05. Ενότητα 2. Σινώπη

<-Ενότητα 1: Από το ακρωτήριο Κάραμβις μέχρι τη Σινώπη Ενότητα 3: Από τη Σινώπη στον Άλυ->

Ενότητα 2: Σινώπη

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Η Σινώπη (Sinopolli, Sinub, τώρα Σινόπ)1 βρίσκεται στη βορειοανατολική γωνία εκτεταμένης χερσονήσου, τετράγωνου περίπου σχήματος με πλευρές περίπου 30 χλμ. Η βορειοδυτική γωνία χαρακτηρίζεται από το ακρωτήριο Συριάς (Λεπτή ἄκρα, τώρα Ιντζέ Μπουρουνού). Στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δίδυμων ακρωτηρίων οι Μύριοι του Ξενοφώντος κατευθύνθηκαν, στο αγκυροβόλιο της Ἀρμήνης (Armone, Erminio, ΠόρτοἈρμυρό, Έρεν, τώρα Ακ Λιμάν). Η ίδια η Αρμένη ήταν ασήμαντη και λεγόταν ότι «όποιος δεν είχε δουλειά να κάνει, τείχιζε την Αρμένη». Ο όρμος της Αρμένης ποτίζεται από τον Ὀχθομάνη (τώρα Καρασού).2 Ολόκληρη η χερσόνησος αποτελείται από χαμηλούς, απαλά κυματιστούς λόφους. Είναι εύφορη και έντονα καλλιεργούμενη, καλύπτοντας τις άμεσες αγροτικές απαιτήσεις της πόλης. Τα βουνά αρχίζουν να υψώνονται στα 1.300 περίπου μέτρα περίπου 35 χλμ. στην ενδοχώρα. Πλησιάζουν στη θάλασσα κοντά στο Αγιαντζίκ στα νοτιοδυτικά και στην Κάρουσα (Γκέρζε) στα νοτιοανατολικά.

Όπως και η Άμαστρις, η Σινώπη δρασκελίζει στενό μονοπάτι, που συνδέει με την ηπειρωτική χώρα εκείνο που δεν είναι παρά ένα νησί. Το νησί, τώρα Μπόζτεπε (Πόρδαπας,Πόζδαπας, το αρχαίο του όνομα δεν είναι γνωστό αλλά οι μεταγενέστεροι Έλληνες το ονόμαζαν «Καράπι» ή απλά ἡ νῆσος) είναι περίπου τριγωνικό, εκτείνεται από τα δυτικά προς τα ανατολικά, έχει μήκος περίπου 4,5 χλμ. και πλάτος 3 χλμ. στο φαρδύτερο σημείο του.3 Έξω από την ανατολική του άκρη (τώρα Μπόζτεπε Μπουρουνού) βρίσκεται νησίδα που ονομάζεται Άγιοι Πέτρος και Παύλος ή Σκόπελος (τώρα Γκαζίμπεϊ Καγιάσι). Μόνο ψαρόβαρκες σκάφη μπορούν να χρησιμοποιούν το κανάλι μεταξύ της νησίδας και του Μπόζτεπε. Ο ισθμός μεταξύ του Μπόζτεπε και της ηπειρωτικής χώρας στενεύει σε πλάτος μικρότερο από 400 μέτρα. Το κύριο λιμάνι της Σινώπης, το καλύτερο στην ακτή του Πόντου, είναι προστατευμένο στη νότια πλευρά του και μπορεί να υπερηφανεύεται για έναν από τους λίγους εμφανείς αρχαίους μόλους στον Εύξεινο. Σε έναν μικρότερο όρμο ανελκύονται βάρκες κάτω από τα τείχη στη βορειοανατολική τους γωνία. Από τη στεριά τα δύο λιμάνια χωρίζονται μόνο από την περιτειχισμένη πόλη, αλλά τα χωρίζουν πάνω από 7 χιλιόμετρα θάλασσας.4

Η περιγραφή του Στράβωνα παραμένει η καλύτερη περιγραφή της πόλης: «Η Σινώπη είναι όμορφα εξοπλισμένη τόσο από τη φύση όσο και από την ανθρώπινη προνοητικότητα. Γιατί βρίσκεται στον λαιμό χερσονήσου, και έχει εκατέρωθεν του ισθμού λιμάνια και αγκυροβόλια και θαυμάσια ιχθυοτροφεία τόνου. … Επιπλέον η χερσόνησος προστατεύεται γύρω-γύρω από βραχώδεις ακτές, οι οποίες έχουν μέσα τους κοιλώματα. … Ψηλότερα όμως και πάνω από την πόλη (δηλαδή στο Μπόζτεπε) το έδαφος είναι εύφορο και στολισμένο με διάφορα περιβόλια λαχανικών…. Η ίδια η πόλη είναι όμορφα τειχισμένη και είναι επίσης υπέροχα στολισμένη με γυμναστήριο, αγορά και στοές».5 Τον 14ο αιώνα ο Αλ Ουμάρι περιέγραφε πιο γραφικά την τουρκική Σινούμπ και τον χριστιανικό Μπόζτεπε. Ονομαζόταν «κοινώς το νησί των εραστών… Έχει ένα βουνό πιο όμορφο από τους γλουτούς των ουρί του παραδείσου, ενώ δίπλα του βρίσκεται ένας ισθμός πιο χαριτωμένος από την πιο λεπτή μέση».6 Λίγα χρόνια νωρίτερα ο Ιμπν Μπατούτα διαπίστωσε ότι ο Μπόζτεπε διατηρούσε τότε έντεκα χριστιανικά χωριά και ένα ερημητήριο του Αγίου Ηλία.7 Μια λίμνη στο κέντρο του νησιού το ποτίζει. Η έρευνα δείχνει ότι δεν διασώζονται όρθια λείψανα στην περιοχή της στρατιωτικής βάσης που στεφανώνει τώρα τον Μπόζτεπε.

Κλασικοί δρόμοι εκτείνονταν από τη Σινώπη δυτικά και ανατολικά κατά μήκος της Παφλαγονικής και της Ποντιακής ακτής και νότια πάνω από τις Παφλαγονικές Άλπεις μέχρι μια διασταύρωση στη Θωμία (Γερμανικόπολη;), ίσως το σύγχρονο Μπογιαμπάτ.8 Ο Ρόμπινσον σημείωσε αριθμό από ορόσημα στην περιοχή, αλλά αυτές οι ανακαλύψεις μόνο να δελεάσουν μπορούν τον ιστορικό γεωγράφο, γιατί δεν είπε πού τα εντόπισε. Ο Λιφ, όμως, υποστήριξε έντονα ότι αυτές οι διαδρομές δεν ήσαν εμπορικά σημαντικές.9 Η σύγχρονη εμπειρία των ακόμη απαίσιων δρόμων υποστηρίζει την άποψη του Λιφ, την οποία υπονόησαν για πρώτη φορά οι Χάμιλτον και Μάνρο.10

Η Σινώπη, λοιπόν, δεν βρίσκεται στην κορυφή κάποιας σημαντικής διαδρομής. Όμως ήταν σημαντικό λιμάνι —κάποιες φορές το μεγαλύτερο λιμάνι του Ευξείνου— σε όλη την κλασική περίοδο και σε μεγάλο μέρος της μεσαιωνικής. Γιατί; Η εξήγηση είναι σίγουρα ότι ενώ η χερσόνησος Σινόπ-Ιντζέ Μπουρουνού ικανοποιούσε τις άμεσες και συνηθισμένες ανάγκες της πόλης, η πραγματική ενδοχώρα της Σινώπης δεν ήταν το αφιλόξενο εσωτερικό της Παφλαγονίας, αλλά οι άλλες ελληνικές αποικίες της Μαύρης Θάλασσας, ιδιαίτερα στην Κριμαία. Από αυτή την άποψη, η Σινώπη ήταν η Βενετία του Ευξείνου.

Όμως, δίνοντας έμφαση σε αυτήν την πτυχή της Σινώπης, δεν πρέπει να αγνοήσουμε την πολιτική σημασία των δικών της εκμεταλλεύσεων στον Πόντο ή την οικονομική σημασία των προϊόντων τους. Στον χάρτη οι τρεις λωρίδες της ακτής που υπάκουαν στη Σινώπη από τον 7ο αιώνα π.Χ. μέχρι τις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. είναι μάλλον ασήμαντες.11 Προαναγγέλλουν όμως τη μεταγενέστερη απόσχιση της παράκτιας περιοχής και, για πάνω από μια χιλιετία, αποτελούσαν αυτό που ισοδυναμούσε με την αρχαιότερη Ποντιακή αυτοκρατορία, που διακοπτόταν πολιτικά από εισβολείς από τον νότο και την ανατολή και γεωγραφικά από τις κτήσεις των ανερχόμενων πόλεων της Αμισού και του Πολεμώνιου. Όμως στα τέλη του 12ου και τις αρχές του 13ου αιώνα ο Ανδρόνικος Κομνηνός και οι εγγονοί του Δαβίδ και Αλέξιος δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να ενώσουν μια πρώην Σινωπίτικη αυτοκρατορία, που είχε από καιρό καθορίσει τη σημασία αυτών των ακτών. Η αυτοκρατορία της Σινώπης αποτελούνταν πρώτα από τη χερσόνησο Σινόπ-Ιντζέ Μπουρουνού και την παράκτια περιοχή που εκτεινόταν μέχρι τον Άλυ στα ανατολικά, όπου συναντούσε τα εδάφη της Αμισού. Το δεύτερο τμήμα ήταν μια λωρίδα από το Ιασώνιο ακρωτήριο (ακριβώς ανατολικά των εδαφών του Πολεμώνιου) μέχρι τις αποικίες της Σινώπης Κοτύωρα (τώρα Ορντού) και Κερασούντα (τώρα Γκίρεσουν). Ο τρίτος θύλακας εκτεινόταν από τα Κόραλλα (τώρα Γκιόρελε Μπουρουνού) μέχρι τα ανατολικά της τελευταίας αποικίας της Σινώπης, της Τραπεζούντας. Η αποκλειστικότητα αυτών των ελληνικών οικισμών, «στρίφωμα βαρβαρικού υφάσματος», οι οποίοι, όπως διαπίστωσε ο Ξενοφών, γύριζαν την πλάτη τους στην άμεση ενδοχώρα τους και κοίταζαν προς έναν ευρύτερο κόσμο, έθεσε το πρότυπο για κάθε μεταγενέστερη ποντιακή ανάπτυξη.

Η Σινώπη βρίσκεται στα μισά του δρόμου μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Φάσης, αλλά βρίσκεται ουσιαστικά πιο κοντά στην Κριμαία και τις αποικίες της παρά σε οποιαδήποτε από αυτές τις δύο πόλεις. Βρίσκεται στον κόμβο των αρχαίων ελληνικών και μεσαιωνικών ιταλικών εμπορικών σταθμών του Ευξείνου, κανένας από τους οποίους σταθμούς (εκτός από την αρχαία Τάναϊ, την ενετική Τάνα στον Ντον) δεν βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη από 600 χλμ.

Είναι αλήθεια ότι η Σινώπη είχε τις δικές της διόλου ευκαταφρόνητες εξαγωγές: Λάδι από τις ελιές, που συνεχίζουν να αναπτύσσονται ανατολικά από αυτό το σημείο. Το περίφημο χώμα «Σινώπης» ή Μίλτο από τα νοτιοδυτικά. Ξυλεία (πυξάρι και ξυλεία για τα κατάρτια της Παφλαγονίας). Παστό μπαρμπούνι και τόνο (που μεγαλώνουν αρκετά ώστε να ψαρεύονται επικερδώς εδώ κατά την περιστροφή τους γύρω από τον Εύξεινο). Και μικρότερα είδη. Αλλά τέτοια προϊόντα δεν αποτελούν επαρκείς εξηγήσεις για τα άφθονα στοιχεία της αρχαίας και (σε μικρότερο βαθμό) της μεσαιωνικής ακμής της Σινώπης ή για τη ναυπηγική βιομηχανία η οποία, από τον 15ο αιώνα (και σίγουρα νωρίτερα), συνδέθηκε με αυτήν την πόλη.12 Η Σινώπη άκμασε όχι ως παραγωγός ή εξαγωγέας, αλλά ως αποθήκη (entrepôt) και, μερικές φορές, ως πειρατικό κέντρο. Η πιο εντυπωσιακή απόδειξη της ένδειας των ιδίων πόρων της πόλης αποκαλύφθηκε όταν, στα μέσα του 19ου αιώνα, εισήχθησαν απευθείας ατμοπλοϊκές υπηρεσίες από την Κωνσταντινούπολη προς τα λιμάνια της Κριμαίας και προς τα σημεία άφιξης των καραβανιών στην Αμισό και την Τραπεζούντα. Φυσικά παρέκαμψαν τη Σινώπη, η οποία, στερούμενη του εμπορίου, εισήλθε γρήγορα σε παρακμή από την οποία δεν έχει ανακάμψει. Οι σύγχρονες ελπίδες για την αναβίωση του εμπορίου της Σινώπης, ύστερα από μια αποτυχημένη προσπάθεια μείωσης της ξυλείας της Παφλαγονίας σε ένα εγκαταλειμμένο πια εργοστάσιο σπίρτων, έχουν στραφεί σε μια εξομοίωση των ψαράδων τόνου του Στράβωνος, αλλά το μοτίβο της σύγχρονης ναυτιλίας είναι απίθανο να επαναφέρει τη Σινώπη στην κατάσταση του αρχαίου πλούτου της.

ΙΣΤΟΡΙΑ

Η εξαντλητική αλλά αβασάνιστη μονογραφία του Ρόμπινσον για την αρχαία Σινώπη καθιστά περιττό να κάνουμε κάτι περισσότερο από την περιγραφή της πρώιμης ιστορίας της.13 Η σύγχρονη άποψη αποδίδει την ίδρυση ελληνικής αποικίας στον τόπο περίπου στο 700 π.Χ. Στην πραγματικότητα, οι πρώτες υλικές αποδείξεις (από νεκροταφείο στην ηπειρωτική χώρα) χρονολογούνται γύρω στο 600 π.Χ.14 Ακολούθησαν οι θυγατρικές αποικίες των Κοτυώρων, της Κερασούντας και της Τραπεζούντας. Ο Περικλής επιθεώρησε την αποικία και ο Διογένης στεγάστηκε εκεί. Τότε πια κατείχε σχεδόν μονοπώλιο του εμπορίου του Ευξείνου και ήταν ο κύριος εμπορικός σταθμός του. Το 183 π.Χ. η Σινώπη έπεσε στα χέρια των βασιλέων του Πόντου. Ενώ ήταν ήδη το παράθυρό τους στη δύση, σύντομα την έκαναν πρωτεύουσά τους. Ο Μιθριδάτης ΣΤ’, ο οποίος γεννήθηκε εκεί το 135 π.Χ., ήταν υπεύθυνος για τις πρώτες σημαντικές εγκαταστάσεις άμυνας, εξωραϊσμού και λιμενικών εξυπηρετήσεων. Μεγάλο μέρος του υλικού στα τείχη της Σινώπης που περιγράφεται πιο κάτω πιθανότατα ανήκει σε αυτήν την περίοδο. Ο Λούκουλλος την πήρε το 69 π.Χ., αλλά εισήλθε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως ελεύθερη και αυτόνομη πόλη το 63 π.Χ., θέση που διατήρησε (εν μέρει υπό το όνομα της Colonia Iulia Felix Sinope) για άλλους τρεισήμισι αιώνες.15

Ο Πλίνιος έλαβε την άδεια του Τραϊανού για να διερευνήσει τις δυνατότητες κατασκευής υδραγωγείου μήκους 16 μιλίων για να φέρει νερό στην πόλη. Επρόκειτο να χρηματοδοτηθεί από τους Σινωπείς πολίτες αλλά, αν στην πραγματικότητα ξεκίνησε, δεν έχει αφήσει εμφανή κατάλοιπα.16 Ο Πλίνιος δεν ανέφερε ότι τα στοιχεία για τη χριστιανική ζωή στην πόλη ξεκινούν παραδοσιακά επίσης επί Τραϊανού, με το μαρτύριο του Αγίου Φωκά της Σινώπης.

Ο εκχριστιανισμός της Σινώπης από τον Άγιο Ανδρέα και η συνάντησή του με τους φρικιαστικούς ανθρωποφάγους εκεί, ανήκει σε μεταγενέστερο μύθο, αν και μπορεί να υπήρχε μαρμάρινο ομοίωμα του Αποστόλου κοντά στην πόλη, το οποίο εικονομάχοι προσπάθησαν να καταστρέψουν τα έτη 741-75.17 Αλλά ο πραγματικός προστάτης των ναυτικών και των εμπόρων της πόλης ήταν ο Φωκάς, ο κηπουρός και πρώτος επίσκοπος Σινώπης (οι δύο μορφές είναι προφανώς ταυτόσημες).18 Όποια και αν είναι η πραγματική προέλευση του Χριστιανισμού στη Σινώπη (και η περίοδος του Τραϊανού είναι λογική υπόθεση), η λατρεία του Αγίου Φωκά έγινε σύντομα από τις πιο δημοφιλείς στον Εύξεινο. Σινωπίτες αφιέρωναν μερίδιο σιταριού σε αυτήν και γινόταν ετήσια πανήγυρις προς τιμήν του προστάτη.19 Η έδρα του Αγίου Φωκά υπαγόταν στην Αμάσεια. Εμφανίζεται σε καταλόγους μέχρι τον 13ο αιώνα. Ο τελευταίος επίσκοπος Σινώπης αναφέρεται το 1315. Προσμετρώντας και τον ίδιο τον Άγιο Φωκά, υπάρχουν φιλολογικά ή σιγιλλογραφικά στοιχεία για τουλάχιστον δεκαεπτά μεσαιωνικούς επισκόπους.20

Η βυζαντινή Σινώπη δέχτηκε κάποια προσοχή από τον Ιουστινιανό, στη βασιλεία του οποίου αποδίδονται λίθοι οριοθέτησης, ενώ το 580 ο Τιβέριος Β’ έστειλε από το λιμάνι εκστρατεία στη νότια Ρωσία.21 Περαιτέρω στοιχεία για τη συνεχιζόμενη σύνδεση του λιμανιού με τον βόρειο Εύξεινο καταδεικνύονται από την επιγραφή 5, που δημοσιεύεται πιο κάτω. Η Σινώπη έγινε προπύργιο του θέματος Αρμενιακών, η εξέγερση της οποίας το 793 έληξε με την εκτέλεση του επισκόπου της Γρηγορίου.22 Το λιμάνι βρισκόταν στο εξωτερικό άκρο των αραβικών επιδρομών, αλλά το 834 ο Νασίρ, τον οποίο οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν Θεόφοβο, επαναστάτης Κούρδος αρχηγός του χαλίφη αλ-Μαμούν, ανακηρύχθηκε βασιλιάς από «περσική» φρουρά στη Σινώπη, η δύναμη της οποίας εκτιμάται ποικιλοτρόπως μεταξύ 7.000 και 30.000 ανδρών. Ο Νασίρ-Θεόφοβος έσπευσε να συμμαχήσει με τον Θεόφιλο (829-42) και, ο ίδιος προδομένος, κατέφυγε στον αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη το 838. Είκοσι χρόνια αργότερα οι Άραβες έφτασαν ξανά στη Σινώπη.23

Η πόλη απόλαυσε πάνω από δύο αιώνες ειρήνης στη συνέχεια, αλλά η δεύτερη μουσουλμανική κατάκτηση της Σινώπης ήρθε το 1081, όταν ο Καρατεκίν, ένας από τους εμίρηδες του Μελίκ Σαχ, ίδρυσε εκεί μικροσκοπικό και εφήμερο τουρκικό κράτος. Αλλά ο Τσαβούς, όπως ο Νασίρ-Θεόφοβος πριν από αυτόν, χριστιανός προσήλυτος και αποστάτης, πρόδωσε τον Καρατεκίν στον Αλέξιο Α’ Κομνηνό και παρέδωσε το λιμάνι στον Κωνσταντίνο Δαλασσηνό. Το δέλεαρ του Καρατεκίν φαίνεται ότι ήταν μεγάλη ποσότητα χρυσού και νομισμάτων του αυτοκρατορικού θησαυρού που βρισκόταν στη Σινώπη.24 Ο τόπος δεν ήταν ποτέ βυζαντινό νομισματοκοπείο ή πρωτεύουσα θέματος, αλλά διατηρούσε ακμάζοντα τελωνειακό σταθμό, στον οποίο μπορεί να οφείλεται ο θησαυρός, ο οποίος έμεινε ανέγγιχτος όταν η Σινώπη επιστράφηκε στους Βυζαντινούς. Ο Καρατεκίν βεβήλωσε όμως την εκκλησία της Παναγίας.25 Έναν αιώνα αργότερα η Σινώπη έγινε από τα κύρια προπύργια του μελλοντικού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του στον Πόντο.26

