<-Ενότητα 12: Από τον Μελάνθιο στον Φαρματηνό ποταμό | Ενότητα 14: Ζεφύριο ακρωτήριο και Κεγχρινά (;)-> |
Ενότητα 13: Πόλη και επαρχία Κερασούντας
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
Κερασοῦς, Κέρασος, Κερασσοῦς, η Quirissonda, Cirisonda, Guirisonda, Chirizonda, Chirisonda, Chressona, Crixonda και ἡ Κερασοῦντατων πορτολάνων, δεν μπορεί να είναι άλλο από το μεγάλο ακρωτήριο από βασάλτη, που τώρα ονομάζεται Γκίρεσουν.1 Όμως η σύγχυση μεταξύ των πρώιμων γεωγράφων οδήγησε τους πιο επιμελείς σχολιαστές του 19ου αιώνα να βρουν μέχρι και τρία μέρη που ονομάζονται Κερασούς: Ένα (το πιο αμφίβολο και βασισμένο στον Σκύλακα) δυτικά της Σινώπης. Ένα (λιγότερο αμφίβολο, γιατί, αν και βασίζεται στις ομολογουμένως αναξιόπιστες αποστάσεις που δίνονται στον Ξενοφώντα, υποστηρίζεται από τον Περίπλου του Ανωνύμου και έχει αυτό που μπορεί να είναι σύγχρονη επιβίωση στο όνομα Κίρεσον) ακριβώς ανατολικά του Βακφίκεμπιρ. Και ένα τρίτο, κάπως απίθανο, «σε κοιλάδα σε μικρή απόσταση από τη σύγχρονη πόλη»2 της Γκίρεσουν. Το Κερασούς-Κίρεσον είναι καλή πιθανότητα, αλλά για την κυρίως Κερασούντα δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς περισσότερο από τη Γκίρεσουν.3
Υπάρχει ένα ισχυρότερο επιχείρημα (με βάση τον Στράβωνα, τον Αρριανό και τον Περίπλου του Ανωνύμου) ότι το μέρος ονομαζόταν για κάποιο διάστημα Φαρνάκεια από τον Φαρνάκη Α’ ή Β’ και ότι αργότερα επανήλθε στο παλιό του όνομα.4 Οι περίεργες εκδοχές που δίνονται στα Itineraria (Carnasso, Parnasum, Parnason και Eisnoson)5 σίγουρα υποδηλώνουν σύγχυση, αν όχι κράμα των δύο ονομάτων, αλλά έχουμε προτείνει αλλού ότι η Φαρνάκεια ίσως ήταν ξεχωριστός τόπος στο εσωτερικό του Ιασώνιου ακρωτηρίου.6
Το ακρωτήριο προεξέχει σχεδόν 1.000 μ. στη θάλασσα, ανεβαίνοντας στα 129 μ. στο υψηλότερο σημείο του στη βορειοανατολική γωνία (φωτ. 52-54α, β). Η αρχαία και μεσαιωνική περιτειχισμένη πόλη βρισκόταν στη δυτική πλευρά σε απότομη πλαγιά που στέφεται από κάστρο. Το κύριο λιμάνι (με σημάδια αρχαίου μόλου, που αποτελεί πια κίνδυνο για τη ναυτιλία, στα βορειοδυτικά) βρίσκεται ακόμη σε αυτήν την πλευρά, αλλά υπάρχει και μικρότερη σκάλα στα ανατολικά. Περίπου 500 μέτρα βορειοανατολικά του ακρωτηρίου βρίσκεται ένας ύφαλος και βράχος που ονομάστηκε τῆς Παλαμίδαςσε πορτολάνο και τώρα ονομάζεται Παλαμούτ (Παλαμίδα) καγιαλάρι.7 Κι αυτό γιατί ήταν στην Κερασούντα, όπως αναφέρει ο Στράβων, που ο τόνος (παλαμούτ), που κατέβαινε από την Αζοφική θάλασσα, γινόταν αρκετά μεγάλος για να αλιευτεί.8
Το οχυρωμένο νησί του Άρη (ἡ Ἀρητιὰς νῆσοςή Ἀρεώνησος, που διατηρούσε το αρχαίο του όνομα και τον Μεσαίωνα),9 βρίσκεται 4,2 χλμ. ανατολικά-βορειοανατολικά της Γκίρεσουν. Είναι πια γνωστό ως Γκίρεσουν (ή Πούγκα) Αντάσι. Ήταν εδώ που, σύμφωνα με τον Απολλώνιο Ρόδιο, οι Αργοναύτες συνάντησαν τόσο τις Αμαζόνες όσο και κοπάδια από μοχθηρά πτηνά. Θυσίασαν σε έναν χωρίς στέγη ναό του Άρη του οποίου, αν πράγματι υπήρχε, δεν διασώζεται σήμερα κανένα ίχνος.10 Στο νησί βρισκόταν μοναστήρι αφιερωμένο είτε στην Ελεούσα είτε στον Άγιο Φωκά της Σινώπης.11
Το Girapno, Giraprino ή Zeraprino των πορτολάνων12 παρουσιάζει περισσότερα προβλήματα. Ο μόνος πορτολάνος που περιέγραφε την ακριβή του θέση αναφέρει ότι το κάβο τοῦ Γεπάπριμοβρισκόταν 10 μίλια από την Κερασούντα και 20 από την Τρίπολη.13 Αυτό μας φέρνει στην Κασσιόπη(τώρα Κεσάπ), η οποία δεν είναι, όμως, ακρωτήριο αλλά οικισμός με εγκαταλειμμένο πια ορυχείο μολύβδου.14 Ο πορτολάνος δεν αναφέρει το Ζεφύριο ακρωτήριο στα ανατολικά και ίσως υπάρχει σύγχυση με αυτό. Άλλοι πορτολάνοι κατονομάζουν τόσο το Γκιράπνο όσο και το Ζεφύριο ακρωτήριο. Κανένας πορτολάνος δεν φαίνεται να αναφέρει το νησί του Άρη με αυτό το όνομα, και ως εκ τούτου ο Μπράιερ πρότεινε κάποτε ότι το Γκιράπνο θα μπορούσε να είναι μια απόδοση του «Ἀρητιάς νῆσος».15 Όμως, ύστερα από προβληματισμό, πιστεύουμε ότι η πρόταση του Τόμασεκ ότι το όνομα υποδεικνύει ἱερά πρῖνος(δηλαδή «Ιερή Βελανιδιά»)16 είναι περισσότερο, αλλά όχι εντελώς, ικανοποιητική. Σίγουρα είναι πιο πιθανό να ήταν γέρο πρίνος (δηλαδή «Γέρικη Βελανιδιά»). Το ερώτημα περιπλέκεται από το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρει ότι 500 Αρμένιοι στρατιώτες, αντίστοιχα από το Πλατάνιον και την Πρίνη, συμμετείχαν στην κρητική εκστρατεία του 911.17 Η πιθανότητα ότι ἡ Πρίνη(αν και στο θηλυκό) είναι άλλος παραλιακός σταθμός στον Πόντο, το δικό μας Γκιράπνο ή Γκιραπρίνο, είναι επομένως ισχυρή.
Ὁ πρῖνος δεν είναι συνηθισμένη βελανιδιά, αλλά η μικρή θαμνώδης ποντιακή βελανιδιά που συνδέεται με σημαντική εξαγωγή της περιοχής, το κοχίνι. Μάλιστα τώρα γνωρίζουμε ότι η ποντιακή ουσία δεν ήταν ούτε το κανονικό κοχίνι ούτε βότανο. Ήταν το κερμές, λαμπερή κόκκινη βαφή για μετάξι, η οποία ήταν ακριβή και περιζήτητη εναλλακτική της «γκράνα» (άλλου υποκατάστατου του κοχινιού). Το κερμές φτιάχνεται από τα αποξηραμένα σώματα των θηλυκών του εντόμου Coccus ilicis που προσκολλάται στα κλαδιά της βελανιδιάς. Η ουσία ήταν πολύ γνωστή στον Πεγκολότι τη δεκαετία του 1340 και το 1434 υπήρχαν συγκεκριμένες οδηγίες στους Ενετούς πλοιοκτήτες να την αγοράζουν στην Τραπεζούντα.18
Προτείνουμε ότι το Γκεραπρίνο (και οι παραλλαγές) μπορεί να σχετίζεται με τοπική εξαγωγή βαφής κερμές, η οποία μπορεί επίσης να χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή των υλικών που το Βιβλίο του Επάρχου ονομάζει ως προϊόν της Κερασούντας.19 Αν ταυτίζεται και με τον Πρίνο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, είναι απίθανο να ήταν το νησί του Άρη. Υπάρχει πράγματι γλυκό νερό στο νησί, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα βολικό μέρος για να σταθμεύσουν πεντακόσιοι Αρμένιοι στρατιώτες. Πρέπει λοιπόν κανείς να αναζητήσει μια, πιθανώς οχυρωμένη, τοποθεσία κοντά και ανατολικά της Κερασούντας. Η μόνη τοποθεσία μεταξύ Κερασούντας και Ζεφύριου ακρωτηρίου που είναι κατάλληλη είναι το Γκεντίκ Καγιά Καλέσι. Αν και αυτή η ταύτιση δεν είναι απολύτως ικανοποιητική, το Γκεντίκ Καγιά Καλέσι έχει απάνεμο κόλπο και αγκυροβόλιο κάτω από εκείνον και είναι, περισσότερο από την Κερασούντα, το επί της ακτής τέρμα της διαδρομής προς Κολώνεια. Το προτείνουμε διστακτικά ως τοποθεσία τόπου που φαίνεται να ήταν γνωστός ως «Η Παλιά Ποντιακή Δρυς».
