<-Ενότητα 5: Δέλτα Ίρι, Λιμνία και το πρόβλημα τής Κιντής | Ενότητα 7: Νεοκαισάρεια-> |
Ενότητα 6: Οίναιον και περιοχή Χαλυβίας
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Η τοποθεσία του κλασικού και μεσαιωνικού Οιναίου είναι η σύγχρονη Ούνιε, παραθαλάσσια πόλη που βρίσκεται στη μέση του μεγάλου κόλπου, μεταξύ του δέλτα του Ίρι και του Ιασώνιου ακρωτηρίου, 27 χλμ. ανατολικά των εκβολών του Θερμώδωντος και 26 χλμ. δυτικά του Πολεμώνιου. Ακριβώς δυτικά, το Οίναιον είναι προστατευμένο από το ακρωτήριο ἅγιος Νικόλαος (Αϊνικόλα) και, 9 χλμ. ανατολικά, από την ἄκρα Μητρόπολις (Μετρεπόλ Μπουρουνού), ίσως υπενθύμιση ότι το Οίναιον (που ποτέ δεν έγινε μητροπολιτική έδρα) ήταν η έδρα του μητροπολίτη Νεοκαισαρείας από τον 12ο μέχρι τον 19ο αιώνα, όταν εκείνη μετακόμισε στο Ορντού.1 Το ακρωτήριο Μητρόπολις φαίνεται να αντιστοιχεί με το Ἀμηλητός των Περιπλόων και με το Camila των Itineraria.2 Είναι πια γυμνό από οποιαδήποτε αξιόλογα μνημεία.
Η κλασική ονομασία του τόπου (την οποία μοιράζεται με δύο αττικούς δήμους, ένα οχυρό της Κορινθίας, μια πόλη της Ικαρίας και μια θέση στην Ήλιδα)3 ήταν Οἰνόη. Στους βυζαντινούς χρόνους ονομαζόταν πιο συχνά Οἴναιον (Ὕνεον από το 1605).4 Εμφανίζεται στους πορτολάνους ως Omnio, Honio, Onio, Homo, Homorio, και τό Οἴνεον.5 Ο Χωνιάτης σημειώνει τις (πιθανώς ψευδείς) συνδέσεις του ονόματος με τον οίνο.6
Το Οίναιον οφείλει τη σημασία του στη ναυπηγική του βιομηχανία (πρωτοαναφέρθηκε τον 12ο αιώνα),7 στον δρόμο του προς τη Νεοκαισάρεια περίπου 70 χλμ. πάνω από το βουνό προς νότο και στην ενδοχώρα του Χαλυβία, διάσημη από τους κλασικούς χρόνους μέχρι τον 19ο αιώνα για τους σιδηρουργούς της, που πιθανότατα έδωσαν το όνομά τους στην περιοχή.8 Ως Χαλυβία μπορούν να περιγραφούν ευρέως οι βόρειες πλαγιές των Ποντικών Άλπεων μεταξύ του ποταμού Θερμώδωντος και του Ιασώνιου Ακρωτηρίου, περιοχή με πλάτος περίπου 70 χλμ. και βάθος 30 χλμ. Οι χαμηλότερες πλαγιές είναι πολύ δασώδεις και πιο πυκνοκατοικημένες στα ανατολικά. Στα νότια, τα δάση και τα μόνιμα χωριά υποχωρούν, καθώς οι Ποντικές Άλπεις υψώνονται από τα δυτικά προς τα ανατολικά, σε ορεινούς καλοκαιρινούς βοσκότοπους.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Το μεσαιωνικό Οίναιον έγινε εξέχον τον 12ο αιώνα, με τον σκοπό των Σελτζούκων και των Τουρκμένων να φτάνουν στον Εύξεινο εκεί και στην Αμινσό. Μπορεί μάλιστα να βρισκόταν σε τουρκικά χέρια την περίοδο 1157-75.9 Ανακαταλήφθηκε όμως, διέθεσε στρατεύματα στην εκστρατεία του Μανουήλ Α’ Κομνηνού το 1175 εναντίον των Ντανισμέντ και θεωρούνταν ως η πρωτεύουσα του Πόντου όταν την κατείχε ο Ανδρόνικος Κομνηνός, μελλοντικός αυτοκράτορας, ως είδος ηγεμονικού φέουδου (που προηγουμένως διατηρούσε φρούριο για έναν Σαλτουκίδη εμίρη κοντά στην Κολώνεια), για σύντομη περίοδο πριν από το 1182.10 Ήταν η πιο ανατολική κτήση που κατονομαζόταν στην Partitio Romaniae (Διαίρεση Ρωμανίας) του 1204 ως μέρος της Λατινικής Αυτοκρατορίας,11 αλλά καταλήφθηκε, σχεδόν ταυτόχρονα, από τον Αλέξιο και τον Δαβίδ Κομνηνό.12 Όμως οι Τουρκμένοι βρίσκονταν ήδη στην περιοχή και είχαν ελέγξει τη Νεοκαισάρεια, στα νότια, για έναν σχεδόν αιώνα13 κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιωάννη Β’ (1280-97). Αυτό πιθανώς εξηγεί τη σχεδόν πλήρη απουσία μεσαιωνικών χριστιανικών μνημείων στην περιοχή. Μια δυναστεία Χαλύβιων εμίρηδων εμφανίζεται στις αρχές του 14ου αιώνα. Ο Μπαϊράμ Μπεγκ (άκμασε το 1313-32) παρενοχλούσε την Τραπεζούντα.14 Το 1341 ο Μέγας Κομνηνός εξορίστηκε στο Οίναιον.15 Το ναδίρ της τύχης των Τραπεζουντίων στην περιοχή ήρθε το 1347, όταν χάθηκαν το ίδιο το Οίναιο και ο Άγιος Ανδρέας (πιθανότατα το Ιασώνιο ακρωτήριο).16 Τον Νοέμβριο του 1357 ο Χατζή Ομάρ, γιος του Μπαϊράμ, εισέβαλε στη Ματζούκα,17 αλλά το σημείο στροφής στις ελληνικές τύχες ήρθε μόλις λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1358, με τον διπλωματικό γάμο της Θεοδώρας