Η ιστορία της Σινώπης του 13ου και 14ου αιώνα είναι σημαντική, πολύπλοκη και εν μέρει άλυτη. Αλλά το βασικό χαρακτηριστικό που προκύπτει είναι ότι το λιμάνι κατάφερε να αποφύγει τον έλεγχο από οποιαδήποτε μεγάλη δύναμη της Ανατολίας ή της Ιταλίας για μεγάλο μέρος της περιόδου, αν όχι το μεγαλύτερο, και ότι ο ετερογενής πληθυσμός της έκανε μικρή αναβίωση του αρχαίου ρόλου της Σινώπης ως εμπορικού κέντρου του Ευξείνου. Το 1204/5 η πόλη πέρασε στα χέρια του Αλέξιου και του Δαβίδ Κομνηνού της Τραπεζούντας, οι οποίοι, όπως και ο παππούς τους Ανδρόνικος, επανένωσαν την παλιά αυτοκρατορία της Σινώπης ως ποντιακή οντότητα. Αλλά το 1214 ο Σελτζούκος σουλτάνος Ιζεντίν Καϊκαούς (1210-19), έχοντας αποτύχει να βρει διέξοδο στη Μαύρη Θάλασσα στην Αμινσό, για να την αντιστοιχίσει με το σελτζουκικό λιμάνι της Αττάλειας, παγίδευσε τον Αλέξιο, τον πρώτο Μεγάλο Κομνηνό, σε απρόσεκτο κυνηγετικό ταξίδι έξω από τη Σινώπη. Έγινε πολιορκία και ο σουλτάνος και ο όμηρός του διαπραγματεύτηκαν. Ο Δαβίδ Κομνηνός –αν δεν είχε ήδη πεθάνει ως μοναχός στο Άγιο Όρος– μπορεί να είχε σκοτωθεί σε αυτό το στάδιο. Τελικά, ο σουλτάνος αναγνώρισε τον Αλέξιο ως υποτελή της ποντιακής επικράτειας ανατολικά της Σινώπης που ονομαζόταν «Τζανίκ», όπως «Ρουμ», από τους πραγματικούς ή υποτιθέμενους κατοίκους της, τους Λαζούς (Τζάννους). Η συνθήκη, που συνέταξε ένας Σελτζούκος νοταράν, καθόριζε τον ετήσιο φόρο του τεκφούρ (υποβασιλέα) της Τραπεζούντας σε 12.000 χρυσά νομίσματα, 500 άλογα, 2.000 γελάδια, 10.000 πρόβατα και 50 δέματα πολύτιμων αγαθών. Δεν ήταν ακόμη στρατιωτικός υποτελής και μπορεί κανείς να υποψιαστεί υπερβολή στη μεγάλη κλίμακα αυτού του φόρου. Ο Αλέξιος και ο σουλτάνος πήγαν μαζί στη Σινώπη την Κυριακή 1 Νοεμβρίου 1214, ημερομηνία που παρέχεται ακριβώς τόσο από επιγραφή στα τείχη της όσο και από τον Ιμπν Μπίμπι. Ο Ιζεντίν τίμησε πολύ τον Μεγάλο Κομνηνό και τον κάλεσε αμέσως να αναχωρήσουν ο ίδιος και οι Σινωπίτες άρχοντες με πλοίο στην Τραπεζούντα.27

Τα τείχη της Σινώπης ξαναχτίστηκαν τότε και τα ίδια παρέχουν τα πρώτα στοιχεία για αυτά, εκτός από δομικά, από την εποχή των έργων του Μιθριδάτη ΣΤ’. Μια υπέροχη δίγλωσση αραβική και ελληνική επιγραφή στον πύργο 38 (βλ. σχήμα 4) της ακρόπολης καταγράφει το γεγονός ότι ο Μπεντρεντίν, γιος του Άμπου Μπακίρ, ολοκλήρωσε τα έργα ως υποτελής του Ιζεντίν τον Απρίλιο-Σεπτέμβριο 1215. Φαίνεται ότι ο Σεβαστός (πιθανώς Έλληνας) ήταν ο αρχιτέκτονας και ότι δεκαπέντε εμίρηδες συνέβαλαν στο κόστος. Μια τουρκική σφήνα χώριζε τώρα την Τραπεζούντα από τους Βυζαντινούς της Δύσης. Ποτέ ξανά οι Μεγάλοι Κομνηνοί δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν στρατιωτική απειλή για τη Νίκαια ή την Κωνσταντινούπολη. Η μεταφορά του λιμανιού φαίνεται ότι έγινε έξυπνα. Οι εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά, αλλά η δίγλωσση επιγραφή υποδηλώνει ανεκτικότητα και η μετέπειτα επιλογή Αρμένιου κυβερνήτη, του Ράις Χετούμ, για τον ελληνοτουρκικό τώρα πληθυσμό μπορεί να θεωρηθεί ως μεγαλοφυής ενέργεια. Αλλά το 1222 ο Αλέξιος Πακτιάρης, Τραπεζούντιος άρχοντας της Περατείας της Κριμαίας, οδηγήθηκε από τους άσχημους ανέμους στη Σινώπη με το «Σήριον», το πλοίο που μετέφερε στην Τραπεζούντα τον φόρο υποτέλειας. Ο Χετούμ κατέλαβε το «Σήριον», το φορτίο και το προσωπικό του και, με θάρρος, έκανε επιδρομή στην Κριμαία. Ο Ανδρόνικος Β’ Μέγας Κομνηνός, αντέδρασε στέλνοντας στόλο στην Κάρουσα, όπου αποβίβασε αποστολή που λεηλάτησε μέχρι το ἐμπόριον, τον εμπορικό σταθμό της Σινώπης, καταστρέφοντας τη ναυτιλία στο λιμάνι. Τοπικοί πλοίαρχοι επέβαλαν στον Χετούμ να ζητήσει ειρήνη από την Τραπεζούντα. Οι δυνάμεις των Μεγάλων Κομνηνών επέστρεψαν ευχαριστημένες αλλά άφησαν τη Σινώπη στα χέρια των Τούρκων.28

Η Σινώπη ήταν επίσης το λιμάνι των βραχύβιων επιθέσεων του Αλαντίν Καϊκουμπάντ (1219-36) στην Κριμαία το 1219 και το 1225. Ήταν υπεύθυνος για τον εξαιρετικό ναύσταθμο στην Αλάνια. Ένας άλλος μπορεί να υποτεθεί ότι είχε στηθεί στη Σινώπη. Αλλά οι επιδρομές των Μογγόλων τόσο στην Ανατολία όσο και στην Κριμαία πάγωσαν τις παλιές φιλοδοξίες των Σελτζούκων (και των Τραπεζούντιων) στον Εύξεινο. Στη δεκαετία του 1250 η Σινώπη βρισκόταν στα χέρια του Ρουχ αλ-Ντιν και έγινε νομισματοκοπείο. Αμέσως μετά, ο Μουίν αλ-Ντιν Σουλεϊμάν, ο διάσημος περβάνε (καγκελάριος) του κράτους των Σελτζούκων υπό τους Μογγόλους, πήρε τη Σινώπη από τον Ρουχ αλ-Ντιν ως μέρος του φέουδού του και ίδρυσε τοπική δυναστεία που κράτησε το λιμάνι για πολλές γενιές, με μία, άμεση, διακοπή. Το 1254 (ή 1258, ή 1259) ο ισχυρός Μανουήλ Α’ Μέγας Κομνηνός ανακατέλαβε τη Σινώπη για την Τραπεζούντα για τελευταία φορά. Εκεί που οι Σελτζούκοι είχαν διορίσει με σύνεση Αρμένιο κυβερνήτη, ο Μανουήλ, εξίσου διπλωματικά, επέλεξε έναν άρχοντα της οικογένειας Γαβρά, που είχε στενούς δεσμούς με την τουρκική και τη βυζαντινή αυλή. Ο Γαβράς σκοτώθηκε κατά την ανακατάληψη του τόπου από τον περβάνε το καλοκαίρι του 1265 (ή 1267 ή 1268). Είχε ξαναμετατρέψει τα τζαμιά σε εκκλησίες. Ο περβάνε αντέστρεψε τη διαδικασία για τελευταία φορά. Ένα πρόβλημα προέκυψε από τη δημοσίευση της χρονολογίας του μεντρεσέ (θεολογική σχολή) του περβάνε στη Σινώπη (που υπάρχει σε επιγραφή πάνω από την πόρτα του) ως Έτος Εγείρας 661 / 1262-63 μ.Χ., μέσα στην περίοδο της αναμφισβήτητης ανακατάληψης του λιμανιού από τους Τραπεζούντιους. Αλλά η χρονολογία γράφει Έτος Εγείρας 666 / 1267-68 μ.Χ. αρκετά σαφώς. Ήταν το έτος κατά το οποίο ο περβάνε ολοκλήρωσε επίσης το κοντινό του Αλαντίν Τζαμί. Και ο μεντρεσές και το τζαμί πρέπει να ιδρύθηκαν σχεδόν αμέσως μετά το τέλος της τραπεζούντιας κατοχής, ίσως ως επίδειξη κατάκτησης. Υπήρξε μια τελική, ανεπιτυχής, απόπειρα στη Σινώπη το 1280 περίπου.29

Η Σινώπη χρησιμοποιήθηκε από τους Σελτζούκους και άλλους εμπόρους από το εσωτερικό της Ανατολίας για συναλλαγές με την Κριμαία από το 1214. Ο Rubriquis αναφέρεται στο εμπόριο το 1254. Οι ιταλικές πόλεις έδειξαν από νωρίς ενδιαφέρον, αλλά ποτέ δεν δημιούργησαν μεγάλες αποικίες εκεί. Δεν υπάρχουν στοιχεία για οχυρωμένες εμπορικές εγκαταστάσεις, όπως στην Τραπεζούντα, ενώ οι πύργοι της Σινώπης (ιδιαίτερα ο αριθ. 16) που σήμερα αποδίδονται ευρέως στους Γενουάτες είναι πολύ απίθανο να έχουν οποιαδήποτε σχέση με αυτούς. Η παλαιότερη σύνδεση των Πιζάνων με το λιμάνι χρονολογείται στο 1277. Η πρώτη των Γενουατών το 1280. Ένας Γενουάτης πρόξενος πιθανότατα στάθμευε εκεί πριν από το 1351 (αν και η ύπαρξή του επιβεβαιώνεται μόλις το 1449). Οι Ενετοί είχαν βαΐλο και Συμβούλιο των Δώδεκα, το οποίο συνεδρίαζε στην εκκλησία της Αγίας Μαρίας της Σινώπης.30

Από την ανακατάληψη του περβάνε μέχρι την οθωμανική κατάκτησή της το 1461, η Σινώπη φαίνεται να απολάμβανε ανεξάρτητης σε μεγάλο βαθμό ύπαρξης. Η ζωή όμως γινόταν πιο δύσκολη για τους χριστιανούς. Το μεγάλο ετήσιο πανηγύρι του Αγίου Φωκά, που είχε ανασταλεί τη δεκαετία του 1080 και αναβίωσε από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό, φαίνεται ότι έχει σβήσει. Το 1302 οι Ορθόδοξοι είχαν ακόμη έναν επίσκοπο, τον Μελέτιο, αλλά με την κατάρρευση της μητροπολιτικής έδρας στην Αμάσεια και (αργότερα) στα Λιμνία, η Σινώπη απομονωνόταν όλο και περισσότερο. Ο επίσκοπος δεν μπόρεσε να διακονήσει ούτε στην κοντινή Ζάληκο-Λεοντόπολη και, το 1315, ο τελευταίος καταγεγραμμένος μεσαιωνικός επίσκοπος Σινώπης αναγκάστηκε να αποσυρθεί στη Σίδη. Οι Λατίνοι τα πήγαιναν καλύτερα. Ένας οίκος Φραγκισκανών αναφέρεται το 1314 και ξανά το 1440. Όμως η παρακμή της τοπικής χριστιανικής ζωής μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι στις αρχές του 14ου αιώνα το λιμάνι έγινε φωλιά Τουρκμένων κουρσάρων. Ενάμιση αιώνα αργότερα ο Βησσαρίων έκανε πικρό υπαινιγμό για την απαίσια κυβέρνησή τους.31

Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι μέχρι το 1324 περίπου, αν όχι αργότερα, όταν η Σινώπη πέρασε στα χέρια (ονομαστικά σε κάθε περίπτωση) των Ισφεντιγιαρογκιουλάρι της Κασταμόνου, οι εμίρηδές της, πιθανώς απόγονοι του περβάνε, διεξήγαγαν πειρατικό πόλεμο κατά των Γενουατών, πρώτα με τη συμμαχία και μετά με την αντίθεση της Τραπεζούντας. Το 1298/99 οι Γενουάτες μπόρεσαν να απαγάγουν τον ηγεμόνα της Σινώπης και να τον μεταφέρουν στην Ευρώπη. Το 1311-14 αυτός, ή ο διάδοχός του, ο Γαζή Τσελεμπή, διεξήγαγε πόλεμο διαρκείας με τους Γενουάτες, κάνοντας επιδρομές στην Κριμαία, σε συνεννόηση με τον Αλέξιο Β’ Μεγάλο Κομνηνό. Το 1314 και ξανά το 1316 οι Γενουάτες υποχρέωσαν τον Αλέξιο Β’ σε όρους, που περιλάμβαναν την ίδρυση της δικής τους βάσης στην Τραπεζούντα και τεράστια αποζημίωση. Αυτό προκάλεσε την οργή του Σινωπίτη πρώην συμμάχου τους, ο οποίος επιτέθηκε και έκαψε μέρος της πόλης της Τραπεζούντας το 1319. Το πιο διάσημο κατόρθωμα του Γαζή Τσελεμπή ήρθε, όμως, το 1324 περίπου, όταν κατέλαβε πολλά ιταλικά πλοία στο λιμάνι, με τέχνασμα που διηγήθηκε στον Ιμπν Μπατούτα είκοσι χρόνια αργότερα: «Αυτός ο Γαζή Τσελεμπή ήταν γενναίος και τολμηρός άνθρωπος, προικισμένος από τον Θεό με το ιδιαίτερο χάρισμα αντοχής κάτω από το νερό και με τη δύναμη της κολύμβησης. Έκανε εξορμήσεις σε πολεμικές γαλέρες για να πολεμήσει τους Έλληνες, και όταν οι στόλοι συναντιούνταν και όλοι ήσαν απασχολημένοι με τις μάχες, βουτούσε κάτω από το νερό, κρατώντας στο χέρι του σιδερένιο εργαλείο, με το οποίο τρυπούσε τις γαλέρες των εχθρών, που δεν ήξεραν τίποτε για αυτό που τους είχε συμβεί, μέχρι που τα πλοία τους βυθίζονταν απροσδόκητα. Μια φορά στόλος από γαλέρες που ανήκαν στον εχθρό έκανε αιφνιδιαστική επίθεση στο λιμάνι κι εκείνος τις τρύπησε και αιχμαλώτισε όλους τους άνδρες που επέβαιναν σε αυτές. Είχε πράγματι ταλέντο που δεν το έφτανε κανείς, αλλά διηγούνται ότι κατανάλωνε υπερβολική ποσότητα χασίς», συνήθεια η οποία (μαζί με ορισμένα έθιμα των Αλεβιτών που υποδηλώνουν τουρκμενικό, πιθανώς Τσέπνι, υπόβαθρο των Τούρκων της Σινώπης), συνεχιζόταν την εποχή του Ιμπν Μπατούτα.32

Ο Γαζή Τσελεμπή, τον οποίο φοβούνταν ακόμη και οι Ιταλοί των βόρειων ακτών του Ευξείνου, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ήταν ο πρώτος σύγχρονος βατραχάνθρωπος. Αλλά, όπως παρατηρεί ο Καέν, «μας παρουσιάζει την παράδοξη κατάσταση ότι, αν και ήταν διάσημος, δεν ξέρουμε ποιος ήταν».33 Ο τάφος του στον μεντρεσέ του περβάνε στη Σινώπη (φωτ. 1α) έχει μια όχι ενημερωτική επιγραφή: «Ο τάφος [είναι αυτός] του Γαζή Τσελεμπή, γιου του Μασούντ. Είθε ο Αλλάχ να γλυκάνει τον τάφο του».34 Ο Καέν προτείνει ότι αυτός ο Μασούντ ήταν εγγονός του περβάνε, πειρατής και ο ίδιος, ίσως εκείνος που απήχθη από τους Γενουάτες. Φαίνεται μόνο σαφές ότι η Σινώπη απορροφήθηκε από τον Σουλεϊμάν Ισφεντιγιάρογλου της Κασταμόνου (1300-39) μετά το 1324.35

Αν δεν ξέρουμε ποιος ήταν ο Γαζή Τσελεμπή, ξέρουμε ακόμη λιγότερα τι να συμπεράνουμε από το ακόλουθο απόσπασμα στον Πανάρετο, το οποίο μέχρι στιγμής διέφυγε τις προσοχής των σχολιαστών: «Το Σάββατο 11 Νοεμβρίου [1357] η κυρία Ευδοκία έφτασε [στην Τραπεζούντα]. Ήταν δέσποινα της Σινώπης και κόρη του άρχοντα Αλεξίου του Μεγάλου Κομνηνού».36 Το ότι η Ευδοκία ήταν κόρη του Αλεξίου Β’ Μεγάλου Κομνηνού (1297-1330), πρώτα σύμμαχου και στη συνέχεια εχθρού του Γαζή Τσελεμπή, είναι πολύ πιθανό, αλλά, παραπλανημένοι από τη δήλωση του Ζαμπάουρ ότι ο Γαζή Τσελεμπή πέθανε το 1356, οι Λαμψίδης και Μπράιερ διαπίστωσαν ότι ένας γάμος με τον Γαζή της έδινε βολικούς λόγους για την επιστροφή της στο σπίτι ως χήρα τον επόμενο χρόνο.37 Η πληροφορία του Καέν κάνει τώρα αυτή την ιδέα αβάσιμη, αλλά εγείρει και πάλι το πρόβλημα του ποιος ήταν ο σύζυγος της Ευδοκίας. Ίσως ο κυβερνήτης του Σουλεϊμάν [Ισφεντιγιάρογλου] στη Σινώπη να είναι η απάντηση. Εν πάση περιπτώσει, η συμμαχία δείχνει ότι η Σινώπη και η Τραπεζούς είχαν και πάλι καλές σχέσεις στα μέσα του 14ου αιώνα, όπως θα παρέμεναν μέχρι το 1461, με πιθανή διακοπή όταν, το 1362, η Σινώπη πρόσφερε καταφύγιο στον εξόριστο Ιωάννη Β’ Μεγάλο Κομνηνό (1342-44), που ερχόταν από την Αδριανούπολη σε προσπάθεια να ανακτήσει τον θρόνο της Τραπεζούντας. Αλλά πέθανε εκεί, ίσως από την πανούκλα εκείνης της χρονιάς.38

Η Σινώπη και η Τραπεζούς ήρθαν ακόμη πιο κοντά μεταξύ τους μετά την εκδίωξη των Ισφεντιγιαρογκιουλάρι από την Κασταμόνου από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Α’ το 1391/92. Έκαναν τη Σινώπη πρωτεύουσα εκείνου που είχε απομείνει από το κράτος τους μέχρι το 1461 (εκτός από μια σύντομη περίοδο επαναφοράς στην Κασταμόνου από τον Τιμούρ μετά το 1402). Ο δύσμοιρος Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος εξηγούσε τη στρατηγική του Βαγιαζήτ όταν στρατολογήθηκε στην οθωμανική εκστρατεία του 1391/92: «Υποθέτει ότι είτε θα υποδουλώσει είτε θα κερδίσει ως σύμμαχο κάποιον σατράπη [εμίρη] που ονομάζεται Πεϊτζάς, ο οποίος είναι κύριος της χώρας που συνορεύει τόσο με τη Σινώπη όσο και με την Αμινσό… Και περαιτέρω, αφού πάρει τη Σινώπη, … ή αλλιώς, αφού δεσμεύσει τον Σπεντάρη – αυτός είναι ο ηγεμόνας της Σινώπης – με τέτοιους όρκους που ο τελευταίος θα έκρινε σκόπιμο να δεχτεί και να τηρήσει, τότε με τέτοια κατορθώματα θα τρομάξει τον άνθρωπο που κυβερνά τη Σεβάστεια».39 Αλλά ο Βαγιαζήτ δεν έφτασε ποτέ στη Σινώπη.

Ο Ισμαήλ, ο τελευταίος Ισφεντιγιάρογλου εμίρης της Σινώπης, ήταν μέλος της μεγάλης αντιοθωμανικής συμμαχίας που προηγήθηκε της πτώσης πρώτα της Σινώπης και στη συνέχεια της Τραπεζούντας το 1461.40 Οι χριστιανοί της πόλης έστελναν εισφορά ντεβσιρμέ στη συνέχεια. Οι δύο μεγάλες εμπειρίες της Σινώπης κατά την οθωμανική περίοδο ήσαν άγριες επιθέσεις από τον βορρά. Το 1614 Κοζάκοι έκαψαν τον τόπο. Εικάζουμε ότι επιτέθηκαν στο βορειοανατολικό λιμάνι, γιατί η πιθανώς κλασική κάτοψη των δρόμων σε αυτόν τον τομέα έχει χαθεί και οι τοίχοι εκεί ανήκουν σε αυτό που φαίνεται να είναι η τελική τοιχοποιία τύπου Μ. Στις 30 Νοεμβρίου 1853 οι Ρώσοι βομβάρδισαν το νοτιοδυτικό λιμάνι και τα τείχη. Η απώλεια ή η φθορά των τειχών μεταξύ των πύργων 7 και 11, το φράξιμο της θαλάσσιας πύλης μεταξύ των πύργων 33 και 34 και η ακανόνιστη ρυμοτομία πίσω από τους πύργους 7 και 11 θα μπορούσαν, ίσως, να αποδοθούν σε αυτό το γεγονός, το οποίο προκάλεσε τον πόλεμο της Κριμαίας.41

ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ

Έχει δημοσιευθεί σημαντικός αριθμός ελληνικών και λατινικών κλασικών επιγραφών και αρκετά παλαιοχριστιανικά επιτάφια επιγράμματα και αραβικές επιγραφές.42 Σε αυτές προσθέτουμε μία κλασική (αριθ. 2) και τέσσερις βυζαντινές (αριθ. 1, 3-5) επιγραφές στην πόλη.

1. Σε τετράγωνη στήλη, που χρησιμοποιείται τώρα ως υπέρθυρο σύγχρονης πλαϊνής εισόδου μεταξύ των πύργων 12 και 13, το μονόγραμμα:

Image

Περιλαμβάνονται τα εξής γράμματα: Κ, Ν, Ρ, Α, Ι, Ο και Υ (τα δύο τελευταία χρησιμοποιούνται ίσως ως γενική κύριου αρσενικού ονόματος), αλλά δεν είμαστε σε θέση να προσφέρουμε ικανοποιητική ανάγνωση.

2. Σε επαναχρησιμοποιημένο κλασικό κομμάτι στη βόρεια (εξωτερική) πλευρά του πύργου 14. Εφόσον αυτό βρίσκεται σε τοιχοποιία τύπου G, ίσως ενσωματώθηκε στην ανακατασκευή του 1215:

Image

Δεν βγάζουμε τίποτε από αυτό.

