδιο τρόπο που δείχνει ο Χελ σε σκίτσο (δεν φαίνεται εδώ)55 τριών παραθύρων πάνω από τη στοά. Είναι πιθανό ότι η περιγραφή του Χελ πρέπει να προτιμάται από την καλλιτεχνική άδεια του Λορένς.
Σε σχέδιο, διαστάσεις και αναλογίες ο ναός της Παναγίας στην Τρίπολη μοιάζει εντυπωσιακά με εκείνους του Αγίου Φιλίππου στην Τραπεζούντα και του Αγίου Μιχαήλ στα Πλάτανα.56 Και οι τρεις είναι βασικά ορθογώνιοι σε κάτοψη, με απότομο νάρθηκα, τρούλο με ψηλό τύμπανο πάνω από σχεδόν τετράγωνο ναό με υποτυπώδη διασταύρωση και ενιαία αψίδα που φωτίζεται από τρία παράθυρα. Αλλά στον Άγιο Φίλιππο και τον Άγιο Μιχαήλ το δυτικό τμήμα της δομής έχει ανακαινιστεί. Η στοά της Παναγίας μπορεί να αποτελεί ένδειξη για το τι βρισκόταν αρχικά στο δυτικό άκρο των άλλων δύο εκκλησιών. Για την εποχή της είναι μοναδική στον Πόντο, αλλά σε κάτοψη μοιάζει πολύ με τα καμπαναριά που χτίστηκαν έξω από τόσες εκκλησίες του 19ου αιώνα,57 αν και δεν στεκόταν ψηλότερα από την πόρτα. Ήταν ίσως απλούστερο παράδειγμα των μεγάλων στοών που στέκονται έξω από τον Άγιο Ευγένιο, τη Χρυσοκέφαλο και την Αγία Σοφία Τραπεζούντας και που αποτελούν τέτοιο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής της πόλης. Οι ημικυκλικές κόγχες, G και H, είναι μοναδικές στις θέσεις τους στον Πόντο, αλλά λειτουργικές σκευοθήκες είναι πολύ κοινές σε άλλες ποντιακές εκκλησίες.
Η σύγκριση μετρήσεων και διαστάσεων σε μέτρα είναι:
Εσωτερικό μήκος αψίδας |
Εσωτερικό πλάτος αψίδας |
Από κρεμαστό σε κρεμαστό |
Εσωτερικό πλάτος κεντρικού φατνώματος |
Εσωτερικό μήκος νάρθηκα |
Εσωτερικό πλάτος νάρθηκα |
Δάπεδο μέχρι πάνω μέρος τρούλλου |
Παράθυρα τύμπανου (αριθμός) |
|
Άγιος Φίλιππος Τραπεζούντας | 2,95 | 2,80 | 3,80 | 4,57 | 2,05 | 4,15 | 12,20 | 12 |
Άγιος Μιχαήλ, Πλάτανα | 2,55 | 3,05 | 4,12 | 4,85 | – | 4,85 | 11,60 | 8 |
Παναγία Τρίπολης | 2,39 | 2,63 | 2,63 | 4,10 | 1,80 | 4,10 | πολύ πάνω από 8 | 12 |
Ο Τοίχος D, που τόσο μπέρδευε τον Χελ, ίσως ήταν απλώς μεταγενέστερο συμπαγές εικονοστάσι ή μέρος του. Η διακόσμηση σχοινιών, που παρουσιάζεται από τον Λορένς στο πρώτο πλάνο στη φωτ. 73, είναι συγκρίσιμη με παρόμοια έργα στον Άγιο Φίλιππο, τη Χρυσοκέφαλο, τον Άγιο Ευγένιο (όλα στην Τραπεζούντα), τον Άγιο Μιχαήλ στα Πλάτανα και στο Ιασώνιο ακρωτήριο. Πουθενά δεν είναι όμως τόσο περίτεχνη. Ίσως ο Λορένς την απεικόνισε με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό. Εξαιρετικά παράτολμο γλυπτό χαμηλού και ψηλού ανάγλυφου είναι χαρακτηριστικό του Αγίου Φιλίππου της Τραπεζούντας, του Αγίου Μιχαήλ Πλατάνων και της Παναγίας της Τρίπολης. Ο Άγιος Φίλιππος έχει αψίδα με διακόσμηση «κυνοδόντων» και εκείνο που είναι προφανώς μονοκέφαλος αετός. Το εξωτερικό του Αγίου Μιχαήλ είναι διακοσμημένο με «υποχωρούσες τυφλές στοές». Ο Χελ αναφέρει κάτι παρόμοιο στην Παναγία: «εξωτερική διακόσμηση με πολλά μικρά τόξα» (exterieurement une ornamentation a l’aide de plusieurs petits arceaux, που είναι δύσκολο να διακριθούν στη λιθογραφία του Λορένς), και περαιτέρω ανάγλυφα έργα μέσα. Με αυτό το υπόβαθρο, τα «αγάλματα» του Ιωάννη Β’ και της Ευδοκίας που αναφέρει ο Κουινέ σε αυτό το κάστρο γίνονται πιο αληθοφανή.
