21. Ενότητα 18. Πλάτανα και βάνδον Τρικωμίας

<-Ενότητα 17: Από τον Φιλαβωνίτη στην Τρικωμία Ενότητα 19: Η επαρχία Χεριάνων και το πρόβλημα με τα Αράβρακα->

Ενότητα 18: Πλάτανα και βάνδον Τρικωμίας

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ

Αν και άλλοι κλασικοί γεωγράφοι είναι λιγότερο ακριβείς, το αγκυροβόλιο Ἑρμώνασσα (Ἑρμύση) του Αρριανού φαίνεται ότι αντιστοιχεί στο σύγχρονο Ακτσααμπάτ (πρώην Πολάτχανε). Η πρώτη ένδειξη της μεσαιωνικής ονομασίας του τόπου μπορεί να προέρχεται από το Πλατάνιον του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, τον σταθμό των 500 Αρμενίων στρατιωτών που συμμετείχαν στην κρητική εκστρατεία του 911, γιατί αναφέρεται στους πορτολάνους από τις αρχές του 14ου αιώνα ως Platena, Platana, τό Πλατάνιον, Πλατάνα, Πλατανέα, και Πλατάνη. Ο Ανδρέας Λιβαδηνός δίνει στο λιμάνι ελλιπή ἔκθεσι.1

Τα Πλάτανα δεν είναι παρά ρηχή ακτή 14 χλμ. δυτικά της Τραπεζούντας, αλλά τόσο καλά προστατευμένη από τα βορειοδυτικά, που χρησιμοποιούνταν τακτικά, μέχρι πρόσφατα, ως εναλλακτικό λιμάνι της Δαφνούντος (Τραπεζούντα) σε κακοκαιρία. Από τις 10 μέχρι τις 11 Απριλίου 1404 το πλοίο του Κλαβίχο έπρεπε να καταφύγει εκεί λόγω των ισχυρών ανέμων και της θαλασσοταραχής, ενώ πάλι στις 17 Σεπτεμβρίου 1405 γενουάτικο πλοίο που μετέφερε φορτίο με φουντούκια από την Τραπεζούντα αναγκάστηκε να μπει εκεί λόγω αντίθετων ανέμων.2 Το πλοίο που πήρε ο Αθανάσιος Νικήτιν από την Τραπεζούντα για τον Καφφά (στο μεγάλο ταξίδι του από το Χαϊντεραμπάντ στο Σμολένσκ) τον Οκτώβριο του 1472 αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω και να καταφύγει στον κόλπο των Πλατάνων για δεκαπέντε ημέρες.3

Τα Πλάτανα είχαν τουλάχιστον τρεις εκκλησίες, από τις οποίες τουλάχιστον οι δύο ήσαν μεσαιωνικές, και είναι ο τόπος του «Θησαυρού των Πλατάνων» των 274 άσπρων που θάφτηκαν το 1285-97,4 αλλά δεν ήταν σημαντική πόλη στον Μεσαίωνα. Στο χρυσόβουλλο του 1432 δεν εμφανίζεται πια παρά ένα χωρίον του βάνδου της Τρικωμίας,5 και η Τρικωμία είναι το μοναδικό μεταξύ των παραλιακών βάνδων που δεν πήρε το όνομά της από μικρή πρωτεύουσα πάνω στη θάλασσα. Η λέξη Τρικωμία υποδεικνύει τρεις τόπους, από τους οποίους ένας θα μπορούσαν να είναι τα Πλάτανα.

Το βάνδον της Τρικωμίας εκτεινόταν δυτικά, κυκλώνοντας σχεδόν την ίδια την Τραπεζούντα, και νότια από τα Πλάτανα κατά μήκος του Καλένιμα Ντερέ. Η κοιλάδα έχει μήκος 25 περίπου χιλιόμετρα και υψώνεται περίπου στα 1.250 μέτρα μέχρι τη γραμμή των οικισμών που σηματοδοτεί το τέλος της. Ήταν το πιο δυτικό γνωστό βάνδον και η κοιλάδα ήταν, κατά τον Μεσαίωνα, το πιο δυτικό μέρος της αυτοκρατορίας όπου η εγκατάσταση Ελλήνων διείσδυε στην ενδοχώρα.

