Σημειώσεις Ενότητας 15
- [←1]
-
Αρριανός, 24. Περίπλους Ανωνύμου, 36. Λιβαδηνός, Περιήγησις, επιμ. Παρανίκας, 34, 36, 79. Eπιμ. Λαμψίδης, 71, 84. Kretschmer, Portolane, 648. Delatte, Portulans, I, 237. II, 34. Miller, IR, στήλη 647. Τριανταφυλλίδης, Φυγάδες, 33-34. Γενικά, βλέπε Ritter, Erdkunde, XVIII, 823.
- [←2]
-
Παπαμιχαλόπουλος (1901), 257. Ο Cuinet, Turquie d’Asie, I, 52, αποδίδει την ίδια έννοια στον Στράβωνα, ο οποίος όμως δεν φαίνεται να αναφέρεται στην Τρίπολη.
- [←3]
-
Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, 6.4.11: Tripolis castellum et fluvius.
- [←4]
-
Έτσι στο πρώτο φύλλο της εγχάρακτης διαδρομής του Hell (1846), που επισυνάπτεται στο λεύκωμα του έργου του. Αλλά υπάρχουν στοιχεία για μοναστήρι εκεί. Ήταν ίσως λάθος αντί για το Κιλίσε Μπουρουνού.
- [←5]
-
Πεκιλλά, στο Σακκάς Τρίπολη, 20.
- [←6]
-
Cuinet, Turquie d’Asie, I, 55: une caserne nommée Pikila, située en mer, et au fond de laquelle on remarque un mur bâti dans l’eau. On a vainement cherché à comprendre quelle pouvait être, dans l’antiquité, la destination de ce mur.
- [←7]
-
Ballance, Bryer, and Winfield, ΑΠ, 28 (1966), 256.
- [←8]
-
Cuinet, Turquie d’Asie, I, 53.
- [←9]
-
Cuinet, Turquie d’Asie, I, 53. Οι φάκελοι του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών στην Αθήνα περιέχουν πληροφορίες για όλα τα τοπωνύμια στην Τρίπολη, προερχόμενες από πρόσφυγες. Δεν ήσαν διαθέσιμοι σε εμάς.
- [←10]
-
Cuinet, Turquie d’Asie, I, 52-53: on voyait, il y a quelques années, deux statues représentant Jean Comnène II et sa femme Eudoxie, ainsi que des inscriptions qui ont été transportées à l‘entrée du couvent de Notre–Dame–de–Blacheraine.
- [←11]
-
Fallmerayer (Fragmente, 1840), 154-56.
- [←12]
-
Hamilton (1836), I, 257.
- [←13]
-
Πρβλ. Miller, Trébizonde, 28-29, 32-33, 45.
- [←14]
-
Finlay (MS, 1850), φύλλα 41-42. Ιωαννίδης, Ιστορία, 236. Και σελ. 226.
- [←15]
-
Finlay (MS, 1850), φύλλα 38-39. Βλέπε Talbot Rice, Haghia Sophia, 1.
- [←16]
-
Παχυμέρης, εκδ. Βόννης, II, 234 (αναφορά στη ζημιά του στον σεισμό του 1296). Σημειώθηκε πάλι το 1420. G. Gerola, “Le vedute di Costantinopoli di Cristoforo Buondelmonti”, SBN, 3 (1931), 275 κ.ε.
- [←17]
-
D.M. Nicol, The Despotate of Epiros (Οξφόρδη, 1957), 198.
- [←18]
-
Laurent, ΑΠ, 18 (1953), 246-47.
- [←19]
-
Βλ. J.B. Papadopoulos, Les palais et les eglises des Blachernes (Θεσσαλονίκη, 1928), 107-21 και F. Diremtekin, “Mintika (Blachernae) Surlar, Saraylar ve Kiliseler”, Fatih ve Istanbul (Ισταμπούλ, 1953), 193-222.
