<-Ενότητα 18: Πλάτανα και βάνδον Τρικωμίας | Ενότητα 20: Η πόλη τής Τραπεζούντας -> |
Ενότητα 19: Η επαρχία Χεριάνων και το πρόβλημα με τα Αράβρακα
ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ, ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Τα Χερίανα,Χερροίανα ή Χερείανα, το όνομα των οποίων διασώζεται ως σύγχρονο Σιράν, βρίσκονται (όπως επισήμανε ο Λαζαρόπουλος) μεταξύ Χαλδίας και Κολώνειας.1 Είναι σχετικά εύφορη και γεωγραφικά καλά καθορισμένη περιοχή που περιλαμβάνει εκτεταμένους μικρούς λόφους με ήπιες πλαγιές και πεδιάδα που ποτίζεται από τον άνω ρου του Λύκου (Κελκίτ) και από τον παραπόταμό του, τον Χερίανα (Σιράν). Περιγραφές του 19ου αιώνα και σύγχρονες ελληνικές τα προσδιορίζουν εν γένει σε σχέση με τη σύγχρονη Σιράν Ιλτσεσί (Περιοχή Σιράν), και είναι πιθανό τα όριά τους να είναι πολύ παλαιότερα. Υπάρχουν τύμβοι προϊστορικής κατοίκησης νοτιοανατολικά του χωριού Τσιρμίς (το οποίο βρίσκεται κοντά στα άνω όρια της καλλιεργήσιμης γης, κάτω από το πέρασμα Φιντικλίμπελ), καθώς και στο ίδιο το Ουλουσιράν. Και τα δύο ίσως κατοικούνταν και στους βυζαντινούς χρόνους. Τα Χερίανα ήσαν τότε επισκοπή και είναι το είδος της περιοχής στην οποία θα περίμενε κανείς να βρει και έναν υστερο-βυζαντινό δούκα, αλλά για τη μεσαιωνική πολιτική τους διοίκηση δεν έχουμε πληροφορίες.
Στα βόρεια, λίγα μονοπάτια διαπερνούν σειρά από βουνά που υψώνονται σε πάνω από 3.000 μέτρα. Οι κύριες εξαιρέσεις είναι εκείνες που οδηγούν πάνω από τον Παρυάδρη και κάτω στις κοιλάδες Διπόταμου-Κάνι (Ικισού) για να ενωθούν με τον Φιλαβωνίτη (Χαρσίτ), διαδρομή που ακολούθησε ο Κλαβίχο στα ταξίδια μετάβασης, η επισφαλής σύνδεση των Χεριάνων με την Τραπεζούντα μέσω Χαλδίας και πιθανώς ο δρόμος της στυπτηρίας της Κολώνειας προς την ακτή τη δεκαετία του 1290.2
Στα ανατολικά υπάρχουν λιγότερο ευδιάκριτα όρια, αλλά σειρά από λόφους και το φαράγγι του Κελκίτ πάνω από το σύγχρονο Ασάγι Ακτσαλί (Χαϊντουρούκ) χωρίζουν τα Χερίανα από την πεδιάδα του Κελκίτ.
Τα δυτικά όρια χαρακτηρίζονται από το πέρασμα του Φιντικλίμπελ στα 1.700 μ., το οποίο οδηγεί δυτικά στην κοιλάδα και την πεδιάδα της Αλούκρα (που περιλαμβάνεται σε αυτήν την ενότητα), και από τη συμβολή των ποταμών Λύκου και Χερίανα (Σιράν).
