<-Κεφάλαιο 1: Η τοπογραφία τού Πόντου | Παράρτημα για τις διαδρομές που πήρε ο Μωάμεθ Β’ το 1461-> |
Κεφάλαιο 2: Διαδρομές
(ΧΑΡΤΕΣ, Ι, ΙΙ και ΙΙΙ)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κανένας από τους συγγραφείς δεν έχει ταξιδέψει όλες τις διαδρομές που περιγράφονται σε αυτό το κεφάλαιο. Επομένως, έχουμε συμπληρώσει τη δική μας εμπειρία με τις αφηγήσεις των περιηγητών. Λίγες από αυτές τις μαρτυρίες είναι μεσαιωνικής εποχής, αλλά θεωρήσαμε σωστό να χρησιμοποιήσουμε μεταγενέστερες, καθώς οι φυσικές και γεωγραφικές συνθήκες του ταξιδιού παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες στη Μικρά Ασία μέχρι τον 19ο αιώνα, όταν η έλευση του ατμόπλοιου κατά μήκος των ακτών και η δραστηριότητα των ανατινάξεων για την κατασκευή σιδηροδρόμων και δρόμων στην ξηρά άλλαξαν δραματικά ένα από αμνημονεύτων χρόνων σχέδιο κινήσεων.
Όπου εμφανίζονται διαδοχικά πολλά τοπωνύμια, το πρώτο όνομα ή ονόματα θα είναι εκείνο από τα κλασικά Δρομολόγια, όταν προτείνεται όνομα για έναν τόπο. Το δεύτερο όνομα ή ονόματα θα εκείνο που δίνεται από έναν περιηγητή ή άλλη αυθεντία που αναφέρεται. Ή το όνομα ενός περιηγητή θα είναι πρώτο, όταν δεν υπάρχει κλασικό όνομα. Το τελευταίο όνομα ή ονόματα θα είναι τα σημερινά τουρκικά, στον βαθμό που μπορέσαμε να τα επιβεβαιώσουμε. Έχει αποδειχθεί αδύνατο να είμαστε περισσότερο συνεπείς με τα τοπωνύμια. Συνιστάται στον αναγνώστη να χρησιμοποιήσει τους χάρτες για την αποσαφήνιση των τοπωνυμίων που μπορεί να προκαλέσουν δυσκολία στο κείμενο. Πριν από το 1928 η ορθογραφία των τοπωνυμίων της Ανατολίας παρουσίαζε προβλήματα στους ξένους. Δύο ιδιαίτερες δυσκολίες πρέπει να ληφθούν υπόψη. Πρώτον, οι περισσότεροι από τους πρώτους περιηγητές, λίγοι από τους οποίους γνώριζαν αραβική γραφή, μετέφραζαν τοπωνύμια από προφορικές πληροφορίες, που συνήθως λαμβάνονταν από αναλφάβητους. Δεύτερον, οι πληροφοριοδότες προέρχονταν από ποικιλία γλωσσών. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, οι περιηγητές φαίνεται να χρησιμοποιούσαν κυρίως μουσουλμάνους δραγουμάνους ή οδηγούς και έμεναν σε κανονικά καραβανσεράι ή σε τουρκικά σπίτια. Κατά συνέπεια, αυτοί οι προηγούμενοι περιηγητές συνήθως υιοθετούσαν τουρκικά ονόματα για μέρη. Αργότερα, ως αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος του 19ου αιώνα για τις χριστιανικές μειονότητες, οι Ευρωπαίοι περιηγητές μεταπήδησαν σε Αρμένιους ή Έλληνες δραγουμάνους και συχνά διέμεναν μεταξύ των χριστιανικών μειονοτήτων, μαθαίνοντας έτσι την αρμενική ή ελληνική εκδοχή για τα τοπωνύμια. Παράδειγμα πλήρους αλλαγής ονόματος είναι αυτό του ποταμού Λύκου. Με εξαίρεση τον Εβλία Τσελεμπή, οι περιηγητές μέχρι τον 19ο αιώνα κοινώς αναφερόντουσαν σε αυτόν τον ποταμό ως Τσαρμιλί, Γκουερμιλί, Γκερμεϊλί ή Γκερμελί, ονομάζοντάς τον από τον παλιό σταθμό αλλαγής αλόγων του Γκέρμουρου, που έχει πια παρακμάσει σε ασήμαντο χωριό. Ξεκινώντας από τις αρχές του 19ου αιώνα, ο ποταμός συνήθως αναφέρεται με το αρμενικό του όνομα Κελκίτ (= ποταμός Λύκος, μετάφραση του ελληνικού), το οποίο με τη σειρά του έχει υιοθετηθεί ως το σύγχρονο τουρκικό όνομα. Και περίπου την ίδια εποχή η πόλη Κελκίτ άρχισε να αντικαθιστά το Γκέρμουρου ως σταθμός αλλαγής αλόγων. Η πόλη Κελκίτ φαίνεται ότι είναι οθωμανικό ίδρυμα και ότι διαδέχθηκε τα Σάταλα (Σαντάκ), ως διοικητικό κέντρο για την περιοχή του άνω Λύκου (Κελκίτ).1
Περιγράφουμε αναλυτικά τις παλιές διαδρομές μέσα από τον Πόντο, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να οπτικοποιήσουμε το μοτίβο των αρχαίων και βυζαντινών δρόμων. Πρέπει να θυμόμαστε διαρκώς τη βραδύτητα του ταξιδιού πριν από την εκμηχάνιση. Είναι πολύ εύκολο να παραβλεφθεί το γεγονός ότι οι σύγχρονες ανατινάξεις και η μετακίνηση χωμάτων επέτρεψαν στους πρόσφατους κατασκευαστές δρόμων να αγνοήσουν, για πρώτη φορά, τα χαρακτηριστικά που υπαγόρευαν τα παλιά σχέδια κίνησης. Το σύγχρονο σχέδιο των δρόμων επικαλύπτει το προηγούμενο σύστημα και προκαλεί σύγχυση, αφού ο μελετητής προτιμά πάντοτε να πιστεύει ότι ταξιδεύει σε κάποια παλαιά και ιερή διαδρομή. Σπάνια έχουμε χρησιμοποιήσει την απλή μορφή πίνακα για την ένδειξη των σταθμών σε μια διαδρομή. Η μέθοδος του πίνακα επιβάλλει μια λανθασμένη βεβαιότητα, ενώ το μήνυμα αυτού του κεφαλαίου είναι να επισημάνουμε για πόσο λίγα είμαστε σίγουροι αυτή τη στιγμή και να υποδείξουμε το γεγονός ότι υπήρχαν διαφορετικοί δρόμοι για χρήση τον χειμώνα και το καλοκαίρι. Αυτό συχνά αγνοείται, στην προσπάθεια να ενσωματωθούν τα παλιά δρομολόγια σε ένα τακτοποιημένο και ενιαίο μοτίβο. Έτσι αγνοήθηκαν και τα μέσα ταξιδιού. Βόρεια των Ποντικών Άλπεων, η κυκλοφορία με τροχοφόρα ενδέχεται να ήταν μειωμένη μέχρι τα τελευταία χρόνια: ογκώδη εμπορεύματα πήγαιναν διά θαλάσσης. Νότια των Ποντικών Άλπεων, η κοιλάδα του Λύκου επέτρεπε βοϊδάμαξες με συμπαγείς τροχούς, αλλά η εμβέλειά τους δεν ήταν μεγάλη. Και από τις δύο πλευρές, ακόμη και υποζύγια (από τα οποία υπήρχαν 15.000 στη διαδρομή Τραπεζούς-Ταμπρίζ μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα) θα συναντούσε πάντοτε κανείς λιγότερο συχνά απ΄ όσο ανθρώπους αχθοφόρους. Ένας από τους πρώτους που επέλεξαν ελκόμενο από άλογο κάρρο (αραμπά) για να διασχίσουν τις Ποντικές Άλπεις φαίνεται ότια ήταν ο Ουίκς (1892), και πιθανώς ο πρώτος που πήρε μηχανοκίνητο αυτοκίνητο ήταν ο Ρόλινσον (1919). Μετάνιωσαν και οι δύο για την απόφασή τους.
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, οι αναφορές του χάρτη αφορούν τουρκικά φύλλα κλίμακας 1:200.000, τα οποία χρονολογούνται από τις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά έχουν αναθεωρηθεί συχνά. Όταν αναφέρονται οι χάρτες Κίπερτ χωρίς συγκεκριμένη αναφορά, είναι τα φύλλα 1:400.000 για τη Μικρά Ασία. Ένας άλλος χάρτης, που αναφέρεται συχνά ως χάρτης Ταρχάν, είναι εκείνος του Nazim Tarhan, Tarihte Türkiye (Άγκυρα, 1962).
Η σύντομη εισαγωγή του Μάνρο εξακολουθεί να είναι η πιο αξιοθαύμαστη γενική περίληψη των διαδρομών στον Πόντο, και τα σχετικά δρομολόγια στον Τέσνερ είναι πολύ χρήσιμα.2
ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
Το κύριο μέσο επικοινωνίας κατά μήκος της ακτής του Πόντου ήταν πάντοτε η θάλασσα, αφού το σύστημα των κοιλάδων με τους πολυάριθμους χειμάρρους του καθιστά εξαιρετικά δύσκολο το χερσαίο ταξίδι κατά μήκος της ακτής.
Η στρατιωτική χρήση του παράκτιου θαλάσσιου δρόμου αποδεικνύεται στη Ρωμαϊκή περίοδο από τον Περίπλου του Αρριανού, ο οποίος είναι ουσιαστικά η αναφορά μιας περιοδείας επιθεώρησης των παράκτιων σταθμών και φρουρών που πραγματοποιήθηκε από ανώτερο αξιωματικό.3 Από τις τριάντα εκστρατείες του Αλέξιου Γ’ Μεγάλου Κομνηνού (1349-90) που κατέγραψε ο Πανάρετος, οι εικοσιτέσσερις έγιναν δια θαλάσσης, ενώ τα έξι χερσαία ταξίδια του έγιναν στην άμεση ενδοχώρα της Τραπεζούντας.4 Ο παράκτιος θαλάσσιος δρόμος ήταν επίσης πολύτιμος ως ασφαλέστερο και συντομότερο μέσο επικοινωνίας και ανεφοδιασμού για τις πόλεις της ενδοχώρας της ανατολικής Μικράς Ασίας. Ένα άμεσο χερσαίο ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη (Ισταμπούλ) μέχρι τη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) κρατούσε εικοσιπέντε περίπου ημέρες, ενώ ένα ταξίδι δια θαλάσσης με ευνοϊκό άνεμο μέχρι την Τραπεζούντα και τα Σουσούρμαινα (Σούρμενε) ή το Ρίζαιον (Ρίζε) και στη συνέχεια με άλογο πάνω από τα βουνά, μπορεί να είχε διάρκεια το ένα τρίτο αυτού του χρόνου. Το διεθνές εμπόριο μέσω θαλάσσης διεξαγόταν από τις μεγαλύτερες παράκτιες πόλεις που λειτουργούσαν ως εμπορικοί σταθμοί (ἐμπορεῖα) στη μεταφορά εμπορίου από και προς την Ευρώπη και την Ασία, αλλά οι πορτολάνοι δείχνουν ότι οι δυτικοί καπετάνιοι είχαν επίσης σημαντική γνώση των τοπικών αγκυροβολίων.5 Γενουάτες έμποροι γνώριζαν καλά την ακτή της Μαύρης Θάλασσας, τόσο από τη θάλασσα όσο και από τη στεριά, και έχουν αφήσει το σημάδι τους τόσο στο όνομα «Τζινιβίζ», που εμφανίζεται στους τουρκικούς χάρτες του Πόντου, όσο και στην αμετάβλητη απάντηση των χωρικών όταν τους ρωτούν για τους κατασκευαστές μιας αρχαίας εκκλησίας ή κάστρου, «Τζινιβιζλερίν Ζαμανιντάν κάλμα» (Από την εποχή των Γενουατών).6 Μεταξύ των μεταγενέστερων μαρτυριών για το θαλάσσιο ταξίδι κατά μήκος της ακτής είναι το προσεγμένο δρομολόγιο που έδωσε ο Πιτόν ντε Τουρνεφόρ και τα ταξίδια του Εβλία Τσελεμπή και του Ροτιέρς.7
Το τοπικό εμπόριο περιλάμβανε την αποστολή οποιασδήποτε συγκομιδής, βιομηχανοποιημένων αγαθών ή ορυκτών που παράγονταν στις κοιλάδες των βουνών και την προμήθεια, σε αντάλλαγμα, των λίγων απαραίτητων εισαγόμενων αγαθών. Αυτού του είδους το εμπόριο μικρής κλίμακας διεξαγόταν μέσω αγκυροβολίων στο χωριό ή τη μικρή πόλη που βρισκόταν στο δέλτα σχεδόν κάθε κοιλάδας ποταμού. Με την κατασκευή του νέου παραλιακού δρόμου τη δεκαετία του 1960, αντικαταστάθηκε από την κυκλοφορία φορτηγών αυτοκινήτων, αλλά μέχρι τη δεκαετία του 1950, σκουριασμένα ατμόπλοια απροσδιόριστης ηλικίας και καΐκια μέχρι 200 τόνων εξακολουθούσαν να αγκυροβολούν στα ανοιχτά των δέλτα των ποταμών, πουλώντας φτηνά υλικά και είδη από την Ισταμπούλ και φορτώνοντας σε αντάλλαγμα τοπικά προϊόντα, ενώ καΐκια μεσαίου μεγέθους διεξήγαγαν το ίδιο είδος εμπορίου στις μικρότερες αποστάσεις μεταξύ των χωριών και των εμπορικών σταθμών. Τα βαριά προϊόντα που μεταφέρονταν από τη θάλασσα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν: Χαλκό από τα ορυχεία στη Μούργουλη (Μούργουλ), που θα μπορούσε να κατευθύνεται προς τις εκβολές του Άκαμψι (Τσορούχ). Το ασήμι των Αργυρίων που έβγαινε μέσω Τρίπολης (Τιρέμπολου). Τη στυπτηρία της Κολώνειας (Σέμπιν Καραχισάρ), που έβγαινε μέσω Κερασούντας (Γκίρεσουν). Τον οικοδομικό λίθο της περιοχής Οίναιον (Ούνιε), που μεταφερόταν από αγκυροβόλια κοντά στα λατομεία. Και την κόκκινη γήινη χρωστική, που εξαγόταν μέσω Σινώπης (Σινόπ).
Μαζί με το παράκτιο εμπόριο, τόσο τοπικό όσο και διεθνές εμπόριο διεξαγόταν κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας με την Κριμαία, μέρος της οποίας περιλαμβανόταν για κάποιο διάστημα στα κατ’ όνομα εδάφη των Μεγάλων Κομνηνών.
ΠΟΤΑΜΙΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
Όλα τα ποτάμια του Πόντου, εκτός από τρία, είναι απότομα και χειμαρρώδη στην κάθοδό τους στη θάλασσα και εντελώς ακατάλληλα για ναυσιπλοΐα, αλλά πολλοί εξακολουθούν να χρησιμεύουν για τη μεταφορά κορμών δέντρων στη θάλασσα, όπου η ξυλεία χρησιμοποιείται για ναυπηγική, σπίτια και έπιπλα. Η ξυλεία μπορεί επίσης να χρησιμοποιούνταν και να εξαγόταν με αυτόν τον τρόπο κατά τη βυζαντινή περίοδο.8
Στο δυτικό άκρο του Πόντου, ο Άλυς (Κιζίλ), είναι πλωτός στην ενδοχώρα μέχρι το Τσελτίκ, το οποίο βρίσκεται αρκετά μέσα στην οροσειρά. Κεραμίδια κατασκευάζονται και μεταφέρονται με το ποτάμι προς τα κάτω, από το χωριό Κουρουτσάι. Πιθανόν η βιομηχανία αυτή να υπήρχε ήδη στους βυζαντινούς χρόνους και να χρησιμοποιούσε την ποτάμια διαδρομή, αφού η διαδικασία για τη μεταφορά των σκαφών προς τα πάνω είναι απλή. Τα άδεια σκάφη πλέουν ή ρυμουλκούνται προς τα πάνω. Τέσσερις ή πέντε τόνοι κεραμιδιών μεταφέρονται προς τα κάτω από κάθε σκάφος το καλοκαίρι και η διπλάσια ποσότητα τον χειμώνα, όταν ο ποταμός είναι βαθύτερος.9 Ίσως κατά μήκος αυτής της διαδρομής του Άλυ διέφυγαν στη θάλασσα οι επιζώντες της μάχης του Φαζημώνος (Μερζιφόν) το 1101.10 Αποτελεί φυσική εναλλακτική λύση στη χερσαία οδό από την Αμισό (Σαμσούν) για επικοινωνία με τις πόλεις της ενδοχώρας στον νότο και για την εξαγωγή προϊόντων από τις περιοχές Δαζιμωνίτιδος (Καζοβάσι) και Αμάσειας (Αμάσια). Η ύπαρξη της κλασικής Θεμίσκυρας (Τέρμε) και των μεσαιωνικών Λιμνίων (Τασλίκ ;), στο δέλτα του Ίρι (Γεσίλ) υποδηλώνει ότι αυτός ο ποταμός μπορεί επίσης να ήταν πλωτός για μεγάλη απόσταση στην ενδοχώρα, και αν η εικασία μας για την ταυτότητα της μεσαιωνικής Κιντής είναι σωστή, από αυτή τη διαδρομή προχώρησε προς την ενδοχώρα στη Νεοκαισάρεια (Νικσάρ) η άτυχη εκστρατεία του Ιωάννη Κομνηνού.11 Όμως δεν έχουμε εξερευνήσει αυτό το ποτάμι και μια διαδρομή προς νότο θα χρειαζόταν περαιτέρω επαλήθευση.
Στο ανατολικό άκρο του Πόντου ο Άκαμψις είναι πλωτός περίπου μέχρι τις εκτάσεις πάνω από το Αρτβίν, και εμπορεύματα μπορούσαν να στέλνονται από την πόλη Αρδανούτζιον (Αρντανούτς) στις εκβολές του ποταμού κοντά στον Βαθύ (Βατούμ), για διαμετακόμιση προς τα δυτικά δια θαλάσσης, ενώ εισαγόμενα εμπορεύματα να στέλνονται αντίθετα στο ρεύμα. Ο Άκαμψις μπορεί επίσης να χρησίμευε για την εξαγωγή πλεοναζόντων φρούτων, κρασιού, μελιού και ξυλείας από την επαρχία Ταό και για τη μεταφορά του μεταλλεύματος χαλκού της Μούργουλης πριν από τη διάνοιξη του δρόμου μέσω Μπόρτσκα και κατά μήκος των βουνών στη θάλασσα στη Χόπα. Ο Γκουαρατσίνο γράφει ότι το ταξίδι αντίθετα στο ρεύμα κρατούσε δύο περίπου ημέρες και το ταξίδι στην κατεύθυνση ροής του ποταμού εννέα περίπου ώρες. Η περιοχή της Μπόρτσκα κατασκεύαζε τούβλα και πήλινα πιθάρια που εξάγονταν μέσω του ποταμού και πωλούνταν κατά μήκος της ακτής μεταξύ Ρίζε και Βατούμ. Αυτή η βιομηχανία, όπως και η παρόμοια στο Τσελτίκ επί του Κιζίλ, ίσως χρονολογείται από τη βυζαντινή περίοδο. Τα σκάφη που κατέγραψε ο Γκουαρατσίνο είχαν μήκος περίπου 15 μέτρα και πλάτος 1,25 μέτρα και μετέφεραν φορτίο 6 μέχρι 8 τόνων. Όμως ο Γκουαρατσίνο σημειώνει ότι οι έμποροι από την Τραπεζούντα ή την Κωνσταντινούπολη με εμπορεύματα για το Αρτβίν προτιμούσαν να τα εκφορτώνουν στη Χόπα για χερσαία μεταφορά, κάτι που χρειαζόταν δεκαοκτώ ώρες και ήταν σαφώς πιο ασφαλές και ευκολότερο από τη διαδρομή αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού.12
Τα στοιχεία του Μπραντ είναι μάλλον διαφορετικά για τις ποτάμιες και χερσαίες διαδρομές. Δίνει το ταξίδι από τις εκβολές του ποταμού προς το Αρτβίν ως οκτώ μέχρι δέκα ημέρες και το ίδιο ταξίδι προς τα κάτω ως τρεις ημέρες, αλλά ο Γκουαρατσίνο φαίνεται ότι ήταν καλύτερα ενημερωμένος και έκανε ο ίδιος το προς τα κάτω ταξίδι.13
ΧΕΡΣΑΙΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ, ΑΝΑΤΟΛΗ-ΔΥΣΗ
Παράκτιες διαδρομές
Οι περιηγητές, από τον Ξενοφώντα μέχρι τους Ρώσους εισβολείς του 1915, βρήκαν δύσκολη την προέλαση κατά μήκος της ακτής από τη στεριά.14 Αυτό οφείλεται στις πολυάριθμες εσοχές που προκαλούνται από τις διαδοχικές κοιλάδες των ποταμών, που μέχρι πρόσφατα μετέτρεπαν τον παραλιακό δρόμο σε μια σειρά από ζιγκ-ζαγκ πάνω, κάτω και κατά μήκος των βουνών, φτάνοντας στην ενδοχώρα στον πρώτο διαθέσιμο δρόμο πάνω από τον χείμαρρο του ποταμού. Όμως, η ύπαρξη παράκτιας διαδρομής μαρτυρείται από τους Πίνακες Πόιτινγκερ,15 οι οποίοι σημειώνουν σταθμούς μεταξύ του ακρωτηρίου Κάραμβις στα δυτικά και του Βαθέος στα ανατολικά. Η διαδρομή φαίνεται να εκτείνεται στο μεγαλύτερο μέρος της κατά μήκος της θαλάσσιας ακτής και είναι πολύ πιθανό να αντιπροσωπεύει θαλάσσια διαδρομή για μεγάλο μέρος του δρόμου, αλλά σίγουρα υπήρχε κάποιου είδους δρόμος κατά μήκος του μεγαλύτερου μέρους της ακτής. Ο Ιντρίσι, γράφοντας τον 12ο αιώνα, φαίνεται να περιγράφει χερσαία διαδρομή κατά μήκος της ακτής από την Τραπεζούντα μέχρι την Κωνσταντινούπολη που διαρκεί εικοσιοκτώ ημέρες, αλλά τα μέρη που αναφέρονται φαίνονται όλα να είναι στην ακτή και είναι πιθανό ότι πρόκειται για θαλάσσιο διαδρομή.16 Δεν υπάρχει ακόμη παραλιακός δρόμος στα δυτικά μεταξύ Τζίντε και Ινέμπολου, αλλά, μεταξύ των περιηγητών του 19ου αιώνα, ο Πρόισερ περιέζωσε την ακτή προς τα ανατολικά από την Άμασρα στην Ινέμπολου και ο Χίρσφελντ ταξίδεψε σε μικρότερο τμήμα της μεταξύ Αιγινήτη (Χατζηβελίογλου Ισκέλεσι) και Τσατάλ Ζεϊτούν (Τσαταλζεϊτίν).17 Από τις Παύρες (Μπάφρα) ανατολικά μέχρι το Πολεμώνιον (Φάτσα) δεν υπάρχουν μεγάλα εμπόδια σε παράκτια διαδρομή, με την προϋπόθεση ότι μπορούμε να εξασφαλίσουμε υπηρεσίες πορθμείων για τη διέλευση από τους ποταμούς. Από το Πολεμώνιον προς τα ανατολικά οι πλευρές των βουνών γίνονται όλο και πιο ψηλές και τα ποτάμια πιο χειμαρρώδη, κάνοντας το χερσαίο ταξίδι δύσκολο, ενώ η διαδρομή φαίνεται να διασχίζει τα μεγαλύτερα ακρωτήρια όπως το Γιάσον Μπουρουνού και το Τσαμ Μπουρουνού. Τα τμήματα μεταξύ Ορντού και Γκίρεσουν και μεταξύ Πλατάνων και Σούρμενε δεν παρουσιάζουν μεγάλα εμπόδια σε παράκτια διαδρομή και πάντοτε θα υπήρχαν σύντομες εύκολες διαδρομές γύρω από πολλούς από τους όρμους, αλλά γενικά μπορεί να παρατηρηθεί ότι τα βουνά πλησιάζουν στη θάλασσα στην Τραπεζούντα, κάνοντας το χερσαίο ταξίδι πολύ κοπιαστικό. Ο Εβλία Τσελεμπή ταξίδεψε σε όλο το μήκος της ακτής μέχρι το Βατούμ μέσω θαλάσσης, αν και καταγράφει ότι ένα απόσπασμα εκατό ανδρών πήγε από τη Γκίρεσουν στην Τραπεζούντα από τη στεριά.18 Ο Κίνεϊρ, ο οποίος ήταν αποφασισμένος περιηγητής, έφτασε από τη Σαμσούν ως τη Γκίρεσουν από τη στεριά, αλλά η αφήγησή του καθιστά σαφές ότι αυτό ήταν ασυνήθιστο. Στην Ούνιε «ο μουτεσελίμ ήθελε να πραγματοποιήσουμε το υπόλοιπο του ταξιδιού μας στην Τραπεζούντα δια θαλάσσης, προσθέτοντας ότι δεν ήταν συνηθισμένο να πηγαίνουν οι ταξιδιώτες από τη στεριά», ενώ στο Ορντού, «σε συνάντηση που είχαμε σήμερα το πρωί με τον αγά του τόπου, δήλωσε ότι “καθώς ήταν τρέλα να σκεφτόμαστε να ταξιδέψουμε από τη στεριά, είχε διατάξει μια φελούκα να μας μεταφέρει στην Κερασούντα”».19
Ο πρόξενος Μπραντ, γράφοντας το 1835, είναι αρκετά κατηγορηματικός για το ανατολικό άκρο: «Από την Τραπεζούντα μέχρι το Βατούμ η απόσταση είναι 60 ώρες, ή τόσες λεύγες. Μπορεί να εκτελεστεί μόνο με σκάφη. Δεν υπάρχουν διαβατοί δρόμοι».20 Όμως, η θάλασσα μπορούσε πάντοτε να αποδεικνύεται επικίνδυνη, και οι έμποροι φαίνεται ότι την απέφευγαν όταν μπορούσαν. Ο Ταβερνιέ αναφέρεται στη θαλάσσια διαδρομή από την Κωνσταντινούπολη προς την Περσία και παρατηρεί ότι, αν και είναι πιο σύντομη, δεν είναι δημοφιλής στους εμπόρους λόγω της κακοκαιρίας. Πιο κάτω δίνει τα καλύτερα λιμάνια κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας ως Quitros, Sinabe, Onuye, Samson, Trebisonde και Gomme. Υπολογίζει την απόσταση από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Τραπεζούντα ως 970 μίλια και από την Τραπεζούντα μέχρι τη Γκονίγια (Γωνία) ως 200 μίλια.21 Ο Πόκοκ παρατηρεί: «Κανένα καραβάνι δεν πηγαίνει σε εκείνα τα μέρη [Σινώπη], επειδή η θάλασσα του Ευξείνου είναι επικίνδυνη και τα λιμάνια της είναι κακά. Γι’ αυτό το εμπόριο είναι ελάχιστο με αυτόν τον τρόπο. Και αν η Μαύρη Θάλασσα είχε περισσότερη ναυτιλία, θα πλήγωνε την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, αν και ο κίνδυνος γι’ αυτήν πρέπει να είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο τα εμπορεύματα μεταφέρονται τόσο μακρύ ταξίδι χερσαία από την Κωνσταντινούπολη στην Τοκάτ, που δεν μπορεί να είναι πάνω από τέσσερις ή πέντε ημέρες διαδρομή από τη θάλασσα».22
Εσωτερικές διαδρομές
Γενικές Παρατηρήσεις
Η Μικρά Ασία είναι προγεφύρωμα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας και ο τρόπος για τη διάσχισή της ήταν από τρεις κύριους αρτηριακούς δρόμους, καθένας με παραλλαγές. Ο πρώτος διέσχιζε διαγώνια από τα βορειοδυτικά προς τα χαμηλότερα ή πιο νότια τμήματα του οροπεδίου της Ανατολίας, ένας δεύτερος περνούσε κατά μήκος του κεντρικού και ένας τρίτος κατά μήκος του άνω ή βόρειου τμήματος της χώρας.23 Η Άννα Κομνηνή αναφέρει ως «γρήγορη διαδρομή» τη νότια διαδρομή που ακολούθησαν οι Σταυροφόροι και αναφέρει τη μεσαία διαδρομή «ευθεία προς Χοροσάν», την οποία ήθελαν να ακολουθήσουν οι Φράγκοι το 1101.24
Η πάνω διαδρομή είναι αυτή που μας απασχολεί, αφού το ανατολικό μισό της διέσχιζε τον νότιο Πόντο. Ο δρόμος εκτεινόταν από την Κωνσταντινούπολη στα δυτικά μέχρι τη Θεοδοσιούπολη στα ανατολικά, και από εκεί και μετά στον Καύκασο ή την κεντρική Ασία.25 Σε μεγάλο μέρος της απόστασης υπήρχαν εναλλακτικές διαδρομές, τις οποίες θα συζητήσουμε πιο κάτω. Οι οροσειρές της Βιθυνίας και του Πόντου εκτείνονται με κατεύθυνση από δυτικά προς ανατολικά και ανάμεσά τους βρίσκονται οι μεγάλες ρωγμές που σχηματίζουν τις ρηξιγενείς κοιλάδες των ποταμών. Έτσι υπάρχει φυσικό πλαίσιο για πλευρικές διαδρομές, ενώ δεν υπάρχει τέτοιο για επικοινωνία από βορρά προς νότο, εκτός από την περίπτωση της κοιλάδας του Ευφράτη. Πρέπει να θυμόμαστε ότι θα υπήρχαν εποχιακές διακυμάνσεις στην πορεία του δρόμου, καθώς η προστασία από τις καιρικές συνθήκες και τους αποκλεισμούς του χιονιού επηρέαζαν τα χειμερινά ταξίδια, ενώ η ταχύτητα, η ασφάλεια ή η εύρεση ζωοτροφών για τους στρατούς επηρέαζαν τα καλοκαιρινά ταξίδια. Τα αποδεικτικά στοιχεία για την πορεία των δρόμων μπορούν να χωριστούν σε πέντε κατηγορίες. Πρώτον, τα φιλολογικά στοιχεία των αρχαίων γεωγράφων και οι κατάλογοι Αντωνίνου, Πόιτινγκερ και μεσαιωνικοί. Θεωρήσαμε προσωρινά αυτά τα φιλολογικά στοιχεία ως ίσης μεταξύ τους αξίας. Όμως, είναι προφανές από τον μεγαλύτερο αριθμό σταθμών που αναφέρονται στους Πίνακες Πόιτινγκερ, ότι συχνά περιγράφουν δρόμους διαφορετικούς από εκείνους των Οδοιπορικών Αντωνίνου. Ένα καλό παράδειγμα για αυτό προσφέρουν οι δύο κατάλογοι σταθμών μεταξύ Σατάλων (Σαντάκ) και Τραπεζούντας, οι οποίοι σχεδόν σίγουρα αντιπροσωπεύουν τους καλοκαιρινούς και χειμερινούς δρόμους αντίστοιχα.26 Τα βυζαντινά χρονικά σπάνια ή ποτέ δεν αναφέρουν τους δρόμους ως τέτοιους, αλλά τα τοπωνύμια που αναφέρουν κατά την περιγραφή μιας εκστρατείας βοηθούν τουλάχιστον στο να διαπιστωθεί το γεγονός ότι υπήρχαν δρόμοι μεταξύ των πόλεων που αναφέρουν. Η δεύτερη κατηγορία αποδεικτικών στοιχείων παρέχεται από τα ορόσημα. Τρίτη είναι η ύπαρξη αρχαίων ερειπίων. Τέταρτη, οι αφηγήσεις των περιηγητών των οποίων οι διαδρομές, εφόσον ταξίδευαν με άλογα, είναι πιθανό να διέφεραν ελάχιστα από τις διαδρομές που χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί ή οι Ρωμαίοι. Και πέμπτη, οι γεωγραφικές μας παρατηρήσεις.
Το δυτικό τμήμα της άνω ή βόρειας διαδρομής μέσω της Ανατολίας φαίνεται να ακολουθούσε την πορεία του σύγχρονου αυτοκινητοδρόμου από Κωνσταντινούπολη προς Άγκυρα (Άνκαρα), μέχρι την πόλη Κράτεια Φλαβιούπολη (Γκέρεντε). Ένας βόρειος δρόμος προχωρούσε από την Κράτεια Φλαβιούπολη στην κοιλάδα του Αμνία (Γκιοκ), και στη συνέχεια διασχίζοντας τον ποταμό Άλυ, μέσω Ανδράπας (Βεζίρκιοπρου) και των περιοχών Φαζημωνίτις (Μερζιφόν), Χάβζα (Λαντίκ) και Φανάροια (Τάσοβα) και κατά μήκος της γενικής γραμμής της κοιλάδας του Λύκου προς Κολώνεια και Θεοδοσιούπολη. Αυτός ο δρόμος υπήρχε σχεδόν σίγουρα όταν ο Πομπήιος ίδρυσε νέες πόλεις κατά μήκος του. Ο Μάνρο παρατηρεί: «Είναι δελεαστικό να βλέπεις στις αποικίες του Πομπήιου, την Πομπηιούπολη, Νεάπολη, Μαγνόπολη, Διόπολη και Νικόπολη, σειρά σταθμών στη μεγάλη αρτηρία που διασχίζει τη Βιθυνία και τον Πόντο».27
Μια πιο νότια και άμεση διαδρομή προχωρούσε από τη Γκέρεντε μέσω της Τόσια, στη συνέχεια από τα Πιμόλισα (Οσμαντζίκ) και την Αμάσεια, μέσω Δαζιμωνίτιδος (στρατιωτικό σημείο συγκέντρωσης στο Καζοβάσι)28 και Κομάνων Ποντικών (Γκόμενεκ). Από εκεί ακολουθούσε την κοιλάδα του Ίρι και μπορούσε είτε να ενωθεί με τη βόρεια διαδρομή είτε να συνεχίσει κατευθείαν ανατολικά προς την πεδιάδα της Νικόπολης (Πουρκ). Ένας εναλλακτικός δρόμος προς τα ανατολικά διακλαδιζόταν προς νότο στη Δοκεία (Τοκάτ), για να πάει στη Σεβάστεια (Σίβας). Από εκεί, οι διαδρομές απλώνονταν προς βορρά μέσω Νικόπολης και Κολώνειας προς την ακτή της Μαύρης Θάλασσας ή προς τα ανατολικά μέσω των ίδιων πόλεων και μέσω Σατάλων προς Θεοδοσιούπολη ή προς τα ανατολικά μέσω Τεφρικής (Ντιβριγί) και κατά μήκος της γραμμής του Ευφράτη μέχρι την Έριζα στην Ακιλισηνή (Ερζιντζάν) και τη Θεοδοσιούπολη (Κάριν, Ερζερούμ).29 Μια άλλη διαδρομή που πέφτει έξω από τα όρια του Πόντου, κατευθυνόταν νοτιοανατολικά προς τη Μελιτηνή (Μαλάτεια), και από εκεί πέρα από τον Ευφράτη και προς τις βόρειες όχθες της λίμνης Θωσπίτις (Βαν) στο Χλιάτ (Αχλάτ). Αυτοί εξακολουθούσαν να είναι οι συνήθεις εμπορικοί δρόμοι από την Κωνσταντινούπολη προς την Ταμπρίζ και τον Καύκασο μέχρι ότου η εισαγωγή του ατμόπλοιου και η κατασκευή ενός αμαξιτού δρόμου τον 19ο αιώνα εξέτρεψε το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου προς τα λιμάνια της Σαμσούν και της Τραπεζούντας. Ίσως το τελευταίο πλήρως καταγεγραμμένο ταξίδι κατά μήκος της βόρειας διαδρομής για επαγγελματικούς σκοπούς έγινε από τους Αμερικανούς ιεραπόστολους Ντουάιτ και Σμιθ το 1833.30 Η αφήγησή τους είναι ανεκτίμητη. Πολλοί από τους σταθμούς αλλαγής αλόγων που χρησιμοποίησαν ανάγονται στη ρωμαϊκή ή βυζαντινή περίοδο και δίνουν χρόνο εικοσιπέντε ημερών (262 ωρών ιππασίας) και απόσταση περίπου 786 μιλίων για τη διαδρομή από την Κωνσταντινούπολη μέχρι το Ερζερούμ. Ένα αρμενικό δρομολόγιο του 10ου αιώνα φαίνεται ότι ακολουθεί την ίδια διαδρομή, αλλά δίνει μόνο τις πιο σημαντικές ενδιάμεσες στάσεις, υπολογίζοντας την απόσταση σε 675 μίλια.31 Το ταξίδι με φορτωμένο εμπορικό καραβάνι φαίνεται ότι διαρκούσε δύο περίπου μήνες, ενώ ένας γρήγορος αγγελιοφόρος μπορούσε να καλύψει ολόκληρη την απόσταση σε εννέα περίπου ημέρες. Ο Μοριέ αναφέρει ότι κοντά στα Χερίανα (Σεϊράν, Ουλού Σιράν), συνάντησε τρεις τάταρ αγγελιοφορους για Ερζερούμ. Είχαν φύγει από την Κωνσταντινούπολη επτά ημέρες νωρίτερα, και θα χρειάζονταν δύο περίπου ημέρες ακόμη για να ολοκληρώσουν το ταξίδι.32 Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι αυτοί οι χρόνοι θα ήσαν αισθητά διαφορετικοί στη ρωμαϊκή ή τη βυζαντινή περίοδο. Άλλοι πρώτοι περιηγητές που χρησιμοποίησαν τη διαδρομή ή μέρος αυτής ήσαν οι Ιμπν Μπατούτα, ντ’ Αραμόν, Νιούμπερι, Εβλία Τσελεμπή, ντε λα Μπουλάι λε Γκουζ, Μέλτον, Ταβερνιέ, Τουρνεφόρ, Ούζλι, Μοριέ, Φοντανιέ, Κίνεϊρ, Κερ Πόρτερ και Φρέιζερ. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής του από την Ινδία, ο αιδεσιμότατος Χένρι Μάρτιν πέθανε στον ίδιο δρόμο στην Τοκάτ το 1813.33
Δεν επιχειρήσαμε να ανιχνεύσουμε την ακριβή πορεία των διακλαδώσεων του κύριου δρόμου προς τα ανατολικά, από τη Βιθυνία προς τον Πόντο, αλλά είναι γνωστές και σημειὠνονται στον γενικό μας χάρτη.34
Οι δρόμοι προς ανατολάς από Δοκεία (Δαζιμώνα, Τοκάτ), Κόμανα Ποντικά (Γκούμενεκ) και Νεοκαισάρεια (Νικσάρ) προς Νικόπολη (Πουρκ) και προς Κολώνεια (Σέμπιν Καραχισάρ)
Η πορεία του δρόμου βόρεια της Δαζιμώνος μέσω Κομάνων Ποντικών και Νεοκαισάρειας είναι καθαρή.35 Από τα Κόμανα Ποντικά και από τη Νεοκαισάρεια προς τα ανατολικά, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό για το επί πόσου μήκους βρίσκονταν οι δρόμοι στις κοιλάδες του Λύκου ή του Ίρι, ή αναπτύσσονταν κατά μήκος των πλευρικών βουνών. Όλα αυτά έχουν καταγραφεί ως διαδρομές από περιηγητές κατά μήκος αυτής της διαδρομής. Την ύπαρξη βυζαντινής διαδρομής προς Κολώνεια (Σέμπιν Καραχισάρ) υποδηλώνουν αραβικές πηγές. Μια από αυτές αναφέρει ότι η Κολώνεια ήταν ο εξηκοστός σταθμός ανάπαυσης στον δρόμο από την Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν δίνει πληροφορίες για την πραγματική πορεία του δρόμου.36
Και μια άλλη, ο Αλ Μουκαντάσι, το δίνει ως μέρος διαδρομής από τη Μους προς την Κωνσταντινούπολη, με το τμήμα Κολώνεια προς Νεοκαισάρεια να διαρκεί τέσσερις ημέρες.37 Ο Ρωμανός Δ΄ επέστρεψε κατά μήκος αυτού του δρόμου το 1069, όταν οι σταθμοί που αναφέρονται από τη Θεοδοσιούπολη προς τα δυτικά είναι η Κολώνεια, το Μελισσοπέτριον και η Δοκεία (Τοκάτ).38 Μαρτυρείται στην Οθωμανική περίοδο από τον Χατζή Χαλίφα που δίνει δρόμο από το Οσμαντζίκ στο Ερζερούμ. Αυτός είναι προφανώς μέρος εκείνου του κεντρικού δρόμου από την Κωνσταντινούπολη προς τα ανατολικά. Οι σταθμοί συζητούνται πιο κάτω.39
Από τη Νεοκαισάρεια (Νικσάρ) προς τη Νικόπολη (Πουρκ) και την Κολώνεια (Σέμπιν Καραχισάρ). Μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι υπήρχε ρωμαϊκός και βυζαντινός δρόμος μέχρι την κοιλάδα του Λύκου προς τα ανατολικά από τη Νεοκαισάρεια μέχρι τη Νικόπολη, παρόλο που δεν υπάρχουν λογοτεχνικά στοιχεία για αυτόν. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες συνίστανται στην καταγραφή του Μάνρο για τμήματα λιθόστρωτου δρόμου που νόμιζε ότι ήταν ρωμαϊκής εποχής, και στα ερείπια πρώιμης εποχής γέφυρας ή γεφυρών που καταγράφηκαν από τον ίδιο,40 και από τον Γκρεγκουάρ,41 στα μισά περίπου του δρόμου μεταξύ Νεοκαισάρειας και Νικόπολης.42 Μεταξύ των αρχαιολόγων, μόνο ο Μάνρο και οι Κουμόντ ταξίδεψαν κατά μήκος των κορυφογραμμών των βουνών στη βόρεια πλευρά του Λύκου.43 Οι Κουμόντ κατέβηκαν στην ίδια την κοιλάδα μόνο στο Ρεσαντίγιε, περίπου στα μισά του δρόμου μεταξύ Νεοκαισάρειας και Anniaca. Από την Anniaca (Κογιουλχισάρ) ακολούθησαν την κοιλάδα του ποταμού, η οποία είναι πλατιά και έχει ήπιες κλίσεις, μέχρι το σημείο που την εγκατέλειψαν και έστριψαν βόρεια προς Κολώνεια. Στο ίδιο περίπου σημείο με τη βόρεια στροφή, μια πλευρική κοιλάδα προς νότο οδηγεί ανεβαίνοντας στην πεδιάδα της Νικόπολης. Ανατολικά αυτής της διασταύρωσης ο Λύκος εισέρχεται σε φαράγγια, από τα οποία δεν απελευθερώνεται μέχρι τη Ζάγπα. Αυτό το τμήμα της κοιλάδας δεν είναι κατάλληλο για δρόμο. Ως εκ τούτου, οι δύο μεγάλοι σταθμοί της Κολώνειας και της Νικόπολης απέχουν πολύ από την κοιλάδα του Λύκου, βόρεια και νότια αντίστοιχα. Ο Χατζή Χαλίφα δίνει μια βόρεια διαδρομή μεταξύ Οσμαντζίκ, Πιμόλισων και Ερζερούμ, μέρος της οποίας είναι τώρα σχετικό. Καταγράφει το Νιγσάρ (Νικσάρ), ακολουθούμενο από το Τελμέσε, το Χατζή Μουράτ και την πεδιάδα του Ατσκάρ. Αν Τελμέσε είναι το Τιλέμσε, τότε φαίνεται πιθανό ότι η διαδρομή του Χατζή Χαλίφα μπορεί να βρισκόταν ακριβώς στις όχθες του Λύκου, καθώς το Τιλέμσε βρίσκεται πολύ κοντά στο Ρεσαντίγιε και Χατζή Μουράτ πρέπει να είναι το ερειπωμένο χάνι στο Ασάγι Καλέ Κογιού, αντίστοιχο με την Anniaca (Κογιουλχισάρ). Η πεδιάδα του Ατσκάρ είναι πιθανώς η πεδιάδα της Νικόπολης, η Σουσεχρί Οβάσι.44
Η διαδρομή Κίπερτ προς τα ανατολικά από τη Νεοκαισάρεια στη Νικόπολη, συγκεντρωμένη από αφηγήσεις περιηγητών, αναπτύσσεται στις κορυφογραμμές των βουνών στα βόρεια του Λύκου.45 Στον χάρτη του ο Μάρεϊ ακολουθεί επίσης αυτό το τμήμα του δρόμου στα βουνά βόρεια του Λύκου.46 Δίνει τους σταθμούς ως Άλμα, Ερμένου (μη αναγνωρίσιμοι και οι δύο), Κοτάνις (Κοτάνι) και Ισκερσού (Μπερεκετλί ή χωριό επί του ποταμού Ντελίτζε). Εδώ οι δρόμοι του χωρίζονται: ο κύριος προχωρά προς τα ανατολικά μέσω Καλέντιμπι, και Κιζιλτζεουρέν (Κιζιλτζαβιράν), προς Γιαγσιάν (Γιαγσιγιάν). Ένας δεύτερος βρόχος εκτείνεται προς νότο, προς Κασομπά (Κούζμπαγι ;). Αυτή η διαδρομή μπορεί να αντιπροσωπεύει τον δρόμο προς τα κάτω, για να ξανασυναντήσει τον Λύκο κοντά στο Ρεσαντίγιε. Η τοποθέτηση των κεντρικών σταθμών από τον Μάρεϊ είναι ανακριβής, αλλά οι δύο τελευταίοι σταθμοί του, ο Αφάν (Αφάν) και ο Τσαρντάκ (Τσαβντάρ), συγκροτούν αναγνωρίσιμη διαδρομή προς Κοϊλιχισάρ (Κογιουλχισάρ).
Ο Εβλία Τσελεμπή ταξίδεψε από τη Νικσάρ στο Σέμπιν Καραχισάρ. Μεταξύ Νικσάρ και Κογιουλχισάρ, καταγράφει τα Καριεμπάς, Τσιφτλίκ, Ισκεφσέρ, Σάχνα, Τεκίνε και Τσαντάρ. Ο πρώτος και ο τελευταίος από αυτούς τους σταθμούς μπορεί να ταυτίζονται με τα χωριά Μπαστσιφτλίκ και Τσαβντάρ αντίστοιχα, αλλά δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε τα ονόματα των ενδιάμεσων. Αν οι δύο μας ταυτοποιήσεις είναι σωστές, η διαδρομή του Εβλία διέσχιζε τα βουνά στα βόρεια του Λύκου, αλλά πολύ πιο βόρεια από τη διαδρομή Κουμόντ, ενώ μπορεί να ταξίδεψε έμμεσα, κάνοντας παρακάμψεις προς τα βόρεια και τα νότια.47
Ο Ούζλι ταξίδεψε δυτικά διαμέσου των βουνών. Αναφέρει ότι άφησε την κοιλάδα του Λύκου στο Κουιλχισάρ (Κογιουλχισάρ) και ότι την πρώτη νύχτα κοιμήθηκε στο δάσος του Έιντερ Ουρμάνι (Ιγντίρ Ορμανλάρι). Τη δεύτερη μέρα πέρασε από το Ισκέρ Σου και το κάστρο του, που δυστυχώς τώρα δεν φαίνεται στον χάρτη. Τόπος ανάπαυσής του τη δεύτερη νύχτα ήταν το Κουτάνι (Κοτάνι). Αν ταξίδευε σε άμεσο δρόμο, το κάστρο έπρεπε ίσως να βρίσκεται στην άνω όχθη του ποταμού Ντελίτζε γύρω από το Χασανσεΐχ ή το Ουλουκιόι. Την τρίτη μέρα πέρασε από το Ερμενλί (που δεν είναι πια αναγνωρίσιμο, εκτός αν είναι το Ελματζίκ) και το Μποστσιφτλίκ (Μπαστσιφτλίκ) για να φτάσει στη Νικσάρ. Κάνει τη χρήσιμη παρατήρηση ότι «εκτός από τον καλοκαιρινό ή δασικό δρόμο, μάθαμε ότι υπήρχε και άλλος, αλλά πολύ κακός, κατά μήκος του ποταμού».48
Η περιγραφή του Κερ Πόρτερ για αυτό το τμήμα του δρόμου είναι επιπόλαια, αλλά φαίνεται ότι ακολούθησε τη διαδρομή του Ούζλι. Αναφέρει τα Ίσα-Κοσάρ, Ισκέρ Σου (;), Αρμάρι και Άλμα, ένα από τα οποία θα πρέπει να ήταν το Ελματζίκ, και το Μπάτσι Τσιφλίκ (Μπαστσιφτλίκ).49
Ο Μοριέ, ταξιδεύοντας δυτικά από το Καραχισάρ (Σέμπιν Καραχισάρ) αναφέρει τα Κούλεϊ Χισάρ (Κογιουλχισάρ), Ισκέρ Σου (Μπερεκετλί ;), Χασανσέι (;), Ουλουκιόι (;) και Κιζίλ Ταβεράν (Κιζιλτζαβιράν). Είναι σαφές ότι και αυτός παρέμενε στα βουνά βόρεια του Λύκου. Σημειώνει: «Πέντε περίπου μίλια από το Ισκέρ Σου στα αριστερά του δρόμου υπάρχει ένας βράχος εντελώς απομονωμένος ανάμεσα σε καταπράσινα χωράφια. Είναι από σκληρό γκρίζο γρανίτη, στον οποίο έχει ανασκαφεί, σίγουρα με πολύ κόπο, ένας θάλαμος 9 τετραγωνικών μέτρων, με ένα κάθισμα και δύο εσοχές. Αριστερά από το εσωτερικό κατά την είσοδο υπάρχει σχήμα που, λόγω της ομοιότητάς του με σταυρό, με έκανε να υποθέσω ότι το σημείο στο οποίο εμφανιζόταν ήταν αναχωρητήριο κάποιων από τους πρώτους χριστιανούς».50 Αυτό, μαζί με το κάστρο Ισκέρ Σου του Ούζλι και μια πέτρα με σταυρούς στη Μεσουντιγιέ, την οποία σημείωσαν οι Χόγκαρτ και Μάνρο,51 φαίνεται να είναι οι μόνες αναφορές για πιθανές βυζαντινές αρχαιότητες κατά μήκος της ορεινής διαδρομής.
