Πρόλογος αρχικής έκδοσης

Κεφάλαιο 1: Η τοπογραφία τού Πόντου->

Πρόλογος αρχικής έκδοσης

Ο σκοπός αυτής της Μελέτης είναι διπλός. Πρώτον, είναι ένα δοκίμιο για την τοποθέτηση των υλικών υπολειμμάτων των μεσαιωνικών λαών μιας ξεχωριστής περιοχής της Ανατολίας, του Πόντου, στο ιστορικό και γεωγραφικό τους πλαίσιο. Δεύτερον, είναι μια καταγραφή, πολύ συχνά για όσα δεν μπορούν πια να καταγραφούν. Στις δύο δεκαετίες από τότε που ο Anthony Bryer και ο David Winfield συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην ανατολική βεράντα της Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα, στις 19 Αυγούστου 1959, ο Πόντος έχει υποστεί μεγαλύτερη φυσική μεταμόρφωση απ’ όση σε ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία του. Τα καταπράσινα βουνά και οι απέραντοι καλοκαιρινοί βοσκότοποί του εξακολουθούν να είναι αξέχαστοι, αλλά ένα νέο οδικό σύστημα έχει ανοιχτεί ανάμεσά τους με ανατινάξεις και τοποθεσίες που κάποτε ήσαν ασφαλείς στην απομακρυσμένη τους θέση, όπου οι συγγραφείς περνούσαν χαρούμενες ημέρες περπατώντας ή ιππεύοντας, τώρα προσεγγίζονται με το αντίτιμο του κομίστρου ενός ντολμούς. Ιδιαίτερα συντριπτική υπήρξε η καταστροφή μνημείων στις αναπτυσσόμενες παραθαλάσσιες πόλεις, όχι μόνο βυζαντινών εκκλησιών και οχυρώσεων, αλλά και οθωμανικών τζαμιών και κτιρίων, γιατί οι μπουλντόζες δεν κάνουν διακρίσεις. Για παράδειγμα, από ενενηνταέξι ή περισσότερες εκκλησίες στην ίδια την Τραπεζούντα (Τράμπζον), εξηνταοκτώ εξακολουθούσαν να υπάρχουν το 1915. Σήμερα μόνο δέκα μεσαιωνικές εκκλησίες σώζονται λίγο-πολύ ανέπαφες, αλλά ύστερα το Ταμπάχανε Τζαμίσι, ένα από τα παλαιότερα τζαμιά της Τραπεζούντας, εξαφανίστηκε επίσης το 1979.

Η καταστροφή δεν περιορίζεται σε υλικά κατάλοιπα. Σε μια περιοχή άγονη σε επιγραφές, τα ζωντανά τοπωνύμια γίνονται διπλά πολύτιμα. Όμως η προηγούμενη τοπωνυμιολογία του Πόντου, η οποία διατηρούσε την αρχαιότερη καταγραφή του, έχει σβηστεί από τον χάρτη με γραφειοκρατικό διάταγμα, κατά του οποίου η Jeanne και ο Louis Robert διαμαρτυρήθηκαν με ευφράδεια: «Αυτή η εξάλειψη, αυτή η μανία για αλλαγή, καταργεί ένα εθνικό παρελθόν, όπως μια μπουλντόζα που καταστρέφει μια νεκρόπολη ή ένα κτίριο».1 Οι Πόντιοι Τούρκοι έχουν στερηθεί το δικό τους παρελθόν με τρόπο ακόμη πιο ριζοσπαστικό από την αποχώρηση των Ελλήνων του Πόντου το 1923.2 Το Γιουκάρι Κιόι [Άνω Χωριό] δεν υποκαθιστά ένα τοπωνύμιο όπως το Χορτοκόπιον (Χορτοκόπ), το οποίο ήταν όνομα χωριού για χιλιετίες. Προσπαθήσαμε λοιπόν, μάταια φυσικά αλλά κάναμε την προσπάθεια, να εντοπίσουμε στο έδαφος όλα τα γνωστά αρχαία και μεσαιωνικά τοπωνύμια, πριν φύγει η τελευταία γενιά Τούρκων και Ελλήνων του Πόντου που τα θυμόταν. Πιστεύουμε ότι αυτές οι δεκαετίες είναι οι τελευταίες κατά τις οποίες η δουλειά μας στον Πόντο θα μπορούσε να ήταν δυνατή.

