07. Ενότητα 4. Αμισός, Αμινσός, Σιμίσο και Σαμσούν

<-Ενότητα 3: Από τη Σινώπη στον Άλυ Ενότητα 5: Δέλτα Ίρι, Λιμνία και το πρόβλημα τής Κιντής->

Ενότητα 4: Αμισός, Αμινσός, Σιμίσο και Σαμσούν

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Από τους αρχαίους χρόνους ένας οικισμός στις εκβολές του Λυκάστου (Μερντιρμάκ) στον κόλπο μεταξύ των δέλτα του Άλυ και του Ίρι παρείχε στην κεντρική Ανατολία σημαντική διέξοδο στον Εύξεινο. Οι δύο μεγάλοι του αντίπαλοι είχαν διαφορετικές λειτουργίες. Η Σινώπη, στα δυτικά, έχει δυσκολότερη πρόσβαση σε ενδοχώρα και είναι στην πραγματικότητα κέντρο εμπορικής δραστηριότητας για την Κριμαία. Η Τραπεζούς, στα ανατολικά, είναι ουσιαστικά η πύλη προς την Περσία. Η Αμισός έχει και εύφορη ενδοχώρα (Φαζιμωνίτις, Χιλιόκωμον και κοιλάδα του Λύκου) και σημαντική διαδρομή καραβανιών. Για αρκετές περιόδους υπήρξε το λιμάνι για Κωνσταντινούπολη της πιο άμεσης διαδρομής προς Σεβάστεια, Χαλέπι και Βαγδάτη. Τα τρία ήπια περάσματα νότια της Αμισού (το Μαχμούρ Νταγ στα 840 μ., το Χατζιλάρ Νταγ στα 820 μ. και το Καραντάγ στα 900 μ.) προσφέρουν την πιο εύκολη διαδρομή σε όλο το ανάπτυγμα των Ποντικών Άλπεων. Ένας περιηγητής του τέλους του 15ου αιώνα διαπίστωσε ότι η Τοκάτ βρισκόταν έξι μέχρι επτά ημέρες νότιά της και το Χαλέπι άλλες δεκαπέντε ημέρες.1 Για την ανατολική Ανατολία, οι έμποροι του ύστερου Μεσαίωνα, όταν εξέταζαν την Αμισό ως λιμάνι, έπρεπε να σταθμίζουν το χαμηλό κόστος της θαλάσσιας διαδρομής προς Τραπεζούντα με τα σχετικά υψηλά κομμέρκια που χρέωναν εκεί οι Μεγάλοι Κομνηνοί. Όμως, παρά τις δυσκολίες αποβίβασης, η Αμισός ήταν πάντοτε το φυσικό λιμάνι της κεντρικής Ανατολίας.

Το λιμάνι σίγουρα παρουσιάζει προβλήματα. Στην Αμισό, μια μεγάλη, επίπεδη πάνω φυσική ακρόπολη, που ονομάζεται Καρά ή Εσκί Σαμσούν, έχει θέα στη θάλασσα. Έχει μήκος περίπου 2,7 χλμ. από βορρά προς νότο και 1,5 χλμ. πλάτος, και υψώνεται στα 159 μ. Η τοποθεσία είναι εύκολα υπερασπίσιμη αλλά, όπως οι περισσότεροι παραθαλάσσιοι οικισμοί του Πόντου, δύσκολα μπορεί να ονομαστεί λιμάνι. Η ακρόπολη φτάνει στη θάλασσα σε απόκρημνο ακρωτήριο (που ονομάζεται Αγία Άννα στους ελληνικούς πορτολάνους του 16ου αιώνα2) και υπάρχει κάποιο καταφύγιο στην ανατολική πλευρά, όπου υπήρχαν καθαρά υπολείμματα τεράστιου κλασικού μόλου.3 Όμως, παρόλο που ο Αμπουλφέντα περιγράφει το μέρος ως «διάσημο λιμάνι»,4 δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ήταν ακόμη χρήσιμο κατά τον Μεσαίωνα. Στον χωρίς παλίρροια Εύξεινο, καΐκια μέχρι και 40 τόνων εξακολουθούν να έλκονται με βαρούλκα στην ακτή και να φορτώνονται. Μπορούν να καθέλκονται πάνω σε κύλιστρα με τη χειρωνακτική βοήθεια μέχρι και εβδομήντα βοηθών. Οτιδήποτε μεγαλύτερο (και τα περισσότερα ιταλικά πλοία στον Εύξεινο στα τέλη του Μεσαίωνα ήσαν μεγαλύτερα) έπρεπε να αγκυροβολήσει. Μέχρι πολύ πρόσφατα τα πλοία έπρεπε να στέκονται στα ανοιχτά της Σαμσούν, στα ανατολικά της κλασικής Αμισού, και να εκφορτώνουν φορτία και επιβάτες με μαούνες. Συνολικό φορτίο μεταξύ πεντακοσίων χιλιάδων και ενός εκατομμυρίου τόνων ετησίως εξυπηρετούνταν έτσι στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα.5

