06. Ενότητα 3. Από τη Σινώπη στον Άλυ

<-Ενότητα 2: Σινώπη Ενότητα 4: Αμισός, Αμινσός, Σιμίσο και Σαμσούν->

Ενότητα 3: Από τη Σινώπη στον Άλυ

Τα 142 χιλιόμετρα ακτής μεταξύ της Σινώπης και του δέλτα του Άλυ είναι περιέργως απόμερα. Αν και οι πρόποδες είναι γενικά απομακρυσμένοι από τη θάλασσα πριν συναντήσουν τα Παφλαγονικά βουνά στα νοτιοδυτικά, η παράκτια πεδιάδα είναι φτωχή, εξακολουθεί να κατοικείται αραιά και έχει απροσδόκητα δύσκολες χερσαίες επικοινωνίες. Δεν υπάρχουν κύριες διαδρομές προς την ενδοχώρα, και μέχρι πρόσφατα ήταν ευκολότερο να παίρνει κανείς πλοίο κατά μήκος της ακτής παρά τον δρόμο.

Η ιστορία αυτού του τμήματος της ακτής φαίνεται ότι ακολούθησε εκείνη της Σινώπης. Παρά την καταστροφή των Ντανισμέντ και, αργότερα, των Σελτζούκων τον 12ο αιώνα, παρέμεινε πιθανότατα στα ελληνικά χέρια μέχρι το 1214 περίπου. Υπήρξαν περίοδοι ανακατάληψης των Τραπεζούντιων περί το 1222 και πάλι περί το 1254-65, αλλά στα τέλη του 13ου αιώνα η τουρκική Αμινσός απομόνωσε πολιτικά την ακτή από τον υπόλοιπο ελληνικό Πόντο και η εκκλησιαστική της μητρόπολη στην Αμάσεια είχε ουσιαστικά εξαφανιστεί. Σε αντίθεση με τον υπόλοιπο Πόντο, η ζωή των ελληνικών κοινοτήτων φαίνεται ότι είχε λήξει τον 14ο αιώνα και, εκτός από τις Παύρες, δεν αναβίωσε τον 19ο. Υπάρχουν λίγα μνημεία στην περιοχή. Περιορίζονται στην Κάρουσα, τον Ζάληκο-Λεοντόπολη και τις Παύρες.

Α. ΚΑΡΟΥΣΑ

Θέση και ταυτοποίηση

Κάρουσ[σ]α, Carusa, Carossa, Caroxa, Canosa, Charosa, Καρουσία, τό Καρόξε, ή ἡ Κάρουσα,1 είναι η σύγχρονη Γκέρζε, το μόνο καλό λιμάνι μεταξύ Σινώπης (49 χλμ. δυτικά) και της Αμινσού (140 χλμ. ανατολικά). Το λιμάνι προστατεύεται από τον βορρά από μικρό ακρωτήριο και υποστηρίζεται από πρόποδες λόφων. Δεν υπάρχει πια κανένα σημάδι στην πόλη από τις εκκλησίες της.2

Ιστορία

Εκτός από τις αναφορές στους Περίπλοες, η Κάρουσα φαίνεται να αναφέρεται μόνο το 1222 ή κάπου τότε, όταν εκστρατευτικό σώμα Τραπεζούντιων αποβιβάστηκε εκεί πριν βαδίσει εναντίον της Σινώπης.3

Β. ΖΑΛΗΚΟΣ-ΛΕΟΝΤΟΠΟΛΙΣ

Θέση και ταυτοποίηση

Ο Ζάληκος βρισκόταν κοντά στη θάλασσα στο δυτικό άκρο του προσχωσιγενούς δέλτα του Άλυ, στις εκβολές του Ζαλήκου και 210 στάδια δυτικά του Άλυ. Αντιστοιχεί στο σύγχρονο Αλατσάμ, 31 χλμ. δυτικά της σύγχρονης Μπάφρα.4 Ανακαλύψεις που έγιναν κοντά στο Αλατσάμ από τον Χάμιλτον το 1836 και από τους Μπερν και Χάρβεϊ το 1972 επιβεβαιώνουν αυτή την ταύτιση.5