Έστω και τώρα, οι περιφερειακές έρευνες για τον βυζαντινό κόσμο γίνονται όλο και πιο συνηθισμένες, μια αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη βυζαντινή ιστορική γεωγραφία η οποία αναγνωρίστηκε στο 13ο Διεθνές Συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών στην Οξφόρδη το 1966 (το οποίο τελικά γέννησε μια Επιτροπή υπό την προεδρία της κ. Helene Ahrweiler), εικοσιεπτά χρόνια μετά τον θάνατο του Sir William Ramsay, του ιδρυτή του επιστημονικού μας κλάδου.3 Όμως εκείνοι που δραστηριοποιούνται στον επιστημονικό κλάδο παραμένουν τόσο χαρούμενα μεμονωμένοι, όσο και οι περιοχές που έχουν κάνει δικές τους. Παρά τους βασικούς κανόνες που προτείνονται από την Tabula Imperii Byzantini της Βιέννης υπό τον καθηγητή Herbert Hunger ή από το Βρετανικό Ινστιτούτο Αρχαιολογίας στην Άγκυρα, οι προσεγγίσεις των συγγραφέων θα συνεχίσουν αναμφίβολα να υπαγορεύονται από τις ειδικές απαιτήσεις των περιοχών τους και από εκείνα που θα επιλέξουν τα μάτια τους να δουν.4 Έχουμε υπόψη μας αξιοσημείωτες μελέτες όπως η Τραχεία Κιλικία των Bean και Mitford, η Λυκία του Harrison, το Anemurium του Russell, η Φρυγία του Haspel, τα Grands Centres του Janin (που περιλαμβάνουν την Τραπεζούντα), τη Ροδόπη της Ασδραχά, το Ελλάς και Θεσσαλία των Hild και Koder, τις πόλεις της Ανατολίας του Foss και την υπέροχη έρευνα της ίδιας της πρωτεύουσας των Müller-Wiener.5 Δεν είμαστε πιο ομοιόμορφοι στην προσέγγιση με κανέναν από αυτούς τους μελετητές, απ’ όσο είναι μεταξύ τους. Αυτό που μας φαίνεται πιο σημαντικό, είναι ότι έχουμε μια εξαιρετικά καλά καθορισμένη περιοχή, με χαρακτήρα που δεν μπορεί να παρερμηνευτεί από οποιονδήποτε έχει πατήσει το πόδι του στον Πόντο.

Η μικροσκοπική αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1204-1461) ήταν μόνο το πολιτικό επικάλυμμα μιας μοναδικής Ποντιακής περιφερειοποίησης, η οποία είχε ξεχωριστή κοινωνική, οικονομική και γεωγραφική ταυτότητα που προηγήθηκε πολύ των Μεγάλων Κομνηνών, αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας, και επέζησε ύστερα από αυτούς μέχρι τον 20ό αιώνα. Αυτή λοιπόν η Μελέτη αποτελεί επίσης συνεισφορά υλικών πηγών και σχολιασμού σε μια ευρύτερη εξέταση της «συνολικής ιστορίας» του Πόντου ως περιοχής, την οποία έχουν αναλάβει ο Μπράιερ και άλλοι.6 Όμως ως γεωγραφικά μας όρια έχουμε πάρει όχι τον αρχαίο Πόντο αλλά τα ευρύτερα σύνορα της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και των εμιράτων και αταμπεγκάτων που την περικλείουν, από το ακρωτήριο Κάραμβις (Κέρεμπε Μπουρουνού) στα δυτικά μέχρι τον Βαθύ (Βατούμ) στο ανατολικά, και εκτεινόμενα νότια των Ποντικών Άλπεων, για να αγγίξουν τη Νεοκαισάρεια (Νικσάρ), την Παϊπέρτη (Μπαϊμπούρτ) και την Ισπίρ. Πρόκειται για περιοχή έκτασης μεγαλύτερης των 80.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, η οποία γειτνιάζει με τις Καππαδοκικές έρευνες της Tabula Imperii Byzantini. Με περιστασιακή αλλαγή της μέτρησης, χαιρόμαστε που διαπιστώνουμε ότι το οδικό μας σύστημα συνδέεται με εκείνο των Βιεννέζων συναδέλφων μας.7 Σε μια τόσο εκτεταμένη περιοχή, μπορεί κάλλιστα να σκεφτεί κανείς ότι ίσως έχουμε δει κλάσμα μόνο από εκείνα που θα μπορούσαμε να είχαμε δει. Υπάρχουν πράγματι πολλές κοιλάδες που δεν έχουμε περπατήσει και απόκρημνα κάστρα που δεν έχουμε σκαρφαλώσει, ο ένας συγγραφέας με την ελπίδα ότι θα το έκανε ο άλλος. Όμως στην πραγματικότητα αποκτήσαμε μια όσφρηση για το ποιες περιοχές μπορεί να είναι πιο καρποφόρες και μη θεωρηθεί ότι έχουμε παραβλέψει κάτι πρωταρχικής σημασίας, τουλάχιστον κατά μήκος της πολύ περπατημένης ακτής. Αλλά επειδή οι κοιλάδες Λύκου (Κελκίτ) και Άκαμψι (Τσορούχ) βρίσκονται, αυστηρά μιλώντας, έξω από την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, οι περιγραφές μας για αυτές είναι πιο λειψές. Είχαμε σκοπό να προσθέσουμε την Αμάσεια και την περιοχή της, αλλά όταν ο Μπράιερ επέστρεψε στο μεγάλο κάστρο για να ελέγξει το προκαταρκτικό σχεδιάγραμμα του Ουίνφιλντ, αναγκαστήκαμε να συμφωνήσουμε ότι είχαμε ηττηθεί, και έτσι παραλείψαμε την ενότητα. Υπάρχουν φορές που ένα ανακριβές σχέδιο δεν είναι καλύτερο από το καθόλου.