ΙΣΤΟΡΙΑ

Τα στοιχεία για την πρώιμη ακμή της Αμισού, ως ελληνικής αποικίας και ως μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις του βασιλείου του Μιθριδάτη, είναι άφθονα.6 Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Στράβων κάνει λόγο για την καλλιέργεια της ελιάς στην περιοχή.7 Το γεγονός ότι η ελιά δεν καλλιεργείται πιο δυτικά, κατά μήκος της ακτής της Παφλαγονίας, μπορεί να οφείλεται στη συγκριτική σπανιότητα των πρώιμων ελληνικών οικισμών σε αυτήν την ακτή. Η ακρόπολη της Αμισού λεηλατήθηκε σοβαρά από τον στρατό του Λούκουλλου, αλλά η ρωμαϊκή Μισός ανέκαμψε και φαίνεται ότι είχε επεκτείνει τις γειτονιές της (vici) στην τοποθεσία της σύγχρονης Σαμσούν και, ίσως, στον νότο.8 Υπήρχε σημαντική εβραϊκή αποικία.9 Αρμενική εγκατάσταση μεγάλης κλίμακας φαίνεται ότι ήρθε αργότερα, ίσως μετά την πτώση της Αμάσειας του Μπαγκράτ στα μέσα της δεκαετίας του 1070 ή μετά την λεηλασία της Σεβάστειας από τον Τιμούρ το 1400. Σε κάθε περίπτωση οι Αρμένιοι της Αμισού μιλούσαν τη διάλεκτο Τοκάτ.10

Η παλαιότερη αναφορά σε επίσκοπο Αμισού, υπαγόμενο στην Αμάσεια, γίνεται για πρώτη φορά στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451. Είναι γνωστοί εννέα επίσκοποι, ο τελευταίος στα μέσα του 12ου αιώνα. Η επισκοπική έδρα δεν αναφέρεται σε καταλόγους μετά τον 13ο αιώνα,11 αλλά η Αμισός σίγουρα είχε χριστιανούς από την πρώιμη περίοδο. Ήταν ένα από τα μέρη όπου υποτίθεται ότι είχε αναπτύξει προσηλυτιστική δραστηριότητα ο Άγιος Ανδρέας. Ο Άγιος Φωκάς της Σινώπης ανατράφηκε εκεί υπό τον Τραϊνό. Ένας μικρός στρατός παρθένων –η Αλεξανδρία, η Κλαυδία, η Ευφρασία, η Ματρώνα, η Ιουλιανή, η Ευφημία και η Θεοδοσία– μαρτύρησαν υπό τον Γαλέριο και η Αγία Χαριτίνη επί Διοκλητιανού.12

Η Αμισός διατήρησε τη σημασία της επί Ιουστινιανού13 και σε όλη τη βυζαντινή περίοδο. Ήταν προπύργιο του θέματος των Αρμενιακών. Αλλά η δεύτερη άλωσή της προήλθε από έναν εμίρη της Μελιτηνής το 860 ή το 863, με πιθανότερη τη δεύτερη χρονολογία.14 Λεηλάτησε την πόλη και γκρίνιαζε ότι η θάλασσα έπρεπε να μαστιγωθεί, καθώς τον εμπόδιζε να εισβάλει περαιτέρω. Αλλά η Αμισός συνήλθε. Σφραγίδες κομμερκιάριων επιβεβαιώνουν την εμπορική σημασία του τόπου και, στα τελευταία λόγια του De administrando imperio, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος σημείωνε ότι, «αν δεν περάσουν σιτηρά από την Αμινσό… οι Χερσωνίτες δεν μπορούν να ζήσουν».15

