<-Ενότητα 6: Οίναιον και περιοχή Χαλυβίας | Ενότητα 8: Φαδισάνη-Πολεμώνιον και επαρχία Σιδηνής-> |
Ενότητα 7: Νεοκαισάρεια
ΘΕΣΗ
Η Νεοκαισάρεια, τώρα Νικσάρ, ήταν διαδοχικά τα Κάβειρα του Μιθριδάτη, η Διόσπολιςτου Πομπήιου, η Σεβαστήτου Αυγούστου, η Ἀδριανήτου Αδριανού και η βυζαντινή Νεοκαισάρεια. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο των φαρδιών κοιλάδων και των προσχωσιγενών πεδιάδων που δημιουργεί ο Λύκος στην αναζήτησή του για διέξοδο προς τα δυτικά, για να ενωθεί με τον Ίρι στη Μαγνόπολι (Εὐπατορία, τώρα Τασοβά). Αυτή η περιοχή είναι η Φανάροια, η καρδιά του Εσωτερικού Πόντου και του κράτους του Μιθριδάτη, που περιλαμβάνει πιο σωστά δύο κοιλάδες που ενώνονται με στενό λαιμό ανατολικά της Ερμπάα. Το ανατολικό τμήμα έχει μήκος περίπου 15 χλμ. από τα ανατολικά προς τα δυτικά και μέχρι 5 χλμ. πλάτος. Το δυτικό τμήμα είναι μάλλον μεγαλύτερο.
Ο μεγάλος πλούτος της Φανάροιας δημιούργησε τις πόλεις της Νεοκαισάρειας, της Ερμπάα και της Μαγνόπολης. Είναι καταπράσινο νησί ανάμεσα στις Ποντικές Άλπεις και τα υψίπεδα της Ανατολίας, που ανέκαθεν παρήγαγε πλεόνασμα τροφίμων. Ο Στράβων σημειώνει ότι το μπροστινό μέρος της Νεοκαισάρειας είναι το πλουσιότερο στον Πόντο, που παράγει άφθονα σιτηρά, λάδι και κρασί. Εδώ υπήρχαν τα ορυχεία του Μιθριδάτη, το παλάτι, οι νερόμυλοι, οι ζωολογικοί κήποι και τα καταφύγια κυνηγιού.1 Η ίδια η Νεοκαισάρεια είναι τοποθετημένη σε προεξοχή του Παρυάδρη,2 στο σημείο όπου οι απότομες βόρειες πλαγιές της κοιλάδας διασπώνται σε λόφους που ανεβαίνουν ήπια, καθιστώντας την το προφανές σημείο εκκίνησης του δρόμου προς τα βόρεια, πάνω από τα βουνά προς τη θάλασσα. Ένας καλός δρόμος αναπτύσσεται νότια προς τα Κόμανα Ποντικά και την πεδιάδα Δαζιμωνίτις. Στη Νεοκαισάρεια αυτή η διαδρομή βορρά-νότου συναντά τον στρατιωτικό κύριο δρόμο που εκτείνεται ανατολικά μέσω της κοιλάδας του ποταμού μέχρι τα Σάταλα.3 Ένα αραβικό δρομολόγιο βρίσκει τη Νεοκαισάρεια σε απόσταση τεσσάρων ημερών από την Κολώνεια. Το 1658 έφτασε σε αυτήν ο Μακάριος από το παραλιακό Οίναιον στον ίδιο περίπου χρόνο.4
ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι οικονομικοί και γεωγραφικοί παράγοντες που τοποθέτησαν τη Νεοκαισάρεια εκεί που βρίσκεται είναι αρκετά ξεκάθαροι, αλλά στο πλαίσιο της Ανατολίας η Φανάροια δεν είναι παρά ένα αξιοζήλευτα ήσυχο και ακμαίο τέλμα, ενώ η ίδια η Νεοκαισάρεια βρίσκεται σε αμήχανη απόσταση τόσο από τις ακτές του Πόντου όσο και από τους κύριους κεντρικούς δρόμους της Ανατολίας προς τα νότια. Ως εκ τούτου, έχει υποχρεωθεί σε στρατηγική εξέχουσα θέση δύο μόνο φορές: όταν πρώτα οι Ρωμαίοι και ύστερα οι Τούρκοι τη βρήκαν προσωρινό κλειδί για τον Εσωτερικό Πόντο. Αλλά οι εκστρατείες εναντίον της Νεοκαισάρειας ανέκαθεν παρεμποδίζονταν από προβληματικές γραμμές ανεφοδιασμού και έτσι συνήθως αποτύγχαναν. Ο Λούκουλλος δυσκολεύτηκε αρκετά το 71 π.Χ. και πήρε τον τόπο μόνο επειδή ο Μιθριδάτης πανικοβλήθηκε.5