Κομνηνής, κόρης του Βασιλείου Κομνηνού, με τον Τουρκμένο εμίρη.18 Το Οίναιον επιστράφηκε τότε, αν όχι νωρίτερα. Τον Δεκέμβριο του 1361 οι Τουρκμένοι βρίσκονταν πια πλήρως υπό έλεγχο, γιατί ο Πανάρετος αναφέρει ότι «πήγαμε στο ὁσπιτόκαστροντού Χατζή Ομάρ, τού γιου τού Μπαϊράμ, δηλαδή αφού πρώτα μάς συνάντησε αυτός στην Κερασούντα. Από τη Χαλυβία επιστρέψαμε στην Κερασούντα από τη στεριά, ενώ ο εμίρης Χατζηεμίρ και οι Τούρκοι μάς ακολουθούσαν με σχεδόν δουλοπρεπή τρόπο».19 Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε τι ήταν το ὁσπιτόκαστρον του Χατζή Ομάρ. Πιθανώς οχυρωμένο σπίτι στο μεταγενέστερο στυλ ντερέμπεη της ακτής, ή απλώς το κάστρο στο οποίο ζούσε. Το Τσαλέογλου Καλέ, ακριβώς νότια του Οιναίου, είναι μια πιθανότητα, γιατί οι ελληνικές και οι τουρκμενικές κοινότητες υπήρχαν δίπλα-δίπλα εκεί. Μια άλλη πιθανότητα είναι το Κεκιρκαλέσι (ή Μαχαλέ Καλέσι), περίπου 13 χλμ. δυτικά του μικρού βουνού και του κέντρου επικοινωνιών του Ακ-κούς (πρώην Καρα-κούς). Αυτό το τρομερό κάστρο, του οποίου τα θεμέλια είναι κλασικά, θα κυριαρχούσε στη μεσαιωνική (αλλά όχι στη σύγχρονη) διαδρομή από τη Νεοκαισάρεια στο Οίναιον και στους ορεινούς βοσκότοπους πάνω από τον θάμνο του ροδόδεντρου που είναι ιδιαίτερα όμορφος σε αυτό το σημείο. Ο Ζερφανιόν έχει προτείνει το κάστρο ως τη θέση του μεγάλου Καινοχωρίου του Μιθριδάτη (τὸ καινὸ χωρίον) και το περιγράφει με κάποιες λεπτομέρειες (φωτ. 28). Σχολιάζει: «Η τοποθεσία είναι από τις πιο άγριες που έχουμε συναντήσει στη Μικρά Ασία».20 Οι παρόντες συγγραφείς το έχουν δει μόνο από μακριά. Λέγεται επίσης ότι υπάρχουν ερείπια στο Αχρετκιόι, 3 χλμ. νότια του Κεκιρκαλέσι.21 Περίπου 9 χλμ. βορειοανατολικά του Κεκιρκαλέσι βρίσκεται χωριό που ονομάζεται Μπαϊραμλί, το όνομα του οποίου μπορεί να αντανακλά αυτό του πατέρα του Χατζή Ομάρ. Εναλλακτικά, η λέξη ὁσπιτόκαστρον μπορεί να υποδηλώνει ένα πιο οικιακό φρούριο, το προφανές παράδειγμα του οποίου είναι εκείνο στο Μπολομάν Καλέ (φωτ. 114).
Στις 8 Οκτωβρίου 1379 ο Αλέξιος Γ΄ αρραβώνιασε στο Οίναιον την κόρη του Ευδοκία με τον Τατζεντίν Τσελεμπή, εμίρη των Λιμνίων.22 Με την απώλεια των Λιμνίων το 1380-87, το Οίναιον έγινε το δυτικότερο φυλάκιο της αυτοκρατορίας. Ο Χαλκοκονδύλης επιβεβαιώνει το γεγονός στη δεκαετία του 1390.23 Αλλά το Οίναιον θα μπορούσε μόνο να είναι ελληνικός θύλακας σε τουρκμενική επικράτεια και οι εμίρηδες των Λιμνίων και της Χαλυβίας διοικούσαν πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις από όσες φιλοδοξούσαν ποτέ οι Τραπεζούντιοι. Τον Οκτώβριο του 1386 οι δύο γαμπροί του Αλέξιου Γ’, ο Τατζεντίν των Λιμνίων και ο νέος Σουλεϊμάν Μπέγκ των Χαλυβίων, συγκρούστηκαν. Ο Τατζεντίν εισέβαλε στη Χαλυβία με (σύμφωνα με τον Πανάρετο) μέχρι και 12.000 άνδρες. Οι Λιμνίοι Τουρκμένοι απέτυχαν, χάνοντας τον εμίρη τους, 3.000 άνδρες, 7.000 άλογα και πολλά όπλα.24
Το 1404 ο Κλαβίχο σημείωνε ότι, εκτός από έναν προαστιακό οικισμό 300 περίπου Τούρκων (πιθανώς Τσέπνι, οι περιηγητές του 19ου αιώνα αναφέρουν επίσης το χωριό), ο πληθυσμός του Οιναίου «κατά το μεγαλύτερο μέρος ήταν Έλληνες». Τότε διοικούνταν από έναν άρχοντα της περίφημης οικογένειας των Μελισσηνών, που κατείχε τόσο ένα κάστρο δίπλα στο λιμάνι όσο και ένα φρούριο στην ενδοχώρα (πιθανώς το Τσαλέογλου Καλέ) «σε γειτονική κορυφή λόφου».25
Το 1445 μια Βουργουνδική σταυροφορία διέτρεξε ανεξέλεγκτα τον Εύξεινο, και ο Ζεφρουά ντε Τουασί και ένας μικρός στόλος «διέτρεξε όλη τη Μεγάλη Θάλασσα και πήραν από τους εν λόγω Τούρκους πολλά πλοία και ένα κάστρο με το όνομα Όνιο, το οποίο έκαψαν. Και από εκεί πήγαν να δουν τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας…».26 Η λεηλασία από τους Βουργουνδούς του κάστρου στο Οίναιον (προφανώς χωρίς διαμαρτυρία των Τραπεζουντίων) και η επακόλουθη επίσκεψη στην αυλή του Ιωάννη Δ’ Μεγάλου Κομνηνού υποδηλώνει ότι η πόλη είχε οριστικά φύγει από τα ελληνικά και είχε περάσει στα τουρκικά χέρια μεταξύ 1404 και 1445, αν και οι Βουργουνδοί ήσαν εξαιρετικά απρόσεκτοι στον εντοπισμό του ποιος από τους στόχους τους ήταν ελληνικός, τουρκικός ή ιταλικός, όπως αποκάλυψαν μεταγενέστερες καταγγελίες.27
