<-Ενότητα 7: Νεοκαισάρεια | Ενότητα 9: Η Σαυρανία και η ενδοχώρα τού Πολεμωνίου-> |
Ενότητα 8: Φαδισάνη-Πολεμώνιον και επαρχία Σιδηνής
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ανάμεσα στη Χαλυβία και στο σημαντικό ακρωτήριο του Ιάσονα βρίσκεται ἡ Σιδηνή, της οποίας το κλασικό όνομα δεν επιβίωσε στον Μεσαίωνα. Ο Σιδηνός ή ποταμός του Πολεμωνίου (Μπολομάν Ιρμάκ) ρέει προς τη θάλασσα μέσα από την περιοχή, που σωστά περιγράφεται από τον Στράβωνα ως εύφορη και σε μεγάλο βαθμό χαμηλή.1 Εκεί αναδύεται στο κέντρο ρηχού κόλπου, που πλαισιώνεται από τη σύγχρονη Φάτσα, 2 χλμ. δυτικά από το στόμιό του και το Μπολομάν Καλέ, 5 χλμ. ανατολικά. Η αρχαία Σιδηνή είχε τρία παράκτια οχυρά: Σίδη, Χάβακα και Φάβδα.2 Η Σίδη ονομάστηκε Πολεμώνιον (ή Πολεμώνη), είτε από τον Πολέμωνα Α΄ είτε, πιθανότατα, από τον Πολέμωνα Β΄, ο οποίος παραχώρησε τα εδάφη του στη Ρώμη το 64 μ.Χ.3 Το όνομα Φάβδα υπενθυμίζει ίσως η σύγχρονη Φάτσα. Η Χάβακα δεν μπορεί να αναγνωριστεί.
Το Πολεμώνιον είναι μια από τις λίγες κλασικές πόλεις του Ανατολικού Πόντου που θα διέθεταν τα παρακολουθήματα και τα δημόσια κτίρια των σημαντικών τόπων της δυτικής Ανατολίας. Όπως έχει συχνά παρατηρηθεί, σήμερα αντιπροσωπεύεται από σειρά από τύμβους που εκτείνονται για 2 χιλιόμετρα κατά μήκος της ακτής από τη Φάτσα μέχρι τον Μπολομάν Ιρμάκ. Αν και είναι ίσως η σημαντικότερη κλασική τοποθεσία της ακτής, δεν έχει ερευνηθεί ποτέ. Δεν έχουν αναφερθεί επιγραφές και, εκτός από έναν λαξευμένο τάφο που σημείωσε ο Χάμιλτον,4 δεν έχουν αναφερθεί ευρήματα. Πιο κάτω καταγράφουμε μόνο μία επιγραφή και δύο εκκλησίες (η δεύτερη έχει κάποια σημασία) από τον τόπο ή κοντά του, που θα χαθούν τις επόμενες δεκαετίες στα αργά αλλά σταθερά αναπτυσσόμενα προάστια της σύγχρονης Φάτσας.
Κλασικοί γεωγράφοι τοποθετούν το «φρούριο» της Φαδισάνης(Φάδισσα,5 Πυτάνη ή Φιτάνη6) και την «πόλη» του Πολεμωνίου τόσο κοντά μεταξύ τους στα δυτικά των εκβολών του ποταμού Σιδηνού (που αντιστοιχεί στη σύγχρονη Φάτσα και τα ερείπια στο ανατολικό προάστιο), που φαίνεται πιθανό ότι η μία ήταν η σκάλα της άλλης. Όμως, οι δίδυμες τοποθεσίες διατηρούσαν διακριτά ονόματα στους πορτολάνους, όπου ονομάζονται Uatiza, Vathiza, Fadida, Fadnica, Fadissa, ὁ Φατισάς,ἡ Φαδίσα, ή ἡ Βαδίσα(το τελευταίο ορίζεται ως λιμάνι) και Pornom, Pormom, Pormoni, Porman, και ὁ Περμόρ(το τελευταίο ορίζεται ως ποτάμι).7 Αν και το όνομα του Πολεμώνιου το θυμόμαστε σήμερα στο Μπολομάν Ιρμάκ και το Μπολομάν Καλέ, το Καλέ έλαβε το όνομά του πολύ πρόσφατα και δεν αντιπροσωπεύει την αρχαία τοποθεσία. Όμως η Φαδισάνη αντιπροσωπεύεται λίγο-πολύ από τη σύγχρονη Φάτσα, άχαρη πόλη με σχετικά καλό αγκυροβόλιο. Υπάρχει επίσης μικρό καταφύγιο στο Μπολομάν Καλέ.