Αυτή η δήλωση είναι ενδιαφέρουσα επειδή, τον 14ο αιώνα, η κατάσταση είχε σχεδόν αντιστραφεί και ήταν η Κριμαία εκείνη που εξήγαγε σιτηρά, καθώς επίσης επειδή αυτή είναι μια από τις παλαιότερες ορθογραφίες του Αμι(ν)σός με παρεμβατικό “ν”. Διάφορες θεωρίες έχουν προβληθεί για να εξηγήσουν τη νέα, και ολοένα και πιο δημοφιλή, μορφή του ονόματος, αλλά φαίνεται ότι δεν είναι τίποτε περισσότερο από το κοινό «λογικό “ν”» πριν από συριστικό ομιλίας, που άρχιζε να διεισδύει σε γραπτές μορφές.16

Όπως οι Άραβες, οι Τουρκμένοι και οι Σελτζούκοι προσπάθησαν να φτάσουν στη θάλασσα μέσω της Αμινσού. Πέρασε στα χέρια των Τούρκων περί το 1194 και έγινε μέρος των εδαφών του Ρουχ αλ-Ντιν, συμμάχου του Αλεξίου Γ’ [Αγγέλου], ο οποίος όμως άσκησε πίεση στους Τούρκους εμπόρους του τόπου το 1200.17 Τέσσερα χρόνια αργότερα η πόλη πέρασε στους Αλέξιο και Δαβίδ Κομνηνούς.

Ποια ήταν η κατάσταση κατά τη διάρκεια της πρώτης τουρκικής κατοχής της περιόδου 1194-1204; Αρχικά, ο Σάββας, Έλληνας δυνάστης της «Σαμψούντας» εκείνης της περιόδου, έχει υποβιβαστεί εδώ και πολύ καιρό στο νόμιμο φέουδό του της Πριήνης.18 Όμως η Αμινσός φαίνεται ότι πέρασε στους Τούρκους χωρίς μάχη και ότι ανακαταλήφθηκε εξίσου ανέμελα, παρά το γεγονός ότι η ανακατάληψη προκάλεσε σημαντική αναστάτωση στις εμπορικές και πολιτικές φιλοδοξίες των Σελτζούκων. Ο Ιμπν αλ-Αθίρ αναφέρει ότι οι Κομνηνοί «έκλεισαν τη θάλασσα» στους Τούρκους και ότι η απώλεια της Αμινσού προκάλεσε κρίση στο μεγάλο σελτζουκικό εμπορικό κέντρο της Σίβας (Σεβάστειας).19 Έχοντας εμποδιστεί στον Εύξεινο, ο Καϊχοσρόης αναζήτησε διέξοδο στην Αττάλεια (που πάρθηκε το 1207) στις ακτές της Μεσογείου, με εκτεταμένες συνέπειες για το μέλλον του κράτους των Σελτζούκων. Αυτό που φαίνεται ότι συνέβη στην Αμινσό ήταν η διείσδυση και εγκατάσταση Τουρκμένων τις δεκαετίες πριν από το 1194 και η ίδρυση του ανταγωνιστικού λιμανιού της Σαμσούν, πλάι-πλάι με την Αμινσό. Η Σαμσούν βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Σελτζούκων κατά τη δεκαετία περίπου 1194-1204, αλλά είναι πολύ πιθανό η Αμινσός να παρέμεινε ελληνική και να μην υπήρξε αγώνας αλλά τοπική διευθέτηση συμφερόντων.

Τον 14ο αιώνα η τουρκική Σαμσούν και η γενουάτικη Σιμίσο ήσαν πια ξεχωριστοί οικισμοί, που είχαν αντικαταστήσει τη βυζαντινή Αμινσό και συνυπήρχαν δίπλα στα ερείπια της κλασικής Αμισού και της ρωμαϊκής Μισού. Παρά τις κυκλοφορούσες τουρκικές εξηγήσεις για τις διαφορές του ονόματος, αποτελούν όλες, φυσικά, παραλλαγές του ίδιου ονόματος. Η κατάσταση του 14ου αιώνα μπορεί να συγκριθεί με εκείνη στη Σμύρνη, όπου τα κάστρα των εμίρηδων του Αϊδινιού και των Γενουατών βρίσκονταν το ένα απέναντι στο άλλο, και με εκείνη στο Ποντιακό Οίναιον, όπου υπήρχαν ελληνικά και τουρκμενικά χωριά δίπλα-δίπλα.