Η Νεοκαισάρεια πέρασε τελικά στη Ρώμη το 64 μ.Χ. και έγινε πολιτική μητρόπολη στα τέλη του 2ου αιώνα. Η φήμη του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού, προσηλυτιστή της Φανάροιας, προστάτη και (από το 240 περίπου) πρώτου επισκόπου Νεοκαισάρειας εξασφάλισε ότι η πόλη γινόταν επίσης η εκκλησιαστική μητρόπολη του Πολεμωνιακού Πόντου. Ο Άγιος Γρηγόριος είναι ο μόνος Πόντιος άγιος του οποίου το ανάστημα προσέγγιζε εκείνο των σύγχρονων Καππαδοκών Πατέρων και η Νέα Καισάρεια, η βυζαντινή ονομασία της πόλης, ταιριάζει. Η λατρεία του απέκτησε την τοπική σημασία εκείνης της παλαιάς ποντιακής θεότητας Μεν. Από τον Άγιο Γρηγόριο μέχρι τη δεκαετία του 1440 είναι γνωστοί τουλάχιστον εικοσιδύο επίσκοποι και μητροπολίτες Νεοκαισαρείας. Περί το 640 η μητρόπολη είχε τέσσερις υπαγόμενες επισκοπές, οι οποίες μειώθηκαν σε τρεις όταν η Τραπεζούς έγινε έδρα μητροπολίτη. Αλλά στα τέλη του 11ου αιώνα μια τελευταία στρατιωτική προσπάθεια εναντίον των Τούρκων χαρακτηρίζεται από εφήμερη επέκταση σε δέκα υπαγόμενες επισκοπές. Όπως και άλλες μητροπόλεις της ενδοχώρας, όπως η Αμάσεια, η Εκκλησία της Νεοκαισάρειας είχε το δικό της μερίδιο προβλημάτων. Η μητρόπολη μεταφέρθηκε στο Οίναιον στα μέσα του 12ου αιώνα και είχε σειρά από δυσκολίες από το 1318. Στη συνέχεια, η ίδια η Νεοκαισάρεια βρέθηκε στο εξωτερικό περιθώριο του Ποντιακού Ελληνισμού. Το 1658 ο Μακάριος βρήκε αμόρφωτους στα ελληνικά ιερείς να εκφωνούν, χωρίς να σκέφτονται, τη λειτουργία στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην κοντινή “Αργοστή” (Ακ-κούς ;), αλλά στη Νεοκαισάρεια «δεν τολμήσαμε να εμφανιστούμε… με τον χαρακτήρα μας των Χριστιανών».6
Παρά τους ισχυρούς σεισμούς το 344 και το 499, η πόλη και η ρωμαϊκή γέφυρά της επέζησαν καλά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Ο Μουσταφί την περιέγραψε ως μεσαίου μεγέθους με πολλά περιβόλια οπωροφόρων. Εμφανίζεται στον Ιεροκλή, τον Ιουστινιανό και τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο. Εκπροσωπήθηκε στη Σύνοδο της Εφέσου και βρισκόταν αρκετά ψηλά (δέκατη όγδοη στη Notitia του Λέοντος ΣΤ’) στους μητροπολιτικούς καταλόγους. Βρισκόταν έξω από τις κύριες διαδρομές της περσικής και αραβικής εισβολής και επιδρομής. Τα Κόμανα μετακόμισαν στην ασφάλεια της Τοκάτ, αλλά δεν χρειαζόταν να μετακινηθεί η Νεοκαισάρεια, γιατί ήταν ήδη πόλη-φρούριο. Αλλά η περιοχή απείχε πολύ από το να είναι ασφαλώς Ορθόδοξη και εξελληνισμένη. Υπήρχαν ντόπιοι Εβραίοι, Παυλικιανοί και Αρμένιοι. Οι τελευταίοι είχαν δικό τους επίσκοπο τον 13ο αιώνα.7
Στα τέλη του 11ου αιώνα η Νεοκαισάρεια βρέθηκε για δεύτερη φορά στην πρώτη γραμμή της ποντιακής αντίστασης στην εξωτερική εισβολή. Για περισσότερο από έναν αιώνα ο τόπος ήταν μήλον της έριδος μεταξύ των Σελτζούκων και των Ντανισμέντ από τη μια πλευρά και των Γαβράδων (τοπικών ηγετών του Πόντου) και των Κομνηνών από την άλλη. Ο αγώνας μετατράπηκε σε έπος στο Μελίκ Ντανισμέντναμε, όπου ο χριστιανός ήρωας Σαχ-ι Σατάτ αντιπροσωπεύει, μεταξύ άλλων, τον Άγιο Θεόδωρο Γαβρά. Στο έπος, η κόρη Αμαζόνα του χριστιανού ήρωα γίνεται Τουρκμένος και, ελκυστικά μεταμφιεσμένη σε μοναχό, δελεάζει τον «Γαβρά» και καταφέρνει να καταλάβει το μοναστήρι-κλειδί του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού στη Νεοκαισάρεια, γεγονός με το οποίο πέφτει ο τόπος.8 Στην πραγματικότητα, η Νεοκαισάρεια φαίνεται να λεηλατήθηκε για πρώτη φορά από τον Αφσίν το 1068 περίπου. Ο Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ και ο Ρωμανός Δ’ πολέμησαν τους Σελτζούκους για το κάστρο, αλλά δεν