Μέσα στα οριζόντια όρια της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και των άμεσων γειτόνων της, έχουμε εισαγάγει βαθύτερα κατακόρυφα όρια χρόνου. Καταγράφουμε όλα τα γνωστά σε εμάς βυζαντινά και τραπεζούντια μνημεία. Εκτός από τον τίτλο αυτής της Μελέτης, θεωρούμε ότι η «βυζαντινή» περίοδος λήγει το 1204 και η «τραπεζούντια» το 1461. Επιπλέον, όπου, όπως συχνά, κλασικά ή και προγενέστερα χαρακτηριστικά και θεμέλια είναι αναπόφευκτα, τα συμπεριλαμβάνουμε. Αν, για παράδειγμα, συναντήσουμε μια κατά τα άλλα μη καταγεγραμμένη λατινική επιγραφή, υπάρχει εδώ. Το μήκος και η λεπτομέρεια μιας περιγραφής δεν είναι απαραίτητα οδηγός για τη σημασία ενός μνημείου. Αν έχει δημοσιευτεί επαρκώς αλλού, δεν αντιγράφουμε το έργο. Ούτε μπορέσαμε να αφιερώσουμε χρόνο για να εξετάσουμε κάθε τοποθεσία ανάλογα με τη σημασία της. Καταγράψαμε επίσης τα υλικά κατάλοιπα των Ελλήνων και των Αρμενίων του Πόντου μετά το 1461, τα οποία έχουμε δημοσιεύσει αλλού.8

Ο Ουίνφιλντ άρχισε να συλλέγει υλικό κατά τις επτάμηνες περιόδους του στην Τραπεζούντα ως επιτόπου διευθυντής του έργου του Russell Trust για τη ζωγραφική της Αγίας Σοφίας, από το 1957 έως το 1962. Επέστρεψε για άλλες τέσσερις επισκέψεις διάρκειας ενός μήνα ή μεγαλύτερης. Ο Μπράιερ επισκέφτηκε τον Πόντο εννέα φορές μεταξύ 1959 και 1979 για περιόδους από δύο εβδομάδες μέχρι δύο μήνες. Εκτός από τα μνημεία της ίδιας της Τραπεζούντας, οι συγγραφείς έχουν επισκεφτεί μόνο μια τοποθεσία μαζί (Χιντίρ Νέμπι στην Τρικωμία, το 1962), αλλά τα περισσότερα μέρη απαιτούσαν περισσότερες από μία επισκέψεις –μερικές φορές πολύ περισσότερες κατά τη διάρκεια των ετών– και κάθε συγγραφέας προσπάθησε να επισκεφθεί σημαντικά μνημεία που ανέφερε ο άλλος και να ελέγξει τα σχέδια επί τόπου. Η Τζουν Γουίνφιλντ, της οποίας το όνομα βρίσκεται στη σελίδα του τίτλου, συνέβαλε με σχέδια εκείνων των τοιχογραφιών που δύσκολα θα ήταν ευανάγνωστα στις φωτογραφίες. Οι χάρτες και τα σχέδια είναι ενός άλλου περιηγητή του Πόντου, του Ρίτσαρντ Άντερσον, φτιαγμένα από σημειώσεις, μετρήσεις και σκίτσα των συγγραφέων. Είναι τόσο αναπόσπαστα από το βιβλίο, που το όνομα του Άντερσον εμφανίζεται επίσης στη σελίδα του τίτλου, αλλά παρά τον επαγγελματικό αέρα της δουλειάς του, δεν πρέπει να θεωρούνται κάτι περισσότερο από σχηματικές απεικονίσεις στη βάση μετρήσεων.

Η Μελέτη ξεκινά με δύο κεφάλαια του Ουίνφιλντ, το πρώτο για την «Τοπογραφία του Πόντου» και το άλλο για τις «Διαδρομές». Ως σχολιασμό, ο Μπράιερ συνεισφέρει υποσημειώσεις στο πρώτο κεφάλαιο και μια παρέκβαση στο δεύτερο. Στη συνέχεια ακολουθούν εικοσιοκτώ ενότητες, προχωρώντας από τα δυτικά προς τα ανατολικά (βλέπε Υπόμνημα, σελ. xv). Κάθε ενότητα έχει ιστορική και τοπωνυμική εισαγωγή και συνεχίζεται περιγράφοντας μνημεία στην περιοχή της, με γεωγραφική σειρά, εκτός από την πόλη της Τραπεζούντας, όπου τα μνημεία παρατίθενται αλφαβητικά. Οι περιγραφές έγιναν με συγχώνευση των σημειώσεων πεδίου των δύο συγγραφέων, σε συνολικά 314 μνημεία και τοποθεσίες. Έχουμε ανταλλάξει προσχέδια τόσο συχνά, που δεν μπορούμε πια να ξεχωρίσουμε ποιος είναι υπεύθυνος για τι. Μπορεί όμως να λεχθεί ότι οι ιστορικές και τοπωνυμικές εισαγωγές είναι κατά βάση έργο του Μπράιερ, οι περιγραφές τοιχογραφιών (συμπεριλαμβανομένων εκείνων του καμπαναριού της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας, οι οποίες παραλείφθηκαν στη δημοσίευση της εκκλησίας από το Russell Trust) είναι βασικά έργο του Ουίνφιλντ, ενώ άλλα μνημεία είναι περίπου ομοιόμορφα κατανεμημένα μεταξύ των δύο συγγραφέων. Ο Μπράιερ έγραψε, ή ξαναέγραψε, την τελική εκδοχή ολόκληρου του βιβλίου. Σημειώνουμε τις (σπάνιες) περιπτώσεις που έχουμε συμφωνήσει να διαφωνήσουμε. Η ενότητα 22, για τη Χαλδία, περιορίζεται γεωγραφικά στο συρρικνωμένο δουκάτο της Τραπεζούντας με αυτό το όνομα, αλλά αντιμετωπίζει ιστορικά και το πολύ μεγαλύτερο βυζαντινό θέμα της Χαλδίας και περιλαμβάνει προσωπογραφία των αξιωματικών του. Δύο βιβλιογραφίες, από τις πιο συχνά αναφερόμενες πρωτογενείς πηγές και δευτερεύουσες εργασίες, είναι τυπικές και ταξινομημένες αλφαβητικά κατά συντομογραφία τίτλου. Μια τρίτη βιβλιογραφία, με αναφορές περιηγητών για τον Πόντο (που αποτελούν για εμάς πρωταρχική πηγή), είναι διατεταγμένη αντισυμβατικά, κατά το έτος των επισκέψεων των περιηγητών στον Πόντο.