Η περιοχή της Σιδηνής είναι πολύ δασώδης, με κωνικούς λόφους και λοφίσκους τυπικούς αυτού του τμήματος της ακτής, αλλά οι πρόποδες των Ποντικών Άλπεων υψώνονται στην ενδοχώρα ύστερα από περισσότερο από 20 χιλιόμετρα.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Πολεμώνιον, πρωτεύουσα του κλασικού Ποντιακού Πολεμώνιου, ήταν ξεκάθαρα σημαντικός οικισμός στην αρχαιότητα –εν πάση περιπτώσει για τα πρότυπα του Πόντου– αλλά η μακρά παρακμή του μπορεί να είχε ήδη αρχίσει όταν τον 3ο αιώνα ήταν η Νεοκαισάρεια εκείνη που έγινε η εκκλησιαστική μητρόπολη της επαρχίας στην οποία το Πολεμώνιον είχε δώσει το όνομά του και το ίδιο το Πολεμώνιον έγινε υπαγόμενη επισκοπή. Η τελική ταπείνωση ήρθε όταν οι μητροπολίτες της Νεοκαισάρειας μετακόμισαν στις σχετικά ασφαλείς ελληνικές ακτές, όχι στο Πολεμώνιον, αλλά στο Οίναιον, που δεν είχε καν υπαγόμενη επισκοπή, τον 12ο αιώνα. Η έδρα του Πολεμώνιου βρίσκεται σε καταλόγους μέχρι τον 13ο αιώνα. Επτά επίσκοποι είναι γνωστοί ονομαστικά, ο τελευταίος, ο Ανδρέας, τον 10ο ή τον 11ο αιώνα.8 Η έδρα μάλλον δεν επιβίωσε στην πραγματικότητα πολύ περισσότερο, όχι τόσο λόγω της τουρκικής πίεσης στα παράλια ή της κατάρρευσης της μητρόπολης της Νεοκαισάρειας και της κατάληψής της από το Οίναιον, όσο λόγω της πιθανής ερήμωσης της ίδιας της τοποθεσίας Πολεμώνιον. Ο τόπος και οι επίσκοποι του δεν προβάλλουν στις Τραπεζούντιες πηγές.
Περί τον 12ο αιώνα η Φαδισάνη είχε σίγουρα επισκιάσει τον δίδυμο οικισμό της, το Πολεμώνιον.9 Η χερσαία διαδρομή, που οδηγούσε τελικά στο μεγάλο εμπορικό κέντρο των Σελτζούκων, τη Σίβας, έδωσε στη Φαδισάνη σύντομη ευημερία, πάνω στην οποία έριξαν απροσδόκητο φως το 1274 οι δραστηριότητες ενός Γενουάτη νοτάριου, του Φεντερίκο ντι Πιατσαλούνγκο. Στις πρώτες δεκαετίες του γενουάτικου εμπορίου στην κεντρική και την ανατολική Ανατολία υπήρχε προφανώς δουλειά για πλανόδιους νοτάριους, που ταξίδευαν μεταξύ μεμονωμένων ομάδων Ιταλών εμπόρων, πριν καταστούν διαθέσιμοι μόνιμοι επαγγελματίες νοτάριοι. Ο Φεντερίκο ντι Πιατσαλούνγκο βρέθηκε για πρώτη φορά στο Λαγιάζο [Αἰγαί, Αγιάς, τώρα Γιουμουρταλίκ] στις αρχές του 1274 και στη Σίβας στις 19 Ιουλίου του ίδιου έτους. Λιγότερο από μια βδομάδα αργότερα, και αυτό υποδηλώνει ότι πρέπει να ταξίδεψε πολύ γρήγορα σε απευθείας καλοκαιρινή διαδρομή (ίσως Σίβας-Χαφίκ-Ιπσίλε-Ρεσαντίγιε-Αϊμπαστί-Φάτσα), έφτασε στη Φαδισάνη, δημιουργώντας κάποιου είδους ρεκόρ. Γεγονός όμως είναι ότι συνέταξε τέσσερα έγγραφα για τους Γενουάτες της Φαδισάνης στις 24 και 25 Ιουλίου. Στις 21 Αυγούστου είχε φτάσει στη Σουγδαία (Σουντάκ) στην Κριμαία, πιθανώς με πλοίο από τη Φαδισάνη.10 Τα έγγραφα που συνέταξε στη Φαδισάνη αφορούν σε μεγάλο βαθμό δάνεια, αλλά δείχνουν επίσης αρκετά σημαντικό εμπόριο (σε μη κατονομαζόμενα εμπορεύματα) που μεταφερόταν με γενουάτικα πλοία από εκεί στην Άμαστρι (Άμασρα), την Κωνσταντινούπολη και την Κριμαία. Συνολικά δώδεκα διαφορετικοί Γενουάτες κατονομάζονται ως μέρη ή μάρτυρες σε συμβόλαια, υποδεικνύοντας σχετικά μεγάλη αποικία για αυτήν τη χρονολογία, αλλά οι έμποροι δεν είχαν φτάσει σε τέτοιο στάδιο τοπικής οργάνωσης ώστε να έχουν δικό τους εργοστάσιο ή λότζια και έκαναν τις δουλειές τους στο σπίτι ενός από αυτούς στη Φαδισάνη, του Γκουλιέλμο Μαστράτσιο. Στη Σουγδαία, ο Φεντερίκο ντι Πιατσαλούνγκο συνέταξε έγγραφο για άλλη Γενουάτισσα κάτοικο της Φαδισάνης, τη Νικολέτα ντ’Αλμπένγκα.11