ξαναβρέθηκε στα χέρια Ελλήνων, μέχρι που ο Άγιος Θεόδωρος Γαβράς το υπερασπίστηκε τη δεκαετία του 1080. Ο Πόντιος μάρτυρας πέθανε το 1098, όταν πια η Νεοκαισάρεια είχε πιθανώς πέσει στον μεγάλο αντίπαλό του, τον εμίρη Ντανισμέντ, ο οποίος την έκανε πρωτεύουσά του. Εδώ φυλακίστηκε ο Βοημούνδος της Αντιόχειας από το 1100 μέχρι το 1103. Το 1101 μια σταυροφορία Λομβαρδών δεν κατάφερε να φτάσει στον τόπο. Όμως ο έλεγχος της Νεοκαισάρειας ήταν σκιώδης: ο Γρηγόριος και ο Κωνσταντίνος Γαβράς τη διεκδικούσαν τουλάχιστον, πριν επιστρέψει σταθερά στα χέρια των Ντανισμέντ τη δεκαετία του 1120. Το 1139/40 ο Ιωάννης Β’ Κομνηνός την έθεσε ως στόχο του στην αποτυχημένη εκστρατεία του εναντίον των Ντανισμέντ. Μετέφερε πλήθος Ελλήνων προσφύγων από την περιοχή στη βυζαντινή επικράτεια –μια οικογένεια Νεοκαισαρειτών εμφανίζεται τον 13ο αιώνα– και πιθανότατα μετέφερε την επισκοπική έδρα στην ακτή την ίδια περίοδο. Η εκστρατεία του Ιωάννη θα είχε καλύτερη τύχη μετά το 1142, όταν ο θάνατος του Μελίκ Μοχάμεντ Ντανισμέντ οδήγησε στη διάλυση του κράτους των Ντανισμέντ, αλλά οι Σελτζούκοι ήσαν εκείνοι που αποκόμισαν τα οφέλη. Η Νεοκαισάρεια έπεσε στα χέρια των Σελτζούκων το 1175. Ο Μανουήλ έστειλε αμέσως τον Ανδρόνικο Βατάτζη και τον Ντουλ Νουν να την καταλάβουν, κάτι που δεν κατάφεραν. Και πάλι η βυζαντινή εκστρατεία ήταν άκαιρη και ανεπαρκής και αυτή τη φορά επήλθε η καταστροφή στο Μυριοκέφαλον, το 1176. Οι Σελτζούκοι γίνονταν σταδιακά πιο πετυχημένοι, εξολοθρεύοντας τους τελευταίους Ντανισμέντ το 1178. Ο Κίλιτς Αρσλάν άφησε τη Νεοκαισάρεια σε έναν από τους δέκα γιους του. Ο Ρουχ αλ-Ντιν την πήρε το 1197. Δεν υπήρχε ελπίδα να πέσει στους Μεγάλους Κομνηνούς στη συνέχεια, γιατί είχε σχεδόν πάψει να είναι ελληνική πόλη. Το παλαιότερο χρονολογημένο τζαμί είναι του 1180, αλλά υπάρχει ένας παλαιότερος Ντανισμέντ μεντρεσές. Το Γκιόρεγι Μπουγιούκ Τεκκέσι είναι του 13ου αιώνα. Η Νεοκαισάρεια εντάχθηκε τελικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1397 και έκτοτε έχει βουλιάξει σε ήσυχο τέλμα.9
ΜΝΗΜΕΙΑ
Είναι πιθανό όλη η Φανάροια να ανταποδώσει σε πιο εντατική έρευνα από εκείνη που της δώσαμε. Υπάρχουν, για παράδειγμα, υπαγόμενες επισκοπικές έδρες όπως ο Ευνίκος10 και ο Κόκκος,11 που δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε. Και η μεγάλη προσκυνηματική εκκλησία και το μοναστήρι του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού, που ήταν αναμφίβολα το σημαντικότερο μνημείο της περιοχής, διέφευγε επίσης της ταύτισης. Υψωνόταν ακόμη το 1658, όταν ο Μακάριος «αναστέναξε για να επισκεφτεί τις ερειπωμένες εκκλησίες, τις οποίες βλέπαμε από απόσταση, της πιο μεγαλειώδους αρχιτεκτονικής και με τους τρούλους να υπάρχουν ακόμη. … Είναι διαδεδομένη η πίστη στους ανθρώπους, ότι μια θερμή πηγή εδώ, που ονομάζεται Εμπόας, τώρα σε απόσταση αρκετών μιλίων από την πόλη, βρισκόταν παλαιότερα στο κέντρο της πόλης. Αυτός ο τόπος περιέχει μια εκπληκτικά μεγάλη εκκλησία, της πιο υπέροχης αρχιτεκτονικής, που ονομάζεται Θαυματουργός, με πολλά μνημεία που διασώζονται ακόμη».12
Αυτή είχε χαθεί την εποχή των Κουμόντ. Σημείωσαν μόνο τις άτεχνες εκκλησίες του Αγίου Νικολάου και της Μεταμόρφωσης στη Νικσάρ,13 οι οποίες με τη σειρά τους φαίνεται ότι έχουν χαθεί.