Ο Άγιος Φίλιππος στην Τραπεζούντα, ο Άγιος Μιχαήλ στα Πλάτανα και η Παναγία, στην Τρίπολη πρέπει να θεωρούνται ως ομάδα. Ο Μιγιέ χρονολογεί τον Άγιο Φίλιππο στον 13ο αιώνα και ο Τάλμποτ Ράις τον Άγιο Μιχαήλ στον 13ο-14ο αιώνα.58 Αυτές οι χρονολογίες θα μπορούσαν να περιοριστούν, αν είναι σωστή η πρότασή μας ότι το κάστρο και το παρεκκλήσι της Τρίπολης συνδέονται με τον Ιωάννη Β’ (1280-97) και τη σύζυγό του Ευδοκία (1280-1301).
4. Πέτρωμα (φωτ. 74α, β, 75)
Αυτό το κάστρο βρίσκεται 400 περίπου μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, σε κορυφή, η ανατολική πλευρά της οποίας πέφτει σχεδόν απότομα στον Φιλαβωνίτη. Είναι ορατό από τις εκβολές του ποταμού και προβάλλει ανάμεσα στα βουνά από τη Χαλκαβάλα. Σε ομιχλώδη μέρα, η κοιλάδα φαίνεται από το κάστρο, από τη θάλασσα μέχρι περίπου 4 χλμ. νότια του Πετρώματος. Δεσπόζει τόσο της παράκτιας περιοχής όσο και της κοιλάδας και θα επιτηρούσε αποτελεσματικά κάθε απειλή για τα ορυχεία στα Αργύρια, τα οποία έχουμε προτείνει ότι ίσως βρίσκονταν σε εκμετάλλευση τον ύστερο Μεσαίωνα.59
Ο βράχος στον οποίο βρίσκεται το κάστρο υψώνεται εντυπωσιακά πάνω από απότομα δάση. Η μόνη προσέγγιση είναι από τα νοτιοανατολικά, που οδηγεί σε σκαλοπάτια στη μοναδική είσοδο (σχήμα 29, φωτ. 74α, β και 75). Τα σκαλιά είναι σε μεγάλο βαθμό χτισμένα από τετραγωνισμένες πέτρες, που δείχνουν σημάδια φθοράς, αλλά κατά τόπους είναι επίσης κομμένα στον βράχο. Στην κορυφή η είσοδος καλύπτεται από προμαχώνα που προεξέχει στα βόρεια. Αυτός και το παρακείμενο τείχος έχουν ίχνη πλήρους σοβατίσματος με κονίαμα πάνω από την τοιχοποιία. Στα αριστερά (δυτικά) της εισόδου εκτείνεται θολωτή σήραγγα, ύψους περίπου 1,75 μ., μήκους 2,25 μ. και πλάτους 0,75 μ. Έχει σημαντικό σοβάτισμα με κονίαμα στη συγκριτικά καλοσχηματισμένη και καλοστρωμένη τοιχοποιία. Από το τείχος δίπλα στη σήραγγα, που έχει εσωτερική αποχέτευση, ένα πηγάδι βλέπει προς την είσοδο (φωτ. 74α).
Στα δεξιά της εισόδου, εσοχή στον προμαχώνα σηματοδοτεί προφανώς το άνοιγμα προς άλλη σήραγγα. Στη βόρεια πλευρά του προμαχώνα υπάρχει φραγμένο φρεάτιο ή παράθυρο.
Το εσωτερικό του κάστρου δεν ξεπερνά τα 25 μέτρα σε μήκος, με βραχώδεις εξάρσεις και κλίση προς τα κάτω στο βόρειο άκρο. Οι πλευρές είναι σε μεγάλο βαθμό απόκρημνες και γενικά δεν απαιτούν κάτι περισσότερο από έναν χαμηλό τοίχο αντιστήριξης, αλλά υπάρχει τετράγωνος προμαχώνας στα δυτικά και ημικυκλικός στα νοτιοανατολικά. Το μέσο πλάτος των τειχών είναι 0,90 μέχρι 1,00 μ. Είναι επενδεδυμένα με συγκριτικά καλοστρωμένα κομμάτια γρανίτη, των οποίων το μέσο μέγεθος είναι 0,30×0,20×0,20 μ. Ο πυρήνας αποτελείται από κονίαμα από ασβέστη και βότσαλα, με μεγάλο αριθμό επίπεδων λίθων και μερικά θραύσματα κεραμιδιών ή τούβλων.
