<-Ενότητα 4: Αμισός, Αμινσός, Σιμίσο και Σαμσούν | Ενότητα 6: Οίναιον και περιοχή Χαλυβίας-> |
Ενότητα 5: Δέλτα Ίρι, Λιμνία και το πρόβλημα τής Κιντής
Ο κόλπος της Αμισού πλαισιώνεται από τα δέλτα του Άλυ και του Ίρι. Το δέλτα του Ίρι είναι το πιο ουσιαστικό από τα δύο, γιατί ο ποταμός έχει περιπλανηθεί σε πλατιές προσχώσεις πριν φτάσει στη θάλασσα. Μέχρι τη δεκαετία του 1950 ήταν ελώδες, αλλά, σε αντίθεση με το δέλτα του Άλυ, είναι τώρα αρκετά πυκνοκατοικημένο. Οι προσχώσεις είναι πλούσιες αλλά αμμώδεις. Δεν υπάρχει υπερυψωμένη θέση από την οποία να μπορεί κανείς να δει κάποιο μέρος του δέλτα. Ανάμεσα στις περιφραγμένες εκμεταλλεύσεις δεκαπέντε χωριών υπάρχουν διάσπαρτες βοσκήσιμες εκτάσεις για πρόβατα, βοοειδή και νεροβούβαλους. Τα χωριά χωρίζονται από στάσιμες υδάτινες εκτάσεις και σύγχρονες τομές που έχουν αποστραγγίσει τις τέσσερις κύριες λιμνοθάλασσες, όπου καλλιεργείται πια καλαμπόκι και ηλίανθος. Για 34 χιλιόμετρα η παραλία περιβάλλεται από ψηλούς αμμόλοφους όπου καραδοκούν χελώνες.
Προτείνουμε ότι τα Λιμνία, μεγάλο οχυρό της Τραπεζούντας και διοικητική περιφέρεια, βρίσκονταν στο δέλτα. Προτείνουμε επίσης, λιγότερο οριστικά, ότι είχαν ξεκινήσει τη γνωστή σταδιοδρομία τους ως υστερο-βυζαντινή Κιντή.
Α. ΤΟ ΟΧΥΡΟ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΛΙΜΝΙΩΝ
Θέση και ταυτοποίηση
Κατά τον 14ο αιώνα τὰ Λιμνίαήσαν (α) αυτοκρατορικό προπύργιο των Μεγάλων Κομνηνών και εμπορικό λιμάνι που έλεγχε (β) ομώνυμη περιοχή με, κατά τον Λαζαρόπουλο, δεκατρία φρούρια ή οχυρωμένους τόπους1 και (γ) επισκοπή υπαγόμενη στην Αμάσεια.
Η ακριβής θέση ενός τόσο σημαντικού μέρους έχει ερεθίσει τους ιστορικούς της Τραπεζούντας από την εποχή του Φαλμεράγιερ. Ο Ουσπένσκι αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο πρόβλημα.2 Ο Μίλερ, αλλά όχι ο Φίνλεϊ, αποδέχθηκε τη δήλωση του Γρηγορά ότι τα Λιμνία απείχαν 200 στάδια από την Τραπεζούντα.3 Αυτή η απόσταση 38,4 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά φέρνει μάλιστα κάποιον στο βολικό όνομα Μπουγιούκ Λιμάν του Βακφίκεμπιρ, στις εκβολές του Φολ Ντερέ. Αλλά οι πολλές αναφορές του Πανάρετου στα Λιμνία καθιστούν σαφές ότι βρίσκονταν πολύ πιο δυτικά, πέρα από το Οίναιον,4 και ότι μπορούσαν να φιλοξενήσουν «εξαιρετικό στόλο».5 Ο Λαζαρόπουλος προτείνει επίσης ότι βρίσκονταν ανατολικά της Χαλυβίας και του Οιναίου.6 Έτσι, με βάση τα ερείπια μεγάλου μοναστηριού της Αγίας Βαρβάρας, γεμάτου ψηφιδωτά, κοντά στη Φαδισάνη (Φάτσα), ο Ιωαννίδης τοποθετεί εκεί τα Λιμνία,7 ενώ ο Χρύσανθος υποδεικνύει ευθαρσώς στον ιστορικό του χάρτη μια περιοχή με την ένδειξη «Φρούρια Λιμνίων» μεταξύ Φαδισάνης και Οιναίου, όπου σκόρπισε επιπροσθέτως όχι λιγότερα από πενηνταδύο κάστρα, όπου όλα φαίνονται να είναι πλασματικά.8
Η μόνη απάντηση στο πρόβλημα υπήρξε, στην πραγματικότητα, πάντοτε διαθέσιμη. Τα Λιμνία εμφανίζονται με διάφορες μεταμφιέσεις (Λαλιμίνια, Λιμίνια, Λιμόνια, Λομόνα, Λιμόνια) στους περισσότερους ιταλικούς και ελληνικούς πορτολάνους από το 1318 μέχρι τον 16ο αιώνα, καθώς και σε πρώιμους έντυπους χάρτες (όπως ο χάρτης του Ορτέλιους του 1580) και στους ιστορικούς άτλαντες του 19ου αιώνα που ακολουθούσε τους πορτολάνους.9 Συμφωνούν στην τοποθέτηση των Λιμνίων σε κάποιο σημείο στην ακτή του δέλτα του Ίρι (Γεσίλ Ιρμάκ).