Ο Καλένιμα Ντερέ είναι καλά προστατευμένος από επιθέσεις Τουρκμένων, αν και οι περιοχές στα αμέσως νότια και δυτικά βρίσκονταν σε χέρια Τουρκμένων από τον 14ο αιώνα. Σε αντίθεση με τον Φιλαβωνίτη και τον Πυξίτη, δεν είναι προσβάσιμος σε εισβολείς από τον νότο, παρά μόνο μέσα από ψηλά, τραχιά μονοπάτια, που φτάνουν από τις κοιλάδες του Φολ και του Μαλακά. Οι φυσικές οχυρώσεις, η απομόνωση και η συγκριτική ευημερία του βάνδου το καθιστούσαν σημαντικό και προφανές οικονομικό προπύργιο των «αυλικών» ευγενών της Τραπεζούντας. Σε αντίθεση με τους Χαλδίους πολέμαρχους, δεν είχαν μεγάλα οικογενειακά ράντζα και κάστρα στον λιγότερο ποτιζόμενο νότο. Υπάρχουν μάλιστα λίγες άλλες περιοχές όπου θα μπορούσαν να υπάρχουν ασφαλή και πολυπληθή αγροκτήματα. Στα δυτικά η Τρικωμία προστατεύεται από τον γκρεμό Καρά Νταγ, που εκτείνεται για σχεδόν 15 χλμ. και στεφανώνεται από υπέροχους καλοκαιρινούς βοσκοτόπους. Τα γονίκεια της Τρικωμίας, ακόμη και στα Πλάτανα, συνήθως περιλάμβαναν δικαιώματα βοσκής, ενώ είναι πιθανό ότι το κύριο Καρά Νταγ ήταν ο βοσκότοπος που ονομαζόταν Σαχμελίας.6 Σε ύψωμα στα 1.540 μ., στο βόρειο άκρο του Καρά Νταγ, υπάρχει φρούριο που ονομάζεται Μετίν Καλέ (Χιντίρ Νεμπί, Μετίνκαγια, τώρα Σέρτκαγια). Το 1434 αυτό το κάστρο φαίνεται να το κρατούσε καστροφύλαξ που ονομαζόταν Καπετιανός, που είχε τη βάση του στο χωρίον τοῦΣαλάριδος7 (Σαλάρι, Κιρανσαλάγερα, τώρα Σαρίτας). Το χωρίον βρίσκεται κάτω από τον γκρεμό, μεταξύ του Μετίν Καλέ και του Καλένιμα Ντερέ, και είναι ο κανονικό τρόπος πρόσβασης στο κάστρο. Το 1440 η Μαρία και ο Ιωάννης Τζακαρόπουλος έδωσαν στη μονή Βαζελώνος το μη κατονομαζόμενο γονίκειόν τους στο Σαλάρι της Τρικωμίας.8 Προφανώς ήταν η μοναδική ιδιοκτησία στην Τρικωμία ενός μοναστηριού της Ματζούκας. Σε προεξοχή στα ανατολικά του ποταμού, και στα νοτιοανατολικά του Σαλάρι, βρίσκεται ένα λιγότερο εντυπωσιακό κάστρο, που σήμερα ονομάζεται Σίβρι Καλέ, στη θέση Μιμερά (τώρα Ερικλί), μεταξύ Σαμάρα και Ορταχισάρ. Αυτό αντιστοιχεί με το χωρίον της Μιμερᾶς στο χρυσόβουλλο του 1432 και συνδεόταν κάποτε με τον αμυρτζαντάριο Θεόδωρο Σαμψών.9 Μια μεσαιωνική εκκλησία βρισκόταν στα Βισερά, πιο κοντά στο πάνω μέρος της κοιλάδας, στην ανατολική πλευρά του ποταμού. Στη δυτική πλευρά, απέναντί της, βρίσκεται η Μουτζουρά (τώρα Μουτζουρά),10 ενώ η συνοδευτική στάσις ή χωρίον Χοροβή11 ταυτίζεται με το σύγχρονο Χοροβί, το οποίο, όπως θα φανεί, είναι ίσως η σημαντικότερη διαδοχική χρονικά αναγνώριση, για την εκ μέρους μας τοποθέτηση του μέχρι τώρα χωρίς τοποθέτηση βάνδου της Τρικωμίας στην κοιλάδα του Καλένιμα Ντερέ.

Άλλα χωρία και μικρότερα μέρη που μπορούν να εντοπιστούν στο χρυσόβουλλο του 1432 ως τμήμα της Τρικωμίας βρίσκονται στα ανατολικά στις κοιλάδες Σέρα και Χατζή Μπεσίρ Ντερέ, γιατί το βάνδον συναντούσε τα σύνορα εκείνων της Τραπεζούντας και της Ματζούκας κοντά στις παρυφές της πρωτεύουσας και βόρεια του Μαλακά Ντερέ. Το χωρίον Ἴλανα12 μπορεί να ταυτιστεί με το Ίλανοζ η Ίλανα, και η κοντινή του στάσις Ἀγρίδι13 με το Αγρίτ (τώρα Αγιλί). Προς βορρά ἡ Ὄξις14 είναι προφανώς το Όκσου (τώρα Γκουρμπουλάκ), ενώ μόλις πέντε χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από τα τείχη της Τραπεζούντας βρισκόταν το χωρίον Κιθάραινα και η στάσις τοῦ Σεληνοῦ.15 Η Κιθάραινα σημειώνεται στους χάρτες των δύο Κίπερτ και αντιστοιχεί στη σύγχρονη Κισάρνα. Την κατείχε κάποτε ο μεγάλος δούκας Ιωάννης ο Ευνούχος (πεθ. 1343), ο οποίος προίκισε τις μονές Θεοσκεπάστου και Φάρου. Επιβεβαιώθηκε ως μέρος της προικοδότησης του Φάρου, αλλά τον Οκτώβριο του 1460 ανατέθηκε και στα δύο μοναστήρια, σε αυτό που ήταν ίσως το τελευταίο χρυσόβουλλο που εκδόθηκε από Μεγάλο Κομνηνό.16 Τόσο κοντά στην Τραπεζούντα είναι όμως η Κιθάραινα, που την έχουμε συμπεριλάβει σε εκείνη την ενότητα.17

Στη νοτιοανατολική γωνία του βάνδου βρισκόταν ἡ Μαγέρη,18 σχεδόν σίγουρα το σύγχρονο Μαγέρ, στο οποίο το 1432 φαίνεται να εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τα Λιμνία,19 τα οποία είχαν περάσει στους Τουρκμένους μισόν αιώνα νωρίτερα.

