<-Ενότητα 10: Ο κεντρικός Λύκος ποταμός | Ενότητα 12: Από τον Μελάνθιο στον Φαρματηνό ποταμό-> |
Ενότητα 11: Ιασώνιο ακρωτήριο
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Το Ιασώνιο ακρωτήριο είναι το πιο σημαντικό ακρωτήριο ανατολικά της Σινώπης, προεξέχοντας 14 χλμ. στον Εύξεινο και καταλήγοντας σε τρία σημεία: το ίδιο το Ιασώνιο στα δυτικά, τον Γενήτη στα ανατολικά και το ακρωτήριο που τώρα ονομάζεται Τσαπράζ Μπουρουνού ενδιάμεσα. Το ακρωτήριο είναι ορεινό και προσφέρει εξαιρετικό καταφύγιο στην ανατολική ακτή του. Ο παλιός δρόμος, πιθανώς ο δρόμος των Itineraria1 που ακολουθήθηκε, για παράδειγμα, από τον Κίνεϊρ,2 τρέχει λίγο-πολύ απευθείας από το Πολεμώνιον προς τα Κοτύωρα κατά μήκος του αυχένα του ακρωτηρίου. Τον Μεσαίωνα και, όπως είπε ο Χάμιλτον,3 μέχρι πρόσφατα, οι τοποθεσίες της ακτής προσεγγίζονταν καλύτερα δια θαλάσσης. Σήμερα ένας παραλιακός δρόμος έχει αντικαταστήσει την εσωτερική οδό, αλλά το εσωτερικό του ακρωτηρίου, κρυμμένο και από τους δύο, δεν έχει ποτέ ερευνηθεί σωστά. Σχεδόν στο κέντρο βρίσκεται το χωριό Φέρνεκ. Ο Παστιάδης,4 ακολουθούμενος από τον Σαλτσή,5 υπέδειξαν ότι είναι η τοποθεσία Φαρνάκεια ή Φαρνακία. Σύμφωνα με τον Αρριανό (που εδώ ακολουθείται από τον Περίπλου του Ανωνύμου), η Κερασούς μετονομάστηκε σε Φαρνάκεια.6 Άλλοι κλασικοί γεωγράφοι θεωρούν τα δύο μέρη ως ξεχωριστά και ο Στράβων αναφέρει ότι η Φαρνάκεια κατοικήθηκε από τα Κοτύωρα.7 Εκτός από πιθανό λάθος του Αρριανού, δεν υπάρχει τίποτε εναντίον της ταυτοποίησης του Παστιάδη και το Φέρνεκ μπορεί κάλλιστα να αναπληρώσει την έρευνα πεδίου, την οποία δεν κάναμε.
Το δυτικό μέρος του ακρωτηρίου είναι χαμηλή γλώσσα μεταξύ του σύγχρονου δρόμου και της θάλασσας, ονομαζόμενο τὸ Ἰασόνιον Ἄκρονή Ἀκρωτήριον, ή Ἰασόνιος Ἀκτή,τὸ Ἰασόνιν (στον Πανάρετο), Diassoni, τὸ Διασόνι, ή Nasi στους πορτολάνους και, ανεξήγητα, το «ακρωτήριο του Στέφανου» στον Εβλία.8 Διατηρεί το όνομα Γιάσον Μπουρουνού σήμερα. Πάντοτε, φυσικά, θεωρούνταν ότι το όνομα είναι ανάμνηση των τοπικών Αργοναυτικών κατορθωμάτων, αλλά περιέργως αγνοείται από τον Απολλώνιο Ρόδιο9 και δεν καταγράφεται ανάμεσα στις πολλές τοποθεσίες στις οποίες έδωσε το όνομά του ο Ιάσων. Μάλιστα ο μόνος σύνδεσμος μεταξύ του Ιάσονα και του ακρωτηρίου που έγινε στους κλασικούς χρόνους ήταν από έναν μεταγενέστερο παρεμβολέα της Κύρου Ανάβασης του Ξενοφώντος, ο οποίος παρατηρεί (χωρίς να εδράζεται στην Αργοναυτική παράδοση) ότι ο Ιάσονας αγκυροβόλησε εκεί.10 Μήπως είναι πιθανό ότι το Ιασώνιο ακρωτήριο δεν είναι παρά κλασικός εξορθολογισμός ενός προγενέστερου και ασύνδετου ονόματος;
Το Ιασώνιο ήταν κάτι περισσότερο από ακρωτήριο. Ο Σκύλαξ αναφέρει μια ακρόπολη της Ἰασονίας.11 Στον Κίνεϊρ είπαν ότι «υπάρχουν ακόμη να δει κανείς τα ερείπια αρχαίας πόλης»12 εκεί, ενώ ο Χάμιλτον αποβιβάστηκε στο ακρωτήριο με την ελπίδα να βρει περισσότερα από τα στοιχεία για μία ή περισσότερες μεσαιωνικές εκκλησίες που υπήρχαν στην πραγματικότητα εκεί.13 Ο Μπιτζισκιάν το ονόμασε «Χοριάθ Καλέ» (“Χοριάτ Καλέσι”),14 σύγχυση σχεδόν σίγουρα με το Χοϊνάτ Καλέ, γιατί το όνομα δεν βρίσκεται τώρα εκεί. Οι επίμονες αναφορές ότι υπάρχει τοποθεσία στην ενδοχώρα του Γιάσον Μπουρουνού δικαιολογούνται πιθανώς από τα ερείπια στο Μπαγιαντί και το Κιλισεγιάνι και άλλα που φαίνονται από το ακρωτήριο, αλλά τα οποία δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί.