Ο πιο λεπτομερής πορτολάνος, μια ελληνική περιγραφή του 16ου αιώνα που προφανώς ακολουθεί ιταλικό πρωτότυπο, τοποθετεί τα Λιμνία με τη μεγαλύτερη ακρίβεια.10 Αναφέρει ότι, μετρώντας προς τα ανατολικά από την Αμισό, το στόμιο του Ίρι απείχε 18 μίλια. 12 μίλια πιο πέρα υπήρχε ακρωτήριο που ονομαζόταν Γοργοτζάς ή Σιμωνίτης και τα Λιμνία βρίσκονταν 15 μίλια πιο πέρα. Επιπλέον, τα Λιμνία μπορούσαν να αναγνωριστούν από βουνό που ονομαζόταν Καισαρίων, το οποίο βρισκόταν στην ενδοχώρα τους και πρόσφερε καλό βοσκότοπο. Τα ίδια τα Λιμνία βρίσκονταν σε επίπεδη, ομαλή, δασώδη γη (που είναι ακόμη ακριβής περιγραφή του σύγχρονου δέλτα). Στη συνέχεια, κινούμενοι νοτιοανατολικά γύρω από τις προσχώσεις (alluvium) του Ίρι, το Λαμπηρόν ή ο Θερμώδων απείχαν 20 μίλια από τα Λιμνία. Κοντά στο Λαμπηρόν βρισκόταν κάστρο και στην ενδοχώρα βουνό που λεγόταν Μάζος, που ήταν «κομμένο» στη βόρεια πλευρά.
Οι μετρήσεις σε αυτόν τον πορτολάνο συνήθως δεν είναι καλύτερες από κατά προσέγγιση, αλλά οι σχετικές αποστάσεις είναι συνήθως ακριβείς. Στην πραγματικότητα, από την Αμισό μέχρι τον Θερμώδωντα, είναι πιο κοντά στα 65 χιλιόμετρα παρά στα 65 μίλια του πορτολάνου. Αλλά η σχετική απόσταση μπορεί να ερμηνευθεί αρκετά καθαρά. Οι μετρήσεις του πορτολάνου και οι πρώιμοι τυπωμένοι χάρτες υποδηλώνουν έντονα, ότι ένα από τα στόμια του Ίρι βρισκόταν τότε στη σκάλα του Καραμπαχτσέ, όπου βάλτοι και ρυάκια δείχνουν ακόμη και σήμερα την προηγούμενη πορεία του. Το ακρωτήριο Γοργοτζά-Σιμωνίτου είναι σχεδόν σίγουρα το Τσάλτι Μπουρούν, που βρίσκεται δίπλα στο σημερινό κύριο στόμιο του Ίρι.
Το Λαμπηρόν του πορτολάνου είναι αυτό που ένας κλασικός γεωγράφος περιέγραψε ως «μεγάλο λιμάνι που ονομάζεται Λαμυρών, που προσφέρει καταφύγιο στα πλοία και είναι εφοδιασμένο με νερό».11 Συνδέεται από άλλους συγγραφείς των Περιπλόων με το ιερό και το ακρωτήριο Ἡράκλειον, το Heracleon των Itineraria, που εύλογα ταυτίστηκε από τον Μίλερ με ένα Heracleum Μπουρούν.12 Αν και τα ελληνικά ονόματα έχουν παραμείνει πολύ καιρό στην ακτή (οι ντόπιοι Τούρκοι αποκαλούσαν ακόμη τον Ίρι «Λίριος» τον 17ο αιώνα),13 το όνομα αυτού του ακρωτηρίου φαίνεται τώρα να έχει ξεχαστεί, αν και η θέση του, προβάλλοντας από τη Σεμενίκ Γκιόλ στη θάλασσα, είναι αρκετά σαφής. Ο Λαμυρών επέζησε ως Lamiro στους ιταλικούς πορτολάνους,14 αλλά δεν αναφέρεται στις βυζαντινές πηγές. Το αγκυροβόλιο στις εκβολές του Θερμώδωντοςείναι εκείνο που έχει δώσει το όνομά του στον θλιβερό δήμο του σύγχρονου Τέρμε. Η αρχαία Θεμίσκυρα βρισκόταν, σύμφωνα με τον Στράβωνα, πιο μέσα στην ενδοχώρα. Έχει προταθεί ότι βρισκόταν στο Τσερκεζκιόι, το οποίο δεν έχουμε επισκεφτεί.15 Αλλά η μυθική πρωτεύουσα των Αμαζόνων καταστράφηκε από τον Λούκουλλο. Θεωρούνταν ακόμη πόλη την εποχή του Ιουστινιανού, αλλά δεν αναφέρεται στη συνέχεια.16 Το όρος Μάζος διασώζεται όμως, ως Μάσον Νταγ. Ο Χάμιλτον είχε την τόλμη να προτείνει ότι το όνομα αντικατοπτρίζει τα Αμαζόνια βουνά των Αργοναυτικών.17
Ανάμεσα στο Τσάλτι Μπουρούν και το αγκυροβόλιο του Θερμώδωντος-Λαμυρώνος, όπου, σύμφωνα με τον πορτολάνο μας, πρέπει να βρίσκονταν τα Λιμνία (λίγο πιο κοντά στο πρώτο παρά στο δεύτερο), υπάρχει μια μόνο σκάλα, η Κουράμπα. Ικανοποιεί τις μετρήσεις των πορτολάνων. Η ακτή είναι χαμηλή, επίπεδη και δασώδης και το μόνο χαρακτηριστικό είναι τέσσερις μικρές λιμνοθάλασσες, κοντά στην παραλία. Η Κουράμπα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο από τις πρώην λίμνες, τη Ντουμανλί και την Καργαλί. Η Ντουμανλί είναι η μεγαλύτερη, μήκους 5 περίπου χιλιομέτρων και, πριν φραχτεί πρόσφατα, είχε πρόσβαση στη θάλασσα μέσω στενού καναλιού. Κάποτε θα μπορούσε να ήταν εξαιρετικό