3. Σε αντεστραμμένη τετράγωνη κλασική πλίνθο (σε σχήμα απλού βωμού), περίπου 100 μ. νότια-νοτιοδυτικά του πύργου 23. Η πλίνθος έχει ύψος 1,02 μ. Το κύριο τμήμα έχει πλάτος 0,58 μ., με γείσα πάνω και κάτω πλάτους 0,72 μ. και ύψους 0,22 μ. Στην κορυφή της μίας όψης του κεντρικού τμήματος υπάρχει γραμμική επιγραφή δύο γραμμών. Η όψη της Πέτρας είναι τώρα πολύ εύθρυπτη. Το Ρ έχει ύψος 17 εκ., το Μ 7 εκ., το α 8 εκ. και το ν 9 εκ. (βλ. φωτ. 1β).

Image

«+ αυτοκράτορας Ρωμανός».

Η επιγραφή πρέπει να θεωρηθεί γνήσια, αλλά το απότομο, η χρονολογία και η λειτουργία της, καθώς και η ταυτότητα αυτού του αυτοκράτορα Ρωμανού, προκαλούν σύγχυση. Τα γράμματα υποδηλώνουν υστερο-βυζαντινή χρονολογία, αλλά ίσως οι παραλλαγές στις μορφές του «σίγμα» υποδηλώνουν απλώς λαϊκό έργο. Ο σκοπός της επιγραφής και της επαναχρησιμοποιημένης πλίνθου –μια βάση αγάλματος φαίνεται πολύ απίθανη, αλλά είναι το μόνο που μπορούμε να προτείνουμε– είναι αινιγματικός. Ίσως ο Ρωμανός να ήταν ένας μέχρι τώρα μη αναγνωριζόμενος τοπικός σφετεριστής. Το πιθανότερο είναι ότι είναι γνωστός αυτοκράτορας. Ο μόνος γνωστός αυτοκράτορας με τον οποίο η επιγραφή δεν θα ήταν ασυνεπής είναι ο τελευταίος ηγεμόνας που φέρει αυτό το όνομα στον βυζαντινό κόσμο, ο Ρωμανός Δ’ (1068-71), ο οποίος βάδισε νότια της Σινώπης, μέσω Σεβάστειας, προς την ήττα του στο Μαντζικέρτ. Είναι ο μόνος υποψήφιος που μπορούμε να προτείνουμε για «αυτοκράτορα Ρωμανό».

4. Επιτάφιο επίγραμμα σε στενή μαρμάρινη πλάκα, ύψους 0,47 μ. και πλάτους 0,12 μ., ενσωματωμένο σε τουρκική κρήνη περίπου 150 μ. νοτιοδυτικά του πύργου 23. Τα γράμματα έχουν ύψος 3 εκ. H επιγραφή είναι προφανώς πλήρης (φωτ. 1γ):

Image

+ Θέ|σις δι|αφέρ|ουσα Θεοδ| |ώρῳ ἀ|πό κα|θολί|κων.

“+ Ειδικός τόπος κατάθεσης Θεόδωρου του πρώην Καθολικού.”

Η επιγραφή εγείρει εμφανή προβλήματα. Καταγράφoνται ένας ἀποχαρτοφύλαξ και ένα ἀποεπισκοπῶν,43 αλλά πρόκειται για αρκετά σπάνια διατύπωση μεταξύ εκκλησιαστικών αξιωμάτων και θα ήταν αφύσικα απότομη για έναν πρώην Καθολικό με την εκκλησιαστική έννοια. Πιθανότατα αναφέρεται σε απλό πρώην αξιωματούχο ή λογοθέτη. Ο πατέρας Ζαν Νταρουζές σχολιάζει ευγενικά: «Σκέφτομαι μάλλον δημόσιος υπάλληλος και πρώην» (Je pense plutôt à un fonctionnaire civil, et ancien).

5. Επιτάφιο επίγραμμα ενσωματωμένο στην ανατολική όψη του πύργου 29, περίπου 10 μ. πάνω από το έδαφος, στο σημείο όπου συναντώνται οι τύποι τοιχοποιίας Ε και L (φωτ. 2α, β):

Image

… τοῦ | Ἀναστασίο(υ). | + Θέσις Κυλίτα|ς τις συμβίου Ἀνα|στασίου το(ῦ) μ(ε)ιζοτ||έρου τοῦ ἐπισκό|που Χέρσονος. ἰνδ. θ’.

«;… του Αναστασίου. + Τόπος κατάθεσης της Κυλίτας (;), συζύγου του Αναστασίου του μειζωτέρου του επισκόπου Χερσώνος. 9ης ινδικτιώνος.”

γραμμές 3-4. Κυλίτα (απίθανο να προέρχεται από το Aquilita). Ίσως καλύτερα να διαβάζεται ως Ἰουλίτα, Joulita.

γραμμές 5-6. Ο μειζότερος φαίνεται να μην είναι τόσο αρχιοικονόμος όσο δικαστικός επιμελητής απομακρυσμένων επισκοπικών περιουσιών, σαφώς λαϊκός αξιωματούχος. Στους παπύρους μπορεί να είναι υφιστάμενος υπάλληλος δικαστικής περιφέρειας. Στο Grégoire, RICAM, αριθ. 47, «φαίνεται να είναι πολιτικός δικαστής, εξουσιοδοτημένος από τον ηγούμενο ενός μοναστηριού να διοικεί τους αγρότες των εδαφών του» (paraît être un juge civil délégué par lhigoumène dun monastère pour administrer les paysans de ses terres). Στον Βίο του Αγίου Θεοδώρου του Συκεών, ο μειζώτερος της Εκκλησίας της Ηλιούπολης εισέπραττε εκκλησιαστικούς φόρους στα χωριά. Σε όλες τις περιπτώσεις ο μειζώτερος φαίνεται να ασχολείται με τις αστικές υποθέσεις εκκλησίας ή μοναστηριού.

γραμμή 7. Το ότι η σύζυγος του μειζωτέρου της έδρας της Χερσώνος θάφτηκε στη Σινώπη υπονοεί ότι η Χερσών είχε περιουσία στη νότια πλευρά του Ευξείνου και ότι ο Αναστάσιος ήταν ο αντιπρόσωπός της. Η έδρα της Χερσώνος ήταν η πλησιέστερη σε εκείνη της Σινώπης στην ακτή της Κριμαίας. Ο θρύλος του Αγίου Ανδρέα συνδέει τις δύο. Αλλά η παλαιότερη αναφορά σε αυτήν (η Notitia του ψευδο-Επιφάνιου για μετά το 553) την περιγράφει ως αρχιεπισκοπή. Ο απλός «ἐπίσκοπος» της επιγραφής μας θα μπορούσε εξίσου καλά να παραπέμπει σε αρχιεπίσκοπο ή μητροπολίτη, αλλά υποδηλώνει πρώιμη χρονολογία, καθώς επίσης εγείρει την πιθανότητα ότι η έδρα της επισκοπής Χερσώνος βρισκόταν ίσως, σε ένα στάδιο, στη Σινώπη. Κάτι ανάλογο θα ήταν η μετέπειτα μητρόπολη Αλανίας που βρισκόταν για ένα διάστημα στην Κερασούντα (βλέπε αντίστοιχα).44

ΜΝΗΜΕΙΑ

Μεταξύ των χαμένων μνημείων πρέπει να απαριθμούνται εκείνα που κατονόμασε ο Στράβων: η αγορά, η στοά και το γυμνάσιο. Επίσης το υδραγωγείο του Πλίνιου (αν μάλιστα χτίστηκε ποτέ τόσο άβολα από την ηπειρωτική χώρα), και αριθμός εκκλησιών. Ο καθεδρικός ναός ήταν ίσως αφιερωμένος είτε στον Άγιο Φωκά είτε στην Παναγία. Εκκλησίες αφιερωμένες και στους δύο καταστράφηκαν ή υπέστησαν ζημιές από Τούρκους στα τέλη του 11ου αιώνα. Τον 13ο αιώνα, οι εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά, στη συνέχεια ξανά σε εκκλησίες και, τελικά, αναστηλώθηκαν ως τζαμιά. Έτσι, μπορεί να υπάρχει κίνδυνος το σημερινό Μπουγιούκ ή Αλαντίν Τζαμί, που χτίστηκε από τον περβάνε το 1268, να βρίσκεται στην τοποθεσία του καθεδρικού ναού, ο οποίος αρχικά μετατράπηκε σε τζαμί από τον ομώνυμο Αλαντίν Καϊκουμπάντ (1219-36), ξαναέγινε εκκλησία με την Τραπεζούντια ανακατάληψη του 1254-65, και ξαναχτίστηκε ως τζαμί από τον περβάνε. Βρίσκεται σε περίοπτη θέση στο Σακάρια Τζάντεσι, τον κύριο άξονα της πόλης. Αλλά είναι σαφές ότι η παρούσα δομή είναι, αν και ασυνήθιστη, πλήρης ανοικοδόμηση και όχι μετατροπή. Ο Εβλία μιλά για μια Αγία Σοφία, «παλιό τζαμί επενδεδυμένο με τούβλα»,45 που ήταν αναμφίβολα μετασκευασμένη εκκλησία. Λίγο αργότερα ο Μακάριος σημείωνε επτά εκκλησίες στην πόλη και στο χριστιανικό της προάστιο, μία αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο και μία (με πέτρινη εικόνα του Αγίου Ανδρέα) στον Άγιο Θεόδωρο.46 Στα τέλη του 19ου αιώνα υπήρχαν δεκαπέντε ορθόδοξες εκκλησίες στον καζά,47 συμπεριλαμβανομένων των Ταξιαρχών στην Κάρουσα και των «ερειπίων μεσαιωνικής εκκλησίας», ίσως της Θεοτόκου, στο Τινκιλάν, έξι ώρες από τη Σινώπη.48 Στην ίδια την πόλη υπήρχε και η λατινική εκκλησία της Αγίας Μαρίας.

Εκτός από το Αλαντίν Τζαμί, τα τουρκικά μνημεία περιλαμβάνουν: Τον Αλάιγιε Μεντρεσέ του περβάνε (ο οποίος στεγάζει τον τάφο του Γαζή Τσελεμπή (φωτ. 1α) και ήταν το παλιό μουσείο). Το Σεγίτ Μπιλάλ Τζαμί (αναφέρεται από τον Ιμπν Μπατούτα)49 στους πρόποδες του Μπόζτεπε. Και το Φατίχ Μπαμπά Μεστζίντ του 1324 και το Σαράι Τζαμί του 1360.50

Τα σημαντικότερα σωζόμενα προ-τουρκικά μνημεία της Σινώπης είναι η ρυμοτομία της, τα τείχη της, το «παλάτι» (Μπαλάτ) και η εκκλησία της (Μπαλάτ Κιλίσε).

1. Η ρυμοτομία (σχήμα 4)

Μελέτες της ελληνιστικής Δαμασκού, της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων δείχνουν ότι το αρχικό κλασικό πλέγμα των δρόμων μπορεί να συναχθεί από το σύγχρονο σχέδιό τους.51 Η Σινώπη είναι μικρότερη από άλλα παραδείγματα και το σχήμα του ακανόνιστου ισθμού πάνω στον οποίο βρίσκεται έρχεται σε αντίθεση με κανονικό πλέγμα. Είναι, λοιπόν, ακόμη πιο εντυπωσιακό όταν διαπιστώνουμε, ότι έχει γίνει προσπάθεια να της επιβληθεί σχέδιο με τετράγωνα (insulae), διαστάσεων (πολύ χονδρικά) 100×60 μ., τα οποία είναι σύμφωνα με τα ελληνιστικά παραδείγματα.52

Το προτεινόμενο πλέγμα σημειώνεται με διακεκομμένες γραμμές στο σχήμα 4. Ο οδικός άξονας (“cardo”) είναι η Σακάρια Τζάντεσι. Στα βόρεια ένας παράλληλος δρόμος εκτείνεται από μια πύλη στους πύργους 29-30 και υπάρχει ίσως ένας περαιτέρω παράλληλος βόρεια από αυτόν. Στα νότια υπάρχουν ένας ή δύο περαιτέρω παράλληλοι. Έξι έως οκτώ οδοί διασχίζουν τον κύριο άξονα σε ορθή γωνία. Οι ενότητες που δημιουργούνται δεν είναι τόσο κανονικές όσο εκείνες που βρέθηκαν αλλού, αλλά προτείνουμε ότι αποτελούν αρκετή, αν και μόνο αρκετή, απόδειξη που να υποδηλώνει ότι η Σινώπη είναι η μόνη ποντιακή πόλη, πέρα από την Τραπεζούντα, η οποία σήμερα φέρει ίχνη ότι έχει φτιαχτεί σε κλασικές γραμμές. Οι οικισμοί των βασιλέων του Πόντου στο εσωτερικό ανήκουν σε διαφορετική και τυχαία παράδοση πολεοδομίας. Επομένως πρέπει να αναζητήσουμε την έμπνευση για το σχέδιο στους ίδιους τους αποίκους της Σινώπης. Η Σινώπη ήταν μια από τις πολλές αποικίες της Μιλήτου, γενέτειρας του Ιπποδάμου, τον οποίο ο αρχαίος κόσμος θεωρούσε ως τον εφευρέτη της χάραξης οδών επί ορθογωνικού κανάβου (πλέγματος). Η ίδια η Μίλητος ξαναχτίστηκε με βάση τις δικές του γραμμές από το 479 π.Χ., μετά την ήττα από τους Πέρσες. Παρουσιάζει θεαματικά άκαμπτο κάναβο, ο οποίος, όπως εκείνος της Σινώπης, δεν λαμβάνει σχεδόν καθόλου υπόψη την ακανόνιστα διαμορφωμένη χερσόνησο πάνω στην οποία βρίσκεται. Η Ολβία, άλλη αποικία των Μιλησίων στον Εύξεινο, ξαναχτίστηκε σε σύστημα κανάβου ύστερα από πυρκαγιά στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα.53 Ίσως ο κάναβος της Σινώπης εισήχθη, όπως εκείνος της Μιλήτου, μετά την περσική κατοχή και αποχώρηση από τον τόπο τον 5ο π.Χ. αιώνα.

Εντοπίζοντας ομάδες τετράγωνων, κατέστη δυνατό να προταθούν τοποθεσίες για μεγάλα δημόσια κτίρια σε άλλες πόλεις. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, ότι αυτό που ίσως είναι ομάδα τεσσάρων οικοδομικών τετραγώνων ανάμεσα στους πύργους 1 έως 4 και τον οδικό άξονα (“cardo”) της Σινώπης, βολικά σφηνωμένο μεταξύ της «ακρόπολης» και του κλασικού λιμανιού (βλ. σχήμα 4), μπορεί να υποδηλώνει τη θέση της αγοράς. Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι η πρώτη ακρόπολη της Σινώπης (τοιχοποιία τύπου Α) ήταν το βόρειο τμήμα της ακρόπολης ―πύργοι 30 και 37 έως 43― και ότι ακολουθούσε η ίδια η ακρόπολη (πύργοι 30 έως 43). Ίσως η ρωμαϊκή πρακτική ήταν να τειχίζουν πόλεις, αλλά να αφήνουν τέτοιες ακροπόλεις. Η θέση εκείνου που φαίνεται ότι είναι το ρωμαϊκό θρησκευτικό κέντρο της πόλης ―το Σεραπείον (στον χώρο του μουσείου πίσω από το Belediye Sarayi και βόρεια του πύργου 17) και το «παλάτι» ακόμη πιο ανατολικά― υποδηλώνει ότι στη ρωμαϊκή περίοδο το κέντρο της πόλης μετακινήθηκε ανατολικά. Φαίνεται πολύ πιθανό ότι το ανατολικό τείχος (πύργοι 12 έως 20) δεν βρισκόταν στη σημερινή του θέση. Στην Άμαστρι (Άμασρα) το κύριο κλασικό προάστιο με τα μεγαλύτερα δημόσια κτίρια βρισκόταν στην ηπειρωτική χώρα. Στη Σινώπη, το Μπόζτεπε φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε για αυτόν τον σκοπό. Στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους η έννοια της ακρόπολης ίσως επανήλθε, έστω και μόνο ως ο μικρόκοσμος της γνωστής μεγαλύτερης κλίμακας πόλης-αγοράς σε πεδιάδα, που είχε μετακομίσει σε κοντινό φρούριο.54 Εν πάση περιπτώσει, η παλιά ακρόπολη και φρούριο της Σινώπης επανήλθαν σε αυτές τις λειτουργίες στη βυζαντινή και τη σελτζουκική περίοδο.

2. Τα Τείχη (σχήματα 4, 2α-11β)

Τα τείχη σχηματίζουν ακανόνιστο ορθογώνιο σε κάτοψη, με τις μακρύτερες βόρεια και νότια πλευρά να βλέπουν προς τη θάλασσα και τα δυτικά και ανατολικά τείχη να είναι στραμμένα προς τη στεριά.

Το δυτικό τείχος (πύργοι 29 έως 31) ήταν το πιο τρομερό, γιατί κανένα φυσικό χαρακτηριστικό δεν το προστατεύει από την ηπειρωτική χώρα. Υπάρχουν ενδείξεις διπλής τάφρου μεταξύ των πύργων 30 έως 31 και 36 έως 39 στην εσωτερική πλευρά. Υπήρχαν δύο ρωμαϊκές ή πρωτο-βυζαντινές πύλες στο δυτικό τείχος, βόρεια και νότια της σημερινής εισόδου της Σακάρια Τζάντεσι, η οποία συνδέεται με τις πύλες.

Η περιγραφή που ακολουθεί είναι συνδυασμός των παρατηρήσεων πεδίου των Ουίνφιλντ και Μπραιερ σε πολλές ανεξάρτητες επισκέψεις. Η παρατήρηση εμποδίζεται από το γεγονός ότι η περιοχή της ακρόπολης (πύργοι 30 και 37 έως 43) βόρεια της Σακάρια Τζάντεσι είναι τώρα στρατώνας και ότι η περιοχή της ακρόπολης (πύργοι 30 έως 36) νότια της Σακάρια Τζάντεσι αποτελεί πια φυλακή υψίστης ασφαλείας. Βασικά έχουμε σημειώσει δώδεκα τύπους τοιχοποιίας στα τείχη και, από τη θέση τους, αν μη τι άλλο, επιχειρήσαμε να τους βάλουμε σε χρονολογική σειρά και να προτείνουμε περιόδους για αυτούς. Δεν έχουμε ουσιαστικά κανένα συγκριτικό υλικό (τα τείχη της Άμαστρης είναι πιο χρήσιμα ως έλεγχος από εκείνα της Τραπεζούντας, της Κερασούντας ή του Ριζαίου) και τα μάτια και η κρίση μας μπορεί να σφάλλουν. Όμως η ακόλουθη σειρά οικοδόμησης φαίνεται ότι έλαβε χώρα στη Σινώπη (βλέπε πίνακα Σινώπη: Τα τείχη, στο τέλος αυτής της ενότητας):

Ο τύπος Α, η πρωιμότερη ορατή περίοδος κατασκευής, αποτελείται από ορθογώνια κομμάτια ανάγλυφης πέτρας που τοποθετούνται χωρίς κονίαμα («έμπλεκτον» σύστημα ισοδομικής τοιχοποιίας). Μερικά από τα κομμάτια είναι δεμένα στο τείχος ως μπατικά σε ακανόνιστα διαστήματα.55 Τα κομμάτια είναι ευδιάκριτα επιμήκη για το πλάτος τους. Ανάγλυφη τοιχοποιία βρίσκεται επαναχρησιμοποιημένη στην Άμαστρι και σε αψίδα του διαδρόμου προς τη δυτική πύλη της Τραπεζούντας. Στη Σινώπη εμφανίζεται στα χαμηλότερα τμήματα τουλάχιστον των πύργων 29 και 30, και 37 έως 43, ένα ορθογώνιο τετράγωνο στο μοναδικό ύψωμα της πόλης, το οποίο επομένως προτείνουμε ως την αρχική ακρόπολη (φωτ. 2α, 7α, 8β, 11α).

Ο τύπος Β αποτελείται από λαξευτή λιθοδομή, με πέτρες όψης διατεταγμένες σε εναλλασσόμενες σειρές μπατικών και δρομικών. Οι μπατικές είναι τοποθετημένες τακτικά, σε αντίθεση με την πιο ακανόνιστη μπατική και δρομική εργασία στην Άμασρα και το διαφορετικό σύστημα στην Αμάσεια, όπου μπατικές και δρομικές εναλλάσσονται στην ίδια σειρά. Ο τύπος Β εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή της ακρόπολης και κατά μήκος του μετώπου του κύριου λιμανιού, από τους πύργους 29 έως 36 (;), μέχρι τους πύργους 1 έως 6. Θα μπορούσε ίσως να συσχετιστεί με τον μόλο από μεγάλα κομμάτια που εκτείνεται μεταξύ των πύργων 6 και 7 υπό γωνία περίπου 260°, για να συναντήσει τον πύργο 31 και τον οποίο μπορεί κανείς να δει σήμερα κάτω από το νερό, με τα κομμάτια του επαναχρησιμοποιημένα στο σύγχρονο μόλο που εκτείνεται από τους πύργους 7 και 12 (φωτ. 3α, 8β).

Ο τύπος C αποτελείται από λωρίδες τοιχοποιίας από στρώσεις τούβλων και πέτρας, που βρίσκονται ιδιαίτερα εκτός θέσης, μέσα στη θάλασσα, γύρω από τους πύργους 28 και 29 και συνδέονται με τμήμα τειχών μεταξύ των πύργων 1 έως 6. Φαίνεται ότι έχει πέντε ή περισσότερες στρώσεις τούβλων, που εναλλάσσονται με οκτώ ή περισσότερες σειρές πέτρας. Το ασβεστοκονίαμα περιλάμβανε κονιοποιημένα πήλινα σκεύη. Μια υποενότητα, τύπου *C, που χαρακτηρίζεται από τη μορφή και όχι από την τοιχοποιία και αποτελείται από τους πύργους σχήματος V 41 έως 43, συζητείται από τον James Crow σε σημείωση στη σελ. 78 πιο κάτω.