Το νότιο όριο εκτείνεται περίπου κατά μήκος των βουνών αμέσως νότια του Λύκου (Κελκίτ Τσάι). Πιθανολογείται ότι ο ρωμαϊκός δρόμος, ή δρόμοι, από τη Νικόπολη (Πουρκ) προς Σάταλα (Σαντάκ) αναπτυσσόταν κατά μήκος τμήματος της κοιλάδας του Λύκου και ως εκ τούτου μέσω Χεριάνων.3
Από τις αρχές του 10ου αιώνα η Χεριάνων (Σεριάνων σε μια αρμενική εκδοχή) εμφανίζεται ως η πρώτη υπαγόμενη στην Τραπεζούντα επισκοπή. Σε μεταγενέστερο κατάλογο έπεσε στη δεύτερη θέση αλλά στη συνέχεια ανέκτησε τη θέση της, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από τον Λάζαρόπουλο τον 14ο αιώνα.4 Οι μεσαιωνικές πηγές δεν αναφέρουν όνομα επισκόπου Χεριάνων. Όμως το 1901 ο τάφος του μαρτυρικού επισκόπου Βασιλείου Χεριάνων και ένας χειρόγραφος Βίος του από τον Καλλίνικο Φυτιάνο, ηγούμενο της Σουμελά, βρέθηκαν, σύμφωνα με τον Κανδηλάπτη, στο χωριό Ματσερᾶ (τώρα Αλτίνγιαγλα), βόρεια των Χεριάνων. Η τοπική παράδοση, που αφηγείται ο Κανδηλάπτης πενήντα χρόνια αργότερα, ήταν ότι ο επίσκοπος Βασίλειος και τριακόσιοι άνδρες είχαν εναντιωθεί στον Μωάμεθ Β’ στην εισβολή του το 1461.5 Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε ποια αξιοπιστία πρέπει να δοθεί στην ιστορία. Δεν μπορούμε να εντοπίσουμε κανέναν Καλλίνικο Φυτιάνο ως ηγούμενο Σουμελά, αν και η οικογένεια ήταν γνωστή στη Σουμελά και στους κληρικούς και μεταλλευτικούς κύκλους της Χαλδίας από τον 17ο μέχρι τον 19ο αιώνα, έχοντας πιθανώς πάρει το όνομά της από το χωριό Φυτίανα (Μπες Κιλίσε, τώρα Γκιουζελομούκ) κοντά στα Ματσερά. Η εκκλησία του Προδρόμου στα Φυτίανα έχει ακόμη υπέροχη επιγραφή, που εξυμνεί τα κατορθώματα της οικογένειας Φυτιάνου από περίπου το 1710 μέχρι το 1872, μέλος της οποίας είναι ο πρωτοσύγκελλος Καλλίνικος Φυτιάνος, ενώ ο ιερομόναχος Καλλίνικος Φυτιάνος ήταν αντιγραφέας χειρογράφου του Θεόφιλου Κορυδαλλέως περί το 1760.6 Επομένως υπήρχε τουλάχιστον ένας Καλλίνικος Φυτιάνος. Το αν υπήρχε και ο επίσκοπος Βασίλειος είναι άλλο θέμα, αλλά ο Φατίχ πιθανότατα έφτασε στην Τραπεζούντα από το Ερζιντζάν μέσω Χεριάνων το 1461, και θα μπορούσε να υπάρχει ένας πυρήνας αλήθειας στη μνήμη. Μετά το 1461 η έδρα φαίνεται ότι είχε εκλείψει. Από τις αρχές του 17ου αιώνα οι επίσκοποι και οι αρχιεπίσκοποι Χαλδίας ενσωμάτωναν το όνομα των Χεριάνων στους τίτλους τους.7
Τέσσερις Ρωμαιοκαθολικοί επίσκοποι Caraciensis (υποτίθεται Χεριάνων) είναι γνωστοί, όπου ο πρώτος διορίστηκε το 1363 και ο τελευταίος το 1437. Δεν πρέπει να ήσαν εγκατεστημένοι εκεί, ενώ ο ένας ήταν υπαγόμενος στην Κολώνεια.8 Αν το Caraciensis ήταν όντως Χεριάνων (και δεν βλέπουμε κανέναν λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να είναι), η ανύψωση της κατ’ όνομα έδρας πιθανώς οφείλεται στη θέση της στους ορθόδοξους καταλόγους και όχι στην εκεί ιεραποστολική εργασία του 14ου αιώνα. Αλλά, όπως θα δούμε, τα Χερίανα έχουν σχέση με αρκετές επισκοπές.