φυσικό λιμάνι. Ο τουρκικός χάρτης 1:200.000 είναι παραπλανητικός σε αυτό το σημείο. Η σκάλα της Κουράμπα βρίσκεται 2,5 χλμ. βόρεια της κυρίως Κουράμπα. Αποτελείται από ένα τεϊοποτείο και έναν φάρο σε μια άδεια ακτή. Το μέρος με την ένδειξη Κουράμπα Ισκέλεσι στον χάρτη είναι στην πραγματικότητα το δυτικό άκρο του χωριού Τασλικ-κιόι. Ο χάρτης επισημαίνει το Τασλικ-κιόι, «Χωριό από Πέτρα», ως ερειπωμένη τοποθεσία. Χρησιμοποιώντας μόνο τον χάρτη, είναι η προφανής τοποθεσία για το αυτοκρατορικό οχυρό των Λιμνίων, που θα πήρε το όνομά του από τις μικρές λίμνες που το περιβάλλουν. Ο Κίπερτ τοποθέτησε τον κλασικό Ἀγκῶνος λιμένα των Λευκοσύρων πιο δυτικά στο Τσάλτι Μπουρούν, αλλά μπορεί επίσης να ταυτιστεί με τον τόπο μας.18 Θεωρητικά, η μόνη ένσταση είναι ότι τα βουνά προς νότο δεν υψώνονται από την πεδιάδα πριν από 30 χλμ. προς την ενδοχώρα και κανένα από τα σημερινά τους ονόματα δεν μπορεί να σχετίζεται με τη μοναδική αναφορά του όρους Καισαρίων στον πορτολάνο.
Πρακτικά, υπάρχουν πιο σοβαρές ενστάσεις. Ο Μπράιερ, ο οποίος αναζήτησε για πρώτη φορά τα Λιμνία στο δέλτα του Ίρι το 1962, επισκέφτηκε το Τασλικ-κιόι και τα άλλα δεκατέσσερα χωριά της περιοχής τον Αύγουστο του 1971 και τράβηξε αεροφωτογραφίες του δέλτα έναν μήνα αργότερα. Η έρευνα και η παρατήρηση δεν αποκάλυψαν τίποτε που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι αντιπροσωπεύει τα Λιμνία. Όμως δεν μπόρεσε να εξετάσει τους έντονα καλλιεργούμενους πια πυθμένες των λιμνών το υγρό καλοκαίρι. Αναφέρεται αξιόπιστα ότι είχαν βρεθεί πολλές αρχαιότητες στην περιοχή Τασλικ-κιόι και ότι, πριν φραχτεί η Ντουμανλί Γκιόλ και παραδοθεί στο καλαμπόκι και τον ηλίανθο, αποκαλύπτονταν θεμέλια καλοφτιαγμένης τοιχοποιίας πάνω από την επιφάνεια του βάλτου κατά τη διάρκεια ξηρών καλοκαιριών, όταν η στάθμη της λίμνης ήταν χαμηλή».19 Μία από τις αναφορές μας προκαλεί την έντονη υποψία ότι η τοιχοποιία ήταν, εν μέρει, κλασική ή πρωτο-βυζαντινή.
Είναι λυπηρό ότι πρόσφατες φυσικές αλλαγές στο δέλτα από την εξάλειψη της ελονοσίας (τα περισσότερα χωριά είναι νεόκτιστα) μάλλον κατέστησαν αδύνατο πια τον ακριβή εντοπισμό των Λιμνίων. Αλλά αναφορές και πορτολάνοι τα τοποθετούν σταθερά στην περιοχή του Τασλικ-κιόι.
Η διοικητική περιφέρεια των Λιμνίων στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας μπορεί επομένως να ταυτιστεί με γεωγραφικά πολύ ξεχωριστή περιοχή: το εξαιρετικά εύφορο δέλτα Ίρι-Θερμώδωντος, μήκους περίπου 50 χλμ. και πλάτους 30 χλμ. στη μεγαλύτερη έκτασή του. Διάσημο για τη γεωργία του από την κλασική εποχή, τον 18ο και τον 19ο αιώνα ήταν το ακμάζον φέουδο της μεγάλης οικογένειας Χαζινεντάρογλου, της οποίας το μαυσωλείο βρίσκεται στον Τσαρσάμπα, τη σύγχρονη πρωτεύουσα του δέλτα. Η προσοχή που της αφιέρωσαν οι Μεγάλοι Κομνηνοί τον 14ο αιώνα υποδηλώνει ότι ήταν τότε εξίσου επιθυμητή επαρχία. Ο Στράβων μιλά για την καλή βόσκηση στην πεδιάδα,20 που την έκανε φυσικό πόλο έλξης για τους Τουρκμένους εχθρούς των Τραπεζουντίων. Ανάμεσα στα δεκατρία φρούριά της που αναφέρει ο Λαζαρόπουλος (εκτός αν είναι απλώς δεκατρείς πύργοι που περικυκλώνουν τα ίδια τα Λιμνία) ίσως συγκαταλέγονται τα κάστρα στο Λαμυρών και στο όρος Μάζος, αλλά, εκτός από τοπικές αναφορές για τοποθεσίες νότια του Τσαρσάμπα, τις οποίες δεν έχουμε επισκεφθεί, τίποτε δεν μπορεί να γίνει γνωστό σήμερα. Ο Στράβων επεσήμανε ότι ολόκληρο το δέλτα έχει δημιουργηθεί από τις προσχώσεις των πλατιών ποταμών του,21 ενώ οι μαιάνδροι και οι εγκαταλειμμένες εκβολές του Ίρι και οι ελικοειδείς λίμνες του Θερμώδωντος υποδηλώνουν ότι αυτοί οι ποταμοί έχουν από καιρό εξαλείψει όσα φρούρια υπήρχαν δίπλα στις διαβάσεις τους.