Οι Σμιθ και Ντουάιτ ακολούθησαν τη βόρεια ορεινή διαδρομή, σταματώντας στο Κότελι (Κόρτελος 😉 και στο Κοϊλισάρ (Κογιουλχισάρ).52 Ο πρόξενος Μπραντ ταξίδεψε στην ίδια διαδρομή μέχρι το Κουλεχισάρ (Κογιουλχισάρ), και μετά παρέμεινε στην κοιλάδα του Λύκου.53
Ο Τσιχάτσεφ ταξίδεψε επίσης κατά μήκος αυτών των βόρειων βουνών και δίνει μια γεωλογική τομή τους. Από τη Νικσάρ κατονομάζει τα Μπας Τσιφλίκ (Μπαστσιφτλίκ), Έλμενεκ (Ελματζίκ), Κοτάνις (Κοτάνι), Κοσαμπά (Κούζμπαγι), στην κοιλάδα του Ντιλέτζι Σου (Ντελίτζε Σου), Γιαγσιάν (Γιαγσιγιάν), Αφάν (Αφάν), Τσαρντάκ (Τσαβντάρ;) και Κοϊλι Χισάρ (Κογιουλχισάρ).54
Η αφήγηση του Τέσνερ είναι κάπως συγκεχυμένη, αλλά προσθέτει το Ασαρτζίκ (το οποίο κακώς ήθελε να αλλάξει σε Χισαρτζίκ), το Τσάκρας (Τσακράζ), του Ερμανίκ (;) και το Κιζιλτζορέν (Κιζιλτζαβιράν). Υπογραμμίζει ότι το πρώιμο αντίστοιχο του Κογιουλχισάρ ήταν το τώρα κατεστραμμένο χάνι του Χατζή Μουράτ στο Ασάγι Καλέ, και ότι αυτός μπορεί κάλλιστα να ήταν ο ρωμαϊκός και πρωτο-βυζαντινός σταθμός Anniaca.55 Η συναίνεση περιηγητών υποδηλώνει ότι ο διαδρομή από τη Νεοκαισάρεια (Νικσάρ) προς την Anniaca (Κογιουλχισάρ) διαρκούσε δύο έως τέσσερις ημέρες. Το κάστρο και ο σταυρός που ήταν σκαλισμένος σε μια σπηλιά κοντά στο Ισκέρ Σου, ο οποίος αναφέρεται από τον Ούζλι και τον Μοριέ, είναι ίσως ενδεικτικά βυζαντινής τοποθεσίας. Προτείνουμε ότι ο Ισκέρ Σου μπορεί να είναι είτε ο ποταμός Ντελίτζε στην περιοχή μεταξύ Ουλουκιόι και Χασανσεΐχ, ή ο σύγχρονος Μπερεκετλί.56 Επομένως, μια διαδρομή σε αυτό το τμήμα της χώρας είναι πιθανό να ακολουθούσε μια γραμμή μέσω Μπαστσιφτλίκ, Ελματζίκ, Κοτάνι ή Κετένιγι, Ουλουκιόι ή Χασανσεΐχ, Φιντιτζάκ ή Κιζιλτζαβιράν, Αφάν και Τσαβντάρ, για να φτάσει στο Κογιουλχισάρ.
Το κάστρο στη Σισόρτα μπορεί να υποδεικνύει ότι μια απευθείας διαδρομή από τη Νεοκαισάρεια (Νικσάρ) προς την Κολώνεια (Σέμπιν Καραχισάρ) διακλαδωνόταν βορειοανατολικά από το Αφάν στο Matuasco (Μεσουντιγιέ) και από εκεί ανατολικά μέσω Sisorta έως την Κολώνεια.
Μια νότια εκδοχή της ορεινής διαδρομής έφευγε από τη Νεοκαισάρεια και παρέμενε πιο κοντά στα υψώματα πάνω από την κοιλάδα του Λύκου στην περιοχή της Ρεσαντίγιε. Μπορεί στη συνέχεια να συνέχιζε μέσω της μιθριδατικής τοποθεσίας Ταυλάρων (Ταβάρα ;)57 και από εκεί μέσω Εσκί Κιόι και Ιγντιρορμάνι μέχρι την Anniaca.
Μια άμεση εναλλακτική διαδρομή είναι να ακολουθούσε τη γραμμή του σύγχρονου αμαξιτού δρόμου στην κοιλάδα του Λύκου, για όλη την απόσταση μεταξύ Νεοκαισάρειας και Anniaca. Αυτή φαίνεται να είναι η διαδρομή του Χατζή Χαλίφα, αλλά τα φαράγγια και η δήλωση του Ούζλι υποδηλώνουν ότι δεν ήταν πολύ χρησιμοποιούμενη διαδρομή.
Από Κόμανα Ποντικά (Γκόμενεκ) στη Νικόπολη (Πουρκ) ή στην Κολώνεια (Σέμπιν Καραχισάρ). Η διαδρομή Πόιτινγκερ εκτείνεται ανατολικά από τα Κόμανα Ποντικά και όχι από τη Νεοκαισάρεια. Ο πρώτος σταθμός σε αυτόν τον δρόμο στα 16 μίλια από τα Κόμανα Ποντικά είναι η Gagonda, την οποία ο Μίλερ δίνει μεταξύ Γκεορέκ (Γκεβρέκ) και Καβακλίκ (Κεβακλίκ). Ο δεύτερος είναι η Megabula, που δόθηκε από τον Μίλερ ως Άλμους. Ο τρίτος στα 25 μίλια είναι η Danae, που δίνεται ως Σαμάιλ (Σεμάιλ). Ο τέταρτος στα 25 μίλια είναι το Speluncis, που δίνεται ως Κοστεντζάζι (;) και ο πέμπτος στα 12 μίλια είναι το Mesorome, που δίνεται ως Ορτόκ ή Τσιφτλίκ. Ο σταθμός αυτός σύμφωνα με τον Μίλερ σηματοδοτεί τη διασταύρωση με τη διαδρομή Σεβάστειας (Σίβας) προς Νικόπολη.58 Ο Γκρεγκουάρ ακολούθησε αυτή τη διαδρομή και ταύτισε τα Megabula με το χωριό Μέγελε (Μέγκελι). Στη συνέχεια πήγε στο Σαμάιλ (Σεμάιλ) και από εκεί διέσχισε τα βουνά προς βορρά, για να κατέβει στην κοιλάδα του Λύκου στον ποταμό Τσερμίκ, στο Ρεσαντίγιε. Μεταξύ Τσερμίκ και Μαντασούν (Μουντσούν, Μουντάι) βρήκε τα απομεινάρια εκείνου που θεωρούσε πρώιμη γέφυρα πάνω από τον Λύκο.59
Ο Έντουαρντ Μέλτον φαίνεται να ταξίδεψε κατά μήκος της απευθείας διαδρομής από την Τοκάτ προς την πεδιάδα της Νικόπολης, το Σουσεχρί Οβάσι. Ο πρώτος του σταθμός, το Τσαρκλικουέν, δεν είναι αναγνωρίσιμος, αλλά ο δεύτερος είναι ο Άλμους. Ο τρίτος σταθμός, Καραμπεχίρ, ακούγεται σωστός ως τουρκικό όνομα, αλλά δεν εμφανίζεται στους χάρτες μας. Ο τέταρτος στο Αντράς είναι το Εντιριάς (Σουσεχρί) και ο πέμπτος στο ανατολικό άκρο της πεδιάδας της Νικόπολης είναι το Ασπιντάρ (Εζμπιντέρ).60
Ο δρόμος αναπτυσσόταν βόρεια από την Τοκάτ, και ύστερα ανατολικά, ανηφορίζοντας την κοιλάδα του Ίρι (Γεσίλ) μέχρι τις πηγές του. Από εκεί διέσχιζε τον υδροκρίτη που σχηματίζουν τα βουνά Κιζίλ και Καρατζάμ, για να κατέβει από ελικοειδή δρόμο στην πεδιάδα της Νικόπολης.
Ο Ταβερνιέ πήγε επίσης από την απευθείας διαδρομή από την Τοκάτ προς την πεδιάδα της Νικόπολης.61 Η πρώτη του στάση ήταν στο Άλμους. Το δεύτερο τοπωνύμιό του, Τσεσμεμπελέρ, δεν είναι πια ξεκάθαρα αναγνωρίσιμο, αλλά το μπελ υποδεικνύει ορεινό πέρασμα, επομένως ο σταθμός μπορεί να βρισκόταν στις πηγές του Ίρι, κοντά στον υδροκρίτη. Ο τρίτος σταθμός του είναι ο Αντράς (Εντιριάς, Σουσεχρί) και ο τέταρτος είναι ο Ιζμπεντέρ (Εζμπιντέρ).
Ένα δρομολόγιο του Τσιχάτσεφ62 δίνει αυτή τη διαδρομή με περισσότερες λεπτομέρειες. Ταξιδεύοντας ανατολικά από την Τοκάτ, διασχίζει τους λόφους φτάνοντας στο Άλμους. Αυτή είναι βραχύτερη εγκάρσια διαδρομή από εκείνη του δρόμου που ακολουθεί τον Ίρι και στρίβει ανατολικά στα Κόμανα Ποντικά. Από το Άλμους ταξίδεψε στη βόρεια πλευρά του ποταμού μέσω Τερζί (Τιγιερί), κοντά στο Μέγελι του Γκρεγκουάρ. Στο Σαμάιλ (Σεμάιλ) διέσχισε τον ποταμό στη νότια όχθη και πέρασε μέσω Γιούμπελετ (Τεπούμπελιτ) πάνω από τους λόφους φτάνοντας στην Ίπσαλα (Ίπσιλε).63 Από εκεί ανέβηκε στις πηγές του Ίρι μέσω Χαμαρλί (;), Μουρασί (Μορβασίτ ;), Γκιουστέν (;) και Κουρντκιόι (δεν σημειώνεται σε κανένα χάρτη) δτάνοντας στο Εντερές (Σουσεχρί).
Τα δρομολόγια Ταβερνιέ και Τσιχάτσεφ επαρκούν για να αποδειχτεί η ύπαρξη αυτής της απευθείας διαδρομής προς τα ανατολικά, από την Τοκάτ ή τα Κόμανα Ποντικά.
Ο Πιτόν ντε Τουρνεφόρ φαίνεται ότι επέστρεψε από την Κολώνεια κατά μήκος της κοιλάδας του Λύκου και ακολούθησε τη διαδρομή του Γκρεγκουάρ αντίστροφα. Γράφει ότι πέρασε τον ποταμό Λύκο και συνέχισε προς το στρατόπεδο στο Άλμους. Από εκεί ήταν άλλο ένα στάδιο εννέα ωρών μέχρι την Τοκάτ.64
Ο Τζον Νιούμπερι, επιστρέφοντας από τα ανατολικά το 1581, ταξίδεψε από το Άντρε (Σουσεχρί) στο Γεολτέντερ (Κογιουλχισάρ ;): «Αυτή τη μέρα πέρασε από ένα πολύ μεγάλο κάστρο στα βόρεια του νερού». Αυτό καθιστά σαφές ότι η πρώτη του στάση ήταν το Κογιουλχισάρ. Από εκεί «περάσαμε πάνω από πολύ ψηλό βουνό… και στους πρόποδες αυτού του βουνού συναντήσαμε άλλο ποτάμι» και σταμάτησαν στο Λόνγκο. Δεν μπορέσαμε να αναγνωρίσουμε το Λόνγκο, αλλά φαίνεται ότι διέσχισε τα βουνά προς νότο και κατέβηκε στην κοιλάδα του Ίρι, έτσι ώστε το Λόνγκο να ήταν ένα από τα χωριά στο πάνω μέρος αυτού του ποταμού. Ο επόμενος σταθμός του στην Πράσσα πρέπει να ήταν πολύ κάτω στην κοιλάδα και ίσως ήταν το Μέγελι, η Megabula του Γκρεγκουάρ. Στη συνέχεια ο Νιούμπερι πέρασε από το Νάνους (Άλμους) και το Μάνεκ (Μάμο ;), για να φτάσει στην Τοκάτ.65 Αυτή ήταν επίσης περίπου η διαδρομή που ακολούθησε ο Μπαρτ, ταξιδεύοντας προς τα δυτικά. Πήγε από την Κολώνεια (Σέμπιν Καραχισάρ), στο Έντερες (Σουσεχρί) και από εκεί στο Κοϊλουχισάρ (Κογιουλχισάρ). Από το Κογιουλχισάρ συνέχισε να κατεβαίνει την κοιλάδα μέχρι το Μοντάσου (Μουντσούν). Μεταξύ των δύο καταγράφει ερείπιο κάστρου, που μπορεί να είναι το Ασάγι Καλέ. Στη συνέχεια διέσχισε τα βουνά στα νότια του, για να πέσει στην κοιλάδα του Ίρι στο Σαμάιλ (Σεμάιλ), και συνέχισε κατεβαίνοντας την κοιλάδα προς Άλμους και από εκεί μέσω Κομάνων στην Τοκάτ.66
Το άθροισμα αυτών των στοιχείων υποδηλώνει ότι η διαδρομή από την Τοκάτ και τα Κόμανα Ποντικά ανέβαινε την κοιλάδα του Ίρι, περίπου μέχρι το σημείο κάτω από την Ιπσίλε. Η διαδρομή Πόιτινγκερ προς Νικόπολη πιθανότατα συνέχιζε τότε μέχρι τις πηγές του Ίρι και συναντούσε τον δρόμο Σεβάστειας-Νικόπολης στην περιοχή της Σερεφιέ, απ’ όπου οι δύο δρόμοι συνέχιζαν μαζί, πιθανότατα στο ίχνος του σύγχρονου, μέχρι την πεδιάδα της Νικόπολης. Η θέση των σταθμών Πόιτινγκερ παραμένει αβέβαιη. Προτιμούμε, μαζί με τον Γκρεγκουάρ, να τοποθετήσουμε τη Gagonda στο Άλμους, το οποίο αναφέρεται συχνά από τους περιηγητές, και τη Megabula στο Μέγελι, όπου τόσο η απόσταση από Gagonda (Άλμους) όσο και η μορφή του παρόντος ονόματος ευνοούν την ταύτιση. Οι τρεις τελευταίοι σταθμοί πριν από τη Νικόπολη είναι οι Danae, Speluncis και Mesorome.67 Αν ο τελευταίος σηματοδοτεί τη διασταύρωση με τον δρόμο της Σεβάστειας, προτείνουμε ότι πρέπει να βρισκόταν στην περιοχή της Σερεφιέ.
Η διαδρομή από Τοκάτ προς Κολώνεια ακολουθεί το ίχνος που μόλις περιγράφηκε, μέχρι την κοιλάδα του Ίρι, αλλά πιθανότατα περνούσε στην κοιλάδα του Λύκου κάπου κάτω από την Anniaca. Αυτή η κίνηση από το ένα ποτάμι στο άλλο υποδεικνύεται από τις διαδρομές που ακολούθησαν οι Νιούμπερι, Τουρνεφόρ και Μπαρτ. Ο Στρέκερ68 και ο Τέσνερ καταγράφουν αυτό το δρομολόγιο, το οποίο ακολούθησε ο Γκρεγκουάρ. Θα μπορούσε ακόμη και να είναι εκείνο που ακολούθησαν οι Νιούμπερι και Μπαρτ.69
Ίσως υπήρχε δρόμος ακριβώς κατά μήκος της κοιλάδας για γρήγορο ταξίδι και χειμερινή χρήση, και καλοκαιρινοί δρόμοι κατά μήκος των κορυφογραμμών των βουνών, όπου οι ζωοτροφές ήσαν πιο εύκολα διαθέσιμες αυτή την εποχή.
Από τη Νικόπολη (Πουρκ) ή την Κολώνεια (Σέμπιν Καραχισάρ) στα Σάταλα (Σαντάκ)
Η επιλογή για την πορεία αυτών των διαδρομών προς τα ανατολικά, προς Σάταλα και το σημείο όπου υπάρχει διασταύρωση μεταξύ αυτών και του μεθοριακού δρόμου που εκτείνεται προς βορρά από τη Μελιτηνή (Μαλάτια) και με δρόμους προς τα ανατολικά από τη Σεβάστεια (Σίβας), είναι λιγότερο βέβαιη. Ο Κίπερτ είδε ότι υπήρχαν δύο δρόμοι από τη Νικόπολη προς τα Σάταλα. Και ο Ράμσεϊ στον οδικό χάρτη του σημειώνει τη βυζαντινή διαδρομή προς τα βόρεια του ποταμού Λύκου, πιθανώς με βάση αναφορές περιηγητών.70 Ο Γιορκ συνέβαλε στην πρώτη ανάλυση των σταθμών και τον σχολιασμό τους, επισημαίνοντας ότι «οι σταθμοί σε αυτούς τους δρόμους είναι προφανώς πολύ μπερδεμένοι».71 Οι Κουμόντ ταξίδεψαν σε εκείνον που υπέθεταν ότι ήταν ένας από τους δρόμους και σχολίασαν εκτενώς τους σταθμούς των Οδοιπορικών Αντωνίνου.72 Και σε αδημοσίευτη διατριβή ο Τ. Μπ. Μίτφορντ έχει κάνει περαιτέρω προτάσεις.73 Η δική μας συμβολή είναι να προσθέσουμε περαιτέρω γεωγραφικές πληροφορίες και καταγραφές τοποθεσιών, αλλά η τελική θέση των σταθμών και του δρόμου μένει να επαληθευτεί. Όμως, τα στοιχεία για αυτά τα τμήματα του δρόμου είναι εκτεταμένα. Δεν επιχειρούμε να ανιχνεύσουμε τον δρόμο από την όχθη (per ripam) προς νότο, από Ζίμαρα (Ζίνεγκαρ) προς Μελιτηνή (Μαλάτια), καθώς αυτή η περιοχή βρίσκεται ήδη πολύ νότια από τα όρια του Πόντου.
Κατάλογοι Σταθμών. Οι κατάλογοι σταθμών Αντωνίνου και Πόιτινγκερ μπορούν καλύτερα να εκτεθούν όπως παρέχονται στον Γιορκ,74 όπου οι ρωμαϊκοί αριθμοί [που πιο κάτω αντιστάθηκαν από αραβικούς] αντιπροσωπεύουν μίλια (milia passuum). Ολόκληρος ο δρόμος Μελιτηνή-Σάταλα δίνεται στα Οδοιπορικά Αντωνίνου. Περιγράφεται ότι οδηγούσε ανά όχθη (per ripam) ως εξής:
Ιa. Satala 17, Suissa 18, Arauracos 24, Carsagis 28, Sineruas 28, Analiba 16, Ζίμαρα 16, Teucila 28, Sabus 16, Dascusa 32, Ciaca 18, Melitena.
Σημαντικό τμήμα του ίδιου δρόμου δίνεται στους Πίνακες Πόιτινγκερ, αλλά ξεκινά από τον Draconis, τον δεύτερο σταθμό από τα Σάταλα στον απευθείας δρόμο Νικόπολης-Σατάλων (βλ. πιο κάτω IΙa. ΙΙb.)
Ιb. Draconis 16, Haris 17, Eregarsina 8, Bubalia 27, Zimara 18, Zenocopi 18, Vereuso 13, Saba 18, Dascusa 18, Hispa 18, Arangos 9, Ciaca 27, Melitena.
Ένας απευθείας δρόμος Νικόπολης-Σατάλων παρέχεται τόσο στο Δρομολόγιο όσο και στους Πίνακες.
IΙa. Στα Οδοιπορικά Αντωνίνου: Nicopolis 24, Olotoedariza 26, Dracontes 24, Haza 26, Satala.
ΙΙb. Στους πίνακες Πόιτινγκερ: Nicopoli 14, Caltiorissa (χωρίς αριθμό μιλίων). Draconis 13, Cunissa 10, Hassis 13, Ziziola 12, Satala.
Ένας άλλος δρόμος Νικόπολης-Σατάλων ο οποίος, αν το Carsagis ληφθεί ότι είναι το ίδιο με το Carsat, ενώνεται με τον δρόμο Ιa σε εκείνο το σημείο, δίνεται στο Δρομολόγιο.
ΙΙc. Nicopolis 24, Olotoedariza 24, Carsat 24, Arauracos 24, Suissa 26, Satala.
Ένας δρόμος από τη Νικόπολη, που διασταυρώνεται με τον δρόμο Ιa στην Analiba και με τον Ιb στη Zimara, δίνεται στον πίνακα Πόιτινγκερ.
ΙΙd. Nicopolis 30, Ole Oberda 15, Caleorsissa 23, Analiba 15, Zimara.
Υπάρχουν αρκετοί μεσαιωνικοί κατάλογοι που σχετίζονται με αυτό το τμήμα του δρόμου. Αρμενικό δρομολόγιο του 971-81 μ.Χ. περίπου δίνει τον δρόμο από το Ντβιν, την αρμενική πρωτεύουσα, προς τη Ρώμη, μέσω Κάριν, Ερζερούμ. Άγκυρας και Κωνσταντινούπολης. Το τμήμα που μας αφορά, δίνει την απόσταση από το Κάριν μέχρι τη Μεθοριακή Τάφρο ως 100 μίλια, και από τη Μεθοριακή Τάφρο μέχρι την Κολώνεια ως 90 μίλια.75
Τα αραβικά δρομολόγια του Αλ Μουκαντάσι και του Μουσταφί μας αφορούν μόνο εν μέρει, αφού βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό εκτός Πόντου. Ερχόμενος από τα ανατολικά, ο Αλ Μουκαντάσι κατονομάζει τη Μους. Ύστερα, σε απόσταση μιας ημέρας ένα μέρος μη αναγνωρίσιμο. Μια μέρα από εκεί το Σιν Νούχας. Μια μέρα από το Σιν Νούχας το Σαμουκμούς. Και δύο ημέρες από το Σαμουκμούς την Κολώνεια (Quluniyat-al-Aufi).76 Ο Μουσταφί, γράφοντας το 1340, περιγράφει μια διαδρομή από τη Σίβας μέσω Ακιλησηνής (Ερζιντζάν) στο Ερζερούμ. Οι σταθμοί του, με αποστάσεις σε λεύγες, είναι: Σίβας 4, Ρουμπάτ Χουάτζα Άχμαντ 10, Ζάρα 8, Ακαρσούκ 5, Ακ Σαχρ 8, Αρζαντζάκ 7, Χουάτζα Άχμαντ 5, Αρζαντζάν.77
Ο γεωγράφος του 17ου αιώνα Χατζή Χαλίφα απαριθμεί: δύο διαδρομές μεταξύ Ερζερούμ και Σίβας, μία από το Ερζιντζάν στη Σίβας και μία από το Οσμαντζίκ στο Ερζερούμ. Η διαδρομή Σίβας προς Ερζερούμ δίνεται σε χρόνους πορείας ως εξής:78
Απόσταση | Ώρες | ||
Σίβας | προς | πηγές Άτζι Σου | 5 |
Άτζι Σου | προς | Κοτζ Χισάρ | 5 |
Κοτζ Χισάρ | προς | Έξι Χωριά | 4 |
Έξι Χωριά | προς | Αργανούτ Έουζι | 7½ |
Αργανούτ Έουζι | προς | Ιαϊλάκ ντ'Αϊάχ | 6 |
Ιαϊλάκ ντ'Αϊάχ | προς | Τσάχνε Τσεμέν | 4 |
Τσάχνε Τσεμέν | προς | Ακτσάρ | 4½ |
Ακτσάρ | προς | ; | 7½ |
; | προς | Ιαργκάζι Μπινάρι | 7½ |
Ιαργκάζι Μπινάρι | προς | Αϊλάκ Τσεμέν | 4 |
Ιαϊλάκ Τσεμέν | προς | Ιάσι Τσεμέν | 4½ |
Ιάσι Τσεμέν | προς | Καρά Μπουλούρ | 5 |
Καρά Μπουλούρ | προς | Σιγκνίρ Σαχράσι | 3 |
Σιγκνίρ Σαχράσι | προς | Τζανίκ | 5 |
Τζανίκ | προς | Τολοσλάρ | 5½ |
Τολοσλάρ | προς | Ακ Ντεγιρμέν (διάβαση Ευφράτη) | 4½ |
Ακ Ντεγιρμέν | προς | Μάμα Χατούν | 5½ |
Μάμα Χατούν | προς | Πένεκ | 4½ |
Πένεκ | προς | Χάνες | 5 |
Χάνες | προς | Ιλίτζε | 4 |
Ιλίτζε | προς | Ερζρούμ | 4 |
Η δεύτερη διαδρομή του δίνεται από ανατολή προς δύση με πολύ λιγότερες λεπτομέρειες. Κατονομάζει τα Ερζρούμ, Ετς Καλά, Τερτζιάν, Γελγίς, πεδιάδα Τσιρ και Καραχισάρ.79
Η τρίτη διαδρομή του από το Ερζιντζάν στη Σίβας είναι: Erzendgian, “Erzendjik de Khavadgiah Ahmed” (3 ώρες), Sourzadeh, “Ribatk de Khavadgiah Ahmed”, Sivas.80 Η τέταρτη διαδρομή του από Πιμόλισα (Οσμαντζίκ) προς Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) αναφέρει τα ακόλουθα ονόματα στο τμήμα που ξεκινά από το Χατζή Μουράτ (Κογιουλχισάρ): Από Χατζή Μουράτ στην πεδιάδα του Ατσκάρ. Από εκεί στο Γερτζιαμίς. Στη συνέχεια στο Κεμάχ. Και από εκεί στο Ερζρούμ.81
Τέλος, υπάρχει η διαδρομή Πεγκολότι που εκτείνεται από το Αγιάς στις ακτές της Κιλικίας προς Ταμπρίζ, μέσω Καισαρείας (Καϊσερί), Σεβάστειας, Έριζας (Ερζιντζάν) και Θεοδοσιούπολης. Ο Πεγκολότι δίνει τους σταθμούς μεταξύ Σεβάστειας και Έριζας ως εξής: «Μπαίνοντας στη Σεβάστεια μέσω (Allentrare in Salvastro di verso) Laiazo, Dudriaga, Greboco, Mughisar, Arzinga».82
Τα ορόσημα. Πέντε ρωμαϊκά ορόσημα βρίσκονται λίγο-πολύ στη διαδρομή των Κουμόντ από τη Νικόπολη προς το Μελικσερίφ, μέσω Εζμπιντέρ και Ρεφαχίγιε (βλ. πιο κάτω).83
Οι τοποθεσίες. Ο αριθμός των αρχαίων και μεσαιωνικών τοποθεσιών που μπόρεσαν να αναφέρουν οι Κουμόντ σε αυτήν την περιοχή μπορεί τώρα να βελτιωθεί λίγο. Ο Γιασάρ Πακσόι αναφέρει ερείπια στο Άκσεχιρ, περίπου 20 χλμ. βορειοανατολικά της Ρεφαχίγιε, μεταξύ των χωριών Κουρτμπάλογλου και Χατζίρκε. Μιλά επίσης για ερείπια εκκλησίας και κάστρου στην περιοχή μεταξύ της κοιλάδας του Μελικσερίφ και του χωριού Χορούν.84 Το ορόσημο Σιπντιγίν των Κουμόντ και Μπορέ πρέπει να συσχετιστεί με μία από αυτές τις δύο τοποθεσίες. Ο Μπορέ ήταν ο πρώτος που ανέφερε αυτά τα ερείπια, τα οποία πίστευε ότι ήσαν μέρος ναού. Του είπαν ότι το προηγούμενο όνομα του Μελικσερίφ ήταν “Erzez” ή “Anourgia”, το οποίο θα μπορούσε πιθανώς να συνδεθεί με την Eregarsina της διαδρομής Ιb του Πόιτινγκερ. Στα νότια της Ρεφαχίγιε, ο Πακσόι έχει μάλλον συγκεχυμένη αναφορά για δύο τοποθεσίες πόλεων, μια από τις οποίες φαίνεται να βρίσκεται στο Μαντέν Ντερέ, ίσως κοντά στο σύγχρονο Ακαρσού, και η άλλη στην περιοχή Ντιστάς Κογιού, ίσως κοντά στο σύγχρονο Γκουμουσακάρ, αλλά η αναφερόμενη κατάσταση δεν φαίνεται να αντιστοιχεί στα χωριά που σημειώνονται στον χάρτη. Προσδιορίζει τις δύο τοποθεσίες ως Sinoria και Subalis αντίστοιχα, και το Μαντέν Ντερέ Κογιού (Ακαρσού ;) ως Elegarsina. Σημειώνει επίσης ότι βρίσκονται στον δέκατο τέταρτο σταθμό ανάπαυσης της παλιάς διαδρομής των καραβανιών από τη Μελιτηνή (Μαλάτεια) προς την Παϊπέρτη (Μπαϊμπούρτ).85 Στην περιοχή βόρεια της Κάμαχα (Κεμάχ), σημειώνει τρεις παλιές εκκλησίες: Ισά Βόριτς κοντά στο Γκιόκ-καγια, Τάσντιμπι Κιλίσε και Μεριεμανά Κιλίσε στο Κορούγιολου Κογιού, τώρα Ταβγκινλέρ.86 Ο Ταρχάν σημειώνει σημαντικά ερείπια στη Ζάγπα87 επί του ποταμού Λύκου, την οποία προσδιορίζει ως Olotoedariza, και άλλα ερείπια στη Ρεφαχιγιέ, στα οποία δεν αποδίδει αρχαίο όνομα. Σημειώνει επίσης ερείπια στο Μπουλντούρ Χαραμπελερί, νοτιοανατολικά της Νικόπολης, το οποίο προσδιορίζει ως Mesorome, στο Γενικιόι Χαραμπελερί, το οποίο προσδιορίζει ως Caltiorissa (Caleorsissa) και στο Ντιστάς, το οποίο προσδιορίζει ως Subalis.88
Οι δικές μας έρευνες έδωσαν τοποθεσίες κατά μήκος του ποταμού Λύκου στο Ασάγι Χαϊντουρούκ, όπου υπάρχουν τα θεμέλια μεγάλης εκκλησίας και σημαντική έκταση σπαρμένη με όστρακα αγγείων. Κάτω από το Καλούρ υπάρχουν τοποθεσίες δίδυμων κάστρων σε στενό πέρασμα, ένα σε κάθε πλευρά του ποταμού. Υπάρχει τμήμα πλακοστρωμένου δρόμου, ενώ πιο κάτω βρίσκεται άλλη τοποθεσία κάστρου στο Άβαρακ, τα αρχαία Αράβρακα.89 Αναφέρεται θέση κάστρου στο Μπαλικχισάρ, πάνω από το Ασάγι Χαϊντουρούκ. Εκκλησίες αναφέρθηκαν επίσης από χωρικό του Καλούρ ότι υπήρχαν νότια του ποταμού στο Μπεσκιλίσε, που σημαίνει «Πέντε Εκκλησίες».
Βόρεια του Λύκου βρίσκεται η Alansa, όπου ο Κλαβίχο σταμάτησε για μια νύχτα στον δρόμο του μεταξύ Τραπεζούντας και Ερζιντζάν, που θα μπορούσε να είναι παλαιός σταθμός.90 Προχωρώντας προς τα δυτικά, υπάρχουν οι τοποθεσίες Ταρσός (Ασάγι Τερσούν), Χερίανα (Ουλουσιράν), Μούμια, Τσιρμίς, Γκόβαθα (Κόβατα) και Κολώνεια.91
Οι μεσαιωνικοί κατάλογοι και εκείνοι του Χατζή Χαλίφα. Η αρμενική διαδρομή του 10ου αιώνα που δίνεται από τον Μαναντιάν δεν είναι συγκεκριμένη ως προς τους σταθμούς και δεν είμαστε καν βέβαιοι για την ταυτότητα της «Μεθοριακής Τάφρου», αλλά η αναφορά της Κολώνειας υποδηλώνει ότι αυτή η διαδρομή κατηφόριζε την πάνω κοιλάδα του ποταμού Λύκου, και στη συνέχεια προχωρούσε περνώντας από Χερίανα και Κόβατα, βόρεια της Αλούκρα.92
Οι άλλες μεσαιωνικές διαδρομές παρουσιάζουν σημαντικές δυσκολίες. Η διαδρομή Μουσταφί, λαμβανόμενη από τη Σεβάστεια (Σίβας) προς τα ανατολικά, δίνει τον δεύτερο σταθμό ως Ζάρα, και έτσι ο δρόμος πρέπει να ακολουθούσε τον ποταμό Άλυ κατά μήκος εύκολου τμήματος σε κοιλάδα μεταξύ αυτών των δύο πόλεων. Ο πρώτος σταθμός, ο Ρουμπάτ Χουάτζα Άχμαντ, είναι επομένως πιθανότατα ισοδύναμος της Camisa των Οδοιπορικών Αντωνίνου και της Comassa των Πινάκων Πόιτινγκερ, που διασώζεται ως Κεμίς, δίπλα στο Χαφίκ ή Κοτσχισάρ. Από τη Ζάρα προς τα ανατολικά υπάρχουν τρεις δυνατότητες για τη διαδρομή του Μουσταφί, ανάλογα με την αναγνώρισή μας για τους σταθμούς.
Η πρώτη δυνατότητα ακολουθεί τη γραμμή του σύγχρονου δρόμου γύρω από τις δυτικές και βόρειες πλαγιές των βουνών Κιοσέ Νταγ μέχρι την πεδιάδα της Νικόπολης. Αυτό θα τοποθετούσε τον τρίτο σταθμό, το Ακαρσούκ, στην περιοχή της Σερεφιέ, και τον τέταρτο σταθμό, το Ακ Σαχρ, στην περιοχή της πεδιάδας της Νικόπολης, παλαιότερα γνωστής ως πεδιάδα του Ασκάρ.93 Μια θέση για αυτόν τον σταθμό μπορεί εύλογα να τοποθετηθεί στο χωριό Εσκισάρ, που ονομάζεται από τους Κουμόντ Εσκί-Σέιρ (Εσκίσεχιρ), όπου βρήκαν ερείπια. Μπορεί να αντιπροσωπεύουν μια μέση βυζαντινή και τουρκική τοπική διάδοχη τοποθεσία της ρωμαϊκής και ιουστινιάνειας Νικόπολης, η οποία, για πρακτικούς διοικητικούς λόγους, είχε υποχωρήσει στην Κολώνεια.94 Ο πέμπτος σταθμός, το Αρζαντζάκ, δεν μπορεί τώρα να βρεθεί στον χάρτη, αλλά μπορεί να τοποθετηθεί διστακτικά στην τοποθεσία Μελικσερίφ, η οποία σύμφωνα με τον Μπορέ ήταν παλαιότερα γνωστή ως «Ερζέζ» ή «Ανούργκια».95 Ο έκτος και τελευταίος σταθμός, ο Χουάτζα Άχμαντ, είναι επίσης άγνωστος, αλλά μπορεί να είναι το χωριό Αχμεντιγιέ στον δρόμο που εκτείνεται από την κοιλάδα της Ακιλισηνής (Ερζιντζάν) μέσα από τα βουνά Τσιμέν Νταγλαρί.
Η δεύτερη δυνατότητα για αυτό το δρομολόγιο θα ήταν να ταυτιστεί με μια καλοκαιρινή διαδρομή εκτεινόμενη κατά μήκος του ποταμού Άλυ μέχρι τον δεύτερο σταθμό, τη Ζάρα, και ύστερα βορειοανατολικά, λίγο-πολύ ακριβώς απέναντι από τα βουνά Κιοσέ Νταγ μέχρι την πεδιάδα της Νικόπολης. Αυτή η διαδρομή αντιστοιχεί σε εκείνη που ακολούθησε το 1838 ο πρόξενος Σούτερ, ο οποίος ταξίδευε από το Σουσεχρί στη Σίβας.96 Με αυτή την υπόθεση, ο τρίτος σταθμός, το Ακαρσούκ, θα έπεφτε στο χωριό Ακσού στις βόρειες πλαγιές των βουνών Κιοσέ Νταγ, και το Ακ Σαχρ θα έπεφτε στο Εσκισάρ, με το υπόλοιπο του δρόμου να ακολουθεί την πορεία που περιγράφεται πιο πάνω.
Η τρίτη πιθανότητα εξαρτάται από ριζική αλλαγή στη θέση του Ακαρσούκ και του Ακ Σαχρ. Το σύγχρονο Ακαρσού υπάρχει ως κωμόπολη στα δυτικά της Ρεφαχίγιε, κοντά στο Μπασγκερτσένις, στη γραμμή της πιο άμεσης διαδρομής από τη Σίβας προς το Ερζερούμ ή το Σαντάκ. Και Άκσεχιρ είναι το όνομα κάποιων ερειπίων σε τοποθεσία μεταξύ Χατζίρκε και Κουρτμπάλογλου στην ίδια απευθείας διαδρομή.97 Αν μεταφέρουμε αυτούς τους δύο σταθμούς στις νέες τους τοποθεσίες, τότε έχουμε μια διαδρομή που εκτείνεται κατευθείαν ανατολικά ανεβαίνοντας από τη Ζάρα μέχρι τις πηγές του ποταμού Άλυ και στη συνέχεια διασχίζοντας το Κιζίλ Νταγ για να κατέβει τον ποταμό Μπινασόρ Ντερέ μέχρι τον τρίτο σταθμό του Ακαρσούκ (Ακαρσού). Στη συνέχεια, ο τέταρτος σταθμός πέφτει στα ερείπια του Άκσεχιρ. Αυτό αφήνει δύο σταθμούς, τον Αρζαντζάκ και τον Χουάτζα Άχμαντ, να βρίσκονται κατά μήκος των βουνών Τσιμέν και Σιπικόρ. Η απόσταση είναι μικρή για δύο ακόμη σταθμούς, αλλά το πρόβλημα μπορεί να λυθεί με την αναφορά στο τρίτο από τα δρομολόγια του Χατζή Χαλίφα,98 που περιγράφει ξεκάθαρα τον ίδιο δρόμο, αλλά ενώνει αυτούς τους δύο σταθμούς σε έναν, ως “Erzendjik de Khavadgiah Ahmed”. Αυτός ο σταθμός πρέπει να πέφτει στο σύγχρονο Αχμεντιγιέ, που περιγράφεται πιο πάνω.
Με βάση την πρώτη και τη δεύτερη πιθανότητα, η διαδρομή Μουσταφί θα αντιστοιχούσε στον απευθείας δρόμο Νικόπολης προς Σάταλα, κατά μήκος έκτασης από την πεδιάδα της Νικόπολης (Σουσεχρί, Πουρκ, Ασκάρ Οβάσι) μέχρι το Αρζαντζάκ (Μελικσερίφ), όπως θα δούμε πιο κάτω.99
Με βάση την τρίτη δυνατότητα, η διαδρομή Μουσταφί θα ήταν ξεχωριστός και άμεσος δρόμος από τη Σεβάστεια προς την Ακιλισηνή. Αυτός ο άμεσος δρόμος κάνει μόνο μια σύντομη διασταύρωση με τον δρόμο Νικόπολης προς Σάταλα στην ή κοντά στην τοποθεσία Άκσεχιρ (Χατζίρκε, Κουρτμπάλογλου), στην κοιλάδα του ποταμού Ορτσίλ.
Και οι τρεις αυτές υποθέσεις παρουσιάζουν προβλήματα, τα οποία θα επιλυθούν μόνο με περαιτέρω διερεύνηση.
Η διαδρομή Πεγκολότι διαρκεί τέσσερις ημέρες από τη Σεβάστεια (Σίβας) μέχρι την Έριζα (Ερζιντζάν), που είναι γρήγορο ταξίδι. Ο Γιούλ προτείνει ότι αυτή η διαδρομή περνούσε από την Τεφρική (Ντιβριγί) και από εκεί ανέβαινε την κοιλάδα του Ευφράτη μέχρι την Έριζα. Αυτό το βασίζει στην υπόθεση ότι ο σταθμός Dudriaga έπρεπε να διαβάζεται Duvriaka (Ντιβριγί, Τεφρική),100 που θα ήταν λογικό αν η απόσταση μεταξύ Σεβάστειας και Τεφρικής δεν ήταν πολύ μεγάλη για στάδιο μιας ημέρας. Ο Γιούλ δεν προσδιορίζει τα άλλα μέρη, αλλά το Greboco έπρεπε να πέφτει στο Ίλιτς και το Muğhisar στην Κάμαχα (Κεμάχ). Ο Μαναντιάν και ο Κίπερτ ακολουθούν τον Χέιντ101 για να βρουν πιο άμεσο δρόμο. Οι σταθμοί τους είναι: Dudriaga (Tödürge) δίπλα στη λίμνη μεταξύ Χαφίκ και Ζάρα, και Greboco (το Agreboce του χάρτη Πιζιγκάνο του 1367),102 που ταυτίζεται με το Μιχάρ, ένα χωριό βόρεια της διαδρομής, περίπου στα μισά του δρόμου μεταξύ Ρεφαχίγιε και Ερζιντζάν στη διαδρομή που αναφέρεται από τον Στρέκερ και ακολουθείται από τον Τσιχάτσεφ και από τους Κουμόντ). Αυτό το δρομολόγιο έχει το μειονέκτημα ότι το πρώτο και το τελευταίο του στάδιο είναι πολύ σύντομα και τα μεσαία του είναι πολύ μεγάλα. Πιο λογικός τρόπος θα ήταν να ακολουθήσει κανείς την τρίτη πιθανότητα για το δρομολόγιο Μουσταφί και να τοποθετήσετε το Dudriaga στο Γενικιόι, στο πάνω μέρος του Άλυ, πέρα από το Ιμρανλί. Το Greboco θα έπεφτε τότε στην περιοχή του Ακαρσού. Το Muğhisar θα βρισκόταν στα ερείπια Άκσεχιρ μεταξύ Κουρτμπάλογλου και Χατζίρκε και ο δρόμος θα συνέχιζε από εκεί παράλληλα με τις διαδρομές Στρέκερ, Τσιχάτσεφ και Κουμόντ. Αλλά η διαδρομή από Τεφρική προς Ευφράτη που προτιμά ο Γιούλ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο σωστός δρόμος για το δρομολόγιο του Πεγκολότι. Η απάντηση πρέπει να παραμείνει αβέβαιη, μέχρι να εξεταστούν οι πιθανές τοποθεσίες για Dudriaga, Greboco και Muğhisar.
Το δρομολόγιο του Αλ Μουκαντάσι δεν είναι πιο ξεκάθαρο για εμάς απ’ ό,τι ήταν για τον Χόνιγκμαν και χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση.103 Αναφέρεται εδώ επειδή ένας από τους σταθμούς είναι η Κολώνεια (Κουλούνιγιατ αλ-Άουφι, Σέμπιν Καραχισάρ) και μια διαδρομή από εκεί προς τη Μους, πρέπει να ακολουθούσε για κάποιο διάστημα και σίγουρα να διέσχιζε εκείνες που συζητήθηκαν. Η διαδρομή του Ιμπν Χαουκάλ που δίνει ο Ιντρίσι εκτείνεται από την Κάμαχα (Κεμάχ) προς την Κωνσταντινούπολη μέσω Αμορίου. Υποθέτουμε ότι αυτή η διαδρομή εκτείνεται νότια του Πόντου και δεν περιλαμβάνει συζήτηση για αυτόν. Περνάει από την αινιγματική ακόμη τοποθεσία Χαρσιανών.
Είδαμε ήδη ότι τρεις από τις διαδρομές του Χατζή Χαλίφα, που εκτείνονται από ανατολή προς δύση, περνούν από τη Σίβας. Είναι πιθανό ότι το σχέδιο των δρόμων που δίνει είναι ουσιαστικά εκείνο της βυζαντινής περιόδου, όταν τα στρατεύματα συναντιούνταν στο άπληκτον (πεδίο στρατιωτικής συγκέντρωσης) Βαθύς Ρύαξ, πριν κινηθούν προς τα ανατολικά.104
Η πρώτη διαδρομή του Χατζή Χαλίφα105 περιλαμβάνει το αινιγματικό Ακτσάρ ως έβδομο σταθμό της, αλλά είναι ακόμη αδύνατο να το αναγνωρίσουμε ή να αποφασίσουμε πού πήγαινε η διαδρομή. Ο δεύτερος σταθμός, Κοτζ Χισάρ ή Χαφίκ, αντιστοιχεί στην Camisa των Οδοιπορικών Αντωνίνου και στην Comassa των Πινάκων Πόιτινγκερ. Στη συνέχεια η διαδρομή συνεχίζει μέσω τεσσάρων άγνωστων σταθμών πριν φτάσει στο Ακτσάρ. Ο σταθμός αμέσως πριν από το Ακτσάρ είναι ο Τσάχνε Τσεμέν. Αν πρόκειται να ταυτιστεί με το Σάχνα Τσιμέν, χωριό που βρίσκεται περίπου τέσσερις ώρες πορεία δυτικά της πεδιάδας της Νικόπολης, συμφωνώντας επομένως με την απόσταση που δηλώνει ο Χατζή Χαλίφα, το Ακτσάρ θα πρέπει να είναι το σελτζουκικό και οθωμανικό αντίστοιχο της Νικόπολης. Ως εκ τούτου, η διαδρομή του Χατζή Χαλίφα θα αναπτυσσόταν περίπου τη γραμμή του αμαξιτού δρόμου από Ζάρα προς Νικόπολη. Όμως, ο σταθμός δέκα κατά μήκος αυτού του δρόμου είναι το Ιαϊλάκ Τσεμέν (Τζιμέν Γιαγλά), επομένως είναι ακόμη πιθανό το Ακτσάρ να ταυτιστεί με τα ερείπια του Άκσεχιρ, μεταξύ Χατζίρκε και Κουρτμπάλογλου. Σε αυτή την περίπτωση, η διαδρομή του Χατζή Χαλίφα συνέχιζε ανατολικά από τη Ζάρα, ανεβαίνοντας την κοιλάδα του Άλυ, πέρα από το Ιμρανλί, μέχρι τις πηγές, και διέσχιζε τα βουνά κάπου κατά μήκος της γραμμής Αλακιλίσε (Ακαρσού) και Ρεφαχίγιε. Οι δέκατος και ενδέκατος σταθμός είναι το Ιαϊλάκ Τσεμέν (Τσιμέν Γιαγλά) και το Ιάσι Τσεμέν (Γιάσι Τσιμέν), το διάσημο τουρκικό άπληκτον βόρεια του Ερζιντζάν, το οποίο ο Χατζή Χαλίφα τοποθετεί κοντά στο Γελγκίτ (Κελκίτ).106 Μπορεί το Ιάσι Τσεμέν, που σημαίνει «επίπεδο, ή ευρύ, λιβάδι», να αναφέρεται στην εύφορη χώρα γύρω από το ίδιο το Κελκίτ, ή μπορεί να είναι η περιοχή νότια και δυτικά από τα Σάταλα, όπου ο ποταμός Λύκος (Κελκίτ, Μπαλαχού) έχει τις πηγές του, και τοπωνύμια όπως Οβατζίκ, «μικρή πεδιάδα» και Οτλούκ Καγιά, «χλοώδεις βράχοι», υποδηλώνουν καλό βοσκότοπο. Και στις δύο περιπτώσεις, ο δωδέκατος σταθμός του Καρά Μπουλούρ είναι πιθανώς το Πουλούρ στο ανατολικό άκρο των βουνών με αυτό το όνομα.
