<-Πρόλογος | Κεφάλαιο 2: Διαδρομές-> |
Κεφάλαιο 1: Η τοπογραφία τού Πόντου
(ΧΑΡΤΗΣ Ι)
Οι Τραπεζούντιοι αναφέρονται στους ανθρώπους πέρα από τα βουνά ως «Χαλτ», περιφρονητικός όρος που πιθανώς προέρχεται από τον Χάλντι, τον Θεό Ήλιο των Ουραρτού που ζούσαν πέρα από τα βουνά. Οι Χαλδαίοι με τη σειρά τους έδωσαν το όνομά τους στο βυζαντινό θέμα του 9ου αιώνα και την επισκοπή Χαλδίας του 14ου αιώνα.1 Με εξαίρεση τα αστικά κέντρα, όπου η ανάμειξη των ανθρώπων γίνεται περισσότερο αυτονόητη, αυτή η αρχαία αμοιβαία δυσπιστία εξακολουθεί να υφίσταται μεταξύ των κατοίκων κάθε πλευράς των βουνών. Οι παράκτιοι λαοί ανέκαθεν περιλάμβαναν εμπόρους, ενώ στην άλλη πλευρά των βουνών η γεωργία για επιβίωση κυριαρχούσε στον κανονικό τρόπο ζωής, και επιπλέον αυτής της οικονομικής διαφοράς υπήρχαν μέχρι το 1922 θρησκευτικές και εθνοτικές διαφορές αρκετά μεγάλες ώστε να ενθαρρύνουν τη διαίρεση των λαών, για την οποία η φύση είχε ήδη προβλέψει τόσο κατάλληλο και τραχύ φράγμα.
Το κλίμα είναι υπεύθυνο για την αντίθεση στο τοπίο. Το τυπικό τοπίο του οροπεδίου είναι μια άνυδρη πεδιάδα που οριοθετείται από ωχρούς λόφους, με ένα υδάτινο ρεύμα που τη διατρέχει, όπου λεύκες και ιτιές παρέχουν ανακουφιστική πινελιά πράσινου, ενώ το σύνολο περιβάλλεται από καταγάλανο ουρανό. Η συνείδηση της αλλαγής έρχεται κατά μήκος των κορυφογραμμών των βουνών του Πόντου, όπου το χώρισμα χαρακτηρίζεται από πυκνές μάζες διογκωμένων σωρών σύννεφων που προσπαθούν μάταια να ξεχυθούν προς νότο πάνω από τη χώρα του υψιπέδου και διασπώνται σε λίγα λεπτά σύννεφα, που στη συνέχεια γίνονται απλές τούφες που διαλύονται στον καθαρό αέρα του υψιπέδου. Βόρεια του υδροκρίτη οι έντονες βροχοπτώσεις συντηρούν ένα καταπράσινο τοπίο από καλλιέργειες ή δενδρόφυτες δασικές στενές κοιλάδες που ως επί το πλείστον εκτείνονται βόρεια από τον υδροκρίτη μέχρι τη θάλασσα.
Στην παραθαλάσσια πλευρά των βουνών, τα παραδοσιακά σπίτια είναι είτε ξύλινα με τζάκι και καμινάδα είτε από ξύλινο σκελετό με γέμισμα από τούβλο ή πέτρα, ενώ στο υψίπεδο τα σπίτια είναι είτε από τούβλο είτε από πέτρα, με ξύλινα δοκάρια που χρησιμοποιούνται μόνο για τη στήριξη μιας επίπεδης στέγης από λάσπη. Η ξυλεία είναι το καύσιμο των παράκτιων λαών, ενώ στη νότια πλευρά των βουνών καίνε τη ζαρζάκα (τεζέκ), ένα καύσιμο από κοπριά βοοειδών και λάσπη.2 Το τυπικό ποντιακό χωριό αποτελείται από σπίτια διάσπαρτα σε κοιλάδα με μια μόνο εκκλησία ή τζαμί να σηματοδοτεί το κέντρο του,3 ενώ το χωριό του υψιπέδου είναι μικρό πλήθος σπιτιών γύρω από πυρήνα, που δεν διέφερε πολύ, μέχρι πολύ πρόσφατα, από τους προ έξι χιλιάδων ετών οικισμούς.
Στην πλευρά της θάλασσας τα εμπορεύματα μεταφέρονταν με άλογο, μουλάρι, γάιδαρο ή γυναίκα, καθώς οι απόκρημνες κοιλάδες διασχίζονταν μόνο από στενά μονοπάτια ακατάλληλα για κάρρα, ενώ στο οροπέδιο η μεταφορά γινόταν ως επί το πλείστον με βοϊδάμαξα με συμπαγείς τροχούς, αξιοθαύμαστα ταιριαστή με τις συνθήκες στις οποίες λειτουργούσε και η οποία ελάχιστα άλλαξε στον σχεδιασμό από την Εποχή του Χαλκού. Στην παράκτια πλευρά, κάρρα ή άμαξες βλέπει κανείς μόνο στο δυτικό άκρο του Πόντου, όπου πιο ήπιες πλαγιές λόφων και πεδιάδες δέλτα επιτρέπουν τη χρήση τους.
Θαλασσινά ψάρια δεν καταναλώνονται από τους λαούς της ενδοχώρας και η περιοχή στην οποία οι χωρικοί συμμετέχουν στην ετήσια φθινοπωρινή γιορτή του χαμσί4 εξακολουθεί να είναι καλός πρόχειρος οδηγός ως προς τα όρια της παράκτιας περιοχής. Οι νεροβούβαλοι είναι τα πιο κοινά βοοειδή του υψιπέδου, ενώ δύσκολα συναντώνται στις ακτές του Πόντου εκτός από τα δέλτα. Το χωριό του Πόντου πάντοτε καλλιεργούσε φουντούκια και καρύδια ως καλλιέργειες για είσπραξη χρημάτων και καλλιεργούσε ελάχιστα τα δημητριακά, ενώ το χωριό του υψιπέδου καλλιεργούσε δημητριακά εκτενώς. Κοινά και στις δύο πλευρές των βουνών είναι τα πρόβατα και τα κατσίκια, αλλά διαφορετικά είναι και πάλι τα σκυλιά που τα φυλάνε. Στο υψίπεδο είναι το αριστοκρατικό καραμπάς, μεγαλόσωμο ζώο της ράτσας των μαντρόσκυλων που πολεμά τους λύκους, ενώ στην ακτή τα σκυλιά είναι μικρότερα. Χαρακτηριστικό τους είναι το ζερντάβα, καθαρόαιμο ζώο που μοιάζει κάπως με κόλεϊ, το οποίο εκτρέφεται στην κοιλάδα της Τόνια.5
Αυτές οι λίγες εντυπώσεις μπορούν να χρησιμεύσουν ως εισαγωγή σε μια πιο λεπτομερή έρευνα της γης και των κατοίκων της, αποκαλύπτοντας ότι, ενώ οι εντυπώσεις των αντιθέσεων είναι πρώτες και ισχυρότερες στο μυαλό του περιηγητή, υπάρχει μια διάχυση των διακρίσεων όταν η γη μελετάται σε περισσότερα λεπτομέρεια, και δεν μπορεί να χαραχτεί σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ακτής του Πόντου και του υψιπέδου της Ανατολίας.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Καθορίζοντας τα όρια της έρευνάς μας, προσπαθήσαμε να καταλήξουμε σε έναν εύλογο συμβιβασμό μεταξύ των απαιτήσεων της γεωγραφίας και της ιστορίας. Ιστορικά, έχουμε πάρει ως όριά μας την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας στη μεγαλύτερη έκτασή της και τις περιφέρειές της. Εθνοτικά, αυτή αντιπροσωπεύει, πολύ χονδρικά, την περιοχή της αρχαίας, μεσαιωνικής και σύγχρονης ελληνικής εγκατάστασης ή επιρροής. Έτσι, γεωγραφικά έχουμε θέσει το δυτικό μας όριο στο ακρωτήριο Κάραμβις, το πιο βόρειο γεωγραφικό σημείο της Ανατολίας και το δυτικότερο από τα μεσαιωνικά φυλάκια της Τραπεζούντας, και το όριό μας προς τα ανατολικά πέφτει στον Βαθύ (Βατούμ), το ιστορικό σύνορο όπου η ακτογραμμή στρέφει προς βορρά και ο ποταμός Άκαμψις (Τσορούχ) διασχίζει το ορεινό φράγμα για να ανοίξει τον δρόμο του προς τη θάλασσα. Έχουμε αποβιβαστεί τόσο στο ακρωτήριο Κάραμβις όσο και στον Βαθύ, αλλά τα σοβιετικά σύνορα περιορίζουν τη διερεύνηση του τελευταίου, ανατολικού τμήματος του Πόντου. Προς νότο, τα όριά μας δεν σηματοδοτούνται από τον υδροκρίτη της πρώτης οροσειράς, όπως θα φαινόταν να είναι καλή γεωγραφική έννοια, αλλά από τις κοιλάδες ανατολής-δύσης των ποταμών Λύκου (Κελκίτ), Ίρι (Γεσίλ) και Άκαμψι, όλοι από τους οποίους στρέφονται προς βορρά για να εκβάλλουν στη Μαύρη Θάλασσα και είναι ζωτικής σημασίας για την ιστορία της περιοχής μας. Αλλά δεν μπορούμε πάντοτε να παραμένουμε αυστηρά σε αυτές τις κοιλάδες των ποταμών, και τα νότια όριά μας είναι στην πραγματικότητα τόσο ακατάστατα όσο και η ιστορία αυτών των περιοχών. Ένας τέταρτος ποταμός, ο Άλυς (Κιζίλ) χύνεται στη Μαύρη Θάλασσα στην περιοχή μας στις Παύρες (Μπάφρα), αλλά είναι ο μεγαλύτερο τουρκικός ποταμός και ακολουθεί πορεία μέσω της κεντρικής Ανατολίας, που τον οδηγεί μέσα από ιστορική εικόνα ευρύτερων διαστάσεων από τη δική μας. Παίζει ελάχιστο ρόλο στην ιστορία του Πόντου, αλλά σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ανατολίας, όπου η πορεία του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις μεγάλες εποχές του παρελθόντος. Οι πηγές του είναι ανατολικά της Σεβάστειας (Σίβας) και όχι πολύ νότια των ορίων του κεντρικού Πόντου. Από εκεί στρίβει νοτιοδυτικά προς την Καππαδοκία και την κεντρική Ανατολία και από εκεί κάνει μεγάλη στροφή προς τα βόρεια, προς τη θάλασσα κοντά στις Παύρες.
Εντός των γεωγραφικών ορίων που ορίζονται πιο πάνω, συμπεριλαμβάνουμε τις περισσότερες από τις παλιές επαρχίες του Ελενοπόντου και του Πολεμωνιακού Πόντου, τμήματα της Αρμενίας, καθώς και μια απροσδιόριστη περιοχή στα ανατολικά, η οποία κατά τη μεσο-βυζαντινή περίοδο συνέπιπτε περίπου με τη γεωργιανή ηγεμονία του Ταό. Η περιοχή μας είναι επομένως πολύ μεγάλη έκταση της χώρας και σίγουρα δεν την έχουμε εξερευνήσει πλήρως. Το κάνουμε σαφές κατά την πιο λεπτομερή κάλυψή μας αυτών των περιοχών.
Το κύριο γεωγραφικό χαρακτηριστικό του Πόντου είναι μια σειρά από βουνά που εκτείνονται από την ενδοχώρα της Θεμίσκυρας (Τέρμε) στα δυτικά μέχρι την Άψαρο στα ανατολικά. Αυτή η αλυσίδα βουνών ανατολής-δύσης σχηματίζει τη σπονδυλική στήλη των Ποντικών Άλπεων και από εκείνην διακλαδίζονται πλευρικές οροσειρές προς βορρά και νότο, σχηματίζοντας ένα περίπλοκο σχέδιο νευρώσεων. Αυτή η υπερυψωμένη σπονδυλική στήλη βουνών με τις αποκλίνουσες νευρώσεις της είναι ο καθοριστικός παράγοντας του χαρακτήρα των κύριων και δευτερευόντων χαρακτηριστικών της περιοχής. Η γραμμή της κεντρικής σπονδυλικής στήλης είναι ακανόνιστη, με τον υδροκρίτη άλλοτε πιο κοντά και άλλοτε πιο μακριά από την ακτή. Νότια της Τραπεζούντας (Τράμπζον), όπου ο ποταμός Φιλαβωνίτης (Χαρσίτ) ανοίγει βαθιά τον δρόμο του, αυτή η κεντρική αλυσίδα διπλασιάζεται. Δυτικά της Θεμίσκυρας ο Ίρις διασχίζει από τον νότο μέσα από κενό που κόβει τη ράχη του βουνού, ενώ ο Άκαμψις στο ανατολικό άκρο χωρίζει τις Ποντικές Άλπεις από τον Καύκασο. Η εναπομείνασα παράκτια λωρίδα στο δυτικό άκρο μεταξύ Θεμίσκυρας και Σινώπης μοιάζει περισσότερο με τις ακτές της Βιθυνίας παρά με τον Πόντο. Η στεριά υψώνεται απότομα προς νότο από τη θάλασσα στα 1.000 μ. ή περισσότερο, φτάνοντας στο μέσο υψόμετρο του οροπεδίου της Ανατολίας, έτσι ώστε ενώ υπάρχει υδροκρίτης που χωρίζει τις παράκτιες κοιλάδες από τις κοιλάδες της ενδοχώρας, αυτός δεν είναι το εντυπωσιακό χαρακτηριστικό που γίνεται σε τις Ποντικές Άλπεις.
Ο γεωλογικός σκελετός της περιοχής του Πόντου πήρε τη σημερινή του μορφή κατά την τελευταία εποχή των μεγάλων γεωλογικών κινήσεων που δημιούργησαν τις Άλπεις, τα Ιμαλάια και τις Άνδεις και καθόρισαν το γενικό σχήμα της θάλασσας και της στεριάς όπως τις γνωρίζουμε σήμερα. Το μεγαλύτερο μέρος της αλυσίδας αποτελείται από ηφαιστειακά πετρώματα του Ανώτερου Κρητιδικού, ενώ στο ανατολικό άκρο τα βουνά υψώνονται σε ύψος σχεδόν 4.000 μ., νότια του Ριζαίου (Ρίζε) στο Κατσκάρ, και αυτός ο ορεινός όγκος των βουνών Τάτος αποτελείται από γρανίτες και διορίτες που έχουν διεισδύσει σε προϋπάρχοντα σχηματισμό. Μικρότεροι σχηματισμοί των ίδιων βράχων που έχουν διεισδύσει υπάρχουν σε ψηλά σημεία δυτικά κατά μήκος της οροσειράς. Οι μεγάλες κοιλάδες κατεύθυνσης ανατολής-δύσης νότια των Ποντικών Άλπεων σηματοδοτούν ρήγματα που αναπτύχθηκαν όταν δημιουργήθηκαν τα βουνά και εξακολουθούν να υπόκεινται σε σεισμούς. Μεγαλοπρεπείς σε κλίμακα, είναι πολύ αχανείς για να έχουν σχηματιστεί από απλή διάβρωση, ακόμη και σε γεωλογική κλίμακα χρόνου. Τα σημαντικότερα από αυτά τα ρήγματα σχηματίζουν τώρα τις κοιλάδες των ποταμών Άκαμψι που ρέει προς τα ανατολικά και Λύκου που ρέει προς τα δυτικά. Σε δευτερεύουσα κλίμακα υπάρχουν: (α) Η κοιλάδα του ρήγματος του άνω ρού του Φιλαβωνίτη νότια της Τραπεζούντας. (β) Η κοιλάδα το άνω ρου του Μελανθίου, νότια των Κοτυώρων (Ορντού). (γ) Η κοιλάδα του ποταμού με τα τρία ονόματα που είναι παραπόταμος του Ίρι και ξεκινά ως Μπαγ, συνεχίζει νότια του Οιναίου (Ούνιε) ως Καρακούς και γίνεται Μπακιρτζίκ στο πάνω μέρος του. (δ) Και η κοιλάδα του ποταμού Αμνία (Γκιόκ) νότια της Σινώπης και της Παύρας. Η όψη αυτών των κοιλάδων ποταμών ποικίλλει, από εκείνη ενός φαρδιού και εύφορου πυθμένα κοιλάδας, με επικλινείς λόφους εκατέρωθεν ενός ελικοειδή ποταμού, μέχρι φαράγγια βράχων που περιέχουν μαινόμενους χειμάρρους. Ο Άκαμψις και ο Φιλαβωνίτης πρέπει να κατέβουν πολύ στις σύντομες διαδρομές τους και τα φαράγγια είναι συχνά, ενώ ο Λύκος και ο Ίρις είναι μεγαλύτερα ποτάμια και τείνουν να διασχίζουν τμήματα φαραγγιών που διευρύνονται σε κοιλάδες και ακόμη και σε μεγάλες φιλόξενες λεκάνες γόνιμης γης. Αυτό το πρότυπο είναι σημαντικό, επειδή καθορίζει τη θέση των πόλεων.
Μεγάλο μέρος της βασικής γεωλογικής δομής είναι ακόμη ορατό δια γυμνού οφθαλμού, αλλά οι πυθμένες των κοιλάδων, τα παράκτια δέλτα και ορισμένες παράκτιες αναβαθμίδες έχουν τροποποιηθεί από αποθέσεις πιο πρόσφατων ιζηματογενών πετρωμάτων, αργίλων και βοτσάλων.