Ιστορία
Η παλαιότερη αναφορά στα Λιμνία ως τέτοια έρχεται με την καταγραφή του Πανάρετου για τον θάνατο εκεί του Ιωάννη Β’ Μεγάλου Κομνηνού στις 17 Αυγούστου 1297.22 Τότε ήσαν προφανώς κάποιας στρατηγικής σημασίας γιατί, κατά τη βασιλεία του Ιωάννη από το 1280, η Χαλυβία, στα ανατολικά, είχε χαθεί. Ως εκ τούτου, τα Λιμνία έγιναν ελληνικός θύλακας μεταξύ της τουρκικής Σαμσούν και της τουρκμενικής Χαλυβίας, τόπος καταφυγίου για τους Έλληνες που διέφευγαν από τον νότο, όπου η Εκκλησία της Αμάσειας βρισκόταν περί το 1315 σε αταξία. Ο επίσκοπος Ζαλήκου-Λεοντοπόλεως είχε τραπεί σε φυγή και οι εκεί χριστιανοί μετέφεραν την πίστη τους στη Σινώπη. Η ίδια η Αμάσεια ήταν χωρίς μητροπολίτη, και την ίδια χρονιά οι χριστιανοί της ζήτησαν να καλύψει το αξίωμα ο επίσκοπος Ζήλων (προφανώς της μόνης από τις παραδοσιακά υπαγόμενες επισκοπές που είχε επιζήσει).23 Όμως αντί για αυτόν εξελέγη μητροπολίτης Αμασείας το 1317 ο Κάλλιστος, επίσκοπος Λιμνίων. Με σύνεση, ωστόσο, παρέμενε στα Λιμνία και στα γύρω χωριά τους, εδάφη των Μεγάλων Κομνηνών.24 Αυτή είναι η πρώτη αναφορά των Λιμνίων ως έδρας, όταν η πιο νέα από τις υπαγόμενες στην Αμάσεια επισκοπές έγινε η ισχύουσα μητρόπολη. Τα Λιμνία βρίσκονταν εντός της αυτοκρατορίας, αλλά όχι εντός της Εκκλησίας της Τραπεζούντας. Ήσαν επομένως συγκριτικά ασφαλή. Μια παράλληλη περίπτωση εντοπίζεται όταν ο μητροπολίτης Αδριανουπόλεως μετακινήθηκε στην υπαγόμενη επισκοπή Αγαθουπόλεως, που βρισκόταν σε βυζαντινό έδαφος, μέχρι να παραδώσουν τη μητρόπολη οι Τούρκοι.25
Η απομόνωση των Λιμνίων, στα οποία μπορούσε πια κανείς να φτάσει μόνο μέσω θαλάσσης, τα έκανε προφανή τόπο εξορίας. Ο Τζανιχίτης και μια ομάδα ευγενών εξορίστηκαν εκεί το 1340 και εκτελέστηκαν τον επόμενο χρόνο. Ο Μιχαήλ Μέγας Κομνηνός φυλακίστηκε εκεί από το 1341 μέχρι το 1344.26 Αλλά η απομόνωσή τους σήμαινε επίσης ότι μπορούσε να τα διαχωρίσει ένας στασιαστής ηγέτης ή ένας τοπικός κυβερνήτης. Ο Κωνσταντίνος Δωρανίτης ήταν σίγουρα κεφαλή των Λιμνίων το 1351, όταν ο Αλέξιος Γ’ ξεκίνησε εκστρατεία εναντίον του,27 και άλλοι πιθανοί στασιαστές κυβερνήτες ήσαν ο μέγας δούκας Ιωάννης ο Ευνούχος, δεσμοφύλακας του Μιχαήλ Κομνηνού, ο οποίος συγκέντρωσε «μεγάλο στρατό» εκεί το 1340,28 και ο Βασίλειος Χούπακας, ο οποίος έφερε «οπαδούς» από τα Λιμνία το 1355.29 Ο Πανάρετος περιγράφει τον Δωρανίτη ως «ασκούντα την αρχηγία» (κεφαλατικεύων), το ίδιο αξίωμα (κεφαλατίκιον) που αποδίδει στον Καβαζίτη στη Χαλδία,30 πράγμα που υποδηλώνει ότι τα Λιμνία δεν ήσαν απλό βάνδον, αλλά ότι μπορεί να θεωρούνταν ως ένα από τα μικροσκοπικά θέματα της Τραπεζούντας.