Ιστορία

Υπάρχουν φιλολογικές μαρτυρίες για την ύπαρξη της πόλης από τους ύστερους κλασικούς χρόνους μέχρι τον 14ο αιώνα. Φαίνεται ότι είχε αυτοκρατορικές διασυνδέσεις. Ο Ιεροκλής τον ονομάζει Σάλτον Ζαλίχιον στον Ελενόποντο. Έλαβε το εναλλακτικό όνομα Λεοντόπολις (πιθανώς μετά το 474, σε αναγνώριση του Λέοντος Α΄), αλλά ο Ιουστινιανός την αναφέρει ως μηδαμινή πόλη.6 Η παλαιότερη μνεία επισκόπου Ζαλίχης γίνεται με την εκ μέρους του υποστήριξη του Αγίου Ευτυχίου, μελλοντικού πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (552-65). Η ίδια η έδρα, που συνήθως ονομάζεται Λεοντόπολη και δεν πρέπει να συγχέεται με το ισαυρικό της όνομα, υπαγόταν στην Αμάσεια και αναφέρεται σε καταλόγους μέχρι τον 13ο αιώνα.7 Υπάρχει λογοτεχνική και σιγιλλογραφική μαρτυρία για επτά επισκόπους, αλλά μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα η χριστιανική κοινότητα εκεί είχε περιέλθει σε δύσκολες στιγμές με την απομόνωση από την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και με το πέρασμα τόσο της Σινώπης όσο και της μητρόπολής της στην Αμάσεια σε απίστους. Ο τελευταίος ιεράρχης της Λεοντόπολης εμφανίζεται σε σύνοδο προσφύγων προκαθημένων το 1315 περίπου, όπου του αποδίδεται ο τίτλος του αρχιεπισκόπου. Στην Λεοντόπολη κατοικούσε τότε «πολύ λίγος χριστιανικός λαός». Ο επίσκοπος Σινώπης τέθηκε επικεφαλής των υποθέσεων της εκκλησίας της, αλλά δεν μπόρεσε να φτάσει στον τόπο λόγω «ξένων παρενοχλήσεων».8 Είναι μια από τις ελάχιστες πόλεις της ποντιακής ακτής, της οποίας το κλασικό και βυζαντινό όνομα δεν έχει διασωθεί.

Μνημεία

Μια επιγραφή που αναφέρεται σε εκκλησία των Αγίων Σέργιου και Βάκχου κατά τη διάρκεια της βασιλείας κάποιου αυτοκράτορα Ιουστίνου αναφέρεται από το Γκιουμενούζ, 5 χλμ. δυτικά του Αλατσάμ.9 Μια σαρκοφάγος του 5ου αιώνα με ανάγλυφο του Αγίου Πέτρου, που βρίσκεται τώρα στο Μουσείο του Βερολίνου, προερχόταν από το Καρά Αγάτς, στα νότια του Αλατσάμ.10 Στην ίδια περιοχή (ίσως στο «Ελιάς Νταγ» του Σούλτσε) ο Χάμιλτον σημείωσε ένα κάστρο σε λόφο και, πιο κάτω και σε πολύ κατάφυτη περιοχή, τα ερείπια «σημαντικού κτιρίου». «Οι συμπαγείς τοίχοι, που είναι χτισμένοι από εναλλασσόμενα στρώματα πέτρας και τούβλων, όπως εκείνοι τής Κωνσταντινούπολης, φαίνεται να ανήκουν στη βυζαντινή περίοδο, αλλά δεν είδα ούτε πόρτες ούτε παράθυρα».11