Η πίστη, όμως, ήρθε πολύ νωρίτερα στα Χερίανα, χαρακτηριστικά κατά μήκος του παλαιού ρωμαϊκού αμυντικού δικτύου. Ένα από τα μεγάλα προσκυνηματικά κέντρα της Ανατολίας ήταν στα Αράβρακα, στα περίχωρα των Χεριάνων. Το πρόβλημα είναι ότι δεν γνωρίζουμε πού βρίσκονταν τα Αράβρακα. Τα τοπογραφικά στοιχεία είναι σχετικά απλά. Τα αγιογραφικά στοιχεία δεν είναι.
Τα τοπογραφικά στοιχεία είναι τα εξής. Τα Οδοιπορικά Αντωνίνου του 2ου αιώνα τοποθετούν τα “Arauracos” 45 ή 50 ρωμαϊκά μίλια δυτικά των Σατάλων στον δρόμο της Νικόπολης, ως δεύτερο σταθμό ύστερα από μια κατά τα άλλα άγνωστη Suisa ή Soissa.9 Αλλά η πληθώρα των “XXVIII”, “XXIIII”, “XXVI” μιλίων και οι μεταθέσεις τους, σε αυτό το σημείο δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη στο Δρομολόγιο, ενώ οι διαδρομές Πόιτινγκερ παρακάμπτουν και τα δύο μέρη. Το πιο σημαντικό είναι ότι στις αρχές του 5ου αιώνα η Notitia dignitatum σταθμεύει την Cohors miliaria Bosporiana στα Αράβρακα.10 Κατά τον 10ο αιώνα εμφανίζονται ως επισκοπή,11 ισχυρό σημείο του θέματος Χαλδίας,12 και, στον Συμεών Μεταφραστή, ως τρεις διακριτές ενότητες: το χωριό (vicus) Ἀραυρακηνῶν πολίχνη, στο οποίο υπήρχε μέρος που ονομαζόταν Ἀναλιβόζορα, και ένα ξεχωριστό Κάστρον των Αραβράκων.13
Τα Αράβρακα επέζησαν, όχι μόνο επειδή παρέμειναν προφανώς χρήσιμα ως στρατιωτική θέση, αλλά επειδή έπρεπε να αναγνωριστούν ως σημαντικό κέντρο λατρείας. Μια από τις πιο δημοφιλείς ιστορίες Βυζαντινών Παθών είναι εκείνη των Πέντε Αγίων των Αραβράκων. Ήταν τόσο δημοφιλής, που προτείνουμε ότι χρησίμευσε κατά κάποιον τρόπο ως πρότυπο για δύο ακόμη ποντιακούς θρύλους των ομαδικών Παθών και η ίδια οφείλει κάτι στην πολύ πιο στέρεη ιστορία των Σαράντα Μαρτύρων της Σεβάστειας. Μοιράζονται την ίδια μορφή: κατά τη διάρκεια των διωγμών, Ρωμαίος κυβερνήτης στην κοιλάδα του Λύκου συναντά ομάδα ακλόνητων χριστιανών. Γίνεται δίκη, αλλά εκείνοι έχουν τα καλύτερα επιχειρήματα. Υποβάλλονται σε ανείπωτα βασανιστήρια, τα οποία χρησιμεύουν μόνο για να ενθαρρύνουν άλλους χριστιανούς να ενωθούν μαζί τους. Τελικά σκοτώνονται, με τον ένα ή τον άλλον έξυπνο τρόπο και τα λείψανά τους θεωρούνται πολύτιμα. Όμως, αν και το σχήμα είναι το ίδιο, οι τέσσερις ιστορίες φτάνουν σε εμάς μέσα από πολύ διαφορετικά είδη αγιογραφίας. Είναι ξεκάθαρα συνδεδεμένες, αλλά στον πιο κάτω πίνακα μπορούμε να ξεκινήσουμε μόνο να ξεμπερδεύουμε εκείνο που προφανώς είναι πολύ περίπλοκη σειρά στρωμάτων παράδοσης και να διατυπώσουμε μια πολύ δοκιμαστική πρόταση ακολουθίας: ποιος αντιγράφει ποιον.