Από τη δεκαετία του 1350, ο Αλέξιος Γ’ Μέγας Κομνηνός φαίνεται ότι είχε αποφασίσει να κρατήσει τα Λιμνία υπό άμεσο αυτοκρατορικό έλεγχο. Έκανε έξι καταγεγραμμένες επισκέψεις εκεί, ο χρόνος και η διάρκεια των οποίων βρίσκονται σε συμφωνία και έχουν σημασία. Οι επισκέψεις έγιναν:
Από τις 22 Σεπτεμβρίου 1351 μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου 1352.31
Από τις 19 Δεκεμβρίου μέχρι λίγο μετά τις 25 Δεκεμβρίου 1356.32
Αμέσως μετά τις 6 Ιανουαρίου μέχρι τα μέσα Μαρτίου 1357.33
Από τις 6 Δεκεμβρίου 1360 μέχρι περίπου τις 20 Μαρτίου 1361.34
Από τα τέλη Ιανουαρίου μέχρι τα τέλη Μαΐου 1369.35
Τον Οκτώβριο του 1379, όταν «ανέλαβε τον έλεγχο» των Λιμνίων.36
Ο χρόνος και η διάρκεια των επισκέψεων του Αλέξιου Γ’ υποδηλώνουν έντονα ότι οι Τουρκμένοι αναζητούσαν χειμερινά καταλύματα στην εύφορη ακτή, όπως οι βοσκοί κατεβαίνουν σήμερα από τους ορεινούς βοσκοτόπους στο Σεμενλίκ Γκιολού στο δέλτα, και ότι ο Μεγάλος Κομνηνός τους εναντιωνόταν. Πιο δυτικά, η στρατηγική του ήταν να επιτίθεται στους Τουρκμένους όταν έφταναν για πρώτη φορά στους καλοκαιρινούς τους βοσκοτόπους τον Μάιο.
Όμως ο Αλέξιος Γ’ δεν μπορούσε να επισκιάσει παντού την εποχιακή μετακίνηση των Τουρκμένων και τον Οκτώβριο του 1379 φαίνεται ότι είχε πια αναγκαστεί να διαπραγματευτεί για την ασφάλεια στα Λιμνία παντρεύοντας την κόρη του Ευδοκία με τον τοπικό εμίρη Τατζεντίν. Η τελική παραδοχή της ήττας ήρθε το 1386, όταν ο Πανάρετος περιγράφει τον Τατζεντίν ως «εμίρη των Λιμνίων».37 Ανάμεσα σε αυτές τις δύο χρονολογίες, το 1384 υπάρχει δεύτερη και τελευταία αναφορά σε επίσκοπο Λιμνίων. Ονομαζόταν Ιωσήφ και είχε χειροτονηθεί από τον «ασεβέστατο» «ψευδομοναχό» Παύλο Τάγαρι, διαδοχικό τσαρλατάνο ορθόδοξο πατριάρχη Ιεροσολύμων και λίγο-πολύ γνήσιο Λατίνο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Το 1375, όταν ο Τάγαρις πέρασε από τον Πόντο και πιθανώς χειροτόνησε τον Ιωσήφ, αυτός ο αυθάδης ιεράρχης αυτοαποκαλούνταν επίσκοπος Ταμπρίζ (στην οποία είχε διοριστεί από τον πατριάρχη Αντιοχείας).38 Αλλά η Ταμπρίζ βρισκόταν στο πατριαρχείο Αντιοχείας και η Λιμνίων σε εκείνο της Κωνσταντινούπολης, οπότε φαίνεται ότι ο Τάγαρις υπερέβαινε χαρακτηριστικά τα κανονικά του δικαιώματα. Όμως η θέση του Ιωσήφ των Λιμνίων επικυρώθηκε επίσημα τον Οκτώβριο του 1384, όταν του δόθηκε επίσης, όπως και στον προκάτοχό του, η διοίκηση της σχεδόν ανενεργής μητρόπολης της Αμάσειας.39
Πότε πέρασαν τα Λιμνία στα χέρια των Τουρκμένων; Η ύπαρξη σημαντικού επισκόπου Λιμνίων το 1384 δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη, γιατί ο εμίρης των Λιμνίων ήταν υποτελής και σύμμαχος της Τραπεζούντας. Η γυναίκα του πρέπει να προστάτευε τους ντόπιους χριστιανούς. Ούτε υπάρχει καμία απόδειξη ότι ο Ιωσήφ ήταν πράγματι κάτοικος Λιμνίων. Είναι εντός των ορίων της πιθανότητας ότι, στις τελευταίες δοκιμασίες της, η άλλοτε μεγάλη μητρόπολη της Αμάσειας είχε μεταφερθεί από τους βάλτους του Ίρι στην ίδια την Τραπεζούντα. Ίσως τα Λιμνία βρίσκονταν στα χέρια των Τουρκμένων πριν ο Αλέξιος Γ’ υποχρεωθεί να «πάρει τον έλεγχο» το 1379. Πιθανώς η περιοχή ήταν προίκα της Ευδοκίας για τον Τατζεντίν.40 Ο Τατζεντίν Τσελεμπή πέθανε το 1386 και τον διαδέχθηκε ο γιος του Αρταμίρ (Α’;).41 Ο Κλαβίχο σημείωσε έναν εμίρη με το ίδιο όνομα το 1404.42 Κάποιος Αρταμίρ (B’;) κατείχε ένα από τα σημαντικότερα αξιώματα στην Τραπεζούντα, εκείνο του μεγάλου μεσάζοντος, κατά την παράδοση της πόλης το 1461.43 Ο νικηφόρος οθωμανικός στρατός πήρε τον παραλιακό δρόμο δυτικά της Τραπεζούντας στη συνέχεια, και το μικροσκοπικό εμιράτο των Λιμνίων ίσως σαρώθηκε τότε. Τα ίδια τα Λιμνία παρέμεναν στους πορτολάνους, αλλά το λιμάνι τους, ο καθεδρικός ναός, τα δεκατρία φρούρια και το οχυρό τους μπορεί να θεωρηθεί ότι χάθηκαν στους ελονοσιακούς βάλτους του περιπλανώμενου Ίρι.