Ο Εβλία περιέγραψε το κάστρο του Οιναίου τη δεκαετία του 1640 ως «τετράγωνο πέτρινο κτίσμα στην ακρογιαλιά» και κατέγραψε την παράδοση ότι είχε κτιστεί από τους Μεγάλους Κομνηνούς.28 Περίπου το 1806 το κάστρο πέρασε στα χέρια του Σουλεϊμάν Ζάντε Χαζινεντάρογλου, πασά της Τραπεζούντας και της Τζανίκ, ο οποίος το μετέτρεψε σε υπέροχο παλάτι που παρέμεινε ένα από τα κύρια αρχιτεκτονικά αξιοπερίεργα της ποντιακής ακτής μέχρι που κάηκε το 1900 περίπου.29 Το ίδιο το Οίναιον άκμασε ως λιμάνι της Νεοκαισάρειας, ιδιαίτερα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αλλά μια καταστροφική πυρκαγιά το 1839 έδωσε στη Σαμσούν υπεροχή και η Ούνιε επανήλθε σε τέλμα στη συνέχεια.30
ΜΝΗΜΕΙΑ
1. Κάστρο Οιναίου
Τα θεμέλια του παλατιού του Σουλεϊμάν Ζάντε περιγράφηκαν από τον Χάμιλτον ως «προφανώς μεγάλης αρχαιότητας».31 Προτείνουμε ότι αντιπροσωπεύουν τα ερείπια του κάστρου που περιγράφεται από τον Εβλία, που αναφέρεται στο επεισόδιο του 1445, και από τον Κλαβίχο, και ότι διασώζονται στον τοίχο, τον οποίο εξακολουθούν να δείχνουν λέγοντας ότι ανήκει στο παλάτι του Σουλεϊμάν Ζάντε, στη βορειοδυτική πλευρά της παλαιάς πλατείας της πόλης (όπου ένας γέρικος πλάτανος είναι παραδοσιακά εκείνος, κάτω από τον οποίο οι Χαζινεντάρογλου απένειμαν δικαιοσύνη), και κοντά στη θάλασσα (σχήμα 16). Η τοποθεσία δεσπόζει πάνω από το κέντρο του κόλπου, όπου η ακτή είναι καλύτερα προστατευμένη από τις θυελλώδεις καιρικές συνθήκες. Το σωζόμενο βόρειο θαλάσσιο τείχος εκτείνεται για 105 περίπου μέτρα, με πέντε αντηρίδες, και έχει τριάντα σειρές πέτρες, ή 11 μέτρα ύψος, στο ψηλότερο σημείο του. Είναι φτιαγμένο από κανονικά διαμορφωμένες πέτρες βασάλτη, τετράγωνες, πλευράς περίπου 0,27 μ., με πολύ λεπτές σφήνες πέτρας, πάχους 0,05 μ., στον κονίαμα από ασβέστη και άμμο ανάμεσα στις στρώσεις. Δεν υπάρχουν κεραμίδια, τούβλα ή κοπανισμένα τούβλα.
Μεταξύ των δύο νοτιότερα σωζόμενων αντηρίδων υπάρχει φραγμένη πόρτα, πάνω από την οποία υπάρχει ημικυκλική αψίδα με προσεγμένους θολόλιθους. Μόνο το ανώτερο 0,50 μ. βρίσκεται τώρα πάνω από το επίπεδο του εδάφους. Το σημερινό επίπεδο εδάφους έξω από το τείχος του κάστρου πρέπει να βρίσκεται τουλάχιστον 1,50 μ. πάνω από το μεσαιωνικό επίπεδο (φωτ. 27α).
Το εντυπωσιακό μεσαιωνικό τείχος αποτελεί την όψη πλατφόρμας, πάνω στην οποία βρισκόταν το παλάτι του Σουλεϊμάν Ζάντε, η οποία τώρα καταλαμβάνεται από σπίτια και κήπους. Παρά τη δήλωση του Εβλία ότι το κάστρο ήταν τετράγωνο, η γκραβούρα του Λωράν του 1846 δείχνει ότι δεν ήταν, ενώ η σύγχρονη ρυμοτομία και το σχήμα του τύμβου πίσω από το μεσαιωνικό τείχος υποδηλώνουν ότι το κάστρο ήταν αρχικά τριγωνικό (σχήμα 16).
Η τοιχοποιία των μεσαιωνικών τειχών είναι συγκρίσιμη με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε στις αυτοκρατορικές τραπεζούντιες οχυρώσεις του 14ου αιώνα στην Κορδύλη και στο Ρίζαιον (βλέπε αντίστοιχα), αλλά θα μπορούσε να είναι προγενέστερη. Αν το Οίναιον έγινε σημαντικό βυζαντινό ισχυρό σημείο εναντίον των Τουρκμένων τον 12ο αιώνα, υπάρχει σαφής πιθανότητα να αναζητηθεί τότε η προέλευση του κάστρου και να ήταν εδώ που ο απρόβλεπτος Ανδρόνικος Κομνηνός είχε περιστασιακή ερωτική σχέση με την πολύ διάσημη ερωμένη του, τη Θεοδώρα Κομνηνή, πρώην βασίλισσα της Ιερουσαλήμ.
2. Εκκλησία Θεοτόκου
Ο πατριάρχης Αντιοχείας Μακάριος Γ’ Ζάιμ, ο οποίος επισκέφθηκε το Οίναιον το 1658, ήταν ο πρώτος που σημείωσε την εκκλησία αυτή, η οποία τότε περιβαλλόταν από πέτρινα τείχη και είχε κήπο.32 Η πιο σύγχρονη εκκλησία της Παναγίας, την οποία αναφέρει ο Ρίτερ, φαίνεται ότι είναι άλλο μνημείο (ο Κίνεϊρ ανέφερε δύο ελληνικές εκκλησίες και μια αρμενική).33 Δεν υπάρχει κανένα ίχνος εκκλησίας στην πόλη σήμερα.