Έχουμε πλήρη επίγνωση τουλάχιστον ορισμένων από τις ελλείψεις μας. Ο παρατηρητικός αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι υπάρχουν μόνο οι πιο ουσιαστικές αναφορές σε έργα, συμπεριλαμβανομένων νέων εκδόσεων κειμένων, που εκδόθηκαν μετά το 1976, όταν ουσιαστικά ολοκληρώθηκε αυτή η Μελέτη. Για παράδειγμα, το σημαντικό Michel Balard, La Romanie Génoise (XIIedébut du XVe siècle), 2 τόμοι (Γένουα, 1978) δεν αναφέρεται καθόλου. Όμως άλλα θέματα μας απασχολούν περισσότερο. Αντισταθήκαμε απρόθυμα στον πειρασμό να προσφέρουμε μεγάλο μέρος της ανάλυσης των υλικών υπολειμμάτων. Για παράδειγμα της αρχιτεκτονικής τυπολογίας (εκτός από τις εκκλησίες της Τραπεζούντας), των τοιχογραφιών και της εικονογραφίας τους (εκτός από τις εκκλησίες της Ματζούκας) και των οχυρώσεων (εκτός από τις σειρές οικοδόμησης των τειχών της Σινώπης και της Τραπεζούντας). Έχουμε καταγράψει μόνο ό,τι μπορεί να δει το μάτι και πολύ σπάνια βοηθηθήκαμε από επιφανειακά όστρακα ή αναφορές για ευρήματα νομισμάτων. Δεν έχει ανασκαφεί επιστημονικά καμία μεσαιωνική τοποθεσία του Πόντου. Μέχρι να γίνει αυτό, η ανάλυση της τοιχοποιίας ιδιαίτερα θα ήταν πρόωρη. Η ανασκαφή μιας μικρής, σχετικά παρθένας και καλά τεκμηριωμένης τοποθεσίας, όπως τα Κόραλλα (Γκιόρελε), θα μπορούσε κάλλιστα να παράσχει τις αρχαιολογικές ενδείξεις για τη χρονολόγηση άλλων. Την ανάλυση δυσκολεύει επίσης η εξαιρετική συνέχεια των μεθόδων οικοδόμησης στον Πόντο, και η σπανιότητα σταθερά χρονολογημένων έργων ζωγραφικής, εκκλησιών και κάστρων, με τα οποία μπορούμε να συσχετίσουμε άλλα. Περιοριζόμαστε σε μεγάλο βαθμό σε εκκλησίες και κάστρα, επειδή, δυστυχώς, έχουμε γλιτώσει τα εγχώρια συντρίμμια των μεσαιωνικών ποντιακών λαών. Στην οικοδομική ο Πόντος παραβιάζει πολλούς βυζαντινούς κανόνες και έχει λίγους δικούς του. Επομένως, δεν μπορούμε ακόμη να χρονολογήσουμε ένα κάστρο στον 9ο ή τον 19ο αιώνα μόνο με βάση την τοιχοποιία του, ούτε οι τύποι και τα μεγέθη τούβλων ή κεραμιδιών (στα οποία είναι αφιερωμένο ένα Παράρτημα) έχουν κάποια σειρά που να είναι αναγνωρίσιμη από εμάς. Δεν είναι ανακουφιστικό το γεγονός ότι συνάδελφοι που εργάζονται σε άλλα μέρη της βυζαντινής Ανατολίας έχουν τα ίδια προβλήματα.

Μπορούμε, όμως, να είμαστε αρκετά σίγουροι για μια γενικότητα. Παρόλο που ο Πόντος δεν μοιράστηκε εξ ολοκλήρου την ιστορία της υπόλοιπης Ανατολίας (γιατί διέφυγε σε μεγάλο βαθμό από τις επιθέσεις των Περσών, των Αράβων, των Σελτζούκων και ακόμη και των Οθωμανών, και οι περισσότεροι σημαντικοί οικισμοί του Πόντου κατάφεραν να λάμπουν στη διάρκεια ολόκληρου του Βυζαντινού «Μεσαίωνα»), η οικοδομική δραστηριότητα στον Πόντο αντανακλά στενά ένα μοτίβο της Ανατολίας, που γίνεται όλο και πιο σαφές.9 Έτσι, ύστερα από έναν πολυσύχναστο 6ο αιώνα, η σειρά των χρονολογήσιμων Ποντιακών μνημείων ουσιαστικά σταματά στις αρχές του 7ου αιώνα (ύστερα από τις επισκέψεις του Ηράκλειου και την πιθανή στρατοπέδευσή του στο Αρακλί). Η σειρά ξεκινά και πάλι, στην αρχή διστακτικά, με τις επισκέψεις του Βασιλείου Α’, όταν η Αγία Άννα (η παλαιότερη σωζόμενη εκκλησία της Τραπεζούντας) ξαναχτίστηκε το 884/85. Αλλά η περίοδος της μεγαλύτερης δραστηριότητας έρχεται μετά τον θάνατο της υπόλοιπης βυζαντινής Ανατολίας. Περίπου οι μισές εκκλησίες μας χτίστηκαν ή ξαναχτίστηκαν (και σχεδόν όλες οι ζωγραφισμένες διακοσμήθηκαν) κάτω από τους Μεγάλους Κομνηνούς, μέχρι και πενηνταέξι μόνο στην Τραπεζούντα. Όπως και αλλού, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι η οικοδόμηση αντανακλά τοπική ευημερία, προστασία και ανεξαρτησία.