Στον μοναδικό του κατάλογο με τα βάνδα της αυτοκρατορίας, ο Πανάρετος αναφέρει ότι η Τρικωμία καταστράφηκε από τη βουβωνική πανώλη το 1382.20 Μπορεί κανείς να εικάσει ότι ο ίδιος ίσως έχει και το μεσαιωνικό όνομα του ίδιου του Καλένιμα Ντερέ ως ποταμού τοῦ ἁγίου Γρηγορίου.21 Στις 26 Οκτωβρίου 1363 ο Αλέξιος Γ’ είχε στρατοπεδεύσει στον ποταμό Άγιο Γρηγόριο, κοντά στο Καταβατόν,22 όταν ο μέγας λογοθέτης Γεώργιος Σχολάρης και άλλοι του επιτέθηκαν, κυνηγώντας τον Αλέξιο από εκεί μέχρι την ακρόπολή του. Το Καταβατόν δεν μπορεί να αναγνωριστεί. Για τον ποταμό Αγίου Γρηγόριου πρέπει να αναζητήσει κανείς ένα ρέμα, το όνομα του οποίου είναι κατά τα άλλα άγνωστο στον Μεσαίωνα, πολύ κοντά στην Τραπεζούντα και, ίσως, με το οποίο είχαν σχέσεις τόσο ο Αλέξιος Γ’ όσο και ο μέγας λογοθέτης του. Μάλιστα και οι δύο είχαν κτήματα στον Καλένιμα Ντερέ και, σε μεγάλο βαθμό, λόγω έλλειψης πιο κατάλληλης ταύτισης, προτείνουμε διστακτικά ότι αντιπροσωπεύει τον Άγιο Γρηγόριο.

Τα περισσότερα σύγχρονα τοπωνύμια του βάνδου είναι ξεκάθαρα ελληνικής προέλευσης, σε εντυπωσιακή αντίθεση με εκείνα που βρίσκονται δυτικότερα πέρα από την ακτή. Στα δυτικά των Πλατάνων βρίσκονται το Φραγκουλάντων (Φρανγκουλάντα, Εσκί Φρανγκούλι), η Μυρσίν (Μερσίν) και η Καλιγέρα (Καλάρα, Καλλιέρα, Καλέγρα, Καλυέρα, τώρα Μεσελί), υποδηλώνοντας τοπικό μοναστήρι. Στην κοιλάδα προς νότο βρίσκονται η Λεύκα (τώρα Τσιναρλίκ), η Λαχανά, η Ποταμιά, η Βαζουλδιμένα (τώρα Γεσίλτεπε), η Μποτανόζ (τώρα Μποζντογάν), η Ιψίλ (τώρα Ορτααλάν), 23 η Πολίτα (τώρα Παζαρτζίκ), η Κορυάνα (τώρα Ατζισού), Ίστερα, Ιχτέμενα, Γκουλάλιος (τώρα Καρατσάμ), Σιντίκσα, Κανταχόρ και Χορτοκόπ.24

Εκτός από το μοναστήρι του Φάρου και μεμονωμένες εκμεταλλεύσεις των μονών Θεοσκεπάστου και Βαζελώνος, δεν υπήρχαν μεγάλοι μοναστικοί γαιοκτήμονες στην κοιλάδα (αν και οι διάσπαρτες κτήσεις του Φάρου στο χρυσόβουλλο του 1432 είναι εκείνες που παρέχουν τις περισσότερες τοπογραφικές πληροφορίες μας για αυτό). Αντίθετα, τα εδάφη του βάνδου συνδέονται με τους Μεγάλους Κομνηνούς και με μεγάλους αξιωματούχους όπως ο μέγας δούκας Ιωάννης ο Ευνούχος και με μεγάλες «αυλικές» δυναστείες όπως των Σχολάρη, Δωρανίτη και Σαμψών. Υπάρχει ακόμη και χωριό που ονομάζεται Σαμσούν στην περιοχή.25 Όπως όλα τα βάνδα της αυτοκρατορίας, αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση η Τρικωμία έγινε ναχιγιέ (δήμος) εξαρτώμενη από την Τραπεζούντα. Τα ντεφτέρ της παρέχουν κάποια ένδειξη για την προηγούμενη κατάστασή της. Τα έτη 1521 μέχρι 1528 οι 106 οικισμοί της είχαν συνολικό χριστιανικό πληθυσμό 4.479 νοικοκυριά και μουσουλμανικό 413 νοικοκυριά. Από αυτούς, εννέα οικισμοί ήσαν εκμεταλλεύσεις τιμαρίων, εικοσιένας ανατέθηκαν στο ιμαρέτ της «Γκιουλμπαχάρ», της Πόντιας Ελληνίδας μητέρας του σουλτάνου Σελήμ Γιαβούζ στην Τραπεζούντα και εβδομηντατέσσερις ανατέθηκαν στους έφεδρους του στρατιωτικού κατεστημένου στην ακρόπολη της Τραπεζούντας.26 Είναι δελεαστικό να βλέπουμε σε αυτές τις αναλογίες μια αντανάκλαση των σχετικών τοπικών στρατιωτικών, εκκλησιαστικών και αυτοκρατορικών κτήσεων στην περιοχή πριν από το 1461. Τουλάχιστον δίνουν κάποια ιδέα για την πληθυσμιακή κλίμακα ενός Τραπεζούντιου βάνδου.