Το ίδιο το ακρωτήριο ήταν θρησκευτικό κέντρο κάποιας σημασίας. Μια ευδιάκριτη εκκλησία πάνω του ήταν εδώ και πολύ καιρό ορόσημο για την παράκτια ναυτιλία και εκείνη της Κριμαίας.15 Ο Αλέξιος Γ’ Μέγας Κομνηνός γιόρτασε εκεί τα Θεοφάνεια το 1357.16 Σαφώς υπήρχαν πολλές εκκλησίες στην περιοχή, από τις οποίες αναφέρονται συχνότερα η Θεοτόκος ή Παναγία (πιθανόν μοναστήρι) και ο Άγιος Ανδρέας.17 Η τελευταία μπορεί, όμως, να είναι η σημερινή εκκλησία στο ακρωτήριο, που χτίστηκε το 1868 και δημοσιεύτηκε αλλού.18
Μεταξύ του Ιασωνίου ακρωτηρίου και του Βοών, ο Αρριανός κατονομάζει ένα νησί των Κιλίκων (Κιλίκων νῆσος),19 που αντιστοιχεί ακριβώς με το νησί Χοϊνάτ Καλέ, 4,5 χλμ. ανατολικά του Ιασωνίου ακρωτηρίου, που βρίσκεται στα ανοιχτά του σημείου όπου ο σύγχρονος δρόμος εισέρχεται σε σήραγγα (φωτ. 50β).
Το ανατολικό άκρο του ακρωτηρίου ονομαζόταν Γενήτης από το όνομα ντόπιου λαού και, σύμφωνα με τον Απολλώνιο Ρόδιο, υπήρχε εκεί ναός του Δία.20 Υπήρχε επίσης ένας ποταμός Γένητος,21 που μπορεί να αντιστοιχεί στον σύγχρονο Τσάκα Ντερέ. Το κλασικό όνομα δεν επιβίωσε. Σε έναν πορτολάνο το ακρωτήριο ονομάζεται κάβο Τένες, αλλά πιο συχνά ονομάζεται ακρωτήριο Βοών (τό ἀκρωτήρι τοῦ Βουνά).22 Σήμερα ονομάζεται Τσαμ Μπουρουνού, ίσως από ένα δέντρο που το σημάδευε κάποτε.
Το νότιο τμήμα της ανατολικής πλευράς του ακρωτηρίου προσφέρει, όπως έχουν επισημάνει πολλοί κλασικοί και σύγχρονοι σχολιαστές, εκείνο που είναι ίσως το καλύτερο αγκυροβόλιο σε ολόκληρη την ποντιακή ακτή. Ο Χάμιλτον παρατήρησε ότι «θεωρείται το καλύτερο χειμερινό λιμάνι σε αυτήν την πλευρά της Κωνσταντινούπολης, προτιμότερο ακόμη και από εκείνο της Σινώπης, λόγω του μεγαλύτερου βάθους του νερού».23 Ο γκρεμός πέφτει σχεδόν απότομα στη θάλασσα, η οποία έχει βάθος 10 οργιές σε απόσταση 300 μέτρων από τη μικρή παραλία. Δεν υπάρχει πραγματική σκάλα, αλλά ένας μικρός οικισμός ανέκαθεν φρόντιζε και τροφοδοτούσε τη ναυτιλία. Τον 12ο αιώνα ο τόπος είχε κάποια σημασία, τόσο εμπορικά όσο και ως σημείο επιβίβασης κατά των Τουρκμένων.24 Η οικογένεια του πατέρα του Αγίου Ιωάννη, του εικονολάτρη επισκόπου Γοτθίας (περίπου 755-791) καταγόταν ἐκ τοῦ Βωνὸς(ή Boνοστοῦ) τοῦ κατὰ τὸ Πολεμώνιον κειμένου λιμένος ἐν τῷ θέματι τῶν Ἀρμενιακῶν.25 Στους Περίπλοες λέγεται Βοών, λατινοποιημένο ως Bona Portus.26 Στον Ιντρίσι είναι «Βύνα» και στον Κλαβίχο «Λεόνα» (καθώς οι Ιταλοί, όπως και στον Βαθύ, «Λοβατί», του έδωσαν οριστικό άρθρο). Στους πορτολάνους «Λαουόνα» και Λεόνα,27 ενώ ο Εβλία το αποκαλεί «Βούνα», «όπου μπορούν να αγκυροβολήσουν τα μεγαλύτερα πλοία ανά πάσα στιγμή».28 Σήμερα ονομάζεται Περσέμπε, αλλά τα τοπικά ονόματα Βόνα και Βοναλιμάνι εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται συνήθως.