Στην Κερασούντα ή στη περιοχή της υπήρχαν τουλάχιστον άλλα δύο μοναστήρια. Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, ερειπωμένο τον 19ο αιώνα, βρισκόταν κάτω από τις κορυφές Γκεντίκ Καγιά.20
Τα ερείπια του παρεκκλησίου στο Γκεντίκ Καγιά Καλέσι μάλλον αντιστοιχούν σε αυτό. Το δεύτερο μοναστήρι ήταν στην ίδια την Κερασούντα και ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Επιφάνιο. Το 998 ο πατριάρχης Σισίνιος Β’ (996-98) παραχώρησε στον Νικόλαο, μητροπολίτη Αλανίας, ένα τυπικόν για τη Μονή του Αγίου Επιφανίου, στο οποίο προστέθηκε υπόμνημα τον Μάιο του 1024.21 Η ιεραποστολή στους Αλανούς είχε ξεκινήσει στα πρώτα χρόνια του 10ου αιώνα αλλά δεν είχε αρχικά επιτυχία. Το τυπικό και το υπόμνημά του είναι η μόνη μας μαρτυρία για την ύπαρξη του μητροπολίτη Νικολάου και του μοναστηριού, αλλά η Εκκλησία της Αλανίας υπήρξε άρρηκτα δεμένη με εκείνες της Τραπεζούντας και της Σωτηριούπολης, πολύ μετά την αποχώρηση των Αλανών.21α
Πριν εξετάσουμε ποιες αρχαιολογικές μαρτυρίες υπάρχουν για το πού βρίσκεται το μοναστήρι του Αγίου Επιφανίου, θα έπρεπε επίσης να καταγράψουμε τις λογοτεχνικές μαρτυρίες για έναν άλλο θρησκευτικό χώρο στην Κερασούντα, ένα ερημητήριο του 14ου αιώνα στα «Υψώματά» της. Ο Ανδρέας Λιβαδηνός (ο οποίος ενσωμάτωσε σε άλλο έργο δύο σύντομες εκφράσεις της Κερασούντας, καμία από τις οποίες δεν είναι πολύ κατατοπιστική) 22 απηύθυνε δύο επιστολές στον αρχιερέα και ιερομόναχο Γεράσιμο, ἐν Ὑψιλῷ τῆς Κερασοῦντος, πιθανώς πριν και μετά το 1341.23 Πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό να ταυτίσουμε τον ερημίτη με τον μοναχό Γεράσιμο της υποτιθέμενης Τραπεζούντιας μονής του Αγίου Ευθυμίου του Μεγάλου στα Ιεροσόλυμα, ο οποίος μπορεί (αν χρονολογείται σωστά και δεν είναι πλαστή) να είχε συντάξει τη διαθήκη του στις 18 Νοεμβρίου 1344.24 Το μόνο που μπορούμε να σταχυολογήσουμε από τον Λιβαδηνό είναι ότι είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον γέρο ερημίτη, θεωρώντας τον κατάλληλο έμπιστο για τις γκρίνιες του για την πολιτική κατάσταση της Τραπεζούντας, ενώ εκείνος ο Γεράσιμος έγραφε επίσης επιστολές στον Λιβαδηνό.
Ο Ιωάννης Ευγενικός επαινούσε τις ανέσεις που προσφέρει ο Πόντος στους ερημίτες25 και κανονικά θα ήταν μάταιο να προσδιορίσουμε συγκεκριμένο ερημητήριο. Αλλά το παρεκκλήσι και οι ανασκαφές, που περιγράφονται πιο κάτω, στον εντυπωσιακό δίδυμο βράχο του Γκεντίκ Καγιά δείχνουν ερημητήριο καθώς και «Υψώματα». Τον 19ο αιώνα το παρεκκλήσι θεωρούνταν βυζαντινό και διατηρούσε ακόμη λίγα γλυπτά και τοιχογραφίες.26 Εναλλακτικά, τα «Υψώματα» μπορεί να υποδηλώνουν την κορυφή της ίδιας της ακρόπολης της Κερασούντας. Ο Μπέης ανέφερε ότι «λέγεται ότι τα ερείπια της μονής του Αγίου Επιφανίου βρίσκονται στην ακρόπολη της Κερασούντας»,27 προφανώς χωρίς αποδείξεις, αν και υπάρχουν αναφορές για περισσότερους από έναν θρησκευτικούς χώρους στην ακρόπολη.
Ένα παρεκκλήσι, στη βόρεια πλαγιά, είναι μετα-μεσαιωνικό και έχει δημοσιευτεί αλλού.28 Όμως ο Μπέης μπορεί να αναφέρεται σε ένα παρεκκλήσι σε σπήλαιο, με τοιχογραφίες σύμφωνα με πληροφορίες, κάτω από την κορυφή με τα λαξευμένα πηγάδια της και το «αμφιθέατρο» και πάνω από άλλο βαθύ πηγάδι, που σημείωσαν οι Σούλτσε και Κουινέ.29 Στην αρχή δεν μπορέσαμε να το βρούμε,30 αλλά το 1964 ο Ουίνφιλντ εντόπισε την τοποθεσία, η οποία περιγράφεται πιο κάτω (φωτ. 132). Θα μπορούσε να σηματοδοτεί είτε το μοναστήρι του Αγίου Επιφανίου είτε το ερημητήριο του Γεράσιμου, είτε και τα δύο. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να κάνουν την πρόταση περισσότερο από δοκιμαστική.
Τελικά, λίγο μετά την αναχώρησή τους από το νησί του Άρη, οι Αργοναύτες πέρασαν τη Φιλυρηίδα νῆσον. Υπάρχει πράγματι ένας ανώνυμος βράχος που βρίσκεται περίπου 3 χιλιόμετρα από την ακτή, μεταξύ του νησιού του Άρη και του Ζεφύριου ακρωτηρίου, αλλά ο Χάμιλτον αποδίδει σίγουρα στον Απολλώνιο Ρόδιο απίθανα λεπτομερή γνώση της τοπικής γεωγραφίας, ταυτίζοντας αυτόν τον βράχο με το νησί των Αργοναυτών.31
Όπως όλες οι ελληνικές αποικίες στις ακτές του Πόντου (εκτός από την Αμισό, που διεκδικούσε ιωνικό εποικισμό, πιθανότατα από Μιλήσιους), η Κερασούς ιδρύθηκε από τη Σινώπη και ήταν μέρος της αυτοκρατορίας της. Ο Φαρνάκης κατέλαβε την Κερασούντα αφού κατέλαβε τη Σινώπη το 183 π.Χ. Υποτάχθηκε στον Πομπήιο περί το 64 π.Χ. αλλά δεν εντάχθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για ακόμη έναν αιώνα. Μεταξύ 64 π.Χ. και 64 μ.Χ. περίπου υπήρξε διαδοχικά μέρος των φέουδων του Δειώταρου των Τολιστοβογίων, του Δαρείου γιου του Φαρνάκη και της Πυθοδωρίδος, χήρας του Πολέμωνος.32 Οι ογκώδεις κατώτερες σειρές της ακρόπολης ίσως χρονολογούνται σε αυτήν ή την αμέσως προηγούμενη περίοδο.