Β. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΙΝΤΗΣ
Το ότι τα Λιμνία ξεφύτρωσαν πλήρως οπλισμένα, εκ του μηδενός (ex nihilo), στα τέλη του 13ου αιώνα είναι απίθανο, ιδιαίτερα επειδή έχουμε αναφορές ότι τα ερείπια κοντά στο Τασλικ-κιόι περιλάμβαναν τείχη από καλοφτιαγμένη τοιχοποιία, υποδηλώνοντας πολύ προγενέστερη τοποθεσία. Παρομοίως, η Κιντή εμφανίζεται ως σημαντικό μέρος τον 12ο αιώνα και, ανεξήγητα, δεν ξανακούγεται ως τέτοιο. Ό,τι γνωρίζουμε για την Κιντή του 12ου αιώνα ταιριάζει με τη γνωστή τοποθεσία και τον σκοπό των Λιμνίων του 14ου αιώνα. Πολύ διστακτικά και, έστω και μόνο από την έλλειψη καλύτερου τόπου, προτείνουμε ότι τα Λιμνία ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους ως Κιντή.
Προτεινόμενη ταυτοποίηση
Η εκστρατεία του Ιωάννη Β’ Κομνηνού από την Κωνσταντινούπολη κατά των Ντανισμέντ της Νεοκαισάρειας (Νικσάρ) το 1139-40 περιγράφεται από τον Νικήτα Χωνιάτη, από τον Μιχαήλ Σύριο και σε στίχο του Προδρόμου. Ο Χωνιάτης αναφέρει ότι ο βυζαντινός στρατός ακολούθησε την ακτή του Πόνου για να εκμεταλλευτεί τις τοπικές προμήθειες και να αποφύγει τις συναντήσεις με τον εχθρό.44 Δεν αναφέρει πόσο μακριά ακολούθησε ο Ιωάννης την ακτή ή πού στράφηκε η εκστρατεία προς νότο, πάνω από τα βουνά, προς Νεοκαισάρεια. Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο (21 Δεκεμβρίου 1139), ο στρατός πήγε σε χειμερινά καταλύματα ἐν τῇ πόλει Ποντικῇ τῇ Κιντῇ (που περιγράφεται σε άλλο κείμενο ως πόλει τοῦ Πόντου τινὶ Κιντικῇ λεγομένῃ).45 Ο στίχος του Προδρόμου περιγράφει τις κακουχίες του Φεβρουαρίου 1140, όταν ο στρατός, έχοντας προφανώς εγκαταλείψει την Κιντή, έφτασε στον Λύκο και στη συνέχεια άρχισε την αποτυχημένη πολιορκία της Νεοκαισάρειας.46 Ο Μιχαήλ Σύριος αναφέρει ότι οι Βυζαντινοί και οι Ντανισμέντ αντιμετώπισαν ο ένας τον άλλον για έξι μήνες,47 πιθανώς την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1140. Όμως οι ελληνικές πηγές αποκαλύπτουν ότι τα βυζαντινά στρατεύματα στη Νεοκαισάρεια ήσαν ανεπαρκώς εφοδιασμένα, με ελλείψεις σε εξοπλισμό και υποζύγια. Ο ανιψιός και συνονόματος του Ιωάννη, γιος του σεβαστοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού, αυτομόλησε στους Τούρκους. Ο βυζαντινός στρατός διαλύθηκε και μπήκε άτακτα στην Κωνσταντινούπολη στις 15 Ιανουαρίου 1141.48
Ο Σαλαντόν υποστήριζε ότι ο Ιωάννης πρέπει να έστριψε νότια από την ακτή κοντά στο σύγχρονο Ορντού (Κοτύωρα) και να ακολούθησε τον ποταμό Μελάνθιο (Μελέτ Ιρμάκ) μέχρι τον Λύκο, γιατί στο σημείο όπου ο Μελάνθιος και ο Λύκος σχεδόν συναντιούνται, ο Γκρεγκουάρ σημείωσε μέρος που ονομάζεται Κούντου. Εδώ υπήρχε υστερο-βυζαντινή γέφυρα, πάνω στα βάθρα ρωμαϊκής προκατόχου της. Η τοποθεσία ήταν έρημη την εποχή του Γκρεγκουάρ, αλλά πίστευε ότι είχε κάποια σημασία στο παρελθόν.49 Για τον Σαλαντόν, βολική επιβεβαίωση της ύπαρξης του τόπου τον 12ο αιώνα ήταν η αναφορά του Ιντρίσι για «μικρή πόλη» που ονομάζεται (στη μετάφραση του Ζομπέρ) «Κέντια», επτά ημέρες δυτικά της Τραπεζούντας.50
Το Κούντου του Γκρεγκουάρ σημείωσαν οι Χόγκαρτ και Μάνρο51 και είναι προφανώς η σύγχρονη Κουντούρ Κιοπρού, γέφυρα πάνω από τον Λύκο (Κελκίτ), 25 χλμ. νοτιοδυτικά του Μεσουντιγιέ (πρώην Χαμιντιγιέ), η οποία παίρνει (ή δίνει) το όνομά της σε χωριό 3,5 χλμ. νότια του ποταμού. Οδικώς απέχει 63 χλμ. ανατολικά της Νικσάρ και 29 χλμ. δυτικά του Κογιουλχισάρ. Αυτή η ταύτιση, πάνω στην οποία ο Σαλαντόν οικοδόμησε την αφήγησή του για τις κινήσεις του Ιωάννη με κατά τα άλλα μη δικαιολογούμενες λεπτομέρειες, είναι τόσο ελκυστική, που δεν θέλουμε να την ενοχλήσουμε. Παρουσιάζει όμως ανυπέρβλητα προβλήματα.