Είμαστε σε σχετικά σταθερό έδαφος με τους Σαράντα Μάρτυρες της Σεβάστειας, πιο σταθερό από το έδαφος στο οποίο βρέθηκαν οι ίδιοι. Τα λείψανά τους ήσαν περιζήτητα στην Καππαδοκία του 4ου αιώνα, και η αξιοσημείωτη διαθήκη τους έχει κάποια αξίωση να θεωρείται ως γνήσιο έγγραφο δίωξης. Ο θρύλος των Πέντε Αγίων των Αραβράκων χαρακτηρίζεται, και συνδέεται με αυτήν, από μια κάπως παρόμοια διαθήκη, στην οποία ο αρχηγός τους Άγιος Ευστράτιος κανόνισε, μεταξύ άλλων, να ταφεί ο ίδιος και οι συνοδοί του στα Aναλιβόζορα, στο χωριό (vicus) των Αραβράκων, της γενέτειράς του. Ο μικρότερος σύντροφός του ήταν ο Άγιος Ευγένιος. Δεν πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό να μπερδέψουμε αυτόν τον Άγιο Ευγένιο με τον Άγιο Ευγένιο της Τραπεζούντας, τον κύριο ήρωα της επόμενης ομάδας μαρτύρων αυτής της ακολουθίας.
[Στον πίνακα με τίτλο «Συμφωνία τεσσάρων ποντιακών (αρμενικών) ομαδικών παθών» στο τέλος αυτής της ενότητας παρουσιάζονται οι ομοιότητες μεταξύ των Σαράντα Μαρτύρων της Σεβάστειας, των Πέντε Αγίων των Αραβράκων, των Τεσσάρων Αγίων της Τραπεζούντας και των Επτά Αδελφών της Λαζικής.]
Η ιστορία των Αραβράκων απεικονίζεται στην ελληνική, αρμενική, γεωργιανή και λατινική αγιογραφία, αλλά διαβάζεται καλύτερα στην εκδοχή του Μεταφραστή. Ο Συμεών περιλαμβάνει κλασική σκηνή δικαστηρίου, του οποίου προεδρεύει ο κυβερνήτης Λυσίας. Είναι χαρακτηριστικός τύπος με ειδίκευση στα ομαδικά μαρτύρια και είναι διαβόητος αλλού ως διώκτης των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, των Αγίων Ζηνοβίου και Ζηνοβίας κ.λπ. Σε αυτή τη σκηνή ο Λυσίας ανακρίνει τον Ευστράτιο για «ελληνικές» κατηγορίες, την πλατωνική άποψη για τον Θεό, με αναφορές στον Αριστοτέλη και τον Όμηρο, πριν τον παραδώσει στο αναπόφευκτο καμίνι. Αλλά το 875-98 οι αγιογραφίες των Αραβράκων είχαν ήδη ξαναγραφεί στη Νάπολη και οι Πέντε Άγιοι εμφανίζονται σε σύγχρονο ναπολιτάνικο ημερολόγιο. Τον 10ο αιώνα τα λείψανά τους υποτίθεται ότι μεταφέρθηκαν στην εκκλησία του Άγιου Απολλινάριου στη Ρώμη. Αυτό προφανώς δεν εμπόδισε τη συνέχιση της λατρείας των λειψάνων τους και στα Αράβρακα, γιατί την ίδια εποχή τα Αράβρακα προβιβάστηκαν σε επισκοπή