Οι δύο τοποθεσίες του Χάμιλτον είναι σχεδόν σίγουρα ταυτόσημες με εκείνες που εξέτασαν οι Μπερν και Χάρβεϊ. Λόφος που τώρα ονομάζεται Σίβρι Τεπέ, βρίσκεται ένα περίπου χλμ. από το Αλατσάμ υπό γωνία 229°. Η κορυφή του είναι ακανόνιστα περιτειχισμένη σε κατά προσέγγιση ορθογώνιο περίβολο, οι πλευρές του οποίου έχουν μήκος περίπου 32 μ., 36 μ., 25 μ. και 34 μ., αντίστοιχα. Στη βόρεια πλευρά μια αψιδωτή κατασκευή, πλάτους 5,22 μ. και βάθους 6,65 μ., προεξέχει στις 20°. Τα τείχη είναι διαφορετικών περιόδων: το ευθύ ανατολικό τείχος, το οποίο φαίνεται να είναι παλαιότερο από τα υπόλοιπα, υψώνεται ένα μέχρι δύο μέτρα πάνω από το έδαφος και είναι χτισμένο από κανονικές σειρές σχετικά μικρών χοντροκομμένων κομματιών, συνδεδεμένων με σκληρό λευκό ασβέστη χωρίς συντρίμμια τούβλων. Δεν υπάρχουν τρύπες δοκαριών. Παρατηρήθηκαν όστρακα ύστερης κλασικής και οθωμανικής εποχής, αλλά όχι βυζαντινά εφυαλωμένα. Αυτό, προφανώς το «κάστρο του Χάμιλτον», φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό μεταβυζαντινή τοποθεσία.

Κάτω και νοτιοδυτικά του Σίβρι Τεπέ υπάρχουν πολλά τείχη χτισμένα από σειρές πέτρας και τούβλων. Ένα, ύψους 3 μ. και πάχους 0,73 μ., έχει βάση από τούβλο και πέτρα, ακολουθούμενη από λωρίδες πέτρας ύψους 0,40 μ. και τέσσερις σειρές τούβλων ύψους 0,40 μ. Τα τούβλα (βλ. Παράρτημα) αντιστοιχούν σε μέγεθος με εκείνα από πρωτο-βυζαντινές ή μεσο-βυζαντινές τοποθεσίες πιο δυτικά και, όπως παρατήρησε ο Χάμιλτον, με εκείνα στην Κωνσταντινούπολη. Το κονίαμα είναι από ασβέστη, χωρίς θραύσματα από πήλινα αγγεία. Η χρήση κονιορτοποιημένων τούβλων και κεραμιδιών είναι συνηθισμένη μητροπολιτική ρωμαϊκή και βυζαντινή πρακτική, αλλά πολύ σπάνια τη συναντάμε ανατολικά του Οιναίου. Παρατηρήθηκαν ραβδωτά κεραμίδια, τόσο κοινά στα δυτικά και σχετικά σπάνια στα ανατολικά. Ένα τούβλο ή κεραμίδι είχε τη σφραγίδα Θ. Αυτό είναι προφανώς το «σημαντικό κτίριο» του Χάμιλτον. Φαίνεται ότι βρίσκεται στη θέση της βυζαντινής Ζαλήκου-Λεοντόπολης.