Η Κερασούς της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έκοβε ακόμη και δικά της νομίσματα. Ένας τύπος νομίσματος Κόμμοδου φέρει την εικόνα γαλέρας, από το οποίο ο Κίναστ υπαινίσσεται ότι ήταν σταθμός του ρωμαϊκού στόλου του Πόντου (classis Pontica), αλλά δεν αναφέρεται ως βάση κανενός βυζαντινού στόλου.33
Η συχνά ειπωμένη ιστορία ότι η Κερασούς έδωσε το όνομά της στο κεράσι, που υποτίθεται ότι εισήγαγε ο Λούκουλλος από την πόλη, έχει την εμφάνιση αιτιολογικού μύθου.34 Η Κερασούς ήταν και είναι το μεγαλύτερο ποντιακό κέντρο εξαιρετικά σημαντικού εμπορίου φουντουκιών.35 Κατά τα άλλα, η ενδοχώρα της είναι γεωργικά λιγότερο παραγωγική από άλλα μέρη της ακτής. Τα βουνά φτάνουν εξαιρετικά κοντά στη θάλασσα σε αυτό το σημείο και έπρεπε να εισάγονται σιτηρά τόσο από την Κολώνεια όσο και από την Κριμαία.36 Στον Μεσαίωνα η Κερασούς εξήγαγε επίσης υφάσματα και, πιθανώς, στυπτηρία Κολώνειας. Στα τέλη του 7ου και τις αρχές του 8ου αιώνα υπήρχε στην Κερασούντα αυτοκρατορικό εμπορικό γραφείο, που συνδεόταν, τουλάχιστον σε σφραγίδα, με την Τραπεζούντα και τη Λαζική.37
Η Κερασούς ήταν επισκοπή της Νεοκαισάρειας από τον 4ο αιώνα. Στα τέλη του 11ου έγινε ανεξάρτητη μητρόπολη. Προς τα τέλη του 17ου αιώνα οι πιέσεις στους ντόπιους Έλληνες, που ήσαν διαδεδομένες εκείνη την εποχή, οδήγησαν στον αφανισμό της έδρας και το 1698 η εξαρχία της Κερασούντας μεταφέρθηκε στην επαρχία της Τραπεζούντας. Το 1920 ο μητροπολίτης Χαλδίας, σε παροξυσμό παράκαιρου επεκτατισμού, διεκδίκησε για λίγο την Κερασούντα, αναζητώντας διάδρομο για τη θάλασσα. Τα ονόματα δεκαέξι επισκόπων, από περίπου το 431 μέχρι το 1673, είναι γνωστά. Δεν έχουν σημειωθεί επισκοπικές σφραγίδες.38
Τα Ευαγγέλια Κερασούντος (που πάρθηκαν από μια εκκλησία στην πόλη το 1906) χρονολογούνται στα μέσα του 11ου αιώνα. Η Σιραρπί Ντερ Νερσεσιάν σημειώνει ορισμένα αρμενικά χαρακτηριστικά στις κάπως «επαρχιακές» εικονογραφήσεις τους.39 Ο τόπος προέλευσης των Ευαγγελίων είναι θέμα συζήτησης, αλλά η Κερασούς του 11ου αιώνα, με την επισκοπή, το μοναστήρι του Αγίου Επιφανίου, το εμπορικό λιμάνι και τους Αρμένιους, φαίνεται πιθανό και κατάλληλο περιβάλλον για αυτά. Η βυζαντινή Κερασούς ήταν προφανώς μικρό μέρος –ίσως δεν είναι τυχαίο ότι δεν περιλαμβάνεται σε κανένα έργο που αποδίδεται στον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο– αλλά ήταν ίσως αρκετά μεγάλο και καλλιεργημένο για να υποστηρίζει σκριπτόριον (εργαστήριο γραφής, scriptorium). Διακρίθηκε τον 13ο αιώνα, όταν έγινε η δεύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Πάντοτε στην άκρη τουρκμενικού «συνόρου» προς τα δυτικά, ήταν η πιο δυτική από όλες τις κτήσεις υπό τον άμεσο έλεγχο των Μεγάλων Κομνηνών μέχρι τον 15ο αιώνα.40 Είναι πιθανό, όπως και η ίδια η Τραπεζούς, να είχε δήμαρχο και κάποια μορφή δημοτικού καθεστώτος, γιατί μπόρεσε να αποτίσει επίσημα φόρο τιμής ως πόλη στους Μεγάλους Κομνηνούς κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 1355.41 Δεν υπάρχουν στοιχεία για αυτοκρατορική κεφαλή, όπως ίσχυε για τα Λιμνία, την Τραπεζούντα και το Ρίζαιον. Από την άλλη πλευρά, ένας τέτοιος αξιωματούχος φαίνεται πιθανός. Με άλλα λόγια, η Κερασούς πιθανότατα ήταν πρωτεύουσα βάνδου.
Ήταν στην Κερασούντα που οι Μεγάλοι Κομνηνοί μπόρεσαν να συγκρατήσουν, για πρώτη φορά, την προέλαση των Τουρκμένων από τα δυτικά και να διατηρήσουν όχι μόνο την πόλη αλλά και τα γύρω χωριά της. Η νίκη του Αλέξιου Β’ επί του Τουρκμένου «Κουστουγάνη» στην Κερασούντα τον Σεπτέμβριο του 1301 δοξάστηκε από τον Σγουρόπουλο, περιγράφηκε από τον Πανάρετο, τον οποίο αναφέρουν οι Χιονιάδης, Λουκίτης και Λαζαρόπουλος, ενώ την θυμόταν αργότερα ο Βησσαρίων.42 Ορθά θεωρήθηκε ως σημαντική νίκη, γιατί τα αποτελέσματά της υπήρξαν μόνιμα. Αν η Κερασούς είχε πέσει το 1301, οι Τουρκμένοι θα είχαν αποκτήσει μεγάλη πρόσβαση στη θάλασσα και οι ημέρες της Τραπεζούντιας Αυτοκρατορίας θα ήσαν μετρημένες. Όπως και να έχει, ο τόπος παρέμενε ελληνικό προπύργιο, το οποίο επισκέπτονταν συχνά οι Μεγάλοι Κομνηνοί, ιδιαίτερα καθ’ οδόν για κρατικές επισκέψεις στους Τουρκμένους ή στο Οίναιον.43
Ο Σγουρόπουλος περιγράφει την οικοδόμηση του φρουρίου της Κερασούντας από τον Αλέξιο Β’ μετά το 1301 με όρους τόσο ποιητικούς, που δεν μπορούν να συγκεντρωθούν πραγματικές πληροφορίες (εκτός από την προφανή ένδειξη ότι έβλεπε προς τη θάλασσα). Αλλά το κάστρο στην κορυφή της ακρόπολης είναι σχεδόν σίγουρα το φρούριο που έχτισε ή ξαναέχτισε ο Αλέξιος. Τον Ιανουάριο του 1348 ο Πανάρετος δηλώνει ότι οι Γενουάτες έκαναν επιδρομή αντιποίνων στην Κερασούντα, λεηλατώντας και καίγοντας την πόλη. Δεν τίθεται θέμα ύπαρξης ποτέ ιταλικού σταθμού στην περιοχή.44 Το φρούριο παρέμεινε ίσως αλώβητο στο περιστατικό του 1348, γιατί ο Λιβαδηνός αναφερόταν περί το 1355 στα «μπρούτζινα τείχη» του.45
Η πρώτη μεσαιωνική αναφορά στο νησί του Άρη (Ἀρανιῶται στον Πανάρετο) γίνεται όταν δέχθηκε επιδρομή από Οθωμανούς πειρατές τον Ιούλιο του 1368, που ήταν η πρώτη εμφάνιση των Οθωμανών στην ιστορία της Τραπεζούντας.46 Αυτό επέσπευσε πρεσβεία του Πανάρετου, όπως φαίνεται, στην Κωνσταντινούπολη, ίσως για να λάβει βοήθεια. Οι πειρατές δεν αναφέρονται ξανά. Αμέσως πριν την είσοδό του στο νησί του Άρη, ο Πανάρετος αναφέρει ότι ο μητροπολίτης Ιωσήφ (Ιωάννης) Λαζαρόπουλος παραιτήθηκε από την έδρα της Τραπεζούντας στις 12 Νοεμβρίου 1367 και αποσύρθηκε στο μοναστήρι της Παναγίας «Ελεούσας».47 Είχαν πει στον Φαλμεράγιερ ότι το μοναστήρι του νησιού ήταν αφιερωμένο στην Ελεούσα,48 και γι’ αυτό μερικές φορές γινόταν κατανοητό ότι ήταν ο Λαζαρόπουλος και όχι ο Πανάρετος, που πήγε πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη μετά την οθωμανική επιδρομή.49 Όμως δεν υπάρχει αμφιβολία για την ερμηνεία του κειμένου και επίσης φαίνεται πολύ πιθανό ότι ο Λαζαρόπουλος αποσύρθηκε όχι στο νησί του Άρη (το οποίο δεν αναφέρει πουθενά στα γραπτά του), αλλά σε άλλο μοναστήρι της Ελεούσας, της Παναγίας του Ελέους, που βρισκόταν κοντά στον γενουάτικο ναύσταθμο στην παραλία Δαφνούντος, ανατολικά του Αγίου Σάββα στην Τραπεζούντα.50 Επιπλέον, ενάντια στην ταύτιση της Ελεούσας από τον Φαλμεράγιερ με το νησί του Άρη, μπορεί να αναφερθεί η πιο ουσιαστική πεποίθηση δύο ντόπιων Ελλήνων λογίων και του Κουινέ, ότι το μοναστήρι του νησιού ήταν στην πραγματικότητα αφιερωμένο στον Άγιο Φωκά. Τα πράγματα περιπλέκονται επειδή ίσως ένας από εκείνους τους λογίους, ο Τριανταφυλλίδης (τότε σχολάρχης της Κερασούντας), ήταν ο υπεύθυνος για την πληροφόρηση ή παραπληροφόρηση του Φαλμεράγιερ σχετικά με την αφιέρωση του μοναστηριού. Και το ζήτημα μπερδεύεται περαιτέρω, επειδή σύγχρονοι Τούρκοι αναφέρουν ένα πανηγύρι (παναΐρ) στο νησί στις 20 Μαΐου, μέρα της γιορτής του ιδιαίτερα αφανούς μάρτυρα Αγίου Θαλλελαίου, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον Πόντο.51 Τείνουμε όμως να ακολουθήσουμε τον Ιωαννίδη και τον Τριανταφυλλίδη αποδίδοντας την αφιέρωση της μονής στον Άγιο Φωκά, τοπικό μάρτυρα, ευρέως λατρευόμενο στον Πόντο, του οποίου οι σχέσεις με τη θάλασσα ταιριάζουν περισσότερο με το νησί.