Η ηφαιστειακή περίοδος της Ποντιακής γεωλογικής ιστορίας παρήγαγε ποσότητες μεταλλευμάτων που φέρουν ορυκτά διαφόρων ειδών, και μερικά από αυτά τα επεξεργάζονταν από τις πρώτες εποχές της μεταλλουργίας. Μάλιστα στους Χάλυβες αποδίδεται η εφεύρεση της σιδηρουργίας,6 και έδωσαν το όνομά τους στο ατσάλι στα μεσαιωνικά ελληνικά. Από τότε πέρασε στα μεσαιωνικά λατινικά ως “Calibs”7 και από αυτούς προέρχεται το όνομα του ορυκτού χαλυβίτη. Το έργο της τήξης του σιδήρου συνεχιζόταν μέχρι τον 19ο αιώνα, όταν ο Χάμιλτον ενθουσιάστηκε που βρήκε τους κατοίκους της περιοχής του Οιναίου να εξασκούν την τέχνη τους με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν όταν τους παρατηρούσε ο Ξενοφών.8
Η εξειδικευμένη μεταλλοτεχνία εξακολουθεί να αποτελεί ζωντανή παράδοση κατά μήκος αυτής της ακτής, όπου υπέροχα μαχαίρια και στιλέτα, και καλά αντίγραφα εργοστασιακών περιστρόφων, παράγονται σε παράνομα εργαστήρια χωριών, μόνο με τα πιο απλά εργαλεία.
Ο αριθμός των ορυχείων που καταγράφονται από τον Κουινέ το 1890 είναι μεγάλος. Στο σαντζάκι της Τραπεζούντας, που περιλαμβάνει τις σύγχρονες περιοχές Τραπεζούντας, Γκίρεσουν και Ορντού, υπήρχαν 21 ορυχεία αργού μολύβδου, 34 ορυχεία χαλκού, 3 χαλκού και μολύβδου, 2 μαγγανίου, 10 σιδήρου και 2 άνθρακα. Στο σαντζάκι της Γκουμούσχανε υπήρχαν 37 ορυχεία μολύβδου και 6 ορυχεία χαλκού.9 Τα πλούσια κοιτάσματα ορυκτών που αποδεικνύονται από αυτά τα ορυχεία σχεδόν απουσιάζουν στο δυτικό άκρο της περιοχής μας, όπου το σαντζάκι της Σαμσούν είχε ένα μόνο ορυχείο αργυροφόρου μολύβδου. Όμως δεν υπάρχει καμία άμεση απόδειξη ότι κάποιο από αυτά τα ορυχεία λειτουργούσε κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Πιθανότατα υπήρχαν κοιτάσματα αργύρου στα κλασικά Αργύρια, κοντά στο στόμιο του Φιλαβωνίτη10 όπου ο Χάμιλτον είδε ίχνη ορυχείων.11 Και το ασήμι εξορυσσόταν πιθανώς κάπου στα βουνά στα νότια της κοιλάδας του άνω Φιλαβωνίτη κατά τη μεσαιωνική περίοδο. Αν ναι, πιθανότατα ήταν μεταξύ Τζάνιχας (Τζάντζα) και Παϊπέρτη (Μπαϊμπούρτ) και μάλλον από τα χέρια των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας. Σε κάθε περίπτωση αυτά τα ορυχεία δεν πρέπει να συγχέονται με τα μεταγενέστερα της Γκουμούσχανε.12
Μεταξύ άλλων ορυκτών το κόκκινο χώμα της Σινώπης ήταν διάσημο για την ποιότητά του στην αρχαιότητα, και στη μεσαιωνική περίοδο το φυσικό χρωστικό «Σινώπια» έγινε συνώνυμο του κόκκινου χώματος. Πιθανόν να παράγονταν και άλλα γήινα χρώματα στην περιοχή κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, αφού δεν είναι δύσκολο να τα βρεις ακόμη και σήμερα.
Σύμφωνα με τον Πλίνιο, η στυπτηρία εξορυσσόταν στον Πόντο στην αρχαιότητα. Στη βυζαντινή περίοδο εξορυσσόταν κοντά στην Κολώνεια (Σέμπιν Καραχισάρ) και αυτή ήταν πιθανότατα η πηγή της στυπτηρίας που γνώριζε ο Πλίνιος.13 Αποτελούσε σημαντική εξαγωγή της περιοχής.
Το κλίμα της περιοχής του Πόντου υπαγορεύεται από τις μορφές γης που περιγράφηκαν πιο πάνω, και εμπίπτει σε δύο διακριτές κατηγορίες. Κατά μήκος της παράκτιας λωρίδας και της ενδοχώρας μέχρι τον υδροκρίτη της ποντιακής οροσειράς εμπίπτει μεταξύ του ήπιου εύκρατου και του θερμού εύκρατου τύπου κλίματος, με σημαντικές διακυμάνσεις στη θερμοκρασία και τις βροχοπτώσεις. Η υψηλή βροχόπτωση σε ολόκληρη την ακτή προκαλείται από τους επικρατούντες βορειοδυτικούς ανέμους που σαρώνουν τη Μαύρη Θάλασσα και κατακαθίζουν με τη μορφή βροχής την υγρασία τους, καθώς χτυπούν στο χερσαίο φράγμα του Πόντου και υψώνονται μαζί με τα βουνά.14 Δεν υπάρχει μεγάλη εποχιακή διακύμανση στις βροχές και σίγουρα δεν υπάρχει ξηρή περίοδος, ενώ οι συννεφιασμένες γκρίζες ημέρες φαίνονται στον εκεί κάτοικο να είναι σχεδόν τόσο συχνές το καλοκαίρι όσο και τον χειμώνα. Ενώ η εποχιακή διακύμανση των βροχοπτώσεων δεν είναι τόσο μεγάλη, υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην ποσότητα της βροχόπτωσης κατά μήκος της ακτής. Και πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ οι βροχοπτώσεις είναι έντονες σε ολόκληρη την περιοχή, είναι λιγότερες στο δυτικό άκρο και στην περιοχή της Τραπεζούντας, περισσότερες στις περιοχές Κερασούντας (Γκίρεσουν), Τρίπολης (Τιρέμπολου) και Κοτυώρων (Ορντού) και το μεγαλύτερο μέρος τους στο ανατολικό άκρο από το Ρίζαιον και μετά μέχρι τον Βαθύ, τον οποίο οι Γάλλοι ναυτικοί περιγράφουν ως «το ουρητήριο της Μαύρης Θάλασσας» (le pissoir de la Mer Noire). Αυτές οι παραλλαγές οφείλονται στη διαμόρφωση της στεριάς. Τα τμήματα των ακτών που αντιμετωπίζουν τους επικρατούντες ανέμους έχουν τις μεγαλύτερες βροχοπτώσεις, ενώ εκείνα που βρίσκονται σε λοξή γωνία προς τους ανέμους και είναι σε κάποιο βαθμό προστατευμένα από εκείνους, υπόκεινται σε μικρότερη βροχόπτωση.15
Οι διακυμάνσεις της θερμοκρασίας εξαρτώνται φυσικά κατά κύριο λόγο από το υψόμετρο της στεριάς και δεν υπάρχει απλός τρόπος να μειωθούν σε ισοδύναμα της στάθμης της θάλασσας. Γενικά το παράκτιο κλίμα είναι υγρό με μέτριες θερμοκρασίες,16 ενώ οι βόρειες πλαγιές των βουνών παραμένουν υγρές μέχρι τις κορυφογραμμές, αλλά το εύρος της θερμοκρασίας γίνεται μεγαλύτερο με την αύξηση του υψομέτρου.
Ο δεύτερος τύπος κλίματος συναντιέται στις νότιες πλαγιές της ποντιακής οροσειράς. Είναι το δροσερό, εύκρατο ηπειρωτικό κλίμα που είναι χαρακτηριστικό του οροπέδιου της Ανατολίας στο σύνολό του. Οι βροχοπτώσεις είναι χαμηλές και περιορίζονται στους χειμερινούς μήνες, αφήνοντας μακρά ξηρά καλοκαίρια με συχνά χρόνια ξηρασίας.17 Οι εποχιακές διακυμάνσεις της θερμοκρασίας είναι ακραίες, με παγετό και χιόνι τον χειμώνα και ανελέητο καλοκαιρινό ήλιο. Σημειώνονται επίσης διακυμάνσεις της θερμοκρασίας μεταξύ νύχτας και ημέρας.
Το κλίμα κάνει την παράκτια πλευρά του υδροκρίτη πολύ εύφορη και η βλάστηση γίνεται πιο πλούσια καθώς ο περιηγητής κινείται ανατολικά κατά μήκος της ακτής, τόσο πολύ που υποδηλώνει υποτροπικό κλίμα και όχι εύκρατο. Στον ανατολικό Πόντο, το αρχέγονο τοπίο του βουνού, του δάσους και της θάλασσας ελάχιστα έχει αμαυρωθεί από την καταπάτηση των ανθρώπων και παρέχει όχι μόνο ξεκάθαρη αντίληψη της αρχαίας όψης του, αλλά και όραμα της γης, πριν οι άνθρωποι επιχειρήσουν να την αλλάξουν. Μόνο στα χρόνια που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η διάδοση του τσαγιού και η διαθεσιμότητα σύγχρονων μηχανημάτων οδοποιίας έθεσαν σε κίνηση μια διαδικασία φυσικής αλλαγής πιο σημαντική και γρήγορη από οτιδήποτε επιτεύχθηκε τις δύο προηγούμενες χιλιετίες. Σε υψόμετρο περίπου 1.200 μέτρων υπάρχουν δάση πλατύφυλλων, με οξιές, βελανιδιές, καστανιές, σφενδαμιές, σκλήθρα, φτελιές, καρπίνους, φλαμουριές και πλατάνια, όλα αυτοφυή σε αυτά τα βουνά. Στην ενδοχώρα ανάμεσα στη Θεμίσκυρα και τα Κοτύωρα, η οξιά και ο καρπίνος κυριαρχούν στα εναπομείναντα δάση, αλλά αιώνες υλοτομίας στην ενδοχώρα των Κοτυώρων και του Οιναίου έχουν μειώσει το δάσος σε λίγες συστάδες στις πιο απομακρυσμένες κοιλάδες. Αυτές ήσαν οι περιοχές στις οποίες κατοικούσαν οι Χάλυβες και η ανάγκη για κάρβουνο για τήξη πρέπει να ήταν ένας από τους κύριους λόγους για την αποψίλωση των δασών. Στην ενδοχώρα της Τραπεζούντας τα δάση είναι και πάλι αραιά, ίσως λόγω του σχετικά πυκνού πληθυσμού των κοιλάδων των βουνών, αλλά ανατολικά των [Σου]σούρμαινων (Σούρμενε) το δάσος γίνεται και πάλι πιο πυκνό. Τα κύρια δέντρα της ζώνης πλατύφυλλων στο δυτικό άκρο είναι η οξιά, η βελανιδιά, η σφενδαμιά, ο καρπίνος και η σκλήθρα. Πάνω από την ισοϋψή γραμμή των 1.000-1.200 μέτρων το δάσος γίνεται κυρίως κωνοφόρο, με κυρίαρχη την ερυθρελάτη, το έλατο και το πεύκο. Στα 2.000 μ. το δάσος αραιώνει, για να δώσει τη θέση του σε κομμάτια θαμνοτόπων και στους πλούσιους καλοκαιρινούς βοσκοτόπους που παίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομία της περιοχής.
Οι κύριοι θάμνοι του δάσους είναι το Ροδόδενδρον Ποντικόν (Rhododendron Ponticum) και η Αζαλέα Ποντική (Azalea Pontica), που έχουν εντυπωσιάσει πολλούς περιηγητές την άνοιξη με τη λαμπρότητα των μωβ και κίτρινων λουλουδιών τους. Το άνθος της αζαλέας ίσως ευθύνεται για το μεθυστικό «τρελό μέλι» που προκάλεσε τέτοια καταστροφή μεταξύ των Μυρίων.18 Η Παφλαγονία φημιζόταν για τα κατάρτια της, ενώ ανατολικά της Τραπεζούντας το πυκνότερο δάσος έχει χαμηλή βλάστηση πύξου, το ξύλο του οποίου χρησιμοποιείται για την κατασκευή κουταλιών. Έτσι μια ποικιλία ξυλείας ήταν διαθέσιμη σε όλο το μήκος της ακτής του Πόντου για οικοδομική, ναυπηγική και επιπλοποιία ή για εξαγωγή καθώς και ως προμήθεια καυσίμου.
Μέχρι πρόσφατα το κυνήγι ήταν άφθονο στα βουνά, όπου αγριογούρουνα και αρκούδες κατοικούν στα δάση, αγριοκάτσικα ζουν κοντά, πάνω από τη γραμμή των θερινών βοσκοτόπων και λαγοί τρέχουν γρήγορα στις πλαγιές των κοιλάδων νότια του υδροκρίτη. Η πέρδικα και το περιστέρι βρίσκονται παντού, ενώ ο φασιανός (Phasianus Colchicus) είναι ιθαγενής μέχρι το δέλτα του ποταμού Ίρι στα δυτικά, ενώ μπορεί να είχε ευρύτερο βιότοπο στους βυζαντινούς χρόνους. Στα ποτάμια και τα ορεινά ρέματα και στις δύο πλευρές του υδροκρίτη κατοικούν πέστροφες, ενώ στα μεγάλα ποτάμια υπάρχουν άγρια ψάρια. Το βρώσιμο σαλιγκάρι ευδοκιμεί στην πλούσια παράκτια βλάστηση. Μεταξύ των αποδημητικών πτηνών, το ορτύκι αποτελεί σημαντικό στοιχείο της σύγχρονης διατροφής και φαίνεται ότι καταναλωνόταν κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Σε μικρότερη ποσότητα υπάρχουν μπεκάτσες, μπεκατσίνια και ποικιλίες πάπιας και, αναμφίβολα, τα μικρότερα πουλιά υπέφεραν τη σφαγή δύο φορές τον χρόνο, που είναι η μοίρα τους καθώς μεταναστεύουν διασχίζοντας τον κόσμο της Μεσογείου.19
Από την αρχαιότητα, καρυδιές, φουντουκιές και καστανιές καλλιεργούνταν κατά μήκος της ακτής, και μεταξύ των καρπών το σύκο είναι άφθονο και το κεράσι ιθαγενές της περιοχής Κερασούντας, απ’ όπου λέγεται ότι το έφερε στην Ευρώπη ο Λούκουλλος. Η χλωρίδα της παράκτιας περιοχής είναι πολύ πλούσια και ποικίλη για να είναι δυνατό να περιγραφεί εδώ λεπτομερώς.20 Ανάμεσα στα λουλούδια το κολχικόν και οι φθινοπωρινοί κρόκοι μένουν στο μυαλό του περιηγητή. Ένα είδος των τελευταίων είναι τοπικά γνωστό ως «βάργκιτ», που μεταφράζεται ελεύθερα «ώρα να φύγουμε», επειδή η εμφάνισή του στους χιονισμένους βοσκοτόπους είναι το σήμα για να κλείσουν τα καλοκαιρινά χωριά και οι οικογένειες βοσκών να ξεκινήσουν τη μεγάλη διαδρομή για κάτω, για τα χειμωνιάτικα χωριά τους. Στα τέλη της άνοιξης ο ντόπιος αριστοκράτης, ο «Κρίνος του Πόντου» (Lilium Ponticum), υψώνει τις μονοκέφαλες και πολυκέφαλες ποικιλίες του σε χρυσή δόξα πάνω από τη γύρω χλωρίδα. Λαχανικά πρέπει να καλλιεργούνταν σε αφθονία, με τις οικογένειες φασολιών και μπιζελιών μεταξύ των βασικών διατροφικών ειδών κατά τους βυζαντινούς χρόνους, όπως και σήμερα.21 Καλλιέργειες δημητριακών δεν πρέπει ποτέ να ήταν εύκολο να παραχθούν, λόγω των υψηλών βροχοπτώσεων και της υγρασίας, αν και αναμφίβολα κάποιες καλλιεργούνταν, ενώ ο Προκόπιος αναφέρει ότι οι Λαζοί καλλιεργούσαν κεχρί.22 Είναι όμως σημαντικό ότι, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, οι Μοσσύνοικοι χρησιμοποιούσαν αλεύρι από άλεση ξηρών καρπών για να φτιάχνουν ψωμί.23 Σχεδόν σίγουρα θα ήταν αλεύρι από κάστανο που παρείχε το βασικό ψωμί της Κορσικής και ορισμένων περιοχών της Ιταλίας μέχρι πρόσφατα, και αναμφίβολα στον Πόντο κατά τους βυζαντινούς χρόνους ήταν βασικό υποκατάστατο των αλεύρων από δημητριακά. Οι καλλιέργειες του καλαμποκιού και της πατάτας, της ντομάτας, του καπνού και του τσαγιού έχουν εισαχθεί από τη μεσαιωνική περίοδο. Η καλλιέργειά τους έχει αλλάξει τις διατροφικές συνήθειες και την οικονομία μεγάλων τμημάτων της ακτής και έχει προκαλέσει σημαντική αλλαγή στην εμφάνιση του τοπίου. Το αμπέλι ήταν γνωστό από την αρχαιότητα, όταν το κρασί ήταν ένα από τα δώρα που δόθηκαν στους άνδρες του Ξενοφώντα και οι Ενετοί το εξήγαγαν από την Τραπεζούντα τον Μεσαίωνα.24 Τώρα φτιάχνεται σε σημαντική ποσότητα μόνο στην πεδιάδα της Τοκάτ. Οι ελιές εξακολουθούν να φυτρώνουν στην περιοχή μεταξύ Κοράλλων (Γκιόρελε) και Τραπεζούντας και τόσο η ελιά όσο και το σταφύλι ήταν από τα σημαντικότερα προϊόντα αυτού του τμήματος της ακτής της Μαύρης Θάλασσας. Το λινάρι και το βαμβάκι καλλιεργούνται σε μικρές ποσότητες και η μουριά ευδοκιμούσε, έτσι ώστε το λινό, το βαμβάκι και το μετάξι μπορούσαν να είναι οικιακά προϊόντα, ενώ η κάνναβη καλλιεργείται στα ορεινά χωριά για κατασκευή σχοινιών.25
Από την Αμισό (Σαμσούν) μέχρι τη Σινώπη, η παράκτια περιοχή διαφοροποιείται από τις κοιλάδες της ενδοχώρας με τον ίδιο τρόπο που περιγράφηκε πιο πάνω, αλλά η αντίθεση είναι λιγότερο εντυπωσιακή. Η ακτή είναι εύφορη και υπάρχει μεγαλύτερη έκταση καλλιεργήσιμης γης από ό,τι πιο ανατολικά, όπου τα βουνά κατεβαίνουν ακριβώς στη θάλασσα. Η γη μεταξύ Αμισού και Αλατσάμ είναι πια αφιερωμένη στον καπνό και την καλλιέργεια φρούτων, αλλά θα παρείχε άφθονο χώρο για την καλλιέργεια σιτηρών, λαχανικών και φρούτων κατά τη μεσαιωνική περίοδο. Από το Αλατσάμ μέχρι τη Γκέρζε, η γη υψώνεται απότομα από την ακτή, με δάση πλατύφυλλων και χωριά στα ξέφωτα, και στη συνέχεια τα βουνά υποχωρούν στην ενδοχώρα της Σινώπης, για να αφήσουν ευρεία περιοχή εύκολα καλλιεργήσιμων εδαφών με ήπιες κλίσεις.