Τα Κοτύωρα είναι η επόμενη μεγάλη κλασική τοποθεσία στην ακτή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το σύγχρονο Ορντού βρίσκεται πάνω ή κοντά στον αρχαίο χώρο, αλλά είναι εξίσου βέβαιο ότι υπάρχει μικρή ή καθόλου συνέχεια οικισμού με αυτόν. Τα Κοτύωρα μάλλον δεν επέζησαν της κλασικής περιόδου. Αρχικά ιδρύθηκαν από Σινωπίτες, είχαν ήδη παρακμάσει σε μεγάλο βαθμό από την εποχή του Αρριανού, είναι γραμμένα λάθος από τον Στράβωνα και είναι άγνωστα στους συντάκτες των Itineraria, αν και βρίσκονται πάνω σε σημαντικό κλασικό δρόμο.29
Τα Κοτύωρα ακολουθούν το πρότυπο άλλων ελληνικών αποικιακών οικισμών. Βρίσκονται στην κορυφή διαδρομής προς την ενδοχώρα. Δύο πλατιά δέλτα στα ανατολικά παρέχουν άφθονες προμήθειες τροφίμων. Και πάνω στις απάνεμες παραλίες τους δεσπόζει μια ακρόπολη, το Μπόζτεπε. Το ότι η διαδρομή προς την ενδοχώρα είναι αρχαία υποδηλώνεται από το γεγονός ότι όχι πολύ νότια του Ορντού βρίσκονται τα ερείπια κάστρου με σήραγγα δεξαμενής η οποία, όπως και τόσα άλλα παραδείγματα, είναι μάλλον έργο του βασιλείου του Πόντου. Κανένας από τους δύο συγγραφείς δεν το έχει επισκεφθεί, αλλά ομάδα Βρετανών μηχανικών στο Ορντού ανέφερε ότι η σήραγγα έχει βάθος αρκετές εκατοντάδες πόδια και έχει διακλάδωση Τ στο κάτω μέρος με οριζόντιες τομές.
Οι δύο συγγραφείς δεν έχουν ερευνήσει ούτε το Μπόζτεπε του Ορντού, γιατί τώρα είναι στρατιωτική βάση. Όμως οι σχολιαστές του 19ου αιώνα έχουν αναμφίβολα δίκιο, που εντοπίζουν εκεί μια ακρόπολη. Την εποχή του Μπιτζισκιάν στεφόταν από εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Όσο για το λιμάνι από κάτω, ο Χάμιλτον παρατηρούσε ότι «κάποια υπολείμματα αρχαίου λιμανιού, κομμένα στον συμπαγή βράχο, είναι ακόμη ορατά».30 Σήμερα δεν φαίνονται.
Με λιγότερη αιτιολόγηση, άλλοι σχολιαστές εντόπισαν τα αρχαία Κοτύωρα στο Μποζούκ Καλέ («Ερειπωμένο Κάστρο»), σε μικρό ακρωτήριο 4 χλμ. βόρεια του Ορντού, αλλά τα ερείπια σε αυτή τη μικροσκοπική τοποθεσία είναι εξ ολοκλήρου μεσαιωνικά.31
Φαίνεται ξεκάθαρο ότι οι ιστορίες των Κοτυώρων και της Βόνας συνδέονται και ότι το επίκεντρο της εγκατάστασης στην περιοχή μεταφέρθηκε στη Βόνα, όταν η αποικία απέτυχε τόσο νωρίς ή ύστερα από αυτό. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε πίσω στο Ορντού. Στον ύστερο Μεσαίωνα, όταν η εγκατάσταση στην περιοχή των Κοτυώρων αντιπροσωπευόταν μόνο από μικρό κάστρο στη θάλασσα, η Βόνα θα ήταν πολύ πιο ασφαλής από τις επιδρομές των Τουρκμένων. Με την επιστροφή της ασφάλειας τον 19ο αιώνα, οι άνθρωποι επανεγκαταστάθηκαν στην περιοχή των Κοτυώρων ως Ορντού, το οποία συναγωνιζόταν τη Βόνα για πάνω από έναν αιώνα, πριν γίνει η μεγαλύτερη πόλη.