Την εποχή που ο Φαλμεράγιερ, ο Ιωαννίδης και ο Τριανταφυλλίδης γνώρισαν το νησί, το μοναστήρι είχε καταστραφεί από καιρό. Μάλιστα η μόνη σαφής απόδειξη ότι υπήρξε κάποτε έρχεται το 1609, όταν το σημείωσε ο Μπορντιέ.52 Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το μοναστήρι ιδρύθηκε μετά το 1468 και εγκαταλείφθηκε πριν από το 1644. Ο Μπορντιέ αναφέρει ότι του είπαν ότι οι νησιώτες του Άρη αντιστάθηκαν εναντίον των Οθωμανών για επτά χρόνια μετά το 1461. Αυτό θα ήταν απολύτως εφικτό: το νησί έχει δική του παροχή νερού και προστατεύεται καλά. Το ότι υπήρξε κάποια τοπική αντίσταση υποδηλώνεται από ελληνική παράδοση του 19ου αιώνα ότι η ίδια η Κερασούς κράτησε για πολλούς μήνες ενάντια στους Τούρκους και παραδόθηκε μόνο υπό τον όρο ότι οι χριστιανοί θα παρέμεναν (κάτι που ανεξάρτητα στοιχεία δείχνουν ότι το έκαναν) και θα έφεραν όπλα σε αντάλλαγμα για την παροχή υπηρεσιών πορθμείου πάνω από τοπικό ποτάμι.53 Αλλά στον Μπορντιέ δεν ειπώθηκε συγκεκριμένα ότι οι κάτοικοι του νησιού περιλάμβαναν μοναχούς το 1461-68, όπου θα περίμενε κανείς την πληροφορία. Αργότερα, όταν ο Εβλία ανέφερε το νησί το 1644, σημείωσε μόνο ότι οι Κοζάκοι το είχαν χρησιμοποιήσει ως βάση για να επιτεθούν στην Κερασούντα.54 Φαίνεται απίθανο να είχε επιζήσει το μοναστήρι από τέτοια εμπειρία.
Σήμερα, κανένα από τα λείψανα του νησιού δεν μπορεί να αναγνωριστεί με βεβαιότητα ως μοναστικό. Πιθανώς, εκτός από την παράδοση του πανηγυριού (παναγίρ) της 20ής Μαΐου, η μόνη ανάμνηση ότι ήταν ιερός τόπος είναι ένα μακροχρόνιο έθιμο να τοποθετούν τα κουρέλια των αρρώστων σε βράχο κάτω από πύργο στη νοτιοανατολική γωνία του νησιού.
Ο Κλαβίχο περιγράφει την Κερασούντα το 1404: «Βρίσκεται στην ακτή, με τα σπίτια της χτισμένα όλα σε ύψωμα που βλέπει στη θάλασσα. Ένα ισχυρό τείχος της πόλης κύκλωνε ολόκληρο αυτό το ύψωμα, περικλείοντας μέσα στα όριά του πολλά περιβόλια και ωραία οπωροφόρα δέντρα».55
Το κάστρο φρουρούνταν από Τσέπνι στρατιώτες μετά την οθωμανική κατάκτηση. Το 1525 ο τόπος περιλάμβανε 31 μουσουλμανικά και 221 χριστιανικά νοικοκυριά,56 καλή πιθανώς ένδειξη του μεγέθους του στον ύστερο Μεσαίωνα, ίσως περίπου 1.250 ψυχές. Ο Μπορντιέ σημείωνε ότι τα σπίτια ήσαν διάσπαρτα κατά μήκος των δαιδαλωδών δρόμων, αλλά ότι τα τείχη εξακολουθούσαν να είναι εντυπωσιακά.57 Ο Εβλία το είδε μετά τις επιδρομές των Κοζάκων και σχολίασε ότι το κάστρο στην πραγματικότητα δεν υπερασπιζόταν την πόλη (υποδηλώνοντας ότι οι περισσότεροι κάτοικοι ζούσαν τότε στην ατείχιστη ανατολική πλευρά της χερσονήσου) και παρόλο που ήταν προφανώς μεγάλο μέρος, είχε συρρικνωθεί. Τα περιβόλια της πόλης εξακολουθούσαν να δίνουν άφθονους καρπούς και το αγκυροβόλιο, αν και καλό, δεν προσέφερε καμία προστασία από τους αντίθετους ανέμους.58
Το τελευταίο χτύπημα ήρθε το 1764, κατά τη διάρκεια των πολέμων των ντερεμπέηδων. Το φρούριο είχε ανακαινιστεί από τον Τιστάρογλου, τον μπέη της Γκίρεσουν,59 ο οποίος το έχασε από έναν αντίπαλο ύστερα από μακρά πολιορκία, που έληξε με την ερήμωση της πόλης και την καταστροφή της τότε σωζόμενης ελληνικής εκκλησίας της.60 Η επισκοπή της είχε ήδη φύγει, και μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα η Γκίρεσουν είδε μια ήσυχη αναβίωση.
ΜΝΗΜΕΙΑ
1. Γκίρεσουν Καλέ (σχήμα 21, φωτ. 55α, β – 60α, β)
Η τοποθεσία, ηφαιστειακή προεξοχή που εκτείνεται περίπου 1.000 μέτρα στη θάλασσα, ενώνεται με την ηπειρωτική χώρα με χαμηλό σαμάρι ή ισθμό στα νότια. Η βορειοανατολική και η ανατολική πλευρά της προεξοχής ήσαν απότομες και προστατεύονταν από γκρεμούς και βραχώδη ακτή, αλλά η αρχική τους μορφή έχει συσκοτιστεί από την κατασκευή του παραλιακού δρόμου στη βάση του γκρεμού. Η νότια και η δυτική πλευρά κατεβαίνουν απότομα, αλλά όχι απόκρημνα, μέχρι τον ισθμό και το λιμάνι αντίστοιχα. Το αρχικό κύκλωμα των τειχών εκτεινόταν κατά μήκος της ακτής και των βράχων στη δυτική, βόρεια και βορειοανατολική πλευρά. Στην ανατολική πλευρά το τείχος στρέφεται περίπου προς τα δυτικά για να αφήσει τη θάλασσα και να ανέβει στην κορυφή, ύστερα ακολουθεί την κορυφογραμμή προς τα δυτικά και κατεβαίνει πάλι στη θάλασσα στη δυτική πλευρά. Το τείχος κατά μήκος της κορυφογραμμής τρυπάει μια πάνω πύλη και μια μικρή έκταση σχηματίζει το εξωτερικό τοίχωμα του φυλακίου (σχήμα 21, φωτ. 55α, β). Αν και δεν υπάρχει πια κανένα ίχνος του, θα φαινόταν λογικό ότι το τείχος της εξωτερικής πτέρυγας, ή τείχους της πόλης, θα συνέχιζε επάνω στον ισθμό και πιθανώς κάτω στη θάλασσα από την άλλη πλευρά, παρέχοντας έτσι την κανονική πρώτη γραμμή άμυνας, πριν προλάβει ένας εχθρός να φτάσει στην πύλη προς το εσωτερικό φρούριο. Η προεξοχή έχει δύο κορυφές. Η ελαφρώς ψηλότερη δυτική κορυφή των 129 μέτρων στέφεται από τον τάφο του Τοπάλ Οσμάν Αγά, ο οποίος έπαιξε αξιοσημείωτο, αν και ιδιότυπο, ρόλο στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του Μουσταφά Κεμάλ ως διοικητής της σωματοφυλακής των «Λαζών» του Ατατούρκ.61 Η ανατολική κορυφή, περίπου 100 μέτρα μακριά, καταλαμβάνεται από το μεσαιωνικό φυλάκιο. Δεν υπάρχει πια κανένα ίχνος του αμφιθεάτρου –αν ήταν τέτοιο– που αναφέρεται από τους πρώτους περιηγητές, ούτε σημάδι από τον μεγάλο κλασικό ναό ή το παλάτι, τα ερείπια των οποίων είδε ο Μπορντιέ το 1609.62 Αυτό θα μπορούσε να βρισκόταν στην τεράστια πλατφόρμα βράχου κοντά στη νοτιοδυτική γωνία της περιοχής της πόλης, εντός του φρουρίου. Σε άλλα σημεία εντός της τοποθεσίας ο φυσικός βράχος έχει ισοπεδωθεί σε διάφορα σημεία, για να παράσχει βάσεις για το τείχος, αλλά θα ήταν απαραίτητη η ανασκαφή για να προσδιοριστεί η μορφή τους.