3. Εκκλησία Αγίου Νικολάου
Το νησάκι του Αγίου Νικολάου, που εξακολουθεί να λέγεται Αϊνικόλα, βρίσκεται απέναντι από τον φάρο του Αϊνικόλα, περίπου 1 χλμ. δυτικά του Οιναίου. Το νησάκι συνδέεται με την ηπειρωτική χώρα με τα υπολείμματα διαδρόμου από ακατέργαστη πέτρα και κονίαμα, μήκους 47 βημάτων. Κοντά στο προς τη στεριά άκρο του υπερυψωμένου δρόμου υπάρχουν τα ερείπια κατασκευής, ενός περίπου τετρ. μέτρου. Οι τοίχοι της είναι από λιθοδομή σε μη κανονικές στρώσεις και οι εσωτερικές της επιφάνειες είναι επενδεδυμένες με δύο στρώσεις σοβά. Το κάτω στρώμα έχει μέσα του κονιοποιημένα πήλινα σκεύη. Ήταν πιθανώς μικρή στέρνα. Το επίπεδο πλάτωμα πάνω από τον γκρεμό έχει τα θεμέλια ορθογώνιου κτιρίου, μεγέθους περίπου 12×26 βημάτων. Κάτω από τον γκρεμό και με όψη προς τα βορειοδυτικά υπάρχει τεχνητή σπηλιά. Το δάπεδο έχει ισοπεδωθεί με βότσαλο και κονίαμα και έχει επεκταθεί προς την ακτή για περίπου 1 μ. πέρα από την είσοδο του σπηλαίου. Το σημερινό επίπεδο της παραλίας είναι πάνω-κάτω το ίδιο με εκείνο του δαπέδου του σπηλαίου. Στο πίσω μέρος του σπηλαίου υπάρχει μικρό σκαλοπάτι κομμένο σε βράχο, ύψους περίπου 0,20 μ. και βάθους 0,20 μ. Τόσο το σκαλοπάτι όσο και η οροφή του σπηλαίου έχουν επενδυθεί με σοβά από ασβέστη και κονιοποιημένα πήλινα σκεύη.
Η ίδια η νησίδα δεν έχει μέγεθος μεγαλύτερο από 32×37 βήματα και η περίμετρός της ήταν εξ ολοκλήρου τειχισμένη. Τα τείχη είχαν πάχος περίπου 1 μ. και ήταν πολύ μυτερά εξωτερικά, για να προσφέρουν λεία επιφάνεια ενάντια στις φουρτουνιασμένες θάλασσες. Στο κέντρο της νησίδας και στο ψηλότερο σημείο της (περίπου 8 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας) βρίσκονται τα θεμέλια του ναού του Αγίου Νικολάου (φωτ. 27β).
Αυτή την εκκλησία, που περιγράφηκε από τον Μπιτζισκιάν ως κυκλική και ειπώθηκε από τον Ρίτερ ότι ήταν βυζαντινή και ανακαινίστηκε το 1629,34 την επισκέφτηκε επίσης ο Μακάριος Γ’ το 1658. Την περιγράφει ως «υπέροχα χτισμένη σε πέτρα».35 Το 1836 ο Χάμιλτον τη βρήκε σε ερείπια,36 αλλά φαίνεται ότι επισκευάστηκε λίγο αργότερα, γιατί ο Χελ παρατήρησε ότι συγκέντρωνε πολύ κόσμο στις γιορτές.37 Κατά τον 19ο αιώνα λάμβανε δώρα προσκυνητών από την Ελλάδα και τη Ρωσία. Αναφέρεται για τελευταία φορά από τον Καρτάνζε το 1904 και εξακολουθεί να εμφανίζεται στις οδηγίες του Βρετανικού Ναυαρχείου προς τους ναυτικούς.38
Οι κατασκευές στη στεριά ίσως επιβεβαιώνουν ότι η νησίδα ήταν κέντρο προσκυνήματος κάποιας σημασίας, αλλά η ίδια η εκκλησία πρέπει να ήταν εξαιρετικά μικρή σε μέγεθος. Περί το 1969 αρκετό από το επιφανειακό έδαφος είχε διαβρωθεί, ώστε να καθιστά σαφές ότι ήταν βασικά παρεκκλήσι μιας αψίδας, μήκους περίπου 2,50 μ. (3,40 μ., συμπεριλαμβανομένης της αψίδας), στο οποίο προφανώς εισέρχονταν από τα δυτικά. Μόνο η πρώτη σειρά τμήματος της αψίδας ήταν τότε ορατή (γιατί οι αναζητητές θησαυρού είχαν καταστρέψει σχεδόν όλα τα άλλα απομεινάρια μέχρι το 1970), αλλά υπήρχαν αρκετά για να δείχνουν ότι ήταν κανονικό ημικύκλιο με εσωτερική ακτίνα 0,74-0,76 μ. και ότι οι τοίχοι στη βάση είχαν πάχος 0,16 μ. Οι ακατέργαστες πέτρες της θεμελίωσης συνδέονταν με κονίαμα από ασβέστη, βότσαλο, άμμο και κονιοποιημένο τούβλο. Υπάρχουν όλες οι ενδείξεις ότι το παρεκκλήσι (και πιθανότατα το μονοπάτι και το παρακείμενο σπήλαιό του) είναι μεσαιωνικό και ότι δεν ήταν κυκλικής αλλά συμβατικής κάτοψης.
Το 1963 η νησίδα ήταν σπαρμένη με χοντρά κόκκινα όστρακα από πηλό. Ένα όστρακο με πράσινη μολύβδινη εφυάλωση θα μπορούσε να ήταν είτε βυζαντινό είτε οθωμανικό.
4. Υπάρχει τοπική αναφορά για κάστρο στους λόφους στα δυτικά του Τσαλέογλου Καλέ, πιθανώς πάνω από το Ζιντάν Ντερέ. Δεν το έχουμε επισκεφτεί.
5. Ένα κάστρο που ονομάζεται Γκίντζα Καλέ ή Γκεντσαγά Καλέ λέγεται ότι βρίσκεται περίπου 6 χλμ. δυτικά του Αϊνικόλα Μπουρούν.39 Δεν το έχουμε επισκεφτεί.
6. Τσαλέογλου Καλέ
Αυτό το κάστρο (που πήρε το όνομά του από ντερέμπεη του 18ου αιώνα) βρίσκεται στο Καλεκιόι, 5 χλμ. νοτιοδυτικά της Ούνιε και έχει θέα στη διαδρομή των καραβανιών προς νότο και στον ποταμό Φιγαμούντα (Ούνιε Ντερέ).40 Ίσως ταυτίζεται με τα κλασικά Καινά.41 Το κάστρο βρίσκεται πάνω σε μεγάλο βράχο, με εντυπωσιακή θέα. Η νότια και η ανατολική πλευρά του βράχου είναι απότομες και διατηρούν τις δομές που έχουν απομείνει. Η βόρεια και η δυτική πλευρά πέφτουν κατακόρυφα για πάνω από 50 μέτρα, πριν κατηφορίσουν προς το ποτάμι. Ολόκληρος ο βράχος είναι πυκνά καλυμμένος με χαμηλή βλάστηση από βάτα, δάφνη και αγκάθια. Φαίνεται ότι ήταν πιο γυμνός στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν τα χαρακτηριστικά του κάστρου μπορούσαν να διακριθούν πιο ξεκάθαρα, γιατί ένα σχέδιο των ερειπίων σήμερα θα απαιτούσε μεγάλη επιχείρηση εκκαθάρισης.