Όλες οι πηγές τονίζουν την εγγύτητα της Σιμίσο και της Σαμσούν. Τρεις προέρχονται από την περίοδο 1400-4. Ο Αραμπσάχ δηλώνει ότι η Σαμσούν, «φρούριο στην ακτή της θάλασσας των Μουσουλμάνων, [βρισκόταν] απέναντι από όμοιο οχυρό των πονηρών Χριστιανών, που τα δύο απέχουν λιγότερο από μια ανάσα και το ένα φοβάται το άλλο».20 Ο Σιλτμπέργκερ εξηγεί ότι «η Σαμσόν αποτελείται από δύο πόλεις η μία απέναντι από την άλλη, και τα τείχη τους απέχουν, της μιας από της άλλης, βολή βέλους. Στη μια από αυτές τις πόλεις υπάρχουν χριστιανοί, και εκείνη την εποχή την κατείχαν οι Ιταλοί της Γένουας. Στην άλλη είναι Άπιστοι, στους οποίους ανήκει η χώρα».21 Δύο χρόνια αργότερα ο Κλαβίχο διαπίστωνε, ότι «αυτή η πόλη έχει δύο κάστρα: το ένα από αυτά ανήκει στους Γενουάτες, ενώ το άλλο με το παρακείμενο λιμάνι και το πλοίο της πόλης βρίσκεται στα χέρια [των Τούρκων], για τον λόγο αυτό δεν τολμήσαμε να πάμε στο λιμάνι εδώ, αλλά παραμείναμε στη θάλασσα, στα ανοιχτά».22

Το πρόβλημα είναι να διαχωριστούν οι τοποθεσίες, γιατί κανένα κάστρο δεν σώζεται τώρα. Θα δείξουμε ότι η κλασική Αμισός μάλλον εγκαταλείφθηκε περί τον 12ο αιώνα. Απείχε μάλλον περισσότερο από «απόσταση αναπνοής» ή «βολή βέλους» από τη Σαμσούν και δεν είναι καθόλου πιθανό ότι οι Τούρκοι θα αποδέχονταν ένα γενουάτικο κάστρο στην ακρόπολη, απ’ όπου θα πτοούσε το δικό τους φρούριο στην ακτή. Και τα δύο κάστρα, λοιπόν, βρίσκονταν μάλλον στην παραλία. Αν η ακρόπολη εγκαταλείφθηκε τον 12ο αιώνα, η τοποθεσία που κατέλαβαν οι Τούρκοι το 1214 πιθανότατα αντιπροσωπεύει επίσης την υστερο-βυζαντινή Αμινσό. Ακολούθησε αργότερα το γενουάτικο κάστρο.

Η σύγχρονη πόλη της Σαμσούν εκτείνεται επί 3 περίπου χιλιόμετρα κατά μήκος της ακτής, νοτιοανατολικά της ακρόπολης της Αμισού. Έχει τέσσερις ξεχωριστές συνοικίες. Δύο (το Καντικιόι, ελαφρώς στην ενδοχώρα στις πλαγιές της ακρόπολης στα νότια, και η περιοχή Τσιφτλίκ Τζάντεσι στην ενδοχώρα στα δυτικά) είναι ελληνικές και αρμενικές δημιουργίες του 19ου αιώνα. Πιο κοντά στη θάλασσα βρίσκονται δύο τουρκικές συνοικίες, χωρισμένες από τον τεράστιο τοίχο του παλιού παζαριού: η μία βορειοδυτικά και η άλλη νοτιοανατολικά. Η βορειοδυτική περιοχή είναι σαφώς η παλαιότερη και ενσωματώνει το παλιό παζάρι και το παλαιότερο τουρκικό κτίριο της πόλης, το Παζάρ Τζαμί του 13ου αιώνα, χτισμένο υπό το Ιλχανάτο κοντά στην παραλία και περίπου 1,2 χλμ. ανατολικά της ακρόπολης. Το προτείνουμε ως τοποθεσία της υστερο-βυζαντινής Αμινσού και της πρώιμης τουρκικής Σαμσούν. Ως εκ τούτου, η γειτονική νοτιοανατολική περιοχή είναι πιθανό να ήταν η τοποθεσία της γενουάτικης Σιμίσο. Οι δύο πόλεις θα συζητηθούν χωριστά.