Για ολόκληρη την ακτογραμμή, η θάλασσα παρείχε αλάτι και ψάρια σε πλεονάζουσες ποσότητες, επαρκείς για εμπόριο. Υπάρχει μεγάλος αριθμός ποικιλιών ψαριών που αλιεύονται σε μεγάλες ποσότητες, μεταξύ των οποίων οι πιο δημοφιλείς είναι το σαφρίδι, ο κέφαλος, το μπαρμπούνι, το καπόνι, ο τόνος, ο μπακαλιάρος και ο γαύρος.26
Ο τελευταίος, που ονομάζεται χαμσί, έχει δώσει το όνομά του ως παρατσούκλι στους κατοίκους του ανατολικού μισού των νότιων ακτών της Μαύρης Θάλασσας. Τα ψάρια, στα οποία μπορεί να προστεθούν μαλάκια και οστρακόδερμα, πρέπει πάντοτε να αποτελούσαν βασικό στοιχείο στη διατροφή των παράκτιων λαών, και το παστό ψάρι αποτελούσε σημαντικό στοιχείο για εξαγωγή.
Οι κοιλάδες της ενδοχώρας νότια της ακτογραμμής μεταξύ Σινώπης και Θεμίσκυρας έχουν παρόμοιο κλίμα και χαρακτήρα με την ακτογραμμή, επειδή αυτές οι κοιλάδες και οι λεκάνες σχηματίζονται από τους ποταμούς Ίρι, Άλυ και τους παραποτάμους τους. Τα ποτάμια σχηματίζουν κενά στο ορεινό φράγμα, μέσα από τα οποία μπορεί να περάσει ορισμένη ποσότητα αέρα φορτωμένου με υγρασία, αυξάνοντας έτσι την ποσότητα βροχόπτωσης σε αυτές τις κοιλάδες. Οι λεκάνες και οι κοιλάδες της Δομανίτιδος (Κασταμόνου, Μπογιαμπάτ), Φαζημωνίτιδος (Μερζιφόν, Χάβζα, Λαντίκ), Φανάροιας (Τάσοβα), Αμάσειας (Αμάσυα, Σουλούοβα) και Δαζιμωνίτιδος (Τοκάτ), έχουν ως επί το πλείστον υψόμετρο κάτω από 600 μέτρα και είναι σχετικά καλά ποτιζόμενες. Είναι εξαιρετικά κατάλληλες για τη γεωργία σε όλες τις μορφές της. Οι καλλιέργειες δημητριακών, τα φρούτα και τα αμπέλια αναπτύσσονται εκεί σε αφθονία, και αναμφίβολα αναπτύσσονταν πάντοτε, καθώς οι σημαντικές πόλεις μπορούν να ανιχνεύσουν συνεχή γενεαλογία πίσω στον κλασικό κόσμο, ενώ οι προϊστορικοί λόφοι κατοίκησης υποδηλώνουν ακόμη προγενέστερη κατάληψη και καλλιέργεια.
Πιο ανατολικά, στα νότια της Κερασούντας, της Τραπεζούντας και του Ριζαίου, υπάρχουν λεκάνες και κοιλάδες που σχηματίζονται από τον άνω ρου του Λύκου και τα ρεύματα των παραποτάμων του και από τον ποταμό Άκαμψι που ρέει προς τα ανατολικά και τους παραποτάμους του. Αυτές οι κοιλάδες, σε υψόμετρα μέχρι και 1.200 μ. περίπου, είναι καλές για την καλλιέργεια δημητριακών και φρούτων, αλλά οι πλαγιές που βρίσκονται από πάνω τους είναι ως επί το πλείστον άγονες και βραχώδεις. Εδώ το δάσος έχει κοπεί ή δεν υπήρξε ποτέ και τα μόνα δέντρα, εκτός από τη μηλιά, την αχλαδιά και τη μουριά, είναι σειρές από λεύκες και ιτιές κατά μήκος των υδάτινων ρεμάτων, με τον τρόπο του υψιπέδου της Ανατολίας. Το τοπίο είναι πιο απαλό και καλύτερα ποτιζόμενο από εκείνο του κυρίως υψιπέδου της Ανατολίας, αλλά είναι πιο κοντά στο υψίπεδο λόγω κλίματος και βλάστησης παρά στις κοιλάδες βόρεια του υδροκρίτη. Στο ανατολικό άκρο βρίσκονται τα ψηλά οροπέδια λάβας της Θεοδοσιούπολης (Ερζερούμ), του Καρς και του Αρνταχάν, σε υψόμετρο περίπου 2.000 μ., όπου αναπτύσσεται μια ποικιλία δημητριακών και υπάρχει καλός βοσκότοπος για κοπάδια βοοειδών και αλόγων.
Κοινή για όλη την περιοχή, όπως και για το σύνολο της Ανατολίας, είναι η εκτροφή προβάτων, κατσικιών και βοοειδών. Στον Πόντο σπάνια είναι αυτή η κύρια γεωργική δραστηριότητα και συνήθως οργανώνεται με βάση την εποχιακή μετακίνηση. Οι βοσκοί των κάτω κοιλάδων εκατέρωθεν των Ποντιακών βουνών παίρνουν τα κοπάδια τους την άνοιξη και τα οδηγούν στους καλοκαιρινούς βοσκοτόπους πάνω από τη γραμμή των δέντρων, όπου έχουν γιαγλάδες, που είναι απλή μορφή καλοκαιρινού χωριού. Το χρονικό του Πανάρετου παρέχει στοιχεία ότι η ποιμενική ζωή οργανωνόταν με αυτόν τον τρόπο κατά τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας,27 ενώ η παράδοση της εποχιακής μετακίνησης μπορεί κάλλιστα να είναι πολύ παλαιότερη στην καταγωγή της, καθώς είναι λογικό μέσο για τη μέγιστη χρήση των φυσικών πόρων.28
ΠΑΡΑΚΤΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ
Η ποντιακή ακτογραμμή παρέχει πολύ λίγα φυσικά λιμάνια, με αξιοσημείωτη εξαίρεση εκείνο της πόλης της Σινώπης, όπου η χερσόνησος παρέχει ιδανική προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Είναι φόρος τιμής στη σοφία των Μιλησίων, που ίδρυσαν εκεί την πρώτη τους αποικία στη Μαύρη Θάλασσα. Κατά μήκος αυτής της ακτής, ένα καλό λιμάνι πρέπει να παρέχει αρκετά βαθιά νερά, απαλλαγμένα από βραχώδεις κινδύνους και προστασία από τους επικρατούντες βορειοδυτικούς ανέμους που συχνά εξελίσσονται γρήγορα σε θυελλώδεις, οι οποίοι αρκούν για να θέσουν σε κίνδυνο τη ναυτιλία μικρής χωρητικότητας. Το λιμάνι έπρεπε επίσης να είναι υπερασπίσιμο και να βρίσκεται στο τέρμα ή κοντά στο τέρμα διαδρομής μέσα από τα βουνά, ώστε να μπορεί να λειτουργεί ως εμπορικό κέντρο ή ως στρατιωτική βάση ανεφοδιασμού και όχι απλώς ως καταφύγιο των πλοίων σε κακοκαιρία. Έπρεπε επίσης να ληφθεί υπόψη η ανάγκη για εύφορη και προσβάσιμη ενδοχώρα επαρκούς μεγέθους, για να εφοδιάζει μια πόλη-λιμάνι. Η χωροθέτηση των παράκτιων οικισμών του Πόντου είναι ενδιαφέρουσα μελέτη για την αλληλεπίδραση αυτών των παραγόντων, που επηρέασαν τη μοίρα τους μέχρι τον 20ό αιώνα, όταν ένας πιο ανεπτυγμένος έλεγχος επί του περιβάλλοντος τους έχει καταστήσει σε μεγάλο βαθμό άσχετους.29
Η Σινώπη πληρούσε τις απαιτήσεις φυσικού λιμανιού και η βραχώδης χερσόνησός της παρείχε φυσικά ισχυρή αμυντική τοποθεσία με ενδοχώρα με ήπιες κλίσεις, που εκτεινόταν για 30 περίπου χιλιόμετρα στα νότιά της και παρείχε άφθονη καλλιεργήσιμη και ποιμενική γη για την υποστήριξη πόλης. Ένας εμπορικός δρόμος προς νότο διασχίζει τα βουνά από πέρασμα σε υψόμετρο 1.300 μέτρων, δίνοντας πρόσβαση στην κοιλάδα του Αμνία, όπου στη ρωμαϊκή περίοδο άκμασε η Πομπηιούπολη (Τάσκιοπρου) και κατά τη βυζαντινή περίοδο η Κασταμών (Κασταμόνου), με το κάστρο και, ίσως, τα οικογενειακά κτήματα των Κομνηνών.
Κοιτάζοντας την ακτή ανατολικά της Σινώπης, η επόμενη σημαντική πόλη ήταν οι Παύραι, η ακριβής τοποθεσία των οποίων δεν είναι βέβαιη. Το σύγχρονο αντίστοιχό τους είναι η Μπάφρα, περίπου δύο ή τρία χιλιόμετρα ανατολικά του δέλτα του Άλυ, αλλά φαίνεται πιθανό ότι οι Παύραι μπορεί να βρίσκονταν στις όχθες του ποταμού. Η ποσότητα λάσπης που κατεβάζει αυτό το ποτάμι καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό της θέσης της αρχαίας και μεσαιωνικής πόλης, αλλά το ότι αποτελούσε μέρος και λιμάνι κάποιας σημασίας υποδηλώνεται από το γεγονός ότι μετά τη μάχη της Φαζημώνος (Μερζιφόν) οι Φράγκοι κατέφυγαν εκεί για να γλιτώσουν από τους Τούρκους.30 Υπάρχει μεγάλος προϊστορικός τύμβος κατοίκησης όχι μακριά από τη δυτική όχθη και ακριβώς νότια του δρόμου, όπου σπασμένα κεραμίδια κορυφογραμμής υποδηλώνουν συνέχεια κατάληψης εισερχόμενη στη ρωμαϊκή ή βυζαντινή περίοδο, ενώ υπάρχει και άλλος και μεγαλύτερος τύμβος στα ανατολικά της πόλης της Μπάφρας και βόρεια του δρόμου, αλλά αυτός δεν έχει εξερευνηθεί από εμάς. Αυτοί οι τύμβοι υποδηλώνουν ότι το δέλτα ήταν πάντοτε εύφορος και προσοδοφόρος τόπος για εγκατάσταση.
Η πόλη της Αμισού, που ακολουθεί προς τα ανατολικά, βρίσκεται σε ακρωτήριο που παρείχε τοποθεσία ακρόπολης για άμυνα και κάποια προστασία για τη ναυτιλία, αν και η φύση του αρχικού λιμανιού συγκαλύπτεται τώρα από τις σύγχρονες λιμενικές εγκαταστάσεις στην ανατολική πλευρά του λόφου της ακρόπολης. Επιπλέον, η πόλη αποτελούσε εμπορικό κέντρο για την παραγωγή του οροπεδίου. Το χαμηλό φράγμα των λόφων στα νότιά της υψώνεται μόνο στα χίλια μέτρα. Η εμπορική οδός πάνω από εκείνους τους λόφους συνέδεε το λιμάνι με τις πλούσιες πεδιάδες της Σουλούοβα και της Φανάροιας και με τις πόλεις Αμάσεια και Λαοδίκεια (Λαντίκ). Τα Ευχάιτα (Αβκάτ) βρίσκονταν λίγο-πολύ νότια σε κοιλάδα παραπόταμου του Άλυ. Τα Ζήλα (Ζίλε), τα Ποντικά Κόμανα (Γκόμενεκ) και η Δαζιμών, βρίσκονταν επίσης νότια στην πεδιάδα Δαζιμωνίτις (Καζ Οβάσι).
Οι λόφοι κατεβαίνουν προς τη θάλασσα για μικρή απόσταση εκατέρωθεν της Αμισού και στη συνέχεια, στην ανατολική πλευρά, η ακτή ανοίγεται σε ευρεία πεδιάδα που σχηματίζεται από τα δέλτα του Ίρι και του μικρότερου ποταμού Θερμώδωντα (Τέρμε). Εδώ στα κλασικά χρόνια βρισκόταν η πόλη Θεμίσκυρα, που διαιωνίζεται τώρα στο όνομα της κωμόπολης Τέρμε, αλλά σε καμία περίπτωση δεν βρίσκεται στην ίδια τοποθεσία. Εδώ βρισκόταν και το λιμάνι των Λιμνίων, για έναν αιώνα ή περισσότερο ο δυτικός προμαχώνας της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Οι προοδευτικές προσχώσεις των δύο ποταμών που σχημάτισαν αυτή τη μεγάλη χερσαία μάζα και οι συχνές πλημμύρες της εποχής των κατακλυσμών, καθιστούν δύσκολο τον εντοπισμό της ακριβούς θέσης, αλλά φαίνεται μάλλον βέβαιο ότι τα Λιμνία (και πιθανώς και η Θεμίσκυρα) ήσαν λιμάνια των δέλτα, στις όχθες ενός από τους δύο ποταμούς που εδώ φτάνουν στη θάλασσα. Ακατάλληλα για τη σύγχρονη ναυτιλία λόγω των ρηχών νερών τους, αυτά τα δέλτα παρείχαν σαφώς ικανοποιητικά λιμάνια για τα πλοία των αρχαίων και μεσαιωνικών χρόνων, με καλή προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Η επίπεδη και ελώδης ενδοχώρα διασφάλιζε τις πόλεις από εύκολη επίθεση από τη στεριά και παρείχε άφθονη περιοχή για καλλιέργεια και ποιμενική χρήση σε καλές χρονιές. Όμως το ότι αυτές οι δύο πόλεις ήσαν ακατάλληλες για εμπόριο με το εσωτερικό υποδηλώνεται από τη σχετικά μικρή σημασία τους. Δεν είναι γνωστή η μοίρα ούτε της Θεμίσκυρας ούτε των Λιμνίων, και είναι πολύ πιθανό ότι τα κατέβαλαν οι αδυσώπητα συνεχιζόμενες προσχώσεις, αφήνοντας σε αυτά τα μέρη λίγα πράγματα πέρα από βάλτους ελονοσίας, μέχρι που οι σύγχρονες μέθοδοι γεωργίας μετέβαλαν τα δέλτα στην ολοένα και πιο ευημερούσα πεδιάδα της σημερινής εποχής.31
Το επόμενο λιμάνι είναι το Οίναιον (Ούνιε) το οποίο διαθέτει προστατευμένο αγκυροβόλιο και υπερασπίσιμο ακρωτήριο, αν και το τελευταίο είναι λιγότερο εντυπωσιακό από το ακρωτήριο της Αμινσού. Το αγκυροβόλιο είναι ρηχό, αν και ίσως ήταν αρκετά βαθύ για τα σκάφη της αρχαίας και της μεσαιωνικής εποχής, ώστε να αγκυροβολούν δίπλα σε μόλο. Από την κλασική πόλη δεν υπάρχουν ερείπια, αλλά υπάρχουν τα ερείπια των τειχών μεσαιωνικού κάστρου, που ίσως χτίστηκε από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α’ του Βυζαντίου, κοντά στην ακτή στο πιο προστατευμένο μέρος του κόλπου. Από το Οίναιον ένας δρόμος διασχίζει τα βουνά νότια προς τη Νεοκαισάρεια (Νικσάρ), δίνοντας στο λιμάνι πρόσβαση στην πεδιάδα της Φαναροίας και στην κοιλάδα του Λύκου, και νοτιοδυτικά της τελευταίας προς τα Κόμανα Ποντικά και την πεδιάδα Δαζιμωνίτις. Περίπου οκτώ χιλιόμετρα από το Οίναιον, στην ενδοχώρα, κατά μήκος αυτής της διαδρομής βρίσκεται το κάστρο της οικογένειας Τσαλέογλου. Είναι σαφές ότι το κάστρο και ο δρόμος συνδέονται, με το κάστρο να χρησιμεύει για τη φύλαξη του Οιναίου από επιθέσεις από την ενδοχώρα και ως σημείο ελέγχου για την επιθεώρηση καραβανιών κατά μήκος αυτού του δρόμου. Τα ερείπια του κάστρου μαρτυρούν τη χρήση του από την ελληνιστική εποχή μέχρι τους βυζαντινούς και οθωμανικούς χρόνους.