Τα πιο πάνω γράφτηκαν το 1979, όταν η δημοσίευση αυτής της Μελέτης φαινόταν επικείμενη. Δεν χρειάζεται κανένας κριτικός κειμένου για να παρατηρήσει ότι το ίδιο το έργο γραφόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα, το μεγαλύτερο μέρος του στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας πεδίου στην οποία βασίζεται έγινε ακόμη νωρίτερα, στη δεκαετία του 1950 και τη δεκαετία του 1960. Ανήκει λοιπόν ως ένα βαθμό στην πρωτοποριακή εποχή της βυζαντινής αρχαιολογίας πεδίου και ιστορικής γεωγραφίας, από την οποία σχεδιάσαμε αυτή την εργασία ως ένα βήμα μπροστά, μια προσπάθεια για νέο είδος μελέτης. Ευτυχώς, όμως, έκτοτε έχει ξεπεραστεί από άλλες προσεγγίσεις και νέες μεθόδους. Όμως δεν μπορούμε να επιστρέψουμε τώρα για να επανεξετάσουμε τις τοποθεσίες μας με νέα ματιά, γιατί πολύ συχνά τα μνημεία μας έχουν υποβαθμιστεί ή χαθεί. Ως καταγραφή τους, αυτή η Μελέτη είναι αναγκαστικά αμετάβλητη. Βέβαια δεν σταμάτησε η δημοσίευση και ανάλυση τεκμηριωτικών αποδεικτικών στοιχείων. Όμως η μεταφορά την τελευταία στιγμή αναφορών σε κείμενα από εκδόσεις που εμφανίστηκαν έκτοτε δεν θα άλλαζε ουσιαστικά τα ιστορικά επιχειρήματα.

Ωστόσο πρέπει να σημειωθούν ορισμένες συνέπειες της παρατεταμένης κύησης και της αναβολής της δημοσίευσης της Μελέτης. Έτσι ο Ουίνφιλντ άλλαξε την όχι ενθουσιώδη άποψή του για τη θέση των Σατάλων που εκφράστηκε στο Κεφάλαιο 1, για την τοπογραφία (σελ. 14), όταν συγκέντρωσε το υλικό για το Κεφάλαιο 2, για τις διαδρομές (σελ. 33), πέντε χρόνια αργότερα. Βλέπε “Northern routes through Anatolia”, AnatSt, 27 (1977), 151-66. Έχει ενσωματώσει τα συμπεράσματά του για τις Ποντιακές οχυρώσεις στο C. Foss and D.C. Winfield, Studies in Byzantine Fortifications (Γιοχάνεσμπουργκ, 1985).

Στη συζήτηση για τα Ποντιακά Ομαδικά Πάθη και για τους Βίους, τη λατρεία και το μοναστήρι του Αγίου Ευγενίου στην Τραπεζούντα, στις σελ. 166 και 222 ιδιαίτερα, πρέπει τώρα να προστεθούν τα ευρήματα της Bernadette Martin-Hisard, “Trébizonde et le culte de saint Eugène (VIe-XIe siècles),” REA, 14 (1980), 307-43, ενώ το τυπικόν της μονής και ο ιδρυτής της Ζελιπούνγκιος, στο A. Dmitrievskij, Opisanie liturgicheskikh rukopiseĭ khranashchikhsia v bibliotekakh pravoslavnago Vostoka, III, Typika, II (Πέτρογκραντ, 1917), 435, χρησιμοποιείται από τον N. Oikonomides, “The chancery of the Grand Komnenoi: imperial tradition and political reality”, ΑΠ, 35 (1979), 311 και σημ. 4.

O Μπράιερ συζήτησε την Αχάντα (σελ. 163), τον πιθανό τόπο της δολοφονίας του Αλεξίου Δ’ Μεγάλου Κομνηνού στις 26 Απριλίου 1429, και τον τάφο του έξω από τη Χρυσοκέφαλο Τραπεζούντας (σελ. 201), στο “The faithless Kabazitai and Scholarioi”, Maistor. Classical, Byzantine and Renaissance Studies for Robert Browning, επιμ. Ann Moffatt (Καμπέρα, 1984), 309-28 και φωτ. 1-6.