Αν ο Μακάριος έχει δίκιο που τοποθετούσε την εκκλησία του Θαυματουργού έξω από τη σύγχρονη Νικσάρ, μια πιθανή υποψήφια για την τοποθεσία είναι η σημαντική και σίγουρα μεσαιωνική τοιχοποιία που βρίσκεται δίπλα στον δρόμο του Ερμπάα, ένα περίπου χιλιόμετρο νοτιοδυτικά της πόλης, αλλά θα χρειαζόταν ανασκαφή για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του κτιρίου (φωτ. 30α).
Μερικά λιγοστά υπολείμματα τειχών υποδεικνύουν ότι η ρωμαϊκή πόλη βρισκόταν νότια της σημερινής τοποθεσίας, η οποία βρίσκεται σε πρόποδες λόφων (φωτ. 30β). Μια ρωμαϊκή πόλη στις πιο επίπεδες αναβαθμίδες της ίδιας της κοιλάδας του ποταμού συμφωνεί με τη συνηθισμένη ρωμαϊκή πρακτική. Η οχυρωμένη τοποθεσία βρίσκεται σε προεξοχή πάνω από αυτήν. Η επίπεδη κορυφή της προεξοχής, που σχηματίζει την περιοχή της ακρόπολης, προστατεύεται από τις τρεις πλευρές από τη φυσική πτώση του εδάφους. Η μόνη ευάλωτη πλευρά της είναι η βόρεια-βορειοανατολική, όπου η προεξοχή ενώνεται με την κύρια πλαγιά των λόφων. Η δυτική πλευρά είναι η πιο απότομη. Η μεσαιωνική πόλη φαίνεται ότι βρισκόταν σε μεγάλο βαθμό στην ανατολική και τη νότια πλευρά.
Οι οχυρώσεις
Κανένας από τους δύο συγγραφείς δεν έχει βρει τοιχοποιία στην προεξοχή της ακρόπολης, που να μπορεί να αποδοθεί σε μιθριδατική ή ρωμαϊκή χρονολογία. Οι Κουμόντ δεν είναι συγκεκριμένοι ως προς τα πρώιμα λείψανα, αλλά υπάρχουν αναφορές για πολυγωνική τοιχοποιία14 και για σήραγγα δεξαμενής, τα οποία δεν εντοπίστηκαν. Η δική μας περιγραφή των οχυρώσεων δεν είναι σε καμία περίπτωση εξαντλητική και οποιαδήποτε κατάλληλη μελέτη τους στο μέλλον πρέπει να γίνει στο πλαίσιο των οχυρώσεων της Τοκάτ και της Αμάσειας.
Ο κύριος περίβολος της ακρόπολης στην επίπεδη κορυφή της προεξοχής περιλαμβάνει περιοχή μεγαλύτερη από 1 χλμ. από βορρά προς νότο και λιγότερο από 100 μ. στο ευρύτερο τμήμα της από ανατολή προς δύση (φωτ. 31α, β). Στο νότιο άκρο βρίσκεται το νότιος περιτείχισμα με υπολείμματα τοιχώματος γύρω του. Ένα αινιγματικό κτίριο υπάρχει στη νοτιοδυτική γωνία (φωτ. 32α-34α).