Στον μικρόκοσμο, η ιστορία της Τρικωμίας μπορεί να συνοψιστεί σε εκείνη ενός μόνο χωριού, της Χοροβής. Ο Λοράν, που δημοσίευσε το χρυσόβουλλο του 1432, δεν έθεσε το ζήτημα της ταυτότητας της έκφρασης τὴν ἡμίσειαν στάσιν τῆς Χοροβῆς (Χωροβή αλλού στο ίδιο χρυσόβουλλο) σε σχέση με το ὅλον Χωρίον τὴν Χωροβήν του χρυσόβουλλου του 1371, που δημοσιεύτηκε από τον Λάμπρο, ενώ ο Ντίτεν, που συζήτησε το Χωρόβιον του παρεμβολέα του Χαλκοκονδύλη, αγνοούσε το έργο του Λοράν, και κανένας από τους τρεις μελετητές δεν συζήτησε πού βρισκόταν το μέρος.27 Ομολογουμένως το ένα χρυσόβουλλο αναφέρεται σε ημιστάσι και το άλλο σε χωρίον, αλλά η Χοροβή, κοντά στη Μουτζουρά, είναι ο μόνος κατάλληλος υποψήφιος και για τα δύο στην Τρικωμία. Ενδεχομένως η στάσις, όπως εκείνη της Μουτζούρας, ήταν εξάρτηση του ομώνυμου χωρίου κι έτσι δεν μπορεί να βρισκόταν μακριά. Προτείνουμε, όμως, η στάσις και το χωρίον να αντιμετωπίζονται ως το ίδιο μέρος και, όπως σε παρόμοιες περιπτώσεις στις Πράξεις Βαζελώνος, οι όροι να μην χρησιμοποιούνται πολύ αυστηρά. Μια ένδειξη ότι αυτό είναι έτσι παρέχεται από το γεγονός ότι ολόκληρο το χωρίον είχε μόνο τρεις εξαρτημένους αγρότες το 1371, ενώ η ημιστάσις είχε τέσσερις ή περισσότερους το 1432, που αποτελεί αντιστροφή της αναμενόμενης σχετικής θέσης αν ληφθούν αυστηρά οι όροι. Και τα δύο χρυσόβουλλα αναφέρονται σε παλαιότερη κατάσταση και, συγχωνεύοντας τις πληροφορίες τους, μπορεί να προταθεί μια δοκιμαστική ιστορία του χωριού και των εξαρτώμενων καλλιεργειών του για τον αιώνα 1332-1432.

Πριν από το 1332 περίπου το χωρίον της Χοροβής ήταν προφανώς μέρος των εδαφών του στέμματος. Το 1332 περίπου ο Βασίλειος Μέγας Κομνηνός το παραχώρησε σε μέλος της οικογένειας Δωρανίτη. Στη συνέχεια κατασχέθηκε, πιθανώς επιστρέφοντας στα χέρια της αυτοκρατορίας, ίσως όταν εκτελέστηκαν ηγετικά μέλη της οικογένειας Δωρανίτη το 1352.28 Σε κάποια μεταγενέστερη χρονολογία η ημιστάσις πέρασε στα χέρια του μεγάλου λογοθέτη Γεώργιου Σχολάρη (πεθ. 1363-64)29 και μέσω αυτού, ίσως, στο μοναστήρι του Φάρου. Όμως το μοναστήρι έπεσε σε δύσκολες μέρες και έκλεισε. Η Χοροβή πρέπει να επέστρεψε στα αυτοκρατορικά χέρια. Εν πάση περιπτώσει, τον Σεπτέμβριο του 1371 ο Αλέξιος Γ’ αποκατέστησε το χωρίον στον αμυρτζαντάριο κ. Γεώργιο Δωρανίτη, αλλού ονομαζόμενο δικαστή της Αυτοκρατορικής Αυλής και πάσης Τραπεζούντας και οικονόμο της Μεγάλης Εκκλησίας,30 από τον πατέρα του οποίου είχε κατασχεθεί πριν από σαράντα χρόνια. Στον Δωρανίτη παραχωρήθηκε «όλο το χωρίον της Χοροβής των σαρανταδύο νομισμάτων, δηλαδή η κατοχή και η πλήρης χρήση όλων των διαφορετικών δικαιωμάτων και προνομίων επί των εγκαταστάσεων, αγροκτημάτων, εσωχωραφίων, εξωχωραφίων, ορεινών τόπων και ποτιζομένων πεδιάδων, ποταμιών και χωραφιών, μαζί με όλους τους βοσκοτόπους και τις ποιμενικές εκτάσεις, να έχει και να κατέχει…» ως ασυλία, δηλαδή το πλησιέστερο τραπεζούντιο ισοδύναμο μιας λαϊκής παραχώρησης πρόνοιας. Τα παιδιά του Δωρανίτη μπορούσαν να κληρονομήσουν «όλο το χωρίον της Χοροβής με τους ανθρώπους του». «Οι άνθρωποι» (δεν ονομάζονται πάροικοι) περιλάμβαναν τους Τζάκα, Ξάνθο και Μούγουλη.31 Η οικογένεια Δωρανίτη (που μπορεί να ήρθε από τη Δρυώνα, πιο ανατολικά) βρισκόταν ακόμη σε εύνοια τον Φεβρουάριο του 1418, όταν ο κυρ Θεόδωρος Δωρανίτης ήταν πρωτοκυνηγός και ειδικός απεσταλμένος του Αλέξιου Δ’,32 αλλά μπορεί να έπεσε μαζί με εκείνον τον Μεγάλο Κομνηνό. Εν πάση περιπτώσει, το χωρίον της Χοροβής μπορεί να επανήλθε στο στέμμα, γιατί το 1432 ο Ιωάννης Δ’ (και στο όνομα του δολοφονηθέντος πατέρα του Αλέξιου Δ’) επιβεβαίωσε την ημιστάσι της Χοροβής στην κατοχή του νεοϊδρυθέντος μοναστηριού του Φάρου ως πρώην κτήμα. Οι πάροικοι που πήγαιναν τώρα με την ημιστάσι του μοναστηριού περιλάμβαναν τον Σεβαστό τον Λαζό, τον Γαλιτάνη, τον Ματρισκιώτη και τους γιους του Κουκουλούκα.33 Η πιθανότητα είναι ότι η ημιστάσις παρέμεινε στα χέρια του Φάρου μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας, γιατί το χρυσόβουλλο του 1432 παρέμενε σε ισχύ μέχρι το 1460. Υπάρχει καλή πιθανότητα ότι η Χοροβή πέρασε στη συνέχεια, μαζί με άλλες κατασχεμένες μοναστηριακές εκτάσεις οίκων σε καταστολή, στο βακούφιο της μητέρας του σουλτάνου Γιαβούζ Σελήμ, το οποίο υπάρχει ακόμη.