Όμως η προέλευση του Ορντού αποτελεί αίνιγμα. Δεν εμφανίζεται σε καμία μεσαιωνική πηγή ούτε και σε πορτολάνο. Η παλαιότερη αναφορά στο όνομα, που σημαίνει «στρατός», την οποία μπορούμε να βρούμε είναι το 1813, όταν ήταν ήδη μεγάλο χωριό. Συνεπώς πρέπει να αποκλειστούν οι προτάσεις ότι πήρε το όνομά του είτε από τον στρατό του Φατίχ είτε από τον δρόμο που έφτιαξε ο τουρκικός στρατός προς νότο, προς τη Σίβας, μετά το 1861.32 Όμως ο δρόμος, σε συνδυασμό με τον σημερινό «επανελληνισμό» των εμπορικών πόλεων της ακτής, ευθύνεται για την αξιοσημείωτη επέκταση του Ορντού στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ το όνομα ίσως οφείλεται σε αυτόν. Το Ορντού έγινε ο τελευταίος τόπος διαμονής των περιπλανώμενων μητροπολιτών Νεοκαισαρείας και οι ντόπιοι αρχαιολάτρες (που ίδρυσαν σχολεία όπως το περίφημο Ψωμιάδειον του Ορντού) αναβίωσαν το όνομα των Κοτυώρων, σχεδόν δύο χιλιετίες αφότου η τοποθεσία και το όνομα της παλιάς ελληνικής αποικίας είχαν λησμονηθεί. Αλλά ήταν τεχνητό όνομα, και οι απλοί Έλληνες εξακολουθούσαν να αποκαλούν το μέρος Ορντού.33
Ένα μικρό στοιχείο συνέχειας μεταξύ των αρχαίων Κοτυώρων και του σύγχρονου Ορντού παρέχεται από το Μποζούκ Καλέ, δηλαδή το «Ερειπωμένο Κάστρο». Μπορεί κάλλιστα να είναι το «μικρό κάστρο χτισμένο σε ύψωμα δίπλα στη θάλασσα, και το όνομα αυτού είναι Σάντο Νίκιο»,34 που σημείωσε ο Κλαβίχο όταν είδε το (χαμένο τώρα) κάστρο του Βοών. Αλλά οι μεταγενέστεροι πορτολάνοι προσθέτουν δύο ακόμη αφιερώσεις: S. Tomao, Santhomas, Ἅγιος Θωμᾶςκαι Ἅγιος Θεόδωρος.35 Όποιο κι αν είναι το όνομα του τόπου, φαίνεται ότι δεν ήταν παρά όψιμο μεσαιωνικό οχυρό της Τραπεζούντας.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Ιασώνιο ακρωτήριο πρέπει να πέρασε στους Τουρκμένους των Λιμνίων μεταξύ 1357 και 1404, όταν ο Κλαβίχο το βρήκε υπό τον έλεγχο ενός εμίρη Αρταμίρ (Β’;).36 Αλλά ο Βοών παρέμεινε σημαντικό αγκυροβόλιο, γεγονός που πιθανώς εξηγεί γιατί ο Κλαβίχο ενημερώθηκε ότι οι Γενουάτες είχαν επιτεθεί στο κάστρο του το 1400 και η περιοχή παρέμεινε ουσιαστικά ελληνική. Ο Εβλία παρατηρεί ότι «τα βουνά είναι διάσπαρτα με καλά καλλιεργούμενα ελληνικά χωριά … Οι κάτοικοι είναι γνωστοί με το όνομα Βούνα Έλληνες και Τούρκοι».37 Υπήρχαν πολλά χωριά, όπως το Φερνέκ, το Πολατλῆ, η Τέκκια και το ίδιο το Βοών στο ακρωτήριο, το οποίο παρέμεινε ελληνικό μέχρι τη σύγχρονη εποχή.38
ΜΝΗΜΕΙΑ
1. Ιασώνιο ακρωτήριο
Κοντά στον σύγχρονο δρόμο, στην πλευρά της θάλασσας, υπάρχουν εκτεταμένα ερείπια οικιακών κτιρίων, που ίσως συνδέονται με το μοναστήρι της Θεοτόκου. Οι τοίχοι ενός σχεδόν τετράγωνου κτιρίου στέκονται κατά τμήματα μέχρι τις τρύπες των δοκών και τα παράθυρα ενός τρίτου ορόφου. Υπάρχει άφθονο κεραμίδι στην τοιχοποιία, αλλά τα κεραμίδια είναι πολύ μικρά και οι τοίχοι πολύ λεπτοί για να δικαιολογήσουν βυζαντινή χρονολόγηση. Τα τοπικά όστρακα είναι μεταβυζαντινά.
Στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου βρίσκεται καλοδιατηρημένο καμίνι τούβλων και κεραμιδιών. Πρόκειται για κυκλική κατασκευή με τρούλο, με εσωτερική διάμετρο 3,34 μ. Το εσωτερικό είναι επενδεδυμένο με δεκατρείς σειρές εξαιρετικά καλοκομμένης πέτρας. Το εξωτερικό έχει πιο τραχιά όψη.
Μέχρι τη δεκαετία του 1860 το πιο εμφανές μνημείο ήταν μια βυζαντινή εκκλησία,39 που αργότερα αντικαταστάθηκε από εξίσου εμφανή εκκλησία, χρονολογημένη στο 1868, η οποία βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της χερσονήσου. Στους τοίχους της υπάρχουν ένθετα δύο κομμάτια από κίτρινο ασβεστόλιθο λαξευμένα με διαφορετικά σχέδια με πλεγμένες κορδέλλες σε δίχτυ ρόμβων (φωτ. 49α, β). Αυτά τα κομμάτια προέρχονται προφανώς από παλαιότερο κτίριο και το μοτίβο τους είναι συγκρίσιμο με εκείνο που απεικονίζει ο Χελ στο κάστρο της Τρίπολης40 και με άλλα παραδείγματα στην Τραπεζούντα. Το έδαφος γύρω είναι πλούσιο σε κομμάτια βυζαντινών επιγραφών και απλών πήλινων σκευών.
Βόρεια της εκκλησίας του 1868 υπάρχει ισθμός που έχει πλάτος 35 βήματα από ανατολή προς δύση. Σημαδεύεται από σημαντικό κόψιμο βράχου. Ένα κομμάτι έχει περίπου σχήμα ορθογωνίου και ίσως ήταν αλυκή.41 Μια κοιλότητα στο έδαφος κατά μήκος του ισθμού υποδηλώνει ότι ο βράχος μπορεί να είχε κοπεί ακριβώς απέναντι του, για να χωρίσει το βόρειο άκρο της χερσονήσου σε πιο εύκολα υπερασπίσιμη νησίδα.
Στα βόρεια του ισθμού το ακρωτήριο είναι περίπου 170 βήματα από βορρά προς νότο επί 80 βήματα στο ευρύτερο σημείο του από ανατολή προς δύση. Το έδαφος είναι λίγο-πολύ επίπεδο πλάτωμα, 4 έως 5 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και περικλείεται από τοίχο οριοθέτησης, τα θεμέλια του οποίου διακρίνονται στον χλοοτάπητα. Στην ανατολική, και προστατευμένη, πλευρά (οι άνεμοι που επικρατούν είναι βορειοδυτικοί) υπάρχει μικρός κόλπος, όπου θα μπορούσαν να αγκυροβολήσουν βάρκες, αλλά κανένα μεγαλύτερο σκάφος δεν θα μπορούσε να πλησιάσει τη χερσόνησο, καθώς υπάρχει επίπεδος ύφαλος που εκτείνεται για περίπου 50 μέτρα στη θάλασσα από όλες τις πλευρές και μόνο 50 περίπου εκατοστά κάτω από το νερό.
Είναι αδύνατο να χρονολογηθούν οι ρυθμίσεις στον ισθμό. Δεν υπάρχει λόγος να μην είναι κλασικές.
Περίπου 70 βήματα νότια από τις άκρες της χερσονήσου υπάρχουν τα θεμέλια εκκλησίας. Διακρίνονται τρεις αψίδες. Η κλίμακα είναι περίπου 12×8 βήματα. Ο Χελ, ο οποίος επισκέφτηκε την τοποθεσία εικοσιδύο χρόνια πριν χτιστεί η εκκλησία του 19ου αιώνα, περιγράφει: «τα ερείπια ελληνικής εκκλησίας, της οποίας το σχήμα είναι ορθογώνιο με τρεις αψίδες, προς το ακραίο σημείο του ακρωτηρίου».42 Πρόκειται μάλλον για το ίδιο κτίσμα, τα ερείπια του οποίου γκρεμίστηκαν για να ενσωματωθεί η λιθοδομή στη νέα εκκλησία.
Το χώμα της χερσονήσου είναι γενναιόδωρα σπαρμένο με θραύσματα τούβλων και κεραμιδιών κορυφογραμμής και με όστρακα από πηλό. Ανάμεσα στα όστρακα που βρέθηκαν κοντά στην εκκλησία ήταν εκείνα ενός ωραίου πιάτου με μπλε εφυάλωση και χρυσό σχέδιο, παρόμοιο με συριακό έργο του 13ου αιώνα. Όμως ο αλατισμένος αέρας και ο ψεκασμός έχουν αποσυνθέσει την περισσότερη εφυάλωση.