Στην ίδια την Τραπεζούντα, το μπεντεστέν (σ. 196) δεν συζητείται από τον Μ. Cezar, Typical trade buildings of the Ottoman classical period and the Ottoman building system (Ισταμπούλ, 1983), 222-24. Στη δική μας σελ. 233 ο Ουίνφιλντ διαφωνεί με τον Μπράιερ για τη μεταγενέστερη χρονολόγηση του μικρού ναού στα βόρεια της σημερινής Αγίας Σοφίας. Το κατώτερο επίπεδο του εδάφους της υποδηλώνει παλαιότερη χρονολόγηση, ενώ συχνά οι εκκλησίες χτίζονταν η μία απέναντι στην άλλη σε μοναστηριακά συγκροτήματα. Για τους πίνακες του κυρίως ναού. Βλέπε τώρα J. Lafontaine-Dosogne, “Remarques sur le program décoratif de Sainte-Sophie à Trébizonde”, Byzantinobulgarica, 7 (1981), 379-92.

Στον καθεδρικό ναό τής Χρυσοκεφάλου (φωτ. 238), ο Ουίνφιλντ δέχεται τη λογική της σειράς χρονολόγησης του Μπράιερ για την εκκλησία, αλλά βλέπει μεγάλη δυσκολία για αυτήν στο σχήμα του φαρδιού, χαμηλού, τυμπάνου και τρούλου, που ταιριάζει καλύτερα στις χρονολογίες που προτείνει η Σελίνα Μπάλανς. Ο Μπράιερ αναπτύσσει το επιχείρημά του στο “Une église à la demande du client à Trébizonde”, ProcheOrient Chrétien, 32 (1982), 217-32. Έπρεπε να είχε προσέξει ότι ο μητροπολίτης Βασίλειος της Επιγραφής 2 στην εκκλησία είναι ο σημαντικά εμπορικά σκεπτόμενος κληρικός στο Νικολάου Α’ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολές, επιμ. και μεταφρ. R.J.H. Jenkins and L.G. Westerink, DOT, II (CFHB, VI) (Ουάσιγκτον, Π.Κ., 1973), 322, 400, 422, 556-57, 571, 575.

Η Ματζούκα, που περιγράφεται στην Ενότητα 21, ήταν μία από τις περιοχές που διερευνήθηκαν στο Birmingham-Dumbarton Oaks έργο για την ύστερη βυζαντινή και πρώιμη οθωμανική δημογραφία, 1978-82, που παρουσιάστηκε στο 1982 Dumbarton Oaks Symposium και θα δημοσιευθεί σε άρθρα στο Continuity and change in late Byzantine and early Ottoman Society, επιμ. Μπράιερ και Λόρι (Μπέρμιγχαμ-Ουάσινγκτον ΠΚ, 1985), όπου ο Δρ Λόρι καταδεικνύει ότι τα στοιχεία του Γκιοκμπιλγκίν για τον προσηλυτισμό της Ματζούκας στο Ισλάμ περί το 1520, παρατίθεται στη σελ. 251, είναι στην πραγματικότητα πολύ χαμηλά.