Στην ιστορία της Χοροβής θα μπορούσε κανείς να δει τη χρήση στην οποία τίθεντο τα εδάφη του στέμματος για να ανταμείψουν μεγάλους υπηρέτες του κράτους ή να προικίσουν μοναστήρια. Αν και τα εδάφη που παραχωρούνταν σε έναν μεγάλο υπηρέτη του κράτους μπορούσαν να είναι κληρονομικά, οι πολιτικές αντιξοότητες του 14ου αιώνα έκαναν πολύ πιθανό ότι τα κτήματα που παραχωρούνταν θα επέστρεφαν σύντομα στο στέμμα. Για παράδειγμα, ο Πανάρετος αναφέρει ότι ύστερα από μια εξέγερση, το 1342, «ακολούθησε αυστηρή έρευνα και έγιναν πολλές κατασχέσεις»34 της περιουσίας των ευγενών. Τα κτήματα του μεγάλου δούκα Ιωάννη του Ευνούχου, ο οποίος προίκισε τόσο τη Σουμελά όσο και τον Φάρο, πιθανότατα επανήλθαν στο στέμμα το 1344.35 Περιουσία που κληροδοτούνταν στην εκκλησία ήταν λιγότερο πιθανό να επανέλθει, αλλά εδώ η εγκατάλειψη της μονής του Φάρου αργότερα στον 14ο αιώνα αποδείχθηκε εξαίρεση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Χοροβή, ή μέρη του χωριού, άλλαξαν χέρια εννέα ή δέκα φορές μέσα στον αιώνα 1332-1432.

Η σύγχρονη Χοροβί συντηρεί ίσως είκοσι οικογένειες. Τα εδάφη του χωριού, οι εξαρτώμενες καλλιέργειες και η βοσκή του δύσκολα θα μπορούσαν να υποστηρίξουν περισσότερες. Οι αμοιβές του αξιώματος των μεγάλων υπουργών της αυτοκρατορίας ήσαν προφανώς μικρές. Αλλά στον μικρό οικισμό της Χοροβής έχει επιβληθεί μεγαλύτερη και μοναδική φήμη, γιατί, όπως τόνισε ο Ντίτεν, ο προφανώς Τραπεζούντιος παρεμβολέας του Χαλκοκονδύλη μπέρδεψε την ορθογραφία της με εκείνη της μάλλον πιο ουσιαστικής πόλης του Ροστόφ.36 Ίσως να ήταν Τρικώμιος, γιατί ο ίδιος παρεμβολέας μας δίνει στοιχεία για ένα τελευταίο μεσαιωνικό τοπωνύμιο στο βάνδον. Το 1429 ο Ιωάννης Δ’ ναύλωσε γενουάτικο πλοίο από τον Καφφά για να επιτεθεί στον πατέρα του Αλέξιο Δ’. Αποβιβάστηκε στον Άγιο Φωκά (Κορδύλη). Ο Αλέξιος Δ’ μετακόμισε στον Ἀχάντος.37 Επειδή ο παρεμβολέας του Χαλκοκονδύλη περιγράφει αυτόν τον ίσως οχυρωμένο πασσαλοφράχτη ως προάστειον, οι σχολιαστές υπέθεσαν ότι ήταν προάστιο της Τραπεζούντας. Όμως στις Πράξεις Βαζελώνος ο όρος χρησιμοποιείται με την κοινή βυζαντινή έννοια του κτήματος. Στη μέση της διαδρομής μεταξύ Κορδύλης και Τραπεζούντας και ακριβώς δυτικά του Ακτσααμπάτ, δίπλα στον παραλιακό δρόμο που θα είχαν πάρει ο Αλέξιος Δ’ και ο Ιωάννης Δ’, βρίσκεται η Αχάντα, που προτείνουμε ότι είναι ο Αχάντος, όπου ο Ιωάννης Δ’ έβαλε να δολοφονήσουν τον πατέρα του στη σκηνή του τη νύχτα.

ΜΝΗΜΕΙΑ

1. Φρούριο Πλατάνων

Μόνο ο βρετανικός χάρτης 1:250.000 του 1901 σημειώνει οχυρό στη βόρεια περιοχή των Πλατάνων δίπλα στη θάλασσα. Δεν υπάρχει καμία απόδειξη για αυτό σήμερα.