Πέρα από τα ερείπια ενός αστυνομικού σταθμού του 19ου αιώνα, και προς το νότιο άκρο του λόφου του κάστρου, βρίσκεται το ερείπιο θολωτού σταυροειδούς κτιρίου, οι βραχίονες του οποίου χωρίζονται σε ορθογώνιους θαλάμους με ημικυλινδρικούς θόλους (σχήμα 17). Η τοιχοποιία είναι από μικρές πέτρες, χονδρικά τετραγωνισμένες και στρωμένες σε κανονικές στρώσεις. Ο πυρήνας είναι από κονίαμα συντριμμιών, οι πέτρες του οποίου είναι καλά συμπιεσμένες, με λίγα κενά. Στους πλευρικούς θαλάμους εισέρχονταν από πόρτες από την κεντρικό περιοχή, αλλά η μορφή τους δεν είναι πια ξεκάθαρη, αφού έχουν αφαιρεθεί όλες οι πέτρες από την όψη τους. Οι θάλαμοι φωτίζονταν από παράθυρα πάνω από τις πόρτες, που έβλεπαν προς την κεντρική περιοχή. Δύο παράθυρα στη νότια πλευρά ήσαν στρογγυλά τοξωτά, με πέτρινους θολόλιθους. Ένα, στη βορειοανατολική γωνία, έχει θολόλιθους από τούβλα. Τα μόνα προσεκτικά επεξεργασμένα πέτρινα στοιχεία που σώζονται, είναι βραχείς πρόβολοι ψηλά στον βορειοανατολικό και τον βορειοδυτικό τοίχο της κεντρικής περιοχής. Αυτοί οι πρόβολοι έχουν τη μορφή γείσου με απλή πλάγια όψη που υποχωρεί και ίσως στήριζαν δοκούς υποστήριξης στις γωνίες της κεντρικής περιοχής (φωτ. 33β). Πάνω από τους προβόλους, στο κέντρο, υπάρχει τριγωνικό προεξέχον κομμάτι. Αν η κεντρική περιοχή καλυπτόταν αρχικά από θόλο τοιχοποιίας (ο οποίος έπρεπε να ενσωματώνει ορισμένα παράθυρα, αλλιώς οι πλευρικοί θάλαμοι θα βρίσκονταν σε απαγορευτικό σκοτάδι), αυτές οι τριγωνικές πέτρες μπορεί να αντιπροσωπεύουν τη βάση κρεμαστών ή στηριγμάτων. Στη νότια πλευρά του βορειοανατολικού προβόλου, ένα πήλινο πιθάρι είναι ενσωματωμένο στην τοιχοποιία (φωτ. 34α), πιθανώς ως τρόπος ελάφρυνσης της μάζας της γωνιακής τοιχοποιίας.
Τι ήταν αυτό το μοναδικό κτίριο; Υπάρχουν δύο βεβαιότητες. Η πρώτη είναι ότι, σε κάποιο στάδιο της σταδιοδρομίας του, χρησίμευε ως εκκλησία. Ο Ουίνφιλντ ενημερώθηκε ότι επρόκειτο για την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου (Αϊβασίλ). Η επιβεβαίωση παρέχεται από μικρό θραύσμα τοιχογραφίας σε έναν από τους δυτικούς θαλάμους. Αποτελείται από στρώμα σοβά από ασβέστη, με δέσιμο με άχυρο, και ζωγραφισμένο πάνω του το σχήμα φωτοστέφανου όρθιας μορφής. Κατά συνέπεια, το σχέδιο στο σχήμα 17 φέρει την ένδειξη «Εκκλησία» και οι πλευρικοί θάλαμοι «Παρεκκλήσια».
Η δεύτερη βεβαιότητα είναι ότι αυτό το κτίριο δεν σχεδιάστηκε ως εκκλησία, όπως δείχνει μια ματιά στο σχέδιο του. Οι Κουμόντ πρότειναν λουτρό. Αλλά δεν υπάρχουν σημάδια από σωληνώσεις ή από ανθεκτικό υδραυλικό σοβά που χρησιμοποιείται συνήθως για κτίρια λουτρών. Ωστόσο υπάρχει τρίτη πιθανότητα. Το σχέδιο αυτού του κτιρίου μοιάζει πολύ με εκείνο του γεωργιανού ανακτόρου του 10ου αιώνα και του θολωτού θαλάμου ακρόασης στο Γκεγκούτι.15 Ο τύπος της τοιχοποιίας (στρώσεις από μικρές πέτρες, καλός πυρήνας, απλό περίζωμα, αραιή πλινθοδομή) θα ήταν συμβατός με την πρότασή μας ότι το κτίριο αντιπροσωπεύει την αίθουσα ακρόασης των Ντανισμέντ εμίρηδων της Νικσάρ του 12ου αιώνα. Η τοποθεσία είναι σίγουρα κατάλληλη για τέτοια δομή. Αν ναι, τότε εδώ συναντήθηκαν ο Βοημούνδος της Αντιόχειας και οι ήρωες του Μελίκ Ντανισμέντναμε τόσο στον θρύλο όσο και στην πραγματικότητα. Η σύντομη σταδιοδρομία της θα είχε τελειώσει με την κατάκτηση από τους Σελτζούκους. Αυτό θα εξηγούσε επίσης γιατί ένα τουρκικό κτίριο στην Ανατολία έγινε στη συνέχεια εκκλησία, πράγμα ίσως μοναδικό.
Το άλλο κτίριο στο νότιο περιτείχισμα αντιπροσωπεύεται από τα ερείπια αστυνομικού σταθμού του 19ου αιώνα, ο οποίος κάποτε διέθετε λίμνη και κρήνη (φωτ. 35β). Ένα όρθιο τμήμα του νότιου τοίχου του εξωτείχους στη δυτική πλευρά (φωτ. 35α) έχει όψη από χονδρικά τετραγωνισμένες πέτρες τοποθετημένες σε κανονικές στρώσεις.