της Κάμαχας (μέχρι τότε μέρος της Κολώνειας). Αυτό συνέβη αργά: ο μεγάλος αντίπαλος των Αραβράκων ως κέντρο προσκυνήματος, τα Ευχάιτα, η πόλη του Αγίου Θεοδώρου του Τύρου, έγιναν επισκοπή υπό τον Αναστάσιο.14 Ταυτόχρονα στη νέα μητρόπολη της Κάμαχας ανατέθηκαν επισκοπές νότια μέχρι τη Ρωμανούπολη, στις πηγές του Τίγρη. Αλλά στη μητρόπολη της Τραπεζούντας δόθηκε ταυτόχρονα σειρά από νέες επισκοπές, εν μέρει για να υπηρετήσουν τα μικρά δουκάτα των νέων συνόρων των Τακτικών Οικονομίδη σε ζωηρή ακόμη παυλικιανή επικράτεια».15 Αυτές οι έδρες εκτείνονταν τόσο νότια όσο μέχρι το Χαντιάρτε (Χαντιέρτζ) δίπλα στον ποταμό Αρσανία (Μουράτ Σου) και βόρεια μέχρι τη Ρωμανούπολη της Κάμαχας. Αλλά περιλάμβαναν για πρώτη φορά τις νέες έδρες του Χαλαίου (και, όπως θα δούμε, δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητηθεί η παράδοση του 17ου αιώνα ότι η επισκοπή βρισκόταν κοντά στο σύγχρονο Κελκίτ), και τα ίδια τα Χερίανα. Αυτές οι δύο αλυσίδες επισκοπών του 10ου αιώνα, που εκτείνονται από βορρά προς νότο, δεν αλληλεπικαλύπτονται, αλλά εκτείνονται παράλληλα για αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα, με τις έδρες της Τραπεζούντας, που ξεκινούν βορειότερα (μαζί με την ίδια την Τραπεζούντα) και βρίσκονται πιο ανατολικά, ούτε με εκείνες της Κάμαχας, που αρχίζουν νοτιότερα (πιθανώς μαζί με τα Αράβρακα) και βρίσκονται δυτικότερα. Η επισκοπική γεωγραφία υπαγορεύει ότι η επισκοπή Αραβράκων δεν έπρεπε να βρίσκεται πολύ κοντά, για να παρέχεται επισκοπική άνεση στις έδρες των Χεριάνων ή του Χαλαίου. Λογικά (και η βυζαντινή επισκοπική γεωγραφία δεν είναι πάντοτε λογική), τα Αράβρακα θα έπρεπε να τοποθετούνται νότια και δυτικά των Χεριάνων, και σε ευδιάκριτη απόσταση από αυτά. Όμως η συνύπαρξη τριών επισκοπών στον άνω Λύκο δεν μπορεί να κράτησε πολύ. Τα Αράβρακα φαίνεται ότι είχαν την ίδια μοίρα με τα Ευχάιτα στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα και δεν ακούγονται μετά τους Σελτζούκους (αν και παρέμειναν στους επισκοπικούς καταλόγους). Αυτό έρχεται σε εντυπωσιακή αντίθεση με τα Χερίανα, τα οποία ανέκαμψαν και επέζησαν, διατηρώντας ελληνικό χριστιανικό πληθυσμό μέχρι τον 20ό αιώνα.