Η δεύτερη διαδρομή Χατζή Χαλίφα δεν δίνεται λεπτομερώς,107 αλλά είναι σημαντική από το ότι καθιερώνει διαδρομή από Ερζερούμ προς Σίβας μέσω Σέμπιν Καραχισάρ. Αυτή εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται ως στρατιωτική διαδρομή τη δεκαετία του 1870, όταν ο λοχαγός Μπέρναμπυ ενημερώθηκε ότι μια ταξιαρχία νεοσύλλεκτων θα χρειαζόταν ένα μήνα για να βαδίσει από το Ερζερούμ στη Σίβας.108 Οι σταθμοί που αναφέρονται είναι: Ετς Καλα (Άσκαλε), Τερτζιάν (Τερτζάν), Γελγκίς (Κελκίτ), Πεδιάδα Τσιρ (;) και Καραχισάρ (Σέμπιν Καραχισάρ). Το τμήμα που μας αφορά τώρα είναι από το Κελκίτ, το οποίο πρέπει να θεωρηθεί ως το οθωμανικό αντίστοιχο των Σατάλων (Σαντάκ). Φαίνεται πιθανό ότι ο ενδιάμεσος σταθμός Πεδιάδα του Τσιρ είναι τα Χερίανα (Σιράν), έτσι ώστε αυτή η διαδρομή περνούσε από το πέρασμα Τζαμλιμπέλ και μέσα από την πεδιάδα της Αλούκρα (Κόβατα).
Η τρίτη διαδρομή,109 από το Ερζιντζάν στη Σίβας, είναι ξεκάθαρα η ίδια με εκείνη του Μουσταφί που συζητήθηκε πιο πάνω, αλλά δίνεται με λιγότερες λεπτομέρειες. Ο πρώτος σταθμός είναι ο “Erzendjik de Khavadgiah Ahmed”. Ο δεύτερος σταθμός Sourzadeh μπορεί να είναι το Ακαρσού ή το Σουσεχρί, ανάλογα με την πορεία που προτιμάμε για αυτόν τον δρόμο. Και ο τρίτος σταθμός, ο “Ribatk de Khavadgiah Ahmed”, είναι το Κοτσχισάρ.
Η τέταρτη διαδρομή110 είναι ένας κύριος δρόμος από την Κωνσταντινούπολη προς το Ερζερούμ, τον οποίο ο Χατζή Χαλίφα δίνει μόνο από το Οσμαντζίκ προς τα ανατολικά. Το τμήμα που μας αφορά εκτείνεται από το Χατζή Μουράτ (Κογιουλχισάρ) μέχρι την πεδιάδα του Ατσκάρ. Αυτή η αναφορά στο Ατσκάρ καθιστά μια ταύτιση με το Σουσεχρί Οβάσι ή το Ασκάρ Οβά των Κουμόντ πολύ πιθανή, αφού ο επόμενος σταθμός Gherdgiamis πρέπει να είναι το Μπασγκερτζένις, κοντά στο Ρεφαχίγιε. Ο επόμενος σταθμός είναι το Κεμάχ στον Ευφράτη. Στη συνέχεια, ο δρόμος έστριβε προς νότο στη γραμμή της ρωμαϊκής σπείρας προς Μελιτηνή.111 Αν υποθέσουμε την ταυτότητα της πεδιάδας του Ατσκάρ (Σουσεχρί), αυτή η τέταρτη διαδρομή του Χατζή Χαλίφα είναι η ίδια, ή εκτείνεται παράλληλα, με τη διαδρομή από Νικόπολη (Σουσεχρί, Πουρκ) προς Σάταλα μεταξύ της πεδιάδας της Νικόπολις (Ακτσάρ, Σουσεχρί Οβάσι) και του Gherdgiamis (Μπασγκερτζένις). Θα μπορούσαμε επίσης να υποθέσουμε ότι οι Dracones-Draconis και Carsat-Carsagis βρίσκονται στην περιοχή του Μπασγκερτζένις, όπου ο ρωμαϊκός δρόμος βόρεια της Μελιτηνής ενωνόταν με τον δρόμο από τη Νικόπολη προς τα Σάταλα.
Τα δρομολόγια των Αράβων και του Πεγκολότι αντιπροσωπεύουν σχεδόν σίγουρα διαδρομές που είχαν αλλάξει ελάχιστα από εκείνες που καθιερώθηκαν στη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο. Είναι πιθανό να είναι μεταξύ των οδών που χρησιμοποιούσαν οι στρατοί των Οθωμανών και των Ακ Κογιουνλού, που ανταγωνίζονταν για αυτήν την περιοχή τον 15ο αιώνα,112 όταν η στρατιωτική κατάσταση αντικατόπτριζε εκείνη της εποχής του Βεσπασιανού, που επαναλήφθηκε υπό τους Θεοδόσιο, Ιουστινιανό, Ηράκλειο και Θεόφιλο.
Οι Mαρτυρίες των Περιηγητών που πέρασαν από αυτό το τμήμα του πάνω κύριου δρόμου δείχνουν ότι υπήρχαν δύο βασικές παραλλαγές, ανάλογα με το αν ξεκινούσαν από την Κολώνεια (Σέμπιν Καραχισάρ) ή τη Νικόπολη (Πουρκ). Μεταξύ των περιηγητών μέσω Κολώνειας ήταν ο Πιτόν ντε Τουρνεφόρ, ο οποίος στο ταξίδι της επιστροφής του προς τα δυτικά πέρασε από τα Σάταλα στον σταθμό αλλαγής Κέρμερι (Γκέρμουρου) στον Λύκο (Κελκίτ) και μετά πέρασε από το Σαρβουλάρ και από τον ποταμό Καρμίλι στο Τσονάκ (Κολώνεια).113 Δεν είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε το Σαρβουλάρ, αλλά το Καρμίλι είναι το παλαιότερο όνομα του ποταμού Λύκου, κατεβαίνοντας τον οποίο ταξίδευε. Ήταν γνωστός ως Γκουερμίλι-τσάι από περιηγητές τόσο ύστερους όσο ο Τσιχάτσεφ.
Ο Τουρνεφόρ, επομένως, φαίνεται ότι ακολούθησε τον σύγχρονο δρόμο από το Κελκίτ μέσω του Ουλουσιράν και της Αλούκρα στο Σέμπιν Καραχισάρ, όπως και ο Φοντανιέ και οι πρόξενοι Σούτερ και Τέιλορ.114 Ο Μοριέ, ταξιδεύοντας προς τα δυτικά, αναφέρει το Καρατζά (Σιράν) και κατασκήνωσε σε ενδιάμεσους σταθμούς μεταξύ Τσιφτλίκ (Κελκίτ) και Καραχισάρ (Σέμπιν Καραχισάρ).115 Οι Σμιθ και Ντουάιτ, ταξιδεύοντας προς τα ανατολικά, κατασκήνωσαν στη δυτική πλευρά του Φουντουκλί-μπελ (Φιντικλί Μπελ) και μετά σταμάτησαν στον σταθμό Σεχεράν (Ουλουσιράν), στον δρόμο τους προς το Γκέρμερι (Γκέρμουρου).116 Η διαδρομή δίνεται από τον Στρέκερ ως τμήμα της κανονικής πορείας του δρόμου από Ερζιντζάν προς Σέμπιν Καραχισάρ. Στον δρόμο αναφέρει τα Σαντάγ, Κελκίτ (Καρατζά, Σιράν), Ουλού Σκεϊράν (Ουλουσιράν), Κιρίντε Τσιρμίς (;), πέρασμα Φουντουκλί Μπελ (Φιντικλί Μπελ) και Κόβατα Αλιντσχόρα (περιοχή Αλούκρα).117 Ο Μπαρτ, ταξιδεύοντας δυτικά από το Ουλού Σκεράν (Ουλουσιράν), έχει Κορσίκ (Κερσούτ), Σίχερι Τεκέσι (Ζιχάρ Κογιού ;) και Καρά Μποκ (Καραμπούρκ). Μεταξύ Καραμπούρκ και Σέμπιν Καραχισάρ, δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα τοπωνύμια Σιλ και Φάρντερε, αλλά το Αλάσχα (Αλισάρ) και οι γενικές γραμμές της διαδρομής του είναι σαφείς.118 Ο Μπαρτ σημειώνει μια καλοκαιρινή εκδοχή αυτού του δρόμου, που κόβει σημαντική απόσταση για τον περιηγητή από την Τραπεζούντα παραμένοντας στις ψηλές κορυφογραμμές των βουνών στα βόρεια του Σιράν και κατεβαίνοντας στη συνέχεια στο Καραμπούρκ για να συναντήσει την κύρια διαδρομή.
Ο Ρίτερ έχει περίληψη για αυτό το τμήμα της διαδρομής.119 Οι περισσότεροι περιηγητές προτείνουν ταξίδι εικοσιτεσσάρων ωρών ή τριών ημερών, για μια ομάδα σε αυτό το μέρος. Ο Στρέκερ προτείνει δύο μέρες γι’ αυτό.
Σε εκείνο που θα μπορούσε να ονομαστεί δρόμος του Λύκου, η διαδρομή του Ταβερνιέ προς τα ανατολικά τον έφερε στην πεδιάδα της Νικόπολης και του Εζμπιντέρ. Αφήνοντας την πεδιάδα, στράφηκε βορειοανατολικά στο Ζακάπε (Ζάγπα). Από εκεί οι ενδιάμεσοι σταθμοί του μέχρι το Γκάρμερου (Γκέρμουρου), που είναι το πλησιέστερο σημείο του στα Σάταλα, είναι ο Ντικμεμπέλ και ο Κούρνταγα. Ο Ταβερνιέ δυστυχώς δεν είναι καθόλου σαφής στα δρομολόγιά του, αλλά περιγράφει την κατασκήνωσή του ως ευρισκόμενη σε μικρή πεδιάδα κάτω από το βουνό Ντικμεμπέλ, που θα ταίριαζε καλά με το Μπαγλάρ (Μιντεβάλ). Το κοντινό χωριό Κούρνταγα μπορεί κάλλιστα να είναι το Χουσεΐναγα, και από εδώ η διαδρομή του Ταβερνιέ ανεβαίνει τον Λύκο, διασχίζοντας τρεις μεγάλους παραπόταμους, για να φτάσει στο Γκέρμουρου.120 Ο Στρέκερ δίνει επίσης δρομολόγια για διαδρομές από το Ουλού Σεϊράν (Ουλουσιράν) προς το Πουρκ και το Σέμπιν Καραχισάρ. Αυτές προχωρούν μαζί μέχρι το Ζάγαπα (Ζάγπα), μέσω Γιενιτζέ, Πάτζνικ (Πάνικ) ή Μούτα (Μουτασέικου), Τασντεμίρ και Τεσντίκ (Τεστίκ, Μιντεβάλ).121 Από τη Ζάγπα ο δρόμος προς Νικόπολη διασχίζει το ποτάμι και κορυφογραμμή λόφων στην πεδιάδα της Νικόπολης, ενώ ο δρόμος προς Σέμπιν Καραχισάρ στρίβει προς βορρά μέσα από τα βουνά.
Η διαδρομή ενός τρίτου περιηγητή προς τα ανατολικά από το Πουρκ κατευθυνόταν στο Ερζιντζάν. Αυτός είναι ο δρόμος που ταξίδεψε ο Νιούμπερι αντίστροφα. Στο πρώτο μέρος ίσως ακολουθούσε τις προτιμώμενες από εμάς διαδρομές των Μουσταφί και Χατζή Χαλίφα. Πήγαινε από το Άρσινγκαμ (Ερζιντζάν) μέσω Σέρπερον (;) και Αρντανσέγ (Αρζαντζάκ του Μουσταφί) πάνω από τα βουνά του Τσαρνταλόρ, το οποίο πρέπει να είναι είτε το πέρασμα του Τσαρντακλί Μπογάζι είτε η παράλληλη διαδρομή βόρεια από αυτό, μέσω του Τσιμέν Νταγ. Ο Νιούμπερι είναι συνήθως μη κατατοπιστικός περιηγητής, αλλά ο καιρός της 14ης Ιανουαρίου τον ανησύχησε σαφώς και τόλμησε να παραπονεθεί: «Και αυτή τη μέρα περάσαμε πάνω από τα βουνά του Τσαρνταλόρ με το περισσότερο χιόνι, παγωνιά και άνεμο που έχω βρεθεί ποτέ και κινδύνευσα να μείνω στα βουνά όλη τη νύχτα». Από αυτά τα βουνά συνέχισε στο “Shewbaning”, όπου αναφέρει μια μικρή εκκλησία πάνω σε στρογγυλό βράχο. Δεν είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε αυτό το μέρος. Μπορεί κάλλιστα να είναι το Ρεφαχίγιε, όπου υπάρχει μικρό τουρμπέ πάνω σε βράχο. Ή το “Shewbaning” μπορεί να αντιπροσωπεύει το Τσομπάνιν. Ο Νιούμπερι σταμάτησε στο χωριό Τσομπανλί πιο πέρα κατά μήκος του δρόμου προς Αντρέ (Εντιρυάς, Σουσεχρί), προς Νικόπολη. Προφανώς ταξίδευε αργά με καραβάνι και φαίνεται ότι πέρασε πέντε ημέρες σε αυτό το τμήμα του δρόμου.122
Ο Εβλία Τσελεμπή ταξίδεψε ανατολικά από το Αντερές (Σουσεχρί) προς Εζντεμπέρ, Τιλισμάτ Ζαάμπα (Ζάγπα) και από εκεί από τέσσερα χωριά που δεν έχουν αναγνωριστεί μέχρι το κάστρο του Σιράν (Ουλού Σιράν), στα σύνορα του “Shuban Kara”.123 Αναφέρει το πέρασε του Τεκμάν στον δρόμο. Φαίνεται πιθανό ότι πήγε κατά μήκος του ποταμού προς τα ανατολικά στο Φολ Μιντεβάλ, και μετά βόρεια στην κοιλάδα Αλούκρα και πάνω από το πέρασμα Φιντικλί Μπελ στο Σιράν. Μετά το κάστρο του Σιράν κάνει λίγο λάθος που δίνει τέσσερις ώρες μέχρι το Καρατζαλάρ (Καρατζά, Σιράν). Είναι το πολύ μιας ώρας ιππασία. Μεταξύ Καρατζαλάρ και Τερτζάν η ακριβής διαδρομή του είναι αβέβαιη, αλλά γράφει ότι διέσχισε τη μεγάλη πεδιάδα του «Κερκούκ» σε πέντε ώρες. Αυτή είναι σαφώς η πεδιάδα του Κελκίτ.124 Γράφει επίσης ότι διέσχισε δύσκολη διαδρομή πριν φτάσει σε αυτήν. Το τοπωνύμιο «Σαριτσαλάρ» μπορεί να είναι Σαρίτζα, αν και απέχει μόνο μία ώρα από το Σιράν και όχι πέντε όπως λέει. Αν αυτό είναι σωστό, τότε φαίνεται πιθανό ότι το δύσκολο πέρασμα ήταν πάνω από το Τσιμέν Νταγ σε νοτιοανατολική κατεύθυνση, για να φτάσει στην κοιλάδα του ποταμού Μπαλαχού, και έτσι να κατεβεί προς τα ανατολικά για να περάσει κοντά από τα Σάταλα (Σαντάκ). Τα άλλα τοπωνύμιά του είναι «Σαλούτ», που συνδέεται με το πέρασμα, τα χωριά «Γκεντζ Μοχάμεντ Αγά» και «Κερεμλί» και το μικρό κάστρο «Ντέρμερι».
Ο Εβλία Τσελεμπή ταξίδεψε επίσης προς τα δυτικά κατά μήκος διαδρομής από το Ερζιντζάν, αλλά στην έκδοση του φον Χάμερ, την οποία χρησιμοποιούμε, φαίνεται ότι έχει παρεμβληθεί ένα τμήμα του ταξιδιού ανατολικά του Ερζιντζάν και του Ερζερούμ, καθιστώντας το δρομολόγιο λίγο-πολύ άχρηστο.125 Από «Ερζεντζάν», ο Εβλία καταγράφει επτά ώρες στο «Μπασκάν» και μετά πέντε ώρες στο «Ερζένσι», αρμενικό χωριό. Από εκεί είναι έξι ώρες στο «Σεΐχ Σινάν», κοντά στο οποίο βρίσκεται το «Μπαραγκούντε». Σε αυτό το σημείο, λέει ότι είναι τρεις ώρες μέχρι τη «Γέφυρα των Βοσκών» κοντά στο «Χασάν Καλαάσι». Αυτά είναι ξεκάθαρα το Τσομπάν Κιοπρού και το Χασάνκαλε, ανατολικά του Ερζερούμ. Αναφέρει τη σημαντική οικογένεια Τσομπάν. Η σύγχυση είναι ενοχλητική, αφού διαφορετικά θα ήταν δελεαστική για να εξισώσει (το «Τσομπάν» του Τσελεμπή με το “Shewbaning” του Νιούμπερι (Τσομπάνιν, σημαίνει «του βοσκού»). Από το Μπαραγκούντε (Μπαραγκούντινε), είναι οκτώ ώρες μέχρι το Εζεντελέρ στην περιοχή Τερτζάν. Εδώ πάλι υπάρχει σύγχυση, αφού το Τερτζάν βρίσκεται ανατολικά του Ερζιντζάν. Τέσσερις ώρες βόρεια από εδώ βρίσκεται ο σταθμός του «Ταπάν Αχμέντ Αγά», «όπου είχε οριστεί δεκαήμερο πανηγύρι». Ο Εβλία άφησε τον οθωμανικό στρατό εδώ για να ταξιδέψει στο «Σιν Καρά Χισάρ» χωρίς να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για τη διαδρομή. Αυτό είναι απογοητευτικό δρομολόγιο και το περισσότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι ήταν κατά μήκος διαδρομής από το Ερζιντζάν στο Σέμπιν Καραχισάρ.
Ο Τσιχάτσεφ ταξίδεψε στη βόρεια εκδοχή της ίδιας διαδρομής με σαφές δρομολόγιο. Οι ενδιάμεσοι σταθμοί του είναι: Μικάρ γιαϊλά (Μιχάρ), Μελικσερίφ, (Μελικσερίφ), Αγβάνις (Αγβάνις), Εζμπιντέρ, και Εντίριας (Εντέρες), Σουσεχρί.126
Η διαδρομή του Στρέκερ φαίνεται να είναι η ίδια μέχρι το Μελικσερίφ, αλλά στη συνέχεια παίρνει πιο βόρεια κατεύθυνση προς το Τσουμέν-Σου (Τσιμέν Σου, Ορτσίλ) ή το Ζεβκέρ Ντερέ, πριν στρίψει δυτικά προς Τσατ και προς Αγβάνις.127
Οι μαρτυρίες των ορόσημων δείχνουν ότι οι περιηγητές που αναφέρθηκαν πιο πάνω ακολουθούσαν έναν ρωμαϊκό δρόμο ανατολικά από τη Νικόπολη (Πουρκ) μέσω Εζμπιντέρ ή Αγβάνις, μέχρι την περιοχή του Μελικσερίφ. Από εκεί δύο παράλληλες διαδρομές οδηγούσαν μέσα από τα βουνά στην Έριζα (Ερζιντζάν). Η τακτική χρήση τους μαρτυρείται τόσο από περιηγητές όσο και από σειρά ονομασιών ερειπωμένων χανιών κατά μήκος του νότιου δρόμου, που τώρα είναι ο αυτοκινητόδρομος, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουμε στοιχεία για ρωμαϊκή ή βυζαντινή διαδρομή. Και οι δύο είναι αργοί δρόμοι, με στροφές πάνω από ψηλά βουνά, αλλά φαίνεται πιθανό ότι ο νότιος, μέσα από το πέρασμα Τσαρντακλί Μπογάζι, ήταν η χειμερινή διαδρομή, ενώ ο βόρειος, μέσα από ψηλούς χιονισμένους βοσκοτόπους, ίσως ήταν χρήσιμος μόνο για στρατούς τους καλοκαιρινούς μήνες.
Η δήλωση του Γιασάρ Πακσόι ότι τα ερείπια του Μαντέντερε Κογιού βρίσκονται επί της παλαιάς διαδρομής καραβανιών από Μαλάτια προς Μπαϊμπούρτ είναι χρήσιμη, καθώς υποδηλώνει ότι αυτή η τοποθεσία πρέπει να ταυτιστεί με έναν από τους σταθμούς ανάμεσα στη Μελιτηνή (Μαλάτια) και τα Σάταλα (Σαντάκ), καθώς τα τελευταία βρίσκονται στον δρόμο προς Μπαϊμπούρτ.128
Η Γεωγραφική Παρατήρηση δείχνει ότι υπάρχουν τέσσερις πιθανοί τρόποι να ταξιδέψει κανείς προς τα ανατολικά μέχρι τα Σάταλα. Η βόρεια διαδρομή εκτείνεται από τη Νικόπολη προς τα βόρεια μέχρι την Κολώνεια και μετά προς τα ανατολικά περνώντας από Αλούκρα (Κόβατα) και Χερίανα. Αυτή η διαδρομή κατηφορίζει στην κοιλάδα του Λύκου από τη Νικόπολη. Το ποτάμι πρέπει να διασχιστεί πριν ακολουθήσει και πάλι ανάβαση από ήπιες πλαγιές στην Κολώνεια, στα 1.500 μ. περίπου. Από εκεί υπάρχει άλλη μεγάλη κάθοδος στον Ίλιμ Σου και ήπια ανάβαση πάνω από λόφους στην πλατιά κοιλάδα της Κόβατα που συλλέγει τα νερά των πηγών του Ίλιμ. Η Κόβατα βρίσκεται και πάλι στα 1.500 μέτρα περίπου και το πέρασμα προς τα ανατολικά στο Φιντικλί Μπελ είναι ψηλότερα μόνο κατά 200 περίπου μέτρα. Το ψηλό έδαφος είναι πετρώδης βαλτότοπος, με κοντό γρασίδι. Οι κλίσεις είναι ήπιες, αλλά οι περιηγητές παραπονούνταν συχνά σε αυτό το σημείο, ίσως επειδή δεν υπήρχε χάνι και έπρεπε να κατασκηνώνουν έξω. Δεν βρήκαμε ερείπια στο πέρασμα. Έπρεπε όμως να υπήρχε ρωμαϊκός και βυζαντινός σταθμός σε αυτό το σημείο, ενώ αναφέρθηκε κάστρο ένα ή δύο μίλια νότια του σύγχρονου δρόμου, αλλά κανένας από εμάς δεν το έχει εξερευνήσει. Ο δρόμος από τα Χερίανα προς το Κελκίτ διασχίζει εύφορη περιοχή με ήπιες κλίσεις, κατά μέσο όρο σε υψόμετρο περίπου 1.500 μ., ακολουθούμενος και πάλι από ανάβαση στα 1.750 μ. περίπου στα Σάταλα.
Μια κεντρική και άμεση διαδρομή οδηγεί από το ανατολικό άκρο της πεδιάδας της Νικόπολης (Εντιρυάς, Σουσεχρί) μέσω χαμηλής κορυφογραμμής στην κοιλάδα του Λύκου (Κελκίτ), για να διασχίσει τον ποταμό στη Ζάγπα και από εκεί κατά μήκος του ποταμού ίσως μέχρι το Καλούρ, όπου θα ήταν εύκολο να διασχίσει το ποτάμι και να συνεχίσει ανατολικά-νοτιοανατολικά προς Σάταλα. Αυτή η διαδρομή ξεκινά στην πεδιάδα της Νικόπολης στα 900 μ. περίπου και αφού διασχίσει τη χαμηλή κορυφογραμμή και μπει στην κοιλάδα του Λύκου, συνεχίζει ήπια ανάβαση για να φτάσει στα 1.500 μ. περίπου στο Ασάγι Χαϊντουρούκ. Από εδώ ο ευκολότερος τρόπος ήταν να συνεχίσει την άνοδο στην κοιλάδα για να ενωθεί με τη βόρεια διαδρομή στο Γκέρμουρου. Ο σύντομος και άμεσος δρόμος, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο το καλοκαίρι, ήταν να σκαρφαλώσει προς νότο βγαίνοντας από την κοιλάδα του Λύκου, περνώντας σε υψόμετρο περίπου 2.000 μέτρων πάνω από τις βόρειες πλευρές του Τσιμέν Νταγ και κατεβαίνοντας από εκεί κάτω στην κοιλάδα του Μπαλαχού. Ίσως αυτή ήταν η διαδρομή του Εβλία Τσελεμπή.
Πιο νότιος άμεσος δρόμος είναι η διαδρομή των Κουμόντ μέσω Εζμπιντέρ και Αγβάνις, μέχρι το Καραγιακούπ. Στη συνέχεια συνεχίζει ανατολικά, αντί για νότια προς Ρεφαχίγιε μέσω Κοϊμάτ Κιοπρού και Τσατ Κογιού ανεβαίνοντας τους ποταμούς Ζέφκερ και Όρτσιλ, μέχρι τη θέση των ερειπίων Άκσεχιρ κοντά στο Χατζίρκε και το Κουρτμπάλογλου. Από εκεί μια διαδρομή συνεχίζει να ανεβαίνει μέχρι τις πηγές του ποταμού Όρτσιλ και πάνω από το Τσιμέν Νταγ, από πέρασμα που οδηγεί κάτω στον Μπαλαχού Ντερέ στην ανατολική πλευρά. Αυτός ο δρόμος δεν παρουσιάζει καμία δυσκολία για τον περιηγητή μεταξύ Νικόπολης και ερειπίων Άκσεχιρ, με ήπια άνοδο από τα 900 στα 1.500 μ. Αλλά από εδώ μέχρι τα Σάταλα η διαδρομή πρέπει να διασχίσει το Τσιμέν Νταγ από πέρασμα στα 2.250 μ. περίπου. Αυτή ήταν σχεδόν σίγουρα η διαδρομή που χρησιμοποίησε ο Μεχμέτ Β’ στην εκστρατεία του το 1461, αφού στρατοπέδευσε στο Γιάσι Τσιμέν.129 Είναι επίσης ο δρόμος του Χατζή Χαλίφα μεταξύ Οσμαντζίκ και Ερζερούμ. Ούτε εμείς, ούτε κανένας περιηγητής που μπορούμε να βρούμε, χρησιμοποίησε αυτή τη διαδρομή, την οποία ο Κίπερτ αγνοούσε. Ο Άντοντζ δεν κάνει καμία προσπάθεια για ακριβή διαδρομή, αλλά προτείνει ότι η απευθείας διαδρομή «ακολουθούσε τις πλαγιές των βουνών που τώρα ονομάζονται Τσιμέν Νταγ».130 Η τουρκική αποτύπωση σημειώνει ένα ίχνος κατά μήκος του περάσματος, και γι’ αυτόν τον λόγο, και επειδή αποτελεί την πολύ συντομότερη διαδρομή προς τα ανατολικά, προς τα Σάταλα, προωθούμε την πρόταση ότι επρόκειτο για ρωμαϊκή και βυζαντινή διαδρομή. Όμως το υψόμετρο του περάσματος καθιστά πιθανό ότι αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιείται μόνο ως καλοκαιρινή διαδρομή. Σε σημείο όπου ο Μπαλαχού στρίβει προς βορρά για να χυθεί στον Λύκο, το χωριό Σιπανάζατ βρίσκεται μόλις περίπου 5 χλμ. από τα Σάταλα, στα δυτικά, πέρα από τους λόφους.
Μια τέταρτη διαδρομή ακολουθεί την τρίτη ανατολικά προς το Καραγιακούπ και στη συνέχεια διακλαδίζεται νότια προς Ρεφαχίγιε και ανατολικά προς Μελικσερίφ. Από εκεί είτε περνούσε από τα βουνά προς τα βορειοανατολικά μέσω Εκετζίκ, Κατσάκ-κιόι και Ρισκάν στην κοιλάδα του Όρτσιλ, για να ενωθεί και πάλι με τη διαδρομή 3. Ή θα ακολουθούσε μία από τις δύο διαδρομές προς Ερζιντζάν κατά μήκος δαιδαλωδών ορεινών διαδρομών, ανεβαίνοντας στα 2.000 μέτρα και στη συνέχεια πέφτοντας στη μεγάλη πεδιάδα του Ερζιντζάν στα 1.200 μέτρα. Στη συνέχεια, ο δρόμος έστριβε προς βορρά και πάλι από πέρασμα στα 2.000 μ. περίπου και από εκεί προχωρούσε μέσα από ψηλή αλλά ευχάριστη περιοχή προς τα Σάταλα.
Αυτές οι τέσσερις διαδρομές από τα δυτικά προς τα ανατολικά ήσαν όλες διασυνδεδεμένες περίπου στα μισά της πορείας τους από μια διαδρομή βορρά-νότου, που θα συζητηθεί εκτενέστερα πιο κάτω.131 Αυτή η διαδρομή βορρά-νότου ξεκινά από την ακτή της Μαύρης Θάλασσας στην Τραπεζούντα και εκτείνεται άμεσα, όσο το επιτρέπουν οι οροσειρές, μέχρι την κοιλάδα του Ευφράτη και τη Μελιτηνή (Μαλάτια). Στο τμήμα που μας αφορά εδώ, εκτείνεται από τα Χερίανα στον βορρά, σε νοτιοδυτική κατεύθυνση μέχρι την κοιλάδα του Λύκου, και ύστερα από το Μιντεβάλ προς νότο, μέχρι την κοιλάδα του Ζέβκερ, για να ενωθεί με τη διαδρομή 3 στο Κοϊμάτ Κιοπρού και συνεχίζοντας πάλι προς νότο, για να ενωθεί με τη νότια διαδρομή στην περιοχή της Ρεφαχίγιε (Μπασγκερτζενίς).
Αυτά για τα στοιχεία. Αλλά τα στοιχεία και οι σταθμοί εξακολουθούν να μην εμπίπτουν σε εύκολο μοτίβο. Προτείνουμε ότι η διαδρομή Ιa των Οδοιπορικών Αντωνίνου, που εκτείνεται από τα Σάταλα προς τη Μελιτηνή, θα μπορούσε να κατευθύνεται πρώτα στη Suissa (Γκέρμουρου ;), στα δυτικά του Λύκου. Το Γκέρμουρου ήταν ο σταθμός αλλαγής αντίστοιχος με το Κελκίτ Τσιφτλίκ. Στον Μπιλιότι είπαν για βυζαντινά ερείπια εκεί.
Από το Γκέρμουρου ο δρόμος αναπτυσσόταν προς το Arauracos (είτε Άβαρακ είτε Ασάγι Χαϊντουρούκ), τόπο του μαρτυρίου του Αγίου Ευστρατίου.132 Τότε το Carsagis θα έπεφτε στα ερείπια των Χορόν, Μελικσερίφ ή Άκσεχιρ, το Sinervas στο Μαντέντερε Κογιού, η Analiba στην περιοχή Κουρουτσάι και η Zimara στο Ζίνεγκαρ.133
Η διαδρομή Πόιτινγκερ Ιb ξεκινά από διασταύρωση μεταξύ Νικόπολης και Σατάλων και κατευθύνεται νότια προς τη Μελιτηνή.134 Υποθέτουμε ότι το Draconis, από το οποίο ξεκινά (βλ. και διαδρομές ΙΙa και ΙΙb), βρίσκεται στην περιοχή Τζαμολούκ ή Μιντεβάλ σε ευρύ και εύφορο τμήμα της κοιλάδας του Λύκου. Από εδώ υπάρχει φυσική διαδρομή προς νότο μέχρι τον παραπόταμο ποταμό Ζέβκερ.135
Η Haris μπορεί τότε να πέσει στο Horon (Μελικσερίφ) ή στο Ρεφαχίγιε. Η Eregarsina στις τοποθεσίες Ντιστάς-Μαντέντερε. Η Bubalia στην περιοχή του Κουρουτσάι και να ταυτίζεται με την Analiba της διαδρομής Ιa. Και η Zimara στο Ζίνεγκαρ.
Η απευθείας διαδρομή ΙΙa των Οδοιπορικών Αντωνίνου από τη Νικόπολη προς τα Σάταλα θα κατευθυνόταν προς την Olotoedariza στην περιοχή του Αγβάνις136 και από εκεί ο Dracontes θα μπορούσε να πέσει γύρω στο Horon (Μελικσερίφ) ή το Κουρτμπάλογλου και η Haza από τη μία ή την άλλη πλευρά του περάσματος Τσιμέν Νταγ. Όμως είναι πολύ πιθανό ότι ο Dracontes ταυτίζεται με τον Draconis των διαδρομών Ιb και ΙΙb. Σε αυτήν την περίπτωση, η διαδρομή Ila θα εκτεινόταν στην Olotoedariza (Αγβάνις) και θα μπορούσε στη συνέχεια είτε να διασχίσει την κορυφογραμμή μπαίνοντας στην κοιλάδα του Λύκου και να προχωρήσει ανάντη προς Dracontes, Τσαμολούκ (;), Μιντεβάλ (;). Ή μπορεί να παρέμενε κατά μήκος των κορυφογραμμών στα νότια του ποταμού, μέχρι να φτάσει στον Dracontes. Ο άλλος σταθμός, η Haza, θα έπεφτε τότε στην κοιλάδα του Λύκου γύρω από τα δίδυμα κάστρα κάτω από το Καλούρ. Ή η διαδρομή διέσχιζε προς νότο προς την κοιλάδα του Ορτσίλ και η Haza πρέπει να έπεφτε στις ανατολικές ή δυτικές πλαγιές του Τσιμέν Νταγ.
Η απευθείας διαδρομή Πόιτινγκερ ΙΙb μπορεί να εκτεινόταν από τη Νικόπολη μέσω Σεβιντίκ, όπου έχουμε το ορόσημο, και από εκεί κατά μήκος μιας καλά χρησιμοποιούμενης διαδρομής μέσω Ελιμπουγιούκ και κατά μήκος των βορειοανατολικών κορυφογραμμών που ορίζουν την πεδιάδα του Σουσεχρί, για να κατέβει και να διασχίσει τον Λύκο στη Ζάγπα, που θα μπορούσε να είναι η Caltiorissa.137 Στη συνέχεια ο δρόμος θα ακολουθούσε το ποτάμι στη βόρεια όχθη, περνώντας από το οχυρό στο Άβαρακ προς Τσαμολούκ, την περιοχή που προτείναμε για τον Draconis. Στη συνέχεια έχουμε δυνατότητα επιλογής διαδρομών είτε ανεβαίνοντας την κοιλάδα του Λύκου είτε την κοιλάδα των Χεριάνων προς τα βόρειά της, με γνωστές τοποθεσίες Τσιρμίς, Μούμια, Mumya, Χερίανα, Ταρσό, Καλούρ και Χαϊντουρούκ να προσφέρουμε για τους σταθμούς Cunissa, Hassis και Ziziola.138 Ή μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Cunissa πέφτει στο Μελικσερίφ ή στο Άκσεχιρ (Κουρτμπάλογλου), και να ακολουθήσουμε τον δρόμο από εκεί ανεβαίνοντας τον ποταμό Όρτσιλ και πάνω από το Τσιμέν Νταγ, προς τις κοιλάδες των ποταμών Μπαλαχού και Σατάλων.
Η διαδρομή ΙΙc των Οδοιπορικών Αντωνίνου θα ακολουθεί τώρα σε γραμμές που έχουν ήδη υποδειχθεί, αν υποθέσουμε ότι το Carsat είναι το ίδιο μέρος με το Carsagis, αλλά από το Carsagis θα στρίβει βόρεια πάνω από τα βουνά προς την κοιλάδα του Λύκου στο Arauracus (Χαϊντουρούκ ή Άβαρακ) και στη συνέχεια θα ανεβαίνει τον ποταμό προς Suissa (Γκέρμουρου) και Satala (Σαντάκ). Σχετικά με το γενικό ζήτημα της τοποθέτησης των Draconis (Dracontes) και Carsat (Carsagis), μια λογική και τακτοποιημένη λύση είναι να υποθέσουμε την ταυτότητα του πρώτου ζευγαριού και να το τοποθετήσουμε στην περιοχή των Τσαμολούκ (Τεστίκ), Φολ (Μιντεβάλ) στον Λύκο. Να υποθέσουμε επίσης την ταυτότητα του δεύτερου ζευγαριού και να το τοποθετήσουμε στην περιοχή των ερειπίων του Άκσεχιρ (Μελικσερίφ) και Horon, ή Μπασσγκερτσενίς (Ρεφαχίγιε). Αυτό επιτρέπει δύο σημεία διασταύρωσης, το ένα από τα οποία μπορεί να διαδέχτηκε το άλλο καθώς εκείνο μειωνόταν σε σημασία.
Ο άμεσος δρόμος Πόιτινγκερ III από τη Νικόπολη μέχρι τη Μελιτηνή φαίνεται πιθανό να εκτεινόταν νότια, πάνω από ή κατά μήκος της γραμμής του ποταμού Πουλάτ και πάνω από πέρασμα προς την κοιλάδα του Κιζίλ Ιρμάκ ανατολικά του Ιμρανλί. Ο σταθμός Oleoberda έπρεπε τότε να βρίσκεται κάπου πάνω σε αυτήν τη διαδρομή, και η Caleorsissa στην περιοχή μεταξύ των πηγών του Άλυ (Κιζιλιρμάκ) και του Κουρουτσάι, όπου έχουμε τοποθετήσει την Analiba (Bubalia).139 Οι τρεις τοποθεσίες που αναφέρει ο Ταρχάν κατά μήκος αυτής της διαδρομής είναι τα ερείπια του Μπουλντούρ, το κάστρο στο Ακσάρ και τα ερείπια στο Γενικιόι. Δεν έχουμε κάνει αυτή τη διαδρομή. Θα αναφερθεί πιο κάτω,140 αλλά στο μεταξύ μπορούμε μόνο να προτείνουμε ότι οι τοποθεσίες Κιλιντσλάρ ή Μπουλντούρ αντιπροσωπεύουν την Oleoberda και ότι η Caleorsissa πέφτει στο Γενικιόι. Ο κεντρικός δρόμος από Zimara (Ζίνεγκαρ) οδηγούσε προς νότο από την όχθη (per ripam) στη Μελιτηνή.
Ο μέσος χρόνος για τα ταξίδια μεταξύ Νικόπολης ή Κολώνειας και Σατάλων, ή μεταξύ των δύο πρώτων τόπων και της Έριζας (Ερζιντζάν), φαίνεται ότι ήταν περίπου πέντε ημέρες όταν το ταξίδι γινόταν με καραβάνι, και ανερχόταν σε περίπου 40 ώρες. Μικρότερες ομάδες έκαναν αυτά τα ταξίδια σε τρεις ημέρες ή περίπου είκοσι τέσσερις ώρες ιππασίας, αλλά ο χρόνος θα μπορούσε να μειωθεί σε δύο ημέρες ή ακόμη λιγότερο, αν ο ταξιδιώτης βιαζόταν.
Θα φανεί αμέσως ότι η ανακατασκευή μας είναι δοκιμαστική και υποθετική, αφού βασίζεται στην χωροθέτηση αρχαίων τοποθεσιών, στα στοιχεία των περιηγητών και στις επιταγές της γεωγραφίας. Η βεβαιότητα πρέπει να περιμένει την ανάκτηση περισσότερων ορόσημων ή επιγραφών. Αλλά στο μεταξύ, αν χρησιμοποιήσουμε αυτή την ανακατασκευή ως υπόθεση, μπορούν να σημειωθούν ορισμένα σημεία ενδιαφέροντος.
Πρώτον, το ρωμαϊκό οδικό σύστημα φαίνεται να αφήνει έξω τη μεγάλη πεδιάδα και την πόλη Έριζα (Ερζιντζάν). Αυτό είναι δύσκολο να εξηγηθεί, αφού η πόλη ήταν σημαντικός ιερός τόπος με ναό αφιερωμένο στη θεά Αναΐτι και η εύφορη κοιλάδα της πρέπει να αποτελούσε σημαντική πηγή ανεφοδιασμού για τη φρουρά στα Σάταλα.141 Η εξήγηση μπορεί να είναι ότι η κοιλάδα του Ευφράτη από τη στροφή στο Πίνγκαν προς τα ανατολικά ήταν έδαφος της αρμενικής ενδοχώρας και όχι συνοριακή περιοχή, και ως εκ τούτου ακατάλληλη και ανασφαλής για ρωμαϊκό μεθοριακό δρόμο. Η πόλη Κάμαχα-Ανί (Κεμάχ) ήταν ο τόπος ταφής των Αρσακιδών βασιλέων της Αρμενίας και ο Γρηγόριος ο Φωτιστής έζησε τα τελευταία του χρόνια κοντά στο Τορτάν, στους λόφους βόρεια του Ευφράτη μεταξύ Κάμαχας και Έριζας, όπου κατέστρεψε έναν ειδωλολατρικό ναό και όπου αναφέρονται αρμενικές εκκλησίες.142
Ο Τουμάνοφ αναφέρει ότι, κατά τον εκχριστιανισμό της Αρμενίας στις αρχές του 4ου αιώνα, η οικογένεια των Γρηγοριδών απέκτησε το κράτος-ναό της θεάς Αναΐτις στο Έρεζ στην Ακιλισηνή (Ερζιντζάν),143 ενώ ο Προκόπιος παραθέτει την άποψη ότι η Κελεσηνή (Ακιλισηνή) ήταν αρμενική.144 Κατά την Οθωμανική περίοδο σίγουρα επανήλθε σε εξέχουσα θέση και φαίνεται ότι είχε τη στρατιωτική λειτουργία των Σατάλων, τα οποία είχαν πια μειωθεί σε σημασία. Το Ερζιντζάν ήταν πόλη φρουράς κατά τους Τουρκορωσικούς πολέμους του 19ου αιώνα, και συνεχίζει να είναι τέτοια σήμερα. Το γεγονός ότι η κοιλάδα βρίσκεται πάνω σε σοβαρό ρήγμα σεισμού και συχνά καταστρέφεται από δονήσεις μπορεί να είναι ένας από τους λόγους για την έλλειψη εξέχουσας θέσης της στη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο.145
Δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί ότι η καλή βόρεια διαδρομή μέσω Κολώνειας, Κόβατα και Χεριάνων έχει αρχαίες τοποθεσίες κατά μήκος της, αλλά δεν μπορεί εύκολα να εξισωθεί με τις διαδρομές που παρέχονται στα δρομολόγια Αντωνίνου και στους πίνακες Πόιτινγκερ. Ίσως ο λόγος για αυτό να βρίσκεται στην ιστορία των πόλεων της Νικόπολης και της Κολώνειας. Η Νικόπολη ιδρύθηκε από τον Πομπήιο και ήταν μεγάλη πόλη των πεδιάδων, που έχασε μεγάλο μέρος της σημασίας της στους Αραβικούς Πολέμους.146 Στην αναδιοργάνωση των θεμάτων η πιο δυσπρόσιτη τοποθεσία στην Κολώνεια πήρε τη θέση της Νικόπολης και έγινε η στρατιωτική πρωτεύουσα της περιοχής. Έτσι η κύρια βυζαντινή διαδρομή προς τα ανατολικά περνούσε από ασφαλέστερη χώρα στα βόρεια της ρωμαϊκής οδού. Ήταν αυτή η βυζαντινή διαδρομή που επέζησε μέχρι τον 19ο αιώνα ως ο κύριος δρόμος προς την Ανατολή.147 Αυτή η πιο βόρεια διαδρομή είχε επίσης το πλεονέκτημα της στενότερης επικοινωνίας με την ακτή της θάλασσας, η οποία βρισκόταν πάντοτε με ασφάλεια στα χέρια των Βυζαντινών. Στους Τουρκο-Περσικούς πολέμους του 15ου και του 16ου αιώνα ήταν πολύ διεκδικούμενη διαδρομή, με την Αμάσεια, τη Σίβας ή την Τοκάτ, να χρησιμεύουν ως σημείο συγκέντρωσης για τους οθωμανικούς στρατούς, όπως και για τους βυζαντινούς πριν από αυτούς, όποτε βάδιζαν προς τα βορειοανατολικά.
Τρίτον, η πόλη Κελκίτ (Τσιφτλίκ) είναι οθωμανικό και διοικητικό κέντρο και πρέπει να θεωρείται ως η τουρκική διάδοχος των ρωμαϊκών Σατάλων και της βυζαντινής επισκοπής Χαχαίου.148 Είναι σαφές από τις αφηγήσεις των περιηγητών ότι ο σταθμός αλλαγής αλόγων για αυτήν την περιοχή ήταν το Γκέρμουρου, δυτικά του Κελκίτ, και η προηγούμενη τοποθεσία Χαχαίου πρέπει να αναζητηθεί αλλού.
Τέταρτον, η χωροθέτηση του φρουρίου Σάταλα των λεγεωναρίων αποτελεί εξαιρετική απόδειξη της στρατιωτικής ιδιοφυΐας των Ρωμαίων, καθώς είναι έτσι τοποθετημένο, ώστε να ελέγχει τις τρεις βόρειες διαδρομές μέσω των οποίων εισβολείς μπορούσαν να μπουν από τα ανατολικά στη Μικρά Ασία, μέσω Παϊπέρτης (Μπαϊμπούρτ) και κοιλάδας του Λύκου προς τα βόρεια ή απευθείας μέσω Σατάλων και Ρεφαχίγιε κατά μήκος μιας κεντρικής γραμμής ή μέσω Ερζιντζάν και κατά μήκος της κοιλάδας του Ευφράτη προς τα νότια. Η ίδια η πόλη μπόρεσε να χρησιμεύσει ως στρατιωτικό αρχηγείο για μισή χιλιετία, ενώ η ίδια λεγεώνα στάθμευε εκεί για σχεδόν τριακόσια χρόνια.149 Η γενική συνέχεια στρατιωτικής πολιτικής και γνώσης επιβεβαιώνεται από την αφήγηση του Προκοπίου για τη στρατιωτική εκστρατεία, που έστησε τη σημαία στη χώρα των Τζανών. Αναφέροντας δύο από τα μέρη στα οποία στρατοπέδευσε η εκστρατεία, παρατηρεί ότι ο Βουργουσνόης (δηλαδή Burgus Novus), ήταν παλαιότερα Longini Fossatum και το τελευταίο ονομαζόταν Germani Fossatum.150 Αυτά τα μικρά αποσπάσματα δείχνουν σίγουρα μια συνέχεια πληροφοριών. Ο πληροφοριοδότης του Προκόπιου, πιθανότατα εν ενεργεία αξιωματικός τον 6ο αιώνα, ήξερε πού είχαν κατασκευάσει οι προκάτοχοί του τα στρατόπεδά τους για τέσσερις αιώνες. Αυτό είναι επίσης πολύτιμη ένδειξη της φύσης των ανατολικών συνόρων. Δεν υπάρχει κανένας υπαινιγμός στις πηγές ότι θα μπορούσε να υπάρχει στατικό περιτειχισμένο σύνορο, και η γεωγραφία της περιοχής καθιστά ανέφικτο, αν όχι αδύνατο, ένα συνεχές τείχος. Αυτό ήταν ουσιαστικά σύνορο όπως περιγράφεται στη Notitia dignitatum, με ισχυρές φρουρές σε στρατηγικά σημεία και μικρότερα αποσπάσματα που κάλυπταν τις διαδρομές ανεφοδιασμού και τις απομακρυσμένες περιοχές. Ήταν σύνορο σε βάθος παρά γραμμικό σύνορο, και η αναφορά του Προκόπιου σε Fossatum υποδηλώνει μόνο τη διαφορά ότι, ενώ οι Ρωμαίοι παρέμεναν στα εφοδιασμένα με περιμετρική τάφρο ορθογώνια στρατόπεδά τους ως ισχυρά σημεία, σε όποιο επίπεδο έδαφος μπορούσαν να βρουν, οι Βυζαντινοί κινούνταν προς τα πάνω για να φτιάξουν κάστρα στους λόφους.