Κοντά στη βάση της νοτιοανατολικής πλευράς του βράχου, και προφανώς έξω από οποιοδήποτε από τα αμυντικά τείχη, βρίσκεται μεγάλος κλασικός τάφος λαξευμένος σε βράχο, σε μορφή τετράστυλου ναού με τετράγωνη πόρτα και ανάγλυφα αετών πάνω από το αέτωμα (φωτ. 29). Ο τύπος, τόσο γνωστός στην Παφλαγονία, είναι εδώ το πιο ανατολικό παράδειγμα στην ποντιακή ακτή. Ο τάφος είναι κομμένος σε ανώμαλο γκρεμό, 14 περίπου μέτρα πάνω από το σημερινό του πόδι, όπου υπάρχει χωράφι με καλαμπόκι. Κάτω και δεξιά του υπάρχουν δύο, ή ίσως τρεις, λαξευμένες σε βράχο εσοχές, μια ή περισσότερες από τις οποίες μπορεί να σχημάτιζαν βοηθητικούς τάφους των οποίων η όψη έχει πια πέσει. Στον Χάμιλτον είπαν ότι μέσα στον κύριο τάφο υπήρχαν ζωγραφιές και στις δύο πλευρές του εσωτερικού, «προφανώς Ελλήνων αγίων».42 Για να φτάσει κανείς στον τάφο, θα χρειαζόταν μια σκάλα μεγαλύτερη από εκείνη που διαθέτει σήμερα η Πυροσβεστική Υπηρεσία της Ούνιε, ενώ οι Ουίνφιλντ και Μπράιερ έχουν απογοητευτεί κατά τις πολλές επισκέψεις τους σε αυτόν. Όμως κάποια πληροφορία μπορεί να εξαχθεί από τα παρακάτω.
Φαίνεται ότι υπάρχει ένα μόνο στρώμα ζωγραφικής πάνω σε λευκό σοβά, τώρα πολύ ταλαιπωρημένο. Το εξωτερικό φάτνωμα του τάφου στενεύει σε κεντρικό από δύο γωνιακούς παραστάτες, από τους οποίους ο δεξιός φαίνεται να έχει ζωγραφικό πίνακα όρθιας αγίας (ή, πιθανώς, της Παναγίας). Το κεντρικό φάτνωμα, με τη σειρά του, οδηγεί σε μικρότερο εσωτερικό φάτνωμα που έχει ημικυκλικό θόλο και στενεύει από δύο ίσιους παραστάτες. Στον δεξιό παραστάτη υπάρχει σκηνή που φαίνεται ότι απεικονίζει την Κοίμηση. Στην οροφή του κεντρικού φατνώματος υπάρχουν ζωγραφικοί πίνακες χωρισμένοι σε τέσσερα τμήματα με λευκές γραμμές. Όμως ο θόλος είναι τόσο μαυρισμένος από αιθάλη, που είναι αδύνατο να διακρίνεις τα θέματα. Γενικά οι πίνακες έχουν μπλε φόντο, κόκκινα περιγράμματα και μορφές που διακρίνονται από τα πιο ανοιχτόχρωμα φωτοστέφανά τους. Ο τάφος χρησιμοποιούνταν εμφανώς ως παρεκκλήσι ή ερημητήριο. Δεν υπάρχει λόγος αμφιβολίας ότι οι ζωγραφικοί πίνακες δεν είναι υστερο-βυζαντινοί.
Ο Μπιτζισκιάν ισχυρίζεται ότι το κάστρο είχε τέσσερα περιβλήματα. Καθένα από τα τρία εξωτερικά είχε πύλη, το πιο εσωτερικό δύο πύλες.43 Σήμερα διακρίνονται μόνο τρία περιβλήματα, με την πύλη του εξωτερικού να βρίσκεται λίγα μέτρα ανατολικά του κομμένου στον βράχο τάφου. Αν μπορεί κανείς να βασιστεί στη δήλωση του Μπιτζισκιάν, μια εξωτερική πτέρυγα (κανένα ίχνος της οποίας δεν μπορεί να βρεθεί τώρα ανάμεσα στα άλση από φουντουκιές) ίσως υπήρχε στο σχετικά επίπεδο έδαφος στα νοτιοανατολικά του κάστρου. Πρακτικά, αυτό θα ήταν λογικό, γιατί υπάρχει λίγος χώρος στον βράχο, που είναι κατάλληλος για να στεγάσει φρουρά ή υποζύγια.
Η σημερινή πύλη πλαισιώνεται στις κατώτερες στρώσεις με καλά κομμένα κομμάτια του τοπικού κίτρινου ασβεστόλιθου, τοποθετημένων σε ασβεστοκονίαμα με πολλή άμμο. Τα κομμάτια είναι ορθογώνια και δεν υπάρχει κανένα σημάδι εναλλασσόμενων ψηλών και οριζόντιων γωνιόλιθων, όπως εκείνοι που βλέπει κανείς στο ελληνιστικό έργο στην Αμάσεια. Σε κάποια μεταγενέστερη περίοδο ολόκληρη η πύλη ενισχύθηκε με πρόσθετη τοιχοποιία και στηρίχτηκε στην ανατολική πλευρά με στρογγυλεμένο προμαχώνα. Η ενισχυτική τοιχοποιία είναι από μικρότερα κομμάτια λειασμένης από το νερό πέτρας, στρωμένης σε κανονικές στρώσεις με κονίαμα ασβέστη και βότσαλου. Ο πυρήνας της είναι από κονίαμα συντριμμιών και έχει ορθοστάτες σε όλο τον τοίχο, αλλά δεν υπάρχουν σημάδια από εγκάρσιους αμφιδέτες.