Γ. ΠΑΥΡΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΑΛΥ

Περιγραφή και ταυτοποίηση

Ο Ἄλυς (Κιζίλ Ιρμάκ) εκβάλλει στον Εύξεινο από πλατιά πεδιάδα προσχώσεων, που κατεβαίνει μέσα από τα φαράγγια της Φαζημώνος (Τσελτίκ). Τα κιτρινοκόκκινα νερά του ποταμού φαίνονται μέχρι και 10 χλμ. στα ανοιχτά της θάλασσας.12 Μόνο τα Itineraria αναφέρουν έναν σταθμό στο κέντρο της πεδιάδας, τη Helega,13 που, όπως και η μεσαιωνική Παυράη, πρέπει να αναζητηθεί στην περιοχή της σύγχρονης Μπάφρα, η οποία βρίσκεται στην πρώτη διἀβαση του Άλυ, 20 χλμ. Από την ακτή και 48 χλμ. βορειοδυτικά της σύγχρονης Σαμσούν. Αυτή μπορεί να αντιστοιχεί σε μεγάλο ανάχωμα κατοίκησης ανατολικά της Μπάφρας. Ο Στράβων σχολιάζει τη γονιμότητα της πεδιάδας,14 αλλά είναι επίπεδη και ελώδης, περικλείοντας λιμνοθάλασσες. Παρά την εξάλειψη της ελονοσίας τα τελευταία χρόνια, εξακολουθεί να κατοικείται ελάχιστα. Αυτό, όμως, δεν ήταν πάντοτε έτσι. Εννέα αρχαίοι τόποι κατοίκησης στην περιοχή έχουν καταγραφεί πρόσφατα.15 Ο Περίπλους κατονομάζει δύο σταθμούς και λίμνες στα ανατολικά του ποταμού: τον Ναύσταθμο (Nautagino στα Itineraria)16 στα βόρεια και το Κωνωπεῖον στα νότια.17 Οποιοσδήποτε από τους δύο θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε τοποθεσία στην περιοχή, στην οποία υπάρχουν ποσότητες ρωμαϊκών ή βυζαντινών τούβλων και ραβδωτών θραυσμάτων κεραμιδιών. Σήμερα αυτές οι λίμνες έχουν συγχωνευθεί για να σχηματίσουν ενιαία μεγάλη λιμνοθάλασσα, που ονομάζεται Μπαλίκ Γκιολού (παλαιότερα Ακ Γκιόλ). Αντίστοιχοι οικισμοί σώζονται στους μεσαιωνικούς πορτολάνους: Laguxi στα βόρεια και Plategona στα νότια, που αντιστοιχούν στην Πλατωνία και τη Λαγούστα ενός ελληνικού πορτολάνου του 16ου αιώνα.18 Αλλά μάλλον είναι άκαρπο να αναζητάς ίχνη τους στους βάλτους.

Μεταξύ Κωνωπείου και Αμι(ν)σού, οι Περίπλοες αναφέρουν την Εὐσήνη ή Δαγάλη(Ezene στα Itineraria),19 που πρέπει να βρισκόταν κοντά στο περίεργα ονομαζόμενο σύγχρονο Κουρουπελίθανι. Η Αδριανία, παραθαλάσσια, και το όρος Μαίωνος του Βίου του Αγίου Ησυχίου Θαυματουργού του Αδραπηνού μπορεί να βρίσκονταν στην περιοχή ή νότιά της.20

Η μόνη κλασική ή μεσαιωνική τοποθεσία της οποίας το όνομα σώζεται είναι Παύραι, στην περιοχή της σύγχρονης Μπάφρα.

Ιστορία

Οι Παύραι δεν αναφέρονται μέχρι τον 12ο αιώνα, όταν απέκτησε για λίγο σημασία, ως αυτό που φαίνεται ότι ήταν βυζαντινό λιμάνι ανεφοδιασμού, για να αντιμετωπιστεί η προσπάθεια των Τουρκμένων να φτάσουν σε έξοδο στη θάλασσα, στο σημείο όπου συναντιούνταν οι εξαρτήσεις του Βυζαντίου και της Τραπεζούντας. Ο Ιντρίσι αναφέρει ότι ο Άλυς ήταν τότε πλωτός,21 και πιθανότατα μέχρι τη διάβασή του στο σύγχρονο Τσελτίκ, μέχρι το οποίο ταξιδεύουν ακόμη οι βάρκες, κατάσταση στην ενδοχώρα που θα έκανε τις Παύρες ασφαλέστερο καταφύγιο από τα ανοιχτά αγκυροβόλια της Αμινσού ή της Κάρουσας. Ο Αλβέρτος της Αιξ ξεκαθαρίζει ότι εκεί υπήρχε βυζαντινό αυτοκρατορικό κάστρο.22