Από τα Σάταλα (Σαντάκ) ή από την Έριζα (Ακιλισηνή, Ερζιντζάν) προς Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ)
Από τα Σάταλα, ο δρόμος συνέχιζε προς την πεδιάδα της Θεοδοσιούπολης περνώντας τους ακόλουθους σταθμούς Πόιτινγκερ: Salmalasso, Darucinte, Aegea ή Elegia, Lucus Basaro, Sinara, Calcidava και Autisparata.151 Η ίδια η Θεοδοσιούπολη δεν εμφανίζεται στον κατάλογο Πόιτινγκερ, αφού ιδρύθηκε αργότερα. Είναι θέμα εικασίας ποιος σταθμός Πόιτινγκερ αντιστοιχεί σε αυτήν.
Όταν ο Ρωμανός Δ’ επέστρεψε από την εκστρατεία του το 1069, βάδισε από τη Θεοδοσιούπολη προς την Κολώνεια και από εκεί προς το Μελισσοπέτριον και τη Δοκεία (Τόσια, Τοκάτ ;).152 Σαφώς χρησιμοποίησε τον βόρειο κύριο δρόμο και πρέπει να πέρασε από την πεδιάδα της Θεοδοσιούπολης στην άνω κοιλάδα του Λύκου στην περιοχή Σατάλων και Κελκίτ. Η παλαιότερη λεπτομερής περιγραφή αυτής της διαδρομής έρχεται, όμως, πολύ αργότερα. Είναι μέρος της διαδρομής 1 του Χατζή Χαλίφα.153
Απόσταση | Ώρες |
Ιαϊλάκ Τσεμέν προς Ιάσι Τσεμέν | 4½ |
Ιάσι Τσεμέν προς Καρά Μπουλούρ | 5 |
Καρά Μπουλούρ προς Σιγκνίρ Σαχράσι | 3 |
Σιγκνίρ Σαχράσι προς Τζανίκ | 5 |
Τζανίκ προς Τολοσλάρ | 5½ |
Τολοσλάρ προς Ακ Ντεγιρμέν, διασχίζοντας τον Ευφράτη | 4½ |
Ακ Ντεγιρμέν προς Μάμα Χατούν | 5½ |
Μάμα Χατούν προς Πένεκ | 4½ |
Πένεκ προς Χάνες | 5 |
Χάνες προς Ιλίτζε | 4 |
Ιλίτζε προς Ερζερούμ | 4 |
Η πεδιάδα και τα βουνά του Τσιμέν Νταγ βρίσκονται κοντά στο Κελκίτ, σύμφωνα με τον Χατζή Χαλίφα.154 Τέσσερις ώρες πιο πέρα βρίσκεται το Καρά Μπουλούρ (Πουλούρ ;), στο ανατολικό άκρο των Πουλούρ Νταγλαρί, ανατολικά του Κελκίτ. Από εκεί είναι τρεις ώρες για το Σιγκνίρ Σαχράσι. Η σάχρα μεταφράζεται μάλλον διφορούμενα ως ανοιχτή πεδιάδα, ερημιά ή χωράφι, και φαίνεται πιθανό ότι αυτό το μέρος πρέπει να βρίσκεται στην περιοχή των Λόρι και Οτλούκμπελι. Ο επόμενος σταθμός, Τζανίκ, δεν εμφανίζεται τώρα στον χάρτη, αλλά το Τολοσλάρ είναι το Ασάγι και το Γιουκάρι Τουλούς, και από εκεί η διαδρομή είναι καθαρή.155 Πρέπει να κατέβαινε τον ποταμό Ντόρουμ Ντερέ για να περάσει τον Ευφράτη στο Ακ Ντεγιρμέν. Αυτή η τοποθεσία δεν σημειώνεται στους σύγχρονους χάρτες, έτσι ώστε να μην είναι γνωστός ο ακριβής τόπος διέλευσης, αλλά ο επόμενος σταθμός είναι η Μάμα Χατούν (Δερξηνή, Τερτζάν). Μετά το Τερτζάν ο σταθμός Πένεκ δεν μπορεί να βρεθεί, αλλά Χάνες είναι το Τζινίς και η διαδρομή πρέπει να προσέγγιζε τη γραμμή του κύριου δρόμου βορειοανατολικά της Δερξηνής, διασχίζοντας τα βουνά και περνώντας στην πεδιάδα της Θεοδοσιούπολης (Ερζερούμ). Από το Τζινίς ο τελικός σταθμός είναι στα λουτρά της Ιλίτζε (Ιλίτζα).
Η δεύτερη διαδρομή του Χατζή Χαλίφα ακολουθεί πιο βόρειο δρόμο από το Ερζερούμ προς το Ετς Καλά (Άσκαλε) και από εκεί στο Τερτζιάν (Τερτζάν), πιθανώς κατά μήκος της κοιλάδας του Ευφράτη. Ο επόμενος σταθμός προς τα δυτικά είναι το Γελγίς (Κελκίτ), ο πλησιέστερος αντίστοιχός μας για τα Σάταλα, αλλά δεν δίνονται ενδιάμεσοι σταθμοί.156
Η διαδρομή 4 του Χατζή Χαλίφα157 δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να καθιερώνει την ύπαρξη μιας διαδρομής από το Ερζιντζάν στο Ερζερούμ.
Το αρμενικό δρομολόγιο του 10ου αιώνα δίνει μια συντομευμένη περιγραφή, στην οποία έχουμε μια απόσταση από τη Θεοδοσιούπολη «μέχρι την τάφρο που χωρίζει τη χώρα των Αρμενίων από τη χώρα των Ελλήνων» ως εκατό μίλια.158 Αυτό δεν μας λέει τίποτε, εκτός από το ότι υπήρχε διαδρομή του 10ου αιώνα προς τα δυτικά από τη Θεοδοσιούπολη. Διαδρομές από την Ακιλισηνή (Ερζιντζάν) και την Τραπεζούντα ενώνονταν με τον κεντρικό δρόμο σε αυτό το τμήμα. Η διαδρομή Ερζιντζάν 4 του Χατζή Χαλίφα μπορεί εν μέρει να ισούται με τη διαδρομή Πεγκολότι από το Αγιάς στην Κιλικία, μέσω Καισάρειας (Καϊσερί), Σεβάστειας, Έριζας, και Τερτζάν στην Θεοδοσιούπολη. Αυτή θα συναντούσε τη διαδρομή Πόιτινγκερ είτε στη Δερξηνή είτε στο Άσκαλε. Οι σταθμοί από Έριζα (Άρζινγκα, Ερζιντζάν) είναι οι εξής: Gavezera sulla montagna (Γκαβέζερα στο βουνό), Ligurti (Λιγκούρτι), “ponte a Cantieri” (γέφυρα στο Καντιέρι), Gavazera fuori d’Arzerone (Γκαβάζερα έηω από το Ερζερούμ), Bagni d’Arzerone (Λουτρά Ερζερούμ), Arzerone (Ερζερούμ).159
Η διαδρομή από την Τραπεζούντα προς τα νοτιοανατολικά, διασχίζοντας τα βουνά προς Μπαϊμπούρτ και Ερζερούμ, θα έτεμνε τη διαδρομή Σάταλα προς Ερζερούμ στην περιοχή της Μπαϊμπούρτ ή του Άσκαλε.
Δεν υπάρχουν ορόσημα και είναι πολύ πιθανό ότι δεν στήθηκαν ποτέ πέρα από τα Σάταλα στην άγρια ορεινή χώρα, πάνω από την οποία περνούσε ο κύριος δρόμος, αφού η χώρα βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Αρμενίων μέχρι περίπου το 389/90, όταν διορίστηκε ένας κόμης Αρμενίας (Comes Armeniae) στη Θεοδοσιούπολη.160 Σε νεκροταφείο κοντά στο Τσαμούρ, νοτιοανατολικά των Σατάλων, ο Τέιλορ βρήκε θραύσμα λατινικής επιγραφής, DELIV.161 Θα μπορούσε ίσως να ήταν μέρος ορόσημου, αλλά θα μπορούσε εξίσου να ήταν πέτρα φερμένη από τα Σάταλα. Ο Τουρνεφόρ αναφέρει ποια θα μπορούσαν επίσης να ήταν ορόσημα στο Σόκμεν.162 Ο Μπιλιότι163 βρήκε ένα βυζαντινό επιτάφιο επίγραμμα στο Τζουρουζμά (Τσοροζμά), βορειοανατολικά των Σατάλων, αλλά του είπαν ότι είχε μεταφερθεί εκεί από τα Σάταλα, καθώς και μερικές στήλες που νόμιζε ότι ήσαν βυζαντινές στο Χαουτζούζ (Χαβτζίς). Αυτό το χωριό βρίσκεται τρεισήμισι ώρες βόρεια από τα Σάταλα σε διαδρομή προς Τραπεζούντα, κατά μήκος της οποίας οι Κουμόντ κατέγραψαν επίσης ρωμαϊκά ή βυζαντινά λείψανα.164
Μεταξύ των τοποθεσιών που χρονολογούνται από την αρχαιότητα, ο Πακσόι αναφέρει το Γκελενγκέτς, το οποίο ταυτίζει με τη Salmalasso. Ισχυρίζεται ότι αυτά είναι τα ερείπια σημαντικής πόλης με βυζαντινές εκκλησίες και παλάτια, καθώς και τζαμιά και τουρμπέ της περιόδου των Ακ Κογιουνλού.165 Αυτή η τοποθεσία, η οποία επισημαίνεται επίσης στον χάρτη Ταρχάν, βρίσκεται στην περιοχή των χωριών Λόρι και Οτλούκμπελι, όπου έλαβε χώρα η μεγάλη μάχη μεταξύ Μεχμέτ Β΄ και Ουζούν Χασάν το 1473. Αποτελεί το σύγχρονο όριο μεταξύ των βιλαετιών Ερζερούμ, Γκουμούσχανε και Ερζιντζάν. Υποδηλώνει βυζαντινή ταυτότητα για την τοποθεσία, αφού ο Προκόπιος αναφέρει ότι το Ορωνών βρισκόταν στο σημείο συνάντησης τριών δρόμων, στα σύνορα της Ρωμανίας, της Περσαρμενίας και της Τζανικής. Προτείνουμε λοιπόν ότι το Ορωνών ήταν ο διάδοχος της Salmalasso.166 Η θέση του στα σύνορα διαφορετικών περιοχών υποδηλώνει επίσης ότι ίσως ήταν η «Μεθοριακή Τάφρος» που αναφέρεται στο αρμενικό δρομολόγιο,167 και πιθανώς η απροσδιόριστη Ikrita.168 Πιο βόρεια είναι το χωριό Σουνούρι, το οποίο βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της πεδιάδας Μορμουσντούζου. Ο Κίπερτ, πιθανότατα ακολουθώντας τον Μπλάου, προτείνει αυτήν την τοποθεσία ως Σινορία και ο Ταρχάν την δίνει ως Γυμνιάς του Ξενοφώντος. Στην ανατολική πλευρά του υδροκρίτη μεταξύ Λύκου και Άκαμψι βρίσκεται το χωριό Βαρζαχάν.169 Εδώ βρισκόταν ομάδα αρμενικών εκκλησιών, ίσως στη θέση σημείου στάσης. Ίσως αυτό να ήταν άλλο σημείο συνάντησης μεταξύ του δρόμου δύσης-ανατολής και της διαδρομής προς νότο από την Τραπεζούντα.
Άλλες τοποθεσίες εντός της περιοχής που μπορούν να βοηθήσουν στην ένδειξη της πορείας των δρόμων είναι στο Πέκεριτς, στην ανατολική άκρη της πεδιάδας της Δερξηνής (Τερτζάν), όπου υπάρχει μεσαιωνικό κάστρο με λαξευμένους τάφους και δεξαμενή με σήραγγα, σημάδια μεγάλης αρχαιότητας στον Πόντο. Ίσως να ήταν μιθριδατικό κάστρο και ήταν η τοποθεσία παγανιστικού ναού.170
Η πόλη του Ιουστινιανού και η επισκοπή Βιζάνων του 9ου αιώνα τοποθετείται από τον Χόνιγκμαν171 κοντά στο Βίτζαν, στο νότιο άκρο της πεδιάδας της Δερξηνής, όπου η κοιλάδα του Ευφράτη στενεύει ξανά σε φαράγγια.
Ο Πακσόι αναφέρει ερείπια πόλης με βυζαντινά και αρμενικά λείψανα στο Κιρόγ Χαραμπελερί, το οποίο τοποθετεί κοντά στη συμβολή του Ευφράτη και του ποταμού Τούζλα στη νότια άκρη της πεδιάδας.172 Φαίνεται να είναι η ίδια τοποθεσία με εκείνην που αναφέρει ο Στρέκερ στο Κοτούρ (Κοτούρ Κιοπρού), που πίστευε ότι ήταν οχυρό ή μοναστήρι,173 αλλά θα μπορούσε επίσης να είναι το Κιόρογλου Καλέσι, λίγο πιο πάνω στον ποταμό, προς το Τερτζάν.
Ο Πακσόι αναφέρει επίσης σημαντικά ερείπια στο Σιρινί (Σιχκιόι, Κοναρλί) περίπου 30 χλμ. νοτιοανατολικά του Τερτζάν. Εδώ υπάρχει κάστρο του οποίου δίνει φωτογραφία,174 καθώς και ερείπια πόλης με αρχαία και μεσαιωνικά κατάλοιπα. Την ίδια τοποθεσία αναφέρει ο Ταρχάν, ο οποίος όμως την τοποθετεί δυτικά-νοτιοδυτικά του Τερτζάν.
Η πόλη Μαμαχατούν (Τερτζάν), που τώρα δίνει το όνομά της στην πεδιάδα της Δερξηνής, βρίσκεται λίγο πιο μακριά προς τα ανατολικά, σε σημείο όπου διακλαδίζεται μια από τις διαδρομές προς το Ερζερούμ, με απευθείας ανατολική διαδρομή που οδηγεί στην κοιλάδα της Τούζλα και στις πλαγιές των βουνών Μπινγκιόλ μέχρι τις βόρειες όχθες της λίμνης Βαν στο Αχλάτ. Ως εκ τούτου, το Τερτζάν βρίσκεται σε καλή θέση ως υποψήφιο για ρωμαϊκή ή βυζαντινή τοποθεσία, και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι προβιβάστηκε σε μικροσκοπικό θέμα το 951/52, ως μέρος των νέων συνόρων του 10ου αιώνα, περισσότερο για να ειρηνεύσει τους ντόπιους Παυλικιανούς του Μανανάλις παρά για να αποκρούσει τους Άραβες. Εκεί στερεοποιείται ακόμη η νάφθα για την οποία φημιζόταν η περιοχή.175
Ο Ταρχάν σημειώνει ερείπια στο Άσκαλε και στο Καραμπουγιούκ στην πεδιάδα του Ερζερούμ, αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το τι είναι. Δεν γνωρίζουμε καμία αναφορά για βυζαντινές αρχαιότητες, εκτός από την ίδια τη Θεοδοσιούπολη.
Οι αναφορές περιηγητών δείχνουν ότι υπήρχαν διάφοροι τρόποι να ταξιδέψει κανείς απευθείας μεταξύ της κοιλάδας του Λύκου και του Ερζερούμ. Υπήρχαν επίσης δύο έμμεσες διαδρομές, αν συμπεριλάβουμε τις δυνατότητες νότιας στροφής από τα Σάταλα προς το Ερζιντζάν και από εκεί προς το Ερζερούμ, ή βορειοανατολικά προς τη Μπαϊμπούρτ και στη συνέχεια προς το Ερζερούμ. Η απευθείας διαδρομή, που ακολούθησαν οι Σμιθ και Ντουάιτ,176 συνέχισε προς τα ανατολικά από τη νυχτερινή τους στάση στο Γκέρμουρου κοντά στο Τσιφτλίκ, προς το σημείο κοντά στο Σόκμεν όπου ο Λύκος στρίβει νότια. Δεν ακολούθησαν τον ποταμό νότια προς Σάταλα, αλλά διέσχισαν αυτό που ονομάζουν Τσιμέν Νταγ προς Λόρι, και σωστά επισημαίνουν ότι αυτή η κορυφογραμμή χωρίζει τα νερά του Άκαμψι (Τσορούχ) από εκείνα του Λύκου (Κελκίτ), αλλά της δίνουν λάθος όνομα. Η κορυφογραμμή που στην πραγματικότητα διέσχισαν ήταν η Πουλούρ Νταγλαρί. Στη συνέχεια προχώρησαν διασχίζοντας το Οτλούκμπελι Νταγλαρί στο τέλος του πρώτου τους στάδιου στο Καρακουλάκ. Το δεύτερο στάδιο τους έφερε, από διαδρομή που δεν είναι εύκολο να εντοπιστεί σε χάρτη, σε ένα όχι κανονικό σημείο στάσης στον Σεϊτάν Ντερέ, τέσσερις ώρες πριν από το Άσκαλε, στο οποίο θα έπρεπε να είχαν φτάσει. Από το Άσκαλε στο Ερζερούμ ήταν ένα στάδιο εννέα ωρών. Η διαδρομή των Σμιθ και Ντουάιτ φαίνεται ότι ήταν η τυπική βόρεια διαδρομή που ακολουθούσαν οι περιηγητές. Ο πασάς του Εβλία Τσελεμπή έκανε μια παράκαμψη προς τον τάφο του Τσγίρ Κανλί Σουλτάν,177 που μπορεί να είναι το τουρμπέ που αναφέρεται από τον πρόξενο Τέιλορ στο Τσαμούρ.178 Η διαδρομή του Πιτόν ντε Τουρνεφόρ για αυτό το τμήμα δεν έχει τη συνηθισμένη του σαφήνεια, αλλά είναι πολύτιμη για την αναφορά στην παρατήρηση ενός υδραγωγείου, που φαίνεται να είναι η πρώτη αναφορά περιηγητή για τα ερείπια των Σατάλων. Στο Σουκμέ (Σοκμέν), λίγο βορειότερα, καταγράφει δύο στήλες, η μία από τις οποίες είχε πολλή παλιά ελληνική γραφή πάνω της. Αυτές οι «στήλες» ίσως ήταν ορόσημα.179
Ο Ταβερνιέ πέρασε από τα Σιοκμέν (Σοκμέν), Λούρι (Λόρι) και Τσαουκιόι (Καρακουλάκ ;). Στη συνέχεια διέσχισε (αλλά το δρομολόγιό του φαίνεται να έχει λάθος σειρά) τα απολαυστικά ονομαζόμενα Αάγκι Ντόγκιι (Αγκί Νταγ, Πουλούρ Νταγλαρί) βουνά, για να κατέβει στο Τζιομπάν Ντερεσί (Ευφράτη ;) και στη συνέχεια στο Ατσέκαλα (Άσκαλε).180
Το δρομολόγιο ανώνυμου συνταγματάρχη περνά από το Μπατσεϊφτλίγ (Κελκίτ ή Γκέρμουρου) στο Καρακουλάκ, στο Τσαλόκ, ένα καραβανσεράι στο Τσογέν Ντερεσί, στο Άκ Χαλα και στην Ιλίγκια (Ιλίτζα).181 Το ταξίδι του Μοριέ (αντίστροφα) τον οδήγησε από το Τσιφτλίκ (Κελκίτ), για να περάσει από τα Σάταλα και από εκεί στα Καρακολάγ (Καρακουλάκ), Μαμαχατούν (Τερτζάν), Πουρτούν (Πιρτίν) και Ιλίτζα. Φαίνεται λοιπόν ότι πήρε τη νότια εναλλακτική μετά την αναχώρησή του από το Καρακουλάκ.182
Μια τρίτη, και πιο άμεση διαδρομή που προτείνεται από την ανάγνωση του χάρτη θα ακολουθούσε τη διαδρομή μέσω Σαντάκ Χανλαρί, στη συνέχεια θα ανέβαινε τον ποταμό Καρλανκάς για να διασχίσει την κορυφογραμμή των Πουλούρ Νταγλαρί και να κατεβεί στον ποταμό Λόρι ή Ζελκελέρ στο Γιουκάρι Χαγιούκ. Από εκεί ένας βόρειος κλάδος θα περνούσε από το Γκελενγκέτς, για να ενωθεί με τη διαδρομή των Σμιθ και Ντουάιτ στο Καρακουλάκ. Οι νότιες δυνατότητες θα περνούσαν από το Γιουκάρι, το Γκελενγκέτς και το Τόλος, όπως περιγράφηκαν στη διαδρομή 1 του Χατζή Χαλίφα. Ή πέρα από τα βουνά, προς τα χωριά του Σέμεκ ή του Σοσούνγκα Πουλκ και από εκεί κάτω στην κοιλάδα του ποταμού Πουλκ, που χύνεται στον Ευφράτη στο δυτικό σημείο της μεγάλης καμπής γύρω από την πεδιάδα της Δερξηνής.
Η διαδρομή που ακολούθησε ο Τέιλορ183 (ο οποίος στην πραγματικότητα ταξίδευε δυτικά, αλλά αντιστρέφουμε το δρομολόγιό του) ήταν από το Κελκίτ, μέσω των Σαντάκ Χανλαρί και στη συνέχεια μέχρι τον ποταμό Καρλανκάς. Αλλά αντί να προχωρήσει πάνω από τον υδροκρίτη προς Λόρι ή Γκελενγκέτς, ακολούθησε διαδρομή που στρίβει νότια στο Τσαμουρκιόι και ανεβαίνει σε απότομο πέρασμα. Ψηλά σε αυτή τη διαδρομή, είτε στο Τσαμούρ-μεζρααλάρι είτε στο Τσαμούρ-μεζραάσι (δεν είναι σαφές σε ποιο, από το κείμενο), βρήκε τον τάφο ενός Κιζιλμπάς ηγεμόνα της περιοχής και κομμάτι λατινικής επιγραφής, το οποίο προαναφέραμε. Από εκεί διέσχισε τον υδροκρίτη μεταξύ των παραποτάμων του Λύκου και του Ευφράτη και συνέχισε κατεβαίνοντας τον ποταμό Πουλκ, μέσω Μπασκιόι και Γκιουλεμπάγντι, μέχρι τον ποταμό Μανς και τον Ευφράτη. Διέσχισε το ποτάμι απέναντι από το Μπαγκαρίτσον (Πέκεριτς) και η διαδρομή του μάλλον συμπίπτει με τη διαδρομή 1 του Χατζή Χαλίφα. Περνά από Μαμαχατούν, Γενικιόι και Τζινίς184 και κατευθύνεται στο Ερζερούμ.
Άλλες διαδρομές από το πέρασμα του Ευφράτη ίσως ακολουθούσαν τον σύγχρονο δρόμο μέχρι το Γκιόγντερε, διέσχιζαν το πέρασμα Κουκουρτλού φτάνοντας στο Άσκαλε185 και από εκεί στο Ερζερούμ, μέσω Ασάγι Καγνταρίτς,186 Τζινίς και Ιλίτζα. Ή ο περιηγητής θα μπορούσε να συνεχίσει κατά μήκος της κοιλάδας του Ευφράτη, που εδώ ονομάζεται ποταμός Σαχούν, ακολουθώντας τώρα τη γραμμή του σιδηροδρόμου μέχρι το Άσκαλε, και από εκεί στο Ερζερούμ.187
Τέλος, υπήρχαν τα δρομολόγια από Ερζιντζάν προς Ερζερούμ. Ο Νιούμπερι ταξίδεψε μέσω Bettareg, Backerreg, «όπου υπάρχει μεγάλη αφθονία κρασιού», Gebesse, Gotter, Shennar και Pretton και χρειάστηκε τέσσερις ή πέντε ημέρες.188 Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί αυτή η διαδρομή, αλλά είναι πιθανό ότι το Bettareg είναι το Πέτεριτς στους πρόποδες, στο βορειοανατολικό άκρο της κοιλάδας του Ερζιντζάν, πάνω από το Αλτίντεπε. Το Gebesse, το οποίο αναφέρει ως δύο διαφορετικά μέρη που φέρουν το ίδιο όνομα, μπορεί να είναι το Γκελμίζε (Γκελμίζε Κογιού) ή το Γκελμίζε Κογιού Χαραμπελερί, τα οποία βρίσκονται στον άνω ρου του ποταμού Μανς. Ή μπορεί να είναι το Τζιμπίτζε, που δίνει το όνομά του σε ποτάμι και σε οροσειρά. Στην πρώτη περίπτωση ο Νιούμπερι πήγε βόρεια-βορειοανατολικά από το Αλτίντεπε, πάνω από πέρασμα μεταξύ των βουνών Κεσίς και Μιρπέτ (Μουρίτ). Ή, αν το Τζιμπίτζε είναι το σωστό, πήγε νότια της οροσειράς Μιρπέτ. Gotter μπορεί να είναι το Κοτούρ Κιοπρού και Shennar μπορεί να είναι το Τζινίς. Αλλά είναι περίεργο ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά για το Τερτζάν. Αν αυτή η ερμηνεία είναι σωστή, η διαδρομή των καραβανιών, ή μία από αυτές, έκοβε τη νότια στροφή του Ευφράτη και απέφευγε ένα μακρύ φαράγγι στρίβοντας βορειοανατολικά από την πεδιάδα του Ερζιντζάν, στο βορειοανατολικό άκρο κοντά στο Αλτίντεπε. Το Αλτίντεπε φαίνεται ότι ήταν η πρωτεύουσα της πεδιάδας του Ερζιντζάν μέχρις ότου ερημώθηκε περί το 600 π.Χ., και επομένως υπάρχουν ορισμένοι αρχαιολογικοί λόγοι για την υπόθεση ότι μια παραδοσιακή διαδρομή έφευγε από την κοιλάδα σε αυτό το σημείο.189
Μια διαδρομή μέσα από το βουνό επιβεβαιώνεται από το δρομολόγιο Τσιχάτσεφ και από τον Στρέκερ.190 Ο Τσιχάτσεφ δίνει μόνο το Kargya, αλλά η τοποθέτησή του στον χάρτη του υποδηλώνει ότι ταξίδεψε στον ίδιο δρόμο με τον Στρέκερ, ο οποίος δίνει το Karghyn. Ο Στρέκερ δίνει το Μερτεκλί, νότια του Αλτίντεπε, μετά το Χαν, το οποίο πρέπει να είναι ένα από τα δύο ανώνυμα ερειπωμένα χάνια. Το ένα βρίσκεται στη βόρεια διαδρομή, μεταξύ των οροσειρών Κεσίς και Μιρπέτ, και το άλλο στον δρόμο νότια της οροσειράς Μιρπέτ που διασχίζει το Τζιμπίτζε. Ο επόμενος σταθμός είναι το Karghyn (Καργκίν), και από εκεί ο Στρέκερ ακολούθησε τη διαδρομή προς Ερζιντζάν που περιγράφεται πιο πάνω, μέσω Μαμαχατούν (Τερτζάν), Γενικιόι (Γενικιόι) και Ιλίντσε (Ιλίτζα). Αν επρόκειτο να ακολουθηθεί βόρεια διαδρομή μέσω του Μανς και από εκεί κατά μήκος της κοιλάδας του Ευφράτη προς το Άσκαλε, φαίνεται πιθανό ότι η διαδρομή έφευγε από την κοιλάδα Ερζιντζάν ακριβώς ανατολικά του Αλτίντεπε, για να διασχίσει τα βουνά Κεσίς και Μιρπέτ μέσω περάσματος που οδηγεί βορειοανατολικά στους παραπόταμους του ποταμού Μανς. Αυτή ήταν αρκετά άμεση διαδρομή, που συνεχιζόταν από τον Μανς για να ακολουθήσει τον Ευφράτη, όπως περιγράφεται πιο πάνω. Ίσως ήταν το καλοκαιρινό δρομολόγιο, αφού απαιτεί τη διέλευση από ψηλό πέρασμα και τη διάσχιση ποταμών. Αν αναζητούνταν πιο νότια διαδρομή, υπήρχαν δύο εναλλακτικές λύσεις: Μπορούσε είτε να ακολουθήσει τον αμαξιτό δρόμο και τη σιδηροδρομική γραμμή κατά μήκος της κοιλάδας του Ευφράτη μέχρι το σημείο όπου αυτός ανοίγει στην πεδιάδα του Τερτζάν,191 και στη συνέχεια να διακλαδιστεί ανατολικά προς το ίδιο το Τερτζάν και κατά μήκος της διαδρομής του Τέιλορ προς Τζινίς. Ή η διαδρομή να απέκοπτε τον κάτω βρόχο του Ευφράτη και τα μάλλον δύσκολα φαράγγια του ποταμού, και να περνούσε στα βουνά κοντά στο Αλτίντεπε. Η κάτω ορεινή διαδρομή περνούσε μέσω Χίνζορι, ΣιρινλιΜανάστιρ Χαραμπελερί και Χαν,192 για να ξανακατέβει στον ποταμό, ίσως κοντά στο Καργκίν, εκεί όπου αρχίζει να αφήνει τα φαράγγια του για να μπει στην πεδιάδα του Τερτζάν. Η πάνω ορεινή διαδρομή κατευθυνόταν βορειοανατολικά, για να διασχίσει το πέρασμα μεταξύ των βουνών Κεσίς και Μιρπέτ και να κατέβει στον Ευφράτη περνώντας από το Γκελμίζε και τον ποταμό Μανς. Από τη συμβολή προχωρούσε κατά μήκος του Ευφράτη μέχρι το Άσκαλε.
Ο χρόνος που απαιτούνταν μεταξύ Ερζερούμ και Ερζιντζάν ή Σατάλων φαίνεται ότι ήταν κατά μέσο όρο περίπου τέσσερις ημέρες,193 που συμφωνούν με το δρομολόγιο Πεγκολότι. Η Θεοδοσιούπολη δεν εμφανίζεται φυσικά στους Πίνακες Πόιτινγκερ, αλλά αν την τοποθεσία της σηματοδοτούσε τότε το Lucus Basaro, θα χρειάζονταν τέσσερις επίσης ημέρες για το ταξίδι. Ο Πεγκολότι φαίνεται ότι εκτιμά έξι ημέρες, αλλά αυτό οφείλεται στο τουρκικό έθιμο να βάζουν τα καραβάνια να σταματούν στα χάνια έξω από τις μεγάλες πόλεις για να έχουν καλύτερο έλεγχο πάνω τους.194
Φαίνεται πιθανό ότι η διαδρομή Πόιτινγκερ από τα Σάταλα περνούσε πάνω από τα βουνά προς Γκελενγκέτς, ή Λόρι. Στο πρώτο, υπάρχουν ερείπια που παρέχουν κατάλληλη τοποθεσία για τον πρώτο σταθμό, το Salmalasso, καθώς και για το Ορωνών του Προκοπίου, τη «Μεθοριακή Τάφρο» και την Ikrita.195 Από εκεί περιοριζόμαστε σε εικασίες. Ο δεύτερος σταθμός του Darucinte μπορεί να βρίσκεται είτε στο Καρακουλάκ (ή πιο πέρα) στον βόρειο κλάδο αυτής της διαδρομής, είτε στην κοιλάδα Πουλκ στον νότιο κλάδο.196 Η Aegea θα έπεφτε τότε στην περιοχή του Άσκαλε και το Lucus Basaro στην περιοχή της Θεοδοσιούπολης.
Η διαδρομή Πεγκολότι από το Άρζινγκα (Ερζιντζάν) προς το Ερζερούμ είναι πιο πιθανό να περνούσε από το Αλτίντεπε και στη συνέχεια να διέσχιζε τα βουνά, αποκόπτοντας το τμήμα των φαραγγιών από το Αλτίντεπε μέχρι το Βίτζαν ή το Καργκίν. Πιθανότατα περνούσε και από το Τερτζάν, αφού τα σελτζουκικά χάνια και τουρμπέ εκεί δείχνουν τη σημασία της πόλης ως αγοράς. Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για την τοποθέτηση των σταθμών, αλλά η γεωγραφία της διαδρομής θα υποδείκνυε ένα από τα ερείπια χανιού γύρω από το Αλτίντεπε για τον σταθμό Gavezera sulla montagna, το Τερτζάν για το Ligurti, το Τζινίς Κιοπρού ή το Άσκαλε για το “ponte a Cantieri”, το Γενιχἀν ή το Εβρενίχανε για το Gavazera fuori d’Arzerone και την Ιλίτζα για το Bagni d’Arzerone.197
Το τμήμα του δρόμου από τα Σάταλα ή από το Ερζιντζάν στο Ερζερούμ προκαλεί και πάλι τη γενική παρατήρηση ότι πιθανώς υπήρχαν καλοκαιρινές και χειμερινές διαδρομές, αν και το ύψος των βουνών ανατολικά των Σατάλων πρέπει να έκανε τις χειμερινές διαβάσεις επίπονες, αν όχι αδύνατες για μεγάλο μέρος του χρόνου.198
Οι δρόμοι από το Ερζερούμ προς τα ανατολικά περιγράφονται με συντομία πιο κάτω.199 Ακολουθούν την ίδια διαδρομή μέχρι τη συμβολή (“Ad confluentes”),200 πέρα από την οποία κανονικά αναπτύσσονταν εκτός βυζαντινής επικράτειας.201
Από την κοιλάδα του Λύκου (Κελκίτ) μέχρι την Παϊπέρτη (Μπαϊμπούρτ) προς Συσπιρίτι (Φαράγγιον, Ισπίρ) και ανατολικά στο Ταό
Ο βόρειος κλάδος του ποταμού Λύκου ακολουθεί ανατολική-δυτική πορεία και ανατολικά της πόλης Κελκίτ έχει το όνομα Κουσμασάλ. Το υψίπεδο του Μορμουσντούζου υψώνεται σε υδροκρίτη μεταξύ των πηγών του Λύκου και των παραποτάμων του Άκαμψι. Οι διαδρομές διασχίζουν αυτό το οροπέδιο, για να ενωθούν με τον κύριο δρόμο των καραβανιών από Τραπεζούντα προς Ερζερούμ στο Βαρζαχάν. Το Βαρζαχάν βρίσκεται στην άκρη της πεδιάδας της Παϊπέρτης και του Χαρτών (Χαρτ), που δεν αποτελεί εμπόδιο στο ταξίδι, και τα μονοπάτια που το διασχίζουν μπορεί να αναπτύσσονταν προς πολλές κατευθύνσεις. Η Παϊπέρτη βρίσκεται στο νότιο άκρο της μεγάλης δυτικής στροφής του ποταμού Άκαμψι. Στα βόρεια της πόλης ο ποταμός τρέχει ανάμεσα σε χαμηλές σειρές λόφων και στη συνέχεια βγαίνει στο βόρειο άκρο της στροφής στη βορειοανατολική γωνία της πεδιάδας της Παϊπέρτης και του Χαρτών (Χαρτ Οβάσι). Είναι δυνατό να συνεχίσει κανείς κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού προς τα ανατολικά μέχρι το Φαράγγιον (Ισπίρ), αλλά η διαδρομή της κοιλάδας φαίνεται να είναι δύσκολη και ο Στράτιλ Σάουερ την άφησε μεταξύ των χωριών Καν και Νόργκα.202 Η διαδρομή του Χάμιλτον κατά μήκος αυτού του δρόμου, παρμένη στην αντίστροφη κατεύθυνση, ξεκίνησε και τελείωσε κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού, αλλά στα ενδιάμεσα τμήματα μεταξύ Μπαϊμπούρτ και Ισπίρ, ταξίδεψε στους λόφους στα νότια του ποταμού Άκαμψι. Το ταξίδι του μεταξύ των δύο πόλεων κράτησε δεκαοκτώ ώρες, ή δύο ημέρες, και σταμάτησε για τη νύχτα στο χωριό Καρά Αγάτς, το οποίο δεν σημειώνεται πια στον τουρκικό χάρτη, εκτός αν είναι το Καρακότς.203 Η διαδρομή του Χάμιλτον μπορεί κάλλιστα να ταυτίζεται με την κύρια διαδρομή μεταξύ των δύο πόλεων που σημειώνεται στους τουρκικούς χάρτες. Αυτή μπορεί επίσης να είναι η διαδρομή του Ντεϊρόλ, αντίστροφα, αλλά εδώ είναι λιγότερο ενημερωτικός απ’ όσο αλλού για αυτό το μέρος των ταξιδιών του, επειδή είχε ενοχληθεί πολύ από τα νέα του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου. Αναφέρει ότι σταμάτησε για τη νύχτα στο Perghitisi, το οποίο δεν μπορέσαμε να αναγνωρίσουμε, και στο Neurkak (Νόργκα). Μεταξύ Νόργκα και Κοσαμπά (Ισπίρ) επισκέφτηκε το μοναστήρι του Σουρπ-Οβάνες (Αγ. Ιωάννη), στο οποίο φυλασσόταν το μικρό δάχτυλο του Βαπτιστή.204 Δίνει σχέδιο του κάστρου της Ισπίρ με το όνομα «Κοσαμπά». Κασαμπά σημαίνει απλά «μικρή πόλη». Μόνο εικασίες μπορεί να κάνει κανείς για τη σύγχυση.
Από την Ισπίρ προς τα ανατολικά, ο Άκαμψις τρέχει σε φαράγγια για όλη σχεδόν την πορεία του, μέχρι τη μεγάλη στροφή πάνω από το Αρτβίν. Επομένως τα μονοπάτια προς τα ανατολικά δεν ακολουθούν το ποτάμι, αλλά αναπτύσσονται πολύ νότια από αυτό. Μια διαδρομή, που ακολούθησε εν μέρει ο Κλαβίχο,205 περνούσε από το Βίτζερ (Καλεϊφισρίκ) και το Έρσις και από εκεί διέσχιζε το Καραντάγ για να φτάσει στον ποταμό Γλαύκο (Όλτου Τσάι), στη συμβολή του με τον ποταμό Τορτούμ. Από εδώ, υπήρχαν διαδρομές προς το Αρδανούτζιον (Αρντανούτς), την πρωτεύουσα του Ταό, ή προς τα νοτιοανατολικά προς το άνω Ταό.
Μια δεύτερη διαδρομή ξεκινούσε από την Ισπίρ με διάφορα εναλλακτικά μονοπάτια, κατευθυνόμενη προς τα ανατολικά, μπαίνοντας στην άνω κοιλάδα του Τορτούμ. Ο Κλαβίχο πιθανότατα πήρε την πιο βόρεια, η οποία εκτείνεται από το Βίτζερ (Καλεϊφισρίκ) προς νότο διασχίζοντας το χαμηλότερο από τα περάσματα πάνω από το Φερικντάγ, και μετά νότια και πάλι από τις πλαγιές των βουνών μέχρι το Νόρσεν, και ύστερα προς τα ανατολικά μέχρι τον ποταμό Τορτούμ. Ο Ντεϊρόλ βρέθηκε πιθανώς στον ίδιο δρόμο, αναφέροντας τα Ίσχεν (Χίσεν), Ζάγκος (Ζάκος), κάστρο Φισρίκ (Καλεϊφισρίκ), του οποίου δίνει το μόνο γνωστό σκίτσο, Νόρσεν και Τορτούμ. Το ταξίδι από το Τορτούμ στο Χίσεν, το οποίο απείχε τρεις ώρες από την Ισπίρ, του πήρε δύο ημέρες.206
Οι Κλαβίχο, Χάμιλτον και Ντεϊρόλ δεν κάνουν καμία αναφορά στο μοναστήρι του Χάχουλι (Χάχο, Μπαγλάρ Μπασι), αλλά οι Κλαβίχο και Ντεϊρόλ αναφέρουν το κάστρο στο Τορτούμ και πιθανότατα όλοι ακολούθησαν την ίδια διαδρομή συνεχίζοντας νότια από το Γιοντούκ στις ψηλές πλαγιές των βουνών μέχρι τον ποταμό Νόρσεν. Η κοιλάδα του Νόρσεν κατέβαινε στην Κίσα και στον ποταμό Τορτούμ. Ο Χάμιλτον αναφέρει τους Κόμπορ, Γενικιόι (όχι στον χάρτη), Γιουντούκ (Γιοντούκ) και Χίζρα (Κίσα Γιαγλά ή Γιοντούκ Γιαγλά). Και διέσχισε την κοιλάδα του Τορτούμ από το πέρασμα στο Καλέντιμπι.207 Μια πιο νότια και άμεση διαδρομή θα διέσχιζε τους ψηλούς καλοκαιρινούς βοσκοτόπους επί των οποίων δεσπόζει το Μεστζίτ Νταγ και θα κατέβαινε στην κοιλάδα του ποταμού Τορτούμ, περνώντας από το μοναστήρι του Έκεκ ή το κάστρο του Τορτούμ. Η ελληνική επιγραφή του Γρηγορίου στο Έκεκι,208 η τοποθεσία της πόλης Κέτζεον που πρέπει να βρίσκεται κάπου στην πάνω κοιλάδα του Τορτούμ,209 και το κάστρο του Τορτούμ, που έχει τα ερείπια παρεκκλησίου βυζαντινής εμφάνισης, μπορεί το καθένα να αποτελεί απόδειξη για τον προσδιορισμό βυζαντινού σταθμού κατά μήκος αυτής της διαδρομής προς τα ανατολικά, από την Ισπίρ προς το Ταό. Αποτελούν απτές αποδείξεις βυζαντινής προσάρτησης αυτής της περιοχής.
Από την Παϊπέρτη (Μπαϊμπούρτ) στη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ)
Αυτό το σχετικά σύντομο ταξίδι είναι δύσκολο, καθώς ο περιηγητής πρέπει να διασχίσει τεράστιο ορεινό φράγμα, οι βόρειες πλαγιές του οποίου ρίχνουν τα νερά τους στον ποταμό Άκαμψι (Τσορούχ), ενώ οι νότιες πλαγιές τροφοδοτούν τον Ευφράτη. Ο κύριος δρόμος ακολουθεί την κοιλάδα του ποταμού Άκαμψι ανατολικά από την Παϊπέρτη μέχρι το χωριό Μαντέν. Μέχρι στιγμής η κοιλάδα είναι ήπια και υψώνεται περίπου στα 1.600 μέτρα στο Μαντέν. Στη συνέχεια, ο δρόμος στρίβει νότια ανεβαίνοντας τον ποταμό Κοπ Ντερέ, σκαρφαλώνοντας απότομα στο πέρασμα του Κόπνταγ Γκετσίντ στα 2.390 μ. και κατηφορίζοντας προς την κοιλάδα του Ευφράτη κάτω από το Άσκαλε, περίπου στα 1.600 μ. Αυτά τα βουνά είναι γυμνά από δάση και το χειμερινό πέρασμα ήταν πάντοτε δύσκολο. Το καλοκαίρι, οι χιονοθύελλες μπορούν ακόμη να κάνουν το πέρασμα επικίνδυνο, αλλά οι ψηλές πλαγιές, όταν δεν καλύπτονται από χιόνι, παρέχουν άφθονο βοσκότοπο και μπορεί να τις διασχίσει ο περιηγητής λίγο-πολύ όπου θέλει. Μια λιγότερο επίπονη και συντομότερη διαδρομή είναι να συνεχίσει κανείς προς τα ανατολικά ανεβαίνοντας τον ποταμό Άκαμψι, που εδώ ονομάζεται Μασάτ Ντερέ, πέρα από το Μαντέν, αντί να στρίψει προς νότο πάνω από το πέρασμα Κοπ. Η κοιλάδα ανεβαίνει περνώντας από τους οικισμούς Μασάτ, Μασάτ Χαν και Μασάτ Μαχαλέ, που δίνουν το όνομά τους σε αυτό το τμήμα του ποταμού. Ίσως ένας από αυτούς να αντιπροσωπεύει τη σημαντική ισχυρή θέση Μαστάτον που αναφέρει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος.210 Είναι δυνατό να στρίψει κανείς νότια στο Μασάτ και να διασχίσει τα βουνά προς Ελέγεια (;) (Άσκαλε) ή να συνεχίσει προς τα ανατολικά ανεβαίνοντας τους ποταμούς Μασάτ ή Κουρτ και στη συνέχεια νότια στην πεδιάδα του Ερζερούμ, πάνω από οποιοδήποτε από τα περάσματα που είναι περίπου τόσο ψηλά όσο το Κοπ, αλλά λιγότερο απότομα.211
Ο Ιησουίτης πατέρας Μονιέ, ξεκινώντας από το Ερζερούμ το 1711, καταγράφει το Chaouf, το οποίο δεν μπορούμε να βρούμε, στη συνέχεια το Chimaghil (ένα από τα τέσσερα χωριά Τσιμαγίλ), το Άβιρακ (Έβερεκ) και το Βαρζουχάν (Βαρζαχάν). Η θέση του Τσιμαγίλ και του Έβερεκ υποδηλώνει ότι επέλεξε να ταξιδέψει κατά μήκος των υψηλών βοσκοτόπων της οροσειράς Κοπ, αντί να κάνει απευθείας διάσχιση.212 Ταξίδευε τον Οκτώβριο, και πιθανώς τα χιόνια πρέπει να καθυστέρησαν εκείνη τη χρονιά. Τον 19ο αιώνα φαίνεται ότι υπήρχε πια κάποια τυποποίηση και η διαδρομή πήγαινε από τη Μπαϊμπούρτ μέσω Μαντέν στο Μασάτ. Από εκεί αναπτυσσόταν νοτιοανατολικά διασχίζοντας τα βουνά μέχρι το Κοσαπινάρ στην κοιλάδα του ποταμού Kaγνταρίτς Σου, και διασχίζοντας χαμηλή κορυφογραμμή για να κατέβει στην πεδιάδα της Θεοδοσιούπολης (Ερζερούμ Οβάσι), στο Μεϊμανσούρ. Αυτή ήταν η διαδρομή που ακολούθησαν ο Έινσγουορθ213 και ο στρατηγός Τσέσνεϊ.214 Είναι η μόνη που σημειώνεται στον χάρτη του Σεν-Μαρτέν.215 Όμως, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το ίχνος από το πέρασμα του Κοπ Νταγ φαίνεται ότι έγινε αποδεκτό ως διαδρομή. Ο χάρτης του Στρέκερ τη δίνει ως δευτερεύουσα σε σχέση με τη διαδρομή Μασάτ,216 και ο Μάρεϊ φαίνεται να πιστεύει ότι οι δύο ήσαν ίσης αξίας, αν και ο Οδηγός είναι ασαφής. Η διαδρομή 75 ανεβαίνει από τη Μπαϊμπούτ (Μπαϊμπούρτ) τον ποταμό Μαρσάτ Ντερέ (Μασάτ Ντερέ), και στη συνέχεια, περνώντας πάνω από το Κοφ Νταγ (Κοπ Νταγ), φτάνει στο Μιμανσούρ (Μεϊμανσούρ).217 Αυτό υποδηλώνει μεγάλη διάσχιση της ψηλής χώρας, όπως εκείνη που έγινε από τον πατέρα Μονιέ. Η διαδρομή 82 αναφέρει το Μουσάτ (Μασάτ) και το Χούσα Μπινάρ (Κοσαπινάρ), πράγμα που υποδεικνύει την τυπική διαδρομή.218
Και πάλι, χρειάζεται περισσότερη εξερεύνηση, αλλά φαίνεται πιθανό ότι η παλιά διαδρομή μέσω Μεϊμανσούρ, Κοσαπινάρ και Μασάτ είναι πιο πιθανό να αντιπροσωπεύει τον βυζαντινό δρόμο και ότι ο αμαξιτός δρόμος πάνω από το Κοπ Νταγ Γκετσίντ ακολουθεί το ίχνος νεότερης διαδρομής, που φαίνεται ότι είχε τεθεί σε γενικότερη χρήση τον 19ο αιώνα,219 ίσως γιατί απαιτεί γρήγορη διάσχιση των επικίνδυνων εδαφών μεγάλου υψομέτρου παρά τη μεγαλύτερη διάβαση ορεινής χώρας στη διαδρομή Μασάτ.
ΧΕΡΣΑΙΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ, ΒΟΡΡΑΣ-ΝΟΤΟΣ
Οι επικοινωνίες βορρά-νότου στον Πόντο αναγκαστικά συναντούν βουνά. Οι σύγχρονοι δρόμοι τείνουν να ακολουθούν τους πυθμένες κοιλάδων όσο το δυνατόν περισσότερο στις διαδρομές τους μέσα από τα βουνά, αλλά οι αρχαίες και μεσαιωνικές διαδρομές δεν το έκαναν αναγκαστικά αυτό και η διάσχιση βουνού συχνά γινόταν καλύτερα ακολουθώντας ελικοειδή διαδρομή σε βαθμιαία ανηφορικές κορυφογραμμές. Αυτό απέφυγε τον κίνδυνο να έχουν από πάνω τους ληστές και την ανάγκη για απότομες αναβάσεις και καταβάσεις από τη μια κοιλάδα στην άλλη. Οι σημερινοί δρόμοι της ενδοχώρας από το Οίναιον (Ούνιε) και την Κερασούντα (Γκίρεσουν), είναι παραδείγματα οδών κορυφογραμμής, που μπορεί να ακολουθούν τις πιο αρχαίες διαδρομές. Τα προβλήματα είναι μικρότερα στο δυτικό άκρο του Πόντου, όπου το ορεινό φράγμα δεν είναι τόσο ψηλό, και μεγαλύτερα στο ανατολικό άκρο, όπου υπάρχουν οι πρόσθετες δυσκολίες των έντονων βροχοπτώσεων και του πυκνού δάσους. Οι ανατολικές διαδρομές είναι ουσιαστικά εποχιακές, προσφέροντας ευχάριστη διέλευση και άφθονο βοσκότοπο για άλογα τους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά ζοφερό και επικίνδυνο ταξίδι τον χειμώνα. Αυτό φαίνεται καλά από τις καταστροφές που έπληξαν τον Αλέξιο Γ’, όταν πραγματοποίησε χειμερινή εκστρατεία εναντίον των Χεριάνων (Ουλού Σιράν),220 ή από αφηγήσεις του 19ου αιώνα για χειμερινές διελεύσεις από την Τραπεζούντα στο Ερζερούμ.221 Μέχρι τη δεκαετία του 1960 το Σέμπιν Καραχισάρ στο βιλαέτι της Γκίρεσουν αποκόπτονταν από τη διοικητική του πρωτεύουσα για πέντε μήνες τον χρόνο. Παραθέτουμε τις διαδρομές με σειρά από δύση προς ανατολή, ξεκινώντας από τη Σινώπη.222
Από Σινώπη (Σινόπ) προς τον κύριο δρόμο στην κοιλάδα του Αμνία (Γκιόκ)
Δεν βρέθηκαν στοιχεία για την ακριβή διαδρομή και εμείς δεν την έχουμε ψάξει προσεκτικά. Ίσως ακολουθούσε τη γραμμή του σύγχρονου δρόμου νότια της Σινώπης, αλλά ένας συντηρητής του δρόμου στο πέρασμα δεν γνώριζε για αρχαία ερείπια κατά μήκος του. Αυτός ο δρόμος διασχίζει τριανταπέντε περίπου χιλιόμετρα επίπεδης εύφορης γης νότια της Σινώπης και στη συνέχεια ανεβαίνει σταδιακά κατά μήκος των πλαγιών απότομου ρήγματος σε υψόμετρο 1.200 μέτρων. Η ψηλή χώρα καθιστά άνετο το ταξίδι σε κυλιόμενες κορυφογραμμές και ο δρόμος κατηφορίζει σταδιακά μέσα από δάσος κωνοφόρων και τελικά πιο απότομα στην κοιλάδα του Αμνία, ακριβώς στα δυτικά του Μπογιαμπάτ. Όμως ο χάρτης του Κίπερτ σημειώνει μια διαδρομή του Μέρκερ, η οποία διακλαδίζεται από τον σύγχρονο δρόμο προς νοτιοδυτική κατεύθυνση στον υδροκρίτη. Ο Μέρκερ ακολούθησε πιο άμεση πορεία για την Πομπηιούπολη (Τάσκιοπρου), και έφτασε στην κοιλάδα του Αμνία ακριβώς στα ανατολικά της πόλης. Δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε τη δημοσίευση αυτής της διαδρομής, αλλά ίσως αντιστοιχεί στη διαδρομή Πόιτινγκερ. Παρέχεται ως Γάγγρα-Πομπηιούπολη-Σινώπη, που λίγα πράγματα μας δίνει πέρα από τη γνωστοποίηση της ύπαρξής της. Όμως μια ομάδα σταθμών που ακολουθούν μετά τη Σινώπη πρέπει να ανήκε σε αυτήν.223
Ο Ουίλσον προσδιορίζει δοκιμαστικά κάποια ονόματα, που θα μπορούσαν να ανήκουν στη διαδρομή από τη Γάγγρα στη Σινώπη. Υπάρχουν Vicui (Κασταμόνου), Tyae στην περιοχή του Μπούρνου, Cereas (Φιντιτσάκ) και Milete (Καμπαλί). Αυτή η διάταξη ακολουθεί τη γραμμή του σύγχρονου δρόμου.224 Ο Χάμιλτον περιγράφει τη διαδρομή και παρατηρεί ότι δεν χρησιμοποιείται πολύ λόγω της δυσκολίας διέλευσης από τα περάσματα. Όμως στην πραγματικότητα δεν είναι πολύ δύσκολα και η ακμή και το εμπόριο της Σινώπης στον αρχαίο κόσμο πρέπει να την έχουν ενισχύσει.225
Από Παύραι (Μπάφρα), ανεβαίνοντας τον ποταμό Άλυ (Κιζιλιρμάκ) μέχρι την περιοχή του Τσελτίκ, για ένωση με τον κύριο δρόμο στον ποταμό και διάσχισή του δυτικά της Άντραπα (Βεζίρκιοπρου)
Δεν υπάρχει τεκμηρίωση για τη χρήση αυτής της διαδρομής στη ρωμαϊκή εποχή. Ο ρωμαϊκός σταθμός Helega πιθανότατα βρισκόταν πάνω ή κοντά στο στόμιο του Άλυ, για να τον διαδεχτεί οι Paurae. Ο ποταμός είναι πλωτός μέχρι το Τσελτίκ,226 όπου αναφέρεται το πρώτο πέρασμα.227 Υπάρχουν και ερείπια γέφυρας μία περίπου ώρα πιο πάνω. Η περιγραφή της γέφυρας αφήνει αβέβαιο το αν ήταν ρωμαϊκή ή όχι,228 αλλά είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι ο κύριος δρόμος διέσχιζε τον Άλυ κάπου στο πέρασμα του Τσελτίκ ή μεταξύ αυτού και της ερειπωμένης γέφυρας. Οι αποδείξεις για μια βυζαντινή διαδρομή που κατέβαινε τον Άλυ, είτε από στεριά είτε από το ποτάμι, παρέχονται από την υποχώρηση των Σταυροφόρων από το Merzifon στις Paurae μετά την ήττα τους το 1101. Η φυσική διαδρομή για αυτή την υποχώρηση θα ήταν η κάθοδος της κοιλάδας του Άλυ, στην οποία αναφέρονται δύο κάστρα.229 Ο Εβλία Τσελεμπή παρατηρεί για το “Kopri,” (Άντραπα, Βεζίρκιοπρου), ότι «τα λιμάνια αυτής της πόλης στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας είναι η Μπάφρα και η Σινώπη, που απέχουν ημερήσιο μόνο ταξίδι». Αυτό αποτελεί καλή απόδειξη για διαδρομή προς Παύρες από την κοιλάδα του Άλυ, αλλά δεν είναι σαφές πώς θα μεταφέρονταν τα εμπορεύματα στη Σινώπη ή αν οι διαδρομές στις οποίες αναφέρεται είναι χερσαίες ή θαλάσσιες.230
Ο μεγάλος χάρτης του Κίπερτ σημειώνει τα ταξίδια στη στεριά αρκετών Γερμανών περιηγητών μέσω αυτής της περιοχής, αλλά δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε τις περιγραφές τους.231
Από την Αμισό (Σαμσούν) προς νότο, μέχρι τη διασταύρωση με την κύρια οδό Ανατολής-Δύσης
Αυτή είναι η ευκολότερη διαδρομή από την ποντιακή ακτή προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και πρέπει να ήταν σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη της Αμισού, τουλάχιστον από την ίδρυση της πρωτεύουσας των Χετταίων στο Μπογαζκιόι, για την οποία ήταν το φυσικό λιμάνι. Νότια της Αμισού ο δρόμος διασχίζει τρία ήπια περάσματα: το Μαχμούρ Νταγ στα 840 μ., το Χατσιλάρ Νταγ στα 820 μ. και το Καραντάγ στα 900 μ. Η πόλη του Καβάκ, που βρίσκεται πάνω στον σύγχρονο δρόμο, βρισκόταν σχεδόν σίγουρα και πάνω στον αρχαίο δρόμο. Σε εκείνην έχουν αναφερθεί τόσο αρχαίες όσο και βυζαντινές αρχαιότητες, αλλά παραμένει χωρίς αρχαία ονομασία. Ο Γκρεγκουάρ πρότεινε ότι ένας ρωμαϊκός δρόμος μπορεί να διακλαδιζόταν εδώ για να πάει απευθείας στην Ανδράπα, αλλά επισήμαινε ότι δεν ήταν εύκολη διαδρομή.232 Στην περιοχή Φαζημωνίτις (Μερζιφόν, Χάβζα και Λαντίκ), ο δρόμος πρέπει να χωριζόταν, με τον ένα κλάδο να συνεχίζει νότια προς Θέρμες Φαζημωνιτών (Χάβζα), και κατά μήκος της πεδιάδας του Χιλιόκωμου (Σουλούοβα), ενώ ο άλλος έστριβε προς τα ανατολικά για να περάσει από τη Λαοδίκεια (Λαντίκ).233
Η διαδρομή προς νότο μέχρι την κοιλάδα του Ίρι (Γεσίλ), για να ενωθεί με τον κύριο δρόμο στην Ευπατόρια-Μαγνόπολη, στη συμβολή των Ίρι και Λύκου (Κελκίτ)
Αυτός ο δρόμος καταγράφεται από τον Πτολεμαίο, και ο Μάνρο πρέπει να έχει δίκιο όταν προτείνει ότι η τοποθεσία της Ευπατορίας-Μαγνόπολης υπαγορεύεται εν μέρει από την ανάγκη φρούρησης αυτού του δρόμου.234 Όμως το γεγονός ότι η Μαγνόπολη φαίνεται να εξαφανίζεται στους βυζαντινούς χρόνους μπορεί να υποδηλώνει ότι η διαδρομή χρησιμοποιούνταν τότε ελάχιστα. Ωστόσο ο Άντερσον σημείωσε μια πέτρα με σταυρό πάνω της από κάποια περίοδο ανακατασκευής της γέφυρας πάνω από τον ποταμό σε αυτό το σημείο,235 ενώ ο Χάμιλτον σημείωσε το μεσαιωνικό κάστρο στο Μπογάζ Χισάν Καλέι (Καλεκιόι),236 λίγο πιο κάτω στην κοιλάδα. Η γέφυρα μπορεί να συνδέεται με τη διαδρομή του κύριου δρόμου ανατολής-δύσης, αλλά η θέση του κάστρου υποδηλώνει ότι μάλλον φρουρούσε τη διαδρομή προς βορρά κατά μήκος της κοιλάδας του Ίρι. Το γεγονός ότι τα παράκτια Λιμνία ανέλαβαν τα μητροπολιτικά δικαιώματα της Αμάσειας τον 14ο αιώνα ίσως υποδηλώνει σύνδεση των δύο πόλεων.237 Και αν έχουμε δίκιο στην αναγνώριση της Κιντής ως Λιμνίων, ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός πιθανότατα χρησιμοποίησε αυτή τη διαδρομή καθ’ οδόν προς Νεοκαισάρεια (Νικσάρ), το 1140,238 ακολουθώντας τον Λούκουλλο, ο οποίος είχε βαδίσει με αυτόν τον τρόπο στη Φανάροια περισσότερο από χίλια χρόνια νωρίτερα.
Η μοναδική περιγραφή περιηγητή δυστυχώς στερείται λεπτομέρειας, αλλά το γεγονός ότι αυτή η διαδρομή χρησιμοποιούνταν ως τρόπος ταξιδιού από την Αμισό προς την Αμάσεια υποδηλώνει ότι ήταν χωρίς δύσκολα εμπόδια. Ο συνταγματάρχης Ροτιέρς δήλωνε: «Κατεβήκαμε πρώτα σε σημείο κοντά στα ερείπια της Ανκόνα, στον ποταμό Εκίλ [Γεσίλ]. Τον Ακολουθήσαμε μέχρι το σημείο όπου το Τοκάτ Ιρμάκ, που παλαιότερα δανειζόταν από τον Εκίλ το αρχαίο του όνομα Ίρις, χύνεται στον τελευταίο. Στη συνέχεια ακολουθήσαμε την κοιλάδα στην οποία τρέχει αυτό το ποτάμι, μέχρι την πόλη με αυτό το όνομα».239
Η διαδρομή προς νότο από τη Θεμίσκυρα (περιοχή Τέρμε) μέχρι τον Θερμώδωντα (Τέρμε Σουγιού)
Δεν έχουμε στοιχεία για αυτή τη διαδρομή, αλλά η ύπαρξη της κλασικής Θεμίσκυρας καθιστά πιθανό ότι είχε πρόσβαση στη Φανάροια. Ο Ρίτερ ασχολείται με την περιοχή240 και ο χάρτης Κίπερτ σημειώνει ένα ταξίδι του Χίρσφελντ. Ταξίδεψε από τον Τσαρσάμπα απέναντι στην κοιλάδα του Θερμώδωντα και από εκεί στη Νεοκαισάρεια (Νικσάρ), σε διαδρομή που μπορεί να τον οδήγησε πέρα από το Καινοχώριον (Μαχαλέκ), το σημερινό Κεκιρκάλε (;).
Η διαδρομή προς νότο από Οίναιον (Ούνιε) μέχρι τον κύριο δρόμο στη Νεοκαισάρεια (Νικσάρ)
Δεν φαίνεται να υπάρχουν γραπτά ή αρχαιολογικά στοιχεία για την ύπαρξη αυτής της διαδρομής στην κλασική περίοδο, αλλά οι ελληνιστικές τοποθεσίες του κάστρου Καλέογλου κοντά στο Οίναιον, του κάστρου Καινού Χωρίου και των Καβείρων (Νικσάρ), που ήταν μιθριδατική πρωτεύουσα, υποδηλώνουν ότι ένας δρόμος συνέδεε αυτά τα μέρη.241 Ο χάρτης Ταρχάν σημειώνει σημαντικά ερείπια στην Κιζιλελμά, ανατολικά του ίχνους του σύγχρονου δρόμου, πράγμα που μπορεί να υποδηλώνει διαφορετική πορεία για αυτόν. Ο Γρηγόριος Νύσσης προσφέρει κάποια στοιχεία για την ύπαρξη της διαδρομής στους βυζαντινούς χρόνους.242
Γεωγραφικά η διαδρομή δεν είναι μεγάλης δυσκολίας. Υπάρχει μια επίπεδη παράκτια λωρίδα που εκτείνεται από το Οίναιον για λίγα χιλιόμετρα προς την ενδοχώρα, ακολουθούμενη από κοιλάδα ποταμού, που φρουρείται από το Κάστρο Τσαλέογλου, η οποία οδηγεί σε ήπια ανερχόμενες κορυφογραμμές και στη συνέχεια πάνω από διαδοχικές κορυφές λόφων, φτάνοντας σε μέγιστο υψόμετρο 1.500 μ. πέρα από το Καρακούς, τώρα Ακκούς. Αν η παλιά διαδρομή περνούσε από τα ερείπια Κιζιλελμά που σημειώνει ο Ταρχάν, θα ακολουθούσε την κοιλάδα του ποταμού Τζεβίζ μέχρι το χωριό Καρακούς, από το οποίο θα ήταν σύντομη και απότομη ανάβαση για τη διάσχιση των υψωμάτων προς νότο. Νότια του Καρακούς ο δρόμος κατεβαίνει περίπου 700 μέτρα για να διασχίσει τον ποταμό Μπαγκ. Τα κάστρα Κεβγκούρκ και Καινοχώριον (Μαχαλέκ ή Κεκίρ ;)243 και άλλα ερείπια στο Αχρέτ σημειώνονται από τον Ταρχάν κατά μήκος αυτής της κοιλάδας του ποταμού, που κατηφορίζει με δυτική κατεύθυνση για να ενωθεί με τον Ίρι, και έτσι πρέπει να θεωρηθεί ως πιθανή εναλλακτική διαδρομή από τη Νεοκαισάρεια προς τη θάλασσα στην περιοχή των Λιμνίων. Θα ήταν φυσικά μακρύτερη από την απευθείας διαδρομή προς Οίναιον.
Το τελευταίο στάδιο του ταξιδιού προς νότο περιλαμβάνει ανάβαση στη δεύτερη οροσειρά κατά μήκος των πλαγιών του Τινίκ Τεπέ σε υψόμετρο περίπου 1.200 μ. και διάσχιση δασώδους οροπέδιου για κάθοδο στην κοιλάδα του Λύκου στη Νεοκαισάρεια. Ο δρόμος είναι χαρακτηριστικός για εκείνους που φτάνουν νότια, στο ότι πρέπει να διασχίσει δύο σειρές βουνών, με βαθιά κοιλάδα ενδιάμεσα. Αλλά είναι πιο εύκολος από εκείνους πιο ανατολικά, και το κύριο χαρακτηριστικό του θα ήταν η ατελείωτη ιππασία μέσα από πυκνά δάση. Τα υπολείμματα του δάσους εξακολουθούν να παραμένουν στο ψηλό έδαφος, με πλατύφυλλα δέντρα στα βουνά μέχρι τον ποταμό Μπαγκ, και δάσος κωνοφόρων στην οροσειρά Τινίκ. Σε αυτές τις ορεινές περιοχές τα σπίτια είναι μονόχωρες καλύβες από κορμούς δέντρων με δίρριχτες στέγες από μεγάλους ξύλινες σανίδες. Είναι χτισμένα σε απότομες κλίσεις, με πασσάλους που στηρίζουν το δάπεδο εκεί όπου το έδαφος χαμηλώνει. Τα ζώα ξεχειμωνιάζουν στον χώρο από κάτω. Μόνο το τμήμα ενός τοίχου είναι κατασκευασμένο από τοιχοποιία, με ημιξύλινο πλαίσιο για να φιλοξενεί το τζάκι. Οι τροφές για τους ανθρώπους και τα ζώα αποθηκεύονται σε χωριστές αποθήκες πάνω σε ξύλινα βάθρα, χτισμένες κοντά στο σπίτι. Αυτός ο τύπος αγροικίας πρέπει να μοιάζει πολύ με τον προκάτοχό του στη βυζαντινή περίοδο.
Τα ταξίδια του πατριάρχη Αντιοχείας Μακαρίου το 1658 μαρτυρούν ότι το εμπόριο από την Τοκάτ προς τη Μαύρη Θάλασσα διεξαγόταν κατά μήκος αυτής της διαδρομής. Αναφέρει ότι «από εκείνην την πόλη της Σινώπης μέχρι την Τοκάτ, είναι απόσταση δεκαπέντε σταθμών. Όσοι, λοιπόν, θέλουν να περάσουν στην Τοκάτ με βαριά φορτία, πηγαίνουν δια θαλάσσης σε πόλη που ονομάζεται Οίνος, στα τουρκικά Ούνια, και απέχει από εκείνην διακόσια μίλια, και είναι σκάλα ή λιμάνι για την πόλη Καφφάς». Ο Μακάριος δεν πήρε την απευθείας διαδρομή από Οίναιον προς Νεοκαισάρεια από φόβο ληστών, και η διαδρομή του πάνω από τα βουνά φαίνεται ότι του πήρε τέσσερις ημέρες, αν και σε παλαιότερο απόσπασμα σημείωνε ότι είναι μόνο τέσσερις μέρες διαδρομή μεταξύ Οιναίου και Τοκάτ.244
Η σύγχρονη διαδρομή έχει μήκος περίπου 100 χλμ. και διαρκεί τέσσερις ώρες με το αυτοκίνητο. Το ταξίδι διαρκούσε δύο ημέρες ιππασίας σε παλαιότερες εποχές, σύμφωνα με τον Εβλία Τσελεμπή και έναν πληροφοριοδότη των Κουμόντ.245
Η διαδρομή από Πολεμώνιον (Φάτσα) προς Νεοκαισάρεια (Νικσάρ)
Η ύπαρξη ρωμαϊκού δρόμου μεταξύ των δύο πόλεων μαρτυρείται από τους πίνακες Πόιτινγκερ, που δίνουν συνολική απόσταση 49 μίλια, και έναν ενδιάμεσο σταθμό, τον Bartae.246 Ο Μίλερ ακολουθεί τον Κίπερτ προτείνοντας το Σαρκίς για τις Bartae. Αν αυτό είναι το σύγχρονο Σερκές, τότε η διαδρομή θα ακολουθούσε το σημερινό ίχνος κορυφογραμμής μέχρι τα βουνά Εγρικιρίκ και από εκεί την ίδια νοτιοδυτική κατεύθυνση προς Νικσάρ. Μια εναλλακτική διαδρομή θα ακολουθούσε τον σύγχρονο χωματόδρομο ανεβαίνοντας τον ποταμό Μπολομάν μέχρι τον υδροκρίτη πέρα από το Αϊμπαστί και από εκεί στην ανατολική πλευρά, κατά μήκος των κορυφογραμμών που ταξίδεψαν οι Κουμόντ και άλλοι τον 19ο αιώνα, μεταξύ Νικσάρ και Κογιουλχισάρ.247 Στο Αϊμπαστί η κοιλάδα Μπολομάν ανοίγει σε φαρδιά λεκάνη με καλά καλλιεργούμενη γη. Αυτό είναι κατάλληλο μέρος για τον ενδιάμεσο σταθμό, καθώς θα ήταν περίπου στα μισά της διαδρομής ενός διήμερου ταξιδιού. Το πλήθος των μονοπατιών και των χωριών που σημειώνονται στον τουρκικό χάρτη υποδηλώνουν ότι ήταν καλά κατοικούμενη περιοχή, που ήταν εύκολο να τη διασχίσει κανείς από πολλές διαδρομές. Μια τέτοια σχετική ευκολία επικοινωνίας προς νότο πάνω από τα βουνά ίσως ήταν ένας παράγοντας για τη χωροθέτηση της πόλης του Πολεμώνιου, καθώς αυτή δεν διαθέτει φυσικό λιμάνι.
Η διαδρομή από Πολεμώνιον (Φάτσα) προς Σεβάστεια (Σίβας)
Οι αποδείξεις για μια τέτοια διαδρομή στον αρχαίο κόσμο εξαρτώνται εν μέρει από το πού βρισκόταν το οχυρό Ταυλάρων του Μιθριδάτη και από το αν βρισκόταν πάνω της ή όχι. Μετά την ήττα του από τον Λούκουλλο, ο Μιθριδάτης διέφυγε μέσω Κομάνων Ποντικών (Γκούμενεκ) και Ταυλάρων στον δρόμο του προς τον Ευφράτη. Ο Ράιναχ248 τοποθέτησε τα Ταύλαρα στο υποδηλωτικά ονομαζόμενο “Taourla”, το οποίο σημειώνεται, αλλά δεν σχολιάζεται, από τον Μάνρο.249 Οι Κουμόντ αποδέχτηκαν προσωρινά αυτήν την ταύτιση.250 Σε μεταγενέστερη ημερομηνία ο ίδιος ο Μάνρο πρότεινε εύλογα τη Σεβάστεια για Ταύλαρα με την αιτιολογία ότι δεν είχε αρχαίο όνομα.251 Σε γενικούς γεωγραφικούς όρους αυτό είναι πολύ λογικό, αλλά η Σεβάστεια βρίσκεται σε μεγάλη πεδιάδα, ενώ τα ισχυρά αμπάρια του Μιθριδάτη ήταν κατά κανόνα στις κορυφές των βουνών. Ο Γκρεγκουάρ απέρριπτε την ταύτιση των Ταυλάρων με το “Taourla”. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από τους τουρκικούς χάρτες που δεν δείχνουν ακριβές αντίστοιχο του “Taourla” που αναφέρει ο Μάνρο. Υπάρχει ένα χωριό πάνω από τη γέφυρα στις βόρειες πλαγιές του Λύκου που ονομάζεται Ταβάρα, αλλά οι Κουμόντ υποθέτουν ξεκάθαρα ότι ο Μάνρο εννοούσε ότι αναφερόταν σε χωριό στις νότιες πλαγιές, και από τον χάρτη φαίνεται σαφές ότι η διαδρομή που ακολούθησαν οι Κουμόντ φεύγοντας από το Ρεσαντίγιε πρέπει να περνούσε από το Ταβάρα. Όμως δεν αναφέρουν σχετικά.252 Αυτό το Ταβάρα πρέπει να είναι το χωριό «Ταβούρα», που ο ακούραστος Γκρεγκουάρ αποφάσισε να ερευνήσει. Δεν βρήκε τίποτε εκεί.253 Ο χάρτης Ταρχάν σημειώνει ερείπια στο Μέζρε, το οποίο προσδιορίζει ως Ταυλάρων. Υπάρχουν πέντε μέρη που ονομάζονται Μέζρα στον χάρτη, τα οποία βρίσκονται όλα στη γενική περιοχή της τοποθεσίας του και ένα από τα οποία βρίσκεται κοντά στο Ταβάρα. Το χωριό πάνω από τη γέφυρα στις νότιες πλαγιές ονομάζεται Κουντούρ, αλλά υπάρχουν δύο πιθανά ονόματα στις νότιες πλαγιές των βουνών Καμπασακάλ στην κοιλάδα του Ίρι (Γεσίλ). Αυτά είναι Ντόγκλα και Τοζανλί. Το Ντόγκλα μοιάζει περισσότερο με “Taourla” απ’ όσο το Τοζανλί, αλλά στο τελευταίο αποδίδονται ερείπια από τον Ταρχάν.254
Αν είναι σωστές οι αναφερόμενες μετακινήσεις του Μιθριδάτη από τα Κάβειρα-Νεοκαισάρεια προς τα Κόμανα Ποντικά και από εκεί προς το Ταυλάρων και τον Ευφράτη, τότε η πιθανή τοποθεσία για αυτήν την πόλη είναι στην άνω κοιλάδα του Ίρι, ίσως στα ερείπια Τοζανλί-Φιντιτζάκ. Η τοποθέτηση των Ταυλάρων στη βόρεια όχθη του Λύκου σημαίνει ότι κάνει τον Μιθριδάτη να επιστρέφει στα ίχνη του από τα Κόμανα Ποντικά και να ακολουθεί πολύ έμμεση διαδρομή, που περιλαμβάνει περιττή διέλευση μεγάλου ποταμού και βουνών.
Γεωγραφικές εκτιμήσεις υποδεικνύουν ότι η αρχική κατεύθυνση αυτής της διαδρομής θα μπορούσε να βρισκόταν νότια του Πολεμώνιον, μέσω Αϊμπαστί, και από εκεί περνώντας από τα κάστρα Μεγκντούν255 και Ισκέρ Σου256 και κατεβαίνοντας στην εύφορη περιοχή Ρεσαντίγιε στην κοιλάδα του Λύκου, όπου οι παραπόταμοι Ντελίτζε και Τσερμίκ εισρέουν από τα βόρεια και διασπούν τις απότομες πλαγιές. Εδώ η διαδρομή σχηματίζει διασταύρωση με τον δρόμο που ανεβαίνει την κοιλάδα του Λύκου και πιθανώς τον διέσχιζε στην Κουντούρ Κιοπρού,257 15 περίπου χλμ. ανατολικά. Μια διασταύρωση διαδρομών σε αυτό το σημείο θα εξηγούσε τη ζωηρή εμποροπανήγυρη που είδαν οι Κουμόντ258 να βρίσκεται σε εξέλιξη, με εμπόρους από το Μερζιφόν και τη Σίβας. Οι έμποροι του Μερζιφόν ίσως εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν έναν ρωμαϊκό κύριο δρόμο. Οι έμποροι της Σίβας θα χρησιμοποιούσαν την προτεινόμενη διαδρομή μας προς νότο. Προφανώς δεν υπήρχε κωμόπολη στην εποχή των Κουμόντ, αλλά η παλαιότερη χρήση αυτής της οδικής διασταύρωσης υποδηλώνεται από το κοντινό κάστρο του Μεγκντούν και τις αναφορές σε τάφους και αγγεία.259 Η ανάπτυξη από εμποροπανήγυρη σε ανοιχτό ή κοινό έδαφος, στη σημερινή πόλη του Ρεσαντίγιε, είναι ύστερο παράδειγμα του είδους της ανάπτυξης από εμποροπανήγυρη σε πόλη, ανάπτυξη που είναι χαρακτηριστική της μεσαιωνικής Ευρώπης.
Από το Κουντούρ Κιοπρού ο δρόμος διέσχιζε στη συνέχεια τα βουνά Καμπασακάλ προς νότο μέσω διαδρομής που περνούσε από το χωριό Κουντούρ και κατηφόριζε στην κοιλάδα του Ίρι, που εδώ ονομάζεται Τοζανλί, και του Τεκελιτσί. Μια σύγχρονη διαδρομή, η οποία φαίνεται να είναι πολύ άμεση, ανεβαίνει την κοιλάδα, περνώντας από την Hypsele (Υψηλή ;, Ιπσέλε), και διασχίζει τα βουνά Κεσίς για να κατέβει στην κοιλάδα του Άλυ στην Comassa (Camisa, Χαφίκ), απ’ όπου είναι εύκολη ιππασία στην κοιλάδα μέχρι τη Σεβάστεια.260 Μια δεύτερη και λιγότερο άμεση εναλλακτική θα ήταν να συνεχίσει κανείς να ανεβαίνει την κοιλάδα του Ίρι μέχρι το χωριό Σερεφιέ, που βρίσκεται στη διασταύρωση του δρόμου από Σεβάστεια προς Νικόπολη. Στο Σερεφιέ υπήρχαν βυζαντινές αρχαιότητες και ο Γκρεγκουάρ πρότεινε δοκιμαστικά ταύτιση με τη Δαγαλασσό των Οδοιπορικών Αντωνίνου.261
Γνωρίζουμε ότι δρόμος από το Πολεμώνιον στη Σεβάστεια υπήρχε στην τραπεζούντια περίοδο, αφού έχουμε την καταγραφή του γρήγορου τετραήμερου ταξιδιού του Γενουάτη νοτάριου Φεντερίκο ντι Πιατσαλούνγκο κατά μήκος αυτής της διαδρομής. Δυστυχώς δεν έχουμε λεπτομέρειες.262 Ο μόνος άλλος περιηγητής που φαίνεται ότι ταξίδεψε απευθείας ανάμεσα στα δύο μέρη ήταν ο Τσιχάτσεφ, ο οποίος πέρασε μέσω Νικσάρ. Δική του είναι επομένως μια άλλη πιθανή αρχαία διαδρομή, αλλά απαιτείται ακόμη περισσότερο ταξίδι και εξερεύνηση αυτής της διάσχισης προκειμένου να επαληθευτεί. Αυτό που φαίνεται ξεκάθαρο είναι ότι η περιοχή της Ρεσαντίγιε πρέπει να δίνει περαιτέρω στοιχεία εγκατάστασης στη βυζαντινή περίοδο. Η γεωγραφική της θέση στα μισά του δρόμου μεταξύ Νεοκαισάρειας και Anniaca (Κογιουλχισάρ) και μεταξύ της ακτής της Μαύρης Θάλασσας και της Σεβάστειας υποδηλώνει ένα σημείο στάθμευσης. Η περιοχή είναι εύφορη, ικανή να υποστηρίξει κάποιο πληθυσμό. Τα κάστρα Μεγκντούν και Ισκέρ Σου, και η πιθανότητα ότι το Ταυλάρων βρίσκεται σε αυτήν την περιοχή, όλα είναι ενδεικτικά ότι μπορεί να υπάρχουν περισσότερα.
Η διαδρομή από Πολεμώνιον (Φάτσα) προς Νικόπολη (Πουρκ)
Οι πίνακες Πόιτινγκερ δίνουν τους ενδιάμεσους σταθμούς αυτής της διαδρομής: 33 μίλια μέχρι τη Σαυρανία, 16 μίλια μέχρι το Matuasco, 11 μίλια μέχρι την Anniaca και 18 μίλια μέχρι τη Νικόπολη.263 Δεν βρέθηκαν ορόσημα κατά μήκος αυτού του δρόμου, ο οποίος, εξ όσων γνωρίζουμε, δεν έχει εξερευνηθεί. Οι τοποθεσίες που μπορεί να σχετίζονται με αυτόν είναι: Εβκάφ Κιόι Καλέ,264 Γκιολκιόι Καλέ,265 Κογιουλχισάρ266 και Σέμπιν Καραχισάρ.267 Υπάρχουν επίσης αρκετά ονόματα χωριών που υποδηλώνουν κάστρα, και ένα κάστρο που αναφέρεται σταθερά στο Σισόρτα.268
Η πιθανή πορεία του δρόμου από το Πολεμώνιον φαίνεται ότι είναι προς νότο μέχρι την κοιλάδα του ποταμού Μπολαμάν. Σε κάποιο σημείο άγνωστο, αλλά πιθανώς στο Τσατάκ ή πιο νότια στη συμβολή του ρέματος του Γκιολκιόι με τον ποταμό Μπολαμάν, η διαδρομή πρέπει να έφευγε από αυτή την κοιλάδα, για να διασχίσει τα βουνά και να κατέβει στην κοιλάδα του ποταμού Μελάνθιου (Μελέτ). Ήταν απαραίτητο να διασχίσει αυτό το μεγάλο ρήγμα και μετά να σκαρφαλώσει στη δεύτερη οροσειρά και να κατηφορίσει και πάλι στην κοιλάδα του Λύκου. Από εκεί μια εύκολη διαδρομή ανεβαίνει ήπια προς νότο στην πεδιάδα της Νικόπολης.
Οι προηγούμενες εικασίες για τους σταθμούς κατά μήκος αυτού του δρόμου ήσαν περιορισμένες. Ο Κίπερτ, ακολουθούμενος από τον Μίλερ, πρότεινε: Το Μελέτ Χαμιντιγιέ, τώρα Μεσουντιγιέ, για τη Sauronisena. Ένα σημείο συμβολής κατά μήκος του άνω ρεύματος του Μελανθίου για το Matuasco. Και το Κογιουλχισάρ για την Anniaca.269 Ο Γκρεγκουάρ προτείνει το Μαντασούν (Μουντσούν) για το Matuasco.270
Η τοποθεσία της Σαυρανίας κατά Κίπερτ-Μίλερ είναι πολύ νότια για έναν πρώτο σταθμό και προτιμούμε να την τοποθετήσουμε στο Γκιολκιόι Καλέ.271 Οι λόγοι είναι ότι βρίσκεται στην απευθείας γραμμή για τον δρόμο μας, έχει αρχαία τοποθεσία (αν και αβέβαιη χρονολογία) και οι πλαγιές της κοιλάδας ανοίγουν απαλά σε αυτό το σημείο, για να σχηματίσουν προφανές μέρος για κατοίκηση και καλλιέργεια σε μια κατά τα άλλα απόκρημνη περιοχή.
Από το Γκιολκιόι προτείνουμε ότι η παλιά διαδρομή ακολουθούσε την πορεία του σύγχρονου δρόμου μέχρι τη Μεσουντιγιέ, την οποία προτείνουμε για το Matuasco, και συνέχιζε στον ίδιο δρόμο πάνω από τα βουνά Ιγντίρ μέχρι την Anniaca στην κοιλάδα του Λύκου. Μεταξύ Σαυρανίας (Γκιολκιόι) και Anniaca, αυτός ο δρόμος θα προηγούνταν εκείνου που έφτιαξε ο τουρκικός στρατός από το Ορντού στη Σίβας στα μέσα του 19ου αιώνα. Αυτό είναι κατανοητό, αφού δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι οι γεωγραφικές ή στρατηγικές εκτιμήσεις που καθόριζαν την κατασκευή ενός ρωμαϊκού δρόμου τον 1ο ή ενός τουρκικού δρόμου τον 19ο αιώνα, θα είχαν αλλάξει μέσα από αυτήν την περιοχή. Από την Anniaca (Κογιουλχισάρ), ο αρχαίος και ο σύγχρονος δρόμος αποκλίνουν, αφού οι προορισμοί τους ήσαν διαφορετικοί. Ο ρωμαϊκός δρόμος ανέβαινε πιθανώς την κοιλάδα του Λύκου, για να τον διασχίσει στη γέφυρα από την οποία περνά ο δρόμος μεταξύ Κολώνειας και Νικόπολης. Όμως, ο χάρτης του Χρύσανθου, που σημειώνει ολόκληρη τη διαδρομή ως πολύ εξέχουσα,272 τη βάζει να διασχίζει τον Λύκο στην Anniaca, για να ακολουθήσει το σύγχρονο δρόμο ανεβαίνοντας τις νότιες πλαγιές της κοιλάδας του Λύκου μέχρι ένα σημείο, όπου ενώνεται με τον σύγχρονο δρόμο από τη Σίβας κοντά στη Δαγαλασσό του Γκρεγκουάρ στην περιοχή Σερεφιέ.273
Ο δρόμος που προτείνουμε κατευθύνεται προς νότο μέσα από ασβεστολιθική χώρα για μερικά μίλια, πριν χτυπήσει τον σκληρότερο βραχώδη όγκο της σπονδυλικής στήλης του βουνού. Είναι απίθανο να είχε παραμείνει στον πυθμένα της κοιλάδας του ποταμού Μπολαμάν, ο οποίος κυλά σε βαθιά φαράγγια για μεγάλο μέρος του μήκους του, ενώ ο δρόμος πιθανότατα ανέβαινε τις ανατολικές κορυφογραμμές ευρισκόμενος πάνω από τον Μπολαμάν. Λέγεται ότι υπήρχαν πολλές ελληνικές και λίγες αρμενικές οικογένειες σε αυτές τις κοιλάδες, αλλά δεν αναφέρθηκαν εκκλησίες από την περιοχή. Άνθρωποι από τόσο μακριά όσο η Ούνιε και το Τέρμε χρησιμοποιούν τη διαδρομή Μπολαμάν για να ταξιδέψουν ανεβαίνοντας στους γιαγλάδες τους νότια του Αϊμπαστί, οι οποίοι ονομάζονται Περσέμπε Γιαγλαλαρί. Μια τέτοια εποχιακή χρήση της κοιλάδας μπορεί να είναι κάποια περαιτέρω ένδειξη της γραμμής μιας καθιερωμένης διαδρομής.274 Η συμβολή στο Τσατάκ, που προαναφέρθηκε ως πιθανό σημείο αφετηρίας για τη Σαυρανία (Sauronisena), χαρακτηρίζεται από ένα άνοιγμα από τα φαράγγια, που δίνει ήπια επικλινή εύφορη γη για άροση. Υπάρχει μια αξιοθαύμαστη τοποθεσία για κάστρο στον λόφο στη συμβολή, αλλά δεν έχει ερευνηθεί από εμάς. Είναι στην πραγματικότητα τυπική τοποθεσία για μια από τις δευτερεύουσες πόλεις που βρίσκονται στα μισά ανεβαίνοντας πολλές από τις κοιλάδες του Πόντου.275 Τα δάση φυλλοβόλων της περιοχής εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται από τους καρβουνιάρηδες, τους οποίους μπορεί κανείς να παρατηρήσει στην παραδοσιακή τους τέχνη, αλλά δεν φαίνεται κανένα σημάδι από τους Χάλυβες που λιώνουν σίδερο, οι οποίοι εργάζονταν ακόμη την εποχή του Χάμιλτον.
Η μεγάλη λεκάνη στους λόφους στη Σαυρανία σηματοδοτεί την αλλαγή από την παράκτια γεωργία στα ορεινά αγροκτήματα ανάμεσα στα υπολείμματα του δάσους. Η λεκάνη είναι παρόμοια με εκείνη που περιβάλλει το Σέμπιν Καραχισάρ. Και οι δύο σχηματίστηκαν ίσως από τεράστιες κατολισθήσεις, που έχουν γεμίσει και μερικώς ισοπεδώσει τις απόκρημνες κοιλάδες σε αυτά τα βουνά.
Σε υψόμετρο 1.000 μ. περίπου η εκτεταμένη καλλιέργεια αρχίζει να δίνει τη θέση της σε δάση και βοσκοτόπους, σηματοδοτώντας το όριο της χρήσης μιας ιδιαίτερης ποικιλίας βοϊδάμαξας με μικρούς τροχούς, που αποτελεί ιδιομορφία του δυτικού Πόντου.276 Άλλα σημάδια αλλαγής είναι η αντικατάσταση του πρόβατου με παχιά ουρά από το πρόβατο με λεπτή ουρά και του νεροβούβαλου από το βόδι. Οι γυναίκες φορούν διαφορετικές φορεσιές, ενώ τα μισοξύλινα σπίτια διαδέχονται τα εντελώς ξύλινα.
Πάνω από τη Σαυρανία, ο δρόμος ανεβαίνει αργά μέσα από δάσος πλατύφυλλων σε υψόμετρο περίπου 1.500 μ. στο πέρασμα Χάτσμπελι και στη συνέχεια κατεβαίνει απότομα στην κοιλάδα του Μελανθίου σε υψόμετρο περίπου 1.000 μ. Για περίπου 20 χλμ. ακολουθεί την κοιλάδα νοτιοανατολικά μέχρι το Matuasco (Μεσουντιγιέ). Τα χωράφια κατά μήκος του πυθμένα της κοιλάδας αρδεύονται από νόρια, τερατώδεις ξύλινους υδάτινους τροχούς που γυρίζουν βαριά με την κίνηση του ρέματος. Δεν έχουμε εξερευνήσει τον κάτω ρου του Μελανθίου, αλλά φαίνεται απίθανο να υπήρχε ποτέ δρόμος κατά μήκος του, καθώς τρέχει σε φαράγγια βόρεια του Κιρκχαρμάν όπου ο σύγχρονος δρόμος διασχίζει τα βουνά προς Σαυρανία.