Αυτή η τοποθεσία είναι αναμφίβολα μεσαιωνική, αν και μπορεί να μην είναι απαραίτητα η καθολική εκκλησία της Θεοτόκου. Σαφώς υπήρχαν αρκετές εκκλησίες στο ακρωτήριο. Μας αναφέρθηκε ποικιλοτρόπως σε διάφορες επισκέψεις ότι υπήρχαν τέσσερις, δώδεκα, ακόμη και χιλιάδες εκκλησίες. Μπορούμε να εγγυηθούμε για δύο ακόμη βυζαντινές τοποθεσίες (που περιγράφονται πιο κάτω). Μας δόθηκε ακριβής περιγραφή για το πού βρίσκεται μια τρίτη, ενώ μια τέταρτη, σε λόφο αρκετά χιλιόμετρα νότια, φαίνεται με κιάλια.
2. Μπαγιαντί Κογιού
Το διασκορπισμένο χωριό Μπαγιαντί βρίσκεται σε περιοχή μερικών χιλιομέτρων κατά μήκος της δυτικής χερσονήσου του ακρωτηρίου. Ο δρόμος περνάει από μικρό κόλπο δυτικά της πρώτης ομάδας σπιτιών και από το Κότζα Μπουρουνού, μικρή χερσόνησο. Περίπου 15 μέτρα πάνω από τον δρόμο προς νότο, εκεί που ο δρόμος περικλείει τον κόλπο, υπάρχουν τρία τμήματα από τοιχοποιία τούβλων και πέτρας.
Οι περισσότερες από τις πέτρες της όψης έχουν αφαιρεθεί, αλλά το πάχος του τοίχου μπορεί να εκτιμηθεί ότι ήταν περίπου 1,20 μ. Η τοιχοποιία είναι σε ζώνες, με τρεις σειρές ραβδωτών κεραμιδιών να εναλλάσσονται με τέσσερις ή πέντε πέτρας.43 Οι απομείνασες πέτρες της όψης είναι χονδρικά τετραγωνισμένα ορθογώνια κομμάτια και στενά δρομικά που δένουν στον πυρήνα. Τα κεραμίδια με ραβδώσεις διατρέχουν ακριβώς το πάχος του τοίχου, αλλά σπασμένα θραύσματα χρησιμοποιούνται στον πυρήνα κονιάματος και δεν είναι τόσο ομοιόμορφα τοποθετημένα όσο στο εξωτερικό. Η αναλογία κονιάματος προς κεραμίδι ποικίλλει, από ένα προς ένα μέχρι δύο περίπου κονίαμα προς ένα κεραμίδι. Το κονίαμα είναι κατασκευασμένο από ασβέστη, άμμο και μικρά βότσαλα. Ο πυρήνας συντριμμάτων είναι καλά τοποθετημένος, με λίγα κενά.
Δεν έχουν απομείνει αρκετά από τα τρία κομμάτια του τοίχου για να καθοριστεί η φύση της κατασκευής. Κατά την τοπική παράδοση ήταν εκκλησία (φωτ. 49γ).
Οι λωρίδες από τούβλα και πέτρες είναι ασυνήθιστες στον Πόντο και μας είναι άγνωστες σε κτίρια που χρονολογούνται από την εποχή της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Η καλή ποιότητα της τοιχοποιίας υποδηλώνει βυζαντινή χρονολόγηση.
3. Κιλισέγιανι
Ένα τμήμα του χωριού Μπαγιαντί που ονομάζεται Καβραγιαλίσι βρίσκεται 2 περίπου χλμ. δυτικά της δυτικής χερσονήσου του Ιασώνιου ακρωτηρίου κατά μήκος του παραλιακού δρόμου. Είκοσι λεπτά ανάβαση με τα πόδια νότια του δρόμου οδηγεί στα ερείπια εκκλησίας στη μέση άλσους από φουντουκιές. Κάτω από τις φουντουκιές υπάρχει πυκνή βλάστηση και η τοποθεσία θα ήταν δύσκολο να βρεθεί χωρίς οδηγό.
Μόνο ο δυτικός και βόρειος τοίχος στέκονται, σε ύψος περίπου 4 μ. Είναι δύσκολο να κρίνουμε το αρχικό πάχος των τοίχων, καθώς έχει φύγει όλη η πέτρα της όψης, αλλά είχαν πάχος πάνω από ένα μέτρο. Η κοίτη της στρώσης δείχνει ότι η όψη αποτελούνταν από μεγάλα, τακτοποιημένα ορθογώνια κομμάτια, τοποθετημένα σε κανονικές σειρές. Ο πυρήνας των τοίχων είναι από θραύσματα με κονίαμα, με το κονίαμα αποτελούμενο από ασβέστη και μεγάλη ποσότητα βότσαλων. Είναι καλά στρωμένο αλλά υπάρχουν μερικά κενά ανάμεσα στις πέτρες. Ανάμεσα στα θραύσματα υπάρχουν σπασμένα τούβλα και κεραμίδια. Τα κεραμίδια έχουν πάχος 2-2,5 εκ. και τα τούβλα 3-4 εκ.