Η τυχαία επιβίωση των εγγράφων του Φεντερίκο ντι Πιατσαλούνγκο αποκαλύπτει ότι οι Γενουάτες έμποροι δραστηριοποιούνταν το 1274 τόσο στη Φαδισάνη όσο και στο εμπορικό κέντρο της Σίβας. Στη Φαδισάνη ένας Γενουάτης είχε πλοίο, το Σαν Τζιοβάνι. Το 1267 λεηλατήθηκε ένα γενουάτικο πλοίο, που περιγράφεται ως «ντε Σαβάστο», δηλαδή της Σίβας (Σεβάστειας), ενώ πιθανότατα από τη Σίβας εξήχθη φορτίο πιπερόριζας (τζίντζερ) στην Καμπανία λίγο αργότερα. Υπάρχει περαιτέρω αναφορά για τη δραστηριότητα των Γενουατών στη Σίβας το 1280.12 Από ποιο λιμάνι του Ευξείνου μεταφέρονταν τα εμπορεύματα της Σίβας; Η παλαιότερη σίγουρη αναφορά για γενουάτικο σταθμό στην Τραπεζούντα γίνεται μόλις το 1285 και στην Αμινσό περί το 1289. Φαίνεται πιθανό, επομένως, ότι για σύντομη περίοδο στις δεκαετίες 1270 και 1280 η Φαδισάνη χρησιμοποιήθηκε από τους Γενουάτες ως η κύρια διέξοδος στον Εύξεινο για το εμπόριο της Σίβας. Η Φαδισάνη ήταν τότε μέρος της Αυτοκρατορίας Τραπεζούντος και οι γενουάτικες δραστηριότητες εκεί δεν φαίνεται να είχαν την άδεια των Μεγάλων Κομνηνών, αλλά οι Γενουάτες ίσως επέλεξαν το μέρος επειδή ο αυτοκρατορικός έλεγχος ήταν χαλαρός στην περιοχή, επειδή οι Τουρκμένοι κατέκλυζαν το εσωτερικό της Χαλυβίας τις δεκαετίες του 1270 και του 1280.13 Ενδεχομένως η Φαδισάνη και η Σιδηνή ήταν είδος ουδέτερης ζώνης. Γενουάτικα έγγραφα του 1284 και του 1290 δείχνουν σίγουρα ότι ο πληθυσμός της ήταν μεικτός. Τα έγγραφα αναφέρουν, αντίστοιχα, την “Echisene”, κόρη της “Corcha” και την “Yerena”, κόρη του “Murit”, ως κατοίκους Φαδισάνης.14 Είναι αδύνατο να πούμε αν αυτά τα ονόματα είναι ελληνικά (“Yerena” θα μπορούσε να είναι Ειρήνη ή κυρ’ Άννα), αρμενικά (“Corcha” θα μπορούσε να είναι Krikor) ή τουρκικά (όπως ακούγεται το “Echisene”). Μετά το 1290 δεν υπάρχει περαιτέρω αναφορά της Φαδισάνης (Vatiza) στις γενουάτικες πηγές, αλλά τότε πια οι Ιταλοί έμποροι κοιτούσαν πιο ανατολικά, προς την Ταμπρίζ, για το εμπόριο τους και προς την Τραπεζούντα για το λιμάνι τους. Τότε πια, επίσης, οι Τουρκμένοι ίσως είχαν κάνει πολύ επικίνδυνη τη διαδρομή Σίβας-Φαδισάνη.
Αυτό που φαίνεται να είναι χαλαρός περίβολος φρουρίων γύρω από τη Φαδισάνη και το Μπολομάν Καλέ, με την εκκλησία του προφανώς του 13ου αιώνα, ίσως ιδρύθηκε αυτή την περίοδο από Τραπεζουντίους εναντίον Τουρκμένων από τα βουνά.
Η Φαδισάνη διατηρούσε κάποια σημασία ως αγκυροβόλιο δίπλα στα κατάφυτα συντρίμμια του Πολεμώνιου. Ένας πορτολάνος του 16ου αιώνα αναφέρει εκεί δύο εκκλησίες, αφιερωμένες στη Θεοτόκο και στον Πρόδρομο αντίστοιχα,15 που αντικαταστάθηκαν τον 19ο αιώνα από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, η οποία σώζεται ακόμη.16 Ο Εβλία βρήκε τριακόσια σπίτια στη «Φάτσα», κυρίως ελληνικά,17 και ο Χελ μικρό ερειπωμένο οχυρό, του οποίου δεν υπάρχει πια κανένα ίχνος.18
ΜΝΗΜΕΙΑ
1. Μπουτζέρα Καλέ (σχήμα 18)
Αυτό το κτίσμα βρίσκεται 7 χλμ. ανατολικά της Φάτσας, 500 μέτρα νότια του Μπάσκιοϊ. Προσεγγίζεται από την ακτή στο Κιζιλτσερκές (Κιζίλοτ). Το Καλέ είναι σχεδόν ορθογώνια κατασκευή, περίπου 59×38 μ., μέσα σε χωράφι καλαμποκιού και χωρίς ιδιαίτερη υψομετρική υπεροχή. Τα τείχη έχουν κατά μέσο όρο πάχος 1,10 μ. και υψώνονται σε ύψος 7 μ. Υπάρχουν ελάχιστα λείψανά τους στη νότια πλευρά και μόνο ίχνη στη βόρεια. Είναι χτισμένα από ακατέργαστη πέτρα με πλούσια χρήση κονιάματος. Το εξωτερικό είναι ασπρισμένο τμηματικά. Σε γωνία της ανατολικής πλευράς υπάρχει σειρά από παράθυρα τα οποία, αν και έχουν επιφάνεια από πέτρα, ανοίγοντας προς τα μέσα στο στυλ των ποντιακών εκκλησιών του 19ου αιώνα, φαίνεται ότι είναι περισσότερο οικιακά παρά αμυντικά. Στη δυτική πλευρά υπάρχουν τρύπες από δοκάρια και ίχνη πόρτας. Παρά την τοπική άποψη ότι το Μπουτζέρα Καλέ είναι πολύ παλιό κάστρο, φαίνεται ότι δεν είναι κάτι περισσότερο από σημαντική οχυρωμένη αγροικία και αυλή, που χτίστηκε ίσως από αγά του 18ου αιώνα. Όμως, η τοποθεσία ενός κουλέ (οχυρωμένου πύργου) επισημάνθηκε σε απόκρημνο ύψωμα περίπου 750 μέτρα στα νότια-νοτιοανατολικά του Μπουτζέρα Καλέ, καθώς και άλλο υποτιθέμενο κάστρο, που ονομάζεται Τσινγκούτκαγια ή Τσινγκίρτεπε, σε χαμηλότερη κορυφή λόφου περίπου 1 χλμ. βόρεια-βορειοδυτικά.19 Και οι δύο τοποθεσίες ήσαν πολύ δασώδεις, δυσπρόσιτες και δεν τις επισκεφτήκαμε.