Από το Matuasco υπάρχει μεγάλη ανάβαση μέχρι τους βοσκοτόπους και τα κωνοφόρα των κορυφογραμμών Ιγντίρ σε υψόμετρο περίπου 1.800 μ., πριν την κάθοδο στην Anniaca και την κοιλάδα του Λύκου, στα 600 μ. περίπου. Η τοποθεσία της Anniaca μπορεί να είναι το μεγάλο ερειπωμένο κάστρο του Γιουκάρι Καλέ στο πάνω ή ανατολικό άκρο αυτής της ανοιχτής έκτασης του ποταμού, σε απόκρημνη πλαγιά περίπου 200 μ. πάνω από τον ποταμό και καλύπτοντας την καμπή του. Ή μπορεί να είναι το Ασάγι Καλέ στο κάτω ή δυτικό άκρο, σε εύκολα υπερασπίσιμο βράχο που δεσπόζει του ποταμού, όπου ο Μάνρο παρατήρησε ένα φρούριο.277
Από την Anniaca ο δρόμος είτε διέσχιζε τον ποταμό προς νότο και σκαρφάλωνε πάνω από τα βουνά για να ενωθεί με τον δρόμο Σεβάστειας-Νικόπολης, είτε ακολουθούσε μια όχθη του Λύκου προς τα ανατολικά, μέχρι ένα σημείο όπου εισρέει παραπόταμος από την πεδιάδα της Νικόπολης. Η κοιλάδα κατά μήκος αυτής της έκτασης είναι αρκετά φαρδιά, με γυμνούς ωχρούς βράχους στη βόρεια όχθη, σε αντίθεση με τις εύφορες πράσινες πλαγιές στη νότια πλευρά. Ο σύγχρονος δρόμος ανηφορίζει τη βόρεια όχθη, αλλά υπάρχει επίσης διαδρομή που ανεβαίνει την πιο εύφορη νότια όχθη.278 Η ανάβαση μέχρι την πεδιάδα της Νικόπολης, που βρίσκεται στα 950 μ. περίπου, είναι εύκολη και διαρκεί δύο περίπου ώρες με άλογο.279
Η διαδρομή από Κοτύωρα (Ορντού) προς Σεβάστεια (Σίβας)
Τα Κοτύωρα παρήκμαζαν ήδη την εποχή του Αρριανού, αλλά είναι εμφανής πόλη-λιμάνι και αναφέρονται βυζαντινά λείψανα από την ακρόπολή τους.280 Ένα κάστρο αναφέρεται νότια του Ορντού, αλλά δεν υπάρχουν πολλά περισσότερα που να υποδεικνύουν διαδρομή από την ακτή προς νότο, εκτός από το γεωγραφικό γεγονός ότι πρόκειται για πολύ εύκολη διάσχιση των βουνών, γι’ αυτό και κατασκευάστηκε ο δρόμος του 19ου αιώνα. Ίσως στον δρόμο από το Κοτύωρα (Ορντού) προς Anniaca (Κογιουλχισάρ) αναφέρεται ο Εβλία, όταν γράφει: «Δύο σταθμούς βόρεια αυτού του χωριού [Κογιουλχισάρ], στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας, είναι το Μπάιχσα-Μπαζάρι» Η ταυτότητα του Μπάιχσα-Μπαζάρι είναι αβέβαιη, αλλά πρέπει να είναι το Ορντού, το Πιραρίζ ή η Μπουλαντζάκ, ενώ η απόσταση υποδηλώνει τα αρχαία Κοτύωρα και το μελλοντικό Ορντού.281 Ο Μοριέ γράφει: «Μέχρι το λιμάνι της Τζανίκ στη Μαύρη Θάλασσα, η απόσταση από το Κουλέι Χισάρ δεν είναι μεγαλύτερη από δώδεκα ώρες».282 Και πάλι έχουμε την επιλογή ανάμεσα στα τρία τοπωνύμια που αναφέρονται πιο πάνω για το λιμάνι της Τζανίκ, που είναι το όνομα της περιοχής αυτής της ακτής. Ο Μάνρο αναφέρει την απόσταση από το Κογιουλχισάρ στο Ορντού πιο ρεαλιστικά ως εικοσιτέσσερις ώρες.283
Από τα Κοτύωρα ο δρόμος ανηφορίζει κατά μήκος ήπιων κοιλάδων και των κορυφογραμμών των λόφων μέσα από εύκολη χώρα μέχρι τη Σαυρανία. Η έκταση από εκεί μέχρι τον Λύκο στο Κογιουλχισάρ περιγράφεται πιο πάνω. Υπάρχουν υπολείμματα προηγούμενων γεφυρών στη στροφή του Λύκου κάτω από το Γιουκάρι Καλέ. Μάλλον στο σημείο αυτό συνέχιζε ο δρόμος νότια προς Σεβάστεια, όπως ο σύγχρονος. Η ανάβαση εξόδου από την κοιλάδα είναι μακρά αλλά σταδιακή αναρρίχηση από το υψόμετρο των 1.000 μ. σε ορεινούς βοσκότοπους στα 1.800 μ. περίπου, όπου βρίσκεται ο υδροκρίτης μεταξύ του Λύκου και του Ίρι. Στη συνέχεια, ο δρόμος κατηφορίζει γύρω από το πάνω μέρος των κοιλάδων απορροής του Ίρι με νότια κατεύθυνση, περνώντας από το Σερεφιέ. Ο Μάνρο αναφέρει το Kechuit (πιθανώς Κετζεγιούρτ), το οποίο είναι πάνω και απέναντι από το Σερεφιέ, λίγο προς τα βόρεια.284 Εδώ βρήκε μια επιγραφή Ιουστινιάνειας χρονολογίας, που λέγεται ότι προέρχεται από το Σίβρι Τεπέ, τρεις ώρες ανατολικά. Προτείνει ότι η Δαγαλασσός μπορεί να βρίσκεται εδώ. Αν αυτό είναι το Ikissivritepeleri των τουρκικών χαρτών, υπήρχε σύντομος και άμεσος δρόμος πάνω από την πολύ ψηλή χώρα μεταξύ Ζάρας και Νικόπολης. Όμως υπάρχει ένα μέρος πιο κοντά στον σύγχρονο δρόμο και βρίσκεται στα ανατολικά του Σερεφιέ, που ονομάζεται Αλισίρ Μεριεμανά, το οποίο υποδηλώνει περισσότερο εκκλησιαστικό ίδρυμα, ενώ πιο πέρα στην ίδια διαδρομή υπάρχει όνομα κάστρου, το Τσαμλίκαλε Κογιού. Η πορεία του παλιού δρόμου προς Σίβας από το Κογιουλχισάρ και το σημείο στο οποίο ενωνόταν με τον δρόμο Σίβας-Νικόπολης πρέπει επομένως να διερευνηθούν περαιτέρω πριν μπορέσουμε να είμαστε σίγουροι για την ακριβή πορεία κάθε διαδρομής, για την τοποθέτηση του σταθμού διασταύρωσης Mesorome των πινάκων Πόιτινγκερ και αν αυτός ταυτίζεται με τη Δαγαλασσό.285 Οι πληροφορίες του Μάνρο υποδηλώνουν ότι η πορεία του σύγχρονου δρόμου δεν είναι ίδια με εκείνη του παλιού δρόμου μεταξύ Ζάρας και Νικόπολης ή ότι μπορεί να υπήρχαν διαφορετικά καλοκαιρινά και χειμερινά δρομολόγια μεταξύ Σεβάστειας και Νικόπολης. Μια τέτοια πρόταση γίνεται πιο πιθανή από τον διαφορετικό αριθμό σταθμών στους καταλόγους Αντωνίνου και Πόιτινγκερ. Ο κατάλογος του Αντωνίνου έχει τρεις ενδιάμεσους σταθμούς ενώ ο Πόιτινγκερ έχει τέσσερις. Τα ονόματα δεν είναι εύκολο να συμβιβαστούν, εκτός από το πρώτο μετά τη Σεβάστεια, που είναι Camisa στα Δρομολόγια και Comassa στους Πίνακες. Από τη Ζάρα προς τη Σεβάστεια η πορεία του αρχαίου δρόμου δεν μπορεί να παρέκκλινε πολύ από τη σύγχρονη διαδρομή, που εκτείνεται κατά μήκος φυσικού κύριου δρόμου που σχηματίζεται από τις ορεινές περιοχές του Άλυ. Ο ενδιάμεσος σταθμός Camisa ή Comassa έχει συμφωνηθεί από όλες τις αυθεντίες μας ότι βρίσκεται στο σύγχρονο Κέμις ή Χαφίκ. Από το Χαφίκ, ο τουρκικός χάρτης σημειώνει μια διαδρομή ακριβώς βόρεια πάνω από τα βουνά Κεσίς προς την Ίπσελε και την άνω κοιλάδα του Ίρι. Αυτή θα μπορούσε να συνέχιζε προς βορρά κατά μήκος της κορυφογραμμής μπάινοντας στην κοιλάδα του Λύκου στο Μουντσούν και από εκεί, περνώντας από μια ακόμη οροσειρά, προς το Μεσουντιγιέ και προς την ακτή είτε στο Πολεμώνιον είτε στα Κοτύωρα. Όλες αυτές οι δυνατότητες αναμένουν περαιτέρω εξερεύνηση.286
Η διαδρομή από Κερασούντα (Γκίρεσουν), προς Κολώνεια (Σέμπιν Καραχισάρ), Νικόπολη (Πουρκ) και Ευφράτη ή προς Σεβάστεια (Σίβας)
Για τη διαδρομή μεταξύ Κερασούντας και Κολώνειας έχουμε φιλολογικά αλλά όχι αρχαιολογικά στοιχεία. Η Κολώνεια χρειαζόταν μια σύνδεση με τη θάλασσα, ιδιαίτερα όταν έγινε πρωτεύουσα θέματος, για την εξαγωγή της στυπτηρίας της, η οποία μπορεί να είναι εκείνη που αναφέρει ο Πλίνιος287 και είναι σίγουρα η «στυπτηρία του βράχου της Κολώνειας» (allume di rocca di Colonna),288 684 περίπου τόνοι της οποίας εξάγονταν ετησίως από την Κερασούντα τον 14ο αιώνα, ύστερα από επτά ημερών αχθοφορική μεταφορά.289
Ο δεσμός που ένωνε τις δύο πόλεις επιβεβαιώνεται από τον Εβλία Τσελεμπή που έγραφε: «Οι κάτοικοι των χωριών κατά μήκος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας στέλνουν όλα τα καλύτερά τους αγαθά στο κάστρο [Σέμπιν Καραχισάρ] για να τα προστατεύσουν από τις εισβολές των Κοζάκων».290 Η διαδρομή φαίνεται τελικά ότι είχε μειωθεί σε σημασία με την εισαγωγή του ατμόπλοιου, όταν ο πρόξενος Σούτερ έγραφε για το Σέμπιν Καραχισάρ: «Οι έμποροι προμηθεύονται τις προμήθειες τους από την Κωνσταντινούπολη. Παλαιότερα επιβιβάζονταν στο Kerehsin [Γκίρεσουν] σε πλοίο για την πρωτεύουσα. Αλλά από το εισαγωγή των ατμόπλοιων προχωρούν γενικά στην Τραπεζούντα για αυτόν τον σκοπό».291
Ο πρώτος αμαξιτός δρόμος έβγαινε από τη Γκίρεσουν ακριβώς στα ανατολικά της πόλης και ανηφόριζε περνώντας από τον Γκεντίκ Καγιά κατά μήκος φαινομενικά ατελείωτης σειράς από ήπια ανυψούμενες κορυφογραμμές, με μια σημαντική κατάβαση, για να φτάσει στο Γιαβουζκεμάλ σε υψόμετρο περίπου 1.750 μ. Οι ξηροί καρποί και το καλαμπόκι είναι τώρα οι κύριες καλλιέργειες σε αυτές τις καλά καλλιεργούμενες πλαγιές νότια της Γκίρεσουν, με καλά κατοικούμενα χωριά στις κοιλάδες. Το Γιαβουζκεμάλ είναι σύγχρονη κωμόπολη που βασίζεται κυρίως στη δασοκομία. Νότια από αυτό, οι ορεινές περιοχές είναι πολύ πιο αραιοκατοικημένες με εκτάσεις δάσους στις ψηλές κοιλάδες και χιονισμένους βοσκότοπους από πάνω τους, με κορυφές που ξεπερνούν τα 3.000 μέτρα. Ο δρόμος από το Γιαβουζκεμάλ κατηφορίζει απότομα στην κοιλάδα του ποταμού Κουρτούν, τον οποίο ακολουθεί μέχρι τη συμβολή του με τον ποταμό Ακσού. Από εδώ ακολουθεί την κοιλάδα του ποταμού προς τα νότια για λίγα μίλια, ανεβαίνοντας μέσα από καλλιεργούμενα ξέφωτα σε βραχώδη και στενή κοιλάδα δασωμένη με οξιές, σκλήθρα, σφένδαμους και αγριοκερασιές. Αυτή δίνει σταδιακά τη θέση της στη ζώνη των κωνοφόρων, η οποία με τη σειρά της μειώνεται στους εκτεινόμενους σε ήπιους κυματισμούς χιονισμένους βοσκοτόπους του περάσματος του Εγριμπέλ σε υψόμετρο πάνω από 2.000 μ. Αυτός είναι ο υδροκρίτης μεταξύ των ποταμών που χύνονται βόρεια στη Μαύρη Θάλασσα και εκείνων που χύνονται νότια στον Λύκο. Ο δρόμος κατηφορίζει απότομα προς νότο στην κοιλάδα του ποταμού Αρσλανγιουρντού. Στο Κατωχώρι (Γκενταχόρ) περνάει από ένα από τα κέντρα εξόρυξης στυπτηρίας του 19ου αιώνα.292 Λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα η κοιλάδα ανοίγει στη φαρδιά λεκάνη της Κολώνειας, σε υψόμετρο μεταξύ 1.400 και 1.500 μ.
Η διαδρομή που ακολούθησε ο Τσιχάτσεφ φαίνεται πιο πιθανό να προσεγγίζει την παλιά των εμπόρων στυπτηρίας.293 Ανεβαίνει την κοιλάδα του ποταμού Ακσού, ο οποίος χύνεται στη θάλασσα περίπου 5 χλμ. ανατολικά της Γκίρεσουν. Ο δρόμος, τον οποίο εξακολουθεί να χρησιμοποιεί ταχυδρομικό τζιπ, αναπτύσσεται στο μεγαλύτερο μέρος κατά μήκος των ανατολικών πλαγιών της κοιλάδας Ακσού. Ο Τσιχάτσεφ αναφέρει τρία ονόματα μεταξύ Γκίρεσουν και Γκιουντούλ, τα οποία δεν μπορούν τώρα να εντοπιστούν, αλλά το ένα είναι πιθανώς το μέρος που απλώς σημειώνεται ως Χαν. Στο Γκιουντούλ ο Τσιχάτσεφ άφησε την κοιλάδα του Ακσού και συνέχισε προς νότο ανεβαίνοντας κοιλάδα παραπόταμου μέσω του Γκουμπετχάν (Κουμπέτ). Από εδώ ίσως μπήκε στον δρόμο που περιγράφηκε πιο πάνω και διέσχισε το πέρασμα στο Εγριμπέλ. Ή μπορεί να συνέχισε σε απευθείας διαδρομή πιο ανατολικά και να κατέβηκε για να φτάσει στον αμαξιτό δρόμο κάτω από το Λίτζεσε, το οποίο αναφέρει, κοντά στο Κατωχώρι.
Και οι δύο αυτές διαδρομές έχουν ονόματα χανιών κατά μήκος τους, αλλά φαίνεται πιο πιθανό ότι η διαδρομή Τσιχάτσεφ κατά μήκος του Ακσού είναι η παλιά, γιατί αποφεύγει μια επιπλέον διάσχιση βουνού. Ένα άλλο σημείο υπέρ της είναι ότι ο Τσιχάτσεφ αναφέρει έξι μέρη κατά μήκος του δρόμου, κάτι που θα συμφωνούσε με τη δήλωση του Πεγκολότι ότι χρειάζονταν επτά ημέρες για να φτάσει η στυπτηρία στη θάλασσα. Ο πρόξενος Τέιλορ δίνει την απόσταση ως δεκαοκτώ ώρες, που θα ήταν ταξίδι δύο ή τριών ημερών, αλλά αυτός είναι υπολογισμός για γρήγορη ομάδα πάνω σε άλογα και όχι για αχθοφόρους.294
Από το Σέμπιν Καραχισάρ μέχρι τη Νικόπολη, ο σύγχρονος δρόμος διασχίζει χαμηλό σαμάρι γης νοτιοδυτικά της πόλης και στη συνέχεια κατηφορίζει απαλά στην κοιλάδα του Λύκου κοντά στον μεγάλο βράχο Ντουμανκαγιά, όπου ο Τέιλορ σημείωσε βυζαντινό παρεκκλήσι σε σπήλαιο.295 Ο Λύκος διευρύνεται στο σημείο αυτό από την πορεία του μέσα από τα φαράγγια Ζάγπα προς τα ανατολικά. Θα ήταν δυνατό να διασχιστεί το ποτάμι, εκτός από την εποχή που ανέβαινε πολύ η στάθμη του. Προς νότο ο δρόμος συνέχιζε για μικρή διαδρομή δύο ωρών περίπου μέχρι έναν παραπόταμο του Λύκου, για να βγει στην πεδιάδα της Νικόπολης.
Η ρωμαϊκή πόλη της Νικόπολης και το βυζαντινό κάστρο της Κολώνειας αντλούσαν τη στρατηγική τους σημασία σε μεγάλο βαθμό από τις θέσεις τους σε σημαντικούς οδικούς κόμβους. Στην περίπτωση της Νικόπολης οι δρόμοι που οδηγούν ανατολικά, δυτικά και νοτιοδυτικά έχουν περιγραφεί πιο πάνω.296 Μια άλλη διαδρομή κάποιας σημασίας, που δεν είναι αποδεδειγμένης αρχαιότητας αλλά η πορεία της υποδηλώνει αρχαίο δρόμο, βρισκόταν λίγο-πολύ νότια. Αυτή η διαδρομή στρίβει και βγαίνει από την πεδιάδα της Νικόπολης ανεβαίνοντας την κοιλάδα του ποταμού Πουλάτ και διασχίζει μια από τις μικρές κορυφογραμμές του Κιζίλ Νταγ για να κατέβει στον άνω ρου της κοιλάδας του Άλυ. Από εδώ οι επιλογές ήταν να ακολουθήσει κανείς την κοιλάδα προς τα δυτικά κατεβαίνοντας στη Ζάρα και τη Σεβάστεια ή να την ακολουθήσει ανεβαίνοντας προς τα ανατολικά, προς το Ρεφαχίγιε (Μπασγκερτζένις) και από εκεί στα Σάταλα ή στο Ερζιντζάν. Ή ο περιηγητής θα μπορούσε να συνεχίσει με νότια κατεύθυνση προς τη Ζίμαρα (Ζίνεγκαρ) και να φτάσει στον συνοριακό δρόμο κατεβαίνοντας τον Ευφράτη προς τη Μελιτηνή.
Το τμήμα της χώρας από το οποίο περνούν αυτοί οι δρόμοι έχει ελάχιστα εξερευνηθεί, αλλά ο Χάρτης Ταρχάν σημειώνει τις αρχαιότητες στο Μπουλντούρ Χαραμπελερί και στο Γενικιόι και ένα κάστρο στο Ακσάρ.297 Ταυτίζει αυτές τις τοποθεσίες με τις Mesorome (Μπουλντούρ Χαραμπελερί), Caltiorissa (Γενικιόι) και το κάστρο ως ευρικόμενο στην Oleoberda (Ακσάρ ή Κιλιντσλάρ). Σημειώνει μια τέταρτη τοποθεσία στο Κούμογλου, χωρίς ερείπια, ως Δαγαλασσό ή Μεγαλασσό. Η ταύτιση του Μπουλντούρ Χαραμπελερί με τη Mesorome πρέπει να απορριφθεί, αφού σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η Mesorome βρίσκεται δυτικά της Νικόπολης, ενώ το Μπουλντούρ βρίσκεται στα βουνά στα νοτιοανατολικά. Η ταύτιση του κάστρου Ακσάρ, ή Κιλιντσλάρ, με την Oleoberda έχει νόημα, αν υποθέσουμε ακολουθώντας τον Γιορκ ότι αυτός είναι ο πρώτος σταθμός της απευθείας διαδρομής Πόιτινγκερ από τη Νικόπολη προς τη Μελιτηνή.
Η ταύτιση της Caltiorissa με τα ερείπια του Γενικιόι είναι δυνατή αλλά απίθανη. Η Caltiorissa είναι ο πρώτος σταθμός ανατολικά της Νικόπολης στον δρόμο Πόιτινγκερ προς Σάταλα και το Γενικιόι, που βρίσκεται νότια της κοιλάδας του Άλυ, φαίνεται πολύ μακριά προς νότο από οποιαδήποτε λογική γραμμή πορείας προς τα Σάταλα. Προτιμούμε να μην υποθέσουμε την ταύτιση της Caltiorissa και της Caleorissa, αλλά αποδεχόμαστε την αναγνώριση της Caleorissa (Γενικιόι) ως δεύτερου σταθμού στον απευθείας δρόμο της Μελιτηνής. Ο τρίτος σταθμός της Analiba θα βρισκόταν τότε στο Κουρουτσάι.
Τη διαδρομή από Νικόπολη προς Σεβάστεια μέσω του ποταμού Πουλάτ ακολούθησε ο Γκρεγκουάρ, αλλά θεώρησε απίθανο να ήταν αυτή η κανονική αρχαία διαδρομή μεταξύ των δύο πόλεων. Επισήμανε ότι η διαδρομή δυτικά της Νικόπολης και ύστερα νότια μέσω Ζάρας ήταν συντομότερη και ευκολότερη. Ακολουθούσε τον Γιορκ θεωρώντας ότι η διαδρομή της κοιλάδας Πουλάτ αντιπροσώπευε το ίχνος της απευθείας διαδρομής από Νικόπολη προς Μελιτηνή μέσω Ζίμαρα (Ζίνεγκαρ).298 Εμείς ακολουθούμε επίσης αυτή τη γνώμη.
Μια πιο άμεση διαδρομή μέσα από τα βουνά προς Σίβας ακολούθησε ο πρόξενος Σούτερ.299 Ανέβηκε τον Γκεμίντερε και πήγε γύρω από τις πλευρές του Κιοσέ Νταγ σε δρόμο που θα τον περνούσε μέσα από το Κούμογλου. Η κατά Ταρχάν ταύτιση του Κούμογλου με τη Μεγαλασσό, ή τη Δαγαλασσό, μπορεί να μην είναι αποδεκτή, αλλά φαίνεται πολύ πιθανό ότι η διαδρομή Σούτερ αντιπροσωπεύει έναν αρχαίο καλοκαιρινό δρόμο μεταξύ Σεβάστειας και Νικόπολης και ότι το Κούμογλου είναι ρωμαϊκός ή βυζαντινός σταθμός κατά μήκος αυτής της διαδρομής.
Ο πρόξενος Τέιλορ ταξίδεψε όλο το ταξίδι μεταξύ Νικόπολης και Ζιμάρας και θεωρούμε τη διαδρομή του ως πιθανή προσέγγιση της απευθείας διαδρομής Πόιτινγκερ III μεταξύ αυτών των δύο τόπων. Αναφέρει την εύρεση ορόσημου που απεικονίζει, και αναφέρεται στα υπολείμματα λιθόστρωσης ως «τα ογκώδη όμοια κομάτια που χαρακτηρίζουν ρωμαϊκό έργο».300
Πολύ νότια από αυτό, κοντά στο «Ελ Χαν», το οποίο βρίσκεται λίγο νότια του Κουρουτσάι, σημείωσε μερικές κατοικίες σε σπηλιές, στις οποίες βρέθηκε ένα βυζαντινό νόμισμα.
Από Εσπιγιέ προς νότο
Δεν έχουμε καμία εγγύηση για την ύπαρξη μιας τέτοιας διαδρομής στην αρχαία ή μεσαιωνική περίοδο. Όμως γεωγραφικές εκτιμήσεις υποδηλώνουν ότι υπήρχε μια απολύτως εφικτή διέλευση προς την κοιλάδα Κόβατα (Αλούκρα), και ότι υπάρχουν πολλά μονοπάτια στα βουνά.301 Ένας αριθμός τοπωνυμίων που τελειώνουν σε «Κιλίσε» (= εκκλησία), ή «Καλέ» (= κάστρο) υποδηλώνουν ότι αυτή η περιοχή θα άξιζε να εξερευνηθεί,302 αλλά ο Rivet, ο μόνος περιηγητής που έκανε το πέρασμα, φαίνεται να μην έχει αφήσει καμία περιγραφή του, εκτός από το ίχνος του ταξιδιού του στον χάρτη του Κίπερτ.
Ο Τσιχάτσεφ έκανε το ταξίδι μεταξύ Εσπίγιε και Άρδασσας (Τορούλ) ταξιδεύοντας κατά μήκος περιοχής που δεν υποδεικνύει φυσική διαδρομή, αλλά δεν έχουμε εξερευνήσει το μεγαλύτερο μέρος της. Είναι πιθανό ότι η διαδρομή προς την ενδοχώρα από το Εσπίγιε χρησίμευε ως μέσο σύνδεσης της Τρίπολης (Τιρέμπολου) με το εσωτερικό. Είναι σύντομο μόνο ταξίδι προς τα δυτικά κατά μήκος της ακτής από την Τρίπολη μέχρι το Εσπίγιε και, όπως θα φανεί πιο κάτω, δεν υπάρχει φυσική διαδρομή προς νότο από την Τρίπολη. Τα χωριά που σημειώθηκαν από τον Τσιχάτσεφ είναι: Adabau (;), Aurakevi (ένα από τα χωριά Αβλούτζα;), Agatsch Bashi (ένας από τους Άγμπασι γιαγλάδες;), Sarybaba (Σαρίμπαμπα), Eryklu (Ερικλί) και Emberek (Έμρεκ).303
Από Τρίπολη (Τιρέμπολου) προς νότο
Δεν έχουμε στοιχεία για κλασική διαδρομή προς νότο από την Τρίπολη και μόνο μερικές ενδείξεις ότι τέτοια διαδρομή μπορεί να υπήρχε σε μεταγενέστερη χρονολογία. Η ύπαρξη της κλασικής πόλης και της οχυρωμένης βυζαντινής διαδόχου της υποδηλώνει μια διαδρομή προς την ενδοχώρα, αφού κανονικά δεν θα είχε νόημα η ύπαρξη μιας παραθαλάσσιας πόλης απομονωμένης από την ενδοχώρα της. Όμως στην περίπτωση της Τρίπολης έχει προταθεί ότι ο λόγος για την ύπαρξη πόλης ήταν η ανάγκη ενός λιμανιού για τα ορυχεία αργύρου των Αργυρίων.304 Έχει ήδη επισημανθεί ότι η κοιλάδα του ποταμού Φιλαβωνίτη (Χαρσίτ), που θα φαινόταν ότι παρείχε φυσική διαδρομή προς την ενδοχώρα από τις εκβολές του λίγα χιλιόμετρα ανατολικά της Τρίπολης, διασχίζει εξαιρετικά βαθύ φαράγγι σε μεγάλο μέρος του μήκους της, μεταξύ της Άρδασσας και της θάλασσας. Και κάθε διαδρομή προς νότο από την Τρίπολη πρέπει να διασχίσει δύσκολη ορεινή χώρα. Όμως οι μαρτυρίες του Πανάρετου για τις εκστρατείες του Αλεξίου Γ’ το 1380 δείχνουν ότι μια εκστρατεία μπορούσε να διασχίσει τέτοια βουνά,305 και αν η ταύτιση του σιμυλικά με το Σουμουκλού είναι σωστή, φαίνεται πιθανό ότι αυτός ίσως ακολουθούσε διαδρομή που κατέβαινε στην κοιλάδα Κόβατα. Τον 19ο αιώνα ο χάρτης του Κίπερτ δείχνει τον Κράουζε να κάνει ταξίδια κατά μήκος της γραμμής του Χαρσίτ και στις δύο πλευρές της κοιλάδας.306
Από τον Σθλαβοπιάστη (Βακφίκεμπιρ;) προς νότο
Υπάρχουν δύο μικρές κλασικές τοποθεσίες στον κόλπο του Βακφίκεμπιρ: στη Λιβιόπολη (Γιουβάμπολου) στη δυτική πλευρά του κόλπου και πιθανώς στην Κερασούντα (Κίρεσον) στην ανατολική πλευρά,307 αλλά τίποτε δεν είναι γνωστό για την ιστορία κανενός από αυτούς τους τόπους. Προσδιορίζουμε δοκιμαστικά το Βακφίκεμπιρ ως τον Σθλαβοπιάστη του Πανάρετου308 και υπάρχουν κάποια στοιχεία για βυζαντινή διαδρομή προς νότο από εδώ. Τα λογοτεχνικά στοιχεία βρίσκονται στην εκστρατεία που περιγράφει ο Πανάρετος.309 Αρχαιολογικά στοιχεία παρέχονται από την εκκλησία στο Φολ, νότια της Τόνια και το κάστρο στη Σούμα, σε κοιλάδα παραπόταμου του Φιλαβωνίτη (Χαρσίτ), πάνω από το Κουρτούν.310 Η γεωγραφία της περιοχής ενθαρρύνει έναν τέτοιο δρόμο, γιατί στο Ερίκμπελι υπάρχει πέρασμα χαμηλότερο από οποιοδήποτε άλλο πάνω από τα βουνά του ανατολικού Πόντου. Είναι επίσης το χαμηλότερο πέρασμα από οποιοδήποτε άλλο για αρκετή απόσταση προς τα δυτικά. Η ίδια η διαδρομή ανεβαίνει στην ενδοχώρα μέχρι τη γραμμή του ποταμού Φολ, αλλά δεν είναι πιθανό ότι παρέμενε σε αυτήν, καθώς υπάρχουν δύο τμήματα με βαθιά φαράγγια πριν ο Φολ αναδυθεί στη φαρδιά ακανόνιστη λεκάνη, στους λόφους όπου βρίσκεται η κωμόπολη Τόνια, στα 750 μ. περίπου πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στο νότιο άκρο οι κοιλάδες κλείνουν και πάλι για να σχηματίσουν φαράγγι για περίπου 4 χλμ., όπου η διαδρομή πρέπει να βρισκόταν στις πλαγιές της κοιλάδας, και για τα τελευταία 8 χλμ. μέχρι το Φολ Μαντέν διευρύνεται σε ήπιες καλλιεργημένες πλαγιές με ακόμη και κάποια επίπεδη γη στον πυθμένα της κοιλάδας. Η Τόνια καταλαμβάνει την τυπική θέση μιας από τις δευτερεύουσες πόλεις των Ποντιακών κοιλάδων,311 αλλά δεν έχει αρχαιότητες εκτός από ένα κάστρο που έχει αναφερθεί, του οποίου την ύπαρξη δεν μπορέσαμε να επαληθεύσουμε.
Στο Φολ Μαντέν, όχι μακριά από την εκκλησία, υπάρχουν τα ερείπια μικρού λουτρού και χανιού, που παρέχουν περαιτέρω στοιχεία για διαμπερή διαδρομή κατά μήκος αυτής της κοιλάδας. Εκεί υπήρχε και ορυχείο, όπως λέει και το όνομα του τόπου.
Από το Φολ η διαδρομή σκαρφαλώνει περνώντας από τις πηγές του ποταμού μέχρι το πέρασμα Ερίκμπελι σε υψόμετρο περίπου 1.500 μέτρων. Μια διαδρομή κορυφογραμμής εκτείνεται προς τα ανατολικά και δυτικά από εδώ, ανεβαίνοντας μέσα από καλοκαιρινούς βοσκοτόπους, ή ο περιηγητής μπορεί να κάνει την εύκολη κάθοδο προς νότο, περνώντας από το κάστρο της Σούμα, μπαίνοντας στην κοιλάδα του Φιλαβωνίτη στο Κουρτούν. Ο Ντεϊρόλ ακολούθησε (αντίστροφα) διαδρομή από το Καρατσουκούρ, που περνά πάνω από τις πλαγιές των βουνών προς τα ανατολικά μέχρι την Άρδασσα και τη Μεσοχαλδία.312 Ή ο περιηγητής θα μπορούσε να συνεχίσει προς νότο μέσα από τα βουνά, προς τα Χερίανα και την κοιλάδα του Λύκου ή προς τα Κόβατα και την Κολώνεια. Ο δρόμος των Χεριάνων ακολουθούσε τον ανατολικό κλάδο του ποταμού Κουρτούν μέσα από χωριά που κατοικούνταν καλά από Έλληνες τον 18ο και τον 19ο αιώνα.313 Στο Έμρεκ θα διέσχιζε τη διαδρομή Τσιχάτσεφ από Εσπίγιε προς Άρδασσα.314 Από εκεί σκαρφάλωνε στον υδροκρίτη των βουνών Γιλντίζ και ενωνόταν με μια από τις απευθείας διαδρομές από Τραπεζούντα προς Χερίανα.
Η διαδρομή Κόβατα ακολουθούσε ανεβαίνοντας τη γραμμή του δυτικού κλάδου του ποταμού Κουρτούν και θα διέσχιζε τη διαδρομή Τσιχάτσεφ στο Σαρίμπαμπα.315 Στα Σιμύλικα (Σουμουκλού)316 στρίβει νοτιοδυτικά κατά μήκος των βουνών Σανγιάρ και ύστερα νότια. Το Καλέντιμπι, «το χωριό στους πρόποδες του κάστρου», βρίσκεται σε διαδρομή που οδηγεί από τα βουνά Σανγιάρ στην κοιλάδα Κόβατα. Από εκεί ήταν δυνατό να συνεχίσει κανείς προς νότο μέσα από τα βουνά Μπέρντιγκα Νταγλαρί μπαίνοντας στην κοιλάδα του Λύκου στο Τσαμολούκ (Μιντεβάλ) ή δυτικά προς την Κολώνεια.
Από Πλάτανα (Ακτσααμπάτ) προς νότο
Η γεωγραφία της ενδοχώρας επιτρέπει σχετικά εύκολες διαδρομές προς νότο, μέσω του βάνδου Τρικωμίας,317 των Χάσκα γιαγλάδων και του Κατίρκαγια, προς τις κορυφογραμμές της Ζύγαινας.318 Καλές διαδρομές οδηγούν προς νότο ανεβαίνοντας τις κοιλάδες Καλένιμα και Σεραβάλ. Από τις πηγές τους είναι εύκολο να προσεγγίσει κανείς την κύρια διαδρομή προς νότο από την Τραπεζούντα στο Δικαίσιμον (Μάτσκα) ή μέσω Φιανόης (Φικανόι Γιαγλά) και Σπέλιας (Ίσπελα). Η αφήγηση του Πανάρετου για μια εκστρατεία σε αυτούς τους ορεινούς βοσκοτόπους και στη συνέχεια προς βορρά, προς τη θάλασσα, είναι απόδειξη της χρήσης διαδρομών μέσω αυτού του τμήματος της χώρας τον 14ο αιώνα.319 Ο Ντεϊρόλ ακολούθησε διαδρομή προς βορρά από την κοιλάδα του Φιλαβωνίτη (Χαρσίτ) στο Καρατσουκούρ, κοντά στο Κουρτούν. Φαίνεται ότι ανέβηκε στον υδροκρίτη του Ερίκμπελι και στη συνέχεια ανέβηκε τις κορυφογραμμές προς τα ανατολικά μέχρι το Κατίρκαγια και από εκεί προς τα βόρεια μέχρι το Μπεϊπινάρ Γιαγλά και κατέβηκε τον ποταμό Καλένιμα μέχρι τα Πλάτανα.320 Όλο το ταξίδι διήρκεσε δεκαοκτώ ώρες. Ταξίδεψε επίσης από το πέρασμα Ζύγαινας δυτικά κατά μήκος του υδροκρίτη και στη συνέχεια κάτω στην κοιλάδα του Φιλαβωνίτη.
Από Τραπεζούντα (Τράμπζον) προς νότο
Η ενδοχώρα της Τραπεζούντας περιγράφεται λεπτομερώς πιο κάτω. Δίνουμε εδώ σύντομη μόνο γεωγραφική περιγραφή των διαδρομών από την Τραπεζούντα προς την κοιλάδα του Φιλαβωνίτη.321
Ο κεντρικός δρόμος έξω από την πόλη σκαρφάλωνε μετά τη Μονή Θεοσκεπάστου και διασχίζοντας το Μπόζτεπε και τη λοφώδη χώρα προς νότο για περίπου 15 χλμ., κατέβαινε προς τα ανατολικά στην κοιλάδα του Πυξίτη (Ντεγιρμέν Ντερέ), στο Εσίρογλου. Εδώ μια καλοκαιρινή διαδρομή προς Μπαϊμπούρτ διέσχιζε τον ποταμό, αλλά ο κύριος χειμερινός δρόμος φαίνεται ότι ακολουθούσε την κοιλάδα του ποταμού μέχρι το Δικαίσιμον (Τζεβιζλίκ, Μάτσκα). Μια εναλλακτική γηγενής διαδρομή προς νότο έξω από την Τραπεζούντα322 διέσχιζε τον Πυξίτη ακριβώς ανατολικά της Τραπεζούντας και σκαρφάλωνε στους λόφους από εκεί προς τα νότια μέσω του Ζάφανος και του Τσαμπούρ.
Από τη Μάτσκα ο κύριος χειμερινός δρόμος ανεβαίνει τις ανατολικές πλαγιές με θέα στον Πυξίτη, περνώντας από το Χορτοκόπιον (Χορτοκόπ) και το Γιανάντων για να κατέβει ξανά στο ποτάμι κοντά στο Παλαιόκαστρο (κάτω από το Χαμσικιόι). Εδώ παρουσιάζονται εναλλακτικές διαδρομές, αλλά ο χειμερινός δρόμος συνεχίζει με νοτιοανατολική κατεύθυνση μαζί με το ρέμα που αποτελεί την κύρια πηγή του Πυξίτη και ανεβαίνει στο πέρασμα Ζύγαινας. Το πέρασμα, στα 2.025 μ., βρίσκεται στους χιονισμένους βοσκοτόπους λίγο πιο πάνω από τη γραμμή των δέντρων, αλλά είναι σχετικά καλά προστατευμένο. Στη νότια πλευρά, ο δρόμος κατηφορίζει την κοιλάδα ενός παραπόταμου του Φιλαβωνίτη μέσα από δασωμένες πλαγιές μέχρι το χωριό Ζύγαινα, με το μικρό του κάστρο. Από εδώ συνεχίζει προς τα κάτω μέσω καλλιεργούμενης γης προς την κοιλάδα του Φιλαβωνίτη σε υψόμετρο περίπου 850 μ. Μικρό τμήμα της κοιλάδας προς τα ανατολικά από αυτή τη διασταύρωση μέχρι το κάστρο της Άρδασσας (Τορούλ), έχει ήπιες πλαγιές, αφιερωμένες πια σε περιβόλια, αλλά δυτικά ο ποταμός εισέρχεται σε τρομακτικά φαράγγια, καθώς κόβει τον δρόμο του μέσα από τα βουνά προς τη θάλασσα.323
Αυτή η χειμερινή διαδρομή στο πέρασμα Ζύγαινας αντιπροσώπευε μακρά παράκαμψη για τον περιηγητή στον δρόμο προς Σάταλα ή Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ).324 Οι καλοκαιρινές διαδρομές ήσαν πιο σύντομες και υπήρχαν πολλές επιλογές, καθώς οι χιονισμένοι βοσκότοποι παρείχαν ανοιχτή χώρα με λίγα εμπόδια. Ο περιηγητής θα μπορούσε να επιλέξει την πορεία του κατά μήκος του υδροκρίτη ανάλογα με το πού ήθελε να κατέβει στην κοιλάδα του Φιλαβωνίτη, αλλά κοινό σημείο συνάντησης για τις δυτικές καλοκαιρινές διαδρομές ήταν το πέρασμα των Ποντικών Πυλών (Κολάτ Μπογάζι) στα 2.400 μ. περίπου. Η απευθείας διαδρομή προς αυτό το σημείο αναφέρεται συχνά από περιηγητές τον 19ο αιώνα. Προχωρούσε νότια από το Δικαίσιμον (Μάτσκα), μαζί με τη χειμερινή διαδρομή μέχρι το Χορτοκόπιον, αλλά στη συνέχεια ανέβαινε νότια κατά μήκος των κορυφογραμμών μέσω του Καρακαμπάν μέχρι τις Ποντικές Πύλες. Μια παραλλαγή της ήταν να ακολουθήσει τη χειμερινή διαδρομή μέχρι το Χαμσικιόι και μετά προς τα ανατολικά μέσω του Φεργκανλί μέχρι τις Πύλες. Από το πέρασμα προς τα νότια, μια διαδρομή κατηφορίζει την κοιλάδα του ποταμού Ισταυρί και του Κούρουμ μέχρι τη συμβολή με τον Φιλαβωνίτη στο Χάραβα Χανλαρί, περίπου στα μισά του δρόμου μεταξύ Άρδασσας και Γκουμούσχανε. Από εδώ ήταν δυνατή η διάσχιση του ποταμού και η συνέχιση με λίγο-πολύ απευθείας διαδρομή προς νότο, προς τα Χερίανα.325 Μια δεύτερη διαδρομή από τις Ποντικές Πύλες συνέχιζε να κατεβαίνει τον ποταμό Ισταυρί μέχρι τη συμβολή του με τον ποταμό Κούρουμ στο Ίστιλας, και από εκεί έστριβε ανατολικά326 και πάλι νότια διασχίζοντας τα βουνά Μπαζντέντ Νταγ για να κατέβει στην κοιλάδα του Φιλαβωνίτη στο Μπεσκιλίσε, κάτω από τα υψώματα που στέφονται από το κάστρο της Τζάνιχας (Τζάντζα).
Η τρίτη διαδρομή από τις Ποντικές Πύλες συνέχιζε κατά μήκος των καλοκαιρινών βοσκοτόπων των κορυφογραμμών του υδροκρίτη προς τη Μπαϊμπούρτ. Στα Ανζάρια Χανλαρί, υπήρχε κι άλλη διασταύρωση με διάβαση από βορρά προς νότο.
Δύο ακόμη διαδρομές που ξεκινούσαν νότια από το Δικαίσιμον, ακολουθούσαν προς τα πάνω τον ποταμό της Παναγίας (Μεριεμανά Ντερέ), κατά μήκος καλά καλλιεργούμενης κοιλάδας μέχρι το Κιναλίκιοπρου Χαν. Από εκεί μια διαδρομή έστριβε λίγο-πολύ προς νότο για να ακολουθήσει κοιλάδα, περνώντας από τα χωριά Λαρχάν και Αγούρσα και από πηγή μεταλλικού νερού, για να φτάσει στον υδροκρίτη και να ενωθεί με τον δρόμο της κορυφογραμμής στο Ανζάρια Χανλαρί. Από εδώ μια διαδρομή οδηγούσε νοτιοδυτικά κατά μήκος του ποταμού Κούρουμ Ντερέ και περνούσε από τα κάστρα Κούρουμ και Μοχόρα (Γιαγλί Ντερέ), έφτανε στη Γκουμούσχανε. Μια δεύτερη διέσχιζε τους λόφους προς νότο μέσω Ίμερας και Τεφίλ, για να βγει στη Γκουμούσχανε ή στο Τεκκέ, ψηλότερα στην κοιλάδα του Φιλαβωνίτη.327
Η διαδρομή Μπαϊμπούρτ συνέχιζε κατά μήκος των κορυφογραμμών προς τα ανατολικά, περνώντας μερικές ανώνυμες διασταυρώσεις μεταξύ των βουνών Ντεβέμποϊνου και Κοστάν ή Κοματζάν. Μια διαδρομή που συνέχιζε ανεβαίνοντας τον ποταμό Μεριεμανά περνώντας το μοναστήρι της Σουμελά μπορούσε είτε να ενωθεί με τον δρόμο της κορυφογραμμής στο Ανζάρια Χανλαρί, είτε να περάσει γύρω από το βουνό Καρακαμπάν φτάνοντας στο Τάσκιοπρου και να κατεβεί ελισσόμενη προς νότο στον δρόμο της κορυφογραμμής Μπαϊμπούρτ κάτω από το όρος Κοστάν.328
Η διαδρομή που άφηνε την κοιλάδα του Πυξίτη στο Εσίρογλου ακολουθούσε τον ποταμό Γαλίανα (Κουστούλ) περνώντας από το μοναστήρι του Περιστερεώτα και ενωνόταν με τους δρόμους που αναφέρονται πιο πάνω στο Τάσκιοπρου Χάνι, απ’ όπου υπάρχει εύκολη ανάβαση πάνω από τις ήπιες κορυφογραμμές μέχρι τον δρόμο της Μπαϊμπούρτ. Και η διαδρομή που ακολουθούσε τις ανατολικές πλαγιές του Πυξίτη μέσω του Ζάφανος θα ερχόταν επίσης μέσω Τάσκιοπρου Χάνι για να ενωθεί με τον δρόμο κορυφογραμμής προς Μπαϊμπούρτ. Ο περιηγητής που κατευθυνόταν προς Κελκίτ και Σάταλα μπορούσε να αφήσει τον δρόμο της Μπαϊμπούρτ σε διασταύρωση νότια των βουνών Ντεβέμποϊνου και να ακολουθήσει διαδρομή προς νότο μέσω του Κερμούτ, προς το Τεκκέ στην κοιλάδα Φιλαβωνίτη. Ή λίγο πιο ανατολικά, μια διαδρομή περνούσε νότια μετά το Καμπακιλίσε, με την πρώιμη βυζαντινή εκκλησία και τα χωριά Λερί, κάποτε έδρα επισκοπής, για να ενωθεί με τον Φιλαβωνίτη στο Ζιντανλάρ Αράζι.329 Ο δρόμος κορυφογραμμής προς τη Μπαϊμπούρτ συνεχιζόταν προς τα ανατολικά, αλλά χωριζόταν σε δύο μεγάλους κλάδους μεταξύ των βουνών Ντεβέμποϊνου και Κοστάν. Ο νότιος κλάδος περνούσε από το Βέισερνικ και το Ίσκιλας, για να κατέβει στο δυτικό άκρο της πεδιάδας Παϊπέρτης/Χαρτών (Μπαϊμπούρτ/Χαρτ) στο χωριό Χαντράκ. Ο βόρειος κλάδος συνέχιζε κατά μήκος των ψηλών κορυφογραμμών αποφεύγοντας τα χωριά και κατέβαινε στην πεδιάδα Χαρτών (Χαρτ Οβάσι) στο Νιβ ή στο Οστούκ. Από εδώ διασχίζει την ήπια κυλιόμενη πεδιάδα προς το Βαρζαχάν, όπου υπάρχει διασταύρωση με τον δρόμο που έρχεται από την κοιλάδα του Λύκου και από εκεί στη Μπαϊμπούρτ.330
Πρέπει επίσης να εξετάσουμε το ορεινό φράγμα μεταξύ των κοιλάδων Φιλαβωνίτη (Κάνι, Χαρσίτ) και Λύκου (Κουσμασάλ, Κελκίτ) σε αυτό το σημείο, καθώς διασχίζεται από αριθμό διαδρομών που πρέπει να χρησιμοποιούνταν στη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή περίοδο. Ρωμαϊκές ή βυζαντινές τοποθεσίες που μπορεί να σχετίζονται με τις διαδρομές αναφέρονται στην πορεία της περιγραφής.
Το ορεινό φράγμα σχηματίζει μια νότια πλευρά της κύριας Ποντικής οροσειράς, η οποία αποκόπτεται από τους βόρειους γείτονές της από το βαθύ ρήγμα του Φιλαβωνίτη και του Λύκου που βαθμιαία συγκλίνουν ο ένας προς τον άλλο στην περιοχή των πηγών τους, όπου χωρίζονται από τη στενή ζώνη των Βαβούκ Νταγλαρί. Ανάμεσα στο δυτικό άκρο, τα Μπαλαμπάν, Γιλντίζ και Σανιάρ Νταγλαρί, και τα Βαβούκ Νταγλαρί, βρίσκονται τα Γιαστάρ Νταγλαρί, που χωρίζουν τις πόλεις Κελκίτ και Γκουμούσχανε. Το Κιοσέ Νταγλαρί που χωρίζουν την πόλη Κιοσέ και την άνω κοιλάδα του Λύκου (Κουσμασάλ) από την κοιλάδα του άνω Φιλαβωνίτη ή Κάνι.331
Δύο κύριοι δρόμοι διασχίζουν τώρα αυτά τα βουνά. Η δυτική διαδρομή ξεκινά νότια, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά της Άρδασσας (Τορούλ), και επί του παρόντος αντιπροσωπεύει τη συντομότερη απευθείας διαδρομή προς νότο από την Τραπεζούντα μέσα στην κοιλάδα του Λύκου. Υπάρχουν τουλάχιστον κάποιες ενδείξεις ότι αυτή η ίδια διαδρομή ήταν πάντοτε η συντομότερη διαδρομή για ταξίδι προς νότο, όπως θα δούμε πιο κάτω. Ανεβαίνει κατά μήκος του ποταμού Διπόταμου (Ικισού), που είναι παραπόταμος του Κάνι. Υπάρχει μικρό βυζαντινό παρατηρητήριο και παρεκκλήσι που φρουρεί το στόμιο της κοιλάδας. Ο Διπόταμος είναι από τους μεγαλύτερους παραπόταμους του Κάνι. Από τη συμβολή προς νότο, η πορεία του είναι κατά μήκος στενού φαραγγιού για μικρή απόσταση, αλλά αυτό σταδιακά διευρύνεται σε κοιλάδα με μερικές ήπιες πλαγιές που είναι πολύ διαβρωμένες και σχεδόν γυμνές από βλάστηση. Ψηλά σε πλευρική κοιλάδα προς τα ανατολικά βρίσκεται το κάστρο της Γόδαινας (Κοντίλ),332 ενώ στα δυτικά υψώματα πάνω από την κοιλάδα, λίγο πιο νότια, βρίσκονται τα κάστρα Μπιάνα και Κολόσανα,333 που έλεγχαν ουσιαστικά το σταυροδρόμι και τη συμβολή των δύο ποταμών Σορούγιανα και Ερταμπίλ με τον ποταμό Διπόταμο. Συνεχίζοντας κατά μήκος της πορείας του Διπόταμου δεν υπάρχει μεγάλη ανάβαση για άλλα 15 χλμ. μέχρι το Χάσκιοι, όπου το ποτάμι χωρίζεται σε δύο κλάδους ανάμεσα σε πολλές καλλιέργειες. Ο δυτικός κλάδος χωρίζεται στους ποταμούς Σορούγιανα και Ερταμπίλ, που υψώνονται στα βουνά ακριβώς βόρεια των Χεριάνων. Άμεσες διαδρομές που χρησιμοποιήθηκαν από παλαιότερους περιηγητές οδηγούν μέσα από τα βουνά και περνούν από το Μούμια Καλέ334 στον δρόμο προς τα Χερίανα. Στον ανατολικό κλάδο του Διπόταμου, που είναι η κοιλάδα του ποταμού Καραμουσταφά, αναπτύσσεται ο αμαξιτός δρόμος. Αμέσως μετά την αναχώρησή του από το Χασκιόι σκαρφαλώνει απότομα μέσα από δάσος πλατύφυλλων, για να περάσει κάτω από το Ελμαλί Νταγ στα 2.100 μ. περίπου. Το δάσος εδώ απλώνεται ακόμη και πάνω από το πέρασμα, αν και σε αυτό το ύψος αραιώνει αφήνοντας κομμάτια βοσκοτόπων. Η κατάβαση στη νότια πλευρά είναι μακρά και ήπια μέσα από δάσος, που υποχωρεί πιο κάτω στους λόφους που καλύπτονται από θάμνους, που έχουν απομείνει σε όλη την Τουρκία, όπου ο άνθρωπος, η κατσίκα ή οι καρβουνιάρηδες έχουν καταστρέψει το δάσος. Στο Γιουκάρι Τερσούν, πάνω από την Ταρσό (Ασάγι Τερσούν), ο δρόμος στρίβει δυτικά προς το Σιράν, το Καρατζά των περιηγητών του 19ου αιώνα, αλλά η παλιά διαδρομή ίσως συνέχιζε νότια μετά τη βυζαντινή τοποθεσία στην Ταρσό πριν διακλαδωθεί προς τα δυτικά και τα ανατολικά.
Ο ανατολικός αμαξιτός δρόμος ξεκινά προς νότο στο χάνι στο Πιραχμέτ, περίπου 17 χλμ. ανατολικά της Γκουμούσχανε. Διατρέχει ανεβαίνοντας κοιλάδα παραπόταμου του Κάνι. Στο Κιρικλί ενώνεται με κοιλάδα και διαδρομή που τρέχει προς τα δυτικά, περνώντας από το Ουλού Καλέ, προς το Κελκίτ. Ο αμαξιτός δρόμος συνεχίζει λίγο-πολύ νότια, ανηφορίζοντας ήπιες πλαγιές μέσα από το δάσος, μέχρι το πέρασμα στα 1.800 μ. περίπου. Οι νότιες πλαγιές του Κιοσέ Νταγ αποτελούν και πάλι ήπια κατάβαση προς το βόρειο ρεύμα πηγών του Λύκου, το Κουσμασάλ. Ο ποταμός βρίσκεται κάτω από τη σύγχρονη πόλη Κιοσέ. Η κοιλάδα σε αυτό το σημείο είναι περίπου 1.550 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και έχει περίπου τρία χιλιόμετρα πλάτος. Η βλάστηση των βουνοπλαγιών γύρω από το Κιοσέ, στη νότια πλευρά, αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από θάμνους. Η διαδρομή αυτή μπορεί να χρησιμοποιούνταν στη ρωμαϊκή ή βυζαντινή περίοδο αλλά με διαφορετική αφετηρία, τρία περίπου χιλιόμετρα δυτικά του Τεκκέ. Αυτή την εναλλακτική υποδεικνύει η τοποθεσία Κογ Καλέ, όπου όστρακα αγγείων στο επίπεδο έδαφος κάτω από το κάστρο υποδεικνύουν οικισμό πρώιμης χρονολογίας,335 ενώ στο Πιραχμέτ δεν έχει βρεθεί τίποτε. Μια διαδρομή που περνούσε από το Κογ Καλέ πιθανότατα θα ενωνόταν στη διασταύρωση Κιρικλί με αυτόν που είναι τώρα ο αμαξιτός δρόμος.