Σε σημείο του βόρειου τοίχου υπάρχει αριθμός από σπασμένα κεραμίδια κορυφογραμμής και τούβλα, διατεταγμένα με τέτοιο τρόπο, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να υπήρχε αψίδα από τούβλα για πόρτα ή παράθυρο. Οι βάσεις από κονίαμα έχουν περίπου το ίδιο πάχος με τα τούβλα και τα κεραμίδια.
Η εκκλησία είχε πιθανώς τρεις αψίδες, αλλά η πυκνή βλάστηση καθιστά αδύνατη την περιγραφή ή τη φωτογράφηση της κατασκευής. Οι διαστάσεις είναι περίπου 10×20-25 μ. Μια μεγάλη βελανιδιά που φυτρώνει μέσα στα ερείπια δεν μπορεί να είναι μικρότερη από εκατό ετών. Η εκκλησία είναι πιθανώς βυζαντινής ή τραπεζούντιας εποχής.
Αν και το όνομα της τοποθεσίας εξηγείται τοπικά ότι έχει το αρμενικό επίθημα «-ιάν», σχεδόν σίγουρα υποδηλώνει ότι η εκκλησία είναι ελληνική και αφιερωμένη στον Ἁγίαννι, τον Πόντιο Άγιο Ιωάννη.44
Περίπου 100 μ. πιο κάτω και νοτιοανατολικά της εκκλησίας υπάρχει πηγή νερού, που περιβάλλεται από πλακόστρωτο και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται. Πιθανώς η όψη της εκκλησίας αποτελούνταν από λαξευτά κομμάτια πέτρας παρόμοια με εκείνα του πλακόστρωτου. Η στρογγυλεμένη αψίδα πάνω από τη λιμνούλα είναι επενδεδυμένη με λεπτά κομμάτια πέτρας, τοποθετημένα με τρόπο που επαναλαμβάνεται στο Νακίπ Τζαμί, στην Αγία Σοφία και σε ένα κτίριο στην ακρόπολη της Τραπεζούντας. Τα τελευταία υπολείμματα καλά πλακόστρωτης διαδρομής και σκαλοπατιών μεταξύ της πηγής νερού και της εκκλησίας εξαφανίζονται γρήγορα. Η τοιχοποιία της εκκλησίας και οι πηγές νερού μπορεί κάλλιστα να είναι σύγχρονες.
4. Το νησί των Κιλίκων
Περίπου 5 χλμ. δυτικά του φάρου του Τσαμ Μπουρουνού, δίπλα στον σύγχρονο δρόμο, βρίσκεται βραχώδες νησί, το Χοϊνάτ Καλέ, που χωρίζεται από 20 περίπου μέτρα νερού από απότομο ακρωτήριο, μέσα από το οποίο περνά η σύγχρονη οδική σήραγγα (φωτ. 50β). Το νησί έχει απότομες πλευρές, εκτός από τη νότια πλευρά, εκείνη προς τη στεριά. Εκτός από αυτή την πλευρά μικρή ανάγκη υπάρχει για τείχη και ελάχιστα ίχνη υπάρχουν από αυτά. Όσο τείχος σώζεται, αποτελείται από ακατέργαστες πέτρες που τοποθετημένες σε τυχαίες στρώσεις, με τη λεία επιφάνεια προς τα έξω. Κοντά στο νότιο άκρο του νησιού υπάρχει μικρό καμαροσκέπαστο κτίσμα με τοιχοποιία σε κανονικές στρώσεις και θόλο από πέτρες ή θραύσματα, εκτός από το ότι, ιδωμένες με κιάλια, οι έξι σειρές στο στέμμα του θόλου φαίνονται ότι είναι από τούβλα. Στον δυτικό τοίχο υπάρχουν τρεις εσοχές, που μπορεί να είναι από τρύπες δοκαρού. Δεν υπάρχουν άλλες κατασκευές ορατές στο νησί.
Ο σκοπός αυτών των τοίχων είναι αμφίβολος. Είναι απίθανο να είναι νησιωτικό φρούριο, επειδή η κατοικήσιμη πλαγιά του εδάφους έχει κλίση προς το ψηλότερο ακρωτήριο της στεριάς και είναι εντελώς εκτεθειμένη σε αυτό, από το οποίο δεν θα ήταν ασφαλής. Το νησί, βραχώδες και εκτεθειμένο στους βορειοανατολικούς ανέμους που επικρατούν, δεν είναι καθόλου ικανοποιητικό αγκυροβόλιο. Βρίσκεται πολύ μακριά από τον κόλπο Τσάκα προς τα δυτικά για να χρησιμεύσει ως φρούριο φύλαξης. Η χρήση του ως σταθμός σηματοδότησης περιορίζεται αυστηρά από το Γιάσον Μπουρουνού στα ανατολικά και το Τσαπράζ Μπουρουνού (που δεν έχει ίχνη ερειπίων) στα δυτικά. Το μικρό του μέγεθος, η δυσκολία πρόσβασης και η έλλειψη ελέγχου στη γύρω περιοχή το καθιστούν απίθανο υποψήφιο για αρχοντικό κάστρο.