Η αρχική πόλη βρισκόταν προφανώς κατά μήκος της δυτικής και βορειοδυτικής πλευράς της χερσονήσου, σε σχετικά ήπιες πλαγιές που περικλείονταν από τείχη, αλλά, όπως έχουμε προτείνει, θα μπορούσε να εκτείνεται σε όλο τον ισθμό και μέχρι την ανατολική ακτή. Ανάμεσα σε αυτήν και την ξεκάθαρα οριοθετημένη επάνω συνοικία υπάρχουν ίχνη τειχοπετάσματος με κατεύθυνση βορρά-νότου, χωρίς εμφανή κλασικά θεμέλια και προφανώς μεσαιωνικής ή οθωμανικής κατασκευής. Σε κανένα σημείο το τείχος δεν είναι περισσότερο από μερικές διακριτές πέτρες στους τοίχους των σπιτιών ή των κήπων, αλλά η πορεία του μπορεί να εντοπιστεί αρκετά καθαρά από μια πτώση περίπου 3 μ. στην πλάγια όψη της περιοχής.
Στο φρούριο σώζονται δύο πύλες, από τις οποίες η χαμηλότερη παραθαλάσσια στα νοτιοδυτικά πρέπει να οδηγούσε στην περιτειχισμένη πόλη (φωτ. 57). Η πάνω πύλη στη νοτιοανατολική πλευρά πρέπει να οδηγούσε στο εσωτερικό φρούριο. Ο σύγχρονος δρόμος που οδηγεί στο πάρκο στην κορυφή διασχίζει ό,τι έχει απομείνει από εκείνη την πύλη (φωτ. 58α).
Η κάτω πύλη, τώρα πολύ κατάφυτη, παρέχει καλό παράδειγμα της ορθογώνιας τοιχοποιίας της κλασικής ή «ποντιακής» περιόδου. Η ίδια η πύλη έχει πια φύγει, αλλά οι επιδέξια λοξότμητοι τετράγωνοι προμαχώνες, διαμορφωμένοι σε βαθμίδες για να την υποδεχτούν, είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακοί. Είναι πιθανώς αυτή η πύλη που αναφέρεται από τον Μπορντιέ: «Οι πύλες της πόλης, που βρίσκονται στην ακτή της θάλασσας, είναι πολύ όμορφης εμφάνισης και αξιοθαύμαστης αρχιτεκτονικής. Οι αψίδες τους είναι κεντημένες ή στολισμένες με κορδόνια και πλεκτά πολύ ωραίας τέχνης».63 Δεν υπάρχει κανένα σημάδι αυτής της διακόσμησης σήμερα. Στα βόρεια της πύλης υπάρχει πολύ μεταγενέστερος κυκλικός πύργος.
Τα τείχη παρουσιάζουν ποικιλία τοιχοποιίας. Το κλασικό έργο είναι από ορθογώνια κομμάτια από πράσινο λατυποπαγές διαφόρων μεγεθών. Είναι καλά τετραγωνισμένα και στρωμένα σε κανονικές σειρές, αλλά το μέγεθος των κομματιών ποικίλλει μέσα σα ίδια τμήματα του τείχους και μπορεί να υπάρχουν δύο περίοδοι εργασίας (φωτ. 57β, 58α,β). Και οι δύο τύποι κλασικής τοιχοποιίας έχουν πέτρινα μπατικά τοποθετημένα κατά διαστήματα, δίνοντας κάποιο ανάγλυφο στο εξωτερικό σχέδιο της τοιχοποιίας. Τα μόνα διακοσμητικά χαρακτηριστικά που σώζονται είναι μια λεπτή σειρά που εκτείνεται πέντε περίπου σειρές κάτω από την κορυφή του τείχους και αποτελείται από ενιαία προεξέχουσα ζώνη από κομμάτια πέτρας και ένα γείσο από πέτρινα κομμάτια που προεξέχουν (φωτ. 57α). Ένας ορθογώνιος πύργος σώζεται στο τείχος της κορυφογραμμής, νοτιοανατολικά από την επάνω πύλη. Ο πύργος προεξέχει προς τα έξω και δεν σπάει την εσωτερική γραμμή του τείχους. Η είσοδός του στο ισόγειο (ή στον πρώτο όροφο) είναι ορθογώνια και πρέπει να υπήρχαν πλαϊνές είσοδοι στο επίπεδο του δεύτερου ορόφου, για να επιτρέπουν σε μια ράμπα να περάσει μέσα από τους τοίχους του πύργου. Η μορφή του κλασικού πύργου ακολουθήθηκε στη μεσαιωνική ανακατασκευή των τειχών. Οι επίπεδες βάσεις για αυτά κόπηκαν στον βράχο, η εξωτερική όψη του οποίου έχει συχνά κοπεί για να δώσει κατακόρυφη όψη στο ίδιο επίπεδο με την τοιχοποιία από πάνω, προσθέτοντας ύψος στο τείχος. Υπάρχουν επίσης λαξευμένα σκαλοπάτια στο πλάι της δυτικής κορυφής και δύο μεγάλες ανασκαφές που μπορεί να αντιπροσωπεύουν τις στέρνες. Η μία βρίσκεται στο φυλάκιο (βλέπε πιο κάτω) και η άλλη σε μια πλευρά της δυτικής κορυφής. Και οι δύο είναι στεγασμένες και το νερό τραβιόταν από μια τρύπα στο πλάι.
Τα μεσαιωνικά τείχη φαίνεται ότι είναι δύο περιόδων. Το παλαιότερο και μεγαλύτερο μέρος αποτελείται από χονδρικά τετραγωνισμένους κομμάτια πέτρας που τοποθετούνται σε κανονικές στρώσεις, με κενά που εξομαλύνονται από θραύσματα τούβλων και μικρές πέτρες. Το κονίαμα είναι από λευκό ασβέστη με βότσαλο. Οι πέτρες της όψης είναι κατά μέσο όρο περίπου 20×30 εκ. Το τείχος της κορυφογραμμής έχει πάχος μεταξύ 0,50 και 2,00 μ. και είναι χτισμένο πάνω από το κλασικό τείχος, αφήνοντας το υπόλοιπο πάχος της προηγούμενης κατασκευής να σχηματίζει στηθαίο που χρησίμευε ως ράμπα. Οι γωνιόλιθοι των πύργων είναι από μεγαλύτερα κομμάτια πέτρας (φωτ. 56β). Οι πύργοι είναι ορθογώνιοι, στρογγυλοί και πενταγωνικοί, οι τελευταίοι στο δυτικό άκρο του τείχους της κορυφογραμμής. Αυτή η κανονικά στρωμένη τοιχοποιία από μικρά κομμάτια πέτρας πιθανότατα αντιπροσωπεύει το έργο του Αλέξιου Β’ μετά το 1301, αν και θα μπορούσε να είναι του 13ου αιώνα ή ακόμη και βυζαντινό. Μοιάζει πολύ με τα κάτω τείχη της πόλης της Τραπεζούντας και με εκείνα του κάστρου στο Οίναιον.
Μια μεταγενέστερη περίοδος τοιχοποιίας είναι από ακατέργαστες πέτρες που τοποθετούνται σε τυχαίες στρώσεις και επενδύονται βαριά με ασβεστοκονίαμα εξωτερικά, για να δώσουν επίπεδη, ανθεκτική στις καιρικές συνθήκες, επιφάνεια (φωτ. 58β). Αυτό θα μπορούσε να είναι μεταγενέστερο τραπεζούντιο έργο, οθωμανικό, ή ακόμη και οι τελικές οχυρώσεις των Τιστάρογλου ντερεμπέηδων της Γκίρεσουν.
Η περιτοιχισμένη περιοχή, την οποία ονομάσαμε φυλάκιο, είναι ακανόνιστος περίβολος με τη μεγαλύτερη ευθεία πλευρά του ευθυγραμμισμένη με το τείχος της κορυφογραμμής. Οι άλλες επτά πλευρές ποικίλλουν σε μήκος, ενώ το σύνολο περικλείει την ανατολική κορυφή της ακρόπολης, μέγιστη έκταση 25×35 βημάτων. Πρόκειται για μεγάλη έκταση για να είχε στεγαστεί πλήρως και φαίνεται πιο πιθανό ότι περιλάμβανε αυλή με ξύλινα κτίρια κόντρα στους τοίχους της. Μια ένδειξη αυτού είναι μια μικρή ορθογώνια κατασκευή, περίπου 5×4 μ., στεγασμένη με καμάρα και χτισμένη κόντρα στο νοτιοδυτικό τείχος του φυλακίου. Το γεγονός ότι αυτή η κατασκευή έχει καμάρα από τοιχοποιία υποδηλώνει ότι βρισκόταν στην ύπαιθρο. Οι εσωτερικοί της τοίχοι είναι επενδεδυμένοι με λαξευτά κομμάτια ασβεστόλιθου Οιναίου, εναλλάξ τοποθετημένα ως δρομικά και μπατικά, όπως σε άλλα ποντιακά κτίρια που μπορούν να χρονολογηθούν στον 13ο αιώνα. Έχει ένα ορθογώνιο παράθυρο ή θυρίδα όπλου που βλέπει νοτιοδυτικά, προς την επάνω πύλη.