Ο τύπος D, που αντιπροσωπεύεται μόνο στη βορειοανατολική γωνία από τους πύργους 18 έως 21 (βλ. φωτ. 3β), είναι τώρα μόνο πυρήνας ερειπίων από άφθονα κονιοποιημένα πήλινα και στίγματα τούβλων στο ασβεστοκονίαμα, το οποίο είναι καλά γεμισμένο, με λίγες οπές αέρα και χωρίς ακτίνες. Υπάρχουν μερικές κεφαλές επαναχρησιμοποιημένων στηλών.

Οι τύποι E, F και G χρησιμοποιούν υλικό από τους τύπους A και B. Είναι ξεχωριστοί, αλλά δύσκολο να τοποθετηθούν σε σειρά οικοδόμησης.

Ο τύπος Ε αποτελείται από όψη επαναχρησιμοποιημένων κομματιών από το Α μέχρι το Β, με πυρήνα από κονίαμα θραυσμάτων στο τείχος. Το δρομικό και μπατικό σύστημα εξακολουθεί να χρησιμοποιείται, με χρήση στηλών ως μπατικών. Υπάρχουν ακανόνιστες στρώσεις από τούβλα και το κονίαμα ενσωματώνει κονιοποιημένα πήλινα σκεύη. Ο τύπος απαντάται κυρίως στις μεσαίες-κατώτερες σειρές των πύργων 29 έως 30 και 43. Συνδέεται με την επιγραφή 5 (φωτ. 8β, 4β).

Ο τύπος F, που βρέθηκε κυρίως στους πύργους 8 και 9, 13 και 14, και 27, περιλαμβάνει στοιχεία από τους Α και Β, με κάποια τούβλα και ειδικά κομμένη πέτρα συσσωματώματος σε τμήματα όπου το επαναχρησιμοποιημένο υλικό δεν ταιριάζει.

Ο τύπος G, κοινός τύπος, είναι παραλλαγή του F, που δεν χρησιμοποιεί μπατικά ή δρομικά, αλλά μερικά τούβλα και πολύ μεγάλα κομμάτια από τους Α και Β. Βρίσκεται κυρίως στους πύργους 1 έως 6 (βλ. φωτ. 3α), 14 έως 16, 30 έως 38 και 40, συχνά σε συνδυασμό με στάση Α ή Β και σε συνδυασμό με την ομάδα επιγραφών (συμπεριλαμβανομένης εκείνης του 1215) στους πύργους 37 και 38 (φωτ. 8β, 9α, 11β).

Ο τύπος Η, που απαντάται μόνο στους πύργους 7 έως 9, χρησιμοποιεί ακατέργαστα κομμάτια πέτρας με μαλακό λευκό κονίαμα από ασβέστη και βότσαλα και λίγη πλήρωση από τούβλα ή κεραμίδια.

Ο τύπος J αποτελείται από κανονικές στρώσεις τετράγωνων λίθων με λίγο κονίαμα, κάτι στη μορφή της τοιχοποιίας του 14ου αιώνα στην Κορδύλη (βλέπε αντίστοιχα). Βρίσκεται κάτω από τον τύπο L στον πύργο 12 και πάνω από τους τύπους G και H στους πύργους 6 και 7.

Ο τύπος Κ αποτελείται από εντυπωσιακά μαύρα μεγάλα κομμάτια βασάλτη. Υπάρχει μόνο στον πρόσθετο πύργο-πλώρης 4.

Ο τύπος L έχει στην όψη σειρές από μικρά ακανόνιστα κομμάτια πέτρας, με μικρό μόνο ποσοστό επαναχρησιμοποιημένων λαξευτών τεμαχίων. Υπάρχει σημαντική επίστρωση με κονίαμα, τρύπες δοκών και στίγματα τούβλων στο κονίαμα. Βρίσκεται στην αρχική βορειοδυτική πύλη του πύργου 29, με το ψηλό στρογγυλεμένο τόξο της, στους επάνω ορόφους των πύργων πυλών και σε τοξωτά παράθυρα, ιδιαίτερα πάνω από τον τύπο G, στους πύργους 12 έως 15.

Ο τύπος Μ αντιπροσωπεύεται κυρίως κατά μήκος του βόρειου θαλάσσιου τείχους από όψη με μικρές αδρής κοπής σκούρες γκρι πέτρες σε κανονικές σειρές, με διάκενα γεμισμένα με μικρότερες πέτρες. Το κονίαμα περιέχει πολύ βότσαλο και ίχνη τούβλου. Ο πυρήνας ενισχύεται με ορθοστάτες και αμφιδέτες σε μορφή ξύλινης σκαλωσιάς. Μια χρονολόγηση σύγχρονη με εκείνη του τύπου L υποδεικνύεται από τις φωτ. 4α και 11α, όπου οι κάτω στρώσεις του τείχους έχουν όψη από επαναχρησιμοποιημένα λαξευτά κομμάτια πέτρας, ενώ το πάνω τμήμα είναι επενδεδυμένο με μικρές χοντροκομμένες πέτρες, αλλά ο πυρήνας των δύο τμημάτων εμφανίζεται να είναι μιας κατασκευής. Οι πύργοι σε αυτό το βόρειο τείχος (20 έως 27, 29) προεξέχουν ελάχιστα στο εσωτερικό και μια πύλη δίνει πρόσβαση στον δεύτερο όροφό τους από ράμπα (φωτ. 6α). Το μόνο διακοσμητικό χαρακτηριστικό εδώ είναι ένα τυφλό τόξο με πέτρινους θολόλιθους (φωτ. 5β).

Αυτό το τυπολογικό πρόγραμμα είναι πολύ προκαταρκτικό, αλλά μπορούμε τουλάχιστον να προτείνουμε ότι: (α) Η παλαιότερη ακρόπολη (τύπος Α) αντιπροσωπεύεται από τους πύργους, 30, 37 έως 43 (αν και οι πύργοι 41 έως 43 σχήματος V, όπως είναι, μπορεί να είναι έργα του 5ου αιώνα, βλέπε τη σημείωση πιο κάτω). (β) Η κλασική ακρόπολη που προσαρτάται σε αυτήν αντιπροσωπεύεται από τους πύργους 30 έως 36. (γ) Το ανατολικό τείχος, ως έχει, είναι σχετικά όψιμο. (δ) Οι βόρειες οχυρώσεις, ως έχουν, είναι ακόμη μεταγενέστερες. (ε) Και ο τύπος G μάλλον συμφωνεί με την ανοικοδόμηση του 1215. Είναι πιθανό ο τύπος Β να αντιπροσωπεύει μιθριδατικό έργο. Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πολλές ζημιές από τον βομβαρδισμό του 1853, αλλά η θαλάσσια πύλη μεταξύ των πύργων 33 και 34 (ο ένας τουλάχιστον χτίστηκε μετά την κατασκευή της πύλης) φαίνεται ότι έχει αποκλειστεί μετά τον ρωσικό βομβαρδισμό.

Ο κ. Τζέιμς Κρόου συνεισφέρει ευγενικά την ακόλουθη σημείωση για τους πύργους 41 έως 43 σχήματος V:

Σε τμήμα του βόρειου τείχους της ακρόπολης και αμέσως ανατολικά του ογκώδους βορειοδυτικού γωνιακού πύργου 30 βρίσκονται τέσσερις μικροί, σε κοντινή μεταξύ τους απόσταση, πύργοι σχήματος V (41 έως 43, ο ένας είναι χωρίς αριθμό στο σχέδιο, φωτ. 7α, 9α). Αυτή η μορφή πύργου είναι ασυνήθιστη οπουδήποτε πριν από την εφεύρεση της πυρίτιδας και η ομάδα της Σινώπης ήταν πιθανώς μοναδική στην ποντιακή ακτή. Οι πύργοι και το πέτασμα είναι παρόμοιοι στην κατασκευή με το έργο της βόρειας όψης του πύργου 30, με σειρές από ισομεγέθεις λαξευτές πέτρες που ενσωματώνουν αριθμό επαναχρησιμοποιημένων αρχιτεκτονικών θραυσμάτων. Περίπου 2 μέτρα ανατολικά του πύργου 30 υπάρχει ένας σαφής ευθύς σύνδεσμος, αλλά αυτός αντιπροσωπεύει μάλλον διάκριση δομής και όχι φάσης. Στη δυτική όψη του πύργου 30 διακρίνονται, παρά τη σύγχρονη αποκατάσταση, στοιχεία για την προγενέστερη, πιθανώς Μιθριδατική, κατασκευή του πύργου (τύποι Α και Β). Αυτή ορίζεται από τη χρήση ισοδομικής, λατομικής όψης, λαξευτής πέτρας, η οποία, λαμβανόμενη σε συνδυασμό με τη λοξότμηση των γωνιών του πύργου, υποδηλώνει έντονα ελληνιστική χρονολόγηση.56 Η τοιχοποιία του πετάσματος με πύργους σχήματος V είναι σαφώς μεταγενέστερη εκείνης και μπορεί να αποδοθεί σε υστερο-ρωμαϊκή ή μετα-ρωμαϊκή χρονολογία.

Τόσο η μορφή όσο και η κατασκευή των πύργων παρέχουν τη νωρίτερη πιθανή χρονολογία (terminus post quem) για το πέτασμα με πύργους σχήματος V, και αυτή η χρονολόγηση μπορεί να περιοριστεί περαιτέρω με αναφορά σε αντίστοιχα από τη βόρεια Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Ως προς τη μορφή, ο πύργος σε σχήμα V συνδέεται στενά με τον πιο συνηθισμένο πενταγωνικό πύργο σχήματος πλώρης, ενώ και οι δύο φαίνεται ότι εισήχθησαν στα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ. στα Βαλκάνια και στην ανατολική μεθόριο της αυτοκρατορίας.57 Το πλησιέστερο αντίστοιχο με τη Σινώπη υπάρχει στα δυτικά τείχη της Θεσσαλονίκης, που χρονολογούνται από τον Βίκερς περί το 450 και είναι από τα παλαιότερα γνωστά παραδείγματα.58 Αυτά ταιριάζουν με τις μικρές αποστάσεις και τις μικρές διαστάσεις που παρατηρούνται στη Σινώπη. Επίσης οι πύργοι και στις δύο είναι πιο κοντά στη μορφή με αντηρίδες παρά με τους μεγάλους πλευρικούς πύργους που συναντώνται συνήθως στις ύστερες ρωμαϊκές οχυρώσεις. Άλλα παραδείγματα πύργων σχήματος V είναι σημαντικά μεγαλύτερα και περιορίζονται σε κατανομή στα ανατολικά Βαλκάνια: στη Σόφια, τη Φιλιππούπολη, τη Βάρνα και το Κιούστεντιλ.59 Κανένα από αυτά τα τέσσερα δεν μπορεί να χρονολογηθεί πιο σταθερά, από αρχαιολογικά στοιχεία, από τον 5ο-6ο αιώνα και, κατά συνέπεια, έχει αποδοθεί στον Ιουστινιανό. Εκτός από τη Βάρνα, το μόνο άλλο γνωστό παράδειγμα από τη Μαύρη Θάλασσα είναι ένα στην Καλιάκρα, όπου, αν και η κορυφή του V έχει τετραγωνιστεί, η κλίμακα των πύργων είναι πιο κοντά σε εκείνη της Σινώπης.60 Έχει προταθεί χρονολόγηση παρόμοια με εκείνη των άλλων βουλγαρικών παραδειγμάτων. Με βάση αυτά τα συγκριτικά στοιχεία, τα παραδείγματα από τη Σινώπη φαίνεται ότι ταιριάζουν στο ίδιο πλαίσιο.

Η απουσία ορισμένων πόλεων της Μαύρης Θάλασσας, συμπεριλαμβανομένων της Σινώπης και της Μεσημβρίας, από το Περί Κτισμάτων του Προκοπίου μπορεί να είναι σημαντική για την παροχή μιας πιο ασφαλούς χρονολόγησης για τα παραδείγματα από τη Σινώπη. Στη Μεσημβρία, ο Βενεντίκωφ έδειξε, βάσει αρχαιολογικών μαρτυριών, ότι η κατασκευή της κύριας πύλης έγινε στα τέλη του 5ου αιώνα και όχι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού.61 Επιγραφικά και άλλα στοιχεία από τη Δοβρουτζά και τη Χερσώνα62 δείχνουν ότι η Μεσημβρία δεν ήταν η μόνη που έτυχε αυτοκρατορικής προσοχής εκείνη την περίοδο. Η στενή αντιστοιχία μεταξύ Σινώπης και Θεσσαλονίκης καθιστά πολύ πιθανό ότι αυτή η οικοδομική δραστηριότητα δεν περιοριζόταν στις βόρειες και δυτικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας και ότι οι πύργοι 41 έως 43 σχήματος V στη Σινώπη ανήκουν, όπως είναι, στα τέλη του 5ου αιώνα και όχι σε μεταγενέστερη περίοδο. Χωρίς πιο συγκεκριμένα αρχαιολογικά ή επιγραφικά στοιχεία, αυτή η χρονολόγηση παραμένει υποθετικό μέρος της πολιτικής του Ζήνωνα και του Αναστασίου για τη Μαύρη Θάλασσα.

3. Το «Παλάτι»

Περίπου 300 μέτρα νοτιοανατολικά των τειχών της πόλης υπάρχει σειρά από ερείπια τοπικά γνωστά ως Μπαλάτ ή Παλάτι του Μιθριδάτη.63 Βρίσκονται στο τελευταίο τμήμα επίπεδης γης, πριν το έδαφος υψωθεί για να σχηματίσει τον Μπόζτεπε. Η περιοχή που καταλαμβάνουν χρησιμοποιείται τώρα για περιβόλια και το τωρινό επίπεδο του εδάφους είναι περισσότερο από 1,5 μ. πάνω από το αρχικό επίπεδο του εδάφους, όπως φαίνεται από την εκκλησία στο κέντρο των ερειπίων. Τα ερείπια εκτείνονται σε έκταση περίπου 10.000 τετρ. μέτρων.64

Η πραγματική έκταση και ο αρχικός σκοπός αυτού του αξιοσημείωτου ερειπίου μπορεί να προσδιοριστεί μόνο με ανασκαφή. Δεν είναι πια σαφές κατά πόσον οι σωζόμενοι τοίχοι αντιπροσωπεύουν την αρχική έκταση του κτιριακού συγκροτήματος. βλέπε το σχήμα 5 και τις φωτ. 12-17.

Υπήρχαν τρεις ορθογώνιες περιοχές, οι Χ, XII, XIII, μήκους 40 μ. και πάνω και ποικίλου πλάτους. Οι περιοχές X και XII έχουν πλάτος περίπου 18 μ. η καθεμία (φωτ. 13, 14α). Η περιοχή XIII έχει πλάτος περίπου 10 μ. και καταλήγει σε ανατολική αψίδα ή εξέδρα, πιθανότατα με ημιθόλο τοιχοποιίας. Φαίνεται απίθανο οι περιοχές Χ και ΧΙΙ να ήσαν ποτέ εξ ολοκλήρου στεγασμένες, αλλά οι λωρίδες παραστάδας στο βόρειο τοίχο της περιοχής Χ (φωτ. 14α) υποδηλώνουν ότι ίσως ήταν αυλή με περιστύλιο. Η περιοχή XIV έχει τμήμα ημικυκλικού τοίχου με κόγχες και θα μπορούσε να σχηματίζει εξέδρα με ημιθόλο για την περιοχή XII. Η περιοχή XIII, καθώς είχε μόνο 10 μέτρα πλάτος, ίσως ήταν στεγασμένη, πιθανώς με ξύλινη στέγη, γιατί ο τοίχος είναι πολύ λεπτός για να φέρει τοιχοποιία.

Η περιοχή VIII (φωτ. 12β) έχει κάτοψη σε σχήμα σταυρού με τον νότιο βραχίονα επιμήκη, ώστε να σχηματίζει χαμηλό σταυροειδή χώρο. Οι παρακείμενοι θάλαμοι λειτουργούν ως στηρίγματα για τους τοίχους της και είναι σαφές ότι αυτή η μεγάλη αίθουσα ήταν θολωτή. Εκτός από τον δομικό τους σκοπό ως στηρίγματα για την περιοχή VIII, ο λειτουργικός σκοπός του συγκροτήματος μικρότερων θαλάμων δεν είναι σαφής. Η μόνη περιοχή όπου η στέγη σώζεται εξ ολοκλήρου είναι η περιοχή I, που χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως εκκλησία και περιγράφεται πιο κάτω (σελ. 81 κ.ε.).

Η περιοχή XV είναι περαιτέρω ορθογώνιος χώρος, για τον οποίο τίποτε δεν μπορεί να προσδιοριστεί χωρίς ανασκαφή. Οι περιοχές II και III αντιστοιχούν στις περιοχές IV και VII στον άξονα βορρά-νότου. Ίσως λοιπόν οι περιοχές IV και V να συνεχίζονταν προς τα δυτικά, σχηματίζοντας μια δεύτερη σταυροειδή αίθουσα σε αυτή την περιοχή, με τη διασταύρωση στην περιοχή IV. Μπορεί να φανεί από το σχήμα 5 ότι τα βάθρα από λιθοδομή στις γωνίες της περιοχής IV ήσαν αρκετά χοντρά ώστε να στήριζαν σταυροθόλιο.

Τα ερείπια είναι μιας κατασκευής, από στρώσεις λωρίδων τούβλων και πέτρας, με πυρήνα από κονίαμα θραυσμάτων. Τέσσερις σειρές τούβλων εναλλάσσονται με τέσσερις σειρές πέτρας. Οι τοίχοι έχουν κατά μέσο όρο περίπου 1,58 μ. πάχος. Οι πέτρες της επένδυσης είναι κομμάτια ασβεστόλιθου, κατά μέσο όρο 10-15 εκ. σε πλάτος και ύψος και 23 έως 41 εκ. σε μήκος. Τα τούβλα είναι τετράγωνα 40 έως 44 εκ. και πάχους 3 έως 4 εκ. Είναι καλοφτιαγμένα από ανοιχτόχρωμο κόκκινο πηλό. Οι στρώσεις από τούβλα διατρέχουν το πάχος του τοίχου (φωτ. 16β). Το κονίαμα μεταξύ των τούβλων έχει περίπου το πάχος ενός τούβλου, 3,5 εκ. Μια ομάδα σειρών από τούβλα έχει ύψος 30 έως 35 εκ. και μια ομάδα σειρών από πέτρες 60 έως 65 εκ., συμπεριλαμβανομένου του άνω στρώματος κονιάματος σε κάθε περίπτωση. Το κονίαμα είναι από ασβέστη και άμμο. Τα τούβλα και οι πέτρες είναι καλά στρωμένα, με λίγα κενά αέρα στον πυρήνα τους.

Μια αλλαγή στον ρυθμό των σειρών από τούβλα και πέτρα είναι εμφανής στο υψηλότερο τμήμα, πάνω από τα τυφλά τόξα στους τοίχους των περιοχών VIII και X, όπου παραλείπεται μια ζώνη τούβλων, έτσι ώστε να υπάρχει ένα σύνολο οκτώ σειρών πέτρας στην περιοχή VIII πριν από τις επόμενες σειρές τούβλων, που σηματοδοτούν το ξεφύτρωμα του θόλου (φωτ. 12β), και ένα σύνολο εννέα σειρών πέτρας στον τοίχο της περιοχής Χ (φωτ. 13). Παρόμοια αύξηση στον αριθμό των σειρών πέτρας εμφανίζεται οπουδήποτε οι τοίχοι ορθώνονται σε επαρκές ύψος. Αυτό μπορεί επομένως να ήταν μέρος του κανονικού συστήματος δόμησης. Υπάρχουν μόνο δύο εξαιρέσεις στη ρυθμική εναλλαγή τούβλου και πέτρας σε όλα τα ερείπια. Στο σημείο Q (φωτ. 16α), ένα σύνολο από σειρές τούβλων σταματά χωρίς προφανή λόγο. Σειρές πέτρας τις αντικαθιστούν, που ανέρχονται σε δέκα συνολικά. Και στον τοίχο I έως J χρησιμοποιούνται μεγάλα ορθογώνια κομμάτια, κατά μέσο όρο 80×30 εκ. Αυτός ο τοίχος λειτουργεί τώρα ως τοίχος αναβαθμίδας και σηματοδοτεί άνοδο στο επίπεδο του εδάφους κατά 4 περίπου μέτρα. Ο τοίχος Κ είναι επίσης τοίχος αναβαθμίδας, με επίπεδο εδάφους περίπου 2 μέτρα ψηλότερο στα ανατολικά του.

Δεν υπάρχει κανένα ίχνος κανονικού δεσίματος της κατασκευής με δοκούς. Τα μόνα σημάδια της αρχικής ξυλουργικής είναι τέσσερις μεγάλες τρύπες δοκών στο ξεφύτρωμα του θόλου της περιοχής VIII (φωτ. 12β). Αυτές μπορεί να συγκρατούσαν δοκούς σύνδεσης, για να βοηθούν στη διατήρηση της ισορροπίας των τοίχων και των θόλων ή (πιο πιθανώς) ανήκουν στο στάδιο της κατασκευής και χρησιμοποιήθηκαν μόνο για την ανύψωση της σκαλωσιάς για τους θόλους.

Στο νότιο τοίχο της περιοχής X υπάρχουν αρκετές οπές δοκών, αλλά οι θέσεις τους είναι ακανόνιστες και μπορεί να χρονολογούνται σε μεταγενέστερη περίοδο, όταν χτίστηκαν δευτερεύουσες κατασκευές κόντρα στους αρχικούς τοίχους.