Στη Χαλδία, επαναλαμβάνουμε ότι το κάστρο Γόλαχα (σελ. 308), που πιθανότατα ανακατασκευάστηκε το 1404, θα ανταπέδιδε μια επίσκεψη. Κατόπιν εντολής μας, ο Δρ Maurice Byrne (το 1982) και ο κ. Tim Davies (το 1983) έκαναν ηρωικές προσπάθειες για να φτάσουν στην τοποθεσία, αλλά παραμένει δύσκολο πρόβλημα που πρέπει να λυθεί. Ομοίως, υποτιμήσαμε και οι δύο τη σημασία του Σινίρ (Σινορία;) (σελ. 35) ως κέντρου Ακ Κογιουνλού του 14ου αιώνα (το οποίο ο κ. Τομ Σίνκλερ επιβεβαιώνει ότι είναι σημαντική τοποθεσία) και τη σχέση του με το τραπεζούντιο κάστρο του Κούκου (Κογ Καλέ), που ιδρύθηκε το 1360 (σελ. 310). Σινίρ, Κούκος και σχετικά θέματα συζητούνται στο Α.A.M. Bryer, “The question of Byzantine mines in the Pontos: Chalybian iron, Chaldian silver, Koloneian alum and the mummy of Cheriana”, AnatSt, 32 (1982), 144-45. Αν ο Κούκος –ίσως το Küğ-i Trabzon στη Ζαχαριάδου, ΑΠ, 35 (1975), 349 αριθ. 2– μπορεί επίσης να προταθεί ως η απατηλή επισκοπική έδρα Κόκκου του 12ου και 13ου αιώνα (σελ. 108), θα έριχνε φως στις παραμεθόριες περιοχές Ορθοδόξων-Μουσουλμάνων στη Χαλδία και τα Χερίανα και σε τοποθεσίες όπως η Ταρσός (σελ. 174). Βλ. τώρα J. Darrouzès, Notitiae episcopatuum ecclesiae Constantinopolitanae (Παρίσι, 1982). Ο Ουίνφιλντ προσκολλάται στην ιδέα ρωμαϊκού στρατοπέδου στο Γιαγλί Ντερέ (σελ. 304), το οποίο μπορεί να αντιπροσωπεύεται από υπολείμματα χαρακωμάτων σε επίπεδο έδαφος κάτω από το κάστρο, και επειδή βρίσκεται πάνω σε καλή διαδρομή μέσα από τα βουνά. Μεταξύ των αξιωματικών της Χαλδίας που πρέπει να προστεθούν στον κατάλογο της σελ. 316, ο A.W. Dunn, A handlist of Byzantine lead seals and tokens in the Barber Institute of Fine Arts, University of Birmingham (Μπέρμιγχαμ, 1983), μας προσφέρει τον Δωσίθεο, σπαθαροκανδιδάτο, αυτοκρατορικό νοτάριο των αγελών και αναγραφέα Χαλδίας (10ος αιώνας) και τον Νικηφόρο, πρωτονοτάριο Χαλδίας (;) και γενικό κομμερκιάριο (9ος αιώνας). Πιο ανατολικά, στην Ενότητα 27, είναι σαφές ότι η οθωμανική απορρόφηση του Σααταμπάγκο του 16ου αιώνα δεν έχει ακόμη διερευνηθεί.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Πλήθος ιδρυμάτων και φίλων συνέβαλαν σε αυτή τη Μελέτη, είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι. Δεν ευθύνονται για τα λάθη της. Μεταξύ των ιδρυμάτων, ο Ουίνφιλντ είναι ευγνώμων στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για την απονομή της υποτροφίας Wardrop Studentship in Georgian Studies και στους Wardens and Fellows of All Souls and Merton Colleges της Οξφόρδης, για υποτροφίες που θα του επέτρεπαν να ολοκληρώσει το έργο του. Ο Μπράιερ είναι ευγνώμων στο δικό του Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, και στο Ταμείο του για Έρευνας Πεδίου. Ευχαριστούμε την Collection Chrétienne et Byzantine της Ecole des Hautes Etudes στο Παρίσι, και τη Βιβλιοθήκη Conway του Ινστιτούτου Courtauld στο Λονδίνο, για την άδεια αναπαραγωγής φωτογραφιών. Και τους βιβλιοθηκονόμους του Αρχαιολογικού Μουσείου στην Άγκυρα, της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης στη Βενετία, της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Παρίσι, της Bodleian Βιβλιοθήκης στην Οξφόρδη, της Βρετανικής Βιβλιοθήκης στο Λονδίνο, του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών στην Αθήνα και του Τουρκικού Ιδρύματος Ιστορίας (Türk Tarih Κurumu) στην Άγκυρα, για την άδεια να συμβουλευτούμε χειρόγραφα. Είμαστε ευγνώμονες στον Γκέι Μπάι από το Μπέρμιγχαμ και τη Μέρι Λου Μέισι του Dumbarton Oaks, για την πολύ υπομονετική πληκτρολόγηση. Όμως και οι δύο συγγραφείς αισθάνονται πρωτίστως υπόχρεοι απέναντι στο Κέντρο Βυζαντινών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ στο Dumbarton Oaks, και σε μια σειρά από το προσωπικό του, ξεκινώντας από τον Σίριλ Μάνγκο (ο οποίος επέβλεψε πρώτος τη συνεργασία μας) και τελειώνοντας με τον Γκλεν Ρούμπι (ο οποίος κανόνισε τελικά την έκδοσή της). Ήταν το Dumbarton Oaks που ανέθεσε για πρώτη φορά το έργο το 1969 και βοήθησε τον Μπράιερ με υποτροφίες και επιχορήγηση πεδίου. Ίσως η πιο ευφάνταστη χειρονομία του Dumbarton Oaks ήρθε όταν ο Ουίλιαμ Λέρκε, τότε διευθυντής σπουδών, μας δάνεισε τον Ρίτσαρντ Άντερσον για ένα χρόνο στην Αγγλία ως σχεδιαστή.

Η Μελέτη δεν θα μπορούσε να είχε εκδοθεί χωρίς τη γενναιόδωρη βοήθεια των The Seven Pillars of Wisdom Trust, The Twenty Seven Foundation και The University of Birmingham Publication Fund, προς τα οποία είμαστε ιδιαίτερα ευγνώμονες.

Στην Τραπεζούντα θυμόμαστε με χαρά τη βοήθεια και τη φιλοξενία πολλών φίλων: Του προσωπικού του Μουσείου Αγιασόφια (συμπεριλαμβανομένων του Χασίμ Καρπούζ και της Αϊσέ Σεβίμ), το οποίο τώρα προστατεύει τα ποντιακά μνημεία όλων των περιόδων. Τον Ταρσίτσιο Σούτσι. Τον αείμνηστο Σουκρού Κιοσέ, επί πολλά χρόνια φύλακα της Σουμελά. Τον Εμίν Τουκσάλ, την Αλίγιε Ασιρμπάι, τον αείμνηστο Ιχσάν Νεμλίογλου και, ιδιαίτερα, τον αδελφό μας (kardeş) Τζουμχούρ Ομπαντασίογλου, του οποίου το αδιάκοπο χαμόγελο μας καλωσορίζει εδώ και τρεις δεκαετίες. Δεν ξεχνάμε τους αναρίθμητους κοινοτάρχες (μουχτάρ), χότζες, βαρκάρηδες, εκτροφείς χαμσί, βοσκούς γιαγλάδων, ειδήμονες του χωριού, οδηγούς φορτηγών που έβγαιναν από τον δρόμο τους για εμάς ή τα χοροπηδηχτά παιδιά του Πόντου, που εμφανίζονται ακόμη και στην πιο έρημη τοποθεσία. Όμως, για εμάς, το μέρος είναι πιο στενά συνδεδεμένο με τον αείμνηστο Ντέιβιντ Τάλμποτ Ράις. Το 1929 ήταν η νεανική του σύλληψη να συνεχίσει την εργασία που ξεκίνησε από τον Φεόντορ Ουσπένσκι και τη ρωσική αρχαιολογική αποστολή στην Τραπεζούντα το 1916, ένα ρωσικό ακαδημαϊκό ενδιαφέρον για τον τόπο, που μόλις πρόσφατα, και ενθαρρυντικά, επανέλαβε ο Σεργκέι Κάρποβ στη Μόσχα. Αν και αναπόφευκτα αναγκαστήκαμε να αναθεωρήσουμε πολλά από τα ευρήματά του, είναι χαρά μας να καταγράψουμε το χρέος μας προς τον Ντέιβιντ Τάλμποτ Ράις για την ενθάρρυνσή του να προχωρήσει το έργο του ένα βήμα πιο πέρα.