Στο κέντρο του φυλακίου υπάρχει λαξευμένη εκσκαφή που πρέπει να αντιπροσωπεύει πηγάδι ή στέρνα. Έχει αφεθεί με φυσική οροφή βράχου και το άνοιγμα προς αυτήν είναι από τα νοτιοδυτικά. Λαξευμένα σκαλοπάτια οδηγούν στο άνοιγμα (φωτ. 59α). Η κατακόρυφη κοιλότητα έχει τώρα τρία περίπου μέτρα βάθος, μέχρι εκεί που είναι φραγμένη με συντρίμμια, αλλά μάλλον ήταν πολύ πιο βαθιά.
Η σωζόμενη είσοδος του φυλακίου γίνεται μέσω στενού περάσματος δίπλα στον εξωτερικό τείχος στη νότια πλευρά. Οι πέτρες επένδυσης της πόρτας έχουν φύγει, αλλά σώζεται ένα οξυκόρυφο ανακουφιστικό τόξο από πέτρινους θολόλιθους που συνάδει με την τοιχοποιία του τείχους (φωτ. 60β).
Τρύπες δοκών για τα μαδέρια οροφής μιας κατασκευής δεύτερου ορόφου φαίνονται στην εσωτερική όψη του τοίχου στη βόρεια πλευρά. Μέσα σε αυτόν τοποθετείται κόγχη ή τζάκι επενδεδυμένο με ασβεστόλιθο Οιναίου (φωτ. 60α). Στα δυτικά της κόγχης ο τοίχος έχει σπάσει αφήνοντας άνοιγμα τμήματος του δεύτερου ορόφου (φωτ. 59β). Αυτό έχει αέτωμα στην κορυφή και ίσως οδηγούσε σε γκαρνταρόμπα. Στην περίπτωση αυτή θα ήταν η μόνη τέτοια τραπεζούντια ευκολία που γνωρίζουμε. Ο αρχικός τοίχος του φυλακίου είχε πάχος περίπου 1,20 μ. στη βορειοδυτική πλευρά, αλλά φαίνεται ότι ενισχύθηκε δύο φορές από προσθήκες που έχουν πάχος 0,60 και 0,90 μ. αντίστοιχα. Η τοιχοποιία αυτών των προσθηκών είναι παρόμοια με εκείνη της κύριας κατασκευής του φυλακίου και είναι δύσκολο να γίνουν προτάσεις και χρονολογήσεις γι’ αυτές.
Τα χαρακτηριστικά του Γκίρεσουν Καλέ που τώρα έχουν καταστραφεί ή έχουν ερειπωθεί σοβαρά περιγράφονται καλύτερα από τον Χάμιλτον. Από το φυλάκιο (φωτ. 56α)
τα αρχαία τείχη μπορούν να ανιχνευθούν σχεδόν σε όλη τη διαδρομή… μέχρι τη θάλασσα, όπου παρατήρησα τοξωτή ελληνική πύλη αποκλεισμένη με τοιχοποιία τού ίδιου στυλ, … πέρα από την οποία υπήρχε ψηλός πύργος κατάφυτος από κισσό. Έχοντας φτάσει στην ακτή, επέστρεψα από την παραλία, όπου τα τείχη ήσαν εντελώς βυζαντινά και όπου βρίσκονται τα ερείπια μικρής βυζαντινής εκκλησίας, χτισμένης με καλά λαξευμένες τετράγωνες πέτρες συνδεδεμένες με κονίαμα, με σημαντικά απομεινάρια ζωγραφικής στο εσωτερικό. Τα τείχη αυτά ήσαν πολύ τέλεια στη δυτική πλευρά και περνώντας μέσα από αυτά από πλαϊνή πόρτα κατέβηκα στα ερείπια μιας άλλης εκκλησίας κοντά στην παραλία, όπου υπάρχει μικρό λιμάνι, κατάλληλο μόνο για πολύ μικρά σκάφη. Εδώ υπήρχε διπλή γραμμή τειχών και οι οχυρώσεις είχαν φτιαχτεί ισχυρότερες σε αυτή την πλευρά, εν μέρει για να προστατεύουν το γειτονικό λιμάνι και εν μέρει επειδή, από το βάθος τού νερού, ήταν το μόνο σημείο στο οποίο σκάφος εχθρού θα μπορούσε να προσεγγίσει την ακτή με ασφάλεια. Ανάμεσα από αυτά τα τείχη μπήκαμε σε μεγάλο και σκοτεινό διαμέρισμα, απ’ όπου, αφού προμηθευτήκαμε φως, κατεβήκαμε από μυστικά σκαλοπάτια στην παραλία. Εδώ ο βράχος είχε αποκοπεί παρουσιάζοντας κατακόρυφη επιφάνεια, μέχρι την οποία άλλη σειρά σκαλοπατιών οδηγούσε πίσω στο κονάκι τού αγά. Περπατώντας στην πόλη είχα παρατηρήσει πολλές μεγάλες τετράγωνες γούρνες, κομμένες στον συμπαγή βράχο πάνω στην ακτή. Φαίνονταν να είναι τα σημεία από τα οποία είχαν εξορυχθεί οι πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν στα παλαιά τείχη … Τώρα χρησιμοποιούνται μόνο από τις γυναίκες ως γούρνες πλυσίματος.64
Ο Χάμιλτον φαίνεται ότι έχασε την εκκλησία-σπήλαιο που σημείωσαν οι Σούλτσε και Κουινέ, για την οποία ο Ουίνφιλντ δεν ανέφερε κανένα σημάδι το 1962. Το 1964 όμως ο Ουίνφιλντ την εντόπισε, καλά κρυμμένη από τους γύρω θάμνους, στις ανατολικές πλαγιές του ακρωτηρίου και κάτω από το φυλάκιο. Μικρών διαστάσεων, μπορεί αρχικά να ήταν κλασικός λαξευμένος σε βράχο τάφος. Πολύ λίγα έχουν απομείνει πια από τις τοιχογραφίες. Η πρώτη εκκλησία του Χάμιλτον ίσως αντικαταστάθηκε από την περίεργα διαμορφωμένη εκκλησία του 19ου αιώνα, η οποία δημοσιεύεται αλλού.65 Οι «καλολαξευμένες τετράγωνες πέτρες» υπαινίσσονται βυζαντινή χρονολόγηση. Ούτε η δεύτερη εκκλησία του Χάμιλτον άφησε ίχνη και ίσως αντικαταστάθηκε από τη μεγάλη εκκλησία της Μεταμόρφωσης του 19ου αιώνα (τώρα κατεστραμμένη).66 Μπορεί να συσχετιστεί με τις τεράστιες λαξευμένες πλατφόρμες στη νοτιοδυτική γωνία της περιτειχισμένης πόλης. Οι λαξευμένες στον βράχο «γούρνες» σώζονται κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής. Ίσως χρησιμοποιούνταν επίσης ως αλυκές.
2. Ψηφιδωτό δάπεδο
Το 1958 αποκαλύφθηκε ψηφιδωτό δάπεδο κατά τις ανασκαφές για τα θεμέλια ενός νέου κτιρίου στην κάτω πόλη, κοντά στο λιμάνι. Στη συνέχεια το ψηφιδωτό βρισκόταν περισσότερο από δύο μέτρα κάτω από το επίπεδο του εδάφους, σε έναν κήπο. Ο ιδιοκτήτης ανέφερε ότι εκτεινόταν πέρα από την άκρη του κήπου, περίπου δέκα μέτρα μακριά, επειδή ο πατέρας του είχε σκάψει εκεί πριν από λίγα χρόνια και διαπίστωσε ότι συνεχιζόταν κάτω από τον τοίχο του κήπου.
Η γωνία του ψηφιδωτού δαπέδου που αποκαλύφθηκε (φωτ. 61) αποτελείται από ένα σιρίτι που πλαισιώνεται από συμβατικό κυματικό σχέδιο. Το εξωτερικό περίγραμμα περιέχει λευκά γράμματα, με κάθε γράμμα (ύψους περίπου 16 εκ.) πλαισιωμένο από σκούρο περίγραμμα, που γράφει: ΓΑΑΝΑΝΕΩ, ίσως [+ ἡ ἁ]γία ἀνανεώ[θη]….
Οι μορφές των γραμμάτων είναι συμβατές με χρονολογία του 5ου ή του 6ου αιώνα. Η επιγραφή υποδηλώνει ότι η εκκλησία, της οποίας το ψηφιδωτό πρέπει να αποτελεί το δάπεδο, αναστηλώθηκε τότε.
3. Περίπου 1.000 μέτρα δυτικά της παλιάς πόλης ένας βράχος, που απομακρύνθηκε από τη διαδρομή του νέου παραλιακού δρόμου, στεφανωμένος με μεσαιωνική τοιχοποιία, βρισκόταν λίγα μέτρα από την ακτή της θάλασσας. Η μορφή της τοιχοποιίας δεν ήταν ξεκάθαρη. Θα μπορούσε να ήταν σκοπιά ή μικρό παρεκκλήσι.