Ανατολικά του Οιναίου βρίσκεται η πόλη Πολεμώνιον (Φάτσα). Εδώ δεν υπάρχει φυσικό αγκυροβόλιο και άλλοι παράγοντες πρέπει να οδήγησαν τον βασιλιά Πολέμωνα να τοποθετήσει την πρωτεύουσά του σε αυτό το σημείο. Η τοποθεσία δεν είναι φυσικά οχυρωμένη, αλλά η πόλη χτίστηκε σε αναβαθμό από βότσαλα, λίγα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στη δυτική όχθη του δέλτα του ποταμού Μπολομάν και είναι πιθανό ότι λόγοι υγείας υπαγόρευσαν εν μέρει την επιλογή αυτής της τοποθεσίας. Η αρχαία πόλη Σίδη λέγεται ότι προηγήθηκε του Πολεμώνιου, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι υπήρχε παλαιότερη πόλη στην τοποθεσία. Από το Πολεμώνιον ρωμαϊκός δρόμος διέσχιζε προς νότο τα βουνά μέχρι την κοιλάδα του Λύκου, για να ενωθεί με τη μεγάλη ρωμαϊκή οδό που διέσχιζε την Ανατολία από τη Νικομήδεια (Ιζμίτ) μέχρι τα Σάταλα (Σαντάκ), ενώ υπάρχει επίσης διαδρομή προς τη Νεοκαισάρεια. Κατά την περίοδο της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας ένας Γενουάτης νοτάριος χρησιμοποίησε έναν από αυτούς για να ταξιδέψει στη Σεβάστεια.32 Μάλιστα μπορεί αυτές οι διαδρομές στα βουνά να είναι εκείνες που ευθύνονται κυρίως για τη σημασία του Πολεμώνιου. Επιπλέον πλεονεκτήματα της τοποθεσίας είναι η παρουσία άφθονης εύφορης γης στην άμεση γειτονιά και καλή πηγή τοπικού ασβεστόλιθου για δόμηση. Το αρχαίο όνομα διαιωνίζεται στο παραθαλάσσιο χωριό Μπολομάν, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του Πολεμώνιου, και το μεσαιωνικό κάστρο εκεί καθώς και το ερείπιο οκταγωνικής εκκλησίας, που τώρα έχει χαθεί, υποδηλώνουν ότι κατά τη βυζαντινή περίοδο η πόλη μπορεί να μεταφέρθηκε σε θέση με φυσικές οχυρώσεις, αλλά ακόμη χωρίς φυσικό αγκυροβόλιο κάποιας σημασίας.
Το Μπολομάν βρίσκεται ήδη στις πλευρές του Ιασωνίου ακρωτηρίου (Γιάσον Μπουρουνού), του μεγαλύτερου από τα ακρωτήρια ανατολικά της Σινώπης. Το ίδιο το ακρωτήριο είναι διάσπαρτο με λείψανα της βυζαντινής περιόδου, σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητα, αλλά στην ανατολική ακτή βρίσκονταν τα σημαντικά αγκυροβόλια. Η σύγχρονη πόλη Ορντού θεωρείται γενικά ότι σηματοδοτεί την τοποθεσία των αρχαίων Κοτυώρων, αν και δεν έχει γίνει κάποια συγκεκριμένη αναγνώριση. Η θέση είναι καλά προστατευμένη από τους βορειοδυτικούς ανέμους, ενώ υπάρχει ακρωτήριο πάνω από την πόλη, που μπορεί κάλλιστα να χρησίμευε ως ακρόπολη. Η εξερεύνηση αυτής της ακρόπολης, μαζί με εκείνες της Σινώπης και της Αμισού, καθίσταται αδύνατη λόγω της παρουσίας στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Η ήπια ανερχόμενη ύπαιθρος της ενδοχώρας στα ανατολικά της πόλης των Κοτυώρων παρέχει άφθονη πλούσια καλλιεργήσιμη και ποιμενική γη για την υποστήριξη πόλης. Σε αυτή την ενδοχώρα αναφέρεται μεγάλο κάστρο με σήραγγα δεξαμενής, ενώ σχεδόν σίγουρα υπάρχουν και άλλες αρχαιότητες, η εξερεύνηση των οποίων θα ρίξει περαιτέρω φως στην ιστορία της περιοχής.
Από τα Κοτύωρα μια διαδρομή κατευθύνεται στην ενδοχώρα μέσω των βουνών προς την Anniaca (Κογιουλχισάρ). Δεν διασχίζει πολύ ψηλό έδαφος, αλλά πρέπει να περάσει αξιοσημείωτη ανάβαση και κατάβαση μέσα από την κοιλάδα του Μελανθίου δυτικά του Matuasco (Μεσουντιγιέ). Αυτή η διαδρομή αναπαράγει σε κάποιο βαθμό τον δρόμο προς την ενδοχώρα από το Πολεμώνιον. Και οι δύο συνδέονται με την κοιλάδα του Λύκου και από εκεί με τη Σεβάστεια, αλλά, ενώ το Πολεμώνιον φαίνεται να είχε πιο φυσική γραμμή επικοινωνίας δυτικά προς τη Νεοκαισάρεια και τις πόλεις των δυτικών πεδιάδων της Δαζιμωνίτιδος, της Φαναροίας και της Αμάσειας, τα Κοτύωρα φαίνεται να επικοινωνούσαν πιο φυσικά νοτιοανατολικά με την Κολώνεια και την πεδιάδα της Νικόπολης (Σουσεχρί). Η εξαφάνιση των Κοτυώρων κατά τη βυζαντινή περίοδο είναι λιγότερο περίεργη, όταν διαπιστώνουμε ότι δυτικά τους, στο ακρωτήριο, βρίσκεται το πιθανώς ακόμη καλύτερο αγκυροβόλιο του Βοών (Περσέμπε). Οι πορτολάνοι της περιόδου της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας το σημειώνουν όλοι και ίσως η επιδρομή των Τουρκμένων στις ακτές υποχρέωσε σε μια κίνηση προς τα δυτικά, σε πιο υπερασπίσιμη θέση, που ήταν λιγότερο προσβάσιμη από το εσωτερικό.
Στη συνέχεια στην έρευνά μας προς τα ανατολικά έρχεται η πόλη Κερασούς. Ανάμεσα στη Σινώπη και την Τραπεζούντα τα ερείπια αυτής της πόλης είναι τα πιο σημαντικά κατά μήκος της ακτής και ο έρημος πια βράχος της ακρόπολης μαρτυρεί τη σημασία της σε παλαιότερες εποχές. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της τοποθεσίας είναι η μεγάλη βραχώδης χερσόνησος που προεξέχει στη θάλασσα και παρέχει, μαζί με τη Σινώπη, την καλύτερη αμυντική τοποθεσία κατά μήκος της ακτής. Ως λιμάνι και αγκυροβόλιο φαίνεται ότι λίγα έχει που να το συνιστούν. Στη δυτική πλευρά υπάρχουν βαθιά νερά, όπου έχει κατασκευαστεί το σύγχρονο λιμάνι. Θα ήσαν όμως απαραίτητοι εκτεταμένοι μόλοι για την προστασία της ναυσιπλοΐας, ενώ στην προστατευμένη ανατολική πλευρά τα ρηχά είναι γεμάτα βράχους, σκόπελους και ύφαλους, που θα αποτελούσαν κίνδυνο ακόμη και για τα πλοία μικρής χωρητικότητας και θα εμπόδιζαν την προσέγγιση οποιουδήποτε μεγάλου σκάφους. Η ενδοχώρα της Κερασούντας δεν προσφέρει τους πλούσιους πόρους εκτεταμένων καλλιεργήσιμων και ποιμενικών εκτάσεων, όπως εκτείνονται γύρω από τις πόλεις πιο δυτικά. Νότια κατά μήκος των βουνών, η πόλη συνδέεται με δύσκολη διαδρομή πάνω από δύο ψηλά περάσματα με την πόλη της Κολώνειας, μιθριδατικό φρούριο που έγινε πρωτεύουσα θέματος στους βυζαντινούς χρόνους και που ήταν κέντρο εξόρυξης στυπτηρίας. Φαίνεται λοιπόν πιθανό ότι η άμυνα ήταν το κύριο μέλημα για την επιλογή της Κερασούντας ως τοποθεσίας, και ίσως η ιστορική σημασία της πόλης να οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι χρησίμευε ως διέξοδος για τις εξαγωγές στυπτηρίας από την Κολώνεια. Ένας ιστορικός δεσμός μεταξύ αυτών των δύο πόλεων φαίνεται να υποδηλώνεται από τη σημερινή διοικητική θέση της Κολώνειας (Σέμπιν Καραχισάρ), η οποία δεν έχει φυσικό γεωγραφικό σύνδεσμο με την ακτή και αποκόπτεται από το χιόνι για πέντε μήνες τον χρόνο, αλλά παρ’ όλα αυτά ανήκει στη δικαιοδοσία του βιλαετίου της Γκίρεσουν.
Η ανατολική πλευρά του Ζεφύριου ακρωτηρίου (Τσαμ-Ζεφίρ Μπουρουνού), στο οποίο βρίσκονταν τα Κεγχρινά, παρέχει εμφανές αγκυροβόλιο κοντά στις εκβολές του ποταμού Γιαγλί. Πάνω από εκείνο βρίσκεται ψηλός βράχος με οχυρώσεις, που πιθανότατα πρέπει να ταυτιστούν με το κάστρο του Αγίου Αντωνίου (Άντοζ Καλέσι). Οι αναβαθμοί στα ανατολικά του ποταμού και οι σχετικά ήπιες κλίσεις του κάτω μέρους της κοιλάδας του ποταμού παρέχουν ενδοχώρα παραγωγική σε τρόφιμα, και είναι παράξενο που δεν υπάρχει κανένα σημάδι σημαντικής κατάληψης πριν από την περίοδο της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Η διαδρομή προς την ενδοχώρα από εδώ, που οδηγεί με έμμεσους δρόμους στην Κολώνεια, δεν εξερευνήθηκε από εμάς.
Η Τρίπολη είναι η επόμενη σημαντική τοποθεσία, που βρίσκεται στα δυτικά του δέλτα του ποταμού Φιλαβωνίτη και πήρε το όνομά της ίσως από τα τρία ακρωτήρια που βρίσκονται εδώ το ένα κοντά στο άλλο. Το δυτικό ακρωτήριο ονομάζεται Κιλίσε Μπουρουνού και πάνω του βρίσκονται τα ερείπια εκκλησίας και τα θεμέλια ελαιοτριβείου κομμένου στον βράχο, αλλά δεν υπάρχει ένδειξη ότι ήταν ποτέ μέρος της πόλης. Τα ανατολικά ακρωτήρια οχυρώθηκαν το καθένα κατά τη βυζαντινή περίοδο. Τα προστατευμένα αγκυροβόλια στην ανατολική πλευρά αυτών των γλωσσών στεριάς είναι σε κάποιο βαθμό χαλασμένα από βράχους, αλλά εκείνο του ανατολικότερου ακρωτηρίου θα μπορούσε να ήταν χρήσιμο για μικρότερες θαλάσσιες μεταφορές. Το έδαφος πίσω από την πόλη υψώνεται πιο απότομα από ό,τι συμβαίνει με οποιαδήποτε άλλη παραλιακή πόλη, αν και υπάρχουν επίπεδες αναβαθμίδες λίγα χιλιόμετρα δυτικά, γύρω από τη σύγχρονη πόλη Εσπιγιέ. Τα μεταλλεία αργύρου των Αργυρίων αναφέρθηκαν από τον Αρριανό ως ευρισκόμενα είκοσι περίπου στάδια ανατολικά της Τρίπολης και λειτουργούσαν ακόμη στις αρχές του 19ου αιώνα. Υπάρχουν επίσης σύγχρονα ορυχεία χαλκού και σιδήρου στα δυτικά της Τρίπολης στην ενδοχώρα της Εσπιγιέ και κατά μήκος των ανατολικών πλαγιών της κοιλάδας του Γιαγλί. Αυτά είναι ίσως παλαιότερης προέλευσης, αφού ο Χάμιλτον πρέπει να αναφέρεται σε αυτά όταν αναφέρει ορυχεία σιδήρου είκοσι χιλιόμετρα δυτικά της Τρίπολης.33 Έχει υποστηριχθεί ότι υπάρχει προφανής και σύντομη φυσική διαδρομή προς την ενδοχώρα από την Τρίπολη μέσω της κοιλάδας του Φιλαβωνίτη, μέχρι τη Θεοδοσιούπολη.34 Αλλά το να το υποθέσουμε αυτό σημαίνει σύγχυση των παραγόντων που υπαγορεύουν την επιλογή των διαδρομών για τα αρχαία και τα σύγχρονα οδικά συστήματα. Τα φαράγγια της κοιλάδας του ποταμού Φιλαβωνίτη είναι τόσο συχνά στενά και απόκρημνα, που ακόμη και με σύγχρονο εξοπλισμό χρειάστηκαν περίπου τέσσερα χρόνια στα τέλη της δεκαετίας του 1950 για να κοπεί δρόμος που ανεβαίνει την κοιλάδα. Μέχρι τότε δεν υπήρχε κανένας, και οποιαδήποτε διαδρομή κατά μήκος των υψωμάτων από πάνω της θα απαιτούσε συνεχή κάθοδο και ανάβαση, προκειμένου να διασχιστούν οι πολλές πλευρικές εσοχές των κοιλάδων των παραποτάμων. Φαίνεται πολύ πιθανό ότι η τοποθεσία της Τρίπολης οφείλει τη σημασία της στην πλεονεκτική αμυντική της θέση σε συνδυασμό με ένα μέτριο αγκυροβόλιο καθώς και στα ορυχεία αργύρου, το προϊόν των οποίων θα χρειαζόταν ασφαλή αποθήκευση εν αναμονή της αποστολής στον προορισμό του.
Το Γκιόρελε είναι τώρα η τοποθεσία ακμάζουσας κωμόπολης και πήρε το όνομά του από τα αρχαία Κόραλλα. Δεν έχει φυσικό λιμάνι, αλλά βρίσκεται στις ανατολικές όχθες του δέλτα του ποταμού Γκιόρελε και οι εκβολές του ποταμού μπορεί να πρόσφεραν επαρκές καταφύγιο για την αρχαία και μεσαιωνική ναυτιλία. Οι τεταρτογενείς αναβαθμίδες παρέχουν καλλιεργήσιμη γη για την πόλη σε βολική τοποθεσία, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει εμφανής τοποθεσία με αμυντικά πλεονεκτήματα. Όμως κανένας από τους συγγραφείς δεν έχει εξερευνήσει διεξοδικά την περιοχή των Κοράλλων και μπορεί να υπάρχουν ερείπια της αρχαίας τοποθεσίας που δεν έχουν ακόμη βρεθεί. Οι λόγοι για την επιλογή αυτής της τοποθεσίας είναι δύσκολο να προβλεφθούν, γιατί δεν προσφέρει εμφανώς καλό αγκυροβόλιο, στερείται φυσικής οχύρωσης, και δεν αναπτύσσεται κάποιος μεγάλος δρόμος προς νότο, για να τη συνδέει με τις κοιλάδες της ενδοχώρας πέρα από τον υδροκρίτη. Ίσως οι παράκτιες αναβαθμίδες και η κοιλάδα του ποταμού Γκιόρελε παρείχαν αρκετή καλή γη για την υποστήριξη παραθαλάσσιας αγοράς από την οποία θα μπορούσαν να εξάγουν τα προϊόντα τους. Ο μεγάλος αριθμός χωριών πάνω στην κοιλάδα, δύο από αυτά με προθέματα κάστρου στα ονόματά τους, σίγουρα υποδηλώνουν εύφορη χώρα. Στη βυζαντινή περίοδο, ή ίσως κατά την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, είναι σαφές ότι η άμυνα είχε γίνει το πρωταρχικό στοιχείο για την ύπαρξη της πόλης και αυτή μεταφέρθηκε στο ακρωτήριο Κόραλλα (Γκιόρελε Μπουρουνού), όπου η σημαντική τοποθεσία του κάστρου προστατεύεται καλά από τη θάλασσα από τρεις πλευρές, αλλά δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να συνιστά την ανεμοδαρμένη θέση του.