Λάβαμε πολύτιμες συμβουλές και βοήθεια από τους: Λέβον Αβντογιάν, Σελίνα Μπάλανς, Νικοάρα Μπελντιτσεάνου, Μπάρμπαρα Μπρεντ, Σεμπάστιαν Μπροκ, Θιοντόρα Μπράιερ, Κλοντ Καέν, Ευάγγελο Χρυσό, Ρόμπιν Κόρμακ, Ραούλ Κουριέλ, Ζαν Νταρουζές, Τσαρλς Ντόσετ, Μέρι Έγκαγκλ, Ουίλιαμ Φίνλεϊσον, Αθηνά Καλλιγά, Μισέλ Κουρσάνσκις, Οδυσσέα Λαμψίδη, Μπρους Λίπαρντ, Ρίτσαρντ Λόκετ, Χιθ Λόρι, Σίριλ Μάνγκο, Μάικλ Μάρτιν, Βίκτορ Μένατζ, Τιμ Μίτφορντ, Τζον Νέσμπιτ, Νικόλαο Παναγιωτάκη, Τζον Πάρκερ, Τζούντιθ Ιτένμπερι, Σεβτσένκο, Τζον Σίμονς, Τομ Σίνκλερ, Ταμάρα Τάλμποτ Ράις, Μάικλ Βίκερς, Σπύρος Βρυώνης Τζούνιορ, Τζον Ουέλκς, και πολλούς άλλους.

Ήμασταν ιδιαιτέρως τυχεροί με τους συντρόφους των ταξιδιών μας στον Πόντο, οι οποίοι, αντί να κρατούν βουβοί την άκρη της μετροταινίας, είναι στην πραγματικότητα υπεύθυνοι για την οργάνωση και τη μέτρηση που παρήγαγαν τα πολύ περίπλοκα σχέδια του βιβλίου. Ο Ουίνφιλντ ευχαριστεί τους: Τζοάνα Φάρερ, Μάθιου Φάρερ, Ντένις Χιλς, Μάικλ Σμιθ, τον αείμνηστο Λόρενς Στράνγκμαν, Τζουν Ουέινράιτ (τώρα Ουίνφιλντ) και Τζον Ουίλκινσον. Ο Μπράιερ ευχαριστεί: Τίμοθι Μποτσουέιν, Ελίζαμπεθ Λίπσκομπ (τώρα Μπράιερ), Μόρις Μπερν, Τζοάνα Κλαρκ (τώρα Πέλι), Τζέιμς Κρόου, Άντριαν Φιρθ, Τζον Χάλντον, Σάλι Χάρβεϊ (τώρα Φίλντινγκ), Τζέιν Άιζακ (τώρα Χαμπαρτσουμιάν, Ρόμπερτ Κίνι Γ’, Μάργκαρετ Μάλετ, Πίτερ Νίκολ, Τζο Πενιμπάκερ, Μάικλ Τρεντ και Φράνσις Ουίτς. Ο Γκρένβιλ Άστιλ, ο Ίαν Μπάροου και η Σούζαν Ράιτ ανέφεραν για τη δική τους ποντιακή αποστολή. Σε όλους αυτούς τους φίλους θα θέλαμε να είχαμε την οικονομική δυνατότητα να δωρίσουμε ένα αντίγραφο αυτού του βιβλίου.

Για την υπομονή τους, τα υψηλά πρότυπα και το μεγάλο κέφι τους, είναι χαρά μου να ευχαριστήσω τα μέλη, πρώην και νυν, του τμήματος εκδόσεων του Dumbarton Oaks: Νάνσι Μπάουεν, Φράνσες Τζόουνς και, ιδιαίτερα, την ακατάβλητη και φιλόξενη Τζούλια Ουόρνερ. Στο πρόσωπο της Φάνι Μπονατζούτο βρήκαμε το είδος της επιμελήτριας, για την οποία άλλοι συγγραφείς μπορούν μόνο να ονειρεύονται. Η φροντίδα, το ενδιαφέρον και η αυστηρή συμπόνια της είναι πέρα από ευχαριστίες. Μπορεί επιτέλους να αποσυρθεί από τον Πόντο. Είναι όμως σωστό να αφιερώσουμε αυτή τη Μελέτη στις πολύπαθες συζύγους μας, γιατί είναι παντρεμένες μαζί της για όσο διάστημα ήσαν παντρεμένες μαζί μας, και δεν αποσύρονται.

ΑΝΤΟΝΙ ΜΠΡΑΙΕΡ

Μπέρμιγχαμ

Αύγουστος 1984

ΝΤΈΙΒΙΝΤ ΓΟΥΊΝΦΙΛΝΤ

Οξφόρδη

Κεφάλαιο 1: Η τοπογραφία τού Πόντου->
error: Content is protected !!
Scroll to Top