Οι τοίχοι χαρακτηρίζονται από αξιοσημείωτη και ευχάριστη επιφανειακή άρθρωση τυφλών τόξων. Όπου υπήρχε ψηλή επιφάνεια τοίχου, όπως στις περιοχές VIII και πιθανώς Χ, υπάρχει δεύτερος όροφος με τυφλά τόξα. Στο σημείο Α της κάτοψης υπάρχει ένα μόνο τυφλό τόξο και στο ΑΒ υπάρχει δεύτερο τυφλό τόξο πάνω από το πρώτο. Στα σημεία D και G υπάρχουν τυφλά τόξα στο επίπεδο του δεύτερου ορόφου και πιθανώς υπήρχε παρόμοια σειρά από κάτω, αλλά οι επιφάνειες των τοίχων είναι τόσο κατεστραμμένες ή καλυμμένες από κισσό, που είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η όψη τους. Οι πλευρικές επιφάνειες των τυφλών τόξων είναι ευθείες και δεν σπάνε από κανένα τόξο που υποχωρεί για να πλαισιώσει το άνοιγμα. Τα τυφλά τόξα στον βόρειο τοίχο της περιοχής X είχαν πλάτος περίπου 2,20 μ. και έχουν εννέα ή δέκα σειρές πέτρας και όχι τούβλων στον χωνευτό τοίχο. Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η λειτουργία αυτής της σειράς τυφλών τόξων. Σχηματίζοντας ένα πολύ ευχάριστο οπτικό μοτίβο από μόνα τους, θα μπορούσαν ενδεχομένως να είχαν αγάλματα. Οι θολόλιθοι είναι όλοι από τούβλα.

Οι εσωτερικές επιφάνειες της σειράς τυφλών τόξων διατηρούν θραύσματα δύο στρώσεων σοβά. Η κάτω είναι από ασβέστη και κονιοποιημένα πήλινα σκεύη. Η πάνω από πολύ λευκό ασβέστη με μικρή ποσότητα άχυρου ως συνδετικό. Οι τοίχοι της περιοχής Ι (η εκκλησία) έχουν αρχική βάση σοβά από ασβέστη και κονιοποιημένα πήλινα σκεύη, που καλύπτει όλη την επιφάνεια, όπου είναι ορατή. Φαίνεται πιθανό ότι όλες οι επιφάνειες των τοίχων του «παλατιού» ήσαν σοβατισμένες με αυτόν τον τρόπο, γιατί η τοιχοποιία από ζώνες τούβλου και πέτρας έχει πολύ τραχύ φινίρισμα. Τα κάτω τμήματα της τοιχοποιίας ίσως έχουν εμπλουτιστεί με μαρμάρινες επενδύσεις, καθώς στην περιοχή υπάρχουν σε μεγάλους αριθμούς θραύσματα λεπτών πλακών από πράσινο μάρμαρο (verde antico) με στίλβωση στη μία πλευρά.

Το μόνο σημάδι παραθύρου στον επάνω όροφο βρίσκεται στον δυτικό τοίχο της περιοχής II (φωτ. 14β). Θα βρισκόταν 6 περίπου μέτρα πάνω από το επίπεδο του δαπέδου. Το άνοιγμα είναι αρκετά μεγάλο για να είναι πόρτα, αλλά θεωρείται καλύτερα ως παράθυρο καθώς δεν υπάρχουν σημάδια σχετικής με αυτό σκάλας ή δαπέδου.

Στο σημείο Η υπάρχουν τρεις στρογγυλές τοξωτές κόγχες με θολόλιθους από τούβλα. Είναι ημικυκλικές σε κάτοψη και αποτελούν τμήμα αψιδόμορφου τοίχου, που θα μπορούσε να ήταν υπερυψωμένη εξέδρα ανατολικά της περιοχής XII.

Στρογγυλά τοξωτά ανοίγματα με θολόλιθους από τούβλα υπάρχουν στα σημεία Ε και F (σχήμα 5, κάτω από το ξεφύτρωμα του θόλου). Πρόκειται για αψίδες μεταξύ των θαλάμων. Τα σημεία Ε είναι ψηλά τόξα και τα σημεία F είναι χαμηλότερα τόξα, που πιθανότατα σχημάτιζαν τα πλαίσια για τις θύρες.

Τόσο οι ανοιχτές αψίδες όσο και οι τυφλές αψίδες είναι ημικυκλικές, με μία σειρά θολόλιθων από τούβλα και χωρίς διακοσμητική εσοχή. Κατ’ εξαίρεση, στα σημεία Ε, S και Ρ, διπλή σειρά θολόλιθων από τούβλα σχηματίζει την αψίδα.

Το τόξο IV F ήταν εφοδιασμένο με καλούπια και τα σημάδια του ξύλινου πλαισίου διακρίνονται στους αρμούς του κονιάματος.

Ο νότιος βραχίονας της περιοχής VIII διατηρεί το ξεφύτρωμα πέτρινου θόλου και μπορεί να υποτεθεί ότι οι τέσσερις βραχίονες του σταυροειδούς χώρου στεγάζονταν με ημικυλινδρικούς θόλους από σκυρόδεμα και λιθοδομή, που σχημάτιζαν σταυροθόλιο πάνω από τη διασταύρωση (φωτ. 12β).

Στο ίδιο υψηλό επίπεδο, η περιοχή V Μ (φωτ. 17α, β) στεγάστηκε με ημικυλινδρικό θόλο από σκυρόδεμα και πέτρα. Το σπασμένο άκρο ενός τεμαχίου σταυροθόλου μπορεί να φανεί καθαρά να προεξέχει στην περιοχή IV. Ίσως λοιπόν η περιοχή IV ήταν επίσης στεγασμένη με σταυροθόλιο που σχηματιζόταν από διασταυρούμενους ημικυλινδρικούς θόλους. Όμως, το ξεφύτρωμα του θόλου στις περιοχές II, III και VII είναι από τούβλα. Αυτοί οι χώροι ίσως ήσαν εξ ολοκλήρου θολωτοί από τούβλα. Ο μόνος θόλος που σώζεται άθικτος είναι εκείνος από τούβλα στην περιοχή I (βλ. πιο κάτω). Οι θόλοι πάνω από τις περιοχές III και VII βρίσκονταν πιθανώς στο ίδιο ύψος. Τμήματα ημικυλινδρικού θόλου από τούβλα σώζονται σε χαμηλότερο επίπεδο στα σημεία L. Ίσως λειτουργούσαν ως ανακουφιστικά τόξα για τους ψηλότερους θόλους (φωτ. 15α). Φέρουν ίχνη από τις ίδιες δύο στρώσεις επιχρίσματος στα τυφλά τόξα της περιοχής VIII που προαναφέρθηκαν.

Η μικρότερη περιοχή VI είναι επίσης στεγασμένη με χαμηλού επιπέδου ημικυλινδρικό θόλο από τούβλα.

Μεταξύ των δευτερευουσών κατασκευών, συζητούνται πιο κάτω οι τροποποιήσεις στην περιοχή I. Στον μακρύ βόρειο τοίχο της περιοχής Χ (φωτ. 13, 14α) υπάρχουν τρία μεγάλα ημικυκλικά τοξωτά κοψίματα. Η κανονικότητα των κοψιμάτων και το γεγονός ότι το ανατολικότερο αντιστοιχεί σε παρόμοιο στον νότιο τοίχο (δημιουργώντας αψίδα στην περιοχή XI) και η εξαιρετική εργασία που θα απαιτούσαν, υποδηλώνουν προσαρμογή του συγκροτήματος σε νέα χρήση αρκετά νωρίς. Ένα ημικυκλικό κόψιμο ήταν επενδεδυμένο με σοβά από ασβέστη και κονιοποιημένα πήλινα σκεύη. Τα άλλα χαραγμένα ανοίγματα στο σχέδιο δεν φαίνονται τόσο κανονικά, αλλά μπορεί να ανήκουν όλα στην ίδια περίοδο επαναχρησιμοποίησης. Το μόνο λειτουργικό χαρακτηριστικό αυτών των αψίδων είναι ότι ανοίγουν σειρά από νέους τρόπους επικοινωνίας μεταξύ των περιοχών.

Στον δυτικό τοίχο της περιοχής II υπάρχουν ίχνη δύο μεταγενέστερων επιπέδων στέγης με αετώματα.

Στο σημείο Ν υπάρχει προσεκτική κοπή ημικυκλικής κόγχης με στέγη ημιθόλο. Έχει εν μέρει περιτοιχιστεί μπροστά, με φύλλο από λεπτό μαύρο και άσπρο μάρμαρο. Η τοπική εξήγηση ότι επρόκειτο για λεκάνη νερού είναι λογική.

Η φωτ. 15β δείχνει μια επισκευή ψηλά στον τοίχο, όπου ένα θραύσμα, πιθανότατα από διαχωριστικό τέμπλου, έχει χρησιμοποιηθεί ως είδος γωνιόλιθου. Η θέση του θραύσματος υποδηλώνει ότι προοριζόταν να είναι διακοσμητικό και επομένως μπορεί να είχε τοποθετηθεί εκεί μετά την κατάρρευση του αρχικού θόλου. Ίσως αυτό, και η λεκάνη νερού, συνδέονται με τη χρήση της περιοχής Ι ως εκκλησία.

Οι «στέρνες» βρίσκονται περίπου 100 μέτρα νότια του τείχους Κ. Είναι τέσσερις ορθογώνιες λιθόκτιστες κατασκευές που αρχικά καλύπτονταν με πέτρινους ημικυλινδρικούς θόλους. Τα τοιχώματά τους περιέχουν πέτρες όλων των σχημάτων και μεγεθών, συμπεριλαμβανομένων και επαναχρησιμοποιημένων κομματιών. Οι θολόλιθοι των ημικυκλικών τόξων είναι λεπτές πέτρινες πλάκες που χρησιμοποιούνται σαν να ήσαν τούβλα. Με τον ίδιο τρόπο φαίνεται ότι κατασκευάστηκαν και οι θόλοι, με πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν σαν τούβλα. Τα τοιχώματα φέρουν πολύ σκληρό σοβά μέχρι 4 περίπου μέτρα πάνω από το σημερινό επίπεδο του εδάφους, το οποίο μπορεί να είναι 2 περίπου μέτρα πάνω από το αρχικό δάπεδο. Ο τοίχος δημιουργεί εσοχή 20 περίπου εκ. στο επίπεδο που σταματά ο σοβάς, και εδώ υπάρχουν ίχνη ανοιγμάτων, που θα μπορούσαν να ήσαν πόρτες ή παράθυρα. Το σημείο Τ σηματοδοτεί τις αψίδες που συνδέουν τους ορθογώνιους θαλάμους. Τα σημεία U σηματοδοτούν μεταγενέστερα ανοίγματα στους εξωτερικούς τοίχους, που κόπηκαν για πρόσβαση στο εσωτερικό, τα οποία τώρα χρησιμοποιούνται ως βουστάσια και ως περιβόλι. Στον τοίχο του νότιου ορθογωνίου έχει χτιστεί ένα σπίτι.

Το βαρύ σοβάτισμα, η έλλειψη πρόσβασης σε αυτούς τους θαλάμους και το πάχος των τοίχων τους υποδηλώνουν ότι κατασκευάστηκαν ως στέρνες. Όπως και το «παλάτι», βρίσκονται πολύ έξω από τα σημερινά τείχη της πόλης, υποδηλώνοντας περίοδο ασφάλειας για την οικοδόμησή τους. Υπάρχει λίμνη, αλλά όχι πηγές, στο Μπόζτεπε, που θα μπορούσε να τους τροφοδοτούσε. Το νερό της βροχής θα μπορούσε εύκολα να διοχετευτεί σε αυτούς.65 Βρίσκονται αρκετά πάνω από την πόλη και θα μπορούσαν να μετέφεραν νερό σε αυτήν με απλή βαρύτητα, χωρίς επιπλοκές αντλιών.

Η παντελής απουσία πλινθοδομής υποδηλώνει ότι οι «στέρνες» μπορεί να είναι διαφορετικής χρονολογίας από το συγκρότημα του «παλατιού», με το οποίο φαίνεται όμως ότι είναι ευθυγραμμισμένες. Όμως δεν υπάρχουν αξιόπιστα χαρακτηριστικά που να υποδεικνύουν τη χρονολογία κατασκευής τους.

Η εκκλησία στην περιοχή Ι του «παλατιού» βρίσκεται σε αυτό που αρχικά ήταν ορθογώνιο με τοξωτές εισόδους στον βόρειο, νότιο και δυτικό τοίχο. Τα τόξα είναι ημικυκλικά και έχουν διπλές σειρές από πλίνθινους θολόλιθους. Η εκκλησία έχει στέγη από πλίνθινη ημικυλινδρική καμάρα ύψους περίπου 6,90 μ. στην κορυφή. Είχε δάπεδο από ασβεστολιθικά κομμάτια εμβαδού περίπου 1,07 τετρ. μέτρων και πάχους 18 εκατοστών. Τρία από αυτά ήσαν ακόμη στη θέση τους. Οι τοίχοι αυτού του αρχικού ορθογώνιου θαλάμου ήσαν επιχρισμένοι με ασβέστη που περιείχε κονιοποιημένα πήλινα σκεύη.

Η μετατροπή σε εκκλησία σηματοδοτείται από το άνοιγμα της αβαθούς αψίδας S, ενώ ίσως ανοίχτηκαν ταυτόχρονα και οι χαμηλές κεντρικές κόγχες αυτής της αψίδας, μαζί με την κόγχη προθέσεως στον βόρειο τοίχο (σχήμα 10). Είναι πιθανό ότι το τόξο στον δυτικό τοίχο τροποποιήθηκε επίσης την ίδια εποχή (σχήμα 7), κόβοντας τα κάτω 3 μ. του τοίχου και διαμορφώνοντας το πάνω μέρος του κοψίματος σαν να ήταν μέρος χαμηλού ημικυλινδρικού θόλου. Σε τμήμα του βόρειου τοίχου έχει γίνει κόψιμο (σε επίπεδο και σχήμα που θα αντιστοιχούσε στις τροποποιήσεις της δυτικής αψίδας). Έχει βάθος περίπου 30 εκ. και εκτείνεται για 3,30 μέτρα ανατολικά της αψίδας. Φαίνεται σαν να προβάλλεται εδώ μια δεύτερη και χαμηλότερη εσωτερική οροφή, με ημικυλινδρικό θόλο από λιθοδομή, αλλά η απουσία ισοδύναμου κοψίματος στον νότιο τοίχο υποδηλώνει ότι το έργο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Μια δεύτερη τροποποίηση στον βόρειο τοίχο ήταν η απόφραξη της αψίδας Ρ R με λεπτό γέμισμα, αφήνοντας μόνο ένα μικρό ορθογώνιο παράθυρο στον τοίχο. Ένα ορθογώνιο παράθυρο είναι επίσης ανοιγμένο στον δυτικό τοίχο, ακριβώς κάτω από τον θόλο. Ίσως να είναι σύγχρονες αυτές οι τροποποιήσεις παραθύρων. Το ορθογώνιο παράθυρο της αψίδας ανήκει σε δεύτερη τροποποίηση. Η αψίδα αναδιαμορφώθηκε όταν τμήμα του αρχικού κοψίματος κλείστηκε και έγιναν περαιτέρω κοψίματα στον ημιθόλο γύρω από αυτήν.

Το ακατάστατο γέμισμα στη δεύτερη τροποποίηση της αψίδας μοιάζει πολύ με εκείνο στη βόρεια και τη νότια αψίδα. Αν ισχύει αυτό, έχουμε τουλάχιστον ένα σημείο αναφοράς για τροποποιήσεις. Η αρχική νότια αψίδα γεμίστηκε αφήνοντας μόνο μια μικρή ορθογώνια πόρτα και ένα μικρό ορθογώνιο παράθυρο. Η ζωγραφική πάνω από αυτή τη γέμιση ταιριάζει με το σχήμα της (σχήμα 12), κυρίως η μορφή της Αγίας Μαρίνας και η επιγραφή. Φαίνεται λοιπόν πιθανό ότι η τροποποίηση της αψίδας και η ζωγραφική είναι της ίδιας χρονολογίας. Η επιγραφή αναφέρει ότι η εκκλησία ξαναζωγραφίστηκε το 1640.

Στα τέλη του 18ου ή στις αρχές του 19ου αιώνα, η εκκλησία που είδε ο Χάμιλτον πρέπει να ήταν μεγέθυνση της αρχικής στην περιοχή Ι. Η επέκταση πιθανώς κάλυπτε τις περιοχές II και III και τα ίχνη δύο διαφορετικών δίρριχτων στεγών που περιγράφονται πιο πάνω στον δυτικό τοίχο ή στην περιοχή II μπορεί να συνδέονται με αυτήν την επέκταση. Το ίδιο μπορεί να ισχύει για την εισαγωγή του θραύσματος του τέμπλου (φωτ. 15β) στην εξωτερική τοιχοποιία και την κοπή της λεκάνης του αγιάσματος 9 (;) στο σημείο Ν.

Η χρονολόγηση είναι δύσκολη. Ο τύπος τοιχοποιίας με ζώνες από τούβλα και πέτρες (κάτι παρόμοιο με τον τύπο C των τειχών της πόλης), από τον οποίο είναι φτιαγμένο το μεγαλύτερο μέρος του συγκροτήματος του «παλατιού», δεν μπορεί να είναι Μιθριδατικής χρονολόγησης. Επομένως η διαδεδομένη συσχέτιση των ερειπίων με τους βασιλείς του Πόντου πρέπει να αποκλειστεί. Όμως τα ερείπια έχουν χαρακτηριστεί ως «παλάτι», Μπαλάτ, τουλάχιστον από την εποχή του Μακαρίου τον 17ο αιώνα. Αν ήταν παλάτι, είναι δύσκολο να βρεθεί κυβερνήτης ή αξιωματούχος στη Σινώπη κατά τους ρωμαϊκούς ή τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους που θα δικαιολογούσε τέτοιο οικοδόμημα, αν και πρέπει να θυμόμαστε ότι φαίνεται ότι υπήρχε υποκατάστημα του αυτοκρατορικού ταμείου στη Σινώπη στα τέλη του 11ου αιώνα. Η αναλογία της Μιλήτου, που οι Βυζαντινοί την ονόμαζαν Παλάτια και οι Τούρκοι Μπαλάτ, δεν είναι ενθαρρυντική, γιατί φαίνεται ότι πήρε το όνομά της όχι από κανονικό παλάτι αλλά από το τεράστιο κλασικό θέατρο (που αργότερα μετατράπηκε σε βυζαντινό κάστρο), το οποίο δεσπόζει στην πόλη.

Μια δεύτερη εξήγηση είναι ότι το συγκρότημα αντιπροσωπεύει συγκρότημα γυμναστηρίου και λουτρών.66 Η σταυροειδής αίθουσα εμφανίζεται στα λουτρά του Τίτου (αν το σχέδιο του Παλλάντιο είναι σωστό), στεγασμένη από τις τρεις πλευρές με ημικυλινδρικούς θόλους που συναντώνται σε σταυροθόλιο στη διασταύρωση.67 Αυτή ήταν το frigidarium (κρύα αίθουσα). Νότια από εκείνο βρισκόταν το tepidarium (θερμό λουτρό), ένα κτίσμα σε σχήμα Τ. Τα μεγάλα λουτρά του Αδριανού στη Λέπτις Μάγκνα [της Καρχηδόνας] έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά. Στην περιοχή VIII του «παλατιού» της Σινώπης υπάρχει σταυροειδής αίθουσα που πιθανότατα ήταν στεγασμένη με τεμνόμενους ημικυλινδρικούς θόλους. Η μικρότερη περιοχή II έως V, και VII, στα δυτικά της, είναι επίσης σταυροειδής. Οι χώροι αυτοί θα μπορούσαν να αντιστοιχούν στο frigidarium και στο tepidarium, ενώ οι παρακείμενοι μεγάλοι ορθογώνιοι χώροι Χ, XII και XIII θα ήσαν είτε xystus (μακριά και ανοιχτή στοά) είτε αίθουσες γυμναστηρίου. Η χρονολόγηση της τοιχοποιίας μπορεί να είναι του 3ου ή του 4ου μ.Χ. αιώνα. Τα βυζαντινά λουτρά του 6ου αιώνα στην Έφεσο, με τις πολυάριθμες αψίδες τους, έχουν κάπως ίδια διάταξη, αλλά είναι πιο μικρά σε κλίμακα και δεν χρησιμοποιούν τόση πέτρα.68

Αν τα ερείπια είναι εκείνα των λουτρών και του γυμναστηρίου της Σινώπης, τοποθετημένα, όπως το τεράστιο «Μπεντεστέν» ή γυμναστήριο της Άμαστρης,69 έξω από την περιτειχισμένη πόλη, φαίνεται πιθανό ότι οι «στέρνες» συνδέονται με αυτά, γιατί είναι ιδανικά τοποθετημένες ως δεξαμενές για λουτρά. Η τοιχοποιία με ζώνες από τούβλα και πέτρες δεν είναι πιθανό να ανήκει στο γυμναστήριο που ανέφερε ο Στράβων, και ίσως οι «στέρνες» σώζονται από συγκρότημα προγενέστερο από εκείνο που υπάρχει τώρα. Όμως, η τοιχοποιία των «στερνών» παραπέμπει σε πολύ μεταγενέστερη, παρά προγενέστερη, χρονολογία.