Οι Παύραι αναφέρονται για πρώτη φορά από την Άννα Κομνηνή, όταν ο Ραϋμόνδος του Σεν Ζιλ και οι αρχηγοί της άτυχης σταυροφορίας του 1101 διέφυγαν στη θάλασσα εκεί.23 Ίσως χρησιμοποιήθηκαν από τον Ιωάννη Κομνηνό στην εκστρατεία του εναντίον της Νεοκαισάρειας και των Ντανισμέντ το 1139. Το 1155 ο Ντανισμέντ Γιάγι Μπασάν έκανε επιδρομές στις Παύρες και στο Οίναιον.24 Αλλά οι Τουρκμένοι είχαν αντικατασταθεί από τους Σελτζούκους όταν οι Τούρκοι έφτασαν τελικά στη θάλασσα στην Αμινσό το 1194 περίπου. Οι Παύραι φαίνεται ότι είχαν αφεθεί στα χέρια των Βυζαντινών και έτσι κατέλαβαν νέα στρατηγική θέση, γιατί το 1204 ήταν αρκετά σημαντικό να κατονομάζονται μαζί με το Οίναιον και τη Σινώπη (αλλά, κι αυτό έχει νόημα, όχι την Αμινσό) ως μέρος του λατινικού αυτοκρατορικού μεριδίου της Διαίρεσης Ρωμανίας (Partitio Romaniae).25

Οι Αλέξιος και Δαβίδ Κομνηνός κατέλαβαν την περιοχή το 1204/5, αλλά πρέπει να έπεσε στον Ιζ αλ-Ντίν Καϋκαούς Β’, μαζί με τη Σινώπη, το 1214 και δεν ανακτήθηκε από τους Τραπεζούντιους το 1222 ή το 1254. Περί το 1277 αποτελούσε μέρος μογγολικού φέουδου Σελτζούκων και μπορεί αργότερα να πέρασε στα χέρια του Μασούντ Μπεγκ, εγγονού του μεγάλου περβάνε.26 Αλλά τότε πια οι Παύραι είχαν επισκιαστεί από την Αμινσό. Η περιοχή εποικίστηκε από Τουρκμένους και, πολύ αργότερα, από Κοζάκους. Σε κάποιο στάδιο το ποτάμι γέμισε λάσπη, απαιτώντας σκάλα στο στόμιό του. Η σύγχρονη πόλη Μπάφρα είναι σε μεγάλο βαθμό ελληνική και αρμενική δημιουργία του 19ου αιώνα, που αναπτύχθηκε με την τοπική καπνοβιομηχανία. Μέχρι το 1836 υπήρχαν μόνο 100 με 110 ελληνικές εστίες εκεί. Το λιμάνι εξήγαγε λίγο μετάξι από την Αμάσεια και βδέλλες, τοπική σπεσιαλιτέ. Όμως δέκα χρόνια αργότερα εξήγαγε τέσσερα εκατομμύρια λίβρες καπνού και, στις αρχές αυτού του αιώνα, ο καζάς είχε ελληνικό πληθυσμό 37.495, σχεδόν το ήμισυ του συνόλου.27

Μνημεία

Η μεταβαλλόμενη πορεία του Άλυ και οι έρπουσες προσχώσεις του φαίνεται ότι έχουν εξαλείψει όλα τα κλασικά και μεσαιωνικά ίχνη στο ίδιο το δέλτα. Με εξαίρεση τους δύο τύμβους κατοίκησης, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε και δεν έχουμε αναφορές ούτε καν για το κάστρο των Παυρών. Υπάρχουν, όμως, αναφορές για κάστρα στη Μπαλίκ Γκιολού, στο Ακαλάν, 21 χλμ. δυτικά της Αμινσού, και για δύο κάστρα εκατέρωθεν του Άλυ, περίπου 24 χλμ. νότια από τις Παύρες. Τα τελευταία είναι το Ασάρ Καλέ, σημαντική προφανώς οχύρωση, στη δυτική όχθη, και το σημαντικά ονομαζόμενο Κοσταντινούσαγι κοντά, στην ανατολική όχθη.28 Δεν τα έχουμε επισκεφτεί.

<-Ενότητα 2: Σινώπη Ενότητα 4: Αμισός, Αμινσός, Σιμίσο και Σαμσούν->
error: Content is protected !!
Scroll to Top