Ο εγκάρσιος τοίχος, που σχηματίζει το φράγμα μεταξύ του νότιου εξωτείχους και της εσωτερικής ακρόπολης, είναι τώρα, όπως όλες οι κατασκευές εντός της εσωτερικής ακρόπολης, συγκεχυμένη μάζα πεσμένης τοιχοποιίας (φωτ. 36). Ένα φαρδύ τόξο στην ανατολική πλευρά του εγκάρσιου τοίχου ίσως αντιπροσωπεύει την πύλη προς την εσωτερική ακρόπολη. Το τόξο είναι στρογγυλεμένο και η τοιχοποιία είναι από συμπαγές κονίαμα θραυσμάτων στο εσωτερικό του τόξου. Η εξωτερική όψη είναι από μικρές ορθογώνιες πέτρες τοποθετημένες σε κανονικές στρώσεις. Οι γωνιόλιθοι είναι από μεγαλύτερα λαξευτά κομμάτια. Στη δυτική πλευρά ο εγκάρσιος τοίχος προεξέχει προς τα βορειοδυτικά και έχει παρόμοια εξωτερική όψη, αλλά αυτό φαίνεται να είναι επισκευή, γιατί κάτω από το μεταγενέστερο έργο μπορεί να παρατηρηθεί διαφορετική τοιχοποιία από χοντροκομμένες πέτρες σε τυχαίες στρώσεις (φωτ. 34β).
Στην εσωτερική ακρόπολη υπάρχει λαξευμένη σε βράχο δεξαμενή με θόλο από τοιχοποιία ο οποίος έχει οπή στο κέντρο της κορυφής για τράβηγμα νερού. Σε κοντινή απόσταση, στην ανατολική πλευρά, υπάρχει το ερείπιο μικρού θολωτού πλινθόκτιστου κτιρίου, που αποτελούσε μέρος συγκροτήματος λουτρών. Η εσωτερική όψη των κρεμαστών και του τρούλου είναι φτιαγμένη με θραύσματα σπασμένων τούβλων ή κεραμιδιών που έχουν στρωθεί σε χοντρό κονίαμα. Το τείχος στη νοτιοανατολική πλευρά (φωτ. 37α) είναι από ακατέργαστες πέτρες στρωμένες σε αρκετά κανονικές στρώσεις, με σειρές αμφιδετών και ορθοστατών σε κανονικές αποστάσεις. Κάποιες στρώσεις είναι στρωμένες σε σχέδιο ψαροκόκαλου που έχουμε σημειώσει αλλού16 και που επαναλαμβάνεται στο ανατολικό τείχος της πόλης.
Το βόρειο τείχος μεταξύ της εσωτερικής ακρόπολης και του περιτειχίσματος της εσωτερικής ακρόπολης υψώνεται σε σημαντικό ύψος. Η κατασκευή του είναι τεσσάρων τύπων (φωτ. 38α, β). Πρώτον, η τοιχοποιία στη βορειοδυτική γωνία (φωτ. 37γ) είναι ως επί το πλείστον από μικρές πέτρες χονδρικά τετραγωνισμένες και τοποθετημένες σε κανονικές στρώσεις, χωρίς σημάδια ενισχυτικών δοκών. Μια ιδιαιτερότητα είναι η περιστασιακή χρήση πολύ μεγαλύτερων ορθογώνιων λαξευτών κομματιών. Ο δεύτερος τύπος τοιχοποιίας (φωτ. 38α, δεξιά) αποτελείται από χονδρικά τετραγωνισμένα κομμάτια πέτρας που τοποθετούνται σε στρώσεις λιγότερο κανονικές από εκείνες του πρώτου τύπου και μετατρέπονται σε ομαλή επιφάνεια με μικρές επίπεδες πέτρες. Τέσσερις τετράγωνες τρύπες στη βάση του τείχους πιθανώς υποδηλώνουν αποχετεύσεις και όχι αμφιδέτες. Οι γωνιόλιθοι είναι από λαξευτά κομμάτια. Σχεδόν όλοι έχουν αφαιρεθεί. Ο τρίτος τύπος τοιχοποιίας (φωτ. 38β) χρησιμοποιεί κανονικές οριζόντιες στρώσεις αμφιδετών που διεισδύουν στην εξωτερική όψη της τοιχοποιίας. Η λιθοδομή είναι σχεδόν ίδια με εκείνη του δεύτερου τύπου, εκτός από το ότι στερείται λαξευτών γωνιόλιθων. Μεγάλο μέρος του βαριού ασβεστοκονιάματος επίχρισης παραμένει σε καλή κατάσταση. Ο τέταρτος τύπος τοιχοποιίας είναι παρόμοιος με τον τρίτο αλλά έχει γωνιόλιθους όπως ο δεύτερος τύπος. Μία στήλη χρησιμοποιείται ως πρέκι. Οι ξύλινοι ορθοστάτες και αμφιδέτες χρησιμοποιούνταν έτσι, ώστε ορθοστάτες, κρυμμένοι από το ασβεστοκονίαμα επίχρισης, να ευθυγραμμίζουν την εξωτερική όψη του τοίχου. Το κονίαμα έχει πέσει ως επί το πλείστον, αποκαλύπτοντας τα άκρα των δοκών (φωτ. 38β). Αυτή ήταν αναποτελεσματική μέθοδος κατασκευής τειχών. Το ασβεστοκονίαμα δεν προσκολλάται καλά στο ξύλο, και μόλις πέσει, η εκτεθειμένη δοκός σύντομα σαπίζει ή μπορεί εύκολα να κοπεί ή να πυρποληθεί από πολιορκητές. Αυτό το πλαίσιο από ορθοστάτες και αμφιδέτες επαναλαμβάνεται, χωρίς το σχέδιο ψαροκόκαλου στην τοιχοποιία, στο τείχος κατά μήκος της νοτιοανατολικής πλευράς της εσωτερικής ακρόπολης.