Υπάρχουν τρύπες αποστράγγισης στο βόρειο τείχος και δύο πηγάδια ή στέρνες, μπαζωμένα πια και τα δύο. Το πηγάδι στο ψηλότερο σημείο του κάστρου, σε βραχώδη προεξοχή που βλέπει στην είσοδο, φαίνεται ότι είναι χωρίς επένδυση και είναι απλώς κομμένο σε βράχο. Το πηγάδι ακριβώς στα βορειοανατολικά της εισόδου είναι επενδεδυμένο με καλοσχηματισμένες τετράγωνες πέτρες. Δύο περίπου μέτρα βόρεια από εκείνο υπάρχει μεγάλο πήλινο αγγείο, βυθισμένο στο κονίαμα και ενσωματωμένο στον βράχο.
Το κάστρο ήταν έτσι εξοπλισμένο για να αντέχει σε πολιορκίες. Η βασική τοιχοποιία είναι μεσαιωνική, αν και ορισμένα χαρακτηριστικά μπορεί να χρονολογούνται από την εποχή των ντερεμπέηδων ή, ακόμη, της τελευταίας Αμαζόνας υπερασπίστριάς του. Λαμβάνοντας υπόψη τις μεγάλες τεχνικές δυσκολίες της κατασκευής πάνω στον απότομο βράχο, είναι εξαιρετικά καλής ποιότητας.
5. Σούμα Καλέ (Κοτζαυτά ;) (φωτ. 76, 77α, β)
Μεταξύ Τορούλ και θάλασσας ο ποταμός Φιλαβωνίτης (Χαρσίτ) διασχίζει στο μεγαλύτερο μέρος του απόκρημνα φαράγγια που σηματοδοτούν την κάθοδό του κατά περίπου 950 μ. Αλλά πού και πού η κοιλάδα ανοίγει και πλαισιώνεται από πιο ήπιες εύφορες πλαγιές, όπου κάποιο παραπόταμο ρέμα χύνεται στον Φιλαβωνίτη. Ένα από τα φαρδύτερα από αυτά τα σημεία είναι στο σύγχρονο Κουρτούν, όπου ο Ερίκμπελι ρέει από τα βόρεια και (λίγο προς τα ανατολικά) ο Τζίζρε έρχεται από τον νότο. Τόσο ο ποταμός Ερίκμπελι όσο και ο Τζίζρε σκιάζονται από μονοπάτια που εκτείνονται από βορρά προς νότο, τα οποία διασχίζουν τον Φιλαβωνίτη κοντά στη συμβολή των Φιλαβωνίτη και Τζίζρε με μια από τις λίγες παλιές γέφυρες. Η διαδρομή προς νότο οδηγεί μέσα από σχετικά εύφορη και (τον 18ο και 19 αιώνα) πυκνοκατοικημένη χώρα, πέρα από κάστρο που έχει αναφερθεί στο Χιντιριλιάς, στα μισά του δρόμου μεταξύ Έμρεκ και Μούσκενε Νταγ.60 Η διαδρομή προς βορρά χωρίζεται κάτω από το Σούμα Καλέ. Μια διαδρομή διασχίζει τον υδροκρίτη πάνω από την κορυφογραμμή του Αλατζά Νταγ για να κατέβει από την κοιλάδα του ποταμού Ακχισάρ στη θάλασσα σε σημείο μεταξύ Κοράλλων (Γκιόρελε Μπουρουνού) και Μπεσίκντουζου (σύγχρονης πόλης), που θα προταθεί ως η μεσαιωνική Λιβιόπολις.61 Η άλλη διαδρομή διασχίζει χαμηλό πέρασμα στο Ερίκμπελι και ακολουθεί τον Φολ Ντερέ μετά την εκκλησία στο Φολ Μαντέν62 μέχρι τη θάλασσα στο Βακφίκεμπιρ, το οποίο έχουμε προτείνει ως Σθλαβοπιάστη. Το Σούμα Καλέ φρουρεί έτσι ένα σημείο στο οποίο δύο διαδρομές προς νότο από την ακτή συγκλίνουν, πριν διασχίσουν τον Φιλαβωνίτη για να συνεχίσουν προς νότο. Οι κοιλάδες γύρω από το κάστρο είναι εύφορες. Θα μπορούσε να ήταν η κατοικία κάποιου φεουδάρχη της περιοχής. Αλλά η θέση του και η σχετικά φιλόξενη τοποθεσία του υποδηλώνουν ότι ήταν πιθανότερα κυβερνητικό οχυρό που έλεγχε και προστάτευε μια διαδρομή βορρά-νότου, και τελικά απέτυχε, τον 14ο αιώνα, να αποτρέψει τις επιδρομές των Τσέπνι στην παράκτια κοιλάδα.