- [←20]
-
Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 506. Ιoannides, Historia, 219.
- [←21]
-
Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 506, 511. Σακκάς, Τρίπολη, 19. Εκεί κατέφευγαν ντόπιοι Έλληνες στη γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής (που είναι πιθανό να εισήχθη μετά το 1461. Μετά το 1870 η έκθεση μεταφέρθηκε στο Κιλίσε Μπουρουνού).
- [←22]
-
Gökbilgin, BTTK, 26 (1962), 334.
- [←23]
-
Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 63, 71.
- [←24]
-
Clavijo (1404), 109.
- [←25]
-
Winfield and Wainwright, AnatSt, 12 (1962), 132-33.
- [←26]
-
Σακκάς, Τρίπολη, 17. Schulze, Kleinasien, ΙΙ, 184-85.
- [←27]
-
Cuinet, Turquie d’Asie, Ι, 55. F. Babinger, στο λήμμα “Tirebolu”, EI.
- [←28]
-
Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, 6.4.11.
- [←29]
-
Hamilton (1836), Ι, 255. Ο Hell (1846), τον αποκαλεί “Harkavala Dere” στον χάρτη διαδρομής που επισυνάπτεται στο άλμπουμ του έργου του.
- [←30]
-
Αρριανός, 24.
- [←31]
-
Πρβλ. Ιoannides, Historia, 220.
- [←32]
-
Ο Hamilton (1836), Ι, 258-60, επιθεώρησε τον χώρο.
- [←33]
-
Όμηρος, Ιλιάς, 11.857: Τηλόθεν ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν Ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη. Η ταύτιση, για ό,τι αξίζει, εξαρτάται από τη σχέση της Ἀλύβης με τους Πόντιους Χάλυβες.
- [←34]
-
Βλέπε σελ. 309.
- [←35]
-
Ονομάστηκε Bedrama το 1969, το όνομα με το οποίο ήταν γνωστό στον Kinneir (1813), 332. Στον Σακκά (Tripolis, 2) και στον Hamilton ([1836], I, 258), ήταν γνωστό ως Πέτρα Καλέ. Ο Bzhshkean (1819) (αναφέρεται στο Lebeau, Bas Empire, XX, 492 σημ. 2, αλλά όχι προφανώς σε μετάφραση Andreasyan, 38-39), πρότεινε την κάπως απίθανη ετυμολογία (ακολουθούμενη από τον Uspenskij, Vazelon, σ. CXLVI) του «Beth-Roum», ή «Σπίτι των Ελλήνων», για το Πέτρωμα-Μπέντραμα. Έχοντας παραπλανηθεί από τον Bzhshkean σε αυτό το απόσπασμα, ο Bryer ταύτισε το ανατολικό κάστρο της Τρίπολης με το Πέτρωμα στο ΑΠ, 24 (1961), 108. Δεν είναι παρηγορητικό το γεγονός ότι ο Janssens, Trébizonde, 120, έπεσε στην ίδια παγίδα.
- [←36]
-
Πανάρετος, επ. Λαμψίδης, 79: Πέτρωμαν.
- [←37]
-
Πράξη Βαζελώνος 50 του 1268: τοῦ αὐθεντικοῦ κουρτουναρίου Ἰωάννου τοῦ καλοῦ τοῦ ἀπὸ χώρας Πέτρωμας. Σχετικά με τον κουρτινάριο, βλέπε Pseudo-Kodinos, Traité des Offices, επιμ J. Verpeaux (Παρίσι, 1966), 180-81.
- [←38]
-
Uspenskij, Ocherki, 89.
- [←39]
-
F. Babinger, στο λήμμα “Tirebolu,” EI. Υπήρχαν, βέβαια, μπαλάντες για την ηρωική άμυνά της εναντίον του Άπιστου: βλ. Τριανταφυλλίδης, Φυγάδες, 86. Ο Gökbilgin, BTTK, 26 (1962), 335, αναφέρει ότι το Bedirme Kalesi έγινε κάστρο μετά το 1461, με πληθυσμό δεκατριών ατόμων. Ήταν γνωστό ως Kale-i Bedirme.