Το πιο εντυπωσιακό σωζόμενο τμήμα τείχους, και πιθανώς το μεγαλύτερο έργο στο φρούριο, είναι το εγκάρσιο τείχος μεταξύ της εσωτερικής ακρόπολης και του βόρειου εξωτείχους (φωτ. 37β και 39β). Αυτό το τείχος έχει πάχος μέχρι 5 μέτρα. Ο πυρήνας του είναι από κονίαμα συντριμμιών, καλά στρωμένο και συμπιεσμένο, χωρίς κενά. Λίγες από τις πέτρες της όψης δεν έχουν αφαιρεθεί. Η βάση στρώσης διατηρεί τα σχήματα μεγάλων λαξευτών κομματιών της τοπικής γκρίζας πέτρας, που έχουν τοποθετηθεί χωρίς κονίαμα στους αρμούς της εξωτερικής επιφάνειας. Οι πέτρες ήσαν κανονικού μεγέθους, αλλά τοποθετημένες με το μακρύ και το κοντό σχέδιο, έτσι ώστε η μία σειρά να είναι επένδυση και η επόμενη να έχει στρωθεί ξαπλωτή στον τοίχο, με τη στενή πλευρά προς τα έξω, ως μπατική γραμμή. Οι προμαχώνες είναι ορθογώνιοι. Η πύλη βρίσκεται στο ανατολικό άκρο, ξαπλωμένη μερικά μέτρα πίσω, κατά μήκος του ανατολικού τοίχου με τον συνιστώμενο τρόπο, έτσι ώστε ένας επιτιθέμενος έπρεπε να την πλησιάσει με τη δεξιά πλευρά εκτεθειμένη σε πυρά από τις επάλξεις.17 Μπροστά από αυτό το εγκάρσιο τείχος υπάρχει ογκώδης τάφρος επενδεδυμένη με τοιχοποιία. Τώρα έχει μπαζωθεί σε μεγάλο βαθμό. Σε μεταγενέστερη περίοδο τα ανώτερα τμήματα του εγκάρσιου τείχους επισκευάστηκαν με μικρές χοντροκομμένες πέτρες τοποθετημένες σε τυχαίες στρώσεις (φωτ. 40α).
Το δυτικό τείχος του βόρειου εξωτείχους προεξέχει μέχρι το σύγχρονο νεκροταφείο της πόλης. Είναι κατασκευασμένο με πυρήνα από κονίαμα συντριμμιών, επενδεδυμένον με μικρά ορθογώνια κομμάτια πέτρας σε κανονικές στρώσεις. Έχει πάχος περίπου 1,75μ.
Το γενικό κύκλωμα των τειχών του βόρειου εξωτείχους και της πόλης είναι ακόμη αρκετά σαφές. Μέσα σε αυτό, εσωτερικά τείχη που ανεβαίνουν στις πλαγιές της ανατολικής πλευράς της ακρόπολης ίσως χώριζαν τις πτέρυγες της πόλης. Υπάρχουν πύργοι ορθογώνιοι, πολυγωνικοί και σχήματος πλώρης (φωτ. 39α). Οι τελευταίοι είναι επενδεδυμένοι με πέτρες ακανόνιστου σχήματος, τοποθετημένες σε τυχαίες στρώσεις. Λαξευτά κομμάτια (σχεδόν σίγουρα επαναχρησιμοποιημένα) χρησιμεύουν ως γωνιόλιθοι.