Περίπου 15 μέτρα ψηλότερα υπάρχει δεύτερη πύλη που πλαισιώνεται από καλά κομμένα κομμάτια από κίτρινο ασβεστόλιθο, τα περισσότερα από τα οποία έχουν πια φύγει. Μέσα σε αυτόν τον περίβολο, και 15 περίπου μέτρα ψηλότερα από τη δεύτερη πύλη, υπάρχει πλατφόρμα κομμένη στο βράχο, που σχηματίζει την είσοδο σε δεξαμενή-σήραγγα. Στα δεξιά της εισόδου υπάρχουν θριγγοί λαξευμένοι στον βράχο και λεκάνη νερού με βαθούλωμα του βράχου, όλα σοβατισμένα. Η είσοδος και τα πρώτα μέτρα της στέρνας της σήραγγας είναι επίσης σοβατισμένα. Η σήραγγα-δεξαμενή εισέρχεται στον βράχο υπό γωνία 45°. Έχει ύψος περίπου 3 μ. και πλάτος 2,75 μ. Σήμερα είναι ορατά μόνο σαρανταπέντε σκαλοπάτια, το καθένα βάθους περίπου 0,25 μ., με το συνολικό βάθος είναι 11,25 μ. Ο Ουίνφιλντ εκτίμησε ότι η συνολική απόσταση από την είσοδο μέχρι το επίπεδο των συσσωρευμένων συντριμμιών στον πυθμένα θα ήταν τουλάχιστον 30 μέτρα. Περίπου στα μισά της απόστασης προς τα κάτω υπάρχουν υπολείμματα τεχνητού αποκλεισμού της σήραγγας, δημιουργώντας ένα πάνω σοβατισμένο τμήμα που μπορεί να χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη, γιατί ο χώρος στον βράχο του κάστρου πρέπει να ήταν περιορισμένος και το πάνω τμήμα της στέρνας δεν πρέπει ποτέ να γέμιζε με νερό.
Στα νότια της πλατφόρμας, πριν από τη στέρνα και κάτω από αυτήν, υπάρχουν ορισμένοι τοίχοι, οι οποίοι, όπως αποκάλυψε πρόσφατη ανασκαφή των τοπικών αρχών, ανήκαν σε παρεκκλήσι. (Η περιοχή είναι τώρα εντελώς κατάφυτη και πάλι). Το σχέδιο ήταν απλό ορθογώνιο με στρογγυλεμένη αψίδα, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είχε πέσει, και εγκάρσιος νάρθηκας που εκτεινόταν από βορρά προς νότο, ο δυτικός τοίχος του οποίου σχηματίζεται από τον συμπαγή βράχο. Η τοιχοποιία είναι από λαξευτά κομμάτια του ντόπιου κίτρινου ασβεστόλιθου, τοποθετημένα χωρίς κονίαμα στην εξωτερική όψη, ενώ, όπως στην Αγία Σοφία Τραπεζούντας, υπάρχει περιστασιακά διακοσμητική στρώση από κόκκινο ασβεστόλιθο. Στον δυτικό τοίχο του νάρθηκα υπάρχει λαξευμένη στον βράχο κόγχη, από την οποία λέγεται ότι ανασύρθηκαν οστά και άλλα αντικείμενα. Μια στρογγυλή τοξωτή πόρτα οδηγούσε από τον νάρθηκα στον ναό, ενώ στη βόρεια πλευρά του ναού, στο δυτικό άκρο, υπήρχε μικρός θάλαμος που ίσως χρησίμευε ως τάφος ή πιθανώς βαπτιστήριο. Είναι τώρα τόσο γεμάτος με συντρίμμια, που μόνο το κατά προσέγγιση σχήμα του είναι καθαρό. Τόσο ο ναός όσο και ο νάρθηκας ήσαν θολωτοί με νευρώσεις κατά διαστήματα. Φαίνεται ότι το επίπεδο της εξωτερικής οροφής αντιστοιχούσε με εκείνο της πλατφόρμας της δεξαμενής.
Πάνω από τη δεξαμενή, προς τα νότια, υπάρχουν σκαλοπάτια λαξευμένα σε βράχο που οδηγούν μέσω τρίτης πύλης στην ακρόπολη στην κορυφή του βράχου, αλλά τώρα δεν σώζεται τοιχοποιία σε αυτό το σημείο. Πάνω και νότια αυτής της εικαζόμενης πύλης βρίσκεται δεύτερη σήραγγα-δεξαμενή, ακόμη πιο εντυπωσιακών διαστάσεων από την πρώτη. Είναι κομμένη στον βράχο υπό γωνία 65° έως 70° και έχει πλάτος 3,05 μ. στην είσοδο. Είναι εξ ολοκλήρου κλιμακωτή, όπως εκείνη της κάτω στέρνας. Ο πυθμένας δεν διακρίνεται. Το 1963 χρειάστηκαν πάνω από πενήντα δευτερόλεπτα μέχρι να φτάσει κάτω στα συντρίμμια μια πέτρα που ρίχτηκε, και το 1971 σαραντατέσσερα δευτερόλεπτα.
Η κατάφυτη κορυφή του βράχου έχει κομμένα στην πέτρα σκαλοπάτια εδώ κι εκεί και παρουσιάζει άφθονα στοιχεία άνω ακρόπολης, που τώρα έχει καταρρεύσει σχεδόν εντελώς. Υπάρχει κατακόρυφη εκσκαφή στον βράχο, που ίσως χρησίμευε ως τρίτη δεξαμενή. Η τοιχοποιία στη νότια πλευρά της άνω ακρόπολης είναι από χοντροκομμένες πέτρες σε κανονικές στρώσεις, συγκρίσιμη με εκείνη της ενίσχυσης στην κάτω πύλη.
Η κλασική ποντιακή τοιχοποιία τόσο ανατολικά δεν παρουσιάζει την ίδια φινέτσα με εκείνη που συναντάται τόσο προφανώς σε τοποθεσίες όπως η Αμάσεια. Η συσσώρευση οχυρώσεων στο Τσαλέογλου Καλέ ανήκει σαφώς σε πολλές διαφορετικές περιόδους. Άλλωστε ο τόπος έχει ιστορία δύο χιλιετιών. Δεν υπάρχει καμία τοιχοποιία που να μοιάζει ειδικά με κλασική ποντιακή (ίσως αυτό ήταν ένα από τα ισχυρά σημεία που ισοπέδωσε ο Πομπήιος), αλλά η τοιχοποιία του παρεκκλησίου και εκείνη της κάτω πύλης είναι παρόμοιες και είναι μεσαιωνικές. Όμως αυτό που είναι ξεκάθαρο, είναι ότι ο κομμένος στον βράχο τάφος και οι στέρνες είναι κλασικής ποντιακής εποχής, ότι το κάστρο χρησιμοποιήθηκε κατά την υστερο-βυζαντινή περίοδο και ότι το παρεκκλήσι στον τάφο μπορεί να αναμένεται να είναι επίσης εκείνης της εποχής.