Στην προστατευμένη ανατολική πλευρά του ακρωτηρίου Κόραλλα και στη βορειοανατολική πλευρά των εκβολών του ποταμού Μπεσίκντουζου βρίσκεται το ερείπιο οχυρού το οποίο προσδιορίζουμε διστακτικά ως την κλασική Λιβιόπολη και την Uiopolli των πορτολάνων, κοντά στο σύγχρονο τουρκικό χωριό Γιουβάμπολου. Τίποτε δεν είναι γνωστό για την ιστορία αυτού του τόπου, αλλά η συνεχής ύπαρξή του υποδηλώνει κάποιον χρήσιμο σκοπό. Η εκεί τοποθέτησή του από εμάς του δίνει ξεκάθαρο σκοπό, ως το ασφαλέστερο αγκυροβόλιο στον μακρύ κόλπο μεταξύ του ακρωτηρίου Κόραλλα και του Ιερού Ακρωτηρίου (Γιορός-Φενέρ Μπουρουνού).
Στην ανατολική όχθη του Ιερού Ακρωτηρίου βρίσκεται το μοναστήρι του Αγίου Φωκά (Ακτσάκαλε) στην κλασική τοποθεσία Κορδύλη. Η οχυρωμένη τοποθεσία του μοναστηριού βρίσκεται σε ακρωτήριο με φυσικά απάνεμο λιμάνι στα νότιά του. Είναι καλά προστατευμένο από τις καιρικές συνθήκες από τον μεγάλο όγκο των βουνών Καραντάγ που υψώνονται πίσω του. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει προφανής διαδρομή προς την ενδοχώρα από εκείνη την τοποθεσία και δεν υπάρχει γνωστό γεωργικό ή ορυκτό προϊόν, ο κύριος λόγος ύπαρξής της ίσως ήταν να χρησιμεύει ως λιμάνι σε καιρό καταιγίδας για τη ναυτιλία με προορισμό την Τραπεζούντα. Το ίδιο ισχύει και για την επόμενη τοποθεσία στα Πλάτανα (Ακτσααμπάτ). Δεν υπάρχει λιμάνι βαθέων υδάτων και κανένα σημάδι ότι χτίστηκαν ποτέ μόλοι εδώ, αλλά υπάρχουν παραλίες με ήπια κλίση που προστατεύονται αρκετά καλά από τις καταιγίδες. Είναι δυνατό να κυκλώσεις το Ιερό Ακρωτήριο οδικώς από τα δυτικά με θυελλώδεις ανέμους με ανοιχτή θάλασσα να χτυπούν τα βράχια και να ακολουθήσεις την ακτή μέχρι τα Πλάτανα λίγα λεπτά αργότερα για να βρεις τα νερά εκεί ελάχιστα ταραγμένα. Όπως η Κορδύλη, τα Πλάτανα βρίσκονται κάτω από τη σκιά του Καραντάγ που σχηματίζει τη ράχη του ακρωτηρίου. Το μεγάλο του ύψος προσφέρει εξαιρετική προστασία από τις καιρικές συνθήκες, την οποία έχουν πιστοποιήσει πολλοί περιηγητές από τη θάλασσα. Αμυντικοί λόγοι δεν φαίνεται ότι υπαγόρευσαν την επιλογή αυτής της τοποθεσίας και δεν υπάρχει κανένα σημάδι αμυντικού τείχους κάποιας περιόδου. Όμως, τα Πλάτανα ελέγχουν εύφορη γη κατά μήκος της ακτής προς τα ανατολικά, όπου υπάρχουν λόφοι με ήπια κλίση, και την εύφορη κοιλάδα του ποταμού Καλένιμα, που πρέπει να ταυτιστεί με το βάνδον της Τρικωμίας. Ο κύριος λόγος ύπαρξης των Πλατάνων φαίνεται να είναι ότι αποτελούσαν χρήσιμη εξάρτηση της Τραπεζούντας, παρέχοντας το ασφαλές αγκυροβόλιο που έλειπε από την ίδια την πόλη, καθώς και πηγή τροφής για τον πληθυσμό της πόλης.
Η κλασική πόλη της Τραπεζούντας προστατευόταν στις ανατολικές και δυτικές πλευρές της από χαράδρες, και στη βόρεια πλευρά από γκρεμό που δέσποζε πάνω σε χαμηλή ακροθαλασσιά. Η θέση έχει τραπεζοειδή μορφή με τη στενή πλευρά στο νότιο άκρο. Εδώ δεν υπάρχουν φυσικές οχυρώσεις και χτίστηκε ισχυρό τείχος για να αποκλείσει την πόλη από τον υπόλοιπο λαιμό της στεριάς.
Τον 14ο αιώνα τα τείχη της πόλης επεκτάθηκαν βόρεια προς τη θάλασσα, όπου υπάρχουν υπολείμματα δύο μόλων που λέγεται ότι χτίστηκαν από τον Αδριανό, ο οποίος χρησιμοποίησε την πόλη ως λιμάνι ανεφοδιασμού του για εκστρατείες κατά των Περσών.35 Η αρχαία και μεσαιωνική Τραπεζούς, όπως και πολλές άλλες ελληνικές παράκτιες πόλεις, δεν διέθετε φυσικό λιμάνι που να βρίσκεται μέσα στο καταφύγιο των οχυρώσεών της. Αλλά υπήρχε καλή φυσική προστασία για σκάφη ένα περίπου μίλι προς τα ανατολικά, όπου ένα ακρωτήριο προστατεύει μικρό κόλπο, που ονομάζεται Δαφνούς, με αρκετά βαθιά νερά. Σε περιόδους ειρήνης, αυτό αναμφίβολα θα βρισκόταν σε τακτική χρήση. Ανατολικά της Σινώπης αυτό είναι το καλύτερο από όλα τα αγκυροβόλια κατά μήκος της ακτής, και είναι χαρακτηριστικό της οξυδέρκειας των ναυτικών Γενουατών ότι επέμειναν να χτίσουν το κάστρο τους στο Λεοντόκαστρο, στο ακρωτήριο που δεσπόζει στο λιμάνι. Παραμένει σε χρήση σήμερα ως το σύγχρονο λιμάνι της πόλης.
Δεν υπάρχει επίπεδη ενδοχώρα προς την πόλη, αλλά οι λόφοι υψώνονται απαλά πίσω της για κάποιο διάστημα προς την ενδοχώρα. Αυτή η λοφώδης περιοχή θα παρείχε την απαραίτητη περιοχή παραγωγής τροφίμων για πολλές από τις ανάγκες της πόλης και είναι πιθανό ότι όλη η γη προς τα δυτικά μέχρι την Κορδύλη και την κορυφογραμμή Καραντάγ θα την τροφοδοτούσε. Η Τραπεζούς φαίνεται ότι ήταν αρκετά καλά από αυτή την άποψη σε πρώιμη περίοδο, αφού ήταν σε θέση να προμηθεύσει την επιπλέον τροφή για τον Ξενοφώντα και τους Μυρίους του.
Οι διαδρομές προς την ενδοχώρα από την Τραπεζούντα έχουν συνεχή σημασία από την αρχαιότητα, και το γεγονός ότι ο Ξενοφών και οι άνδρες του επέλεξαν να έρθουν σε αυτήν την πόλη είναι σίγουρα απόδειξη ότι ακόμη και εκείνη την πρώιμη χρονολογία βρισκόταν επί καθιερωμένης διαδρομής. Η κυριαρχία της Τραπεζούντας μεταξύ των πόλεων στις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας πρέπει καταρχάς να αποδοθεί σε αυτή τη διαδρομή προς την ενδοχώρα, η οποία επέτρεψε στην πόλη να λειτουργήσει ως εμπορικό κέντρο για την υποδοχή αγαθών από την Ανατολία και την Κεντρική Ασία στον δρόμο τους προς Ευρώπη, και για αγαθά από την Ευρώπη στον δρόμο τους προς τα ανατολικά προς την Ασία. Η καλή αμυντική τοποθεσία, οι επαρκείς προμήθειες τροφής και νερού και το σταθερό και υγιεινό κλίμα παρείχαν την απαραίτητη βάση για να επεκταθεί ως εμπορική πόλη και όχι να φυτοζωεί ως μικρή παραθαλάσσια πόλη αγοράς.
Η επόμενη σημαντική πόλη ήταν τα Σούρμαινα (Σούρμενε) κοντά στις εκβολές του ποταμού Ύσσου (Καράντερε), που εκβάλλει στη θάλασσα στην απάνεμη ανατολική πλευρά του ακρωτηρίου Αρακλί. Εδώ υπάρχουν πολλές διασυνδεδεμένες τοποθεσίες, με πιο αξιοσημείωτο το ρωμαϊκό στρατόπεδο του Ύσσου που έγινε Ηράκλεια (Αρακλί), όπου προτείνουμε ότι βρισκόταν ο Ηράκλειος το 625.36
Η διαδρομή προς την ενδοχώρα ανεβαίνοντας την κοιλάδα του Ύσσου είναι φυσικός και άμεσος καλοκαιρινός δρόμος από την ακτή προς Παϊπέρτη (Μπαϊμπούρτ) και Σάταλα (Σαντάκ). Η διαδρομή προς την ενδοχώρα μέχρι τον ποταμό Μαναχός στα [Σου]σούρμαινα θα εξυπηρετούσε τον ίδιο σκοπό.37
Ανατολικά των Σουρμαίνων, σε κομμάτι της ακτής ακριβώς αντιμέτωπο με τους δριμείς βορειοδυτικούς ανέμους, βρισκόταν ο οικισμός Όφις (Οφ). Το σημερινό χωριό βρίσκεται στη δυτική όχθη του δέλτα του ποταμού Στύλου (Ιστάλα). Δεν έχει κανένα ίχνος πρώιμων υπολειμμάτων ούτε αγκυροβόλιο, εκτός από μια αμμώδη παραλία στην οποία τραβούν μικρές βάρκες. Υπάρχει όμως ένα οχυρό σε προεξοχή βράχου στα δυτικά του Όφι, που ίσως αντιπροσωπεύει τον μεσαιωνικό Στύλο (Ρόσι Καλέσι). Ένας δρόμος εκτείνεται νότια από τον Όφι ανεβαίνοντας τον ποταμό Στύλο και διασχίζει τα βουνά προς την Παϊπέρτη, αλλά αυτός είναι σύγχρονος δρόμος, τα ανώτερα τμήματα του οποίου κατασκευάστηκαν με ανατινάξεις στην όψη του βουνού από τους Ρώσους το 1916.38 Δεν ακολουθεί φυσική διαδρομή πέρα από τα βουνά, και φαίνεται πιθανό ότι ο Όφις δεν ήταν ποτέ παρά μια παραθαλάσσια πόλη, από την οποία μεταφέρονταν πλεονάζοντα γεωργικά προϊόντα από τις γύρω περιοχές σε μεγαλύτερες πόλεις. Είναι αξιοσημείωτο ότι, κατά την επιστροφή του από τη Σαμαρκάνδη, ο Ισπανός Πρέσβης Ρούι Γκονζάλες ντε Κλαβίχο, ο οποίος κατέβηκε στην ακτή κάπου δυτικά του Ριζαίου και στη συνέχεια ταξίδεψε κατά μήκος της μέχρι την Τραπεζούντα, αναφέρει μόνο τα Σούρμαινα κατά μήκος αυτού του τμήματος της ακτής.39
Στις εκβολές της επόμενης μεγάλης κοιλάδας του ποταμού στα ανατολικά βρίσκεται ο οικισμός Εσκί Παζάρ, που σημαίνει «Παλιά Αγορά». Το όνομα είναι υποδηλωτικό της προηγούμενης σημασίας και στην ανατολική όχθη του δέλτα βρίσκονται τα ερείπια μεσαιωνικού φρουρίου, κοντά στο Φίτζι Μπουρουνού, το Cauo d’Croxe των πορτολάνων. Θα μπορούσε να ήταν απλώς πόλη-αγορά στις εκβολές του ποταμού Μάκι, αλλά φαίνεται πιο πιθανό ότι χρησίμευε ως το παραλιακό τέρμα για τη διαδρομή προς την Ισπίρ και τη Θεοδοσιούπολη. Η τοποθεσία δεν έχει ιδιαίτερη αμυντική αξία και ήταν άμεσα εκτεθειμένη στις βορειοανατολικές θύελλες. Όμως η ορεινή διέλευση προς την Ισπίρ είναι εφικτή μόνο για μερικούς καλοκαιρινούς μήνες, έτσι ώστε μια τερματική αποθήκη εδώ θα χρειαζόταν εξυπηρέτηση από πλοία μόνο κατά την ήρεμη περίοδο. Το δέλτα του Καλοπόταμου ανατολικά του Εσκί Παζάρ μπορεί να φαίνεται πιο άμεσο φυσικό τέρμα για αυτό το πέρασμα του βουνού, αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ήταν η θέση οικισμού.
Η τελευταία σημαντική πόλη πριν από τον Βαθύ ήταν το Ρίζαιον. Βρίσκεται στην ανατολική πλευρά ακρωτηρίου και η τοποθεσία της αρχαίας πόλης και του λιμανιού βρίσκεται ακριβώς στο πιο προστατευμένο μέρος του κόλπου, ενώ η σύγχρονη πόλη έχει εξαπλωθεί στην πιο εκτεθειμένη ακτή στα ανατολικά της. Το Ρίζαιον εκμεταλλεύεται καλή αμυντική θέση και απάνεμο λιμάνι. Συμμορφώνεται με τύπο πολλών ελληνικών παράκτιων αποικιών σχηματίζοντας τρίγωνο με τη βάση στην ακτή της θάλασσας και την κορυφή σε λόφο λίγο πιο μακριά στην ενδοχώρα. Τειχοπετάσματα συνέδεαν τη θάλασσα με την κορυφή του λόφου, που σχηματίζει έτσι φυσική ακρόπολη, με την πόλη ανάμεσα σε αυτήν και τη θάλασσα. Τα ερείπια των τειχών μαρτυρούν την οικοδομική δραστηριότητα για την οποία γράφει ο Προκόπιος.40
Το λιμάνι δεν προσφέρει βαθύ αγκυροβόλιο, αλλά προσφέρει το απαραίτητο καταφύγιο για σκάφη που τραβιούνται στην ακτή. Το μέγεθος των οχυρώσεων φαίνεται απίθανο να δικαιολογούνταν από τον όγκο του εμπορίου που διερχόταν από το Ρίζαιον και φαίνεται πιθανό ότι ο τόπος ξαναχτίστηκε ως προωθημένη πόλη φρουράς. Η ίδρυση των Σατάλων έκανε την Τραπεζούντα σημαντικό λιμάνι στρατιωτικού εφοδιασμού. Μπορεί με παρόμοιο τρόπο από την ίδρυση της Θεοδοσιούπολης να δημιουργήθηκε η περιτειχισμένη πόλη Ρίζαιον. Ο πιο πιθανός τερματικός σταθμός για αυτή τη διαδρομή προς τη Θεοδοσιούπολη ήταν στο Εσκί Παζάρ ή στις εκβολές του Καλοπόταμου, αλλά όπως είδαμε πιο πάνω οι τοποθεσίες αυτές βρίσκονταν σε πολύ εκτεθειμένη ακτή και δεν προσέφεραν αμυντικά πλεονεκτήματα. Η ενδοχώρα του Ριζαίου υψώνεται ήπια για μερικά μίλια στην ενδοχώρα και θα μπορούσε να προσφέρει άφθονο έδαφος για την καλλιέργεια των απαραίτητων αποθεμάτων τροφίμων για την πόλη και για πλεονάζουσες προς πώληση καλλιέργειες όπως τα καρύδια.
Η πόλη Αθήνα (Παζάρ) βρίσκεται κοντά στο δέλτα του ποταμού Παζάρ. Το μόνο σημάδι αρχαιότητας είναι ένας καλοφτιαγμένος πύργος μεσαιωνικής εποχής πάνω σε παραθαλάσσιο βράχο. Πιθανολογείται ότι αυτός σηματοδοτεί τη θέση του βυζαντινού και κλασικού οικισμού, καθώς βρίσκεται σε προστατευμένη τοποθεσία με μικρό ακρωτήριο για να αποκρούει τα χειρότερα καιρικά φαινόμενα. Η σύγχρονη πόλη, όπως και το Ρίζαιον, έχει μετακινηθεί ανατολικά της αρχαίας τοποθεσίας. Η Αθήνα δεν είναι αξιοσημείωτη ούτε ως αμυντικός χώρος ούτε ως λιμάνι. Ήταν ο παραλιακός τερματικός σταθμός μικρής διαδρομής στα βουνά και πόλη-αγορά. Στην ενδοχώρα βρίσκονταν τα ιλιγγιώδη κάστρα της Γης του Αρακέλ, στα οποία πιθανώς αναφέρεται έμμεσα ο Κονταρίνι, ο οποίος είπε ότι έμαθε στην Κριμαία το 1474 ότι τα σύνορα του Ουζούν Χασάν απείχαν τέσσερις ώρες στην ενδοχώρα από την Αθήνα.41
Η ακτή μεταξύ Αθήνας και Άρντεσεν χαρακτηρίζεται από επίπεδες τεταρτογενείς αναβαθμίδες που καταλήγουν στην αινιγματικής ονομασίας περιοχή της Εσκί Τράμπζον στη δυτική όχθη του δέλτα του ποταμού Φουρτούνα ή Μπουγιούκ. Είναι περίεργο το γεγονός ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για σημαντικό παλαιότερο οικισμό στο σύγχρονο Άρντεσεν εδώ. Το δέλτα δεν έχει ορατά ιστορικά κατάλοιπα, εκτός από μια εκκλησία κοντά, ούτε προφανές λιμάνι, αλλά είναι μεγάλο, δίνοντας άφθονο χώρο για την ανάσυρση σκαφών. Το σύγχρονο Άρντεσεν εξυπηρετεί την κοιλάδα του «Μεγάλου Ποταμού». Ο Φουρτούνα είναι στην πραγματικότητα ο μεγαλύτερος από όλους τους ποταμούς ανατολικά του Ριζαίου και δυτικά του Άκαμψι, παρέχοντας δύσκολη διαδρομή μέσα από τα βουνά προς την Ισπίρ.