4. Γκεντίκ Καγιά Κιλίσε
Περίπου 2 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Γκίρεσουν Καλέ υπάρχει απότομος λόφος με δύο βραχώδη δόντια στην κορυφή του (εξ ου και το Γκεντίκ Καγιά, «σχισμένος βράχος»). Το μέρος είναι αρκετά ευδιάκριτο στα χαρακτικά του Τουρνεφόρ και του Ομέρ ντε Χελ (φωτ. 62α-γ, 63). Το ύψος της κορυφής είναι περίπου 250 μ. Στη σχισμή ανάμεσα στον βράχο, στην οποία μπορεί κανείς να φτάσει από τον παραλιακό δρόμο ή, πιο εύκολα, από το νοσοκομείο στον δρόμο του Σέμπιν Καραχισάρ προς νότο, υπάρχουν τα θεμέλια εκκλησίας (φωτ. 62β).
Τα θεμέλια αποκαλύπτουν ότι η εκκλησία ήταν μακρύ ορθογώνιο με στρογγυλεμένη αψίδα, προσανατολισμένη στις 80°. Πιθανώς μέρος του μήκους να καταλάμβανε νάρθηκας, όπως σε ένα από τα παρεκκλήσια του Μπιμπάτ.67
Το κονίαμα είναι από ασβέστη και βότσαλο. Κανένα από τα τοιχώματα δεν παραμένει πάνω από το επίπεδο θεμελίωσης. Τα θεμέλια είναι από ακατέργαστες πέτρες σε τυχαίες στρώσεις, μαζί με θραύσματα τούβλων και κεραμιδιών. Μικρό τμήμα της βορειοανατολικής πλευράς της αψίδας (φωτ. 62γ) είναι εκτεθειμένο. Οι τοίχοι έχουν πάχος περίπου 65 εκ. και οι εξωτερικές διαστάσεις του κτιρίου είναι 14×6½ βήματα. Γύρω από την τοποθεσία υπάρχουν ποσότητες θραυσμάτων από τούβλα και κεραμίδια με ραβδώσεις. Τα τούβλα έχουν κατά μέσο όρο 4 εκ. πάχος και η επίπεδη βάση των κεραμιδιών 2 εκ.
Υπάρχει λαξευτός τάφος (φωτ. 63) σε προεξοχή αμέσως βορειοανατολικά της αψίδας και περίπου 3 μ. πάνω από εκείνην. Κόπηκε με τέτοιον τρόπο, ώστε να στενεύει στον λαιμό και να φαρδαίνει στο κεφάλι και έχει προσανατολισμό 80°, με τα πόδια προς τα ανατολικά. Οι διαστάσεις είναι 1,90 μ. μήκος επί 0,25 μ. πλάτος στα πόδια και 0,45 μ. στους ώμους.
Η δυτική κορυφή έχει δύο τρύπες που έχουν ανασκαφεί στο βράχο, πιθανώς για να συγκρατούν το νερό. Άλλες κοιλότητες μπορεί να αντιπροσωπεύουν εκσκαφές για νερό ή για τάφους. Η μία έχει μήκος 2 μέτρα και πλάτος 0,35 μέτρα στα πόδια και, ίσως, 0,50 στους ώμους, όπου ο βράχος έχει σπάσει. Ένα αυλάκι έχει κοπεί γύρω από την κορυφή της, πιθανώς ως βάση για ξύλινο ή πέτρινο κάλυμμα.
Η ανατολική κορυφή έχει έναν τάφο προσανατολισμένο στις 100°. Είναι μεγαλύτερος από εκείνον που βρίσκεται κοντά στην εκκλησία και ο βράχος γύρω του έχει ισοπεδωθεί, με σκαλοπάτια κομμένα σε αυτόν. Κάτω από την κορυφή, στη νοτιοανατολική πλευρά, υπάρχει μικρότερη τομή μήκους περίπου 1 μ. και προσανατολισμένη σε βορειοανατολικό-νοτιοδυτικό άξονα. Τώρα έχει βάθος περίπου 1 μ., αλλά το γέμισμά της με χώμα μπορεί να κρύβει μεγαλύτερο βάθος. Θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει τον τάφο παιδιού ή λεκάνη νερού.
Μια σημαντική ανασκαφή υπάρχει περίπου 70 μ. κάτω από την ανατολική κορυφή στη βορειοανατολική πλευρά. Η είσοδος είναι ωοειδές άνοιγμα πλάτους περίπου 50 εκ., το οποίο είναι το στόμιο σήραγγας που οδηγεί κάτω στον βράχο για περίπου 8 μέτρα σε γωνία περίπου 40°. Το στόμιο είναι στραμμένο προς τα βόρεια και το κόψιμο κατευθύνεται προς τα νότια. Υπάρχει μικρή τρύπα πάνω από το στόμιο, η οποία μπορεί να χρησιμοποιήθηκε για τη στερέωση ενός καπακιού, και μεγαλύτερη τρύπα από κάτω. Ο Ουίνφιλντ δεν μπόρεσε να εξερευνήσει τη σήραγγα, αλλά του είπαν ότι άνοιγε σε πλάτος περίπου 2 μέτρων, σε βάθος περίπου 8 μέτρων. Στη συνέχεια η σήραγγα άλλαζε κατεύθυνση, συνεχίζοντας για άλλα 8 μέτρα, όπου μια φραγμένη δίοδος έβγαζε από αυτήν. Η δευτερεύουσα τρύπα κάτω από την κύρια είσοδο φτάνει στον πρώτο θάλαμο, όπου η σήραγγα αλλάζει κατεύθυνση. Η σήραγγα οριζοντιωνόταν σε αυτό το σημείο για μερικά ακόμη μέτρα, όπου μια δεύτερη φραγμένη δίοδος οδηγούσε έξω.
Η επιφάνεια του βράχου στην είσοδο υποδηλώνει ότι έχει σπάσει από τότε που έγινε η ανασκαφή και ότι η σήραγγα ήταν αρχικά 2 περίπου μέτρα μεγαλύτερη. Οι πλευρές της σήραγγας έχουν γίνει ανώμαλες κατά διαστήματα, σαν να επιτρέπουν στον χρήστη να τις πιάσει. Η είσοδος είναι πια κρυμμένη από βλάστηση.
Είναι αδύνατο να χρονολογηθούν τα ερείπια της εκκλησίας, αλλά η άποψη του Κουινέ ότι είναι βυζαντινή68 είναι εύλογη. Οι λαξευμένοι τάφοι και η σήραγγα μπορεί να μην έχουν καμία σχέση με την εκκλησία.
Η σήραγγα θα μπορούσε ίσως να αντιπροσωπεύει τάφο με φρεάτιο της Εποχής του Χαλκού, ή ακόμη και δοκιμαστική αναζήτηση νερού ως προετοιμασία για μια από τις μεγάλες υπόγειες γεωτρήσεις, που αποτελούν χαρακτηριστικό πολλών φρουρίων σε κορυφές λόφων στην Ανατολία. Οι αλλαγές κατεύθυνσης σε αυτήν θα μπορούσαν να εξηγηθούν από σύστημα που ακολουθούσε τις φυσικές ρωγμές των βράχων. Αυτές οι σήραγγες θεωρούνται γενικά «ποντιακής» προέλευσης, αλλά η μεσο-βυζαντινή τοιχοποιία γύρω από τις εισόδους των σηράγγων στα κάστρα της Κολώνειας (Σέμπιν Καραχισάρ), της Ευδοκίας (Τοκάτ) και της Αμάσειας (Αμάσυα) δείχνει ότι εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνταν ως πηγές νερού στους βυζαντινούς χρόνους. Η κορυφή του Γκεντίκ Καγιά είχε προφανώς θρησκευτική σημασία και έχουμε προτείνει πιο πάνω ότι μπορεί να αντιπροσωπεύει το ερημητήριο του Γεράσιμου.
5. Γκεντίκ Καγιά Καλέσι
Ο λόφος καταλήγει σε χαμηλότερη προεξοχή ανατολικά των κορυφών του Γκεντίκ Καγιά και περίπου 150 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η προεξοχή έχει παρεκκλήσι μέσα σε οχυρωμένο περίβολο (σχήματα 22, 23, φωτ. 64α, β).
Μόνο τα θεμέλια του παρεκκλησίου σώζονται σε αυτό που σήμερα είναι περιβόλι με φουντουκιές. Το κονίαμα ήταν από ασβέστη και άμμο χωρίς βότσαλα. Η κάτοψη (σχήμα 23) υποδηλώνει ότι ίσως στεγαζόταν με τρούλο.
Οι απότομες πλευρές της προεξοχής παρέχουν φυσική οχύρωση στην ανατολική, νότια και βόρεια πλευρά, η οποία έχει βελτιωθεί με την κατασκευή τειχών. Στη δυτική πλευρά, εκεί που η προεξοχή ενώνεται με το κύριο σώμα του λόφου, δεν υπάρχει φυσική οχύρωση. Εδώ οι οχυρώσεις αποτελούνται από εξωτερικό τείχος με δύο στρογγυλούς πύργους, οι οποίοι πρέπει να υπερασπίζονταν πύλη.