2. Εβκάφ Κογιού Καλέ20 (φωτ. 41α, β)
Το κάστρο δεσπόζει επί της διαδρομής προς νότο και προς τον Φάτσα Ντερέ, 5 χλμ. νότια της Φάτσας. Στην ανατολική πλευρά του ποταμού, περίπου 500 μ. νότια του Εβκάφ Κογιού, ένας δρόμος διακλαδίζεται δεξιά. Το κάστρο είναι περίπου 350 μέτρα πιο πέρα. Βρίσκεται σε κατάφυτο λόφο και προσεγγίζεται από τα ανατολικά. Η δυτική και η νότια πλευρά υψώνονται απότομα από το ποτάμι και το κάστρο δεσπόζει της γύρω υπαίθρου μέχρι τη θάλασσα και για περίπου 5 χιλιόμετρα προς τα δυτικά και προς νότο. Σώζονται ίχνη μέχρι και τεσσάρων περιβόλων τειχών, που είναι χτισμένοι από ακατέργαστη πέτρα με πολύ ασβεστοκονίαμα και, ασυνήθιστα, λίγο βότσαλο. Οι δύο εξωτερικοί περίβολοι έχουν μικρούς ημικυκλικούς προμαχώνες και περικλείουν μια ακανόνιστα επιμήκη περιοχή περίπου 200×50 μ. Η μονή, καλοδιατηρημένη, πύλη βρίσκεται στον δεύτερο περίβολο στην ανατολική πλευρά. Πλαισιώνεται από προμαχώνες, από τους οποίους ο βόρειος (μεταγενέστερη προσθήκη) έχει ευθεία ένωση με το τείχος. Υπάρχουν τρύπες για ράβδους πόρτας στις παραστάδες της πύλης και υπολείμματα στηθαίου που εκτεινόταν από πάνω της. Ένα σημαντικό σπήλαιο εκτείνεται στην πλαγιά του λόφου από τα νότια, για 150 μέτρα όπως λέγεται. Η υποτιθέμενη τοποθεσία μιας εκκλησίας (συνοδευόμενη από τη συνηθισμένη ιστορία της ανακάλυψης χρυσού) μας επισημάνθηκε στη δυτική πλευρά, απέναντι από την εξωτερική πύλη, αλλά οι διάσπαρτες πέτρες ανάμεσα στα δέντρα έδιναν ελάχιστη ιδέα για τη μορφή της, αν όντως ήταν εκκλησία. Η κορυφή, προς τα βόρεια, προσεγγίζεται μέσω μιας άλλης υποστηριζόμενης πύλης, λιγότερο καλά διατηρημένης, στον τρίτο περίβολο. Υπάρχουν υπολείμματα μικρού φυλακίου, ή τέταρτου περιβόλου, στην κορυφή. Εδώ υπήρχαν μερικά χαλαρά κεραμίδια (που δεν βρέθηκαν στα τείχη) και τρια χαλαρά, καλά κομμένα ασβεστολιθικά κομμάτια, διαστάσεων περίπου 1,00×0,30×0,80 μ. σε μέγεθος, δύο από τα οποία ήσαν απλά διαμορφωμένα στην άκρη (σαν σταγόνες), για χρήση σαν σε κορνίζα. Είναι πιθανό ότι προέρχονταν από την τοποθεσία του Πολεμώνιου. Τα βυζαντινά όστρακα περιλάμβαναν ένα ωραίο παράδειγμα λευκού εφυαλωμένου ξυστού (sgraffito) σκεύους.
Το Εβκάφ Κογιού Καλέ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα των τοπικών φρουρίων της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας που γίνονται όλο και πιο πολυάριθμα καθώς προχωράει κανείς προς τα ανατολικά.
Η τοποθεσία, ή η περιοχή, του ίδιου του Πολεμωνίου δίνει δύο εκκλησίες, την Αγία Βαρβάρα και τον Άγιο Κωνσταντίνο, ένα ρωμαϊκό επιτύμβιο ανάγλυφο με επιγραφή και ένα κλασικό επιτάφιο επίγραμμα.