Το Σούμα Καλέ απέχει μιάμιση περίπου ώρα με τα πόδια από το Κουρτούν στα βόρεια-βορειοανατολικά και είναι 400 μέτρα πάνω από αυτό. Βρίσκεται σε κορυφή ψηλά στη δυτική πλαγιά της κοιλάδας Ερίκμπελι και απέχει δύο περίπου ώρες με τα πόδια προς νότο από το πέρασμα του υδροκρίτη στο Ερίκμπελι.
Η ψηλή κορυφή (σχήμα 30, φωτ. 76) σχηματίζει φυσικό εσωτερικό φρούριο, το οποίο πρέπει να ήταν απόρθητο όσο διέθετε τροφή και νερό. Η ακανόνιστη φύση της άκρης της κορυφής έχει βελτιωθεί με την τοποθέτηση δοκών, για να σχηματιστούν ευθείες ακμές για τη βάση των τειχών (φωτ. 77α). Η κατασκευή είναι από ακατέργαστες πέτρες τοποθετημένες σε τυχαίες στρώσεις και ελάχιστα διαφοροποιείται ο πυρήνας των ερειπίων των τειχών από την εξωτερική τους επιφάνεια. Η επιφάνεια αυτή διαμορφώθηκε σε λείο φινίρισμα με μικρές πέτρες και βαθύ σοβάτισμα με ασβεστοκονίαμα. Για την ενίσχυση των τειχών χρησιμοποιήθηκαν κατά διαστήματα ξύλινα δοκάρια, αλλά δεν υπάρχει ίχνος ορθοστατών. Τα τείχη έχουν πάχος 1 μ. ή περισσότερο στη βάση και στενεύουν προς τα πάνω σε περίπου 0,30 μ. στην κορυφή. Δεν υπάρχουν πολεμίστρες για να πυροβολούν από αυτές. Για αυτό πρέπει να χρησιμοποιούνταν μια ανοιχτή γέφυρα κοντά στην κορυφή του τείχους. Η γέφυρα αυτή πρέπει να ήταν ξύλινη κατασκευή στημένη κόντρα στα τείχη, τα οποία δεν είναι αρκετά παχιά για να επιτρέψουν τοιχοποιία. Υπήρχε πιθανώς ένα τειχοπέτασμα ακριβώς απέναντι από την προεξοχή, αλλά τώρα παραμένει μόνο στη βορειοδυτική πλευρά, με μέγιστο ύψος 7 μ.
Στην κορυφή πρέπει να έφτανε κανείς από το κάτω μέρος με ξύλινες σκάλες. Χωρίζεται από την κύρια προεξοχή με κενό περίπου επτά μέτρων, που θα ήταν πολύ φαρδύ για κινητή γέφυρα. Αν υπήρχε κάποια σύνδεση, πρέπει να είχε τη φύση ξύλινης κινητής γέφυρας, που στηρίζεται με διαγώνιες αντηρίδες από κάτω. Μια τέτοια γέφυρα θα μπορούσε να είχε κάποιο μέρος της διατεταγμένο ως κινητή γέφυρα, για να αφαιρείται σε ώρα επίθεσης. Όμως δεν υπάρχει πια κανένα ίχνος γέφυρας, ούτε κατασκευή παρατηρητήριου στην κύρια προεξοχή. Επομένως είναι πιθανό ότι δεν υπήρχε ποτέ σύνδεση με την κορυφή. Πρέπει να ειπωθεί όμως, ότι η αναρρίχηση στην κορυφή είναι σήμερα εξαιρετικά δύσκολη και η κατασκευή και η χρήση του κάστρου θα απαιτούσε κάτι πιο βολικό από τον σημερινό τρόπο πρόσβασης. Στο πάνω μέρος της επίπεδης γειτονικής προεξοχής βράχου υπάρχουν υπολείμματα των κλεμμένων τειχών εκείνου που πιθανότατα ήταν εξωτερικό περιτείχισμα. Τα υπολείμματα δεν αθροίζονται σε συνεκτικό σχέδιο.
<-Ενότητα 14: Ζεφύριο ακρωτήριο και Κεγχρινά (;) | Ενότητα 16: Κολώνεια-> |