- [←40]
-
Bzhshkean (1819), παρατιθέμενος στο Lebeau, Bas Empire, XX, 492 σημ. 2. Kinneir (1813), 332.
- [←41]
-
“sans aucun doute le moyen le plus facile pour rejoindre la route de Perse a partir d’un port de la Mer Noire orientale”: Janssens, Trébizonde, 21.
- [←42]
-
“et l’on n’en est que plus perplex quand on considere les avantages de la route de Harsit”: Janssens, Trébizonde, 21.
- [←43]
-
Delatte, Portulans, Ι, 237. Βλέπε Cuinet, Turquie d’Asie, I, 54.
- [←44]
-
H. Kiepert, Χάρτης. Πρβλ. τους χάρτες εγκατάστασης στο Bryer, Neo–Hellenika, 1 (1970), 53-54. Kαι στο Bryer, Isaac, and Winfield, ΑΠ, 32 (1972), 254-55. Π.Ι. Μελανοφρύδης, Το Κιουρτούν, ΠΦ, 2 (12) (1937), 6-7. Το 1967 ο Bryer περπάτησε από το Τιρέμπολου στην Τορούλ σε τρεις ημέρες, χωρίς να βρει κανένα σημάδι ελληνικής εγκατάστασης σε όλον τον Χαρσίτ. Δεν υπάρχει προφανώς καμία εκκλησία με το σημαντικό όνομα Κιοσελί Ακτσά Κιλίσε.
- [←45]
-
Υπάρχει ένα Gavra ακριβώς νότια του Βίτσε, μεταξύ Άρντεσεν και Αρχαβί στη Λαζία, και ένα Gavraz (τώρα Kizilkavraz), 15 χλμ ανατολικά της Σίβας: βλέπε Bryer, Gabrades, 187.
- [←46]
-
Gökbilgin, BTTK, 26 (1962), 329-30, 334.
- [←47]
-
Πανάρετος, επιμ. Λαμψίδης, 79.
- [←48]
-
Χειμαδίας: τους προφυλαγμένους κάτω οικισμούς των κτηνοτρόφων. Βλέπε Bryer, DOP, 29 (1975), 139.
- [←49]
-
Ο προσδιορισμός αυτού του τοπωνυμίου και η ιστορία του συζητούνται στο Bryer, DOP, 29 (1975), 197 και στη σημείωση 138.
- [←50]
-
Π.χ. Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 32. Σακκάς, Τρίπολη, 2.
- [←51]
-
Βλέπε σελ. 153.
- [←52]
-
Ballance, Bryer, and Winfield, ΑΠ, 28 (1966), 254-56.
- [←53]
-
Hell (1846), IV, 394 και εικ. xx, σχήματα 9-11. Και πινακίδα στο συνημμένο άλμπουμ.
- [←54]
-
Hell (1846), IV, 394: A, B, C, trois fenêtres en plein ceintre, ayant 1.52 m. de hauteur et 0.45 m. de largeur; à l’entrée de l’abside à gauche… se trouve un mur vertical D, qui s’élève à 1,65 m. de hauteur; il est couvert intérieurement de restes de peintures. Cependant il est postérieur à la construction de I’édifice, car là où il est en contact avec la muraille de l’abside, il recouvre des peintures; peut-être le prêtre s’habillait-il dèrriere ce mur: on remarque encore deux tables E et F; je ne sais si elles sont anciennes ou modernes. G. et H., petites niches garnies d’un rebord sculpté; I, coupole portée sur quatre pendentifs qui s’appuient sur quatre voutes, J, K, L, M, garnie intérieurement d’une espèce de triple archivolte N…. O, porte laterale, sans doute celle par laquelle arrivaient les seigneurs du lieu; P, porte ou fenêtre ruinée; Q, grande porte d’entrée, au dessus de laquelle se trouvent trois fenêtres pareille à celles de l’abside et disposées. R, petit portique supporté par quatre colonnes à chapiteau byzantin orné. Voûte à arête. Tout l’édifice est construit en petites pierres de taille. Extérieurement une ornamentation à l’aide de plusieurs petites arceaux.