Η δευτερεύουσα χρήση των ερειπίων μπορεί να προσδιοριστεί μόνο με ανασκαφές, αλλά η τεράστια κλίμακα και η κανονικότητα των κοψιμάτων υποδηλώνουν πρώιμη χρονολογία, Ιουστινιάνεια ή Μεσο-βυζαντινή. Υπάρχει μια πιθανή εξήγηση για τις τροποποιήσεις. Μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα, η προμήθεια σιτηρών για τον πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης ήταν αυτοκρατορική υποχρέωση και στη συνέχεια αυτοκρατορική φροντίδα. Με την απώλεια της Αιγύπτου, η Αυτοκρατορία έπρεπε να αναζητήσει αλλού το μεγαλύτερο μέρος των σιτηρών της, ιδιαίτερα στον Εύξεινο. Σε αντίθεση με την κατάσταση στην αρχαιότητα και αργότερα τον 14ο αιώνα, όταν τα λιμάνια της Κριμαίας έγιναν η σιταποθήκη της Γένουας (όπως η Κρήτη θα γινόταν η σιταποθήκη της Βενετίας), στη Μεσο-βυζαντινή περίοδο εισήγαγαν καλαμπόκι από τα λιμάνια της νότιας Μαύρης Θάλασσας (όπως π.χ. η Αμινσός), αντί να το εξάγουν. Υπήρχε πλεόνασμα σιτηρών στο ανατολικό άκρο του Ευξείνου και κατά μήκος της βαλκανικής ακτής. Η Σινώπη ήταν ιδανικά τοποθετημένη για το εμπόριο σιτηρών από τον Πόντο και τη Λαζική προς τα λιμάνια της Κριμαίας και την Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο αυτή. Αν το συγκρότημα του «παλατιού» προσαρμόστηκε ως σιταποθήκη για την Κωνσταντινούπολη ως μέρος μιας αυτοκρατορικής πολιτικής στις αρχές του 7ου αιώνα, ασφαλές από τα κλέφτικα δάχτυλα του όχλου στην πρωτεύουσα, θα μπορούσε να είχε συνεχίσει ως πιο εμπορική σιταποθήκη για την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, αφότου θα είχε σταματήσει το 618 και το 626 η πιο περιορισμένη λειτουργία του.70 Η πρόταση είναι πιο υποθετική από την πρότασή μας ότι το συγκρότημα χτίστηκε αρχικά ως δομή γυμναστηρίου-λουτρού, αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψη.

4. «Μπαλάτ Κιλίσε» (σχήμα 5)

Αυτή η εκκλησία βρίσκεται στην περιοχή I του «παλατιού». Επιγραφή του 1640 την αφιερώνει στην Θεοτόκο και πίνακας της Κοίμησης στο εξωτερικό της θολωτής κόχης πάνω από τη νότια θύρα θα υποδήλωνε ότι ήταν πιο ειδικά αφιερωμένη στην Κοίμηση. Όμως το 1658 ο Μακάριος δήλωσε ότι η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στη «Θεία Ανάληψη».71 Το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού και μέρος του εξωτερικού του ναού είναι αγιογραφημένο.

Το αρχικό κονίαμα των τοίχων ήταν από ασβέστη και άμμο, χωρίς βότσαλα, καλά στρωμένο όπως και αλλού στο «παλάτι». Ένα πρόχειρα στρωμένο στρώμα σοβά από ασβέστη και κονιοποιημένα πήλινα σκεύη πάνω από την όψη της τοιχοποιίας καλύπτει τους τοίχους και τους θόλους της εκκλησίας. Παρόμοιο στρώμα βρίσκεται πάνω από μερικά από τα μεταγενέστερα κοψίματα στους τοίχους. Το επιφανειακό στρώμα σοβά πάνω στο οποίο ζωγραφίστηκαν οι πίνακες είναι από ασβέστη χωρίς εμφανές συνδετικό υλικό. Οι ενώσεις σοβά ακολουθούν τα κόκκινα περιθώρια. Το σοβάτισμα του 17ου αιώνα για τους πίνακες της νότιας πόρτας αποτελείται από δύο στρώματα ασβεστοκονιάματος, καθένα με στουπί ως συνδετικό υλικό.

Δύο χαράξεις με διαβήτη περιγράφουν τα περιγράμματα του φωτοστέφανου και του μενταγιόν. Κόκκινες γραμμές περιγράμματος και μερικές γραμμές πτυχώσεων είναι χαραγμένες. Οι μορφές στον Ευαγγελισμό και την Επίσκεψη της Παναγίας στην Ελισάβετ σημειώνονται με χαραγμένες γραμμές, αλλά δεν υπάρχουν τέτοιες γραμμές στη Θυσία του Ισαάκ. Οι χαράξεις έγιναν με μάλλον αμβλύ όργανο. Οι μεταγενέστερες αγιογραφίες στη νότια πόρτα και εκείνη του Οράματος του Αγίου Πέτρου της Αλεξάνδρειας δεν σημαδεύτηκαν με χαράξεις.

Το προκαταρκτικό σχέδιο εκτελέστηκε με κόκκινη ώχρα η οποία, σε πολλούς από τους προγενέστερους πίνακες, είναι το μόνο που σώζεται. Ίσως, αρχικά, να μην υπήρχε κάτι περισσότερο σε αυτούς.

Μόνο επί μέρους περιγραφές των πινάκων μπορούν να γίνουν, γιατί πολλά έχουν φύγει και πολλά από εκείνα που απομένουν καλύπτονται από ασβέστωμα ή (στους θόλους) από πράσινη μούχλα.

Ο θόλος (σχήμα 6 και φωτ. 18)

Στο ανατολικό άκρο, στο κέντρο, υπάρχει κύκλος διαμέτρου περίπου 1,5 μ. Έχει φαρδύ κόκκινο περίγραμμα στο οποίο υπάρχουν ίχνη λευκών γραμμάτων. Το θέμα του πίνακα στο εσωτερικό σκιάζεται από ασβεστόχρωμα και μούχλα, αλλά μπορεί να υποτεθεί ότι αναπαριστά έναν ολόσωμο Χριστό σε Μεγαλειότητα ή ένα μπούστο του Παντοκράτορα. Στα νότια του κύκλου υπάρχει κίτρινο τρίγωνο, που μπορεί να αναπαριστά ακτίνα που εκπέμπεται από τη Δόξα. Ο κύκλος είναι πλαισιωμένος από τα σύμβολα του Ευαγγελιστή, το Λιοντάρι και τον Άνθρωπο. Το Λιοντάρι είναι κόκκινο. Στην πραγματικότητα φαίνονται μόνο τα πόδια και το κεφάλι του. Ο Άνθρωπος σκιαγραφείται με κόκκινο σε κίτρινο υπόστρωμα και, ως συνήθως, αναπαρίσταται από κεφάλι και φτερά. Το Λιοντάρι και ο Άνθρωπος φαίνεται ότι ανήκουν σε μεταγενέστερη επαναζωγράφιση και είναι δυσανάλογα με τα υπολείμματα τεσσάρων μικρών φτερωτών πλασμάτων, δύο στη νότια και δύο στη βόρεια πλευρά του κύκλου. Ένα από τα πλάσματα στη νότια πλευρά δείχνει υπολείμματα κίτρινου Ευαγγελίου με διακόσμηση λευκού μαργαριταριού.

Δίπλα σε αυτή τη σύνθεση υπήρχαν δύο στενοί πίνακες πλαισιωμένοι από κόκκινα περιγράμματα. Στον νότιο πίνακα υπήρχε όρθια μορφή, ύψους περίπου 2,50 μ., που φορούσε μπλε χιτώνα και κόκκινο μανδύα. Ίχνη κοσμημάτων στον γιακά και στέμμα στο κεφάλι υποδηλώνουν ότι οι δύο μορφές αντιπροσωπεύουν τον Δαβίδ και τον Σολομώντα. Στο δυτικό τμήμα του θόλου δεν φαίνεται τίποτε. Μια Ανάληψη ή Πεντηκοστή θα ήταν κατάλληλη.

Ο ανατολικός τοίχος (σχήμα 8)

Σε καθεμία από τις δύο όψεις του ανατολικού τόξου που συνδέει τον ναό και την αψίδα υπήρχαν τέσσερις όρθιες μορφές, το σχήμα των τριών από τις οποίες μόλις διακρίνεται ακριβώς εκεί όπου έχει ξεφλουδίσει το ασβέστωμα. Τα φόντο ήταν γκρι και οι επιγραφές με προσεγμένα λευκά γράμματα. Μία από τις χαμηλότερες μορφές στη νότια πλευρά της δυτικής όψης ήταν επίσκοπος που φορούσε κόκκινο και λευκό πολυσταύριον.

Από τους τέσσερις μικρούς δίσκους στο εσωράχιο της αψίδας, η πάνω μορφή στη νότια πλευρά ήταν γενειοφόρος. Το φόντο του μικρού δίσκου ήταν κίτρινο. Η μορφή είχε κίτρινο φωτοστέφανο με κόκκινο περίγραμμα, φοράει κόκκινο χιτώνα και κρατάει βιβλίο.

Στη θολωτή κόχη της ανατολικής αψίδας υπάρχει ένας καθιστός Χριστός, αλλά λίγα μπορούν να διακριθούν πέρα από τα κόκκινα περιγράμματα τόσο του θρόνου όσο και της μορφής. Τα κυματιστά σγουρά μαλλιά της μορφής στη νότια πλευρά του Χριστού σχεδόν σίγουρα την προσδιορίζουν ως Αρχάγγελο.

Ο νότιος τοίχος (σχήμα 9)

Το κατώτερο 1,50 μ. του τοίχου πιθανότατα καταλαμβανόταν από διακοσμητική επένδυση με σχέδια. Το κάτω οριζόντιο περίγραμμα του κάτω ζωγραφικού πίνακα είναι σημαδεμένο με χαραγμένη γραμμή.

Τα θραύσματα μορφών στα ανατολικά της νότιας πόρτας φαίνεται ότι αναπαριστούν: Στο ανατολικό τύμπανο, έναν άγγελο με το χέρι υψωμένο προς άλλη μορφή. Έχουν απομείνει μόνο μερικά κόκκινα περιγράμματα, μαζί με κίτρινο χρώμα υποστρώματος για τη σάρκα του τεντωμένου χεριού. Οι μορφές στο ανατολικό άκρο του τοίχου είχαν κίτρινα φωτοστέφανα με κόκκινα περιγράμματα και η δυτικότερη μορφή είχε στον χιτώνα του γιακά στολισμένο με κοσμήματα.

Το μεσαίο τμήμα αποτελούνταν από πέντε ή έξι πίνακες που χωρίζονταν με φαρδιά κόκκινα περιγράμματα. Η Θυσία του Ισαάκ (φωτ. 19, 20β), έχει κίτρινο προσκήνιο και γκρι μαύρο επάνω φόντο. Ο μανδύας του Αβραάμ είναι πράσινος, με σκούρες πράσινες γραμμές πτυχώσεων και ανταύγειες σε πιο ανοιχτή απόχρωση του ίδιου χρώματος. Τα πρόσωπα και του Αβραάμ και του Ισαάκ είναι κίτρινα με κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών και περιγράμματα. Ο Αβραάμ έχει λευκά μαλλιά και κίτρινο φωτοστέφανο με λευκό περίγραμμα. Το φόντο του βράχου είναι κόκκινο, με σκούρες κόκκινες γραμμές σκιάς και λευκές ανταύγειες. Το κριάρι που πιάνεται στο αλσύλλιο είναι λευκό. Στην επάνω δυτική γωνία του πλαισίου υπάρχει κίτρινο τρίγωνο με κόκκινο περίγραμμα. Η θεϊκή μορφή που εμφανίζεται σε αυτό είναι χωρίς γενειάδα και έχει κίτρινο φωτοστέφανο.

Ο Ευαγγελισμός (φωτ. 20β) έχει σκέτο πράσινο προσκήνιο και γκρι μαύρο επάνω φόντο. Η αρχιτεκτονική είναι ελαφριά γκρι, με κόκκινα περιγράμματα και καλύπτεται στα αριστερά από κόκκινο κουβούκλιο που στηρίζεται σε τέσσερις κίονες. Στο επάνω κέντρο υπάρχει τμήμα του Ουρανού με κίτρινο χρώμα. Τρεις λευκές ακτίνες κατεβαίνουν από εκείνο προς την Παναγία. Τα φωτοστέφανα των δύο μορφών είναι κίτρινα με κόκκινο εσωτερικό και λευκό εξωτερικό περίγραμμα. Ο άγγελος φοράει λευκό ιμάτιο και κόκκινο μανδύα με σηκωμένη ουρά από ύφασμα, αλλά όλα τα ρούχα είναι επιζωγραφισμένα. Τα φτερά παρουσιάζουν τώρα κίτρινο χρώμα υποστρώματος με κόκκινα περιγράμματα, αλλά τα ανώτερα στρώματα χρώματος ίσως έχουν πέσει από αυτά.

Η Γέννηση σώζεται μόνο σε θραύσμα στην κάτω αριστερή γωνία, όπου υπάρχει καθιστή μορφή που ακουμπά το κεφάλι της στο αριστερό της χέρι. Φοράει κόκκινο ρούχο και έχει κίτρινο φωτοστέφανο με κόκκινα εσωτερικά και λευκά εξωτερικά περιγράμματα.

Η Επίσκεψη της Παναγίας στην Ελισάβετ (φωτ. 22α) έχει κίτρινο υπόστρωμα και γκρι μαύρο επάνω φόντο. Η αρχιτεκτονική είναι γκρι, με κόκκινα παράθυρα και κόκκινη οροφή. Κίτρινη κουρτίνα κρέμεται στο πίσω μέρος της. Αριστερά είναι η Ελισάβετ φορώντας λευκό χιτώνα και ροζ μανδύα με κόκκινα περιγράμματα. Η Μαρία φοράει γκρι χιτώνα με μαύρες γραμμές πτυχώσεων (ίσως υπήρχαν ανοιχτόχρωμες μπλε ανταύγειες). Ο μανδύας της είναι κόκκινος με σκούρες κόκκινες γραμμές πτυχώσεων. Και οι δύο μορφές είχαν κίτρινα φωτοστέφανα, με κόκκινα εσωτερικά και λευκά εξωτερικά περιγράμματα.

Οι μικροί δίσκοι στο επάνω τετράγωνο (φωτ. 20α, β) είναι τοποθετημένοι σε στενή διακοσμητική λωρίδα και καθένας περικλείει μια προτομή. Έχουν απομείνει τμήματα οκτώ δίσκων. Ίσως ήσαν συνολικά έντεκα. Οι επτά προτομές των οποίων τα κεφάλια έχουν διασωθεί αναπαριστούν όλες νεαρούς άνδρες χωρίς γενειάδα, των οποίων τα πρόσωπα έχουν κίτρινο χρώμα και κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών. Τα φωτοστέφανα είναι κίτρινα με παχύ λευκό περίγραμμα. Το χρώμα του φόντου είναι ανοιχτό γκρι με επιγραφές σε λευκό. Οι μικροί δίσκοι έχουν λευκά εσωτερικά περιγράμματα και φαρδύ κόκκινο εξωτερικό περίγραμμα. Το διακοσμητικό σχέδιο που πλαισιώνει τους δίσκους είναι κίτρινο και γκρι με κόκκινα περιγράμματα. Τα περιγράμματα των φωτοστεφάνων και των δίσκων, το σχήμα των διακοσμητικών σχεδίων και τα πάνω και κάτω οριζόντια περιγράμματα σημειώνονταν όλα με χαραγμένες γραμμές. Υπάρχει επίσης μια οριζόντια χαραγμένη γραμμή που διατρέχει το κέντρο των κεφαλιών, η οποία μπορεί είτε να είναι γραμμή οδηγός για το κεντράρισμα των δίσκων ή να σηματοδοτεί περίγραμμα που αργότερα εγκαταλείφθηκε.

Τα μικρά λευκά γράμματα είναι του τύπου που συναντάμε αλλού, ο οποίος θα συζητηθεί πιο κάτω. Τα χαρακτηριστικά που εμφανίζονται εδώ είναι το Image με καλά διαχωρισμένα καμπυλωτά μέλη, ένα σχεδόν καμπυλωτό Image και η επίπεδης βάσης Image συνένωση (λιγατούρα) ου, που επαναλαμβάνεται στην επιγραφή του δότη.

Οι δύο πρώτες προτομές αναπαριστούν δύο από τους επτά Μακκαβαίους, τον Αβείμ (Άβελβο) και τον Ουρία. Αναγράφονται στον Οδηγό Ζωγράφου του Διονυσίου του εκ Φουρνά ως Αμπέιντ και Γκουρίας.72 Στο Συμπληρωματικό MS 3 ονομάζονται Αμπίντ και Γκουρίας,73 και στο Συμπληρωματικό MS 5 τα ονόματά τους γράφονται όπως στη Σινώπη.74 Η τρίτη μορφή, από το όνομα της οποίας σώζεται μόνο ένα Ν, θα μπορούσε να είναι ο Αντώνιος, ο οποίος βρίσκεται τρίτος στους καταλόγους. Οι Επτά Μακκαβαίοι αναγράφονται πάντοτε στον Διονύσιο μαζί με τους Επτά Παίδες της Εφέσου. Αν υποθέσουμε ότι αναπαριστάνονταν όλοι στη Σινώπη, θα αποτελούσαν τους δεκατέσσερις από τους εικοσιδύο μικρούς δίσκους (και στις δύο πλευρές της εκκλησίας), αφήνοντας οκτώ δίσκους να γεμίσουν, ίσως, με τους Αναργύρους.

Η νότια αψίδα

Το εσωράχιο (σχήμα 11) περιέχει τον Άγιο Κοσμά στο δυτικό μισό του και τον Άγιο Δαμιανό στο ανατολικό του. Και οι δύο ήσαν ολόσωμες μορφές, αλλά ο Άγιος Κοσμάς έχει καταστραφεί από τους μηρούς και κάτω, εκεί όπου αργότερα κόπηκε η καμάρα. Το χρώμα του κάτω φόντου για τις μορφές ήταν κίτρινο και του πάνω φόντου γκρι. Το χρώμα της σάρκας είναι κίτρινο με κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών και τα μαλλιά είναι κόκκινα. Τα φωτοστέφανα είναι κίτρινα με κόκκινο εσωτερικό και λευκό εξωτερικό περίγραμμα, αλλά μπορούν να ανιχνευθούν ίχνη προγενέστερου παχιού λευκού περιγράμματος για τα φωτοστέφανα και μεγαλύτερου περιγράμματος για τα κεφάλια, επίσης προγενέστερου.

Ο Άγιος Κοσμάς φορά γκρίζο ιμάτιο και κόκκινο μανδύα, που έχουν θαμπώσει από την επιζωγράφιση. Ο Άγιος Δαμιανός φορά λευκό ιμάτιο και κόκκινο μανδύα με στρίφωμα με κοσμήματα. Οι επιγραφές είναι με τα ίδια μεγάλα λευκά γράμματα όπως εκείνες της επιγραφής του δωρητή του 1640. Όμως ο Άγιος Κοσμάς έχει ίχνη μικρότερων και παλαιότερων γραμμάτων με κόκκινο χρώμα, που έχει γίνει πια μαύρο.75 Το σχήμα 11 δείχνει ότι η μορφή αυτών των γραμμάτων είναι κανονική και ιχνογραφείται με μικρότερη επιτυχία απ’ όση το έργο του μεταγενέστερου ζωγράφου.

Ο βόρειος τοίχος (σχήμα 10)

Λιγότερη ζωγραφική έχει απομείνει απ’ ό,τι στον νότιο τοίχο, αλλά αρκετή για να γίνει σαφές ότι η διάταξη ήταν η ίδια. Στο επάνω τμήμα υπάρχουν ίχνη τριών μικρών δίσκων και στο μεσαίο τμήμα τριών σκηνών γιορτής (οι οποίες μπορούν να φανούν εν μέρει από σημάδια χάραξης, εκεί όπου η μπογιά έχει ξεφλουδίσει). Η σωζόμενη σκηνή είναι σίγουρα η Είσοδος στην Ιερουσαλήμ, και ο πίνακας δίπλα της στα δυτικά μπορεί να είναι η Ανάσταση του Λαζάρου (που θα έβαζε τις σκηνές σε λάθος σειρά). Η ανατολικότερη σκηνή περιέχει τα υπολείμματα τριών φωτοστέφανων, που υποδεικνύουν είτε Δέηση, είτε ενθρονισμένη Μητέρα του Θεού ανάμεσα σε Αρχαγγέλους, είτε Μεταμόρφωση.

Στο κάτω τμήμα στο ανατολικό άκρο, πάνω από την κόγχη της πρόθεσης, βρίσκεται το Όραμα του Αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας. Είναι σε μεγάλο βαθμό ασβεστωμένο, ό,τι είναι ακόμη ορατό είναι πια μαυρισμένο από τον καπνό και μόνο μερικά περιγράμματα μπορούν να διακριθούν. Το χρώμα της σάρκας τόσο του Αγίου Πέτρου όσο και του Χριστού Παιδιού είναι κίτρινο με κόκκινα περιγράμματα και χαρακτηριστικές γραμμές. Ο Άγιος Πέτρος φοράει λευκό ωμοφόριον με κόκκινους σταυρούς. Ο Χριστός στέκεται στο τραπέζι του βωμού ντυμένος με χιτώνα, τον οποίο κρατά στο αριστερό του χέρι εκεί που ήταν σκισμένος. Όλες οι άλλες λεπτομέρειες αποκρύπτονται εκτός από τα γράμματα IC XC και τρεις γραμμές με λοξά γράμματα μεσαίου μεγέθους και κομψότητας, από τα οποία μπορεί να διαβαστεί η λέξη χειτον(α), προσδιορίζοντάς την ως μέρος του τυπικού κειμένου: τίς σου τὸν χιτώνα, Σωτήρ, διεῖλε.76

Στον πιο κάτω πίνακα υπάρχει μέρος του φωτοστέφανου μιας μορφής που κατά τα άλλα καταστράφηκε όταν ανοίχτηκε η κόγχη της πρόθεσης. Διακρίνονται τα γράμματα θηλοσι. Φαίνεται πιθανό ότι το Όραμα του Αγίου Πέτρου προηγείται επίσης του ανοίγματος της κόγχης, το οποίο θα είχε περικόψει την κύρια μορφή. Όμως η απουσία χαραγμένων κατευθυντήριων γραμμών υποδηλώνει ότι η σκηνή ίσως δεν αποτελούσε μέρος της αρχικής διακόσμησης.

Ο δυτικός τοίχος (σχήμα 7)

Ελάχιστα υπολείμματα υπάρχουν στη βόρεια πλευρά. Στη νότια πλευρά υπάρχουν δύο πίνακες, καθένας με ολόσωμη όρθια μορφή. Η κάτω μορφή φοράει λευκό χιτώνα δύο τμημάτων, με πτυχωμένες γραμμές και περιγράμματα ζωγραφισμένα με κόκκινο και κίτρινο χρώμα. Ο χιτώνας έχει διακοσμημένο με πετράδια κίτρινο στρίφωμα. Είναι ορατό το ίχνος ενός ποδιού που ανήκει σε παλαιότερη μορφή από κάτω.