Το κονίαμα των τειχών και των πύργων είναι από ασβέστη και ψιλό βότσαλο. Η επιφανειακή τοιχοποιία αποτελείται από χονδρικά τετραγωνισμένα κομμάτια τοποθετημένα σε κανονικές στρώσεις. Το πάνω μέρος του τείχους στη βόρεια και ανατολική πλευρά μοιάζει με μεταγενέστερη επισκευή.
Η τοιχοποιία, αν και δεν είναι ανόμοια με το έργο του Αλεξίου Β’ στο Γκίρεσουν Καλέ, θα μπορούσε να είναι μεσο-βυζαντινή. Με άλλα λόγια, η ταύτιση με τον σταθμό Πρίνη του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου δεν είναι, αρχαιολογικά, αδύνατη. Το παρεκκλήσι πιθανότατα αντιπροσωπεύει εκείνο της μεταγενέστερης μονής του Αγίου Γεωργίου,69 αλλά είναι προβληματικό αν ήταν επίσης οχυρωμένο μεσαιωνικό μοναστήρι. Οι οχυρώσεις, και όχι το παρεκκλήσι, είναι το κυρίαρχο μέρος των οικοδομημάτων, υποδηλώνοντας ότι αυτή η τοποθεσία ήταν αρχικά κυβερνητική οχύρωση με παρεκκλήσι εντός των τειχών της. Σκοπός της ήταν πιθανώς να λειτουργήσει ως ισχυρό σημείο, από το οποίο να επιτίθεται και να εκτρέπει κάθε δύναμη που απειλούσε να πολιορκήσει την Κερασούντα και να ανακόπτει τις γραμμές ανεφοδιασμού της προς νότο. Θα μπορούσε επίσης να λειτουργεί ως οχυρό αποστολής σημάτων. Το κύριο χαρακτηριστικό της τοποθεσίας, από όποια κατεύθυνση κι αν τη δει κανείς, είναι ο μεγάλος στρογγυλός πύργος, που δίνει την εντύπωση οχυρώσεων πολύ μεγαλύτερων απ’ ό,τι στην πραγματικότητα (φωτ. 64β).
6. Γκίρεσουν, ή Πούγκα, Αντάσι
Η μέγιστη έκταση του νησιού του Άρη, που είναι περίπου κυκλικό, είναι περίπου 250 βήματα (σχήμα 24). Βρίσκεται περίπου 30 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας στο υψηλότερο σημείο του. Δεν υπάρχει παραλία και ο βράχος φαίνεται να πέφτει σε βαθιά νερά από όλες τις πλευρές εκτός ίσως από τη βόρεια. Το σημερινό σημείο αποβίβασης, στα νοτιοανατολικά, όπου υπάρχει μικρή είσοδος στα βράχια, περιγράφεται σε ελληνικό πορτολάνο του 16ου αιώνα ως το μέρος όπου οι ναυτικοί μπορούσαν να αγκυροβολήσουν τις βάρκες τους στη στεριά.70 Δύο δακτύλιοι έχουν κοπεί στον συμπαγή βράχο δυτικότερα. Αυτή η περιοχή, η οποία προστατεύεται από τους βορειοδυτικούς ανέμους, ήταν πιθανότατα πάντοτε ο τόπος αποβίβασης του νησιού, το οποίο μπορεί να πολιορκηθεί μόνο με μικρά σκάφη ή βάρκες, όπως τα οθωμανικά παρασκάλμια που του επιτέθηκαν το 1368.71
Η βραχώδης ακτή είναι αρκετά χαμηλή και εντελώς γυμνή για μεταβαλλόμενη απόσταση στην ενδοχώρα, μέχρι εκεί που ανεβαίνει το περίγραμμα. Σε αυτό το σημείο το νησί περιβάλλεται πλήρως από εξωτερικό τείχος. Η τοιχοποιΐα είναι από περίπου τετραγωνισμένα κομμάτια, χτισμένα σε αρκετά κανονικές στρώσεις, με τις ανωμαλίες να εξισώνονται με μικρότερες πέτρες και θραύσματα τούβλων. Το μέσο μέγεθος των λίθων είναι 20 έως 30 × 10 έως 15 εκ. Οι περισσότεροι είναι από το τοπικό γκριζωπό μαύρο συσσωμάτωμα, αλλά υπάρχουν μερικά καλά λαξευμένα κομμάτια εισαγόμενου ψαμμίτη. Το κονίαμα είναι από ασβέστη και βότσαλο και ο πυρήνας των τοίχων είναι φτιαγμένος από καλοστρωμένα κονίαμα θραυσμάτων. Το πλάτος του τείχους ποικίλλει κατά το μήκος του αλλά κατά μέσο όρο είναι ένα μέτρο. Όπως φαίνεται στη φωτ. 65α, υπάρχουν δύο ανοίγματα με ημικυκλικά τόξα, τα οποία σχηματίζονται από πιο προσεγμένους κομμάτια πέτρας (φωτ. 65β), και υπάρχουν δύο ημικυκλικοί πύργοι στα δυτικά τείχη (φωτ. 65γ, 66).
Το μόνο ορατό σημάδι τοιχοποιίας που μπορεί να είναι παλαιότερης χρονολόγησης από τα υπόλοιπα τείχη εμφανίζεται στα νότια του νοτιότερου από τους δύο δυτικούς πύργους, όπου το τείχος είναι σοβατισμένο με ασβέστη και κονιοποιημένα πήλινα σκεύη και υπάρχει η αρχή ενός ημικυλινδρικού θόλου από λαξευτά κομμάτια πέτρας.
Ένας ορθογώνιος πύργος ή φυλάκιο (φωτ. 67α, β) έχει τέσσερις ορόφους και σήμερα βρίσκεται σε ύψος περίπου 12 μ. Διαθέτει ανοίγματα παραθύρων τα οποία είναι σχισμές εξωτερικά, ύψους περίπου 1 μ. και πλάτους 0,07 μ. αλλά ανοίγουν εσωτερικά σε πλάτος 1,36 μ. Οι τοίχοι έχουν συνήθως πάχος 1,22 μ. Δεν υπάρχουν σημάδια ότι χρησιμοποιήθηκαν ξύλινα δοκάρια για την ενίσχυσή τους, αλλά είναι ορατές οι οπές για δοκούς δαπέδου, τόσο σε αυτόν τον ορθογώνιο πύργο όσο και στους ημικυκλικούς του δυτικού τείχους.
Τα μόνα άλλα απομεινάρια, πάνω από το έδαφος, τειχών μέσα στον οριοθετημένο περίβολο είναι δύο θραύσματα στο ψηλότερο μέρος του νησιού, βόρεια του πύργου. Ένα είναι τόσο μικρό, που δεν μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες από αυτό. Μια γωνία στη μέση του δεύτερου θραύσματος θα μπορούσε να υπαινίσσεται τις αρχές της νότιας πλευράς μιας αψίδας και αποτελεί υπενθύμιση, τουλάχιστον, ότι το νησί κάποτε στέγαζε μοναστήρι. Περαιτέρω λεπτομέρειες μέσα από τα τείχη θα μπορούσαν να προκύψουν μόνο από ανασκαφές.
Υπάρχουν δύο πηγές νερού. Η μεγαλύτερη βρίσκεται εντός των τειχών στα δυτικά του ορθογώνιου πύργου, παρέχει γλυκό νερό στο επίπεδο του εδάφους και χρησιμοποιείται σήμερα. Η δεύτερη στάζει απλώς έξω από τα τείχη στη βόρεια πλευρά.
Το έδαφος είναι πλούσιο και καλλιεργείται τώρα από μια οικογένεια που διατηρεί επίσης πρόβατα και αγελάδες. Είναι σαφές ότι μια μικρή, αλλά αποφασισμένη, αποικία πολιορκημένων θα μπορούσε να επιβιώσει σε αυτό για μερικά χρόνια. Τα γύρω βράχια αποτελούν σημαντικό έδαφος αναπαραγωγής τόσο για γλάρους όσο και για αποδημητικά, των οποίων ο μεγάλος αριθμός δίνει μια αντήχηση για τα τρομακτικά πουλιά του νησιού του Άρη που βασάνιζαν τους Αργοναύτες.
Η τοιχοποιία από μικρές αλλά κανονικά στρωμένες πέτρες είναι παρόμοια με εκείνη του Γκεντίκ Καγιά Καλέσι και του υποτιθέμενου έργου του Αλέξιου Β’ στο Γκίρεσουν Καλέ. Η πιο περίτεχνη τοιχοποιία και τα παράθυρα του ορθογώνιου πύργου θυμίζουν εκείνη στον τετράγωνο πύργο στην Κορδύλη, που πιθανότατα χτίστηκε ή ξαναχτίστηκε από τον Αλέξιο Γ’ μετά το 1362. Φαίνεται πολύ πιθανό ότι οι οχυρώσεις στο νησί του Άρη είναι Τραπεζούντιες του 14ου αιώνα.
<-Ενότητα 12: Από τον Μελάνθιο στον Φαρματηνό ποταμό | Ενότητα 14: Ζεφύριο ακρωτήριο και Κεγχρινά (;)-> |