Πέρα από εκείνο το σημείο φτάνουμε στα σύγχρονα ρωσοτουρκικά σύνορα, τα οποία είναι από τα παλαιότερα και πιο σταθερά στον κόσμο. Χαρακτηρίζονται από το μεγάλο κλασικό και μεσαιωνικό οχυρό της Αψάρου-Γωνίας (Γκονίγια) και τον ποταμό Άκαμψι. Πιο πέρα βρίσκεται ο Βαθύς, τον οποίο επισκέφτηκαν, αλλά πιθανότατα δεν έλεγχαν, οι Μεγάλοι Κομνηνοί, καθώς και τα γεωργιανά κρατίδια των Γκουριέλι και Σααταμπάγκο.
Αυτό το σχέδιο παράκτιων οικισμών προέρχεται από τον αρχαίο κόσμο και επιβίωσε καλύτερα στους μεσαιωνικούς χρόνους από ό,τι στα περισσότερα άλλα μέρη της Ανατολίας. Αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι είναι ένα παλίμψηστο στη ζωή των παλαιότερων κατοίκων του Πόντου, για τους οποίους γνωρίζουμε λίγα. Έχουμε σημειώσει προϊστορικούς τύμβους στο δέλτα του Άλυ και ορισμένες ανασκαφές που αποκαλύπτουν πρώιμη κατάληψη αυτών των τοποθεσιών πόλεων έχουν λάβει χώρα στη Σινώπη και την Αμισό. Αλλά ανατολικά της Αμισού δεν γνωρίζουμε τίποτε για τους παλαιότερους κατοίκους, εκτός από τους Χάλυβες και τη θρυλική φήμη τους ως σιδηρουργών, και για μια αινιγματική τρύπα στην πλαγιά ενός λόφου, του Γκεντίκ Καγιά, κοντά στην Κερασούντα, που μπορεί να αντιπροσωπεύει φρέαρ ταφής της Εποχής του Χαλκού. Οι λόγοι αυτής της άγνοιας είναι οι συνεργαζόμενοι παράγοντες του κλίματος και της βλάστησης. Οι έντονες βροχοπτώσεις προκαλούν συχνές κατολισθήσεις και αλλαγές στα επίπεδα του εδάφους, ενώ η πυκνή βλάστηση κρύβει εναπομείναντες όγκους που μπορεί να αντιπροσωπεύουν τόπους κατοίκησης. Επιπλέον, τα πρώιμα κτίρια στις ακτές του Πόντου είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είχαν κατασκευαστεί από φθαρτή ξυλεία, αφήνοντας μόνο τα ίχνη σπασμένων κεραμικών, αν μπορούσαμε να τα βρούμε.
Οι παραθαλάσσιοι οικισμοί του Πόντου χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Οι επτά σημαντικές πόλεις της Σινώπης, της Αμισού, του Πολεμώνιου, της Κερασούντας, της Τραπεζούντας, του Ριζαίου και του Βαθέος λειτουργούσαν ως παράκτια τερματικά για διαδρομές προς την ενδοχώρα στα βουνά και μόνο οι ανατολικές πόλεις Ρίζαιον και Βαθύς δεν περιλαμβάνονται στους καταλόγους του Ιεροκλέους.42 Έξι από αυτές βρίσκονται σε τοποθεσίες καλής αμυντικής αξίας και φέρουν το κοινό αποτύπωμα της ακρόπολης και της πόλης που τις σφραγίζει ως ελληνιστικές και τις συνδέει με τόσες άλλες παράκτιες τοποθεσίες στον κόσμο της Μεσογείου. Οι ίδιες έξι βρίσκονται όλες στις πλευρές ακρωτηρίων που τις προστατεύουν από τις χειρότερες καιρικές συνθήκες, αν και οι λιμενικές εγκαταστάσεις που πρόσφεραν ήσαν διαφορετικής ποιότητας. Όλες έχουν επιβιώσει ως αξιόλογες πόλεις. Η μόνη εξαίρεση είναι το Πολεμώνιον και οι αναβαθμίδες από επίπεδα βότσαλα πάνω στις οποίες έχει χτιστεί είναι ενδεικτικές της περιόδου του. Ιδρύθηκε από τον Πολέμωνα Β’ στα μέσα περίπου του 1ου αιώνα, σε εποχή που μια πόλη θα μπορούσε άφοβα να βρίσκεται σε επίπεδη τοποθεσία, με το πλεονέκτημα σε αυτή την περίπτωση της κοντινής ύπαρξης πηγής καλής οικοδομικής πέτρας.43 Οι πορτολάνοι μαρτυρούν ότι επέζησε μέχρι την υστερο-βυζαντινή περίοδο.44 Και οι επτά αυτές σημαντικές πόλεις πρέπει να λειτουργούσαν, όταν χρειαζόταν, ως στρατιωτικές αποθήκες ανεφοδιασμού καθώς και ως εμπορικοί σταθμοί. Μερικές από τις υπόλοιπες πόλεις και οικισμούς ήσαν τερματικοί σταθμοί για λιγότερο σημαντικές διαδρομές μέσα από τα βουνά, αλλά οι περισσότερες από αυτές φαίνεται ότι είχαν τη φύση οχυρωμένων εμπορικών σταθμών και αγορών, για την εισαγωγή και εξαγωγή προϊόντων στις συγκεκριμένες ομάδες κοιλάδων που εξυπηρετούσαν. Μερικές ήσαν πιθανώς οχυρά, σχεδιασμένα για να περιορίζουν τη δραστηριότητα πειρατών. Μερικές μπορεί να σηματοδοτούν τις τοποθεσίες των οχυρών που δημιούργησε ο Νέρων κατά μήκος αυτής της ακτής.
ΠΟΛΕΙΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΚΤΙΕΣ ΚΟΙΛΑΔΕΣ
Μια δεύτερη και πολύ μικρότερη ομάδα πόλεων στην παράκτια περιοχή είναι εκείνες που βρίσκονται σε κάποια απόσταση, ανεβαίνοντας τις κοιλάδες που οδηγούν από την ακτή στην κορυφογραμμή του υδροκρίτη. Μερικές από αυτές βρίσκονταν κατά μήκος των διαδρομών μέσα από τα βουνά, και σε αυτήν την περίπτωση η πρωταρχική τους λειτουργία ήταν προφανώς εκείνη των σταθμών αλλαγής. Οι Πίνακες Πόιτινγκερ μας δίνουν τα ονόματα τριών τέτοιων τόπων στις διαδρομές προς την ενδοχώρα από το Πολεμώνιον: Bartae, τις οποίες προσδιορίζουμε ως Αϊμπαστί.45 Σαυρανία (Sauronisena), την οποία προσδιορίζουμε ως Γκιολκιόι. Και Matuasco, το οποίο προσδιορίζουμε ως Μεσουντιγιέ. Άλλοι δύο τόποι βρίσκονται στη διαδρομή προς την ενδοχώρα από την Τραπεζούντα: η Magnana (Μάτσκα) και η Gizenenica (Chasdenika, άνω Χορτοκόπ). Δεν μαρτυρούνται άλλοι σημαντικοί τόποι σε φιλολογικές πηγές για την αρχαία περίοδο και δεν υπάρχουν γνωστές αρχαιολογικές μαρτυρίες για αυτούς, αλλά ένα ακόμη μέρος εμφανίζεται στη βυζαντινή περίοδο. Αυτό είναι η Άρδασσα ή Τορούλ στο μεσαίο τμήμα του Φιλαβωνίτη. Όχι πολύ κάτω από την Άρδασσα βρίσκεται το χωριό Κουρτούν, οθωμανικό κέντρο που μπορεί να αντικατέστησε την Τραπεζούντια Κοτζαύτα (Σούμα Καλέ ;). Ορισμένες από τις σύγχρονες κωμοπόλεις αυτής της μεσαίας ορεινής περιοχής μπορεί να σηματοδοτούν αρχαίες ή μεσαιωνικές τοποθεσίες. Η περαιτέρω εξερεύνηση των κοιλάδων θα παρείχε περισσότερα στοιχεία. Παραδείγματα κωμοπόλεων όπου έχουν αναφερθεί αρχαιότητες είναι η Τόνια στην κοιλάδα στην ενδοχώρα του Βακφίκεμπιρ, η Τσαϊκάρα στην ενδοχώρα του Οφ και το Χαϊράτ στην ενδοχώρα του Εσκί Παζάρ. Παράδειγμα μεσαιωνικού κάστρου που μπορεί να είχε vicus (χωριό) γύρω του είναι το κάστρο του Ζιλ στην κοιλάδα του Φουρτούνα, στην ενδοχώρα της Αθήνας, στην ηγεμονία του Αρακέλ. Αυτές οι ενδιάμεσες ορεινές κωμοπόλεις της παράκτιας οροσειράς βρίσκονται συχνά στη συμβολή ενός ποταμού και του παραποτάμου του, όπου δύο κοιλάδες ενώνονται και διευρύνονται παρέχοντας κάποια επίπεδη γη και ήπιες πλαγιές κατάλληλες για κατοίκηση και καλλιέργεια. Σήμερα είναι συχνά η έδρα της τοπικής διοίκησης με τη μορφή καϊμακαμλίκ ή ναχιγιέ.
ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΔΟΧΩΡΑΣ
Η χωροθέτηση των πόλεων και των κωμοπόλεων στην ενδοχώρα εξαρτιόταν πρωτίστως από τη διαθεσιμότητα πλεονάσματος προμήθειας τροφίμων και καλής πηγής νερού. Αλλά αυτά από μόνα τους δεν έκαναν μια πόλη σημαντική. Οι δευτερεύοντες παράγοντες ήσαν η ύπαρξη διαδρομών στρατιωτικής, διοικητικής ή εμπορικής σημασίας και η καλή αμυντική θέση. Η αλληλεπίδραση αυτών των δευτερευόντων παραγόντων είναι εκείνη που ευθύνεται για την άνοδο και την παρακμή των πόλεων της ενδοχώρας.
Οι περισσότερες πόλεις και κωμοπόλεις βρίσκονται στο νοτιοδυτικό τμήμα της περιοχής μας και δεν επιχειρούμε να τις καλύψουμε πλήρως.46 Βρίσκονται στις πλατιές λεκάνες που σχηματίζονται από τις κοιλάδες των ποταμών. Η πιο δυτική, η Πομπηιούπολη, ήταν στην περιοχή Δομανίτις, ποτιζόμενη από τον Αμνία. Ευρισκόμενη σε πεδιάδα που εξασφάλιζε άφθονη παροχή τροφής και νερού, η θέση της Πομπηιούπολης σε κλάδο της κύριας οδού από τη Νικομήδεια προς τα Σάταλα εξασφάλιζε τη σημασία της, ενώ μικρότερες διαδρομές επικοινωνούσαν με τις παραθαλάσσιες πόλεις προς βορρά. Στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο η Πομπηιούπολη φαίνεται ότι μετακόμισε από το Τάσκιοπρου στον κοντινό οχυρωμένο λόφο Κιζ Καλέ, αν κρίνουμε από τα σημαντικά λείψανα εκεί, τα οποία θα έπρεπε να ερευνηθούν. Αλλά η Πομπηιούπολη την οποία επισκέφτηκε ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος και θρήνησε το 139147 ήταν προφανώς και πάλι πίσω στο Τάσκιοπρου. Τη λειτουργία της μεσο-βυζαντινής Πομπηιούπολης ανέλαβε η Κασταμών.
Ταξιδεύοντας προς τα ανατολικά κατά μήκος του δρόμου προς Σάταλα, οι επόμενες σημαντικές πόλεις ήσαν η Νεοκλαουδιούπολη (Βεζίρκιοπρου) στην περιοχή της Φαζημωνίτιδος και η Λαοδίκεια και η Ευπατορία-Μαγνόπολη (Τασοβά) στην πεδιάδα της Φαναροίας. Όλες αυτές οι πόλεις ήσαν σε εύφορη και καλά ποτιζόμενη χώρα. Η Λαοδίκεια κατείχε επιπλέον διάκριση, επειδή βρισκόταν επί της διαδρομής βορρά-νότου από την Αμισό προς την Αμάσεια και τα Ζήλα. Η πόλη της Αμάσειας έχει συνεχή σημασία από την ελληνιστική περίοδο, όταν ήταν η πρωτεύουσα του Μιθριδατικού βασιλείου. Οι Ντανισμέντ την έκαναν πρωτεύουσά τους τον 12ο αιώνα, όταν πέρασε σε αυτούς από τα χέρια των Βυζαντινών, ενώ στη συνέχεια ήταν αξιοσημείωτη οθωμανική πόλη, για την οποία ο αυτοκρατορικός πρέσβης Μπουσμπέκ χρειάστηκε να βρει τον δρόμο του τον 16ο αιώνα, για να δει τον σουλτάνο.48 Η πόλη δεν βρισκόταν ποτέ σε πεδιάδα, αν και εξυπηρετείται από μικρές πεδιάδες στα ανατολικά και νότια, και τη μεγάλη πεδιάδα της Σουλούοβα στα βορειοδυτικά. Είναι χτισμένη απέναντι σε τεράστιο βράχο, όπου η κοιλάδα του Ίρι στενεύει σε στενό πέρασμα. Ο βράχος της ακρόπολης είναι αμυντική τοποθεσία με μεγάλη φυσική δύναμη και η πόλη στους πρόποδές του απολάμβανε της φυσικής προστασίας του ποταμού στην πλευρά απέναντι από την ακρόπολη. Στα δυτικά της Αμάσειας βρίσκονταν τα Ευχάιτα, στον δρόμο από Αμάσεια προς Γάγγρα (Τσανκίρι) και Άγκυρα (Άνκαρα). Φαίνεται επίσης ότι βρίσκονταν σε εναλλακτική διαδρομή βορρά-νότου από Αμισό προς Άγκυρα μέσω Φαζημώνος, που δεν περνούσε όμως από την Αμάσεια, ενώ βρίσκονταν και επί δρόμου προς νότο, προς το Τάβιον. Η ανάδειξη των Ευχάιτων στη Μεσο-βυζαντινή περίοδο είναι εν μέρει αποτέλεσμα της θρησκευτικής τους σημασίας ως λατρευτικού κέντρου του Αγίου Θεοδώρου Στρατηλάτη. Ο Ιωάννης Τζιμισκής έχτισε εκεί μια νέα εκκλησία προς τιμή του αγίου, σε ευχαριστία για τη νίκη του επί των Ρώσων το 971.49 Στα νοτιοανατολικά της Αμάσειας και ψηλότερα στην κοιλάδα του Ίρι βρίσκονταν τα Γαζίουρα (Τουρχάλ) και τα Κόμανα Ποντικά, ενώ νότια τα Ζήλα σε παραπόταμο ρεύμα του Ίρι. Αυτές οι τρεις πόλεις βρίσκονταν έξω από οποιονδήποτε από τους μεγάλους κύριους δρόμους και δεν ήσαν ποτέ της πρώτης τάξης, αλλά και οι τρεις πρέπει να ευημερούσαν λόγω της γονιμότητας της μεγάλης πεδιάδας Δαζιμωνίτιδος (Καζ Οβάσι). Τα Ζήλα και τα Γαζίουρα συνέχισαν ως πόλεις στις ίδιες τοποθεσίες, συγκεντρωμένη η καθεμιά κάτω από βράχο ακρόπολης, ενώ τα Κόμανα (που βρίσκονταν στην πάνω άκρη της πεδιάδας) εξαφανίστηκαν, για να αντικατασταθούν από άλλη τοποθεσία ακρόπολης: τη Δαζιμώνα. Οι ελληνιστικοί τάφοι στη Δαζιμώνα υποδηλώνουν ότι αυτή ήταν στην πραγματικότητα η πρώιμη τοποθεσία του φρουρίου στο πάνω άκρο της πεδιάδας της Δαζιμωνίτιδος, η οποία αντικαταστάθηκε από τα Κόμανα όταν η ρωμαϊκή κυριαρχία έκανε την άμυνα λιγότερο αυστηρή. Αλλά, καθώς η ανασφάλεια επέστρεφε, τα Κόμανα παρήκμαζαν και το κέντρο της ζωής σε αυτά τα μέρη επανερχόταν στις οχυρώσεις της Δαζιμώνος.