Στο επάνω τμήμα υπάρχει μορφή επισκόπου με λευκό μανδύα, με κίτρινες πτυχές και χοντρά κόκκινα περιγράμματα. Οι άκρες γκρίζων παπουτσιών φαίνονται κάτω από τον χιτώνα. Το ωμοφόριον έχει κόκκινους σταυρούς. Η σάρκα ήταν κίτρινη με κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών. Το πρόσωπο ήταν γενειοφόρο και είχε μεγάλα μάτια και επίμονο βλέμμα. Το φωτοστέφανο είναι κίτρινο με φαρδύ λευκό περίγραμμα που σημειώνεται από δύο χαραγμένους κύκλους. Τα γράμματα της επιγραφής είναι λευκά και μεσαίου μεγέθους. Τα ενδύματα έχουν χαραγμένα κύρια περιγράμματα. Παρά τη φθορά, δίνουν την εντύπωση ότι πέφτουν με χαριτωμένες πτυχές υφάσματος. Έτσι, αυτή η μορφή έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις οκλαδόν και κοντόχοντρες μορφές στη σκηνή της Επίσκεψης, η οποία βρίσκεται κοντά της στον νότιο τοίχο.

Τα φόντα και των δύο μορφών χωρίζονται σε τρεις ενότητες. Η κάτω είναι κόκκινη, ακολουθούμενη από λεπτή κίτρινη μεσαία ενότητα και γκρι μαύρη επάνω ενότητα.

Οι μορφές της θολωτής κόγχης ήσαν πολύ απομακρυσμένες και δυσδιάκριτες για να επιτρέψουν λεπτομερή περιγραφή. Στα τύμπανα των τόξων τα σύμβολα του ήλιου και της σελήνης είναι λευκά με περιγράμματα σε κόκκινο. Δεν βγάζουν νόημα από μόνα τους και χωρίζονται από την πάνω μορφή με κόκκινη γραμμή περιθωρίου. Φαίνεται πιθανό ότι αρχικά υπήρχε συμπαγής δυτικός τοίχος ή ότι υπήρχε γέμισμα στην αψίδα που έφερε σκηνή Σταύρωσης, από την οποία τα σύμβολα του ήλιου και της σελήνης είναι τα μόνα που σώζονται. Το ορθογώνιο στο επάνω κέντρο έχει γκρι υπόστρωμα και φαρδύ κόκκινο περίγραμμα. Ο ρόμβος έχει κίτρινο υπόστρωμα με κόκκινο περίγραμμα που φαίνεται ότι είναι βαμμένο με γκρι χρώμα. Το αστέρι μέσα στο ορθογώνιο είναι κίτρινο. Το φτερωτό πλάσμα έχει κίτρινα φτερά με κόκκινα περιγράμματα. Η μορφή μέσα στον ρόμβο θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει τον [Θεό ως] Παλαιό τῶν Ἡμερῶν ή, πιθανώς, τη Μεγαλειότητα της Τελικής Κρίσης. Έχει κόκκινα περιγράμματα, αλλά το ασβέστωμα κρύβει το μεγαλύτερο μέρος της και η κοπή του ορθογώνιου παραθύρου από πάνω έχει καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλιού και των ώμων της.

Οι δυτικές αψίδες (σχήμα 13 και φωτ. 21α, β)

Στις πλευρικές επιφάνειες της φαρδύτερης αψίδας υπάρχουν τα απομεινάρια πέντε όρθιων μορφών. Αρχικά ήσαν πιθανώς έξι. Η χαμηλότερη μορφή στη νότια πλευρά προσδιορίζεται ξεκάθαρα ως η Αγία Βαρβάρα από επιγραφή με λευκά γράμματα στα αριστερά της (φωτ. 21β). Το κάτω φόντο είναι κόκκινο, το μεσαίο τμήμα κίτρινο και το πάνω γκρι. Η Αγία Βαρβάρα φοράει λευκό ιμάτιο με γκρι γραμμές πτυχώσεων και κόκκινο μανδύα και κάλυμμα με σκούρες κόκκινες γραμμές πτυχώσεων, το οποίο έχει βαφτεί πολύ. Η σάρκα είναι κίτρινη με κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών. Το φωτοστέφανο είναι επίσης κίτρινο με κόκκινο εσωτερικό και λευκό εξωτερικό περίγραμμα. Η αγία κρατάει στο δεξί της χέρι σταυρό μάρτυρα. Πάνω στον χιτώνα της υπάρχει κόκκινο Κ, για το οποίο δεν έχουμε καμία εξήγηση, εκτός κι αν πρόκειται για ανάμνηση του αινιγματικού γαμμάδιου.77

Πάνω από την Αγία Βαρβάρα, ο Άγιος Παντελεήμων προσδιορίζεται με λευκά γράμματα (φωτ. 21α). Φοράει λευκό χιτώνα, το κάτω μέρος του οποίου έχει κόκκινες γραμμές πτυχών και το πάνω μέρος κίτρινες γραμμές πτυχών. Η διαίρεση του χιτώνα με οριζόντια γραμμή ανήκει σε μεταγενέστερη επαναζωγράφιση. Το στρίφωμα του χιτώνα είναι κίτρινο με κόκκινα περιγράμματα. Οι μπότες είναι παρόμοιες, αλλά έχουν επιζωγραφιστεί με περαιτέρω κόκκινες γραμμές. Η σάρκα είναι κίτρινη με κόκκινες γραμμές και περιγράμματα. Τα μαλλιά είναι κόκκινα. Το φωτοστέφανο είναι κίτρινο με κόκκινα εσωτερικά και λευκά εξωτερικά περιγράμματα. Μερικές από τις γραμμές διπλώματος του μανδύα πέφτουν σε φαρδύ και χαριτωμένο σχέδιο. Ανήκουν όμως σε επαναζωγράφιση. Πάνω από τον Άγιο Παντελεήμονα βρίσκεται το θραύσμα τρίτης μορφής.

Η μορφή στο χαμηλότερο τμήμα της βόρειας πλευρικής επιφάνειας έχει καταστραφεί. Εκείνη στον μεσαίο πίνακα, που εξισορροπεί τον Άγιο Παντελεήμονα, φοράει λευκό χιτώνα με κόκκινες γραμμές πτυχώσεων και ανοιχτό κόκκινο μανδύα με σκούρες κόκκινες γραμμές πτυχώσεων. Αυτή η μορφή είναι χωρίς γενειάδα και η σάρκα της είναι κίτρινη με κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών και περιγράμματα. Τα μαλλιά είναι κόκκινα. Το φωτοστέφανο είναι κίτρινο με κόκκινο εσωτερικό και λευκό εξωτερικό περίγραμμα. Το κάτω φόντο είναι κόκκινο, το μεσαίο τμήμα κίτρινο και το πάνω γκρι. Μεγάλο μέρος αυτής της μορφής, συμπεριλαμβανομένης της επιγραφής αναγνώρισής της, καλύπτεται από ασβέστη. Η μορφή στο επάνω τμήμα καλύπτεται επίσης σε μεγάλο βαθμό από ασβέστη και μούχλα.

Στις πλευρικές επιφάνειες και τα εσωράχια της στενότερης δυτικής αψίδας υπήρχαν δύο όρθιες μορφές και επτά ή οκτώ μικροί δίσκοι που περιείχαν προτομές, από τις οποίες σώζονται έξι.

Οι μικροί δίσκοι είναι τοποθετημένοι σε γκρι φόντο, με εξαίρεση εκείνον στο επάνω κέντρο, ο οποίος έχει βαφτεί σε μπλε χρώμα με φαρδύ κόκκινο πλαίσιο, λεπτό λευκό περίγραμμα και, τέλος, λεπτό μαύρο περίγραμμα (το περισσότερο από το οποίο έχει τώρα ξεφλουδίσει). Συνδέονται μεταξύ τους με μικρότερους κύκλους που περιέχουν σταυρούς ίσων βραχιόνων και τα γράμματα IC XC ΝΚ σε κόκκινο χρώμα. Τα κενά μεταξύ των κύκλων είναι γεμισμένα με στυλιζαρισμένο σχέδιο φύλλου σε κίτρινο χρώμα. Δεν υπάρχουν σημάδια χαραγμένων κατευθυντήριων γραμμών και οι μικροί δίσκοι και οι κύκλοι είναι πολύ κατά προσέγγιση ζωγραφισμένοι.

Από νότο προς βορρά, οι μικροί δίσκοι περιέχουν προτομές ως εξής:

1. Χιτώνας λευκός με κίτρινες γραμμές πτυχώσεων. Μανδύας, ξαναζωγραφισμένος πράσινος (φωτ. 25α). Σάρκα, κίτρινη με κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών. Μαλλιά, κόκκινα. Φωτοστέφανο, κίτρινο. Ακατάστατη κόκκινη επιγραφή που γράφει «Ισμαήλ».

2. Χιτώνας, ξαναζωγραφισμένος μπλε. Βιβλίο λευκό. Σάρκα, ίδια με 1. Φωτοστέφανο, κίτρινο με κόκκινο εσωτερικό και λευκό εξωτερικό περίγραμμα. Επιγραφή που καλύπτεται από ασβέστωμα.

3. Χιτώνας, λευκός με κόκκινες γραμμές πτυχώσεων. Μανδύας, ξαναζωγραφισμένος, πράσινος.

4. Το ίδιο με το 3.

5. Χιτώνας και μανδύας, ίδια με 3. Σάρκα, ως 1. Είναι το μόνο σωζόμενο μπούστο με γενειάδα, κόκκινη. Επιγραφή, αρχικά κόκκινη, τώρα μαύρη. Μόνο το Μ είναι ξεκάθαρο.

6. Παραμένει μόνο το περίγραμμα του μικρού δίσκου.

Από τις μορφές που στέκονται όρθιες πιο χαμηλά, σώθηκε μόνο το κεφάλι της Αγίας Ειρήνης (φωτ. 22β). Τα μεγάλα λευκά γράμματα που προσδιορίζουν την αγία έχουν σβηστεί σε μεγάλο βαθμό. Οι δύο μορφές του Α είναι αξιοσημείωτες. Στη μία η οριζόντια γραμμή είναι βαθμιδωτή και στην άλλη λοξή. Το πρόσωπο είναι κίτρινο με κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών. Τα μαλλιά είναι κόκκινα και πέφτουν σε μπούκλες γύρω από τον λαιμό. Το πρόσωπο μεγάλωσε αργότερα με χοντρά χρώματα σάρκας, από τα οποία σώζονται μόνο λίγα θραύσματα. Το κίτρινο φωτοστέφανο έχει λευκό περίγραμμα, που περιβάλλεται σε κάθε πλευρά από λεπτή κόκκινη γραμμή. Το πάνω μέρος της ενδυμασίας του αγίου ήταν κίτρινο με κόκκινα περιγράμματα. Ήταν αναμφίβολα αυτοκρατορική ενδυμασία. Το φόντο είναι κίτρινο. Το στέμμα έχει κόκκινο περίγραμμα, με λευκά μαργαριτάρια. Κάτω από αυτό, και κάτω από το κίτρινο χρώμα του φόντου, υπάρχουν ίχνη κόκκινων περιγραμμάτων προηγούμενου στέμματος απλούστερου βυζαντινού σχεδίου. Υπάρχουν επίσης ίχνη προγενέστερου και μεγαλύτερου κεφαλιού. Τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της Αγίας Ειρήνης είναι οι μακριές κομψές γραμμές της μύτης και των ρουθουνιών και τα μεγάλα μάτια με τις κόρες που κοιτάζουν προς τα πάνω. Οι προτομές σε μικρούς δίσκους, τόσο σε αυτό το τόξο όσο και στον νότιο τοίχο, καθώς και η μορφή του Ισαάκ στο νότιο τοίχο, μοιράζονται αυτό το χαρακτηριστικό βλέμμα προς τα πάνω.

Νότια είσοδος, εσωτερικές ζωγραφικές (σχήματα 12, 14 και φωτ. 23)

Στη θολωτή κόχη πάνω από τη νότια πόρτα, μια επιγραφή δωρητή συνδέεται με σχέδιο και πίνακα που αναπαριστά την Αγία Μαρίνα και τον Δαίμονα. Η Αγία Μαρίνα είναι πολύ κατεστραμμένη μορφή μισού μήκους με κόκκινα περιγράμματα, που κρατά τον δαίμονα από τις τρίχες του πηγουνιού του,78 ενώ σηκώνει το άλλο της χέρι για να τον χτυπήσει.

Η επιγραφή αποτελείται από πέντε γραμμές στα ελληνικά και μια έκτη στα αραβικά, με κόκκινα γράμματα σε σκέτο λευκό σοβά και πλαισιώνεται με κόκκινο περίγραμμα και φαρδύ κόκκινο περιθώριο (σχήμα 14, φωτ. 23). Το 1973, πολλές από τις δύο τελευταίες γραμμές είχαν γίνει πια δυσανάγνωστες. Γράφει:

νιστορίσθη ὁ πανσεπτός καὶ
θιος ναος της θ(εοτο)κου δια συνδρόμης και εξόδου
τοῦ εντιμοτάτου ἀρχοντος κύρον κη-
ριακ[ος] ὁ ρεῆζι[ς] ἀρχιερατευοντος κύρ |εκζε-
κηἤλ κ(αὶ) ιερουργόυντος κύρ σταβριανος ετου ΑΧΜ
αλ-χακίρ Γρηγόριος μιν μπελέντ αλ-Τοκάτ φι αλ-μουσαβούρ φι σενέ 1(0)50.79

«Ο ιερότατος και άγιος ναός της Θεοτόκου διακοσμήθηκε με αγιογραφίες με τη βοήθεια και τη συμβολή του σεβασμιωτάτου άρχοντα κυρίου Κυριάκου του Ρέις, επί επισκόπου κυρίου Ιεζεκιήλ και ιερέα του κ. Σταυριανού. το έτος 1640. Ο ταπεινός Γρηγόριος από τη γη της Τοκάτ στην εγκλείστρα (;) το έτος 1(0)50» (23 Απριλίου 1640 – 11 Απριλίου 1641).

Ο ναός λοιπόν ανακαινίστηκε την περίοδο 23 Απριλίου-31 Δεκεμβρίου 1640.

Υπάρχουν ιδιαιτερότητες των μορφών γραμμάτων στην ελληνική: το βαθμιδωτό Ν και οι τρεις μορφές του Α που χρησιμοποιούν βαθμιδωτά, λοξά και οριζόντια εγκάρσια μέλη. Χαρακτηριστικές των υστερο-βυζαντινών μορφών είναι η υψηλή οριζόντια διαδρομή του Δ και το χαμηλό κεντρικό μέλος του Μ. Το μεσαίο μέλος του Ε έχει υψηλή στροφή προς τα πάνω και η συνένωση (λιγατούρα) ΟΥ έχει επίπεδο κάτω μέλος.

Στα αραβικά το επίθετο χακίρ μπορεί να υποδηλώνει ταπεινός. Θυμίζει επίσης το φακίρ και εδώ είναι συνώνυμο. Το φακίρ μπορεί να υποδεικνύει συνδέσεις με τάγμα δερβίσηδων. Το χακίρ μπορεί εδώ να υποδηλώνει ιερέα ή μοναχό. Υπάρχει κάποια αβεβαιότητα σχετικά με την ανάγνωση «αλ-μουσαβούρ», αλλά, αν είναι σωστή, μπορεί να υποδηλώνει ἐγκλείστρα. Μπορεί κανείς να φανταστεί ένα μοναστικό κελί στο Μπαλάτ Κιλίσε, στο οποίο αποσύρθηκε ο Γρηγόριος της Τοκάτ (ίσως ο ζωγράφος).

Η Τοκάτ είχε σημαντικό χριστιανικό πληθυσμό.80 Ο επίσκοπος Ιεζεκιήλ είναι πιθανώς ο μητροπολίτης Αμασείας που τον 17ο αιώνα διέμενε στη Σινώπη.81 Ο άρχοντας Κυριάκος είναι ίσως ο ντόπιος Έλληνας πρόκριτος. Ο τίτλος του θυμίζει την άλλη μεγάλη δίγλωσση επιγραφή της Σινώπης, του 1214-15, και τον Αρμένιο Ρέις.82

Εξωτερικό

Το εξωτερικό της «Μπαλάτ Κιλίσε» είναι επίσης διακοσμημένο με ζωγραφιές. Στη θολωτή κόχη πάνω από τη νότια πόρτα απεικονίζεται η Κοίμηση (σχήμα 15 και φωτ. 24α). Παλαιότερα υπήρχαν αγιογραφίες που τη συνόδευαν στα εσωράχια γείσων της νότιας αψίδας, αλλά από αυτές έχουν απομείνει μόνο μερικά μικροσκοπικά θραύσματα και τώρα καλύπτονται με ασβέστη.

Εκτός από την αρχιτεκτονική, «που είναι ορθολογική στη διάταξή της, η σκηνή που αναπαράγεται στο σχήμα 15 αντιστοιχεί σε τυπική υστερο-βυζαντινή Κοίμηση. Δεν φαίνεται να υπάρχουν γυναίκες που θρηνούν (αν και θα μπορούσαν να συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των μορφών του φόντου) και το επεισόδιο του Εβραίου Ηγεμόνα των Ιερέων, του Ιεφωνία, δεν απεικονίζεται. Η σύνθεση ταιριάζει αρκετά καλά γύρω από το ορθογώνιο παράθυρο και πιθανότατα ζωγραφίστηκε μετά το άνοιγμα του παραθύρου.

Οι μόνες μορφές με φωτοστέφανο είναι οι δύο επίσκοποι, που κρατούν Ευαγγέλια. Τα φωτοστέφανά τους είναι κίτρινα με κόκκινο εσωτερικό περίγραμμα και παχύ λευκό εξωτερικό περίγραμμα. Το φόντο είναι πράσινο. Το πάνω μέρος του –ο ουρανός– είναι κοκκινόμαυρο. Τα γράμματα δείχνουν τώρα μαύρα, πιθανώς ως ίχνος λευκής μπογιάς. Η αρχιτεκτονική αποδίδεται σε γκρι και ανοιχτό κόκκινο. Τα ενδύματα είναι σε κόκκινο, πράσινο, δύο αποχρώσεις του μαύρου (η μία από τις οποίες θα είχε αρχικά μπλε βαφή και η άλλη κόκκινη βαφή για να αντιπροσωπεύει το μοβ), κίτρινο και λευκό. Ο Χριστός και οι συνοδοί άγγελοι φορούν λευκά ενδύματα με κόκκινες πτυχές. Ο πίνακας είναι τόσο σοβαρά κατεστραμμένος, που καθίσταται αδύνατη κάθε κρίση για το στυλ του. Τα πρόσωπα είναι υστερο-βυζαντινού τύπου, με μικρά χαρακτηριστικά και σγουρά μαλλιά και γένια, σε αντίθεση με εκείνα του εσωτερικού της εκκλησίας. Μερικά από αυτά έχουν επαναζωγραφιστεί και το πρόσωπο ενός από τους επισκόπους στη δυτική πλευρά έχει άτεχνο λευκό χρώμα, παρόμοιο με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε στην Αγία Ειρήνη στο εσωτερικό (φωτ. 22β). Ο χιτώνας του Αγίου Πέτρου, κοντά στο κεφάλι της Μητέρας του Θεού, έχει κόκκινο χρώμα υποστρώματος, περιοχές με σκούρες κόκκινες σκιές, περιοχές ανοιχτών κόκκινων ανταυγειών και ίσως είχε λευκές ανταύγειες, αλλά οι κόλλες που χρησιμοποίησε ο ζωγράφος ήσαν κακής ποιότητας και έχουν τρέξει τα χρώματα. Είναι το πιο περίτεχνο σωζόμενο σύστημα χρωματισμού ενδύματος σε όλη τη διακόσμηση της εκκλησίας και αποτελεί καλό παράδειγμα του συμβατικού βυζαντινού συστήματος. Αλλά η κατασκευή είναι κακή και μια χρονολογία του 17ου ή του 18ου αιώνα είναι πιθανή. Μπορεί ακόμη και να είναι συνειδητά αναβιωτικός πίνακας του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Η ομοιότητα μεταξύ ορισμένων χρωμάτων αυτού του πίνακα και εκείνων που εμφανίζονται στο ρετουσάρισμα ορισμένων από τους πίνακες του εσωτερικού υποδηλώνουν έργο του ίδιου καλλιτέχνη. Ο αρχικός πίνακας της Κοίμησης ήταν βαμμένος με κίτρινα, κόκκινα, πράσινα, λευκά και μαύρα (και πιθανώς μπλε) χρώματα. Αργότερα επιστρώθηκε με έντονο μπλε και βιολετί κόκκινο.

Στη δυτική όψη της κόγχης, στα νότια της δυτικής αψίδας, διακρίνεται η μορφή Αρχαγγέλου (φωτ. 25γ). Από το φόντο, το κάτω τμήμα είναι κίτρινο και το πάνω μέρος είναι μπλε, ζωγραφισμένο απευθείας στην επιφάνεια του λευκού σοβά. Ο Αρχάγγελος φοράει αυτοκρατορικά ενδύματα ευτελισμένης μορφής και κρατά σφαίρα και ραβδί. Ο χιτώνας είναι διακοσμημένος με σχέδια λουλουδιών σε κόκκινο και πράσινο χρώμα, ζωγραφισμένα επίσης στο υπόστρωμα του λευκού σοβά. Ο λῶρος έχει κίτρινο υπόστρωμα με κόκκινα και πράσινα σχέδια και περίγραμμα λευκό μαργαριτάρι. Το χρώμα της σάρκας είναι κίτρινο, τα μαλλιά κόκκινα με μπούκλες σε ανοιχτές κόκκινες γραμμές. Το φωτοστέφανο είναι κίτρινο, με κόκκινο περίγραμμα.