3. Μονή (;) Αγίας Βαρβάρας
Μεγάλη πέτρινη καμαροσκέπαστη κατασκευή μήκους 32 μ., με κύρια αψίδα, πενταγωνική εξωτερικά σε τραπεζούντιο ρυθμό του 13ου αιώνα, περιγράφηκε από τον Ουίνφιλντ το 1962.21 Υπάρχουν ίχνη συνδεομένων με αυτήν κτιρίων. Ίσως αντιστοιχεί στο μοναστήρι Αγίας Βαρβάρας του Ιωαννίδη, που λέγεται ότι είχε ψηφιδωτά,22 αν και σήμερα σώζονται μόνο ίχνη τοιχογραφιών.
4. Εκκλησία Αγίου Κωνσταντίνου
Αυτό το αξιοσημείωτο κτίριο σημειώθηκε για πρώτη φορά από τον Χάμιλτον: «Τα ερείπια μιας οκτάγωνης εκκλησίας, αφιερωμένης στον Άγιο Κωνσταντίνο, και τα ερείπια ογκώδους τείχους στα νότιά της, είναι πιθανώς η μόνη απόδειξη… της πρώην τοποθεσίας [του Πολεμώνιου]… ενάμισι περίπου μίλι ανατολικά της Φάτσας».23 Ο Ομέρ ντε Χελ ανέφερε για τη Φάτσα: «Κοντά, ανατολικά, βρίσκεται μια αρκετά αξιόλογη εκκλησία, όχι μακριά από κοιλάδα και ποτάμι, που φέρει, όπως και αυτή, το όνομα Πολεμόνα» (Tout près, à l’est, est une église assez remarquable, non loin d’une vallée et d’une rivière, qui portent, comme elle, le nom de Polemona). Η λιθογραφία του Λορένς για τον Χελ, που αναπαράγεται στη φωτ. 44, και το σχόλιο του Χελ παρέχουν τις καλύτερες αποδείξεις που έχουμε.24 Ο Χελ γράφει:
… μια εκκλησία που παρουσιάζει εντελώς περίεργη κατασκευή για μένα. Έχει σχήμα οκταγωνικό. Κάθε όψη αποτελείται από ένα τόξο με κυλινδρικό θόλο. Τα περιιζώματα των αψίδων αυτών των τόξων στηρίζονται σε στύλους στολισμένους με μικρό γείσο που έχει τη μορφή του αριθμού 6, και είναι τρυπημένο στο Α με άνοιγμα που σχηματίζει πέρασμα και πιθανώς επικοινωνεί με μικρή στοά που κυριαρχεί γύρω από μέρος του κτιρίου. Πάνω από τις αψίδες οι τοίχοι, διατηρώντας την οκτάγωνη μορφή, υψώνονται κατακόρυφα. Είναι ερειπωμένοι και δεν επιτρέπουν να εκτιμηθεί η δημιουργία του τρούλου, που προφανώς κάλυπτε το κτίριο. Αυτή η κατασκευή, όπως και εκείνες της Κάτω Αυτοκρατορίας [δηλ. της Βυζαντινής], είναι ακανόνιστη. Το τόξο που οδηγεί στην αψίδα, καθώς και εκείνο που βρίσκεται ακριβώς αριστερά, είναι μεγαλύτερο από τα άλλα. Η αψίδα είναι ελλειπτικού σχήματος και τρυπημένη από τρία παράθυρα, στολισμένα με γλυπτό κιονόκρανο. Σύνδεση τούβλων στην κατασκευή: χοντρά χαλίκια. Οι καμάρες φαίνεται να παρέχουν δίοδο σε πλαϊνά παρεκκλήσια, τόσο κατεστραμμένα που δεν μπορεί κανείς να σχηματίσει ιδέα για αυτά. Λείψανα βυζαντινής ζωγραφικής: μορφές. Η κάτω πλευρά των περιζωμάτων αψίδων διακοσμείται με σχέδια. Διάμετρος ναού, 18 βήματα. Βάθος αψίδας, 14 βήματα.25
Μια κατά προσέγγιση χρονολογία για το κτίριο θα ήταν ο 7ος μέχρι 10ος αιώνας. Συγκρίσεις μπορούν να γίνουν: Για την τοιχοποιία με το Ντερέ Αγζί, τα τείχη της πόλης της Άγκυρας, της Μεσημβρίας και το Μποντρούμ Τζαμί. Για τα προφίλ του γείσου με το Ντερέ Αγζί. Και για την αψίδα σε εσοχή με τον Άγιο Νικόλαο στα Μύρα (Ντερέ Αγζί) και το Φενάρι Ισά Τζαμί.26
5. Ταφικό ανάγλυφο (φωτ. 42, από φωτογραφία του Ουίνφιλντ)
Ο καθηγητής Τζ.Τζ. Ουέλκς σχολιάζει ευγενικά ότι πρόκειται για επιτύμβια στήλη με ανάγλυφο του νεκρού και λατινικό επιτάφιο επίγραμμα σε υπερυψωμένο πίνακα, διαστάσεων περίπου 1,80×0,60 μ. Η κορυφή είναι δίρριχτη με απλό στρογγυλό ανάγλυφο στο κέντρο. Η ανάγλυφη εικόνα δείχνει τον νεκρό έφιππο, στραμμένο προς τα δεξιά. Φοράει κοντό χιτώνα, φαρδιές περικνημίδες και κοντό μανδύα δεμένο στους ώμους. Στη δεξιά του πλευρά υπάρχει κοντό σπαθί ή στιλέτο. Το άλογο έχει πλήρη χάμουρα. Το κείμενο από κάτω γράφει:
C(aio) Numeriο Maiori dec(urioni) veterano Tossidene Procla viro suo et C(aius) Numerius Maior filius patri h(eredes) c(uraverunt).