Το Τσαλέογλου Καλέ, με τον εντυπωσιακό του βράχο ντυμένο με χαμόκλαδα και δενδρύλλια, είναι μια από τις πολλές ποντιακές τοποθεσίες που θα διεγείρουν εικασίες. Ίσως η σημασία του δεν βρίσκεται στα λίγα που μπορεί να πει στον ερευνητή, αλλά μάλλον στη λειτουργία του στον μύθο.
Το Τσαλέογλου Καλέ στον μύθο. Όπως και ορισμένα ποντιακά κάστρα, το Τσαλέογλου Καλέ έχει ταυτιστεί ευρέως με τὸ κάστρο τῆς Ὡργιᾶς, το φρούριο μιας όμορφης πριγκίπισσας. Είναι όμως μοναδικό στο ότι πιθανώς έχει ταυτιστεί και στον ευρωπαϊκό ρομαντισμό με το θρυλικό «Κάστρο του Ξεφτεριού». Είναι σημαντικό ότι τα παραμύθια έχουν σημεία ομοιότητας, και στο Τσαλέογλου Καλέ, ακόμη και πραγματική επαφή, που αξίζουν εξέτασης.
Αν και το πιο διάσημο δείγμα της ποντιακής ακριτικής ποίησης, η λεγόμενη Μπαλάντα του Γαβρά, έχει αποδειχθεί ότι είναι σε μεγάλο βαθμό σύνθεση ενός Γαβρά του 19ου αιώνα,44 ο πλούτος των σύγχρονων ποντιακών ελληνικών και τουρκικών λαϊκών επικών και λαϊκών παραμυθιών ανάγεται σαφώς στην αρχαία παράδοση. Ο Σπυριδάκης έχει επιστήσει την προσοχή σε αρκετές αναφορές σε δημιουργούς μπαλάντας στο Τραπεζούντιο ωροσκόπιο του 1336.45 Σε αυτούς μπορεί να προστεθεί μια αναφορά που εμφανίζεται στον αρχαιότερο Βίο του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη (γεν. περί το 920), ότι η οικογένεια της «Κολχίδας» μητέρας του εξυμνούνταν σε τραγούδια, πιθανώς δημοφιλή τραγούδια, γιατί ο συγγραφέας δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να συζητήσει περαιτέρω το θέμα.46
Από τα παλαιότερα και πιο διαδεδομένα θέματα της ελληνικής λαϊκής ποίησης είναι αυτό ενός κάστρου, το οποίο υπερασπιζόταν όμορφη πριγκίπισσα ενάντια στον Άπιστο για μεγάλο χρονικό διάστημα (συνήθως δώδεκα χρόνια). Θα καταλαμβανόταν τελικά από προδοσία (από έναν μεταμφιεσμένο αποστάτη που μπαίνει στο κάστρο, όπως στην ιστορία της αποστάτισσας Αμαζόνας Εφρομίγια που παίζει αυτόν τον ρόλο στην κατάληψη του μοναστηριού του Αγίου Γρηγορίου Θαυματουργού στο Μελίκ Ντανισμέντναμε,47 ή με εκτροπή ποταμού, όπως στη μπαλάντα του Παλαιόκαστρου της Παλαιοματζούκας48). Η πριγκίπισσα, για να σωθεί από τον άπιστο, πηδάει από τον ψηλότερο πύργο του κάστρου και σκοτώνεται (όπως στη λαϊκή παράδοση της ίδιας της πτώσης της Τραπεζούντας49). Ο Σπυριδάκης βρίσκει απαρχές για το θέμα στην αραβική παράδοση της άλωσης του Αμορίου το 838,50 που είναι διάσημη στην αγιογραφία, αλλά μάλλον είναι περιττό να αναζητήσουμε συγκεκριμένο γεγονός. Ο Τριανταφυλλίδης και ο Ιωαννίδης ταυτίζουν το Κάστρο τῆς Ὡργιᾶς στις Ποντιακές μπαλάντες με τον Τσαλέογλου Καλέ.51 Το επιβλητικό και απρόσιτο κάστρο στο δάσος, με τον τάφο και τα σκαλιά λαξευμένα σε βράχο και τις φαινομενικά απύθμενες σήραγγες στέρνας, θα προκαλούσε φυσικά τη λαϊκή φαντασία. Ως τέτοιο, το Τσαλέογλου Καλέ δεν είναι πιο αξιοσημείωτο από οποιοδήποτε άλλο κάστρο γύρω από το οποίο συγκεντρώθηκαν τοπικές ιστορίες (όπως, για παράδειγμα, το Ζιλ Καλέ, βλέπε αντίστοιχα) Αλλά σε αυτή την περίπτωση η φήμη του εξαπλώθηκε πιο πέρα.