Ίσως η πιο λογική εξήγηση για τα ερείπια στο νησί των Κιλίκων είναι ότι αντιπροσωπεύουν ένα από τα μοναστικά ιδρύματα που, κατά την παράδοση, υποτίθεται ότι υπήρχαν στο Ιασώνιο ακρωτήριο. Η τοποθεσία είναι κατ’ εξοχήν κατάλληλη για ερημιτική ζωή ψαρέματος και αυτοτιμωρίας, αλλά για ελάχιστα άλλα.
5. Κάστρο Βοών
Το κάστρο, το οποίο δεν έχουμε εξετάσει, σημειώνεται από τον Κλαβίχο: «Εδώ υπήρχε κάστρο που στεκόταν δίπλα στη θάλασσα, στεφανώνοντας βραχώδες ακρωτήριο, αλλά τώρα εγκαταλειμμένο, χωρίς να το κατοικεί κανείς».45 Ο Εβλία παρατηρεί ότι «το κάστρο έχει στρογγυλό σχήμα και στέκεται σε λόφο δίπλα στη θάλασσα, αλλά δεν φρουρείται ισχυρά. Η πύλη κοιτάζει προς τα ανατολικά»46 (δηλαδή προς τη θάλασσα).
Το κάστρο δεν φαίνεται από τον σύγχρονο δρόμο, που ανεβαίνει πάνω από το Βοών. Ήταν ίσως μικρό τραπεζούντιο φρούριο ή σκοπιά, χτισμένο πάνω σε κλασικά θεμέλια, και πιθανώς η κατοικία κομμερκιάριου ή παρόμοιου αξιωματικού, που θα ρύθμιζε την εμπορική ναυτιλία που εύρισκε καταφύγιο στον κόλπο Βοών.
6. Μποζούκ Καλέ
Το κάστρο του Αγίου Νικία (;), του Αγίου Θωμά (;), ή του Αγίου Θεοδώρου (;), έχει τη μορφή χεριού με τρία δάχτυλα που εκτείνεται στη θάλασσα (σχήμα 20, φωτ. 50α). Ο κιονοειδής βράχος από βασάλτη47 πάνω στον οποίο είναι χτισμένο δεν έχει πλάτος μεγαλύτερο από 50 βήματα και συνδέεται με την ηπειρωτική χώρα με ισθμό πλάτους που δεν ξεπερνά τα 12 βήματα, ο οποίος παρέχει μικρό καταφύγιο για σκάφη και στις δύο πλευρές. Ολόκληρος ο βράχος ήταν αρχικά κυκλωμένος από τείχη. Τα εξωτερικά τείχη μπορούν τώρα να εντοπιστούν μόνο στα δυτικά, νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά, αλλά βρίσκονται σε ύψος 3,5 μ. στα βορειοδυτικά. Εδώ η τοιχοποιία είναι τραχύ γέμισμα με άφθονο κονίαμα από ασβέστη, άμμο και βότσαλο. Τα τείχη, που έχουν πάχος μέχρι και 1,5 μ., στέκονται στον γυμνό βράχο. Στο σημείο όπου φτάνουν στον ισθμό, στα νοτιοδυτικά, υπάρχουν στοιχεία (με τη μορφή πατημάτων και βαθουλωμάτων στο έδαφος) για είσοδο στα δυτικά και για κυκλικό πύργο ή προμαχώνα στα ανατολικά. Ακριβώς πάνω από την είσοδο υπάρχει χορταριασμένος λοφίσκος, το ψηλότερο σημείο του κάστρου, με τη βάση σχεδόν τετράγωνου φυλακίου. Η τοιχοποιία εδώ δεν είναι τόσο τραχιά, αλλά η επένδυση είτε δεν υπήρξε ποτέ είτε έχει κλαπεί. Στο κονίαμα υπάρχουν ίχνη κεραμιδιών. Οι τοίχοι έχουν πάχος περίπου 0,94 μ.
Το κάστρο και το φυλάκιο είναι πιθανώς τραπεζούντια. Ο Παπαμιχαλόπουλος αναφέρει ότι στην εποχή του υπήρχαν επίσης ερείπια εκκλησίας στο γειτονικό Κιλίσε Μπουρουνού.48
<-Ενότητα 10: Ο κεντρικός Λύκος ποταμός | Ενότητα 12: Από τον Μελάνθιο στον Φαρματηνό ποταμό-> |