Η πόλη και το κάστρο της Σαμσούν (η βορειοδυτική περιοχή) πιθανότατα ιδρύθηκε ως τουρκικός οικισμός μετά την «ανακατάληψη» του τόπου από τους Σελτζούκους το 1214. Είναι πιθανό ότι πέρασε στα χέρια του περβάνε, και στα τέλη του αιώνα ήταν ιδιοκτησία του εγγονού του, του Μασούντ Μπεγκ. Μετά την αποχώρηση των Μογγόλων, παραχωρήθηκε στη δυναστεία Ισφεντιγιάρογλου της Σινώπης. Ο Βαγιαζήτ Α’ την κατέλαβε από τον Τζουνέιντ το 1392 ή το 1394, αλλά οι Μογγόλοι εμπόδισαν κάθε εμπόριο μέσω του τόπου το 1401.23 Το 1404 βρισκόταν πια στα χέρια του γιου του Βαγιαζήτ, του Μιρ Σουλεϊμάν Τσελεμπή.24 Οι Ισφεντιγιάρογλου την ανακατέλαβαν το 1419, αλλά επέστρεψε στους Οθωμανούς και στον Μεχμέτ Α’ λίγο αργότερα. Εκτός από ένα νομισματοκοπείο Σελτζούκων και Μογγόλων την περίοδο 1233-48, η Σαμσούν δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα σημαντική, παρόλο που πρόσφερε στους Οθωμανούς, όπως και στους Σελτζούκους, πρόσβαση στον Εύξεινο σε εμπορικά σημαντικό μέρος. Μετά το Παζάρ Τζαμί, τα παλαιότερα μουσουλμανικά μνημεία στη Σαμσούν είναι μια επιγραφή του 1323 και ένα τζαμί του 1503.25

Η Σιμίσο (η νοτιοανατολική περιοχή) ήταν όμως σχετικά σημαντική και δεν ενοχλήθηκε πολύ από τα γεγονότα στη γειτονική Σαμσούν, μόνο σε «απόσταση αναπνοής» ή «βολής βέλους», μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα. Μέχρι τότε τα δύο μέρη αποτελούσαν αποτελεσματική συνεργασία του ιταλικού κεφαλαίου και της ναυτικής τεχνογνωσίας με τις τουρκικές διαδρομές εμπορευμάτων και ανεφοδιασμού.26 Ο πρώτος Ιταλός –ένας Ενετός– που είναι γνωστό ότι επισκέφτηκε το μέρος ήρθε το 1212, όταν ήταν ακόμη Τραπεζούντια Αμινσός. Ο γενουάτικος σταθμός της Σιμίσο ιδρύθηκε με βεβαιότητα περί το 1285. Εδώ οι Γενουάτες διατηρούσαν πρόξενο και οχυρωμένη εμπορική εγκατάσταση (comptoir). Ένας οίκος Φραγκισκανών αναφέρεται το 1320, το 1334 και το 1390. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η φράγκικη συνοικία του 19ου αιώνα και η λατινική εκκλησία βρίσκονταν στην τοποθεσία που προτείναμε για τη Σιμίσο. Η Σιμίσο (ή παραλλαγές του ονόματος), όπως ονομαζόταν τώρα στα ιταλικά έγγραφα και στους πορτολάνους, πρόσφερε αντίπαλη διέξοδο στην Τραπεζούντα, απαλλαγμένη από τους υψηλούς δασμούς των Μεγάλων Κομνηνών.27 Στους ντόπιους Έλληνες και Αρμένιους, που πιθανώς αποτελούσαν ακόμη την πλειοψηφία του πληθυσμού, η Σιμίσο παρείχε προστασία. Εκεί κατέφυγε το 1363 ο Γεώργιος Σχολάρης, μέγας λογοθέτης της Τραπεζούντας, που είχε σχέσεις με Γενουάτες.28

Κατά τη διάρκεια της εισβολής του Τιμούρ και μετά την οθωμανική ανακατάληψη του 1419, οι συνθήκες του εμπορίου έγιναν λιγότερο επικερδείς, αν και δεν είναι σαφές αν η Σιμίσο δεν συμμετείχε απλώς στη γενική παρακμή του ιταλικού εμπορίου του Ευξείνου. Οι Ενετοί έστελναν τα τρία πλοία τους για διήμερη εμπορική περίοδο το 1421, αλλά την ίδια χρονιά ένας αρμενικός κολοφώνας καταγράφει μια καταστροφική πυρκαγιά στην πόλη. Στους πλειστηριασμούς (incanti) του 1426, ένα από τα τρία (τώρα με σύνεση οπλισμένα) πλοία που δημοπρατήθηκαν στη διαδρομή Τραπεζούντας και Σιμίσο δόθηκε για το χλευαστικό ποσό της μιας πέννας. Το κανονικό ποσό ήταν περίπου 100 στερλίνες. Η γενουάτικη αποικία αναφέρεται για τελευταία φορά σε ιταλικές πηγές το 1424 και έφυγε σε μεγάλο βαθμό λίγο μετά, ίσως πριν από τους ενετικούς ινκάντι του 1426. Οι Γενουάτες πυρπόλησαν τη βάση τους πριν φύγουν. Όμως οθωμανικά ντεφτέρ του 1481-1512 δείχνουν ότι στη Σαμσούν εξακολουθούσαν να ζουν έξι νοικοκυριά Φράγκων.29