- [←55]
-
Hell (1846), IV, φωτ. xx, εικ. 11.
- [←56]
-
Βλέπε Ballance, AnatSt, 10 (1960), 159-61, 164-67, εικ. 13, 14, 17, 18.
- [←57]
-
Για παραδείγματα, βλέπε Ballance, Bryer, and Winfield, ΑΠ, 28 (1966), 238-41, 282, φωτ. 4, σχήματα 2, 9. Bryer, ΑΠ, 29 (1968), 122, φωτ. 53, 56, 58, σχημ. 12, 13. Bryer, Isaac, and Winfield, ΑΠ, 32 (1973), 146, 261-62, σχημ. 34. Τόσο κοντά σε κάτοψη είναι η στοά της Παναγίας της Τρίπολης στα κωδωνοστάσια του 19ου αιώνα, που πρέπει να ρωτήσει κανείς αν δεν είναι στην πραγματικότητα προσθήκη του 19ου αιώνα. Στις ελληνικές εκκλησίες επιτράπηκαν οι καμπάνες (και επομένως τα καμπαναριά) με τις μεταρρυθμίσεις του 1839 και του 1856. Αλλά όταν ο Λόρενς σχεδίασε την Παναγία το 1846, η στοά ήταν πολύ κατεστραμμένη και για μερικά χρόνια μετά το 1839 οι τοπικές μουσουλμανικές αρχές ήταν κάθετα αντίθετες με την κατασκευή κωδωνοστασίων και στοών, ιδιαίτερα σε εμφανείς θέσεις, όπως εκείνη που απολάμβανε η Παναγία. Σε υπηρεσιακή επιστολή με ημερομηνία 16 Απριλίου 1841, ο H. Suter, Βρετανός αντιπρόξενος στην Τραπεζούντα, περιγράφει την τύχη μιας στοάς ή ενός κωδωνοστασίου μιας πρόσφατα ανακατασκευασμένης εκκλησίας στην πόλη της Τραπεζούντας την ημέρα του Πάσχα εκείνου του έτους: «Στο κεντρικό κτίριο υπήρχε εξωτερική στοά, που στηριζόταν σε δύο μικρές πέτρινες κολώνες. Καθώς το φιρμάνι δεν το διευκρίνιζε αυτό, εγκρίθηκε ψήφισμα να μην επιτραπεί η ύπαρξή της. Ως εκ τούτου, αποφασίστηκε συνοπτικά η κατεδάφισή της και ολοκληρώθηκε αμέσως από τα συγκεντρωμένα μέρη μέσα σε δυνατές και χαρούμενες κραυγές». (PRO FO 195/173). Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η στοά της Παναγίας στην Τρίπολη, δεν είναι επομένως έργο του 19ου αιώνα.