«Στον Γάιο Νουμέριο Μαϊόρ, δέκαρχο και βετεράνο, Η Τοσσιδηνή Πρόκλα, για τον σύζυγό της, και ο γιος Γάιος Νουμέριος Μαϊόρ, για τον πατέρα του, φρόντισαν ως κληρονόμοι να στηθεί αυτή».
Ο αποθανών είχε υπηρετήσει και είχε απολυθεί κανονικά από ρωμαϊκή μονάδα ιππικού στην οποία είχε τον βαθμό του διοικητή. Είναι πολύ ασυνήθιστο να βρίσκεται μια στρατιωτική ταφόπλακα που παραλείπει οποιαδήποτε αναφορά στη μονάδα (πιθανώς ίλη ιππικού) στην οποία υπηρετούσε ο αποθανών, αλλά αυτό ίσως οφείλεται στο ότι την έστησαν η χήρα και ο γιος του και όχι συνάδελφοι στρατιώτες από τη μονάδα του. Αξιοσημείωτη είναι και η παράλειψη οποιασδήποτε λεπτομέρειας για την ηλικία του θανόντος.
Το όνομα Νουμέριος είναι λατινικής προέλευσης, όπως και το επώνυμο Μαϊόρ. Το όνομα γένους της συζύγου, Τοσσιδηνή, είναι ασυνήθιστο και πιθανώς τοπικής προέλευσης, αν και διστάζει κανείς να προτείνει οποιαδήποτε σχέση με τη Σιδηνή του Πτολεμαίου.27
Κρίνοντας από την έλλειψη συντομογραφιών στην επιγραφή, η επιτύμβια στήλη φαίνεται ότι είναι πρώιμη και είναι απίθανο να είχε στηθεί μετά τα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα. Καθώς ο εκλιπών ήταν βετεράνος, η στήλη δεν αποτελεί απόδειξη για την ύπαρξη ρωμαϊκού σταθμού ιππικού στην περιοχή, για τον οποίο δεν υπάρχουν στοιχεία.
Η επιτύμβια στήλη βρίσκεται τώρα στο Μουσείο της Σαμσούν.
6. Μπολομάν Καλέ
Αυτή η οχυρωμένη κατασκευή βρίσκεται σε εκείνο που αρχικά ήταν νησίδα, περίπου 7 χλμ. ανατολικά των εκβολών του Μπολομάν Ντερέ. Η γραφική τοποθεσία και η εμφάνισή του παρατηρούνταν πάντοτε από περιηγητές του 19ου αιώνα και σύγχρονους, κανένας από τους οποίους δεν φαίνεται ότι είχε εισχωρήσει στο κάστρο, για να παρατηρήσει ότι το οθωμανικό σπίτι που σκαρφαλώνει από πάνω του περικλείει εν μέρει σταυροειδή με τρούλο εκκλησία (φωτ. 43α).
Το κάστρο είναι χτισμένο πάνω σε τριγωνική περίπου σφήνα βράχου μήκους περίπου 65 μ., η οποία προεξέχει στη θάλασσα και έχει ίχνη πλήρους αμυντικού τείχους στην περίμετρό της. Στην ανατολική πλευρά υπάρχει μικροσκοπικό αλλά απάνεμο λιμάνι. Τα τείχη, φτιαγμένα από μεγάλες πέτρες χονδροειδούς σχήματος, τοποθετημένες σε κανονικές στρώσεις, στις οποίες το κονίαμα έχει πια διαβρωθεί σε μεγάλο βαθμό από τον άνεμο και τη θάλασσα, στέκονται σε ύψος 6 μέτρων στην πλευρά προς τη στεριά, προς τα νότια. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η στάθμη του εδάφους μέσα σε αυτό το περίβλημα ήταν αρχικά μέχρι και 4 μέτρα πάνω από την εξωτερική στάθμη, γιατί από εκείνο το σημείο υψώνεται η εκκλησία (σχήμα 19) που περικλείεται στη δομή του κάστρου.
Τα μόνα μέρη του εξωτερικού της εκκλησίας που είναι τώρα εκτεθειμένα είναι ένα τμήμα μιας όμορφης πολυγωνικής αψίδας που αναδύεται μέσα από το ανατολικό τείχος του κάστρου και ο βόρειος τοίχος και η πόρτα του οικοδομήματος που ανοίγει σε μικρή αυλή (φωτ. 43β, 45β). Αυτός ο τοίχος και η αψίδα είναι κατασκευασμένοι από μεγάλα καλοσχηματισμένα κομμάτια του τοπικού κίτρινου ασβεστόλιθου της περιοχής Χαλυβίας-Σιδηνής, που βρίσκεται επίσης στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας. Σε σημεία στη βάση της βόρειας θύρας στην πέτρα εμπλέκονται μακρόστενα πλακίδια (συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων κεραμιδιών), αλλά κρίνοντας από τις περιοχές από τις οποίες έχει πέσει σύγχρονη επένδυση από σοβά και τσιμέντο, φαίνεται ότι το κεραμίδι χρησιμοποιείται σπάνια και ότι τα κομμάτια στρώθηκαν με λίγο ή καθόλου κονίαμα. Μια δυτική πόρτα είναι φραγμένη και η βόρεια πόρτα, το κατώφλι της οποίας είναι δύο σκαλοπάτια πάνω από το έδαφος και το δάπεδο, είναι πια ο μοναδικός τρόπος πρόσβασης. Η τωρινή θύρα έχει ύψος 2,10 μ. αλλά η αρχική είχε αψίδα 2,76 μ. πάνω από το έδαφος. Στο εξωτερικό, 0,81 μ. πάνω από αυτό, υπάρχει ανακουφιστική αψίδα με πέντε θολόλιθους και δύο ακόμη κομμάτια που την πλαισιώνουν εκατέρωθεν. Οι πέτρες αυτές έχουν διακοσμητική γραμμή με τέσσερις σειρές χάντρες και θυμίζουν τη διακόσμηση του εξωτερικού των αψίδων της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας. Το σκαλοπάτι από σιδερόπετρα έχει κομψή διακόσμηση (φωτ. 43β, γ).