Εκτός από τους αμαξιτούς δρόμους, υπάρχουν και άλλες πιθανές διαδρομές μέσα από αυτά τα βουνά. Ο χάρτης Ταρχάν σημειώνει ένα κάστρο στο Ουλούκαλε στα δυτικά του σύγχρονου δρόμου του Κιοσέ. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για κάστρο αλλά για ψηλό και ιδιόμορφα εντυπωσιακό σχηματισμό βράχων. Μια απευθείας διαδρομή μεταξύ Γκουμούσχανε και Κελκίτ αναπτύσσεται κάτω από το Ουλούκαλε και χρησιμοποιείται όλο τον χειμώνα για τη μεταφορά καυσίμων. Η διαδρομή περνά από τις Γκουμούσχανε, Σόρντα, Μαβρένγκιλ, Ζαγκανλί, Βενκ, Κομ και Πεκούν πριν φτάσει στο Κελκίτ. Μας είπαν ότι η καλοκαιρινή εκδοχή αυτού του δρόμου περνάει πιο άμεσα από τις πλαγιές του Ουλούκαλε. Αυτή η διαδρομή περιγράφεται από τον Στρέκερ, ο οποίος αναφέρει, βόρεια του Κελκίτ το Μποτζούν (Πεκούν ;), το Μπόλοντορ, το οποίο προσδιορίζει ως το Πόροντορ των Σμιθ και Ντουάιτ, το Κανγκέλι Νταγ (Αβλίγια Νταγ ;) και το Μαυραγγέλιον (Μαβρένγκιλ). Ο Στρέκερ γράφει ότι όλη αυτή η διαδρομή από το Ερζιντζάν μέχρι τη Γκουμούσχανε μπορεί να καλυφθεί σε δύο δύσκολες ημέρες ταξιδιού, έτσι ώστε από το Κελκίτ στη Γκουμούσχανε να είναι μια μέρα. Αυτή ήταν και η διαδρομή του προξένου Μπιλιότι,336 και ίσως ήταν η διαδρομή της επιστροφής των Σμιθ και Ντουάιτ. Οι τελευταίοι αναφέρουν: Το Γκέρμερι (Γκέρμουρου), το οποίο είναι το δικό τους αντίστοιχο του Κελκίτ. Ένα μη κατονομαζόμενο χωριό δύο ώρες προς τα βόρεια, που θα μπορούσε να είναι το Πεκούν ή το Κομ. Και το Πρόντορ (Μπόλοντορ). Χρειάστηκαν δεκαεπτά ώρες για να περάσουν από το Γκέρμουρου στη Γκουμούσχανε και άλλες εικοσιτέσσερις ώρες για να διασχίσουν τον υδροκρίτη και να φτάσουν στην Τραπεζούντα.337
Ο Στρέκερ δίνει περαιτέρω πολύτιμες ενδείξεις για διαδρομές μέσα από αυτά τα βουνά.338 Πέρασε κάποτε από το Κιοσέ στη Γκουμούσχανε τον χειμώνα μέσα σε οκτώ ώρες από μη προσδιοριζόμενη διαδρομή. Δίνει τον καλοκαιρινό δρόμο από το Ερζιντζάν προς την Τραπεζούντα ως διερχόμενο από το Σουρούτ και μέσα από το Μουράτ-Χαν-Ογλου (Μουρατχανογκιουλάρι) στην κοιλάδα του Κάνι (Χαρσίτ). Ο Μπόριτ (λάθος για το πραγματικό όνομα Μπριό), αναφέρει επίσης αυτό το μέρος. Σκέφτηκε ότι οι Μύριοι του Ξενοφώντος μπορεί να είχαν στρίψει από εδώ προς βορρά.339 Γράφει περαιτέρω: «Στη συνάντηση αυτών των δύο ποταμών [ποιος από αυτούς είναι ο Χορσάτ;] ακριβώς εκεί απ’ όπου πέρασαν οι Έλληνες, βλέπει κανείς έναν τετράγωνο περίβολο που ήταν Οτζάκ του σουλτάνου Μουράτ, σύμφωνα με τον Χατζή Χάλφε, Ορλά, ή Ουρλά Γκουμίς Χανά». Αυτή η τοποθεσία στη συμβολή του βόρειου παραπόταμου Σοϊράν με τον Κάνι (Χαρσίτ), έχει τα ερείπια φρουρίου και τάφρων καθώς και εκείνα του χανιού που περιγράφει ο Μπόριτ-Μπριό. Ο Στρέκερ ταξίδεψε προς βορρά από εδώ. Όπως ο Μπριό, τη θεωρούσε ως μια από τις κύριες καλοκαιρινές διαδρομές από τον Κάνι προς βορρά κατά μήκος του υδροκρίτη προς Τραπεζούντα. Τα ερείπια του Ζιντανλάρ Αράζι στη συμβολή του Σοϊράν και του Χαρσίτ τα έχουμε ταυτίσει διστακτικά με το Longini Fossatum και τον Βουργουσνόη του Προκοπίου.340 Το μέρος περιγράφεται από τον Στρέκερ ως έδρα του μουντούρ του καζά του Κόνας (Κόβανς). Αυτή η δήλωση φαίνεται ότι οδήγησε τον Κίπερτ να μπερδέψει το Μουρατχανογκιουλάρι με το χωριό Κόβανς, περίπου 5 χιλιόμετρα ανατολικότερα στην κοιλάδα του Κάνι. Εδώ βρίσκονται τα ερείπια βυζαντινής εκκλησίας και το εντυπωσιακό Κάστρο της Κατσίκας (Κέτσι Καλέ). Ο Κίπερτ μπερδεύει τις δύο τοποθεσίες στον χάρτη του και ακόμη και ο τουρκικός χάρτης φαίνεται να βρίσκεται στην ίδια σύγχυση σχετικά με την ονοματολογία του σε αυτό το σημείο.341
Η συντομότερη διάβαση που σημειώνει ο Κίπερτ είναι μέσω Σινίκ και μέσα από ψηλά βουνά. Ο τουρκικός χάρτης δεν σημειώνει σύντομη διέλευση των βουνών ακριβώς βόρεια του Σινίκ, αλλά το χωριό βρίσκεται πράγματι πολύ κοντά σε διασταύρωση με τον αμαξιτό δρόμο στο Γιουκάρι Τερσούν και φαίνεται σαν να ακολουθεί τη γραμμή του αμαξιτού δρόμου από Τερσούν προς τα βόρεια.342 Ο χάρτης του είναι παραπλανητικός ως προς τις αναλογικές του αποστάσεις και την τοποθέτηση χωριών σε αυτήν την περιοχή, λάθη που ακολούθησαν οι Κίπερτ και Μπλάου, αλλά τα τοπωνύμια επιτρέπουν σωστή κατανόηση των διαδρομών.
Οι περισσότεροι περιηγητές που χρησιμοποιούσαν τη σύντομη διάβαση ξεκινούσαν από τα Χερίανα (Σιράν) και όχι από το Κελκίτ. Ο Μοριέ σημειώνει τον δρόμο βόρεια προς τη Γκουμούσκ Χονέ (Γκουμούσχανε) και δίνει τον χρόνο για αυτήν ως δώδεκα ώρες, με άλλες δέκα για την Τραπεζούντα.343
Ο Μπραντ ταξίδεψε βόρεια με αυτόν τον τρόπο το 1835. Δίνει την απόσταση ως δεκαέξι ώρες, αλλά δεν δίνει καμία λεπτομέρεια, εκτός από το ότι ήταν ανώμαλος δρόμος.344
Ο Ομέρ ντε Χελ έκανε απευθείας διέλευση προς νότο από την Τραπεζούντα. Αναφέρει τις Γκουμούσχανε, Άντιλε (Εντιρέμπασι ;), Έντρετ (Έντρε), Χαλάζου (Χαλάζαρα) και Ντορένα (Τουρούνα ;).345 Αυτή ήταν σύντομη διαδρομή που θα διέσχιζε τον αμαξιτό δρόμο της κοιλάδας του Διπόταμου (Ικισού, Καραμουσταφά) νότια του Χασκιόι και θα διέσχιζε ή προχωρούσε κατά μήκος των κορυφογραμμών πάνω από τους ποταμούς Λίβενε και Τουρούνα. Αφού διέσχισε τις ανατολικές πλευρές του Καραγκιόλ Νταγλαρί, μάλλον κατέβηκε από το Νορσούν και πέρασε από το Μούμια Καλέ και το Κερσούτ. Τα χωριά Γιουκάρι και Ασάγι Κερσούτ δίνονται από τον Μπαρτ ως «Κορσίκ» ή «Γκοσούκ» και από τον Στρέκερ ως «Γκερσούτ». Ο Κίπερτ συσχετίζει το όνομα με τον σταθμό Carsais των Δρομολογίων Αντωνίνου.346
Μια παραλλαγή της διαδρομής του Ομέρ ντε Χελ ακολούθησε ο Μπαρτ. Ταξίδεψε πάνω από το πέρασμα Ζύγαινας μέχρι την Άρδασσα και στη συνέχεια κατά μήκος του Κάνι, για να στρίψει προς νότο εκεί όπου ο αμαξιτός δρόμος διασχίζει τώρα την κοιλάδα Ικισού, όπου σημειώνει το ερειπωμένο παρεκκλήσι347 κοντά στη συμβολή των ποταμών. Το επόμενο όνομά του είναι Κοντίλ, υποδηλώνοντας ότι ίππευσε κατά μήκος των ανατολικών κορυφογραμμών πάνω από την κοιλάδα Ικισού. Και μετά Μπουλμπούλογλου. Για να φτάσει στο τελευταίο, πιθανότατα κατέβηκε για να διασχίσει τον αμαξιτό δρόμο στη συμβολή στο Χασκιόι και μετά ακολούθησε τις κοιλάδες των ποταμών Έρτουμπελ και Λίβενε, οπότε πρέπει να είχε έφτασε στη διαδρομή του Ομέρ ντε Χελ κάπου σε αυτό το τμήμα. Σημειώνει ένα κάστρο πριν φτάσει στον υδροκρίτη μεταξύ Κάνι, Χαρσίτ και Λύκου και σημειώνει τα ονόματα “Chan Daghdibi” και “Yaila” πριν φτάσει στο Ουλού Σεχράν (Ουλουσιράν), αλλά κανένα δεν είναι αναγνωρίσιμο.
Ο Τεξιέ, ταξιδεύοντας προς βορρά από το Cahiran (Σιράν), φαίνεται ότι είναι ο μόνος παλαιότερος περιηγητής που ακολούθησε σχεδόν ολόκληρη την πορεία του σημερινού αμαξιτού δρόμου.348 Πέρασε από το Τέρμα (Τέλμε), το οποίο προτείνεται από τον Μίλερ ως τοποθεσία του σταθμού Πόιτινγκερ “Cunissa”.349 Στη συνέχεια αναφέρει τον Ζίμο (Ζίμον), στη νότια πλευρά του περάσματος πάνω από την Ταρσό (Τερσούν), και στη συνέχεια ένα καραβανσεράι, που είναι πιθανότατα το ανώνυμο χάνι ή το Καραμουσταφαχανλαρί, πολύ πιο κάτω, στη βόρεια πλευρά του περάσματος. Στη συνέχεια βγήκε από τον δρόμο της κοιλάδας που κατευθύνεται βόρεια προς τον Ικισού και διέσχισε τα βουνά με βορειοανατολική κατεύθυνση προς Γκουμούσχανε μέσω Εντίμα (Έντρα, Εντιρέμπασι ;). Ίππευσε για δεκαεννέα ώρες και είκοσι λεπτά σε δύο ημέρες, και στη συνέχεια άλλες δεκαοκτώ ώρες μέχρι την Τραπεζούντα. Η διαδρομή του από το Ζίμον προς νότο είναι αυτή που περιγράφεται πιο πάνω από τον Στρέκερ. Πιθανότατα αντιπροσωπεύει τη διάβαση του βουνού που έκανε ο Κλαβίχο.
Έχουμε λοιπόν επιλογή από σειρά διαδρομών μεταξύ της κοιλάδας του Φιλαβωνίτη (Κάνι, Χαρσίτ) και της κοιλάδας του Λύκου (Κελκίτ), οι οποίες μπορούν ίσως να συνοψιστούν ως εξής. Οι ανατολικές διαδρομές ξεκινούν πολύ ανατολικά της Γκουμούσχανε, από το τμήμα της κοιλάδας μεταξύ Τεκκέ και Κόβανς, και οδηγούν προς νότο, στην περιοχή του Κελκίτ. Διαδρομές από την περιοχή της ίδιας της Γκουμούσχανε εκτείνονται τόσο νοτιοανατολικά προς Κελκίτ όσο και νοτιοδυτικά προς Χερίανα. Διαδρομές από το τμήμα της κοιλάδας μεταξύ Άρδασσας και Ικισού κατευθύνονται νότια προς Χερίανα, με μία μόνο εξαίρεση που διασχίζει προς τα νοτιοανατολικά, προς το Κελκίτ.350
Οι ακόλουθες υποενότητες αφορούν τις αρχαίες διαδρομές από την Τραπεζούντα μέσω Χεριάνων και κοιλάδας Κελκίτ μέχρι τον Ευφράτη.
Οι αρχαίες διαδρομές από την Τραπεζούντα στα Σάταλα (Σαντάκ). Εκτός από στοιχεία ρωμαϊκής κατάληψης στο Χορτοκόπ Καλέ, δεν έχουμε συγκεκριμένα αρχαιολογικά στοιχεία για τις αρχαίες διαδρομές και πρέπει να βασιστούμε σε μεγάλο βαθμό στους καταλόγους Αντωνίνου, Πόιτινγκερ και Ραβέννας.351 Αυτοί μπορούν εύκολα να καταγραφούν ως εξής:
Πόιτινγκερ | μίλια | Ραβέννα | Αντωνίνος | μίλια |
Τραπεζούς | 20 | Τραπεζούς | 20 | |
Magnana | 10 | Ad Vincesimum | 22 | |
Gizenenica | 18 | Zigana | 24/32 | |
Bylae | 6 | Bile | Thia | 17 |
Frigdarium | 8 | |||
Sedisca F1 Pont | 24 | |||
Patara | 14 | Patra | ||
Medocia | 12 | Medocina | ||
Solonenica | 18 | Solodicina | ||
Domana | 18 | Domana | Domana | 18 |
Satala | Satala | Satala | ||
124 |
Είναι από καιρό σαφές ότι οι διαδρομές Αντωνίνου και Πόιτινγκερ δεν είναι οι ίδιες, αφού ο μόνος κοινός σταθμός που έχουν είναι τα Domana, αν και ο Magnana και ο Ad Vincesimum προφανώς ταυτίζονται. Η διαδρομή Ραβέννας φαίνεται να ταυτίζεται με εκείνη των Πινάκων Πόιτινγκερ. Σύμφωνα με την παράγραφο 12 σε αυτήν, οι σταθμοί είναι Satala, Domana, Saloni Mecia, Medoia, Patra, Bile και άγνωστη περαιτέρω σειρά. Δύο σταθμοί, οι Medocina και Solodicina, εμφανίζονται στον κατάλογο των παράκτιων πόλεων στην παράγραφο 17 δίπλα στους Ysilime-Susurmaina και Ofeunte-Ophis, οι οποίοι ενδέχεται να υποδεικνύουν διαδρομές από την ακτή προς την ενδοχώρα προς αυτούς τους σταθμούς.
Οι γεωγραφικές εκτιμήσεις υποδεικνύουν δύο πιθανές διαδρομές για αυτούς τους δρόμους, που αντιστοιχούν στις καλοκαιρινές και χειμερινές διαδρομές των περιηγητών κατά μήκος του παράκτιου υδροκρίτη.352 Ο χάρτης Κίπερτ, ο οποίος σε αυτό το θέμα συνοψίζει τις απόψεις των επιστημόνων μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, υποθέτει ότι η διαδρομή των Οδοιπορικών Αντωνίνου ακολουθούσε τη χειμερινή διαδρομή στα βουνά, καθώς περιλάμβανε τον γνωστό σταθμό Ζύγαινα. Οδηγεί τις διαδρομές Πόιτινγκερ και Ραβέννας στην πιο άμεση, ψηλότερη ορεινή χώρα, μέσα από τους χιονισμένους βοσκότοπους.
Και οι δύο διαδρομές πρέπει να ακολουθούσαν την ίδια πορεία στους λόφους νότια της Τραπεζούντας για αρκετή απόσταση πριν χωριστούν, και πιθανότατα ενώνονταν ξανά μεταξύ τους και ακολουθούσαν το ίδιο ίχνος για το νότιο τμήμα του ταξιδιού κατά μήκος του Κιοσέ Νταγλαρί, αν δεχθούμε την ταυτότητα της “Sedisca” του Αντωνίνου με τη “Solonenica” του Πόιτινγκερ και τη “Solodicina” ή “Saloni Mecia” της Ραβέννας.353 Είτε το Κογ Καλέ είτε το Ζιντανλάρ Αράζι θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν την τοποθεσία. Αν το Κογ Καλέ γινόταν δεκτό, τότε η αρχαία διαδρομή μπορεί κάλλιστα να ακολουθούσε λίγο-πολύ την ίδια πορεία με τον σύγχρονο αμαξιτό δρόμο κατά μήκος των Κιοσέ Νταγλαρί. Αν το Ζιντανλάρ Αράζι γίνει αποδεκτό, η αρχαία διαδρομή μπορεί να ακολουθούσε τη διαδρομή Στρέκερ σε κάπως υψηλότερη διαδρομή μέσω των χωριών Πέρεκ ή Ζιμόν και Σουρούτ. Ή αυτοί οι κλασικοί σταθμοί μπορεί να αντιπροσωπεύουν ο καθένας διαφορετικό μέρος.
Στη Γκουμούσχανε, τα μονοπάτια δυτικά της ίδιας της Γκουμούσχανε εκτείνονται προς νότο ανεβαίνοντας και διασχίζοντας την κοιλάδα του Διπόταμου.354 Ένα από αυτά μπορεί να αντιπροσωπεύει το νότιο μισό της ρωμαϊκής διαδρομής. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να διασχιστούν τα βουνά μεταξύ Κάνι και Λύκου. Η επιλογή της αρχαίας διαδρομής από τους Κουμόντ φαίνεται να μη βασίζεται σε κάτι πιο ουσιαστικό, από το γεγονός ότι την ακολούθησαν. Η παρουσία ενός επεξεργασμένου ογκόλιθου, πιθανότατα ρωμαϊκού, στο νεκροταφείο του Κιοσέ είναι ο μόνος λόγος που προσδιορίζει την τοποθεσία ως Δόμανα.355 Απαιτείται περισσότερη εξερεύνηση.
Η αναγνώριση των σταθμών Αντωνίνου, σύμφωνα με τον Κίπερτ, είναι η εξής: Το Ad Vincesimum, στα 20 μίλια από την Τραπεζούντα, πέφτει κοντά στη Μάτσκα. Το Zigana βρίσκεται στο χωριό με αυτό το όνομα στη νότια πλευρά του περάσματος Ζύγαινας. Η Thia βρίσκεται στην περιοχή Μπεσκιλίσε, η Sedisca στην περιοχή του Τεκκέ και τα Domana στην περιοχή Κιοσέ. Με εξαίρεση τη Zigana, η τοποθέτηση αυτών των σταθμών είναι υποθετική.
Μια αναγνώριση των σταθμών Πόιτινγκερ, σύμφωνα με τους Κίπερτ και Μίλερ, είναι η εξής: Magnana στην περιοχή Μάτσκα. Gizenenica στην περιοχή Καρακαμπάν. Bylae στην περιοχή του Κολαθανλαρί. Frigdarium στην περιοχή Φραγκάντων (χωριό της Κρώμνης). Patara στο Λίνοτρον, το οποίο, όπως και το Φραγκάντων, δεν μπορεί τώρα να αναγνωριστεί στους τουρκικούς χάρτες. Και η Medocia στο Τανέρα. Στη συνέχεια, η Solenenica πέφτει στο Κόβανς και τα Domana στο Κιοσέ. Αυτές οι ταυτίσεις, όπως εκείνες για τη διαδρομή των Οδοιπορικών Αντωνίνου, είναι σε μεγάλο βαθμό υποθετικές, αν και το Bylae είναι προφανώς Πύλαι, οι Ποντικές Πύλες, το Κολάτ Μπογάζι.
Έτσι το πρώτο και το τελευταίο στάδιο αυτών των διαδρομών είναι ταυτόσημα, αλλά τα μεσαία στάδια ακολουθούν αρκετά διαφορετικά ίχνη. Η δική μας συνεισφορά δεν παρέχει κάποια νέα εναλλακτική για τις αποδεκτές διαδρομές Αντωνίνου και Πόιτινγκερ. Επισημαίνουμε μόνο αριθμό νέων τοποθεσιών που σχετίζονται με το πρόβλημα και σειρά από διαδρομές περιηγητών που αξίζουν περαιτέρω εξέταση. Η τοποθεσία Κάτω Χορτοκόπιον (Χορτοκόπ Κάστρο)356 μπορεί να σημειωθεί εδώ ως εναλλακτική υποψήφια για τα Ad Vincesimum και Magnana. Η σύγχρονη πόλη Μάτσκα βρίσκεται ακριβώς στην κοιλάδα, στη συμβολή του ποταμού Παναγία (Μεριεμανά) με τον Πυξίτη (Ντεγιρμέντερε). Δεν έχει γνωστά αρχαία ή μεσαιωνικά κατάλοιπα. Το Κάστρο Χορτοκόπ δεν απέχει περισσότερο από δύο ή τρία μίλια από αυτήν, στον δρόμο των καραβανιών του 19ου αιώνα, σε σημείο όπου προσφέρει θέα σε εκτεταμένο τμήμα της κοιλάδας του Πυξίτη. Σειρά νομισμάτων από την ελληνιστική, τη ρωμαϊκή, τη βυζαντινή, τη σελτζουκική και την οθωμανική περίοδο παρείχε ενδεικτικά στοιχεία ότι πρόκειται για σταθμό στον δρόμο των καραβανιών.
Η διαδρομή Κλαβίχο από την Τραπεζούντα (Τράμπζον) στην Ακιλισηνή (Ερζιντζάν) (βλ. σχήμα 3). Ο Κλαβίχο χρειάστηκε μία εβδομάδα για να ταξιδέψει από την Τραπεζούντα στην Άρζινγκα (Ερζιντζάν), συμπεριλαμβανομένης κάποιας καθυστέρησης στις διαπραγματεύσεις με τον Καβαζίτη της Χαλδίας.357 Την πρώτη μέρα η διαδρομή του ήταν πάνω από λοφώδη χώρα και τον οδήγησε να κατασκηνώσει στην κοιλάδα του Πυξίτη (Πεξίκ, Ντεγιρμέντερε), σε μέρος που δεν μπορεί πια να αναγνωριστεί, όπου υπήρχε ερειπωμένη εκκλησία. Τη δεύτερη μέρα πέρασε από το κάστρο της Παλαιοματζούκας (Palomacuca), το οποίο περιγράφει σωστά, και συνέχισε να κατασκηνώνει στην ύπαιθρο, πιθανότατα στην περιοχή του Καρακαμπάν. Την τρίτη μέρα σταμάτησε δίπλα στο κάστρο της Σίγκανα (Ζύγαινας), που πρέπει να είναι το μικρό ερείπιο κάτω από το σημερινό χωριό, στην προεξοχή λόφου, το οποίο, όπως σημείωνε, ανήκε στον Καβαζίτη. Την τέταρτη μέρα πέρασε από την Άρδασα, τη σύγχρονη Τορούλ, στις 9 το πρωί, περιγράφοντας σωστά την επιβλητική της θέση. Τρεις λεύγες πιο πέρα πέρασε πύργο σε ψηλό βράχο και στενό πέρασμα, που είναι πιθανότατα το οχυρό στην είσοδο της κοιλάδας του Διπόταμου (Ικισού). Και το απόγευμα της τέταρτης ημέρας σταμάτησαν την ομάδα τουε στην κοιλάδα κάτω από το κάστρο της Ντορίλε, όπου κατοικούσε ο Καβαζίτης. Αυτή η μεσαιωνική Τορούλ (όνομα περιοχής) θα αντιστοιχούσε σε κάστρο που μπορεί να δει κανείς πάνω από τον δρόμο, ανεβαίνοντας την κοιλάδα του Διπόταμου κοντά στην Κολόσανα.358 Η πέμπτη μέρα πέρασε σε παζάρια με τον Καβαζίτη σχετικά με το πόσα τέλη έπρεπε να πληρώσει η ομάδα για ασφαλές πέρασμα μέσα από τα βουνά και για προστασία από τους Τσέπνι Τουρκμένους.359 Την έκτη μέρα ο Κλαβίχο διέσχισε ορεινή χώρα, περνώντας κοιλάδα με κάστρο που κατείχαν οι Τσέπνι, και έφτασε το βράδυ στο Αλανγκόγκαζα στην περιοχή Άρζινγκα. Η ακριβής διαδρομή του μέσα από τα βουνά δεν είναι σαφής, αλλά φαίνεται πιθανό ότι ακολούθησε τη γραμμή του αμαξιτού δρόμου προς νότο πάνω από τα βουνά και κατεβαίνοντας τις νότιες πλαγιές μέχρι το Ζίμον ή το Γιουκάρι Τερσούν. Από εδώ ο Κλαβίχο διακλαδίστηκε νοτιοανατολικά στη διαδρομή που περιγράφει ο Στρέκερ, η οποία διέρχεται από το Σινίκ και θα περνούσε από το Αλαντζά, τον οποίο, ακολουθώντας τον Λε Στραντζ, προσδιορίζουμε ως Αλανγκόγκαζα. Εδώ η συνοδεία του Καβαζίτη εγκατέλειψε την ομάδα των Ισπανών. Από εκείνο το σημείο και μετά βρίσκονταν σε μογγολικό έδαφος, όπου ταξίδευαν εύκολα. Το Αλαντζά προτάθηκε επίσης από τον Κίπερτ για τον σταθμό, ή σταθμούς, Hassis και Haza των διαδρομών Πόιτινγκερ και Αντωνίνου από τη Νικόπολη προς τα Σάταλα, αλλά το χωριό φαίνεται ότι βρίσκεται μάλλον πολύ μακριά προς βορρά για σταθμό επί απευθείας δρόμου, καθώς βρίσκεται ήδη για τα καλά στους πρόποδες της οροσειράς Γκουρούζ, στα βόρεια της κοιλάδας του Λύκου.360 Από την Αλάνσα μέχρι το Ερζιντζάν χρειάστηκαν άλλες δύο μέρες. Ο Κλαβίχο δεν δίνει λεπτομέρειες, αλλά πιθανώς ακολούθησε τη διαδρομή μέσω Κελκίτ σε σημείο ακριβώς βόρεια των Σατάλων, όπου θα έμπαινε σε δρόμο που επρόκειτο να γίνει ο στρατιωτικός κύριος δρόμος του 19ου αιώνα μεταξύ Ερζιντζάν και Τραπεζούντας. Αυτή φαίνεται να ήταν η κανονική απευθείας διαδρομή μέχρι να κατασκευαστεί ο πρώτος μεγάλος δρόμος.361
Περιγραφές του Πανάρετου για τις εκστρατείες στα Χερίανα (Ουλού Σιράν).362 Ο Πανάρετος δεν δίνει λεπτομέρειες για τις διαδρομές, αλλά αναφέρει τη Σορώγαινα (Σορούγιανα), τριών ημερών γρήγορη ιππασία από την Τραπεζούντα, και τη Γόλαχα (Κολόσανα).363 Η διαδρομή μεταξύ Τραπεζούντας και Χεριάνων μαρτυρείται και από τον Λαζαρόπουλο. Τον 12ο αιώνα η Μονή Αγίου Ευγενίου έπαιρνε βούτυρο και τυρί από το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Χαίνου στα Χερίανα.364
Από την κοιλάδα του Λύκου (Κελκίτ) νότια μέχρι την Έριζα (Ερζιντζάν) στην Ακιλισηνή. Η επισκοπή Χαχαίων έχει συνήθως ταυτιστεί με τη σύγχρονη πόλη Κελκίτ, αλλά την τοποθετούμε, προσωρινά, στην περιοχή Καλούρ365 και Ασάγι Χαϊντουρούκ. Αν γίνει αποδεκτή η ταυτοποίησή μας, πιθανότατα υπήρχε μεσαιωνική διαδρομή προς νότο από το Καλούρ και την κοιλάδα του Λύκου, που διέσχιζε τις βόρειες πλευρές των Κριμέν Νταγλαρί και κατέβαινε τον ποταμό Μπαλαχού κοντά στο Ισκιλόρ, στο σημείο όπου ο κύριος δρόμος διασχίζει τον ποταμό. Από εδώ προς τα νότια ένας τέτοιος μεσαιωνικός δρόμος μπορεί κάλλιστα να ακολουθούσε την πορεία του αμαξιτού δρόμου διασχίζοντας τη νότια πλευρά των Τσιμέν Νταγλαρί και κατεβαίνοντας στο δυτικό άκρο της πεδιάδας του Ερζιντζάν στο Γιαλνιζμπάγ. Εναλλακτικό βόρειο μισό αυτής της διαδρομής είναι να αφήσει την κοιλάδα του Λύκου στο Κελκίτ και να ακολουθήσει τον αμαξιτό δρόμο ανεβαίνοντας την κοιλάδα Μπαλαχού μέχρι το Ισκιλόρ, όπου διασχίζει τον ποταμό.
Δεν υπάρχουν στοιχεία για ρωμαϊκή ή μεσαιωνική οδό που να συνδέει τα Σάταλα με την Ακιλισηνή, αλλά η σημασία και των δύο τόπων υποδηλώνει ότι πρέπει να υπήρχε τέτοιος δρόμος. Η πιθανή πορεία του θα φαινόταν να είναι κατά μήκος της γραμμής του στρατιωτικού δρόμου του 19ου αιώνα, κατά μήκος του οποίου ταξίδεψαν οι Κουμόντ.366 Αυτός αναπτυσσόταν προς νότο μέχρι την κοιλάδα του ποταμού, διέσχιζε τα Σιπικόρ Νταγλαρί σε υψόμετρο περίπου 2.250 μέτρων και κατέβαινε στην πεδιάδα ακριβώς βόρεια της Έριζας στην Ακιλισηνή.
Από τα Χερίανα (Ουλουσιράν) μέχρι την Έριζα (Ερζιντζάν) στην Ακιλισηνή ή την κοιλάδα του Ευφράτη. Δεν είναι γνωστά κάποια κλασικά ή βυζαντινά στοιχεία για τέτοιες διαδρομές, αλλά ένα τμήμα της τέταρτης διαδρομής του Χατζή Χαλίφα πρέπει να διασχίζει αυτό το μέρος της χώρας, γιατί περιλαμβάνει ως σταθμούς τις τοποθεσίες Τσερντγκιάμις, Μπασγκερτζένις και Κεμάχ. Αυτοί οι δρόμοι αναφέρονται επειδή ένα τμήμα φαίνεται να συμπίπτει με τις διαδρομές Αντωνίνου και Πόιτινγκερ Ιa και Ιb, και επειδή η γεωγραφία και οι μεταγενέστεροι περιηγητές υποστηρίζουν την ύπαρξή τους.
Χαμηλή σειρά λόφων χωρίζει τα Χερίανα από την κοιλάδα του Λύκου, όπου ο ποταμός ρέει σε ευρεία κοιλάδα δίπλα στην τοποθεσία στο Ασάγι Χαϊντουρούκ.367 Ο ποταμός μπορεί εύκολα να διασχιστεί σε αυτά τα σημεία. Μια διαδρομή οδηγεί νότια ανεβαίνοντας την κοιλάδα του Σίφον, για να ενωθεί με την προτεινόμενη πορεία μας για την απευθείας διαδρομή από τη Νικόπολη προς τα Σάταλα όπου διασχίζει τα Τσιμέν Νταγλαρί.368 Εναλλακτικά, ο Στρέκερ δίνει διαδρομή από το Ασάγι Χαϊντουρούκ ανατολικά ανεβαίνοντας την κοιλάδα, που εκτεινόταν μέχρι το Ίλατς. Εδώ μια απευθείας διαδρομή από τα Χερίανα κατεβαίνει στον Λύκο και τον διασχίζει για να διατρέξει τις βορειοανατολικές πλαγιές των Τσιμέν Νταγλαρί μέσω Χιζίρ (Χινζίρι) και μπαίνοντας στην κοιλάδα του ποταμού Μπαλαχού κάτω από τη Μπαλαχόρ. Στην κοιλάδα του Μπαλαχού η διαδρομή προς Ερζιντζάν θα ενωνόταν με τον δρόμο από Νικόπολη προς Σάταλα με ανατολική κατεύθυνση μέχρι το Ισκιλόρ, όπου θα διακλαδιζόταν προς νότο κατά μήκος της γραμμής του σύγχρονου κύριου δρόμου προς Ερζιντζάν.
Εναλλακτική διαδρομή από Χερίανα προς Ερζιντζάν θα ήταν να ταξιδέψει κανείς προς τα ανατολικά κατά μήκος της γραμμής του σύγχρονου κύριου δρόμου από Σιράν προς Κελκίτ και στη συνέχεια προς νότο μέσω Σατάλων.
Ένας δρόμος από τα Χερίανα προς νότο μέχρι την καμπή του Ευφράτη στη Ζίμαρα και στο Πινγκάν μαρτυρείται σε ταξίδια που έκαναν οι Ομέρ ντε Χελ και Τεξιέ. Ο Ομέρ ντε Χελ ταξίδεψε από την Τραπεζούντα πέρα από τον υδροκρίτη, μέσω Χορντουκόπ (Χορτοκόπ), Καρακαμπάν και Σταυρί προς Γκουμούς Χανέ (Γκουμούσχανε) Από εκείνο το μέρος η διαδρομή του προς το Σκεϊλάν (Σιράν) έχει περιγραφεί πιο πάνω.369
Από το Σιράν προς νότο πέρασε το Ζαντίκ Κιόι (Σαντίκ;), βόρεια της συμβολής των ποταμών Σιράν και Λύκου και διέσχισε τον ποταμό, περνώντας από τη Γενιτσέ, για να κατασκηνώσει στην ύπαιθρο τη νύχτα μετά την πρώτη μέρα. Τη δεύτερη μέρα διέσχισε τον Τσακ-σου, τον ποταμό Ζέβκερ, στο Τσατ και πήγε νότια στο Καρντ Κιόι (Κερντάγι Κογιού). Την τρίτη μέρα διέσχισε απροσδιόριστη έρημη χώρα και κατέβηκε στον Ευφράτη στο Πιγκνάν (Πινγκάν), κάτω από τη Ζίμαρα (Ζίνεγκαρ).370
Ο Τεξιέ φαίνεται ότι ακολούθησε την ίδια διαδρομή προς την αντίστροφη κατεύθυνση από Ερουίν (Εγίν), μέσω Κουρού τσάι (Κουρουτσάι), και Γκερντζάνις (Μπασγκερτσένις), προς Τσαϊράμ (Σιράν). Αλλά δεν δίνει λεπτομέρειες για την πορεία του.371
Αυτή η διαδρομή από τη διάσχιση του Λύκου νότια προς τη Ζιμάρα και τον Ευφράτη, φαίνεται πολύ πιθανό να αντιστοιχεί με τη μία ή και τις δύο διαδρομές Αντωνίνου, και τη διαδρομή Πόιτινγκερ, από τους αντίστοιχους σταθμούς Carsagis ή Draconis.372
Από [Σου]Σούρμαινα προς νότο μέχρι Παϊπέρτη (Μπαϊμπούρτ)
Τοποθετούμε την τοποθεσία Σούρμαινα στο ακρωτήριο στα δυτικά των εκβολών του ποταμού Ύσσου (Καράντερε), όχι στα σύγχρονα Σούρμενε.373 Το καταφύγιο που παρέχει το ακρωτήριο του Αρακλί Μπουρουνού κάνει τις εκβολές του ποταμού εξαιρετικό αγκυροβόλιο. Το δέλτα είναι ευρεία περιοχή επίπεδης γης κατάλληλη για καλλιέργεια. Η σπείρα που στάθμευε εκεί στη Notitia dignitatum και αγιογραφικά στοιχεία συνδέουν το μέρος με τα Σάταλα.374 Ο Γεωγράφος της Ραβέννας έχει συνδέσει τη Medocina και τη Solodicina με την Ysilime (Σούρμαινα) και την Ofeunte (Όφις), σε κατάλογο παράκτιων πόλεων. Από τον Πόιτινγκερ γνωρίζουμε ότι η Medocia και η Solenenica είναι σταθμοί στον δρόμο από τα Σάταλα προς την Τραπεζούντα, και γεωγραφικές εκτιμήσεις υποδηλώνουν ότι οι διαδρομές από τα Σούρμαινα ή τον Όφι θα ενώνονταν με τον δρόμο από Σάταλα προς Τραπεζούντα στα βουνά, όπου θα έπρεπε να βρεθούν αυτοί οι δύο σταθμοί. Γεωγραφικά, αυτή η διαδρομή έχει νόημα, καθώς αποτελεί άμεση σύνδεση μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Μπαϊμπούρτ, και με τις διαδρομές νότια από το Πιραχμέτ ή το Ζιντανλάρ Αράζι στην κοιλάδα του Κάνι (Χαρσίτ) προς την κοιλάδα του Λύκου και τα Σάταλα.375 Ο τουρκικός χάρτης σημειώνει αριθμό ιχνών προς νότο πάνω από τα βουνά από την κοιλάδα του Ύσσου (Καράντερε), και δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο για να ταξιδέψει κανείς, εκτός από το υψόμετρο του υδροκρίτη πάνω από τα 2.500 μ. Αυτό θα έκανε τη χειμερινή χρήση αυτής της διαδρομής επικίνδυνη. Την ύπαρξη μιας τέτοιας διαδρομής στη βυζαντινή περίοδο υποδηλώνει η αφήγηση του Λαζαρόπουλου για το έργο του ηγουμένου Εφραίμ,376 όπου αναφέρει τον ποταμό Σούρμενα (Καράντερε). Ο Χρύσανθος λέει ότι το πέρασμα από τα Σούρμαινα στην Παϊπέρτη κρατούσε δύο μέρες.377 Στοιχεία για τη χρήση της διαδρομής παρέχονται από τον Φοντανιέ, ο οποίος παρατήρησε ότι ένα καραβάνι είχε μόλις φτάσει στα Σούρμενε από το Μπαϊμπούτ (Μπαϊμπούρτ) και από τον Μπλάου.378 Η διαδρομή προς νότο μέχρι τον υδροκρίτη σημειώνεται από τον Κίπερτ ότι έχει διανυθεί από τον Κράουζε. Ο Ντεϊρόλ είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει αυτή τη διαδρομή, αλλά τον εμπόδισε να το κάνει ο καϊμακάμης της Μπαϊμπούρτ, επειδή ο Γάλλος πρόξενος είχε πέσει θύμα ληστείας σε αυτήν πριν από λίγους μήνες.379
Από τον Όφι (Οφ) στην Παϊπέρτη (Μπαϊμπούρτ)
Δεν υπάρχουν ιστορικά κατάλοιπα στον σημερινό Οφ, ή στοιχεία για τη χρήση αυτής της διαδρομής. Όμως, έχει δοθεί μια θέση από τον Γιάνσενς380 και ο χάρτης Κίπερτ σημειώνει ένα ταξίδι του Ντέλφνερ από τον Οφ στη Μπαϊμπούρτ.
Ο σύγχρονος δρόμος εκτείνεται κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού, η οποία είναι απότομη και στενή, αλλά ανεβαίνει ήπια στην ενδοχώρα μέχρι το διοικητικό κέντρο της Τσαϊκάρα σε υψόμετρο περίπου 500 μ. Από εκεί η κοιλάδα υψώνεται πιο απότομα μέσα από δάσος με μερικά κομμάτια καλλιεργήσιμης γης μέχρι το τελευταίο χωριό Γιουκάρι Όγκενε και το τεϊοποτείο στο Ντερέμπασι στα 2.000 μ. περίπου. Η τελική ανάβαση ανηφορίζει απότομη όψη με πάνω από είκοσι φουρκέτες στο πέρασμα απέναντι από τα Σογανλί Νταγλαρί σε υψόμετρο πάνω από 2.600 μ. Δεν υπάρχει καμία φυσική διαδρομή εδώ και ο κύριος δρόμος κατασκευάστηκε από τους Ρώσους με ανατινάξεις στην πλαγιά του βουνού, κατά τη διάρκεια της κατοχής αυτού του εδάφους στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι νότιες πλαγιές του περάσματος είναι πιο ήπιες και χαρακτηριστικές αυτής της πλευράς της ποντιακής οροσειράς, όντας γυμνές από βλάστηση με εξαίρεση κατά μήκος των υδάτινων ρευμάτων. Στο Τζουμά Βενκ υπήρχε γεωργιανό μοναστήρι που μπορεί διστακτικά να ταυτιστεί με το Ρκίνις-Πάλο του Βάχουχτ, σηματοδοτώντας τα σύνορα μεταξύ των εδαφών της γεωργιανής επαρχίας Τζανέτ και των βυζαντινών ελληνικών εδαφών.381
Από το Εσκί Παζάρ στη Συσπιρίτι (Φαράγγιον, Ισπίρ)
Αυτή η διαδρομή πάνω από τα βουνά από το Εσκί Παζάρ υποδηλώνεται από τα ερείπια φρουρίου και γέφυρας στις εκβολές του Μάκι Ντερέ, που είναι πιθανώς βυζαντινής χρονολογίας, από τη θέση του βυζαντινού μοναστηριού της Φετόκα, και από μερικά απομεινάρια στο Χαϊράτ. που μπορεί να είναι μεσαιωνικής χρονολογίας.382 Αν και θα φανεί ότι μεγάλο μέρος αυτής της διαδρομής χρησιμοποιεί τη μεγαλύτερη και πιο σημαντική κοιλάδα του Καλοπόταμου παρά του Μάκι, παρ’ όλα αυτά τοποθετούμε την αρχή της στη δεύτερη. Περιέχει πρώιμα ερείπια, ενώ δεν έχουμε βρει κανένα ίχνος στις εκβολές του ποταμού Καλοπόταμου, ούτε υπήρχε εκεί σύγχρονη κατοίκηση μέχρι πολύ πρόσφατα. Ίσως η παντελής έλλειψη καταφυγίου στις εκβολές του ποταμού, που βρίσκονται ακριβώς απέναντι στις χειρότερες καιρικές συνθήκες, και η πιθανότητα καταστροφικών πλημμυρών, να τις εμπόδισαν να είναι χρήσιμες ως τόπος κατοικίας και αφετηρία για διαδρομή μέσα από τα βουνά. Πάνω από το Εσκί Παζάρ βρίσκεται το Χαλτ Τεπέ και το πρώτο χωριό στην κοιλάδα του ποταμού ονομάζεται Χαλτ. «Χαλτ» είναι το όνομα που έδωσαν οι παράκτιοι άνθρωποι της ανατολικής περιοχής της Μαύρης Θάλασσας στους ανθρώπους από τα βουνά,383 και το όνομα που εμφανίζεται στην ακτή εδώ μπορεί να υποδηλώνει οικισμούς ανθρώπων πέρα από τα βουνά, σε σχέση με τη διαδρομή διέλευσης.
Η κοιλάδα του ποταμού Μάκι είναι εύφορη, με ήπιες πλαγιές. Ο ποταμός διασχίζει λοφώδη χώρα μέχρι το Χαϊράτ, και μόνο χαμηλοί λόφοι τον χωρίζουν από την επόμενη κοιλάδα στα ανατολικά, που σχηματίζεται από τον ποταμό Καλοπόταμο. Ορατό σημάδι της ευημερούσας υπαίθρου είναι το μεγάλο τριώροφο κονάκι της οικογένειας Τσακίρογλου, που κυβερνούσε αυτά τα μέρη. Στο Χαϊράτ ο χαρακτήρας της χώρας αλλάζει και τα βουνά κλείνουν στην κοιλάδα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτό το σύγχρονο διοικητικό κέντρο για την κοιλάδα του Μάκι είναι παλιά τοποθεσία, καθώς ανακαλύφθηκαν αποθηκευτικοί χώροι κομμένοι στο φυσικό βράχο σε σχήμα πιθαριών, όταν διαπλατυνόταν διαδρομή πάνω από το χωριό προς τα νότια. Από την περιοχή του Χαϊράτ υπάρχουν τρεις τρόποι να διασχίσει κανείς τον υδροκρίτη και να ενωθεί με την κοιλάδα του Άκαμψι (Τσορούχ) για να φτάσει στο Φαράγγιον (Ισπίρ). Ο πρώτος είναι να πάρει την κοιλάδα του ποταμού Μπαλτατζί από τη συμβολή του με τον Μάκι βόρεια του Χαϊράτ, ή να ενωθεί με αυτή την κοιλάδα κοντά στις πηγές του στο Γιέντε, πολύ νότια του Χαϊράτ, και μετά να διασχίσει το πέρασμα μεταξύ Χαλντιζέν και Κεμέρ Νταγλαρί σε υψόμετρο πάνω από τα 3.000 μ. Ο δρόμος διακλαδώνεται στο πέρασμα και ο ένας κλάδος οδηγεί νοτιοδυτικά για να ενωθεί με τον αμαξιτό δρόμο από Οφ προς Μπαϊμπούρτ, ενώ ο άλλος οδηγεί λίγο-πολύ προς νότο στην κοιλάδα του Άκαμψι.
Ο δεύτερος τρόπος είναι να κάνει την εύκολη διέλευση των λόφων προς τα ανατολικά του ποταμού Μάκι σε οποιοδήποτε σημείο μέχρι, ή συμπεριλαμβανομένου, το Χαϊράτ και να ενωθεί με τις διαδρομές που ανεβαίνουν την κοιλάδα του Καλοπόταμου.
Ο τρίτος τρόπος είναι να συνεχίσει κανείς προς νότο από το Χαϊράτ μέσω του Μακιτορομανλί και στη συνέχεια να ανεβεί απότομα περνώντας από το μοναστήρι στη Φετόκα. Η διαδρομή πάνω από το μοναστήρι οδηγεί νοτιοανατολικά στα 2.000 μ. περίπου για να ενωθεί με τις πηγές του ποταμού Καλοπόταμου (Καλοπότμος) και τελικά με τη γραμμή του κύριου δρόμου από τη Ρίζε προς την Ισπίρ. Το πέρασμα στο Ντάγμπασι είναι περίπου στα 2.750 μ., πολύ πάνω από τη γραμμή των δέντρων, και οδηγεί απέναντι στην κοιλάδα του ποταμού Τσάπανς, που είναι παραπόταμος του Άκαμψι. Η συμβολή είναι περίπου 5 χλμ. πάνω από την Ισπίρ, προς τα δυτικά. Παλαιότεροι τουρκικοί χάρτες δείχνουν χάνια κατά μήκος της διαδρομής που προηγήθηκε του σημερινού αμαξιτού δρόμου και φαίνεται πιθανό ότι στην περίπτωση αυτή ο αμαξιτός δρόμος ακολουθεί λίγο-πολύ την πορεία της προηγούμενης διαδρομής. Αυτή η διαδρομή μέσα από τα βουνά είναι η δυσκολότερη και υψηλότερη από όσες περιγράφηκαν μέχρι τώρα, αλλά αντιπροσωπεύει την ευκολότερη διέλευση από την ακτή της Μαύρης Θάλασσας προς την Ισπίρ.