Η μορφή είναι πολύ κατεστραμμένη για να επιτρέψει τον σχολιασμό του στυλ της, αλλά φαίνεται ότι χρονολογείται από τον 18ο ή τον 19ο αιώνα. Κατασκευάστηκε από ζωγράφο που δεν ήταν εξοικειωμένος με τη βυζαντινή τεχνική, όπως φαίνεται από την έλλειψη γενικών χρωμάτων υποστρώματος. Το τρομακτικό μπλε του φόντου εμφανίζεται ξανά στην επιζωγράφηση του Ευαγγελισμού στο εσωτερικό.

Μερικές σκίτσα είναι ορατά στα κατώτερα μέρη των τοίχων, συμπεριλαμβανομένων δύο απλών ιστιοφόρων, το ένα στη μορφή της Αγίας Βαρβάρας και το άλλο σε μορφή στο κάτω τμήμα του νότιου τοίχου.83

Η τεχνική, το στυλ και οι χρονολογήσεις του «Μπαλάτ Κιλίσε» είναι θέμα συζήτησης. Ο επιφανειακός σοβάς των εσωτερικών τοιχογραφιών είναι ενιαίας περιόδου, εκτός από εκείνον του τυμπάνου πάνω από τη νότια πόρτα. Ο τελευταίος χρονολογείται από την επιγραφή στο έτος 1640 και η χρονολογία αυτή συμφωνεί με την υστερο-βυζαντινή χρήση στουπιού ως συνδετικού. Οι υπόλοιπες σοβατισμένες επιφάνειες προφανώς στερούνται οργανικού συνδετικού υλικού και συμμορφώνονται με ένα σύστημα σοβατίσματος που χρησιμοποιούνταν από την ύστερη ρωμαϊκή εποχή μέχρι περίπου τον 10ο αιώνα και δεν ήταν συνηθισμένο στη συνέχεια.84 Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν στη Γεωργία και την Καππαδοκία.

Η χρήση χαραγμένων κατευθυντηρίων γραμμών είναι ακανόνιστη. Η σκηνή του Ευαγγελισμού έχει αρκετά εκτεταμένες εγχαράξεις και η Θυσία του Ισαάκ δίπλα της όχι. Οι μικροί δίσκοι στον νότιο τοίχο σημειώνονται με χαράξεις. Εκείνοι στη δυτική αψίδα όχι. Αν είναι σωστή η υπόθεσή μας, ότι αρχικά υπήρχε σκηνή Σταύρωσης στον δυτικό τοίχο, οι μικροί δίσκοι στη δυτική αψίδα θα ήσαν μεταγενέστεροι από τους άλλους πίνακες στο εσωτερικό της εκκλησίας.

Το μεγαλύτερο μέρος της ζωγραφικής που είναι τώρα ορατή είναι απλού τύπου, που εύστοχα περιγράφεται από τον Βασάρι ως απλώς «περιγράμματα σε έγχρωμο πεδίο». Το σύστημα για τα ενδύματα αποτελούνταν από ένα συνολικά χρώμα υποστρώματος, γραμμές πτυχώσεων και, μερικές φορές, ανταύγειες. Αυτή η απλή τεχνική απαντάται στις αρχαϊκές διακοσμήσεις της Καππαδοκίας, στην Κύπρο στην Αγία Σολομονή (Ριζοκάρπασο) και στην Αγία Μαύρα (Κερύνεια), και στην Ελλάδα στο παλαιότερο έργο στον Άγιο Στέφανο και στους Αγίους Αναργύρους (Καστοριάς). Κανένας από αυτούς τους πίνακες ζωγραφικής δεν χρονολογείται με ασφάλεια, αλλά μια συναίνεση απόψεων τοποθετεί το πρώιμο καππαδοκικό και κυπριακό έργο, καθώς και την πρώιμη ζωγραφική στην Καστοριά, στον 9ο και τον 10ο αιώνα.85 Η απόδοση της σάρκας γίνεται όλη με κίτρινο χρώμα υποστρώματος και κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών –το απλούστερο βυζαντινό σύστημα– και δεν υπάρχουν στοιχεία για την πιο περίπλοκη συναρμολόγηση χρώματος από πράσινο υπόστρωμα. Τα βασικά χρώματα φαίνεται ότι είναι λευκό, μαύρο, κίτρινο, πράσινο και κόκκινο. Η προσκόλληση των κίτρινων και κόκκινων τουλάχιστον υποδηλώνει ότι ζωγραφίστηκαν στον φρέσκο σοβά. Προφανώς, οι ζωγράφοι της Σινώπης δεν χρησιμοποιούσαν πολύ το περίφημο κόκκινο χώμα της Σινώπης. Το μπλε και ορισμένες άλλες ποικιλίες κόκκινου ανήκουν σε μεταγενέστερες επαναζωγραφίσεις.

Από στυλιστικής άποψης τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά είναι οι οκλαδόν, βαριές μορφές, ο περιορισμένος αριθμός τους στις σκηνές και η έλλειψη περίπλοκης αρχιτεκτονικής ή εικονογραφίας. Τέτοια χαρακτηριστικά παραπέμπουν, πάλι, σε πρώιμη χρονολογία, παράλληλη με τα παραδείγματα της Καππαδοκίας, της Κύπρου και της Καστοριάς. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η άτεχνη ποιότητα των πινάκων είναι σύμφωνη με το έργο επαρχιακού ζωγράφου στη μεταβυζαντινή περίοδο. Όμως αυτό είναι απίθανο, γιατί ουσιαστικά δεν υπάρχει μεταβυζαντινή ζωγραφική στον Πόντο πριν από τον 19ο αιώνα. Η μεταβυζαντινή ζωγραφική συνήθως παρουσιάζει κάποια από την πολυπλοκότητα της υστερο-βυζαντινής εικονογραφίας, ενώ στο Μπαλάτ Κιλίσε έχουμε πολύ τυπικό παράδειγμα μεσο-βυζαντινής εικονογραφίας.

Ένα δεύτερο υφολογικό χαρακτηριστικό, που αντιστοιχεί με την πρώιμη καππαδοκική ζωγραφική, είναι η διαίρεση του φόντου σε τρεις χρωματικές ζώνες: κίτρινο, πράσινο και γκρίζο μαύρο (αντί για το τυπικό πράσινο για το κάτω μέρος και το μπλε για το πάνω πρώτο πλάνο, όπου και τα δύο ζωγραφίζονται πάνω από αρχικό γκρι ή μαύρο σε τοιχογραφίες από τον 11ο αιώνα και μετά). Όμως, τα τρίχρωμα φόντα εμφανίζονται ακόμη και τον 15ο αιώνα στον πύργο της Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα.

Ένα τρίτο χαρακτηριστικό που είναι ασυνήθιστο είναι το ενιαίο φαρδύ λευκό περίγραμμα για μερικά από τα φωτοστέφανα. Αυτό είναι πιο πιθανό να είναι πρώιμο παρά ύστερο στη χρονολόγηση, δεδομένου ότι το διπλό περίγραμμα για τα φωτοστέφανα γίνεται το κανονικό από περίπου τον 11ο αιώνα και μετά. Στη «Μπαλάτ Κιλίσε» τα φαρδιά λευκά περιγράμματα έχουν σε ορισμένα σημεία επιζωγραφιστεί με τα συμβατικά κόκκινα εσωτερικά και λευκά εξωτερικά περιγράμματα.

Τα πρόσωπα του Ισαάκ (φωτ. 20β) και του Αβείμ-Άβελβου (φωτ. 20α) μοιάζουν έντονα και υποδηλώνουν τον ίδιο ζωγράφο. Μοιράζονται τα μάτια που κοιτάζουν προς τα πάνω, των οποίων οι κόρες ενώνονται με τα πάνω βλέφαρα, με τις μορφές της Αγίας Ειρήνης (φωτ. 22β) και του Ισμαήλ (φωτ. 25α). Από άλλες απόψεις, ο Ισμαήλ και η Ειρήνη φαίνονται μάλλον διαφορετικοί. Επιπλέον, το σύστημα των μικρών δίσκων στο δυτικό τόξο δεν μοιάζει με εκείνο του νότιου τοίχου γιατί δεν υπάρχουν χαραγμένες κατευθυντήριες γραμμές και το σχέδιο στα κενά μεταξύ των δίσκων δεν είναι το ίδιο.

Μπορεί να δει κανείς ένα διαφορετικό και πιο εκλεπτυσμένο σχέδιο στο πρόσωπο της Αγίας Βαρβάρας (φωτ. 21β), και στις αναλογίες της μορφής της και εκείνης του Αγίου Παντελεήμονα από πάνω της (φωτ. 21α), που είναι πολύ πιο επιμήκεις από εκείνες των μορφών των σκηνών.

Εξωτερικά, η Κοίμηση αποτελεί το μοναδικό παράδειγμα στην εκκλησία μιας αρκετά συμβατικής υστερο-βυζαντινής εικονογραφίας (φωτ. 24α), αλλά θα μπορούσε να είχε ζωγραφιστεί οποιαδήποτε στιγμή μεταξύ του 17ου και του 19ου αιώνα. Το μόνο χαρακτηριστικό πολύ όψιμου πίνακα είναι συνήθως μια δυτική επιρροή, και αυτό λείπει εντελώς εδώ, εκτός κι αν βρίσκεται στις σχετικά σωστές προοπτικές της αρχιτεκτονικής. Αντίθετα, τα σχέδια λουλουδιών στα άμφια του αρχαγγέλου στην κόγχη του δυτικού τοίχου είναι σίγουρα πολύ όψιμα και δείχνουν δυτική επιρροή. Για αυτή τη μορφή είναι πιθανή μια χρονολογία του 18ου ή του 19ου αιώνα.

Η ερειπωμένη κατάσταση των πινάκων καθιστά αδύνατη την πιο λεπτομερή υφολογική αποτίμησή τους χωρίς σοβαρό πρόγραμμα καθαρισμού και συντήρησης. Αυτό δεν είναι παρά ελπίδα, γιατί έχουν επιδεινωθεί πολύ τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Αλλά αυτό που μπορούσε να φανεί στην επιφάνεια, μαζί με τις παρατηρήσεις μας για τις διαφορές στυλ και τεχνικής, καθιστά σαφές ότι υπήρχαν περισσότερες από μία περίοδοι ζωγραφικής πριν από την τελική επαναζωγράφιση.

Τα στυλ γραμμάτων επιβεβαιώνουν αυτό το συμπέρασμα. Υπάρχουν τρεις τύποι λευκών γραμμάτων, που διακρίνονται ως προς το μέγεθος και τη μορφή. Το μεγάλο λευκό γράμμα ύψους 10 μέχρι 12 εκ. προσδιορίζει τους Αγίους Κοσμά, Δαμιανό και Ειρήνη. Οι μορφές των Κ, Μ και Α συμπίπτουν με εκείνες της επιγραφής με κόκκινα γράμματα του 1640. Τα μεσαίου μεγέθους λευκά γράμματα, κατά μέσο όρο 5 εκ. σε ύψος, προσδιορίζουν τους Αγίους Βαρβάρα και Παντελεήμονα και υπάρχουν και στην επιγραφή του Αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας. Η μορφή του Μ σε αυτό το μεσαίο μέγεθος είναι παρόμοια με εκείνη της επιγραφής του 1640 που είναι με κόκκινα γράμματα. Τα μικρά λευκά γράμματα έχουν κατά μέσο όρο περίπου 3 εκ. ύψος και εμφανίζονται στα μετάλλια του νότιου τοίχου. Η συνένωση (λιγατούρα) ΟΥ είναι κοντά σε εκείνη της επιγραφής του 1640. Το Β με χωριστούς λοβούς μοιάζει με εκείνο του μεσαίου μεγέθους γράμματος που συνοδεύει την Αγία Βαρβάρα. Η σχεδόν καμπύλη μορφή του Α σχετίζεται μόνο με τα μικρά λευκά γράμματα.

Τα κόκκινα γράμματα είναι δύο τύπων. Ο μεγαλύτερος είναι εκείνος της επιγραφής του 1640 (σχήμα 14 και φωτ. 23). Ο μικρότερος φαίνεται καθαρά στις επιγραφές για την Αγία Μαρίνα και τον Άγιο Κοσμά. Χαρακτηριστικό του είναι το Μ, το κεντρικό μέλος του οποίου κρέμεται από τις κορυφές των κατακόρυφων σκελών αντί να ξεκινά από τη μέση τους.

Έτσι υπάρχουν πέντε τύποι γραμμάτων. Και πάλι τα στοιχεία είναι ελλιπή λόγω της καταστροφής και του ασβεστώματος που καλύπτει τους πίνακες. Αυτοί οι τύποι πιθανώς υποδεικνύουν το έργο διαφορετικών γραφέων, όμως δεν χρειάζεται να είναι πολύ διαχωρισμένοι ως προς τη χρονολογία, γιατί συχνά έχουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά.

Έχουμε στοιχεία για διάφορα είδη σοβατίσματος και για πολλές διαφορετικές περιόδους ζωγραφικής. Η μόνη ασφαλής χρονολογία είναι το 1640 για τα γράμματα της επιγραφής του δωρητή, τη ζωγραφική της Αγίας Μαρίνας και του ενισχυμένου με στουπί σοβά κάτω από αυτά. Όμως από τον πίνακα της Αγίας Μαρίνας δεν σώζονται αρκετά, για να μπορέσουμε να συσχετίσουμε τη χρονολόγησή του με εκείνη οποιουδήποτε άλλου πίνακα της εκκλησίας. Η ομοιότητα των μορφών Κ, Μ και Α των μεγάλων λευκών γραμμάτων και των κόκκινων γραμμάτων της επιγραφής του 1640 υποδηλώνουν ότι το 1640 έγινε εκ νέου διακόσμηση της υπόλοιπης εκκλησίας, όπως αναφέρει η επιγραφή.86

Όλα τα άλλα είναι εικασίες. Μπορούμε να συμπεράνουμε προκαταρκτικά ότι το διακοσμητικό πρόγραμμα, η απλή τεχνική της ζωγραφικής και ο διαχωρισμός των φόντων σε τρία διαφορετικά χρωματιστά τμήματα υποδηλώνουν πρώιμη χρονολογία για την αρχική διακόσμηση, ίσως κάπου στην περίοδο μεταξύ του 9ου και του 11ου αιώνα.

Οι πίνακες έχουν ρετουσαριστεί περισσότερες από μία φορές. Η εκκλησία αλλοιώθηκε καθώς ανοίχτηκαν κόγχες και παράθυρα και κλείστηκε και αναμορφώθηκε η νότια πόρτα και η αψίδα. Μια περίοδος αναδιακόσμησης μαρτυρείται από την επιγραφή του 1640. Οι αφηγήσεις των περιηγητών καθιστούν σαφές ότι το κτίριο βρισκόταν σε χρήση ακόμη και κατά την επίσκεψη του Χάμιλτον το 1836.

5. Επιγραφή σε κίονα

Τα θεμέλια εκείνου που φαινόταν να είναι εκκλησία αποκαλύφθηκαν το 1963, κατά τη διάρκεια εκσκαφών για αντλία καυσίμων όχι πολύ δυτικά των τειχών. Έφεραν επίσης στο φως βωμό φτιαγμένο από κοντόχοντρο αυλακωτό δωρικό κίονα (φωτ. 25β). Μια καθαρή επιγραφή σκαλισμένη σε δύο διαδοχικά αυλάκια γράφει:

ΔΕΛΦΙΝΙΟΣ
ΟΡΓΙΑΛΕΟΣ

Τα απλωμένα «σίγμα» υποδηλώνουν όψιμη κλασική χρονολογία. Η επιγραφή δεν δημοσιεύεται αλλού και η τοποθεσία του βωμού είναι τώρα άγνωστη.

6. Ανάγλυφο Χριστού με Αγγέλους (φωτ. 24β)

Στο Μουσείο της Σινώπης υπάρχει κομμάτι πέτρας ύψους περίπου 50 εκ. με παράσταση του Χριστού με αγγέλους σκαλισμένη σε χαμηλό ανάγλυφο. Αναφέρεται ότι προέρχεται από χωριό της περιοχής.

Το σκάλισμα αναπαριστά ολόσωμη καθιστή μορφή του Χριστού μέσα σε μάντορλα [αμυγδαλωτού σχήματος τομή δύο κύκλων], την οποία κρατούν τέσσερις άγγελοι. Κρατάει το Βιβλίο στο αριστερό Του χέρι και ευλογεί με το δεξί Του. Τα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά της μορφής είναι τα διαφορετικά μεγέθη των δύο χεριών και τα υπερυψωμένα ορθογώνια που επιγράφονται με τα γράμματα IC XCσε κάθε πλευρά του φωτοστέφανου.

Το περίγραμμα της μάντορλας είναι πεπλατυσμένο οβάλ και αντιμετωπίζεται ως απτό ανυψωμένο σχήμα που πιάνεται από τα δάχτυλα των αγγέλων. Οι ίδιοι οι άγγελοι είναι διατεταγμένοι σε ζευγάρια και φαίνεται ότι στέκονται αντί να πετούν. Τα σώματά τους είναι κάπως αδέξια διατεταγμένα και φαίνεται μόνο το ένα φτερό καθενός, με κάποια προσπάθεια να εξισορροπηθεί το σχήμα του με κρεμαστό άκρο κουρτίνας, που πέφτει από τον ώμο στην αντίθετη πλευρά από εκείνη του φτερού.

Η στενή όψη της πέτρας είναι διακοσμημένη με σχέδιο πλεγμένου σχοινιού, το οποίο είναι όμορφα εκτελεσμένο με κύκλους σχεδιασμένους με διαβήτη. Φαίνεται αρκετά σαφές από τον τρόπο με τον οποίο το πλέξιμο συνεχίζεται προς τα αριστερά, πέρα από το πλαίσιο της εικόνας, ότι αυτό το κομμάτι ήταν υπέρθυρο είτε πόρτας σε εκκλησία είτε εικονοστασίου. Το σκάλισμα του Χριστού θα διακοσμούσε έτσι την επίπεδη κάτω πλευρά μιας πόρτας ή ίσως την κεντρική είσοδο του εικονοστασίου.

Το θέμα αυτού του σκαλίσματος φαίνεται ότι είναι εκείνο ενός Χριστού σε Μεγαλειότητα, παρόλο που του λείπουν τα συνοδευτικά ευαγγελικά σύμβολα που θα περίμενε κανείς σε μια τέτοια σκηνή. Ή μπορεί να θεωρηθεί ως το κεντρικό τμήμα αναπαράστασης της Ανάληψης. Και οι δύο ερμηνείες είναι δυνατές.

Η χρονολογία του είναι δύσκολο να κριθεί. Το πλεγμένο σχοινί υπάρχει σε επαναχρησιμοποιημένα μεσαιωνικά κομμάτια πέτρας στην εκκλησία στο Ιασώνιο ακρωτήριο, ενώ υπάρχουν διάφορα θραύσματα πλεγμένου σχεδίου στις εκκλησίες της πόλης της Τραπεζούντας. Το εικονιστικό σκάλισμα είναι τόσο φθαρμένο, που δεν μπορεί να γίνει τεχνοτροπική αποτίμησή του, πέρα από την παρατήρηση ότι είναι κομμάτι επαρχιακής δουλειάς. Η μόνη αντίρρηση για βυζαντινή χρονολόγησή του είναι τα ασυνήθιστα υπερυψωμένα ορθογώνια με τα γράμματα. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να είναι σκάλισμα της βυζαντινής περιόδου και η φθαρμένη εμφάνισή του θα μπορούσε να υποδηλώνει πρώιμη χρονολόγηση. Ή μπορεί να είναι κομμάτι βυζαντινής αναγεννητικής γλυπτικής του 19ου αιώνα, πολλά παραδείγματα της οποίας βρίσκονται στο Μουσείο της Σινώπης και ένα, ίσως το καλύτερο, βρίσκεται κοντά στο Σέμπιν Καραχισάρ.87

ΣΙΝΩΠΗ: ΤΑ ΤΕΙΧΗ (text)

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΥΠΩΝ ΤΟΙΧΟΠΟΙΪΑΣ ΚΑΙ ΠΥΡΓΩΝ ΣΤΗ ΣΙΝΩΠΗ

Γράμμα τύπου

; Α Β C D Ε F G Η J Κ L Μ
Πύργος υπ’ αριθ. 1 Β C G
2 Β C G
3 Β C G
4 Β C G Κ
5 Β C G
6 Β C G J
7 Η J
8 F Η
9 F Η
10 ;
11 ;
12 J L
13 F L
14 F G L
15 G L
16 G
17 ;
18 D
19 D
20 D Μ
21 D Μ
22 Μ
23 Μ
24 Μ
25 Μ
26 Μ
27 F Μ
28 ;
29 Α Β C Ε G L Μ
30 Α Β C Ε G
31 Β C G
33 Β G
34 Β G
35 Β G
36 B; C; G
37 Α G
38 Α G
39 Α
40 Α G
41 Α *C
42 Α *C
43 Α *C Ε
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΥΠΩΝ
A Προμιθριδατική ή Μιθριδατική D, E, F Πρωτο-βυζαντινή μέχρι τον 13ο αιώνα.
Β Μιθριδατική ή πρώιμη Ρωμαϊκή G Ανασυγκρότηση του 1215. Σελτζουκική
C Ρωμαϊκή. *C 5ος αιώνας; Βλ. σελ. 76. Η, J, Κ Ισφεντιγιάρογλου μέχρι τo 1461
L, Μ Οθωμανική μετά το 1461

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ένας αριθμός πύργων περιλαμβάνει το τείχος στα δεξιά του πύργου, το οποίο μπορεί να είναι διαφορετικής κατασκευής από αυτόν. Δεν περιλαμβάνονται όλοι οι τύποι τοιχοποιίας και όλες οι εκτιμήσεις θα πρέπει να θεωρούνται κατά προσέγγιση.

<-Ενότητα 1: Από το ακρωτήριο Κάραμβις μέχρι τη Σινώπη Ενότητα 3: Από τη Σινώπη στον Άλυ->
error: Content is protected !!
Scroll to Top