Υπάρχουν πιθανώς αρκετοί λόγοι για αυτή τη διαφορά. Πρώτον, το χωριό (αν όχι κάστρο) των Αραβράκων ήταν στρατιωτικά ευάλωτο. Βρισκόταν στην κοιλάδα του Λύκου, τη διαδρομή επιδρομής των Αράβων και των Σελτζούκων. Οι Άραβες θα είχαν περάσει από αυτό στον δρόμο τους προς την Κολώνεια το 778 και το 939/40. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Τύρος υπερασπίστηκε θαυματουργικά τα Ευχάιτα έφιππος εναντίον των Αράβων το 934, αλλά το γεγονός ότι ο Ιωάννης Τζιμισκής χρειάστηκε να ξαναχτίσει την εκκλησία εκεί, υποδηλώνει ότι ο πολιούχος άγιος δεν μπόρεσε να τη σώσει.16 Άραγε ο Άγιος Ευστράτιος ήταν πιο επιτυχημένος στην προστασία των Αραβράκων; Αλλά, αν ο τόπος είχε επιβιώσει τον 10ο αιώνα, θα είχε διαρκέσει μέχρι τους Σελτζούκους. Ίσως το τέλος του να ήρθε με τις επιθέσεις στη Χαλδία το 1049, στη Σεβάστεια των Σαράντα Μαρτύρων το 1059 ή στη Νεοκαισάρεια του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού το 1068.17 Σε κάθε περίπτωση, δεν θα είχε ξεπεράσει το 1071.
Δεύτερον, τα Αράβρακα ήσαν πολιτιστικά ευάλωτα. Τα σύνορα της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας δεν ήσαν τόσο μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων (αν και οι Τουρκμένοι περιέπλεκαν το θέμα), όσο μεταξύ Ελλήνων και Αρμενίων. Τα Χερίανα φαίνεται να βρίσκονταν σε κυρίως ελληνική περιοχή, αλλά η κοιλάδα του Λύκου και η Κολώνεια, που ταλαιπωρούνταν από τους Παυλικιανούς από τον 7ο αιώνα, ήσαν πιθανώς πιο αρμενικές.
Τέλος τα Αράβρακα ήσαν οικονομικά ευάλωτα, όπως και κάθε μικρό μέρος που, όπως και τα Ευχάιτα, εξαρτιόταν από ιερό ως κύρια βιομηχανία. Η λεηλασία του ιερού θα ήταν ολοκληρωτική καταστροφή, γιατί η τοπική βυζαντινή κοινωνία αντλούσε την ιδιαίτερη δύναμή της από λατρείες όπως εκείνη του Αγίου Ευστρατίου. Ένας προστάτης Άγιος έδινε θεραπεία στους αρρώστους, ελεημοσύνη στους φτωχούς, απασχόληση στους μορφωμένους, ετήσια πανήγυρη στους εμπόρους, σωτηρία στην πόλη σε περιόδους πολέμου ή λιμού και σε όλους τους πολίτες την ίδια τους την έννοια της ταυτότητας και του τοπικού πατριωτισμού. Θα απαιτούσε επίσης οικονομική βάση γης και παροίκων. Ο Άγιος Ευγένιος πρόσφερε όλες αυτές τις υπηρεσίες στην Τραπεζούντα. Αλλά ένα μικρό μέρος όπως τα Αράβρακα θα χανόταν εντελώς χωρίς τον Άγιο Ευστράτιο. Όταν καταστρεφόταν ένα ιερό, ήταν σχεδόν αδύνατο να ανασυγκροτηθεί η οικονομική και κοινωνική του βάση. Η αναβίωση της λατρείας και της ετήσιας πανήγυρης του Αγίου Φωκά στη Σινώπη μετά τους Σελτζούκους αποτελεί σπάνια εξαίρεση.
Αυτό εξηγεί επαρκώς γιατί οι Γαβράδες δεν μπήκαν στον πειρασμό να αναβιώσουν τη λατρεία του Αγίου Ευστρατίου τον 12ο αιώνα, αν και (σύμφωνα με τον Λαζαρόπουλο) η περιοχή των Χεριάνων έγινε τότε θεραπεία για μοναχούς, ειδικά αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο (για τον οποίο χτίστηκε μοναστήρι) και τον Άγιο Ευγένιο (η λατρεία του οποίου αντλούσε τώρα κάποια οικονομική υποστήριξη από τα Χερίανα). Αλλά ο Λαζαρόπουλος δεν αναφέρει καν τον Άγιο Ευστράτιο, και με τον Άγιο Ευγένιο εννοούσε τον Άγιο Ευγένιο Τραπεζούντος, όχι τον Άγιο Ευγένιο Αραβράκων, τον σύντροφο του Αγίου Ευστρατίου. Έχουμε λοιπόν μια υποψία ότι τα Αράβρακα έπασχαν από άλλη αναπηρία: τον ανταγωνισμό μιας πιο επιθετικής ποντιακής λατρείας. Μέχρι τον 12ο αιώνα, ο Άγιος Ευστράτιος δεν μπορούσε να ξαναζωντανέψει στα Αράβρακα, γιατί είχε ήδη αντικατασταθεί από τον Άγιο Ευγένιο Τραπεζούντας.