Επιστρέφοντας στον κεντρικό κύριο δρόμο Νικομήδειας προς Σάταλα, κινούμενος ανατολικά από τη Λαοδίκεια ο δρόμος κατεβαίνει στις κοιλάδες των ποταμών Ίρι και Λύκου. Αποτελούν την πλατιά πεδιάδα ή λεκάνη της Φαναροίας, που απλώνεται στην κοιλάδα του Λύκου μέχρι τη Νεοκαισάρεια. Η Ευπατορία, κοντά στη συμβολή των δύο ποταμών, δεν είχε καμία γνωστή σημασία στους βυζαντινούς χρόνους, αλλά η Νεοκαισάρεια ήταν πόλη κάποιας φήμης, ως πατρίδα του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού. Η τοποθεσία βρίσκεται στη βόρεια όχθη του Λύκου, ένα ή δύο μίλια από τον ποταμό, στους πρόποδες των βουνών. Η βυζαντινή (και σύγχρονη) πόλη στριμώχνεται γύρω από μακριά, χαμηλή προεξοχή, που χρησιμεύει ως ακρόπολη. Όμως ερείπια πιο κάτω προς την πεδιάδα, νότια ακριβώς της σημερινής πόλης, υποδηλώνουν ότι κατά τη ρωμαϊκή περίοδο η πόλη βρισκόταν στην πεδιάδα. Εκτός από τη γονιμότητα της χώρας γύρω της, η πόλη βρίσκεται πάνω σε διαδρομή προς βορρά μέσα από τα βουνά προς το Οίναιον, ενώ προς νότο συνδέεται με απευθείας δρόμο με τη Δαζιμωνίτιδα. Ανατολικά της Νεοκαισάρειας ο Λύκος ρέει σε βαθιά στενή κοιλάδα και μέσα από φαράγγια που απλώνονται μόνο σε μικρές λεκάνες στη Ρεσαντίγιε και στην Anniaca. Στην Anniaca δεν υπάρχει κανένα σημάδι ρωμαϊκής ή μεσαιωνικής πόλης, αλλά μεγάλο κάστρο υψώνεται σε προεξοχή λόφου πάνω από την κοιλάδα στο Γιουκάρι Καλέ Κογιού. Το πιο κάτω χωριό ίσως αντιπροσωπεύει την τοποθεσία της πόλης. Ο πυθμένας της κοιλάδας και οι κοντινές πλαγιές παρέχουν αρκετή καλλιεργήσιμη γη για την υποστήριξη μικρής πόλης ή έδρας άρχοντα, και η θέση απέκτησε περαιτέρω σημασία ως σταθμός στον δρόμο μέσα από τα βουνά, από τη Νικόπολη και τη Σεβάστεια προς τα Κοτύωρα. Αυτή είναι η πιο ανατολική διαδρομή πάνω από τα βουνά που δεν απαιτεί ανάβαση σε πολύ ψηλά περάσματα, και η συνεχιζόμενη σημασία της επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ανακατασκευάστηκε ως στρατιωτικός δρόμος από το Ορντού προς τη Σίβας τον 19ο αιώνα. Τα περάσματα προς τα ανατολικά της διασχίζουν όλα ψηλότερα και πιο δύσκολα μέρη.
Η Νικόπολη βρίσκεται στις νότιες πλαγιές της ευρείας λεκάνης του Σουσεχρί. Ιδρύθηκε από τον Πομπήιο για να τιμήσει τη νίκη του επί του Μιθριδάτη, αλλά είναι απίθανο να ήταν νέα δημιουργία σε ακατοίκητη γη, γιατί η πεδιάδα είναι καλά ποτιζόμενη και περισσότεροι από έναν τύμβοι προϊστορικής κατοίκησης βρίσκονται σε αυτήν. Άκμασε ως πόλη κάποιας σημασίας, αφού βρισκόταν πάνω στον δρόμο Νικομήδειας-Σατάλων, κοντά στη διασταύρωση με διακλαδώσεις που εκτείνονταν νοτιοδυτικά προς τη Σεβάστεια, νοτιοανατολικά προς τη Μελιτηνή (Μαλάτεια) και βόρεια προς την Κολώνεια. Ένας άλλος δρόμος αναπτυσσόταν σχεδόν νότια προς την Τεφρική (Ντιβριγί), η οποία όμως δεν μαρτυρείται μέχρι τη μεσο-βυζαντινή περίοδο.
Η Κολώνεια εμφανίζεται στον Συνέκδημο του Ιεροκλή, αλλά τίποτε δεν είναι γνωστό για το ξεκίνημά της. Το όνομα υποδηλώνει ότι ίσως είχε ιδρυθεί ως αποικία βετεράνων λεγεωνάριων, αλλά ο μεγάλος βράχος του φρουρίου ήταν σχεδόν σίγουρα προπύργιο του Μιθριδάτη πριν καταλάβουν οι Ρωμαίοι την τοποθεσία. Η θέση της εξηγείται από τα κοντινά ορυχεία στυπτηρίας και από ευρεία έκταση καλά ποτιζόμενης καλλιεργήσιμης γης γύρω της. Αλλά, πάνω απ’ όλα, είναι θαυμάσια αμυντική τοποθεσία, πράγμα που δικαιολογεί την επιλογή της (και όχι της Νικόπολης) ως βυζαντινής πρωτεύουσας θέματος. Απολαμβάνει το σύστημα επικοινωνιών της Νικόπολης χωρίς τα μειονεκτήματα των τεχνητών οχυρώσεων της ρωμαϊκής θέσης. Επιπλέον, συνδέεται με την Κερασούντα, στη θάλασσα, με καλοκαιρινή διαδρομή προς βορρά πάνω από τα βουνά, και φτάνει στις εύφορες κοιλάδες της Αλούκρα, των Χεριάνων και του σύγχρονου Κελκίτ μέσω διαδρομής προς τα ανατολικά που καταλήγει στα Σάταλα.
Η Αλούκρα βρίσκεται στην περιοχή Κόβατα.50 Δεν το έχουμε εξερευνήσει, αλλά η γονιμότητα της λεκάνης στην οποία βρίσκεται υποδηλώνει ότι πρέπει να υπήρχε κάποιος μέτριος προκάτοχος του σημερινού δήμου. Το ίδιο μπορούμε να υποθέσουμε για την εύφορη και ευρεία έκταση της κοιλάδας του Λύκου γύρω από το Τσαμολούκ όπου έχουμε εντοπίσει δοκιμαστικά τον σταθμό διασταύρωσης Carsagis Dracontes. Ο δρόμος από Νικόπολη προς Σάταλα συναντούσε προφανώς μια διακλάδωση σε αυτό το σημείο, η οποία οδηγούσε νότια στη Μελιτηνή.
Ο Λύκος στενεύει ανατολικά του Τσαμολούκ και στη συνέχεια διευρύνεται ξανά σε μικρή λεκάνη μεταξύ Καλούρ και Χαϊντουρούκ, όπου βρισκόταν μεγάλη παλαιοβυζαντινή βασιλική, η οποία θα μπορούσε να είναι ο καθεδρικός ναός του Αγίου Ευσταθίου των Αραβράκων (αν αυτή η εκκλησία δεν είναι στο Άβαρακ στα δυτικά), την τρίτη μετά τα Ευχάιτα και τη Νεοκαισάρεια μεγάλη προσκυνηματική πόλη του Πόντου.
Βόρεια του Λύκου στο σημείο αυτό βρίσκεται η πεδιάδα των Χεριάνων. Η πόλη αυτή δεν μαρτυρείται πριν από τη βυζαντινή περίοδο, αλλά προϊστορικοί τύμβοι δείχνουν ότι η πεδιάδα κατοικούνταν και ο τύμβος του Ουλουσιράν έχει σκορπισμένα παντού όστρακα που αποτελούν ένδειξη συνεχούς κατοχής από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Ο Λύκος εκτείνεται σε στενή κοιλάδα ανατολικά του Χαϊντουρούκ και στη συνέχεια ανοίγει και πάλι σε πεδιάδα δυτικά του σύγχρονου Κελκίτ. Από εκείνο το σημείο ρέει σε ήπια ορεινή χώρα που αποτελεί τον υδροκρίτη για τις πηγές του. Ο δρόμος από την Τραπεζούντα προς τα Σάταλα πιθανώς διέσχιζε τον ποταμό ανατολικά του Κελκίτ και νότια των Δομάνων (Κιοσέ). Στο ανατολικό τους άκρο αυτά τα υψίπεδα μετά βίας χωρίζονται από χαμηλό υδροκρίτη από τη μεγάλη πεδιάδα ή λεκάνη της Παϊπέρτης, όπου έχουν τις πηγές του ρέματα-παραπόταμοι του Άκαμψι. Οι πεδιάδες και οι λόφοι βρίσκονται σε υψόμετρα 1.500 μ. και άνω και είναι ιδανικοί για καλλιέργεια δημητριακών και βόσκηση. Νότια του Κελκίτ μέχρι την κοιλάδα του ποταμού Νταγιάσι, παραπόταμου ρέματος του Λύκου, βρίσκεται η πόλη Σάταλα των λεγεωνάριων. Η τοποθεσία βρίσκεται στις δυτικές πλαγιές μικρής λεκάνης και μια άφθονη πηγή αναβλύζει ακόμη από την πλαγιά του λόφου από πάνω της. Δεν φαίνεται να υπάρχει το αναπόφευκτο για την ακριβή τοποθέτηση των Σατάλων, που υπάρχει για τόσες άλλες τοποθεσίες πόλεων. Ήταν καλά τοποθετημένη για προμήθειες τροφής και νερού από τη γύρω ύπαιθρο, αλλά φαίνεται κακή αμυντική τοποθεσία, καθώς το δυτικό τείχος της στηρίζεται στην πλαγιά του λόφου και η πηγή νερού βρίσκεται έξω από το κύκλωμα των τειχών. Ίσως αυτά να είναι σημάδια της προέλευσής της στις ημέρες σχετικής ειρήνης. Δεν φαίνεται να χτίστηκε έχοντας κατά νου την πιθανότητα επίθεσης ή πολιορκίας, αλλά μάλλον ως στρατόπεδο λεγεωνάριων από το οποίο θα μπορούσαν να ξεκινήσουν αντεπιθέσεις και που χρησίμευε για να διατηρεί σε τάξη τις γύρω φυλές. Από στρατηγικής άποψης όμως, βρισκόταν σε καλή θέση αφού οι περσικοί στρατοί από την Ανατολή, εισβάλλοντας στην Ανατολία με βόρεια διαδρομή, θα έπρεπε να έρθουν είτε από τον Ευφράτη και την Έριζα (Ερζιντζάν) είτε από τη διαδρομή του Λύκου. Τα Σάταλα βρίσκονται στα μισά του δρόμου μεταξύ των δύο διαδρομών και θα μπορούσαν έτσι να απειλήσουν με αντεπιθέσεις οποιονδήποτε στρατό εισβολής.
Στο άνω τμήμα της κοιλάδας του Φιλαβωνίτη δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες κωμοπόλεις μέχρι τη βυζαντινή περίοδο, αλλά ίσως η Τζάνιχα και η Κόβανς να είναι στην πραγματικότητα προγενέστερες τοποθεσίες. Στην παραπόταμη κοιλάδα του ποταμού Σεϊράν, το Λερίον ήταν έδρα επισκόπου. Η θέση του ανάμεσα σε λόφους με ήπιες κλίσεις μπορεί να συγκριθεί με εκείνη των ενδιάμεσων πόλεων στην ενδοχώρα από την ακτή στην άλλη πλευρά του υδροκρίτη. Αλλά ο Φιλαβωνίτης και οι παραπόταμοί του ρέουν ως επί το πλείστον σε βαθιές κοιλάδες. Όταν ανοίγει, όπως στην Άρδασσα, βρίσκεται μόνο σε πολύ μικρή λεκάνη που δεν θα μπορούσε ποτέ να δημιουργήσει μεγάλη πόλη.
Ανατολικά του Φιλαβωνίτη και βορειοανατολικά των Σατάλων βρίσκεται η ορεινή πεδιάδα της Παϊπέρτης (Μπαϊμπούρτ) με την πόλη με αυτό το όνομα στο κέντρο της. Η πεδιάδα και ο ποταμός Άκαμψις εξασφάλιζαν στην Παϊπέρτη προμήθειες τροφής και νερού, ενώ ο βράχος της ακρόπολης παρείχε ωραία αμυντική τοποθεσία. Η πόλη βρίσκεται επίσης πάνω στη μεγάλη εμπορική οδό από τα ανατολικά, μέσω Θεοδοσιούπολης προς Τραπεζούντα, σε σημείο όπου μια διαδρομή διακλάδωσης διασχίζει τα βουνά προς την ακτή στη [Σου]Σούρμαινα ή τον Όφι. Η Παϊπέρτη πρέπει να χρησίμευε και ως πόλη-αγορά για τα χωριά της εκτεταμένης πεδιάδας. Τον 12ο αιώνα ο βράχος της ακρόπολής της έγινε η θέση μεγάλου κάστρου του εμιράτου των Σαλτούκ του Ερζερούμ. Στο βόρειο άκρο της πεδιάδας βρίσκεται το χωριό Χαρτών (Χαρτ), την ύπαρξη του οποίου βεβαιώνει ο Προκόπιος,51 αλλά τίποτε δεν είναι γνωστό γι’ αυτό και δεν υπάρχουν λείψανα πάνω από το έδαφος για να διηγηθούν την ιστορία του. Η θέση του υποδηλώνει ότι ήταν σημείο στάσης στον δρόμο διαμετακόμισης.
Νοτιοανατολικά της Παϊπέρτης ο δρόμος διέλευσης διασχίζει την υψηλή οροσειρά Κοπ Νταγλαρί για να φτάσει στην πεδιάδα του Ερζερούμ σε υψόμετρο περίπου 2.000 μ. Αυτή η πεδιάδα, μαζί με εκείνες του Καρς και του Αρνταχάν, είναι οι μικροί πρόδρομοι των μεγάλων υψηλών οροπεδίων της ηπείρου της Ασίας και μπορεί να ειπωθεί ότι σηματοδοτούν τα γεωγραφικά όρια της Μικράς Ασίας. Η ζωή εκεί είναι ζοφερή και ανεμοδαρμένη για έξι μήνες τον χρόνο, αλλά καλλιεργούν ποικιλία δημητριακών και υποστηρίζουν διάσημα κοπάδια βοοειδών. Στην Ερέγια (Άσκαλε), στο δυτικό άκρο της πεδιάδας του Ερζερούμ, ο δρόμος διέλευσης από την Τραπεζούντα προς τα ανατολικά συναντά τον δρόμο που ανεβαίνει την κοιλάδα του Ευφράτη από τη Μελιτηνή, την Έριζα (Ερζιντζάν) και τα Βιζανά (Δερξηνή, περιοχή Τερτζάν). Προχωρώντας προς τα κάτω και νοτιοδυτικά κατά μήκος αυτού του δρόμου του Ευφράτη, δεν έχουμε εξερευνήσει τις διάφορες τοποθεσίες για τα Βιζανά. Ο Προκόπιος καταγράφει τη μετακίνηση αυτής της πόλης από τις πεδιάδες σε νέα αμυντική τοποθεσία σε λόφο. Αυτό πρέπει να είναι στην περιοχή της Δερξηνής. Στο βόρειο άκρο της λεκάνης της Δερξηνής βρίσκεται το κάστρο του Πέκεριτς, που μπορεί να ταυτιστεί με το Pagarrix του Κλαβίχο. Εδώ ο Βασίλειος Β’ μπορεί να διαχείμασε στην ανατολική εκστρατεία του κατά τα έτη 1000-1001. Και εδώ ήρθαν οι ηγεμόνες της Γεωργίας και της Αρμενίας να τον προσκυνήσουν.52 Περί τον 12ο αιώνα η ζωή ήταν προφανώς αρκετά ασφαλής ώστε οι Σαλτούκ να μετακινηθούν και πάλι στον πυθμένα της κοιλάδας, στην τοποθεσία που τώρα καταλαμβάνεται από το Τερτζάν.
Στην Έριζα η κοιλάδα του Ευφράτη ανοίγεται σε ευρεία λεκάνη, ο πλούτος της οποίας σε πρώιμη εποχή μαρτυρείται από την τοποθεσία Αλτίντεπε των Ουραρτού, τον «χρυσό λόφο». Εκτός από τη γονιμότητα της γης, που καλλιεργεί φρούτα και δημητριακά, η Έριζα βρισκόταν στη διασταύρωση διαδρομής προς βορρά, προς Σάταλα.