Η λιθοδομή του εσωτερικού είναι λιγότερο καλά κομμένη και είναι στρωμένη με βοτσαλωτό κονίαμα, εκτός από τις τέσσερις πελεκητές πέτρινες καμάρες που φέρουν τον τρούλο και υψώνονται από απλά γείσα και τις δύο υποχωρούσες καμάρες στο ανατολικό φάτνωμα. Το εσωτερικό έχει σοβατιστεί (για τη μετατροπή του σε τζαμί, σύμφωνα με τους ιδιοκτήτες του, αν και δεν φαινόταν κανένα σημάδι τέτοιας χρήσης), αλλά κάτω από τον σοβά δεν βρέθηκαν στοιχεία τοιχογραφίας. Το δάπεδο ήταν κάποτε πλακόστρωτο, αλλά τώρα είναι από μπετόν. Στην ανατολική, και μοναδική, αψίδα υπάρχουν δύο μικρά παράθυρα, το καθένα περίπου 1,77 μ. από το υπερυψωμένο βήμα και ύψους 1,40 μ. περίπου, το ένα περίπου κεντρικό και το άλλο προς τα βορειοδυτικά. Ψηλά πάνω από τη δυτική και τη βόρεια πόρτα υπάρχουν μικρά παράθυρα (το δυτικό από τα οποία είναι τώρα φραγμένο). Τα τέσσερα κρεμαστά είναι γεωμετρικά σχεδόν τέλεια, αλλά ο τρούλος (που στηρίζεται εξ ολοκλήρου πάνω τους) είναι πολύ ρηχός (φωτ. 43γ). Το εξωτερικό του τρούλου φαίνεται από τη σοφίτα του σπιτιού, που τώρα γειτνιάζει και περιβάλλει την εκκλησία. Είναι ακατέργαστη μάζα κονιάματος και έχει απογυμνωθεί εντελώς από οποιαδήποτε επένδυση μπορεί να είχε κάποτε.
Το κάστρο υπερκαλύπτεται, μεταξύ της εκκλησίας και των νότιων εσωτερικών τειχών πάνω στα οποία σκαρφαλώνει, από το ωραιότερο οθωμανικό σπίτι των αρχών του 19ου αιώνα στην περιοχή (φωτ. 43α, 45α). Αυτό το σπίτι είναι χτισμένο εξ ολοκλήρου από ξύλο και το σαλόνι και το μικροσκοπικό κιόσκι του είναι διακοσμημένα με γοητευτικούς πίνακες θαλασσινών τοπίων και με καλά ξυλόγλυπτα. Το 1836 ο Χάμιλτον ανέφερε ότι το κάστρο ονομαζόταν Χαγιάρ (δηλαδή Καγιά) Καλέ και ανήκε σε κάποιον Αλή Μπέη.28 Δέκα χρόνια αργότερα ο Χελ σημείωσε ότι αυτό και το μικρό παλάτι ανήκαν στον Αχμέτ Μπέη, συγγενή του πασά του Τσαρσάμπα.29 Αυτός ο πασάς ήταν ο περίφημος Οσμάν Χαζινεντάρογλου, ο οποίος ήταν και πασάς της Τραπεζούντας (1829-42).30 Σήμερα το κάστρο ανήκει στην οικογένεια του Αργκούν Καντέμογλου Μπέη, τρισέγγονου του Οσμάν Πασά, στον οποίο είμαστε υπόχρεοι για την άδεια να επιθεωρήσουμε την εκκλησία και για άλλες καλοσύνες. Σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, το σελαμλίκ πάνω από το κάστρο χτίστηκε ως ξενώνας από τον πατέρα του Οσμάν Πασά, τον Σουλεϊμάν Ζάντε Χαζινεντάρογλου του Τσαρσάμπα, πασά της Τραπεζούντας από το 1811. Η κύρια κατοικία του ήταν το παλάτι που έχτισε πάνω από το κάστρο στην Ούνιε.31 Το σπίτι του Μπολομάν Καλέ αποτελείται βασικά από έναν μόνο όροφο, που βρίσκεται 5 μέχρι 6 μ. πάνω από το σημερινό εξωτερικό επίπεδο του εδάφους σε αυτό που πρέπει να είναι περίπου 4 μ. συμπαγούς γεμίσματος πάνω από τον βράχο. Οι ιδιοκτήτες μιλούν για ορισμένα ευρήματα σε αυτό το γέμισμα κάτω από το δάπεδο, αλλά δεν θα ήταν συνετό να βασιστούμε πολύ σε αυτά τα φημολογούμενα στοιχεία.32