- [←58]
-
Millet, BCH, 19 (1895), 454. Talbot Rice, Byzantion, 5 (1929-30), 66-68. Ο Χρύσανθος, ΑΠ, 4-5 (1933), 440, ακολουθούμενος από τη Ballance, AnatSt, 10 (1960), 161, ονομάζει όμως την Άννα, κόρη του Αλεξίου Γ’ (1349-90) και σύζυγο του θησαυροφύλακα Ιωάννη Μουρούζη, ως ιδρύτρια του Αγίου Φιλίππου (βλ. σελ. 230). Ο Χρύσανθος παραπέμπει στα Ιωαννίδης, Ιστορία, 238 και Miller, Trebizond, 114-15, κανένα από τα οποία δεν δίνει περαιτέρω αναφορά. Είναι δύσκολο να εντοπίσουμε την προέλευση αυτής της ιστορίας, η οποία, σε αντίθεση με μια ύποπτα παράλληλη εξήγηση για την καταγωγή μιας άλλης διάσημης οικογένειας των Ποντίων και της δυναστείας των Φαναριωτών, των Υψηλαντών (υποτίθεται ότι προερχόταν από συμμαχία μεταξύ της Ευδοκίας, κόρης του Μανουήλ Μεγάλου Κομνηνού, και του μεγάλου δομέστικου Κωνσταντίνου Ξιφιλίνου-Υψηλάντη), δεν φαίνεται να προέρχεται από εκεί που θα περίμενε κανείς: τη γόνιμη φαντασία του Αθανάσιου Κομνηνού Υψηλάντη [Τὰ μετὰ τὴν Ἅλωσιν, (Κωνσταντινούπολη, 1870), 10]. Ίσως είχε ακόμη πιο αξιοσέβαστη καταγωγή από την ιστορία των Υψηλαντών, γιατί ένας θρήνος για την απώλεια του Αγίου Φιλίππου περί το 1665 αναφέρει ως ιδρύτριά του μια κόρη ενός Αλεξίου Μεγάλου Κομνηνού: FHIT, επιμ. Papadopoulos-Kerameus, 150. Όμως το γεγονός ότι ο Θρήνος δεν αναφέρει έναν Μουρούζη είναι σημαντικό, γιατί η οικογένεια έγινε εξέχουσα μόνο μετά το 1671 περίπου (Υψηλάντης, op. cit., 165, πρβλ. Bryer, Neo–Hellenika, 1 [1970], 46). Κανένας Μουρούζης δεν εμφανίζεται στις μεσαιωνικές Τραπεζούντιες πηγές, πόσο μάλλον «Οικονόμος», ενώ η Άννα, κόρη του Αλεξίου Γ’, στην πραγματικότητα παντρεύτηκε τον Μπαγκράτ Ε’ (ΣΤ’) της Γεωργίας. Η ιστορία πρέπει να απορριφθεί ως πλασματική και έχει απορριφθεί στο Σ. Χ. Σκοπετέας, Οἱ Ὑψηλάνται. Ἡ Τραπεζουντιακή καταγωγή τους, ΑΠ, 20 (1955), 194-99, για διαφορετικούς λόγους.
- [←59]
-
Hamilton (1836), I, 258: από κάπου κοντά στα Αργύρια: «Η θέα προς το ποτάμι [ήταν] πολύ εντυπωσιακή. Δέκα περίπου μίλια μακριά είδα στην κορυφή ψηλού λόφου βράχο παράξενης μορφής, τον οποίο ο οδηγός μου ονόμασε σε παράξενο μείγμα γλωσσών Πέτρα Καλέ, βραχόκαστρο, τού οποίου όλα τα δωμάτια και τμήματα λεγόταν ότι ήσαν κομμένα στον συμπαγή βράχο». Ο Bryer δεν κατάφερε να φτάσει στην κορυφή του κάστρου στις 10 Σεπτεμβρίου 1967 και ξανά στις 8 Σεπτεμβρίου 1969, αλλά στην τελευταία περίπτωση ο Δρ John Haldon και η δεσποινίς Jane Isaac του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ μπόρεσαν να ολοκληρώσουν την ανάβαση και είμαστε ευγνώμονες σε αυτούς για τις φωτογραφίες και τις σημειώσεις για το σχέδιο και την περιγραφή που χρησιμοποιούνται εδώ.
- [←60]
-
Bryer, Isaac and Winfield, ΑΠ, 32 (1972-73). 234.
- [←61]
-
Βλέπε σελ. 157.
- [←62]
-
Βλ. σελ. 157.