Η πεδιάδα του Ερζερούμ περιέχει αρκετούς προϊστορικούς τύμβους κατοίκησης και εγκαταστάθηκαν σε αυτήν Ουραρτού και Χετταίοι, αλλά ο Θεοδόσιος φαίνεται ότι διάλεξε νέα τοποθεσία για την πόλη του, τη Θεοδοσιούπολη, στο νότιο άκρο της ίδιας της πεδιάδας, στους πρόποδες των βουνών Παλαντόκεν, ώστε να είχε το πλεονέκτημα ανυψούμενου εδάφους παρέχοντας κάποια φυσική άμυνα. Αλλά η τοποθεσία μπορεί κάλλιστα να ήταν πόλη αγοράς για την πεδιάδα και σταθμός ανάπαυσης καραβανιών, πριν ο Θεοδόσιος τη μετατρέψει στην προκεχωρημένη πόλη της βορειοανατολικής παραμεθόριας περιοχής του. Από τη Θεοδοσιούπολη ο εμπορικός δρόμος εκτείνεται ανατολικά προς την Ταμπρίζ. Όχι πολύ ανατολικά της πόλης υπάρχει διαδρομή που διακλαδίζεται νοτιοανατολικά προς την περιοχή της λίμνης Βαν. Ως πόλη φρουράς, η Θεοδοσιούπολη χρειαζόταν μια διαδρομή προς την ακτή με λιμάνι ανεφοδιασμού, και αυτή διέσχιζε τα βουνά μέσω της Ισπίρ μέχρι το Ρίζαιον. Ο σημερινός δρόμος προς την Ισπίρ εκτείνεται βορειοδυτικά της Θεοδοσιούπολης διασχίζοντας ψηλούς λόφους και κοιλάδες που αποτελούν τον υδροκρίτη του Άκαμψι. Είναι αρκετά άμεση διαδρομή με ένα ή δύο κάστρα κατά μήκος της, και ίσως ήταν βυζαντινή ή ρωμαϊκή, αλλά είναι διαφορετική από εκείνη που ακολούθησε ο Κλαβίχο το 1405.53 Εκείνη περνά βόρεια της Θεοδοσιούπολης, διασχίζοντας την πεδιάδα και ανεβαίνει την κοιλάδα του ποταμού Ντουμλού, που είναι μια από τις πηγές του Ευφράτη. Το πέρασμα ονομάζεται κατάλληλα «Γεωργιανός Λαιμός» (Γκούρτζου Μπογάζ) αφού σηματοδοτεί τα νότια όρια της γεωργιανής εγκατάστασης. Είναι υδροκρίτης, του οποίου το προς νότο ρεύμα εκβάλλει τελικά στον Ινδικό Ωκεανό, ενώ μόνο ένα χιλιόμετρο περίπου βόρεια ο παραπόταμος του ποταμού Τορτούμ εκβάλλει στον Άκαμψι και από εκεί στη Μαύρη Θάλασσα. Ο δρόμος προς την σύγχρονη πόλη Τορτούμ συνεχίζει να κατεβαίνει ελισσόμενος αυτή την κοιλάδα, ενώ ο αρχαίος δρόμος πρέπει να διακλαδιζόταν πάνω από μικρή κορυφογραμμή προς μεγαλύτερη κοιλάδα, για να κατέβει με βορειοανατολική κατεύθυνση προς το Τορτόμι (Τορτούμ Καλέ).
Το κάστρο και η πόλη ήσαν σημαντικά, αφού βρίσκονταν σε διασταύρωση, όπου τον δρόμο από Ισπίρ προς Θεοδοσιούπολη συναντά διαδρομή προς τις κοιλάδες Ναρμάν και Όλτι (Όλτου) στα ανατολικά. Μια τρίτη διαδρομή οδηγούσε βόρεια στην κοιλάδα του Άκαμψι. Το κάστρο απαγόρευε τη διέλευση σε κάθε εισβολέα που βάδιζε βόρεια προς τα γεωργιανά εδάφη. Ο Βασίλειος Β’ το πήρε στον δρόμο του προς το Όλτου. Οι διαδρομές επί των οποίων δέσποζε ήσαν κάποιας εμπορικής χρησιμότητας και η πόλη, που βρισκόταν σε μεγάλη κοιλάδα, πρέπει να χρησίμευε ως τόπος στάθμευσης και πόλη αγοράς για τη γύρω περιοχή. Από το Τορτόμι η διαδρομή ίσως περνούσε στην κοιλάδα του μοναστηριού του Χάχο. Από εκεί εκτεινόταν βορειοδυτικά πάνω από τα βουνά μέχρι την Ισπίρ.
Η πόλη και το κάστρο του Φαραγγίου, η Συσπιρίτις (Ισπίρ), βρίσκονται σε βραχώδη προεξοχή στο ανατολικό άκρο λεκάνης, όπου ο Άκαμψις απλώνεται λίγο για να σχηματίσει κοιλάδα κατάλληλη για καλλιέργεια. Η σημασία του πηγάζει εν μέρει από τα ορυχεία χρυσού και αργύρου και εν μέρει από τη θέση του στα μισά του δρόμου Ριζαίου-Θεοδοσιούπολης, μαζί με τη θέση του ως πόλης αγοράς και διοικητικού κέντρου για τα γύρω ορεινά χωριά.54
Η Παϊπέρτη και η Ισπίρ είναι οι μόνες γνωστές αρχαίες πόλεις σε όλο το μήκος του ποταμού Άκαμψι. Υπάρχουν κάστρα κοντά στο Χουνούτ και στο Ντορτκιλίσε, ενώ ένα μεσαιωνικό γεωργιανό παρεκκλήσι στο Γιουσουφέλι, σε ένα από τα σπάνια μεγάλα ανοίγματα της κοιλάδας του ποταμού, ίσως υποδηλώνει τη θέση πόλης. Βρίσκεται στη συμβολή του Παρχάλ Τσάι με τον Άκαμψι και υπάρχει εδώ διάβαση του ποταμού. Ένα κάστρο και η μεγάλη μοναστηριακή εκκλησία του Παρχάλ πιστοποιούν μια μεσαιωνική διαδρομή που ανεβαίνει την κοιλάδα Παρχάλ και μια υψηλή διάβαση των Ποντικών Άλπεων στα Άλτι Παρμάκ Νταγλαρί ίσως χρησιμοποιούνταν το καλοκαίρι για άφιξη στην ακτή. Επιστρέφοντας στην κοιλάδα του Άκαμψι, κάτω από το Αρτβίν, υπάρχουν τα ερείπια μεσαιωνικής γεωργιανής εκκλησίας και κάστρου, ένδειξη πιθανώς της ύπαρξης άλλης αρχαίας πόλης σε αυτό το σημείο. Πιο χαμηλά βρίσκεται η πόλη Μπόρτσκα, η οποία πρέπει να έχει ιστορικά κατάλοιπα. Αλλά ως επί το πλείστον η φύση του Άκαμψι είναι αυτή άγριου ποταμού που διασχίζει βαθιά και απόκρημνα φαράγγια και η κοιλάδα δεν μπορεί ποτέ να χρησιμεύσει ως φυσικός δρόμος επικοινωνίας.
Γι’ αυτόν τον λόγο η πρωτεύουσα των Γεωργιανών ηγεμόνων βρίσκεται στο Αρδανούτζιον (Αρντανούτς), στην κοιλάδα παραπόταμου του Άκαμψι που ονομάζεται ποταμός Μπουλανίκ. Η τοποθεσία είναι ελληνιστικού τύπου με βράχο ακρόπολης και την πόλη κάτω από αυτόν, αλλά στην περίπτωση αυτή η πόλη είχε επίσης σημαντική φυσική προστασία με γκρεμούς εκατέρωθεν. Βρίσκεται κοντά στη συμβολή ορισμένων ρεμάτων, σε σημείο όπου ο Μπουλανίκ εισέρχεται σε φαράγγι, αλλά ανάντη του υπάρχει σειρά από ήπιες κοιλάδες και οροπέδια, που παρέχουν άφθονη καλλιεργήσιμη γη για την υποστήριξη πόλης. Τη σημασία του εξασφάλιζε η θέση του σε σταυροδρόμι στο οδικό σύστημα της περιοχής. Υπήρχαν δρόμοι βορειοανατολικά, προς την ακτή στον Βαθύ ή πέρα από τον Άκαμψι προς τη Χόπα. Στα ανατολικά και βορειοανατολικά υπάρχουν διαδρομές προς το ψηλό οροπέδιο του Αρνταχάν και ανεβαίνουν την κοιλάδα του ποταμού Ιμερέβι (Μπέρτα Σουγιού) στην κεντρική Γεωργία. Και οι δύο μαρτυρούνται από την παρουσία κάστρων και εκκλησιών κατά μήκος τους. Και προς νότο υπήρχε διαδρομή πάνω από τα βουνά, προς τις εύφορες επαρχίες του ποταμού Γλαύκου (Όλτου Τσάι) και τις πόλεις Παναζκέρτ (Πανασκίρτ), Καλμάχι (Σόγμον-Καχμίς) και Όλτου.
Η πόλη Όλτου βρίσκεται πάνω στον ομώνυμο ποταμό, όπου η κοιλάδα είναι μεγάλη και εύφορη για μεγάλο μήκος. Είναι φυσική τοποθεσία για πόλη, με μεγάλο βράχο από πάνω της στον οποίο βρίσκεται το κάστρο. Πρέπει να χρησίμευε πάντοτε ως διοικητικό κέντρο και πόλη-αγορά. Βρίσκεται στη διαδρομή από Θεοδοσιούπολη προς Αρδανούτζιον και σε διαδρομή προς το ψηλό οροπέδιο του Καρς και του Αρνταχάν η οποία περνά από το μοναστήρι Μπάνα (Πένεκ). Το Παναζκέρτ και το Καλμάχι ήσαν και οι δύο πόλεις με ισχυρά κάστρα, που βρίσκονταν στη διαδρομή από το Όλτου προς το Αρδανούτζιον.
Αυτή η σύντομη έρευνα των παράκτιων και των εσωτερικών πόλεων και οικισμών υποδηλώνει δύο σημεία γενικού ενδιαφέροντος. Το ένα είναι ότι οι περιοχές με τις οποίες ασχολούμαστε ήσαν σχετικά πλούσιες στο δυτικό άκρο, με πόλεις με κάποια διάκριση, και ότι η γη γίνεται φτωχότερη και πιο τραχιά προς τα ανατολικά, έτσι ώστε το μέγεθος των πόλεων και των οικισμών να μικραίνει σταδιακά. Ο περιηγητής θα διαπιστώσει ότι αυτό το μοτίβο εξακολουθεί να ισχύει σήμερα και τα σχετικά ποσοστά καλλιεργούμενης γης και τα πληθυσμιακά στοιχεία αποτελούν απόδειξη αυτού. Οι εξαιρέσεις προκύπτουν όταν οι πολιτικές συνθήκες έχουν πρόσθετη σημασία σε ορισμένους τομείς. Έτσι η Τραπεζούς αποκτά πλούτο και σημασία κατά την περίοδο των Μεγάλων Κομνηνών τον 13ο και 14ο αιώνα. Το Αρδανούτζιον και η επαρχία του Ταό είχαν εξίσου εξέχουσα θέση υπό τους ηγεμόνες του Ταό μεταξύ 9ου και 12ου αιώνα. Βραχύβια αύξηση του πλούτου και της ευημερίας πρέπει να συνέβη στις πόλεις Ερζερούμ, Μπαϊμπούρτ και Ισπίρ και στις γύρω περιοχές υπό την κυριαρχία των Σαλτουκιδών Τούρκων.
Ένα δεύτερο σημείο ενδιαφέροντος είναι η κίνηση των τοποθεσιών των πόλεων σύμφωνα με τη σημασία που αποδιδόταν σε αμυντικούς λόγους. Το προϊστορικό μοτίβο οικισμού κατά μήκος της ακτής είναι ελάχιστα γνωστό σε εμάς, με εξαίρεση μερικούς τύμβους στο δυτικό άκρο, αλλά το μοτίβο της ενδοχώρας φαίνεται να υποδηλώνει εγκατάσταση στους επίπεδους πυθμένες κοιλάδων κοντά σε νερό και καλλιεργήσιμη γη παρά σε υπερασπίσιμες τοποθεσίες λόφων, τουλάχιστον μέχρι την Εποχή του Χαλκού. Όταν φτάνουμε στους ιστορικούς χρόνους, με μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων όπως οι Χετταίοι στα δυτικά στο Μπογαζκιόι και οι Ουραρτού στα ανατολικά με τις πόλεις-φρούριά τους στην περιοχή της Βαν, η άμυνα έγινε ξεκάθαρα θέμα ύψιστης σημασίας και τα κέντρα εγκατάστασης είναι οι εύκολα οχυρωμένες τοποθεσίες λόφων. Αυτό ήταν σαφώς το πρότυπο, όταν χτίστηκε το Μιθριδατικό βασίλειο γύρω από οχυρά ακροπόλεων όπως η Αμάσεια, η Κολώνεια, το Κάστρο Καλέογλου κοντά στο Οίναιον, η Κερασούς και η Αμισός. Υπήρχαν, όμως, κατ’ εξαίρεση τοποθεσίες, όπως τα Κόμανα Ποντικά και ίσως η Έριζα, που επιβίωναν στις πεδιάδες. Ίσως έχει κάποια σχέση με τη θέση τους το γεγονός ότι αυτά τα μέρη ήσαν οι τοποθεσίες διάσημων ναών.
Ο ελληνικός αποικισμός των ακτών φαίνεται να ακολουθεί ένα σχέδιο συμβιβασμού, σύμφωνα με το οποίο η ανάγκη για άμυνα έρχεται στο προσκήνιο, μαζί με εκείνη για ασφαλές λιμάνι, προμήθειες τροφίμων και δρόμους. Η διαφορά είναι εν μέρει πολιτική, κατά το ότι οι ελληνικές πόλεις ήσαν αποικίες ανθρώπων που όλοι ήθελαν προστασία, ενώ τα οχυρά του Μιθριδάτη είχαν τον χαρακτήρα κυβερνητικών κάστρων.
Μόνο με τον ερχομό της ρωμαϊκής κυριαρχίας οι θέσεις των πόλεων βρίσκονται και πάλι στις πεδιάδες, συχνά καταλαμβάνοντας αναμφίβολα πολύ παλαιότερους οικισμούς. Στην περιοχή μας, το Πολεμώνιον και η Πομπηιούπολη είναι παραδείγματα ρωμαϊκών πόλεων σε ανοιχτό, επίπεδο έδαφος, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι ακόμη και η ρωμαϊκή εντολή ποτέ δεν κυκλοφορούσε με μεγάλη ασφάλεια σε όλη την περιοχή, καθώς οι ρωμαϊκές τοποθεσίες αποτελούν συχνά συμβιβασμό μεταξύ λόφου και κοιλάδας. Μέρη όπως η Νεοκαισάρεια, η Νικόπολη, τα Σάταλα και η Θεοδοσιούπολη βρίσκονται όλα στις παρυφές κοιλάδων ή πεδιάδων και φαίνεται να προσκολλώνται στις προηγούμενες προστατευτικές θέσεις τους σε λόφους. Άλλα, όπως η Αμάσεια, τα Ζήλα και οι παραθαλάσσιες πόλεις που ίδρυσαν οι Έλληνες, ποτέ δεν μετακίνησαν τις τοποθεσίες τους.
Στη βυζαντινή περίοδο η άμυνα γίνεται και πάλι βασικό μέλημα και πραγματοποιείται η επιστροφή στην κατάληψη λόφων, ενώ πόλεις της πεδιάδας, όπως υπήρχαν στον Πόντο, ξεγλιστρούν από την καταγεγραμμένη ιστορία. Αυτό συνέβη με την Πομπηιούπολη, τη Λαοδίκεια, τα Κόμανα Ποντικά και τη Νικόπολη. Στη θέση τους έρχονται σημαντικές πόλεις με ακροπόλεις, όπως η Κασταμών, η Αμάσεια, η Δαζιμών, η Κολώνεια και η Παϊπέρτη.
Έτσι, κατά τη διάρκεια μεγάλου χρονικού διαστήματος, τα κύρια κέντρα κατοίκησης μετακινούνται πρώτα από τις πεδιάδες στους λόφους, ύστερα πάλι κάτω, σε κάποιο βαθμό, στις πεδιάδες της ρωμαϊκής περιόδου και τέλος πίσω στους λόφους στη βυζαντινή περίοδο.55 Γενικά ο Πόντος έχει αγροτικό χαρακτήρα και εκτός από τα δυτικά ήταν επαρχία όχι πόλεων αλλά μάλλον στρατιωτικών φυλακίων και χωριών. Αυτά χωροθετούνταν μέσα σε μια φυλετική κοινωνία, για να διευκολύνεται η επιβολή και η διοίκηση μιας κεντρικής κυβέρνησης. Αλλά αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε εύκολα να κατακερματιστεί σε μικροηγεμονίες, σε περιόδους που οι κεντρικές αρχές ήσαν αδύναμες. Στην κλασική περίοδο δεν ήταν ποτέ τόσο πλούσια ούτε ανεπτυγμένη όσο οι περιοχές κατά μήκος των δυτικών και νότιων ακτών της Μικράς Ασίας. Ούτε ακόμη και η Σινώπη, η Αμισός ή η Τραπεζούς μπορούν να συγκριθούν σε μέγεθος ή μνημεία με τις πόλεις της νότιας ακτής, και αυτά τα ποντιακά κέντρα δεν είναι παρά επαρχιακές πόλεις σε σύγκριση με τις μεγάλες κλασικές πόλεις της δύσης. Στη βυζαντινή περίοδο η ισορροπία αποκαθίσταται υπέρ του Πόντου, ο οποίος δεν κατακτήθηκε ποτέ ολοκληρωτικά από τους Τούρκους μέχρι την πτώση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Για να κρίνουμε από τα ίχνη των τειχών τους και από τις αφηγήσεις των περιηγητών για αυτές, πόλεις όπως η Τραπεζούς ή η Κερασούς ήσαν συγκρίσιμες σε πλούτο με τις παράκτιες πόλεις της Εύφορης Ημισελήνου. Και ίσως και σε μέγεθος, γιατί οι θέσεις των μεσαιωνικών εκκλησιών της Τραπεζούντας δείχνουν επίσης ξεκάθαρα ότι τα προάστιά της κάλυπταν πολύ μεγαλύτερη έκταση από την ίδια την περιτειχισμένη πόλη.
3. Τμήματα στον Πόντο των διαδρομών μετάβασης και επιστροφής του Κλαβίχο
<-Πρόλογος | Κεφάλαιο 2: Διαδρομές-> |