Αυτό δεν εμπόδιζε τη λατρεία των Πέντε Αγίων των Αραβράκων από τον 10ο αιώνα σχεδόν παντού εκτός από την Ποντιακή πατρίδα τους, που γινόταν κτήμα του Αγίου Ευγενίου. Οι Πέντε Άγιοι απεικονίζονται ευρέως στους πίνακες της Καππαδοκίας, στα ψηφιδωτά του Οσίου Λουκά, της Νέας Μονής Χίου και του Δαφνίου τον 11ο αιώνα, στο Pala d’Oro και σε σμάλτα που βρίσκονται τώρα στη Βενετία, στα ψηφιδωτά του Παλέρμο και στους πίνακες της Παναγίας Ασίνου (στην Κύπρο) τον 12ο αιώνα, και στο ρεπερτόριο των Σέρβων καλλιτεχνών του 14ου αιώνα. Δεν γνωρίζουμε καμία περίπτωση κατά την οποία ο Άγιος Ευγένιος Τραπεζούντας (που συνήθως χαρακτηρίζεται ως τέτοιος) και ο Άγιος Ευστράτιος και ο Άγιος Ευγένιος Αραβράκων να εμφανίζονται στο διάκοσμο της ίδιας εκκλησίας. Η Ερμηνεία έχει τους αγίους των Αραβράκων, αλλά αγνοεί τον Τραπεζούντιο.
Ωστόσο, οι μάρτυρες των Αραβράκων ήσαν προφανώς δημοφιλείς μεταξύ των Αρμενίων της Τραπεζούντας. Εμφανίζονται στους πίνακες του Καϊμακλί (αριθ. 48), και σε έναν από εκείνους τους μάρτυρες ήταν αφιερωμένος ο αρμενικός ναός του Αγίου Αυξεντίου (αριθ. 62). Μεταξύ των ελληνικών εκκλησιών, ο Άγιος Ευστράτιος (αριθ. 79) αναφέρεται σε σχέση με τα γεγονότα του 1223 και δεν ακούγεται ξανά. Αυτό πριν από την έξαρση της λατρείας του Αγίου Ευγενίου από τη δεκαετία του 1340, που σχετίζεται με τον Αλέξιο Γ’, τα έργα Λουκίτη και Λαζαρόπουλου, και την ίδια την ανοικοδόμηση του Αγίου Ευγενίου Τραπεζούντος (αριθ. 76). Όμως οι μάρτυρες Αραβράκων (αλλά όχι ο Άγιος Ευγένιος της Τραπεζούντας) εμφανίζονται στη διακόσμηση της Θεοσκεπάστου (αριθ. 124), γεγονός που μπορεί να συνηγορεί υπέρ της απόδοσης των αγιογραφιών της εκκλησίας σε χρονολόγηση πριν από τη δεκαετία του 1340.18
Υπάρχουν τρεις πιθανές εξηγήσεις για την παρουσία στον Πόντο τόσο του Αγίου Ευγενίου της Τραπεζούντας όσο και του Αγίου Ευγενίου των Αραβράκων: Πρώτον, ότι είναι πραγματικά διακριτοί. Δεύτερον, ότι (με διαδικασία αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αγιολογική απαγωγή) ο Άγιος Ευγένιος Τραπεζούντας εντάχθηκε στη μικρή στρατιά των μαρτύρων των Αραβράκων. Τρίτον, ότι έγινε το αντίστροφο.