2. Ο μεσαιωνικός ναός του Αγίου Μιχαήλ Πλατάνων έχει δημοσιευτεί αλλού38 (φωτ. 96β).

3. Μια μεταγενέστερη εκκλησία, στα δυτικά του Αγίου Μιχαήλ, στην οποία αναφέρεται ο Τάλμποτ Ράις, έχει καταστραφεί.39

4. Η μεσαιωνική εκκλησία στο Όρτα Μαχαλέ, στα βόρεια του Αγίου Μιχαήλ, έχει δημοσιευτεί από τη Σελίνα Μπάλανς.40

5. Η μεσαιωνική εκκλησία στα Βισερά, που περιγράφεται από τους Τάλμποτ Ράις και Ουίνφιλντ και ίσως αναφέρεται από τον Γιάνσενς, έχει σχεδόν καταστραφεί.41 (φωτ. 95α, β).

6. Μια εκκλησία του 19ου αιώνα στο Ντεμιρτζί Κογιού (Μπουγιούκ Φιζ) έχει δημοσιευτεί αλλού.42

7. Αχάντα.43 Έχουμε προτείνει πιο πάνω την ταύτισή της με τον Αχάντο του Χαλκοκονδύλη. Αχάντα είναι στην πραγματικότητα το όνομα αριθμού οικισμών κατά μήκος του ρέματος βορειοδυτικά των Πλατάνων. Ο κ. Τζέιμς Κρόου, από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, επισκέφτηκε την τοποθεσία το 1971 και ανέφερε την παράδοση για ύπαρξη εκκλησίας κάτω από το σύγχρονο τζαμί και πάνω από τον δρόμο στην Κάτω Αχάντα. Εδώ υπήρχε κομμάτι σοβά με ζωγραφική και ένα κίτρινο εφυαλωμένο όστρακο στο επίχωμα του δρόμου, μαζί με κεραμίδια και θραύσματα οστών. Το θραύσμα του ζωγραφισμένου σοβά είχε μέγεθος 0,11×0,07×0,04 μ. Ο σοβάς ήταν ασβέστης με μαύρες κηλίδες (ίσως καμμένα άχυρα). Τα χρώματα περιλάμβαναν το μαύρο, μια πορφυρή ζώνη και μια πράσινη μπλε ζώνη. Στην Άνω Αχάντα, 65 λεπτά στην ενδοχώρα, υπήρχαν τα ερείπια παρεκκλησιού, προσανατολισμένου στις 272°, μεγέθους 9,7×5,6 μ., με τοίχους πάχους 0,75 μ. Η μονή του αψίδα ήταν πολύ ρηχή. Η τοιχοποιία ήταν από ντόπιο γρανίτη, εν μέρει διαμορφωμένο. Στη νότια πλευρά είχαν χρησιμοποιηθεί κονιοποιημένα πήλινα σκεύη στο κονίαμα.

8. Πέντε ακόμη εκκλησίες αναφέρθηκαν τοπικά στην ενδοχώρα των Πλατάνων, καμία από τις οποίες δεν έχουμε ερευνήσει. Οι αναφορές αφορούν: Τα ερείπια μιας εκκλησίας στη Μερσίν. Μια εκκλησία στο Λίμλο, κοντά στη Μερσίν, δίπλα σε λίμνη, μία περίπου ώρα με τα πόδια στην ενδοχώρα. Μια ερειπωμένη εκκλησία στο Ιστουρκίε, δυτικά του Ακτσααμπάτ. Και μια εκκλησία στο Αϊναντογάζ, περίπου μισή ώρα από την Κορδύλη, στην ενδοχώρα.

9. Το Μίμερας (Μίμερα ή Σίβρι Καλέ) βρίσκεται δύο περίπου ώρες με τα πόδια βορειοανατολικά της Όζισα-Ακπινάρ και τρεις ώρες από το Ακπινάρ, μεταξύ Ορταχισάρ και Σαμάρα. Το Σίβρι Καλέ (που σημαίνει «έντονα αιχμηρό κάστρο») δεσπόζει στο τέλος σειράς λόφων που ονομάζονται Μεχμέτ Αγά Νταγλαρί και υψώνονται νότια από το σημείο όπου ο Καλένιμα Ντερέ χωρίζεται σε δύο ρέματα, τα οποία έχουν την πηγή τους στην ψηλή κορυφογραμμή των Χάσκα γιαγλάδων. Έτσι το κάστρο μπορούσε να ελέγχει δύο κοιλάδες (σχήμα 36, φωτ. 95γ, 96α).