Ο Σφραντζής ναυάγησε στη Σαμσούν το 1449. Ήταν ένα από τα λιμάνια από τα οποία απαγορευόταν η πρόσβαση στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του 1452.30 Στη συνέχεια, η τώρα πια πιθανότατα μία πόλη έπεσε σε παρακμή μέχρι την εκπληκτική αναβίωσή της ως το λιμάνι του μεγάλου δρόμου Κωνσταντινούπολης-Βαγδάτης τον 19ο αιώνα. Ακόμη και τη δεκαετία του 1860 υπήρχε μόνο ένα μικρό τουρκικό χωριό στην ακτή και ένα μικρότερο ελληνικό προάστιο στην ενδοχώρα, στο Καντικιόι. Ο συνδυασμένος πληθυσμός τους δεν έφτανε τις 5.000. Το 1910 η Σαμσούν αριθμούσε πια πάνω από 40.000 ψυχές και Έλληνες, Αρμένιοι ή Φράγκοι έλεγχαν τουλάχιστον 142 από τις 156 επιχειρήσεις της και το 85% των μεριδίων της αγοράς καπνού Μπάφρας. Υπήρχε ελαφρά χριστιανική πλειοψηφία στον πληθυσμό.31

ΜΝΗΜΕΙΑ32

1. Αμισός και Μισός

Η κύρια κλασική και πρωτο-βυζαντινή τοποθεσία στην ακρόπολη βρίσκεται τώρα σε στρατιωτική ζώνη και είναι γενικά απρόσιτη. Το μακρύ περίγραμμα των ελληνιστικών τειχών διασωζόταν σε σημαντικό βαθμό μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Υπήρχαν αξιοσημείωτα ερείπια το 1935, αλλά λίγα ίχνη από αυτά μπορούν να διακριθούν τώρα.33 Υπήρχαν ή υπάρχουν αρκετοί λαξευμένοι σε βράχο τάφοι, από τους οποίους δύο από τους μεγαλύτερους μετατράπηκαν αργότερα σε εκκλησίες. Ο «Τάφος του Αγίου Πέτρου» στα νότια της ακρόπολης ήταν ακόμη κέντρο λατρείας το 1905, όπως και το μεγαλύτερο «Μανάστιρι» στη δυτική πλευρά, το οποίο οι Κουμόντ αναγνώρισαν, με βάση ένα επιτάφιο επίγραμμα, ως εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.34 Στο μεγαλύτερο σπήλαιο ήσαν ακόμη ορατά ίχνη τοιχογραφιών. Στην ακρόπολη υπήρχαν πολλές δεξαμενές, μία πλάτους 12 μ. με τέσσερις μαρμάρινους κίονες και θόλους από κεραμίδια και κονίαμα, που θύμιζαν στους Κουμόντ εκείνες της Κωνσταντινούπολης. Το 1959 ο Ουίνφιλντ είδε αυτή τη δεξαμενή όταν την αποκάλυψαν επιχειρήσεις μπουλντόζας και επιβεβαιώνει ότι φαίνεται να ήταν πρώιμο βυζαντινό έργο. Το 1970 ο Μπράιερ παρατήρησε την αποκάλυψη και καταστροφή σημαντικής τοιχοποιΐας από τούβλα και κονίαμα (προφανώς πρωτο-βυζαντινής εποχής), καθώς και μεγάλο θολωτό κτίσμα από πέτρα όμορφης όψης (πιθανότατα κλασικής) στις βορειοανατολικές πλαγιές της ακρόπολης. Σε αυτήν την περιοχή ο Χάμιλτον σημείωσε σπηλιά που ονομαζόταν ἡ πηγή και μια σοβατισμένη δεξαμενή και, λίγο προς τα νότια, «απομεινάρια ενός τετράγωνου κτιρίου με στρογγυλό πύργο στη μια γωνία, προφανώς βυζαντινής κατασκευής, με ρωμαϊκά κεραμίδια αναμιγμένα με αυτό».35 Στο νότιο άκρο της ακρόπολης ο Χάμιλτον σημείωσε μια ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου, η οποία είχε μετατραπεί σε τζαμί, ενώ ο Σμιτ είδε ημικυκλικούς πύργους, μαρμάρινες πλάκες και τα ερείπια ναού με κίονες και ανάγλυφα.36