Η Κιντή ήταν προφανώς μέρος με κάποια σημασία, Ποντιακή πόλις. Όμως, εκτός από τον Ιντρίσι, φαίνεται ότι διέφυγε αναφοράς σε οποιαδήποτε άλλη πηγή. Ποντιακές πόλεις (ακόμη και «μικρές κωμοπόλεις») του Ύστερου Μεσαίωνα δεν περνούν απαρατήρητες. Η πιθανότητα η Κιντή (και η περιοχή της Κιντική) να είναι άλλο όνομα για γνωστή πόλη, είναι επομένως πολύ πραγματική.
Το Κουντούρ και η γέφυρά του (που, αυστηρά μιλώντας, δεν βρίσκονται στον Πόντο) βρίσκονται πάνω σε σημαντικό κλασικό και μεσαιωνικό δρόμο. Παρ’ όλα αυτά το μέρος δεν αντιστοιχεί με κανένα σταθμό στα Δρομολόγια. Αν το Κουντούρ προερχόταν από ελληνικό όνομα, θα ήταν κάτι σαν Κουνδοῦρος, παρά Κιντή ή η περιοχή της Κιντικῆς. Πιο σημαντικό, αν ο Ιωάννης Κομνηνός ανησυχούσε για έλλειψη προμηθειών και επίθεση Τουρκμένων, θα είχε διαχειμάσει στη βυζαντινή παράκτια επικράτεια και όχι στην καρδιά των εδαφών των Ντανισμέντ, στον μεγάλο δρόμο μεταξύ των τουρκμενικών οχυρών Νικσάρ και Κογιουλχισάρ, σε ανυπεράσπιστη θέση σε φαράγγι επί του οποίου δεσπόζουν βουνά που υψώνονται στα 1.500 μέτρα και με επισφαλείς γραμμές τροφοδοσίας προς βορρά (όπως διαπίστωσε αργότερα όταν κύκλωσε τη Νικσάρ).
Ο προδρομικός στίχος υποδεικνύει ότι οι Βυζαντινοί αντιμετώπισαν τη δυσκαμψία του χειμώνα στα βουνά τον Φεβρουάριο του 1140, προφανώς μετά τη διαχείμαση του βυζαντινού στρατού στην Κιντή, και κατά την πορεία τους προς τον Λύκο. Συνδυάζοντας τον στίχο και την περιγραφή του Χωνιάτη, φαίνεται πολύ πιθανό ότι τα χειμωνιάτικα βουνά βρίσκονταν ανάμεσα στην Κιντή και τη Νικσάρ. Η διαδρομή από το Κουντούρ προς τη Νικσάρ ακολουθεί την κοιλάδα του Λύκου και δεν παρουσιάζει προβλήματα. Η διαδρομή από τη Νικσάρ προς την ακτή (είτε προς Φάτσα, μέσω Bartae, είτε προς Ούνιε, αμφότερες λίγο ανατολικά από το δέλτα του Ίρι) είναι πολύ ορεινή και είναι συνήθως κάτω από χιόνι τον Φεβρουάριο. Μάλιστα ο Νικήτας Χωνιάτης δεν υπονοεί ότι η Κιντή βρισκόταν αλλού και όχι στην ποντιακή ακτή, κατά μήκος της οποίας βάδιζε ο Ιωάννης, για να έχει ασφάλεια και προμήθειες. Το πιο βολικό μέρος για να ξεχειμωνιάσει θα ήταν το πλησιέστερο προς τη διαδρομή της Νικσάρ (Νεοκαισάρειας) οχυρό σε βυζαντινή πεδινή επικράτεια, που θα μπορούσε να προσφέρει λιμάνι προς Κωνσταντινούπολη και χειμερινή βοσκή για τα άλογα, τα οποία αργότερα θα έχανε στα βουνά. Το λιμναίο λιμάνι των Λιμνίων ήταν λιμάνι, ενώ η Ούνιε (Οίναιον) και η Φάτσα (Φαδισάνη), οι έξοδοι προς τη διαδρομή για Νικσάρ, λίγο ανατολικά, δεν ήσαν. Το δέλτα του Ίρι, όπως παρατήρησε ο Στράβων, ήταν διάσημο ως βοσκή αλόγων, ενώ οι Ποντικές Άλπεις είναι πολύ κοντά στις Ούνιε και Φάτσα για να παρέχουν ισοδύναμο βοσκότοπο.