Στη Δύση η ιστορία του «Κάστρου του Ξεφτεριού» εμφανίζεται για πρώτη φορά στη λογοτεχνία προφανώς στο ρομάντζο του Ζαν ντ’Αράς για τη Μελουσίν (1382-94),52 αλλά μέρος του θέματος πρέπει να ήταν γνωστό το 1366, αν όχι ήδη από το 1312. Η Μελουσίν (Μελι-Σάντ), υποτιθέμενη σύζυγος του κόμη του Ραϋμόνδου κόμη των Λουζινιάν και πρόγονος των οίκων των Ροάν και των Λουξεμβούργων, είναι μια από τις πιο διάσημες νεράιδες (fées) του γαλλικού μεσαιωνικού ρομαντισμού. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η οικογένεια των Λουζινιάν κυβέρνησε την Κύπρο από το 1192 και ήσαν κατ’ όνομα ηγεμόνες της Κιλικίας Αρμενίας από το 1396. Η Μερλιέ, αδελφή της Μελουσίν, καταδικάστηκε σε φυλάκιση στο Κάστρο του Ξεφτεριού στην Κιλικία μέχρι την Ημέρα της Κρίσεως. Τη φρουρούσε ένα ξεφτέρι, αλλά διατάχθηκαν ευγενείς ιππότες να τηρούν την αγρυπνία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή έξω από το κάστρο. Ως ανταμοιβή δικαιούνταν την εκπλήρωση οποιασδήποτε επιθυμίας από τη φυλακισμένη πριγκίπισσα, εφόσον η επιθυμία τους ήταν «επίγεια πράγματα».53 Δεν μπορούσαν «να απαιτήσουν το σώμα [της] ούτε την αγάπη [της] με γάμο ούτε με άλλον τρόπο».54 Ιππότες που επέμειναν σε ακατάλληλα αιτήματα υπέστησαν κακή τύχη μέχρι την ένατη γενιά τους. Περί το 1366 ο Μαντεβίλ εξωράισε την ιστορία και τοποθέτησε το κάστρο όχι στην Κιλικία αλλά μεταξύ Τραπεζούντας και Ερζερούμ. Παραδεχόταν όμως (με περίεργη ειλικρίνεια για αυτόν τον περιηγητή από την πολυθρόνα του) ότι «αυτός δεν είναι ο σωστός τρόπος για να πάτε στα μέρη που ήδη κατονόμασα, αλλά για να βλέπε το θαύμα για το οποίο μίλησα».55 Σύμφωνα με πιο συνηθισμένη παράδοση, το κάστρο βρισκόταν πέρα από το Layays (Αιγαί, Λαγιάζο, τώρα Τζεϊχάν), κοντά στο Pharsipee (τώρα Περσέμπε;) και στο Cruk (Κώρυκος, Κόριγκος, τώρα Γκαβουρκιόι).56 Εδώ οι ιππότες έπρεπε να ξυπνήσουν το ξεφτέρι και να μείνουν έξω από το κάστρο για τρεις (μερικές φορές επτά) ημέρες και νύχτες χωρίς ύπνο, τροφή ή παρέα, πριν ζητήσουν από την πριγκίπισσα οποιαδήποτε εγκόσμια επιθυμία. Ύστερα από μια τέτοια αγρυπνία, ένας βασιλιάς της Αρμενίας ζήτησε την ίδια την πριγκίπισσα, αλλά αυτός και οι απόγονοί του έλαβαν αιώνιο πόλεμο. Ένας φτωχός επιθύμησε πλούτη, τα οποία του παρασχέθηκαν άφθονα, αλλά ένας Ναΐτης ιππότης που ζήτησε ένα πορτοφόλι με χρυσό που δεν θα άδειαζε ποτέ, καταστράφηκε μαζί με το Τάγμα του.57 (Οι Ναΐτες πράγματι κατεστάλησαν το 1312, εν μέρει εξαιτίας ιστοριών για τον πλούτο τους).
Το 1402 ο Γιοχάνες Σιλτμπέργκερ, εύπιστος Βαυαρός μισθοφόρος στον στρατό του Βαγιαζήτ, αιχμαλωτίστηκε από τον Τιμούρ στη μάχη της Άγκυρας. Όταν τελικά αποσύρθηκε στην πατρίδα το 1427, περιέγραψε την αιχμαλωσία του και τα μετέπειτα ταξίδια στον Πόντο. Οι πηγές των ιστοριών του Σιλτμπέργκερ δεν έχουν ακόμη αναλυθεί, αλλά φαίνεται ότι, όπως πολλοί δυτικοί περιηγητές που έφεραν ιστορίες από την Ανατολή, δεν ήταν εφευρετικός άνθρωπος, αλλά απλώς συνέθεσε εμπειρίες από πρώτο χέρι, μπερδεμένες εκδοχές τοπικών ιστοριών και ιστορίες παρμένες από προηγούμενους περιηγητές ή, όπως φαίνεται να συμβαίνει εδώ, και τα τρία στοιχεία. Ο Σιλτμπέργκερ σίγουρα ζωντάνεψε την αφήγησή του με πλούσια, αλλά ανομολόγητα, αποσπάσματα από τον Μαντεβίλ, τον ψεύτικο «περιηγητή» που είχε μόνος του μεταφέρει το Κάστρο του Ξεφτεριού από την Κιλικία στην περιοχή της Τραπεζούντας. Ο Σιλτμπέργκερ μετέφερε το κάστρο ακόμη πιο μακριά, ανάμεσα στην Αμινσό και την Κερασούντα, και πρότεινε ότι βρισκόταν σε ελληνικά χέρια. Όταν βρισκόταν στην περιοχή, το Οίναιον58 ήταν η πιο δυτική πόλη σε ελληνικά χέρια ανάμεσα στην Αμυνσό και την Κερασούντα, και ο πιο εντυπωσιακός και κατάλληλος υποψήφιος για το περίφημο κάστρο είναι το Τσαλέογλου Καλέ, το οποίο ο Σιλτμπέργκερ φαίνεται ότι είχε επισκεφθεί. Έχοντας επαναλάβει την ιστορία του Αρμένιου βασιλιά, του φτωχού ανθρώπου και του Ναΐτη ιππότη, αφηγείται ότι «ζητήσαμε από έναν άνθρωπο να μας πάει στο κάστρο και του δώσαμε χρήματα. Και όταν φτάσαμε στο μέρος, ένας από τους συντρόφους μου ήθελε να μείνει και να προσέχει. Αυτός που μας είχε φέρει, συμβούλεψε να μην το κάνει. Και είπε ότι αν δεν πρόσεχε ο ίδιος, θα χανόταν. Και κανείς δεν θα ήξερε πού είχε πάει. Το κάστρο είναι επίσης κρυμμένο από δέντρα, για να μην ξέρει κανείς τον δρόμο προς αυτό. Απαγορεύεται επίσης από Έλληνες ιερείς, και λένε ότι ο διάβολος έχει να κάνει με εκείνο και όχι ο Θεός. Συνεχίσαμε λοιπόν σε πόλη που λέγεται Κέρασον».59 Υπάρχουν υπαινιγμοί για στοιχείο αλήθειας σε αυτή την αφήγηση. Οι ιερείς του Οιναίου θα ήσαν φυσικά καχύποπτοι για το κάστρο που ήταν κρυμμένο από δέντρα, με τον λαξευμένο σε βράχο τάφο του (αν και πιθανώς παρεκκλήσι ή ερημητήριο), που κρατούσαν οι Μελισσηνοί εναντίον των Τουρκμένων από τον νότο. Άραγε δεν θα ήταν δυνατό να είχαν επίσης μιλήσει στον Σιλτμπέργκερ για το Τσαλέογλου Καλέ ως Κάστρο τῆς Ὡργιᾶς και στη συνέχεια εκείνος, αφού διάβασε τον Μαντεβίλ, να το «ταύτισε» με το «Κάστρο του Ξεφτεριού» του δυτικού ρομαντισμού;
<-Ενότητα 5: Δέλτα Ίρι, Λιμνία και το πρόβλημα τής Κιντής | Ενότητα 7: Νεοκαισάρεια-> |