Έχει βρεθεί αριθμός κλασικών ψηφιδωτών δαπέδου. Κανένα δεν έχει δημοσιευθεί και πολλά λέγεται ότι καταστράφηκαν, όταν μεγάλο μέρος της βόρειας ακρόπολης ισοπεδώθηκε για στρατιωτική εγκατάσταση και σε επισκευές δρόμων στη βορειοδυτική περιοχή της Σαμσούν. Το 1959 ο Ουίνφιλντ είδε ένα ψηφιδωτό με γεωμετρικό περίγραμμα κοντά στη στέρνα του Χάμιλτον. Το 1967 παρόμοια ψηφιδωτά και απλές κολόνες από γρανίτη απομακρύνθηκαν όταν ανασκάφηκαν αποθήκες για ένα αμερικανικό γήπεδο γκολφ στην ακρόπολη. Σωζόμενο ψηφιδωτό σε αποθήκη, που είδε ο Μπράιερ το 1969, έδειχνε σχήματα των Τεσσάρων Εποχών εντός γεωμετρικού περιγράμματος (φωτ. 26α). Ελληνορωμαϊκό ψηφιδωτό, μέρος του οποίου απεικονίζει τη Θέτιδα και τον Αχιλλέα, βρέθηκε πριν από το 1961 και σώζεται στο Erkek Sanat Enstitüsü (φωτ. 26β). Φωτογραφίες άλλων κλασικών ψηφιδωτών, αλλά καμία ένδειξη για την αρχική ή την παρούσα θέση τους, είναι διαθέσιμες στο Μουσείο της Σαμσούν.

Όλες οι δικές μας, και προηγούμενες, παρατηρήσεις υποδηλώνουν ότι δεν υπήρξε σημαντική κατάληψη της θέσης της ακρόπολης μετά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη συνήθη μεσο-βυζαντινή εμπειρία, όταν οι κάτω πόλεις-αγορές έτειναν να αντικαταθίστανται από πάνω ακροπόλεις φρουράς, αλλά η απουσία μεταγενέστερων βυζαντινών κτισμάτων, επιγραφών και θραυσμάτων που σημειώσαμε στην ακρόπολη, επιβεβαιώνουν ότι η ευκολία ενός οικισμού στην παραλία, κοντά στον σπασμένο κλασικό μόλο, υποσκέλιζε τα αμυντικά πλεονεκτήματα της ακρόπολης.

2. Σαμσούν

Τα στοιχεία που έχουμε, λοιπόν, υποδηλώνουν ότι η μεταγενέστερη βυζαντινή πόλη μετακόμισε από την ακρόπολη στην ακτή της Αμυνσού πριν από το 1194, ότι υπήρξε περίοδος ελληνο-τουρκμενικής συνύπαρξης, αλλά ότι η τοποθεσία αυτή έγινε τουρκική Σαμσούν μετά το 1214 και ότι η γενουάτικη Σιμίσο ιδρύθηκε δίπλα της αργότερα τον ίδιο αιώνα. Οι Χάμιλτον, Σμιθ, Βαν Λένεπ και Μπράις σημείωσαν ένα κάστρο στη Σαμσούν. Οι αφηγήσεις του Χάμιλτον και του Σμιθ, το 1836 και περί το 1850 αντίστοιχα, είναι συμπληρωματικές. Ο Χάμιλτον παρατήρησε ότι το κάστρο βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα, η οποία έφτανε στη βορειοανατολική γωνία του. Χτισμένο σε διαφορετικές περιόδους, το κάτω μέρος «αποτελείται από μεγάλα τετράγωνα κομμάτια πέτρας, ενώ το ανώτερο τμήμα έχει επισκευαστεί με μικρές πέτρες. Δεν νομίζω όμως ότι το πρώτο είναι ελληνικό, αλλά βυζαντινό, αν και έχει κατασκευαστεί με υλικά που προέρχονται από τα ερείπια τής Αμισού. Το πάνω μέρος είναι απλώς τουρκική αποκατάσταση ή προσθήκη».37 Ο Σμιθ είχε την ίδια εντύπωση. «Το τουρκικό κάστρο της Σαμσούν έχει χτιστεί σε δύο πολύ διαφορετικές εποχές. Γιατί το κάτω μέρος είναι κατασκευασμένο από μεγάλες καλοδουλεμένες πέτρες, ενώ το πάνω προστέθηκε πιο πρόσφατα, σε πολύ κατώτερο στυλ κατασκευής. Όμως αυτό το κτίριο θα πρόσφερε πολύ ανεπαρκή προστασία στην πόλη σε περίπτωση επίθεσης».38 Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι τα κατώτερα τμήματα του κάστρου αντιπροσώπευαν το υστερο-βυζαντινό φρούριο πριν από το 1194 και το υπόλοιπο τις τουρκικές προσθήκες μετά το 1214.