Το σχήμα του τειχισμένου περιβόλου υπαγορεύεται από την κορυφή στην οποία βρίσκεται το κάστρο, σχηματίζοντας ανομοιόμορφο τετράπλευρο, από το οποίο λείπει μια γωνία στη νοτιοδυτική πλευρά, όπου τα τείχη περιβάλλουν την άκρη βράχου που πέφτει απότομα. Αυτή η εσοχή έχει μέγεθος περίπου 21×10 βήματα. Η μεγαλύτερη έκταση του περικλειόμενου χώρου έχει μόνο 36 βήματα σε μήκος και (στο ανατολικό άκρο) 26 βήματα σε πλάτος. Το 1958 τα νοτιοδυτικά και νοτιοανατολικά τείχη έφταναν σε ύψος περίπου 5 μ., αλλά μέχρι το 1967 τα περισσότερα από αυτά είχαν πέσει και μόνο μικρό τμήμα του νοτιοδυτικού τείχους παρέμενε σε ύψος 1 μ. Το πάχος των τειχών κυμαίνεται από 1 μέχρι 1,5 μ. Είναι κατασκευασμένα από χοντροκομμένα κομμάτια πέτρας στρωμένα σε τυχαίες στρώσεις με κονίαμα από ασβέστη, άμμο και βότσαλα. Μέσα στο πάχος των τειχών χρησιμοποιήθηκαν ξύλινα μπατικά στοιχεία ως ενίσχυση, αλλά δεν υπάρχει κανένα σημάδι από ξύλινα πρέκια. Οι εξωτερικές πλευρές ήσαν ιδιαίτερα γεμισμένες με ασβεστοκονίαμα, για να σχηματίζουν λεία επιφάνεια ανθεκτική στις καιρικές συνθήκες. Ίσως υπήρχε εξωτερικός θάλαμος στη νότια πλευρά του οχυρού, εκεί όπου η κορυφή κατηφορίζει απαλά προς την κορυφογραμμή, αλλά δεν βρέθηκε ίχνος τείχους.

Η έλλειψη κατεργασμένων λίθων ή οποιασδήποτε ένδειξης εξομάλυνσης ή κοπής του φυσικού βράχου υποδηλώνει ότι η τοποθεσία δεν είναι προγενέστερη του Μεσαίωνα. Το μικρό μέγεθος της οχυρωμένης περιοχής είναι χαρακτηριστικό σε αριθμό ποντιακών οχυρών. Μια χρονολογία εντός της ύστερης βυζαντινής και τραπεζούντιας περιόδου φαίνεται πιθανή. Συνδεόταν κάποτε με τον αμυρτζαντάριο του 14ου αιώνα Θεόδωρο Σαμψών. Οι ιδιαίτερα γεμισμένες με κονίαμα επιφάνειες του εξωτερικού τοίχου επαναλαμβάνονται μεταξύ άλλων στο Σούμα Καλέ, το Κούρουμ Καλέ, το Κόβανς και το Κογ (βλέπε αντίστοιχα), ενώ το έντονο γέμισμα με κονίαμα μαζί με τα ξύλινα δρομικά μπορούν να σημειωθούν ως πιθανώς πρώιμα χαρακτηριστικά.

10. Το Ακπινάρ, ή Όζισα Καλέσι βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές της κοιλάδας Καλένιμα Ντερέ, μία περίπου ώρα με τα πόδια από την Πολίτα, κατά μήκος διαδρομής που ανηφορίζει τις πλαγιές στα ανατολικά του χωριού. Βρίσκεται πάνω σε βράχο που είναι λιγότερο απότομος από τις πλαγιές που τον περιβάλλουν και έχει θέα προς νότο που ανεβαίνει τον Καλένιμα μέχρι τη μεγάλη κορυφογραμμή του Καραντάγ. Το ίχνος μιας μεσαιωνικής διαδρομής που ανεβαίνει την κοιλάδα σηματοδοτείται από καλό φαρδύ μονοπάτι που περνά δίπλα από την τοποθεσία.

Υπάρχουν μόνο μερικά διάσπαρτα θεμέλια από χοντροκομμένες πέτρες σε τυχαίες στρώσεις, τοποθετημένες με ισχυρό ασβεστοκονίαμα. Η περικλειόμενη περιοχή είναι περίπου οβάλ, πλάτους περίπου 15 μ. Ένας χωρικός ανέφερε εισόδους στην ανατολική και δυτική πλευρά.

Η απουσία επιπέδων επιφανειών έδρασης των τειχών ή καλά κομμένων κομματιών πέτρας έρχεται σε αντίθεση με πολύ πρώιμη χρονολογία, αλλά θα μπορούσε να είναι ύστερη βυζαντινή ή τραπεζούντια. Όπως συμβαίνει με τόσα πολλά ποντιακά κάστρα, ο τελευταίος υπερασπιστής του λέγεται, στα τοπικά ρομάντζα, ότι ήταν κυρία. Το κάστρο, αν και μικρό, φημιζόταν ότι άντεξε σε πολλές πολιορκίες, μέχρι ότου πυροβολικό ανέβηκε στο υψηλότερο έδαφος, που ονομάζεται Αγιάνα, στα ανατολικά της τοποθεσίας. Εδώ λέγεται ότι υπήρχαν ερείπια, τα οποία δεν επιθεωρήθηκαν από εμάς.

11. Το Χιντίρ Νέμπι (Μετίνκαγια Καλέ) βρίσκεται στη βόρεια κορυφογραμμή του Καραντάγ, σε υψόμετρο περίπου 1.540 μ. Η τοποθεσία είναι προσβάσιμη από την ανατολική πλευρά, ανεβαίνοντας σε απότομο δασωμένο βράχο από το Σαλάρι. Η κορυφή είναι επίπεδη κορυφογραμμή μεγέθους περίπου 20×40 μ. (φωτ. 94).

Δεν υπάρχει πια ίχνος εξωτερικού τείχους γύρω από την κορυφογραμμή, αλλά η τυχαία ανασκαφή από ντόπιους αναζητητές θησαυρών δείχνει σημαντικές ποσότητες κονιάματος από ασβέστη και βότσαλο ή από ασβέστη και κονιοποιημένα τούβλα ή πήλινα σκεύη. Θραύσματα κεραμιδιών ρωμαϊκής ή βυζαντινής κορυφογραμμής ήσαν συνηθισμένα και η τοπική παράδοση έλεγε ότι κάποτε υπήρχε εκκλησία, κάτι που ίσως επιβεβαιώνεται από την εμφάνιση ενός θραύσματος ασβεστοκονιάματος, που έφερε κόκκινη, κίτρινη και λευκή ζωγραφική. Ανάμεσα στα όστρακα στην επιφάνεια υπήρχαν εφυαλωμένα θραύσματα κίτρινων και ανοιχτοπράσινων βυζαντινών σκευών.