Είναι εδώ που η αναφορά του Ιντρίσι σε αυτό που φαίνεται να είναι η Κιντή είναι αποκαλυπτική. Γραμμένο λίγο πριν το 1154, το χερσαίο δρομολόγιο του Σικελού Άραβα γεωγράφου από την Τραπεζούντα μέχρι την Κωνσταντινούπολη μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:52
Τραπεζούς–Χιρσούντα (Κερασοῦντα, Γκίρεσουν): | 2 ημέρες |
Χιρσούντα-Κάντια (στον Νέντκοβ) ή Κέντια (στον Ζομπέρ), «μικρή πόλη»: | 5 ημέρες |
Κάντια (Κέντια)–Άνια (Ἀμινσός, Σαμσούν),53 «πολύ μικρή πόλη»: | 3 ημέρες |
Άνια–Σινούμπουλι (Σινώπη, Σινόπ): | 2 ημέρες |
Σινούμπουλι–Σάμαστρι (Ἄμαστρις, Άμασρα): | 5 ημέρες |
Σάμαστρι–Αρακλάις ή Χαράκλια (Ἡράκλεια, Ερεγλί): | 3 ημέρες |
Αρακλάις (Χαράκλια)–Κωνσταντινούπολη: | 8 ημέρες. |
Για την Κάντια, ο Νέντκοβ προτείνει τη Νεοκαισάρεια, υποστηρίζοντας ότι θα μπορούσε να είναι παρερμηνεία στα αραβικά για την Κάσρα ή Καισάρεια.54 Ως Νικσάρ, όμως, η Νεοκαισάρεια διατηρούσε το πρόθεμά της τον 12ο αιώνα. Σε κάθε περίπτωση η ταύτιση είναι πολύ απίθανη, γιατί η πιο εντυπωσιακή πτυχή της διαδρομής του Ιντρίσι είναι ότι κατά τα άλλα ακολουθεί την ακτή σε όλη τη διαδρομή. Μια δύσκολη παράκαμψη προς τη Νεοκαισάρεια και πίσω θα ήταν εντελώς αδικαιολόγητη. Η Κάντια ή Κέντια πρέπει σίγουρα να αναζητηθεί πάνω ή κοντά στην ακτή, μαζί με όλα τα άλλα μέρη που αναφέρονται. Το δρομολόγιο έχει μάλλον ακανόνιστες αποστάσεις,55 αλλά όλα τα τοπωνύμια είναι στη σειρά.
Σύμφωνα με τον Ιντρίσι, η Κέντια ή Κάντια πρέπει να βρισκόταν στην ακτή, ή κοντά, στα πέντε όγδοα της διαδρομής μεταξύ Κερασούντας και Αμινσού ή, εν πάση περιπτώσει, πιο κοντά στην Αμινσό παρά στην Κερασούντα. Αυτό μας φέρνει στην ανατολική πλευρά του δέλτα του Ίρι και στον μοναδικό σημαντικό οικισμό στα 92 χλμ. μεταξύ Αμινσού και Οιναίου: τα Λιμνία. Αυτό το μακρύ και κατά τα άλλα χωρίς χαρακτηριστικά τμήμα διαδρομής ευτυχώς καθιστά περιττή την υπερβολική εξάρτηση από τις αποστάσεις του Ιντρίσι. Πιο ανατολικά, το Οίναιον, το Βοών και η Φαδισάνη ήσαν γνωστά στον Ιντρίσι, και είναι απίθανο να μπέρδεψε κάποιο από αυτά με την Κέντια ή Κάντια.56 Ομοίως, η Αμινσός και το Οίναιον ήσαν γνωστά (μάλλον καλύτερα) στον Χωνιάτη και είναι πολύ απίθανο να μπορούσε να μπερδέψει εκείνος κάποιο από τα δύο με την Κιντή.57
Το μεγάλο τραπεζούντιο οχυρό των Λιμνίων αναδείχθηκε τόσο ξαφνικά, με την πρώτη του αναφορά με εκείνο το όνομα το 1297, που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ο τόπος δεν υπήρχε πριν. Ήταν προσωπική ιδιοκτησία των Μεγάλων Κομνηνών, οι οποίοι αναμφίβολα αγαπούσαν και επανοχύρωσαν την τοποθεσία. Μήπως όμως τη μετονόμασαν κιόλας;
Προτείνουμε, λοιπόν, διστακτικά ότι η «μικρή πόλη» του Ιντρίσι, η Κάντια ή Κέντια, έγινε τα τραπεζούντια Λιμνία και ταυτίζεται επίσης με την Κιντή του Χωνιάτη και την περιφέρειά της Κιντική, όπου ο Ιωάννης Β’ Κομνηνός ξεχειμώνιασε μεταξύ 21 Δεκεμβρίου 1139 και Φεβρουαρίου 1140. Το επιχείρημά μας στηρίζεται σε πάρα πολλές υποθέσεις για να γίνει αποδεκτό χωρίς επιφύλαξη, αλλά η ταύτιση με τα Λιμνία είναι τουλάχιστον πιο εύλογη από εκείνη με την Κουντούρ Κιοπρού.
<-Ενότητα 4: Αμισός, Αμινσός, Σιμίσο και Σαμσούν | Ενότητα 6: Οίναιον και περιοχή Χαλυβίας-> |