Τι ισχύει όμως για το γενουάτικο κάστρο της Σιμίσο; Ο Βαν Λένεπ και ο Μπράις νόμιζαν ότι το είχαν δει. Το 1864 ο Βαν Λένεπ παρατήρησε ότι ένας φάρος είχε χτιστεί πάνω στο κάστρο της Σαμσούν, ο οποίος, «ως συνήθως», αποδιδόταν στους Γενουάτες, ότι τα διασωζόμενα τείχη και οι πύργοι της κατασκευής βρίσκονταν σε αποσύνθεση και ότι το εσωτερικό περιείχε σπίτια και καταστήματα.39 Το 1869 η παλιά τουρκική περιοχή στα βορειοδυτικά της πόλης κατεδαφίστηκε σε προσπάθεια εξάλειψης της ελονοσίας και άλλων λοιμώξεων.40 Αλλά το 1876 ο Μπράις δεν μπορούσε να βρει «κανένα αξιοθέατο, εκτός από τα ερείπια ενός υπέροχου παλιού γενουάτικου κάστρου με κίτρινα τείχη σε αποσύνθεση, που χρονολογούνται από τον 14ο αιώνα», με αυλή με κιονοστοιχία.41 Λίγο μπορούμε να βασιστούμε στις δύο τελευταίες αναφορές. Οι Τούρκοι του Πόντου συνήθως ενημερώνουν τους επισκέπτες ότι όλα τα παλιά κάστρα είναι γενουάτικα. Ο Βαν Λένεπ και ο Μπράις δεν φαίνεται να έχουν δει τίποτε περισσότερο από το εν μέρει βυζαντινό και εν μέρει τουρκικό κάστρο του Χάμιλτον και του Σμιθ. Το φρούριο της γενουάτικης Σιμίσο πιθανότατα καταστράφηκε με την αποχώρηση των Ιταλών από τον τόπο μετά το 1424.

3. Άλλες τοποθεσίες

Ο παραθαλάσσιος οικισμός, παρά η ακρόπολη, φαίνεται να είναι το καταλληλότερο μέρος για τον κάμπο, ο οποίος αναφέρεται στον Βίο του Αγίου Κλήμεντος της Αγκύρας.42 Ένα μοναστήρι τῆς Γέννας, στο οποίο αναφέρεται ο Ιωάννης Μαυρόπους στον δικό του Βίο του Δωροθέου, δεν μπορεί να εντοπιστεί.43 Στον Βίο του Αγίου Νίκωνος του Μετανοείτε αναφέρεται ἡ χρυσῆ πέτρακαι το μοναστήρι της στην ενδοχώρα.44 Καλή τοποθεσία μεταξύ άλλων για αυτήν θα ήταν το Τσακαλί, 25 χλμ. νοτιοδυτικά της Σαμσούν στον παλιό δρόμο προς Καβάκ. Εδώ το 1836 ο Μπορέ βρήκε μια «παλιά εκκλησία βυζαντινού ρυθμού»,45 από την οποία δεν μπορούμε να εντοπίσουμε τίποτε σήμερα.

<-Ενότητα 3: Από τη Σινώπη στον Άλυ Ενότητα 5: Δέλτα Ίρι, Λιμνία και το πρόβλημα τής Κιντής->
error: Content is protected !!
Scroll to Top