Η χρονολόγηση των κτιρίων στο Μπολομάν Καλέ είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Το σελαμλίκ ανήκει στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα και η εκκλησία, με την πενταγωνική αψίδα, τον τοπικό ασβεστόλιθο και τις διακοσμητικές χάντρες, μπορεί να τοποθετηθεί λίγο-πολύ με ασφάλεια ανάμεσα σε μια ομάδα κυρίως αυτοκρατορικών ιδρυμάτων του 13ου και 14ου αιώνα στην Τραπεζούντα, αν και η σταυροειδής κάτοψή της είναι μοναδική σε αυτό το πλαίσιο και αυτή την περιοχή. Άραγε προηγείται η εκκλησία των τειχών του κάστρου; Αυτό πρέπει να συμβαίνει στο τμήμα όπου η αψίδα αναδύεται μέσα από τους τοίχους και η πέτρα της επένδυσης εισέρχεται στον αρμό. Όμως η μορφή της εκκλησίας ίσως υπαγορεύτηκε από εκείνη των κτιρίων που υπήρχαν ήδη στη νότια πλευρά, τα θεμέλια των οποίων μπορεί να βρίσκονται στο γέμισμα κάτω από το δάπεδο του οθωμανικού σπιτιού, το οποίο με τη σειρά του βρίσκεται 1,50 έως 2,00 μ. πάνω από εκείνο της διπλανής και περικλειόμενης εκκλησίας. Εκτός από τον τρούλο (ο οποίος μπορεί να είχε απογυμνωθεί από την όψη του όταν χτίστηκε το σπίτι ή, πιο πιθανό, λαμβάνοντας υπόψη το ρηχό του σχήμα και την απουσία τυμπάνου, που ανακατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου στην τουρκική εποχή), είναι αδύνατο να φτάσει κανείς σε οποιονδήποτε τοίχο της εκκλησίας που δεν είναι εκτεθειμένος εξωτερικά, χωρίς ανασκαφή κάτω από το σπίτι. Μια φραγμένη δυτική πόρτα και παράθυρο δείχνουν ότι κάποτε ήταν εκτεθειμένο, αλλά δεν υπάρχει κανένα σημάδι ότι υπήρχε αντίστοιχη νότια πόρτα ή παράθυρο σε αυτό που σήμερα είναι σαφώς σκοτεινό κτίριο. Φαίνεται λοιπόν πιθανό ότι υπήρχε ήδη μια δομή και, ίσως, αμυντικά τείχη σε εκείνη την πλευρά. Περαιτέρω συμπεράσματα θα ήσαν αδικαιολόγητα.
Η εκκλησία και το κάστρο δεν αναφέρονται σε καμία μεσαιωνική πηγή.
Υπάρχουν σπήλαια στα ανατολικά και δυτικά του κάστρου.
7. Περίπου 1 χλμ. δυτικά του Μπολομάν Καλέ, ακριβώς στην ενδοχώρα του δέλτα του Τσαλισλάρ Τσάι, όπου υψώνεται γκρεμός στη δυτική όχθη, βρίσκεται σπηλιά που σημειώθηκε από τον Χάμιλτον.33 Στα τοιχώματά της υπάρχουν τεχνητές κόγχες. Θα ήταν πιθανότατα ελληνιστικός λαξευμένος τάφος.
8. Σπηλιές
Δύο σπήλαια, που τοπικά περιγράφονται ως πρώην «χριστιανικές εκκλησίες», βρίσκονται περίπου 1,5 χλμ. ανατολικά του Μπολομάν Καλέ στην όψη του γκρεμού, κάτω από τον σημερινό παραλιακό δρόμο και ακριβώς πάνω από τη θάλασσα. Το μεγαλύτερο σπήλαιο, στα δυτικά, είναι φυσική σχισμή πολύ προσεκτικά επεξεργασμένη και λαξευμένη, βάθους περίπου 18 μ. Είναι διακοσμημένο με μία ταινία ζωγραφικής, ύψους περίπου 1,25 μ., που τρέχει ακριβώς γύρω από τη σπηλιά. Τα θέματα έχουν καταστραφεί από πυρκαγιά ή έχουν σβηστεί και γίνει αγνώριστα, αν και αναφέρθηκε ότι εικόνες «μιας γυναίκας και ενός ψαριού» ήσαν ορατές μέχρι το 1965 περίπου. Υπάρχει ένα μόνο στρώμα ζωγραφικής σε προετοιμασμένο υπόστρωμα και η κατεργασία στις σωζόμενες μωβ, κόκκινες και μπλε μπορντούρες υποδηλώνει ότι ίσως είναι μεσαιωνικό έργο που στη συνέχεια βερνικώθηκε με πλύση λαδιού. Ένα δεύτερο μικρότερο σπήλαιο στα ανατολικά και κάτω από το πρώτο είναι επικίνδυνο για πρόσβαση και στερείται ενδιαφέροντος.
9. Υπάρχουν αναφορές για κάστρο νότια του σταθμού χωροφυλακής στο Μπολομάν. Δεν το έχουμε ερευνήσει.
<-Ενότητα 7: Νεοκαισάρεια | Ενότητα 9: Η Σαυρανία και η ενδοχώρα τού Πολεμωνίου-> |