Η διαδρομή της επιστροφής του Κλαβίχο από το Allequix ή Allexque (Αλεσκίρτ) το φθινόπωρο του 1405 (βλ. σχήμα 3).384 Η διαδρομή του Κλαβίχο από το Αλεσκίρτ παρέχεται εδώ, αφού πιστεύουμε ότι εν μέρει ακολούθησε μονοπάτια που περιγράφηκαν πιο πάνω. Ο Κλαβίχο εμποδίστηκε να επιστρέψει μέσω Ερζερούμ στην απευθείας διαδρομή προς Τραπεζούντα, εξαιτίας εξέγερσης των Τουρκμένων. Η διαδρομή είναι ενδιαφέρουσα, αλλά υπάρχει άμεση δυσκολία εκεί όπου αναλαμβάνουμε το ταξίδι του, αφού οι ενδείξεις που δίνει για την επόμενη στάση του στο “Aunique” είναι αντιφατικές. Είναι συγκεκριμένος λέγοντας ότι ταξίδεψε για τέσσερις ημέρες βόρεια από το “Allequix” (Αλεσκίρτ) μέσω άγονης χώρας για να φτάσει στο Aunique. Αυτό θα απέκλειε θεωρητικά το Αβνίκ, το οποίο είναι η ταύτιση του Ζντάνεβιτς για το “Aunique”,385 καθώς απέχει το πολύ μόνο μία ημέρα από το Αλεσκίρτ. Όμως, θα ήταν πολύ λογικό για την παλιά αρμενική πρωτεύουσα της Ανί, που αντιστοιχεί με τα ομόκεντρα τείχη και τη σημασία του Aunique που περιγράφει ο Κλαβίχο, καθώς και με το ταξίδι των τεσσάρων ημερών. Όμως, στο επόμενο στάδιο του ταξιδιού του, ο Κλαβίχο δηλώνει ότι πέρασε από το κάστρο του “Corcon” (Τορτούμ), δύο ημέρες από το Aunique.386 Το Αβνίκ και το Τορτούμ έχουν πράγματι δύο ημέρες διαφορά, αλλά θα ήταν σχεδόν αδύνατο να φτάσει κανείς από την Ανί στο Τορτούμ σε δύο ημέρες. Ο άμεσος δρόμος περνά από το Καρς, το Μπάρντες και το Όλτου ή Νάρμαν και διασχίζει περισσότερα από 200 χιλιόμετρα ανώμαλης ορεινής χώρας. Μόλις την τρίτη μέρα έξω από το Καρς (και, επομένως, την τέταρτη μέρα από την Ανί) άλλος περιηγητής με άλογο, ο Χάμιλτον, μπήκε στην κοιλάδα του ποταμού Τορτούμ.387 Ως επί το πλείστον ακολουθούμε την ερμηνεία του Ζντάνεβιτς για τη διαδρομή του Κλαβίχο, στην οποία φτάσαμε ανεξάρτητα από το δικό του έργο, αλλά ο Ουίνφιλντ προτείνει την Ανί, παρά το Αβνίκ ως εύλογη εναλλακτική για το “Aunique”. Ο Μπράιερ θα ήθελε να διατηρήσει το Αβνίκ για φιλολογικούς και γεωγραφικούς λόγους (βλ. Χάρτη 3).
Δύο μέρες πέρα από το Corcon, ο Κλαβίχο έφτασε στο κάστρο του “Vicer” το οποίο ο Ζντάνεβιτς προσδιορίζει ως Καλεϊφισρίκ, όπως σημειώνει ο Ντεϊρόλ.388 Την επομένη άφησε τον άμεσο δρόμο του, επειδή ο οδηγός του έπρεπε να παραδώσει γράμματα στον Άρχοντα της “Aspri” (Ισπίρ). Aυτό το ταξίδι τους πήρε μια μέρα.389 Ο άμεσος δρόμος τους πιθανώς θα τους περνούσε από τον ποταμό Άκαμψι και πάνω από τα Τάτος και Βαρός Νταγλαρί.390
Από την Ισπίρ η παρέα του Κλαβίχο χρειάστηκε τέσσερις ημέρες για να διασχίσει τα βουνά και να κατέβει στη θάλασσα λίγο ανατολικά της “Xurmenia” (Σούρμενε). Λέει ότι ο άρχοντας της Ισπίρ τους έδωσε οδηγό, για να περάσουν από τα σύνορά του στην επικράτεια της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και ότι όταν διέσχισε τα βουνά, έφτασε στη χώρα του “Araquiel” (Αρακέλ), που κατοικούνταν από Αρμένιους αλλά κυβερνούνταν από την Ισπίρ. Υποθέτουμε ακολουθώντας τον Ζντάνεβιτς, ότι η διαδρομή του Κλαβίχο ακολουθούσε λίγο-πολύ τις γραμμές του σύγχρονου αμαξιτού δρόμου, ανεβαίνοντας τον ποταμό Τσαπάνς, περνώντας από το πέρασμα στο Ντάγμπασι και κατεβαίνοντας στην κοιλάδα του Καλοπόταμου. Ακολουθούμε τον χάρτη του Ζντάνεβιτς αλλά όχι το κείμενό του, θεωρώντας ότι ο Κλαβίχο άφησε την κοιλάδα του Καλοπόταμου στην περιοχή Γκιουνέιτζε και διέσχισε τους λόφους προς τα δυτικά, για να κατέβει στη θάλασσα από την κοιλάδα του Μάκι. Τέσσερις ημέρες είναι λογική περίοδος για το ταξίδι από την Ισπίρ στο Εσκί Παζάρ. και συμφωνεί με την εκτίμηση των σαράντα ωρών που δόθηκε στον Χάμιλτον περισσότερο από τέσσερις αιώνες αργότερα.391 Υπάρχει, επιπλέον, η ανωμαλία, ότι λέει ότι κατέβηκε στη θάλασσα σε μέρος της ακτής έξι μέρες ταξιδιού ανατολικά της Τραπεζούντας. Αυτό θα τοποθετούσε την άφιξή του στην ακτή κάπου στην περιοχή της Χόπα, κάτι που είναι προφανώς αδύνατο, και προτιμούμε να ακολουθήσουμε τις άλλες ενδείξεις που δίνει. Δηλαδή ότι βρισκόταν λίγο ανατολικά της “Xurmenia” (Σούρμενε) και ότι έφτασε στην Τραπεζούντα στις 17 Σεπτεμβρίου 1405. Υπολογίζοντας προς τα πίσω, αυτό δείχνει ότι ο Κλαβίχο χρειάστηκε μια μέρα, ή ίσως λίγο περισσότερο, για το ταξίδι κατά μήκος της ακτής, και οι έξι ημέρες μπορεί να είναι παρανόηση για έξι ώρες πλεύσης, κάτι που θα έβγαζε καλύτερο νόημα. Ένα άλλο σημείο υπέρ της τοποθέτησης του παραθαλάσσιου προορισμού του Κλαβίχο στην περιοχή του Εσκί Παζάρ είναι ότι δεν κάνει καμία αναφορά στο Ρίζαιον.
Από το Ρίζαιον (Ρίζε) στη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) μέσω Συσπιρίτις (Φαράγγιον, Ισπίρ)
Η απόδειξη αυτής της διαδρομής βρίσκεται στη θέση των τριών πόλεων και στην ανάγκη για τρόπο επικοινωνίας μεταξύ τους. Το κύκλωμα των τειχών του Ριζαίου (Ρίζε) είναι μεγάλο και ο Προκόπιος προσδιορίζει τη σημασία της πόλης.392 Δεν υπάρχει τίποτε στην ενδοχώρα που να δικαιολογεί αυτή τη σημασία, αλλά μια διαδρομή προς το εσωτερικό θα το έκανε.
Ακολουθούμε τον Άντοντζ προσδιορίζοντας τη Συσπιρίτι του Στράβωνος (Ισπίρ) ως το μεταγενέστερο Φαράγγιον, περσική κτήση που ανέλαβαν οι Ρωμαίοι την εποχή του Ιουστινιανού.393 Τα προϊόντα των ορυχείων της έπρεπε να εξάγονται και το Ρίζαιον ήταν το φυσικό λιμάνι της.
Η Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) ήταν σημαντική προκεχωρημένη βυζαντινή στρατιωτική βάση που έλεγχε τις βόρειες διαδρομές πρόσβασης από την Περσία και τον Καύκασο προς τη Μικρά Ασία. Το πρόβλημα ανεφοδιασμού και επικοινωνιών σε όλο το μήκος της Μικράς Ασίας μέχρι την Κωνσταντινούπολη ήταν τρομερό, ενώ η διαδρομή προς το Ρίζαιον και από εκεί δια θαλάσσης ήταν πολύ μικρότερη. Μια απευθείας διαδρομή από το Ρίζαιον διέσχιζε τα βουνά από το Γκουντογντού, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης. Ακολουθούσε τις ανατολικές πλαγιές του ποταμού Σαλόρ. Δεν έχουμε εξερευνήσει αυτή τη διαδρομή, αλλά επιβεβαιώνεται από τα ονόματα των χανιών στον τουρκικό χάρτη. Ο Ρίκμερς την ανέβηκε.394 Ο δρόμος ενώνεται με άλλον που ανεβαίνει την κοιλάδα του Καλοπόταμου μέχρι τις κορυφογραμμές στα 3.000 μ. μεταξύ Σεϊτάν Νταγ και Τζιμίλ Νταγ. Μια διαδρομή προς την ενδοχώρα από το Μποζούκ Καλέ, πιο ανατολικά του Ριζαίου, θα ξεκινούσε επίσης από την ακτή στο Γκουντογντού.
Ωστόσο, φαίνεται πιθανό ότι η κύρια πρώην διαδρομή προς την Ισπίρ ακολουθούσε την πορεία του αμαξιτού δρόμου προς νότο, ανεβαίνοντας στους λόφους μέσω Καράντερε και κατεβαίνοντας στην κοιλάδα του Καλοπόταμου, κάτω από το Γκιουνέιτζε.395 Δεν υπάρχουν φυσικά εμπόδια σε μια τέτοια διαδρομή, η οποία διασχίζει λοφώδη χώρα, φτάνοντας σε υψόμετρο περίπου 700 μ. Από το Γκιουνέιτζε στο Ικίζντερε, όπου υπάρχει συμβολή με παραπόταμο, η κοιλάδα υψώνεται λίγο μόνο, αλλά από το Ικίζντερε η ανάβαση γίνεται μέσα από δασωμένα φαράγγια προς τους χιονισμένους βοσκοτόπους και το πέρασμα στο Ντάγμπασι Μπελ στα 2.800 μ. περίπου.
Η κάθοδος στη νότια πλευρά γίνεται μέσα από το γυμνό καφέ τοπίο της κοιλάδας του ποταμού Τσαπάνς μέχρι τη συμβολή του με τον Άκαμψι σε υψόμετρο περίπου 1.200 μ. και η Ισπίρ βρίσκεται περίπου 5 χιλιόμετρα κατάντη προς τα ανατολικά, όπου η κοιλάδα ανοίγει για μικρό διάστημα. Από τη διάβαση του ποταμού πάνω από την Ισπίρ είναι άλλη μεγάλη ανάβαση στις γυμνές πλαγιές μέχρι το πέρασμα στα 2.500 περίπου μ. μεταξύ Τζιλάκ και Σουλάκ Τεπελερί.
Νότια του περάσματος η γη ανοίγει σε κυματοειδή λοφώδη χώρα, που αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από βοσκότοπους στις κοιλάδες και γυμνές ή καλυμμένες με θάμνους πλαγιές λόφων. Σε μέσο υψόμετρο άνω των 2.000 μ. διαφέρει από άλλες περιοχές του υψιπέδου της Ανατολίας μόνο στο ότι ποτίζεται καλύτερα από τα πολλά ρέματα που είναι οι παραποτάμιες πηγές του Άκαμψι. Ο αμαξιτός δρόμος διασχίζει άλλο χαμηλό πέρασμα στα βόρεια του Οβατζίκ («μικρή πεδιάδα»), το οποίο παραδόξως υποτιμά τον εαυτό του σε αυτήν την περιοχή των εξρχόντων χαρακτηριστικών, γιατί σχηματίζει τον υδροκρίτη μεταξύ των ρεμάτων που χύνονται στον Άκαμψι και τη Μαύρη Θάλασσα, και εκείνων που ρέουν προς νότο, τα οποία τροφοδοτούν τον Ευφράτη, και τον Περσικό Κόλπο. Υπάρχουν πολλοί πιθανοί δρόμοι σε αυτή την υπερυψωμένη περιοχή μεταξύ Ισπίρ και Ερζερούμ, αλλά ο αμαξιτός δρόμος προχωρεί σχεδόν ευθεία. Όχι πολύ μακριά από αυτόν βρίσκονται έξι χωριά με ονόματα κάστρων, έτσι ώστε ο σύγχρονος δρόμος να σηματοδοτεί τη γενική γραμμή της προηγούμενης διαδρομής.396 Κατηφορίζει στην πεδιάδα του Ερζερούμ κατά μήκος του ποταμού Σέρτσεμε και ενώνεται με τον κεντρικό δρόμο από τη Μπαϊμπούρτ, ακριβώς δυτικά της Ιλίτζα.
Από Αθήναι (Παζάρ) στο στόμιο του ποταμού Πρύτανη (Φουρτούνα Ντερέ), προς Άρντεσεν, Μαρθούλα (Φιντικλί), Φαράγγιον (Ισπίρ) ή προς Παρχάλ
Διαδρομές προς την ενδοχώρα από τις εκβολές των ποταμών Αντιένος (Παζάρ) ή Πρύτανη (Φουρτούνα) υποδεικνύονται από κάστρα σε αυτά τα μέρη ή κατά μήκος των διαδρομών.
Από Αθήναι (Παζάρ) νότια προς Συσπιρίτι (Φαράγγιον, Ισπίρ). Λίγα χιλιόμετρα προς την ενδοχώρα από το Αθήναι (Παζάρ), το κάστρο του Κίσε ή Τζιχάρ δεσπόζει σε στροφή στην κοιλάδα του ποταμού Αντιένος (Παζάρ). Διαδρομές προς την ενδοχώρα από το Αθήναι ή από τον οικισμό Καλετζίκ προς τα δυτικά, ή από το Σάπο προς τα ανατολικά, θα αναπτύσσονταν προς νότο μέσα στην κοιλάδα του Αντιένος ή κατά μήκος των πλαγιών της, μέχρι τη συνάντηση των διαδρομών σε υψόμετρο 2.000 μ. στο Ασάγι Χεμσίν. Εδώ θα ενωνόταν με τη διαδρομή που ανεβαίνει την κοιλάδα του Πρύτανη. Ή ο περιηγητής μπορεί να διέσχιζε σε πολύ προγενέστερο στάδιο μπαίνοντας στην κοιλάδα του Πρύτανη, περνώντας ίσως από το Κίσε Καλέ.397
Από τις εκβολές του ποταμού Πρύτανη (Φουρτούνα) μέχρι το Φαράγγιον (Ισπίρ). 5 περίπου χλμ. από την ακτή ο ποταμός Πρύτανης (Φουρτούνα) χωρίζεται σε δύο μεγάλους κλάδους. Ο δυτικός κλάδος είναι ο Μπουγιούκ Ντερέ. Ένας αμαξιτός δρόμος, παλαιότερα μονοπάτι, διατρέχει τις δυτικές πλαγιές της κοιλάδας του ποταμού και κατεβαίνει στον ποταμό σε μια δεύτερη σημαντική συμβολή, εκεί όπου βρίσκεται τώρα το σύγχρονο διοικητικό κέντρο της περιοχής, το Τσαμλί Χεμσίν. Υπάρχει μια κομψή τοξοτή γέφυρα πάνω από τη συμβολή, που φέρνει τα μονοπάτια πάνω από τον ανατολικό ποταμό, που είναι γνωστός ως ποταμός Χάλα ή Κατσκάρ. Η διαδρομή προς την Ισπίρ συνεχίζει να ανεβαίνει τον ποταμό Μπουγιούκ και τον διασχίζει ξανά στο Μολαβεϊσί. Μέχρι αυτό το σημείο, σε υψόμετρο περίπου 500 μ., η διαδρομή είναι εύκολη, με καλά καλλιεργούμενες πλαγιές κοιλάδας, αλλά προς νότο η κοιλάδα γίνεται πολύ πιο απότομη και η διαδρομή ανηφορίζει μετά το Ζιλ Καλέ και μέχρι το Βαρός, το ψηλότερο από τα Ποντιακά κάστρα.398 Υπάρχει πια αμαξιτός δρόμος μέχρι το Μολαβεϊσί. Πέρα από το Μολαβεϊσί, η πλακόστρωτη διαδρομή προς Βαρός είναι τώρα σε πολύ ερειπωμένη κατάσταση. Ο Ρίκμερς κατέγραψε πλακόστρωτη διαδρομή μέχρι την κοιλάδα. Από το Βαρός το μονοπάτι ανεβαίνει προς νότο μέσα από χιονισμένους βοσκότοπους, για να συναντήσει το μονοπάτι από τη Ρίζε στο Ασάγι Χεμσίν και από εκεί διασχίζει το Τάτος Μπογάζι σε υψόμετρο 3.300 περίπου μέτρων κάτω από τις ανατολικές πλαγιές του όρους Βάρσαμπεκ, τώρα Βέρτσενιν, και κατεβαίνει στην κοιλάδα του ποταμού Σαλατσόρ. Αυτός χύνεται στον Άκαμψι ανατολικά της Ισπίρ. Η δύσκολη νότια κατάβαση περιγράφεται από τον Στράτιλ-Σάουερ.399
Από τις εκβολές του ποταμού Πρύτανη (Φουρτούνα) στο Παρχάλ και το Γιουσουφέλι, ή στο Χουνούτ, ή στο Ντορτκιλίσε. Η διαδρομή ανεβαίνοντας τον Πρύτανη μέχρι τη διακλάδωση στο Τσαμλί Χεμσίν είναι η ίδια με τη διαδρομή που περιγράφεται πιο πάνω. Εδώ μια διαδρομή, τώρα μεγάλος δρόμος, ανεβαίνει το απότομο ανατολικό φαράγγι του ποταμού Κατσκάρ μέχρι την Ιλίτζα, πρώην Χάλα, όπου υπάρχουν ιαματικές πηγές. Λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω είναι μια δεύτερη συμβολή. Η διαδρομή μέχρι τον δυτικό βραχίονα του ποταμού (Χάλα Ντερέ, στη συνέχεια Καβράν Ντερέ), οδηγεί στους καλοκαιρινούς βοσκοτόπους κάτω από το όρος Κατσκάρ, την υψηλότερη από τις κορυφές του Πόντου. Το τελευταίο κατοικούμενο μέρος είναι ο μεγάλος γιαγλάς του Καβρούν. Από εκεί, δύσκολο πέρασμα στα 3.400 μέτρα περίπου οδηγεί γύρω από τις νότιες πλαγιές του Κατσκάρ και κατεβαίνει την απότομη κοιλάδα του ποταμού Χόντιτσορ στη συμβολή του με τον Άκαμψι λίγο πιο κάτω από το Χουνούτ. Αναφέρεται κάστρο στο Χουνούτ, απ’ όπου υπάρχει εύκολη ανάβαση στο Βίτζερ (Καλεϊφισρίκ), στη διαδρομή του Κλαβίχο, και διασταύρωση με διαδρομές που ακολούθησαν οι Χάμιλτον και Ντεϊρόλ.400
Μια εναλλακτική διαδρομή από το Καβρούν Γιαγλά οδηγεί γύρω από τις βόρειες πλαγιές του Κατσκάρ και σε εξίσου δύσκολο πέρασμα στα 3.250 μέτρα περίπου, για να κατέβει σε ένα από τα ρέματα που τροφοδοτούν τον ποταμό Παρχάλ, που είναι ο μεγαλύτερος από τους βόρειους παραπόταμους του Άκαμψι. Από τον άνω ρου, μια διαδρομή διασχίζει δεύτερη κορυφογραμμή βουνού προς τα ανατολικά για να κατέβει στον ποταμό Ντορτκιλίσε, περνώντας από τη διάσημη μοναστηριακή του εκκλησία και τα παρεκκλήσια, για να ενωθεί με τον Άκαμψι στο χωριουδάκι Ντορτκιλίσε, κοντά στο οποίο υπάρχει κάστρο σε τόσο απότομο βράχο, που δεν μπορέσαμε να ανέβουμε σε αυτό.401
Η κύρια διαδρομή κατηφορίζει τη μακρά και σχετικά ήπια κοιλάδα του ποταμού Παρχάλ, με δάσος στις ανώτερες πλαγιές, που εναλλάσσεται με καθαρισμένες και καλλιεργούμενες εκτάσεις. Η γεωργιανή εκκλησία του 10ου αιώνα στο Παρχάλ (Άλτι Παρμάκ Κογιού) βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές της κοιλάδας, σε υψόμετρο 1.500 περίπου μέτρων. Κάστρα πιο κάτω από αυτήν την εύφορη κοιλάδα μπορεί να αποτελούν ενδείξεις της χρήσης της στη βυζαντινή περίοδο. Ένα μικρό μεσαιωνικό παρεκκλήσι σηματοδοτεί τη συμβολή με τον Άκαμψι στο Γιουσουφέλι. Εδώ η κοιλάδα του Άκαμψι (Τσορούχ) είναι πλατιά και φιλόξενη για τελευταία φορά πριν ο ποταμός χυθεί σε απόκρημνα φαράγγια, από τα οποία αναδύεται μόνο πάνω από το Αρτβίν. Ο ανατολικός βραχίονας του ποταμού πάνω από την Ιλίτζα είναι ο Κατσκάρ. Μια διαδρομή προς τα πάνω οδηγεί, περνώντας από το φτωχό Κατσκάρ Γιαγλά, στην Οροσειρά των Έξι Δακτύλων (Άλτι Παρμάκ Νταγλαρί). Ένα πέρασμα σε υψόμετρο πάνω από τα 3.000 μέτρα μεταξύ αυτών των κορυφών οδηγεί κάτω στον ποταμό Παρχάλ και μετά στο Γιουσουφέλι όπως περιγράφεται πιο πάνω.402
Από τη Μαρθούλα (Φιντικλί), ή από την Αρχαβί (Αρχάβε) μέχρι το Παρχάλ και το Γιουσουφέλι. Κανένας από τους δύο συγγραφείς δεν εξέτασε αυτές τις διαδρομές, αλλά ο τουρκικός χάρτης δείχνει μια πλακόστρωτη διαδρομή μέσα από τα βουνά από το Φιντικλί και ένα αναφερόμενο κάστρο κοντά στην πόλη μπορεί να υποδηλώνει βυζαντινό ή γεωργιανό οικισμό. Τα βουνά υποχωρούν λίγο από την ακτή γύρω από τα δέλτα των Φιντικλί και Αρχάβε, προσφέροντας πιο ευνοϊκές περιοχές για εγκατάσταση, αλλά υπάρχει λίγη πεδινή γη. Μια άμεση διαδρομή σημειώνεται στην ενδοχώρα από την Αρχαβί προς την κοιλάδα του ποταμού Παρχάλ και μπορεί να σημειωθεί ότι αυτές οι διαβάσεις παρέχουν τους πιο άμεσους τρόπους για να φτάσει κανείς στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας από τις καλά κατοικούμενες κοιλάδες των ποταμών Όλτου και Τορτούμ.403 Το Φιντικλί, το Αρχάβε, και η ενδοχώρα τους μέχρι τον υδροκρίτη, είναι τώρα η καρδιά της περιοχής των επιζώντων Λαζών.
Από τη Χόπα προς την ενδοχώρα, στον Άκαμψι (Τσορούχ) στη Μπόρτσκα.
Η διαμόρφωση της γης στη Χόπα την κάνει προφανή τόπο εγκατάστασης, αλλά δεν-έχουν βρεθεί στοιχεία κλασικής ή βυζαντινής κατάληψης. Μια διαδρομή μέσα από τα χαμηλά βουνά προς τα ανατολικά από τη Χόπα αποκόπτει ένα τμήμα του Άκαμψι που είναι επικίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα και υπό τον όρο ότι ο ποταμός μπορούσε να διασχιστεί στη Μπόρτσκα, αποτελούσε χρήσιμο τρόπο επικοινωνίας με τη γεωργιανή ενδοχώρα. Από τη Χόπα ο δρόμος ανηφορίζει εύκολα μέσα από καλλιεργημένες εκτάσεις και τμήματα δάσους μέχρι το πέρασμα Τζανκουρταράν στα 1.000 περίπου μέτρα. Η κατάβαση στη Μπόρτσκα είναι εύκολη και η κοιλάδα του ποταμού σε αυτό το σημείο είναι λιγότερο απόκρημνη απ’ όσο πάνω ή κάτω από την πόλη.404
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ
Ο Ανατολικός Πόντος συμβαδίζει με γεωργιανά και αρμενικά εδάφη. Οι διαχωριστικές γραμμές κυμαίνονται σε διαφορετικές περιόδους και είναι στην καλύτερη περίπτωση αβέβαιες.405
Διαδρομές από τη συμβολή (Ad confluentes) στο Τσομπάντεντε
Αυτές οι διαδρομές είναι η συνέχεια του δρόμου προς τα ανατολικά από την πεδιάδα της Θεοδοσιούπολης, μέσω της περιοχής που οι Βυζαντινοί γνώριζαν ως Φασιανή. Η διάβαση του Αράξη (Έραξ, Αράς) είναι κοντά στο σημείο όπου ο ποταμός στρίβει προς νότο. Μια διαδρομή, που πιθανότατα ακολούθησε ο Ρωμανός Δ’ στην πορεία του προς το Μαντζικέρτ (Μαλασγίρτ), οδηγούσε νοτιοανατολικά στο Χλεάτ (Αχλάτ) και στην περιοχή γύρω από τη λίμνη Θωσπίτις (Βαν).
Μια διαδρομή λίγο-πολύ προς τα ανατολικά περνούσε κάτω από τις πλαγιές του όρους Αραράτ. Οι σταθμοί κατά μήκος της παρατίθενται στους Πίνακες Πόιτινγκερ, καθώς και στους Μουσταφί και Πεγκολότι.406
Μια άλλη διαδρομή Πόιτινγκερ συνέχιζε βορειοανατολικά προς τα Αρταξάτα, και αναμφίβολα η διαδρομή του 10ου αιώνα που δίνεται στην αρμενική πηγή ακολουθούσε σε μεγάλο βαθμό την ίδια πορεία προς τη μετέπειτα πρωτεύουσα του Ντούμπιος/Ντβιν (Αρτάσαρα).407 Αυτές ήσαν διαδρομές εισβολής.
Ο κύριος μεγάλος δρόμος προς τον Καύκασο και μέσω αυτού στον βορρά
Η φυσική διαδρομή εκτείνεται από τη συμβολή (Ad confluentes, Τσομπάντεντε Κιοπρού), πιθανώς κατά μήκος της γραμμής του σύγχρονου σιδηροδρόμου μέσω του Ασάγι Πασινλέρ, του Χορασάν και διασχίζοντας τα βουνά Γιαγκμουρλού Νταγί μέχρι τη Σαρικαμίς και την πεδιάδα του Καρς. Από το Καρς υπάρχει δυνατότητα επιλογής διαδρομών προς την Τιφλίδα. Μια διαδρομή θα ακολουθούσε τη γραμμή του σιδηροδρόμου προς τα ανατολικά μέσω Λενινάκαν και πέρα από τα βουνά στο Καρακιλίσε και ύστερα βόρεια στην Τιφλίδα. Η δεύτερη θα πήγαινε βόρεια μέσω Αρνταχάν και θα ακολουθούσε τη γραμμή του ποταμού Κύρου (Κουρ), μέχρι το Αχαλτζίκε και ύστερα ανατολικά προς την Τιφλίδα. Από την Τιφλίδα προς βορρά υπάρχει μόνο μία, δύσκολη, διαδρομή μέσω του περάσματος Νταριάλ. Αυτές τις κεντρικές διαδρομές ανάβασης στην Καυκάσια χερσόνησο μέχρι την Τιφλίδα χρησιμοποίησαν διαδοχικά οι Πομπήιος, Κόρβουλων, Βεσπασιανός, Ηράκλειος408 και Βασίλειος Β’.409
Η διαδρομή από τη Μαύρη Θάλασσα στη Φάση (Πότι), μέσω ενδοχώρας προς την Τιφλίδα και η διαδρομή Πόιτινγκερ από τη Σεβαστούπολη προς τα Αρτάξατα
Εκδοχές της διαδρομής Πόιτινγκερ παρέχονται στον χάρτη του Κίπερτ, καθώς και από τους Μίλερ410 και Μαναντιάν.411 Οι διαδρομές προς Τιφλίδα, ή Αρταξάτα, ή Δούβιο (Ντβίν) πιθανότατα ακολουθούσαν το ίδιο ίχνος μέχρι την κοιλάδα του ποταμού Φάσι (Ριόνι). Η διάβαση του βουνού στα 2.200 μέτρα περίπου περιγράφεται καλά από τον Λιντς.412 Στη συνέχεια, οι δρόμοι χωρίζονταν στο Αχαλτζίκε, με τη διαδρομή Πόιτινγκερ να συνεχίζει προς τα νοτιοανατολικά, ενώ η διαδρομή προς Τιφλίδα ακολουθούσε την κοιλάδα του ποταμού Κύρου (Κούρ τσάι). Αυτή η διαδρομή προς την ενδοχώρα από την ακτή είναι σημαντική, καθώς αντιπροσωπεύει τον μόνο σχετικά εύκολο τρόπο διάσχισης της παράκτιας οροσειράς και εισόδου στις εύφορες λεκάνες των ορεινών περιοχών, που εναλλάσσονται με ορεινά εμπόδια για να σχηματίσουν τον Καυκάσιο Ισθμό. Υπάρχει μια διαδρομή από Βαθύ (Βατούμ) μέσω Αρδανουτζίου (Αρντανούτς), αλλά φαίνεται πιο πιθανό ότι οι περιηγητές και από τον Βαθύ στα νότια και από τη Διοσκουριάδα στα βόρεια έρχονταν κατά μήκος της ακτής μέχρι τις εκβολές του Φάσι για να ταξιδέψουν στην ενδοχώρα.
Διαδρομές από Αρδανούτζιον (Αρντανούτς) προς Μαύρη Θάλασσα
Δεν υπάρχει φυσικό μέσο άμεσης επικοινωνίας μεταξύ Αρδανουτζίου (Αρντανούτς) και Μαύρης Θάλασσας, παρά μόνο μέσω ποταμού.413 Υπήρχε όμως μια σχετικά άμεση διαδρομή (πιο πάνω, σελ. 57), με την προϋπόθεση ότι ήταν δυνατή η διάσχιση του Άκαμψι. Μια εναλλακτική χερσαία διαδρομή προς τη θάλασσα στον Βαθύ ήταν μάλλον μακρύτερη. Προχωρούσε κατεβαίνοντας από το Αρδανούτζιον για λίγα χιλιόμετρα μέχρι τη συμβολή με τον ποταμό Ιμερέβι (Μπέρτα Σουγιού) και ύστερα ανέβαινε εκείνο το ποτάμι, περνώντας από την ομώνυμη πόλη (τώρα Χεϊνταντζίκ) μέχρι τις πηγές του ποταμού. Το πέρασμα πάνω από το Καραντάγ στα 2.300 μ. περίπου σηματοδοτεί τα τωρινά ρωσο-τουρκικά σύνορα. Από εκεί, μια διαδρομή οδηγεί κατεβαίνοντας την κοιλάδα του ποταμού Ακαριστάν στη συμβολή του με τον Άκαμψι κοντά στο σημείο όπου αυτός διευρύνεται από τα φαράγγια του στην επίπεδη χώρα του δέλτα. Από εκείνο το σημείο, είναι εύκολη διαδρομή μέχρι το Βατούμ.
Μια πιο δύσκολη διαδρομή προς τη θάλασσα είναι η κατάβαση στην κοιλάδα του Άκαμψι και η διάσχισή της με βάρκα σε ένα από τα φαρδύτερα σημεία του ποταμού στη στροφή μεταξύ Αρτβίν και Σίρυα. Από εκεί η διαδρομή οδηγεί προς νότο πάνω από τα βουνά στα δυτικά του Άκαμψι, κατεβαίνοντας τον ποταμό Παρχάλ. Η διαδρομή είναι απίθανο να χρησιμοποιούνταν πολύ ως μέσο πρόσβασης στη θάλασσα, αλλά μπορούσε να χρησιμεύσει ως μέσο επικοινωνίας μεταξύ του Αρδανουτζίου και της σημαντικής κοιλάδας Παρχάλ.
Από το Αρδανούτζιον (Αρντανούτς) στο Αρνταχάν και την Τιφλίδα ή στο Καρς και την Ανί
Το Αρδανούτζιον (Αρντανούτς) βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 700 μ. Από τις εύφορες κοιλάδες γύρω από την πρωτεύουσα είναι μακρά αλλά εύκολη ανάβαση προς τα ανατολικά, στα αφιλόξενα οροπέδια του Αρνταχάν και του Καρς.414 Ο αμαξιτός δρόμος ελίσσεται γύρω από τους λόφους για να βρει εύκολη κλίση και να εξυπηρετήσει σειρά από χωριά, αλλά είναι πιθανό ότι η μεσαιωνική διαδρομή ακολουθούσε την πιο άμεση διαδρομή ανεβαίνοντας τον ποταμό Μπουλανίκ και περνούσε κοντά από το μοναστήρι του Ραμπάτ. Το πέρασμα πάνω από τα βουνά Γιαλνίζ Τσαμ Σιλσιλέσι στα 2.500 μέτρα περίπου φυλασσόταν από το ερειπωμένο πια κάστρο του Ουρούμντερε και ο περιηγητής στη συνέχεια κατεβαίνει εύκολα στη μεγάλη πεδιάδα που σχηματίζεται από τον άνω ρου του ποταμού Κύρου (Κουρ), σε μέσο υψόμετρο περίπου 2.000 μ. Από εδώ μια διαδρομή εκτείνεται προς βορρά μαζί με τον ποταμό μέχρι το Αχαλτζίκε και από εκεί προς την Τιφλίδα, ενώ μια άλλη διαδρομή εκτείνεται νοτιοανατολικά μέσω Αρνταχάν και Καρς προς την Ανί, παραμένοντας πάντοτε στην εύκολη περιοχή του ψηλού οροπεδίου. Στην περιοχή του Καρς θα διέσχιζε τη διαδρομή Πόιτινγκερ που ανέβαινε από την πεδιάδα του Ερζερούμ.
Από το Αρδανούτζιον (Αρντανούτς) προς νότο, στο Άνω Ταό και τις κοιλάδες του Άνω Αράξη (Έραξ, Αράς) ή του Κύρου (Κουρ)
Από το Αρδανούτζιον (Αρντανούτς) στο Όλτου. Τα βουνά στα νότια του Αρδανουτζίου (Αρντανούτς) είναι ψηλά και δεν υπάρχουν εύκολα μονοπάτια μέσα από αυτά για το Άνω Ταό. Μια μεσαιωνική διαδρομή πιθανότατα ακολουθούσε τις δυτικές πλαγιές της κοιλάδας του ποταμού Ούτσου ανεβαίνοντας σε καλοκαιρινό δρόμο κορυφογραμμής. Αυτός παραμένει σε ισοϋψή των 2.000 περίπου μέτρων προς νότο, μέχρι το σημείο όπου θα κατέβαινε νοτιοανατολικά στην κοιλάδα στην οποία βρίσκεται το μοναστήρι και το φρούριο του Νιγιακόμ. Από το Νιγιακόμ μια διαδρομή οδηγεί δυτικά περνώντας από τις εκκλησίες του Ταός Κάρι (Ταβουσκέρ) προς την επισκοπική εκκλησία στο Ισχάν ή νότια από το Ταός Κάρι κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Τσαλαγκούτ Σουγιού μέχρι τη συμβολή του με τον ποταμό Γλαύκο (Όλτου). Από εδώ, διαδρομές οδηγούν είτε νότια μέσα από τα βουνά στην πόλη Όλτου, είτε ανατολικά και μετά νότια στην ίδια πόλη, ανεβαίνοντας την κοιλάδα του Γλαύκου.
Μια δεύτερη διαδρομή πιθανότατα ανέβαινε τον ποταμό Μπουλανίκ και διέσχιζε το πέρασμα μεταξύ των βουνών Τσαπαγιούρ και Χοροσάν σε υψόμετρο περίπου 2.700 μ. Μονοπάτια από το πέρασμα ακολουθούν την κοιλάδα του ποταμού Παναζκέρτ κατεβαίνοντας στο σημαντικό φρούριο και πρώην πόλη Πανασκέρτ (Παναζκέρτ). Αυτό βρίσκεται σε εύφορη χώρα, λίγο πάνω από τα 1.500 μέτρα, με ευημερούντα χωριά γύρω της. Μονοπάτια κατεβαίνουν νοτιοδυτικά προς τη συμβολή με τον ποταμό Γλαύκο, που φρουρείται από κάστρο, και από εκεί ανεβαίνουν περνώντας από άλλα κάστρα και από το οχυρωμένο μοναστήρι του Περνάκ φτάνοντας στην πόλη Όλτου. Ή ίσως διέσχιζε σειρά από λόφους στα νότια του Πανασκέρτ στα 2.300 μέτρα περίπου και κατέβαινε στην κοιλάδα του Κομούρ τσάι. Αυτή η κοιλάδα περιέχει σημαντικές εκκλησίες, μεταξύ των οποίων τη στρογγυλή εκκλησία του Μπάνα (Πένεκ) και το φρούριο του Καμίς, το οποίο προσδιορίζουμε ως το Καλμάχι που αναφέρεται συχνά στα γεωργιανά χρονικά.415 Ο ποταμός Κομούρ ρέει μέσα από το Πένεκ, από εκεί κατεβαίνει μεγάλη κοιλάδα για να ενωθεί με τον ποταμό Γλαύκο κάτω από την πόλη Όλτου. Μια διαδρομή οδηγεί επίσης από την κοιλάδα του Καλμάχι (Καχμίς) και από το Πανασκέρτ πάνω μέσω Ντορτκιλίσε και Τούρκεσεν στο Αρνταχάν.
Αυτές οι κοιλάδες βρίσκονται κατά μέσο όρο σε υψόμετρο περίπου 1.500 μέτρων και είναι φαρδιές, αλλά τις πλαισιώνουν δυστυχώς διαβρωμένοι λόφοι. Αυτή ήταν η καρδιά του άνω Τάο. Ο αριθμός των εκκλησιών και των κάστρων που βρίσκονται σε αυτήν αποτελεί απόδειξη ότι κάποτε ήταν εύφορη και πλούσια περιοχή. Η πόλη Όλτου και το φρούριό της ήταν το κέντρο από το οποίο ο Βασίλειος Β’ διεύθυνε την αναδιοργάνωσή του στο Ταό, καθώς βρίσκεται σε σταυροδρόμι.416
Από την πόλη του Όλτου, ανατολικά και δυτικά. Από τα δυτικά έρχεται η συνέχεια της διαδρομής Λύκος (Κελκίτ) – Μπαϊμπούρτ – Ισπίρ.417 Θα μπορούσε να είχε εισέλθει στην κοιλάδα Τορτούμ από ένα από τα πολλά ρέματα παραπoτάμων. Η βόρεια διαδρομή κατέβαινε τον ποταμό Γιουντούκ ή Βιχίκ, περνώντας από το μοναστήρι του Χάχο. Μια κεντρική διαδρομή περνούσε από τα ψηλά περάσματα και κατέβαινε τον ποταμό Γκιόκντερε, περνώντας από την Κίσα,418 ή κατέβαινε τον ποταμό Τσορμάν, περνώντας από το μοναστήρι Εκέκι (Εκίκ) και την Κίσα. Μια νότια διαδρομή κατηφόριζε την κοιλάδα του μη κατονομαζόμενου ποταμού, στο κάτω μέρος της οποίας δεσπόζει το κάστρο Τορτούμ. Από την κοιλάδα Τορτούμ, δύο διαδρομές συνέχιζαν ανατολικά προς το Όλτου. Ο σύγχρονος αμαξιτός δρόμος είναι η βόρεια διαδρομή, που αφήνει την κοιλάδα απέναντι από την κοιλάδα του κάστρου Τορτούμ και ανεβαίνει γυμνές χαράδρες μέχρι το πέρασμα στα 2.500 μ. περίπου, στη δυτική πλαγιά του Κιζίλ Νταγ. Από την κορυφή του περάσματος, που είναι χώρα βοσκοτόπων χιονιού, είναι ήπια κατάβαση μέσα από διαβρωμένο και άδενδρο τοπίο προς την πόλη Όλτου. Αν χρησιμοποιούνταν οι κοιλάδες Χάχο ή Κίσα, πιο άμεσες διαδρομές πιθανότατα οδηγούσαν στο πέρασμα Κιζίλ Νταγ. Η νότια διαδρομή ίσως διέσχιζε τους λόφους δυτικά του κάστρου Τορτούμ στο Οσκιόι και το άφηνε κοντά στο κάστρο Καλέντιμπι, για να διασχίσει το πέρασμα βόρεια του Ζιγιαρέτ Τεπέ στα 2.500 περίπου μέτρα. Αυτή είναι η διαδρομή που χρησιμοποίησε ο Χάμιλτον, ο οποίος αναφέρει τα Ιντ (Ναρμάν) και Λιεσγκάφ (Λισκάβ), και η οποία τώρα είναι ο αμαξιτός δρόμος από την κοιλάδα Τορτούμ προς το Μαμροβάνι (Ναρμάν).419 Το Μαμροβάνι βρίσκεται σε φαρδιά κοιλάδα σε υψόμετρο 1.700 μ. περίπου. Είναι εύκολος δρόμος μέχρι το Ναρμάν Πιτκίρ. Εδώ η διαδρομή αφήνει την κοιλάδα για να αποφύγει τα φαράγγια και μια μεγάλη στροφή του ποταμού και διασχίζει χαμηλούς λόφους για να ενωθεί ξανά με αυτόν, μέχρι τη συμβολή των ποταμών νοτιοδυτικά του Όλτου.
Η διαδρομή συνεχίζει ανατολικά της πόλης του Όλτου μέχρι το ψηλό οροπέδιο του Καρς και του Αρνταχάν.420 Η διαδρομή είναι εύκολη στη φαρδιά και εύφορη κοιλάδα του ποταμού Γλαύκου (Όλτου), μέχρι τη συμβολή στο Ντολγά Κογιού. Συνεχίζει απαλά ανεβαίνοντας την χωρίς όνομα ανατολική πηγή του ίδιου ποταμού μέχρι το Μπάνα (Πένεκ). Μια διαδρομή για το Καρς προχωρεί από εδώ ανεβαίνοντας προς νότο τον ποταμό Μπαρντίζ Τσάι μέχρι την πόλη με αυτό το όνομα, και από εκεί ανατολικά πάνω από το πέρασμα μεταξύ των βουνών Ζιγιαρέτ και Ορτοντορούκ προς το οροπέδιο και την πόλη του Καρς. Αυτή ήταν η διαδρομή που ταξίδεψε προς τα δυτικά ο Χάμιλτον από το Καρς στο Μπαρντίζ. Αλλά από εκεί κατέβηκε τον ποταμό Μπαρντίζ Τσάι για τέσσερις ώρες, και πέρασε από τα βουνά στο Ναρμάν Πιτκίρ μέσω Τάμπρανεκ (Τέπερεκ ;).
Ανατολικά του Πένεκ ο Γλαύκος μπαίνει σε μικρού μήκους φαράγγι, αλλά φαίνεται πιθανό ότι οποιαδήποτε μεσαιωνική διαδρομή παρέμενε στην κοιλάδα του ποταμού, η οποία γενικά δεν είναι πολύ απότομη. Ο υδροκρίτης στα 2.400 μ. περίπου χωρίζει τις κεφαλές του Γλαύκου (Όλτου), που εκβάλλει στη Μαύρη Θάλασσα, από τις πηγές του Κύρου (Κουρ), που εκβάλλει στην Κασπία. Πέρα από τον υδροκρίτη είναι εύκολη διαδρομή κατάβασης από μικρή κοιλάδα στο οροπέδιο στο Γκιόκ, και πολλά μονοπάτια διασχίζουν τους λόφους για να φτάσουν στη διαδρομή που κατευθύνεται προς νότο και βορρά μέσω Καρς και Αρνταχάν. Αν το “Aunique” του Κλαβίχο είναι η Ανί και όχι το Αβνίκ, τότε θα ταξίδεψε στην Ισπίρ μέσω μιας από αυτές τις διαδρομές, μέσω Καρς, Γκιόλε και Όλτου ή μέσω Μπαρντίζ και Μαμροβάνι (Ναρμάν).421 Από μια από αυτές τις ίδιες διαδρομές, ή από Πανασκέρτ (Παναζκέρτ) και Καλμάχι (Καχμίς), ήρθε στο Όλτου και ο Βασίλειος Β’.
Από το Όλτου προς νότο. Μια απευθείας διαδρομή προς νότο μέσα από την κοιλάδα του Αράξη (Έραξ, Αράς) στο Χασάνκαλε ή από τη συμβολή (Ad Confluentes) στο Τσομπάντεντε, ανέβαινε τον ποταμό Ιντ μέχρι τη συμβολή του με τον Έγρεκ. Εδώ μια διαδρομή έστριβε δυτικά για να περάσει στην κοιλάδα του Τορτούμ, ενώ ο νότιος δρόμος ανέβαινε τον ποταμό Έγρεκ και διέσχιζε τις ανατολικές πλαγιές των βουνών Κιοσέ Νταγ για να κατέβει στο Χασάνκαλε. Εδώ ο περιηγητής βρισκόταν στην κύρια διαδρομή προς τα δυτικά, προς την Ανατολία μέσω Θεοδοσιούπολης (Ερζερούμ). Μπορούσε να πάει ανατολικά στην Ταμπρίζ, βορειοανατολικά στον Καύκασο ή νοτιοανατολικά στη λίμνη Βαν.
Από Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) βόρεια προς Ταό
Μια τέτοια διαδρομή θα ακολουθούσε σχεδόν σίγουρα τη γραμμή του σύγχρονου μεγάλο δρόμου κατά μήκος της πεδιάδας στα βόρεια της πόλης και μέχρι τις πηγές του Ευφράτη (Καρασού), μέχρι τον υδροκρίτη στον «Γεωργιανό λαιμό» (Γκούρτζου Μπογάζι).422 Αυτός χωρίζει τα νερά που χύνονται στη Μαύρη Θάλασσα από εκείνα της Ερυθράς Θάλασσας. Βόρεια του υδροκρίτη, μια απευθείας διαδρομή κατεβαίνει περνώντας από το κάστρο Τορτούμ και από εκεί κατεβαίνει την κοιλάδα του ποταμού Τορτούμ μέχρι το κάστρο Ουνγκουζέκ. Μέχρι εδώ η κοιλάδα προσφέρει φυσικό τρόπο επικοινωνίας. Αλλά από το Ουνγκουζέκ προς τα βόρεια, η μεγάλη κατολίσθηση που σχημάτισε τη λίμνη Τορτούμ στη μετα-μεσαιωνική περίοδο έχει κρύψει την αρχική φύση της κοιλάδας. Βόρεια της λίμνης ο ποταμός κατεβαίνει απότομα, ως επί το πλείστον μέσα σε φαράγγια. Αυτά διευρύνονται μόνο στη συμβολή με τον ποταμό Γλαύκο (Όλτου), όπου υπάρχει φυσική διάβαση και διαδρομή από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά, η οποία περνά δίπλα από τον καθεδρικό ναό του Ισχάν. Φαίνεται λοιπόν πιθανό ότι μια διαδρομή από το Ερζερούμ προς βορρά άφηνε την κοιλάδα του Τορτούμ κάτω από το Ουνγκουζέκ και συνέχιζε βορειοανατολικά περνώντας από το μοναστήρι Ότσκι (Οσκ Βανκ) και διασχίζοντας τα βουνά Χαρκεβέρ Νταγ προς Έρσις, που είναι πιθανός υποψήφιος για την περιοχή της Ασισπέρι.423 Από εδώ διαδρομές κατευθύνονται βόρεια προς τη Μαύρη Θάλασσα, διασχίζοντας τον Άκαμψι και περνώντας το Ντορτκιλίσε, μέχρι τον ποταμό Παρχάλ,424 ή βορειοανατολικά πίσω στην κοιλάδα Τορτούμ, και μέσω Ισχάν και Ταός Κάρι (Ταβουσκέρ), στο Αρδανούτζιον (Αρντανούτς).
Μια δεύτερη διαδρομή από τον «Γεωργιανό λαιμό» εκτείνεται προς βορρά, παραμένοντας ψηλά στις ανατολικές πλαγιές της κοιλάδας Τορτούμ, προς το Χινζορίκ, το οποίο πρέπει να σημειωθεί ως άλλη πιθανή τοποθεσία για το Κέτζεον.425 Από εδώ ήταν δυνατή η κατάβαση είτε στην κοιλάδα του Τορτούμ είτε στις διαδρομές της κοιλάδας του Γλαύκου.426
<-Κεφάλαιο 1: Η τοπογραφία τού Πόντου | Παράρτημα για τις διαδρομές που πήρε ο Μωάμεθ Β’ το 1461-> |