Η πόλη
Ελάχιστα σώζονται από τη βυζαντινή Νεοκαισάρεια. Στην πάνω πόλη, στη βορειοανατολική πλευρά, στην άκρη του νεκροταφείου, βρίσκονται τα ερείπια τριών καμαροσκέπαστων κτιρίων με όψεις από μικρές πέτρες τοποθετημένες σε κανονικές σειρές. Η τοπική παράδοση αποδίδει αυτά τα κτίρια στους χριστιανούς, αλλά ελάχιστα διακρίνονται οι λειτουργίες τους. Θα μπορούσαν να είναι ακόμη και αποθήκες του 19ου αιώνα. Στους κήπους στα νότια της πόλης υπήρχε το 1962 μικρής έκτασης συνδεδεμένη τοιχοποιΐα από τούβλα και πέτρα, που μπορεί να αποδοθεί σε ρωμαϊκή ή πρωτο-βυζαντινή περίοδο. Σε κοντινή απόσταση, στη δυτική πλευρά του κεντρικού δρόμου, μαρμάρινη ελληνιστική σαρκοφάγος λειτουργούσε το 1968 ως κρήνη. Το ραβδωτό καπάκι της μιμείται κεραμίδια στέγης με στρογγυλές απολήξεις. Τα ακρωτήρια φέρουν αγροτικές σκηνές. Δεν υπάρχει επιγραφή.
Στο μικρό κήπο-νεκροταφείο που περιβάλλει τον τάφο του Μελίκ Γαζή, υπάρχει βυζαντινό επιβλητικό κιονόκρανο του 5ου ή του 6ου αιώνα (φωτ. 40β). Αυτό είναι το μόνο βυζαντινό στολίδι που έχουμε βρει στη Νικσάρ. Η χρονολογία του πιθανώς συμπίπτει με εκείνη του προσκυνηματικού ναού του Θαυματουργού. Μπορεί κανείς μόνο να υποθέσει ότι προερχόταν από αυτόν.
Τα πλούσια διακοσμημένα τουρμπέ των περιόδων των Ντανισμέντ και των Σελτζούκων και το μέγεθος του Ουλού Τζαμί υποδεικνύουν ότι η Νικσάρ γνώρισε σημαντική ακμή τον 12ο και τον 13ο αιώνα. Το τουρμπέ στο βόρειο εξώτειχος είναι καλό παράδειγμα αυτού του είδους μνημείου. Το τουρμπέ του μεγάλου Μελίκ Γαζή Ντανισμέντ, αυτού που συνέλαβε τον Βοημούνδο, έχει ανακατασκευαστεί σε μεγάλο βαθμό. Στον κήπο γύρω του υπάρχει ωραία συλλογή από πρώιμες τουρκικές επιτύμβιες στήλες.
Χρονολογίες: Η ακρόπολη θα χρειαζόταν ανασκαφή για να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η σειρά κατασκευής. Η πολυγωνική τοιχοποιία που αναφέρεται εκεί πρέπει να είναι ελληνιστική, και ο θόλος από τούβλα των Κουμόντ μπορεί να είναι ρωμαϊκός ή ίσως να αναφέρεται στα ερείπια των μικρών λουτρών που περιγράφονται πιο πάνω.18 Ο κ. Ντέιβιντ Γουίλσον ανέφερε ευγενικά ταινιωτή τοιχοποιία από τούβλο και πέτρα (με πέντε σειρές τούβλων ομαδοποιημένες μεταξύ της πέτρας) που πρέπει να είναι ύστερη ρωμαϊκή ή βυζαντινή εργασία. Το εγκάρσιο τείχος και η τάφρος που χωρίζει το βόρειο εξώτειχος από εκείνο της εσωτερικής ακρόπολης μοιάζουν με ορισμένα τμήματα των τειχών της Αντιόχειας, επίσης αχρονολόγητων. Αυτό θα μπορούσε να είναι έργο του Ιουστινιανού. Η τεχνική τοιχοποιίας των λίθων πρόσοψης και επικεφαλίδας είναι αντίστοιχη των Ιουστινιάνειων τειχών στην Αφρική.19 Θα μπορούσε όμως επίσης να είναι μεσο-βυζαντινή ή ντανισμεντική τοιχοποιΐα και η τελευταία πιθανότητα έχει τα υποστηρικτικά στοιχεία της πρόσοψης από λαξευμένες πέτρες, παρόμοιου τύπου με εκείνον που βρέθηκε στα τουρμπέ της πόλης. Η μικρότερη πέτρινη εργασία (με ή χωρίς ενισχυτικά δοκάρια) μπορεί να αντιπροσωπεύει το κάστρο του θέματος της μεσο-βυζαντινής περιόδου και έχει αντίστοιχη στην Αμάσεια. Οι πύργοι του τείχους της πόλης σε σχήμα πλώρης μπορεί επίσης να είναι μεσο-βυζαντινοί, αφού αυτός ο τύπος οχύρωσης (που πρώτα προτάθηκε από τον Φίλωνα)20 επαναλαμβάνεται και σε άλλες βυζαντινές οχυρώσεις.
<-Ενότητα 6: Οίναιον και περιοχή Χαλυβίας | Ενότητα 8: Φαδισάνη-Πολεμώνιον και επαρχία Σιδηνής-> |