Χωρικοί έχουν ανασκάψει ξανά έναν λαξευμένο σε βράχο τάφο. Βρίσκεται σε άξονα ανατολής-δύσης και έχει διαστάσεις 1,75×0,35×0,40 μ. Γύρω από τον τάφο η επιφάνεια του βράχου έχει ισοπεδωθεί. Μερικά από τα έργα θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν επίπεδες επιφάνειες έδρασης τειχών.

Στο νότιο άκρο της κορυφογραμμής υπάρχει κόψιμο, που ίσως είχε γίνει για να χρησιμεύσει ως λεκάνη νερού, ενώ στα βόρεια του τάφου υπάρχει βαθύτερο κόψιμο, που ίσως ήταν επίσης στέρνα, αλλά περιείχε ανθρώπινα οστά το 1962.

Οι λαξευμένοι σε βράχο τάφοι δεν είναι ασυνήθιστοι στον Πόντο. Εκείνοι του Αγίου Σάββα στην Τραπεζούντα θεωρούνται από κάποιους ότι είναι μιθραϊκοί. Συνήθως θεωρούνται προβυζαντινοί. Όπως οι τάφοι του Γεντίκ Καγιά, κοντά στη Γκίρεσουν, αυτοί του Χιντίρ Νέμπι είναι κομμένοι στην ύπαιθρο και δεν υπάρχουν παρακείμενες κατασκευές που να βοηθούν στη χρονολόγησή τους. Τα άλλα κοψίματα ίσως υποδεικνύουν, αν αντιπροσωπεύουν επιφάνειες έδρασης τειχών, τη θέση μιθριδατικού κάστρου. Όμως το κονίαμα, τα κεραμίδια και τα όστρακα δείχνουν βυζαντινή κατάληψη. Όπως είδαμε, υπήρχε καστροφύλαξ το 1432.

Η τοποθεσία έχει κάποια σημασία στην τοπική λαογραφία. Στο νότιο άκρο της κορυφογραμμής επισημαίνεται το αποτύπωμα του Αλή. Πάτησε στην επόμενη κορυφή, λίγα χιλιόμετρα νότια. Στους θάμνους της τοποθεσίας είναι κρεμασμένοι τα κουρέλια των αρρώστων. Είδαμε επίσης προσφορές τροφής και έναν σφαγμένο κόκορα. Όπως αλλού στον Πόντο, οι κάτοικοι του χωριού συγκεντρώνονται κάθε χρόνο στις 6 Μαΐου για πικνίκ και παιχνίδια. Εδώ το πανηγύρι γίνεται σε κομμάτι γειτονικού υψώματος που ονομάζεται Χιζίρ Ιλιάς.

Το Χιντίρ Νέμπι είναι η μοναδική τοποθεσία στον Πόντο την οποία οι συγγραφείς επισκέφτηκαν μαζί.

12. Η κοιλάδα Σέρα εκτείνεται παράλληλα με τον Καλένιμα Ντερέ και στα ανατολικά του. Η μορφή της άλλαξε σημαντικά τα τελευταία χρόνια από τεράστια κατολίσθηση, που έχει σχηματίσει ωραία λίμνη. Μέχρι το 1959 υπήρχε εκκλησία στα δυτικά της λίμνης, ακριβώς στα δεξιά του δρόμου, εκεί όπου αυτός ανεβαίνει σε ύψωμα. Η εκκλησία έμοιαζε μεσαιωνική, αλλά δυστυχώς η έρευνά της αναβλήθηκε, μέχρις ότου ήταν τελικά πολύ αργά. Περίπου 100 μ. κάτω από τη θέση αυτή βρίσκεται το ερείπιο ορθογώνιας εκκλησίας με στρογγυλεμένη αψίδα, μεγέθους περίπου 7×4 μ. Δεν υπάρχει ίχνος ζωγραφικής και το κτίριο θα μπορούσε να ανήκει στις αρχές του 19ου αιώνα.

Στα δυτικά και σε απόσταση περίπου είκοσι λεπτών με τα πόδια πάνω από το Ντερετζίκ υπάρχει σπήλαιο-παρεκκλήσι, στον τοίχο του οποίου είναι λαξευμένες κανάτες νερού. Είχε κατεστραμμένη πια τοιχοποιία, αλλά το μέρος εξακολουθεί να είναι τοπικά σεβαστό και φέρνουν σε αυτό τα κουρέλια των αρρώστων.

Μια δεύτερη εκκλησία αναφέρθηκε στα δυτικά της εκκλησίας του σπηλαίου, αλλά δεν έγινε επίσκεψη. Ένα κάστρο αναφέρεται στο Καλετζίκ, πολύ μακριά στην ενδοχώρα, ανεβαίνοντας την κοιλάδα Σέρα.

<-Ενότητα 17: Από τον Φιλαβωνίτη στην Τρικωμία Ενότητα 19: Η επαρχία Χεριάνων και το πρόβλημα με τα Αράβρακα->
error: Content is protected !!
Scroll to Top