Ας εξετάσουμε την πρώτη εξήγηση. Ο Άγιος Ευγένιος Αραβράκων και ο Άγιος Ευγένιος Τραπεζούντας προέρχονται και οι δύο από τα Σάταλα. Και οι δύο καταδικάστηκαν σε πυρπόληση σε καμίνι. Και οι δύο από τον Αγρικόλαο Σεβαστείας και από τον Λυσία Σατάλων. Και οι δύο κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού. Ακόμη και αν επιτρέψουμε την παραδοσιακή αγιογραφική σύμπτωση, δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι δεν είναι ο ένας και ο ίδιος Άγιος Ευγένιος.
Ως προς τη δεύτερη πιθανή εξήγηση, μπορεί να προβληθεί ένα επιχείρημα, ότι ήταν ο Άγιος Ευγένιος Τραπεζούντας εκείνος που ενσωματώθηκε στην ιστορία του Αραβράκων. Ο Προκόπιος βεβαιώνει λατρεία του Αγίου Ευγενίου στην Τραπεζούντα19 πριν έχουμε στοιχεία για λατρεία του Αγίου Ευγενίου (και των άλλων) των Αραβράκων, παραδόξως όχι στα ίδια τα Αράβρακα, αλλά στη Νάπολη. Μας φαίνεται όμως, ότι αν οι θεματοφύλακες της λατρείας των μαρτύρων των Αραβράκων ήθελαν να την ενισχύσουν προσθέτοντας έναν ήδη καθιερωμένο νεοσύλλεκτο, δεν θα τον είχαν υποβιβάσει στον πολύ μικρότερο ρόλο που παίζει ο Άγιος Ευγένιος στην ιστορία του Αγίου Ευστρατίου.
Πιστεύουμε ότι η τρίτη πιθανότητα είναι η πιο πιθανή, παρά η αντίστροφη. Δηλαδή ότι ο Άγιος Ευγένιος Αραβράκων έγινε Άγιος Ευγένιος Τραπεζούντας, ίσως στην αρχή μόνος, γιατί ο Προκόπιος και (στις αρχές του 7ου αιώνα) ο Ανανίας του Σιράκ τον αναφέρουν στην Τραπεζούντα,20 αλλά όχι τους μάλλον σκιώδεις συντρόφους του. Αν ναι, τότε ο Προκόπιος δίνει τη νωρίτερη πιθανή χρονολογία (terminus post quem) και για τη λατρεία των Πέντε Αγίων των Αραβράκων, χρονολογία που μπορεί ίσως να βελτιωθεί περαιτέρω προσθέτοντας στο επιχείρημα ένα ακόμη στοιχείο: τους Επτά Αδελφούς της Λαζικής.
Όλοι οι χαρακτήρες μας συναντώνται επιτέλους στο Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως του 11ου αιώνα, όπου απεικονίζονται οι Σαράντα Μάρτυρες της Σεβάστειας, οι Πέντε Άγιοι των Αραβράκων, οι Τέσσερις Άγιοι της Τραπεζούντας και οι Επτά Αδελφοί της Λαζικής. Οι Επτά Αδελφοί δεν είχαν το πλεονέκτημα του Συμεών Μεταφραστή ή του Ιωάννη Ξιφιλίνου για να ενισχύσουν την ιστορία τους, η οποία είναι λιτή, αλλά σαφώς συνδεδεμένη με εκείνη του Αγίου Ευγενίου των Σατάλων, των Αραβράκων και της Τραπεζούντας. Ο πιο πάνω πίνακας δείχνει ότι αυτοί, όπως ο Άγιος Ευγένιος, ξεκίνησαν από τα Σάταλα. Ότι καταδικάστηκαν ταυτόχρονα, ίσως από τον ίδιο δούκα. Ότι ο αρχηγός τους είχε τη γιορτή του την ίδια μέρα με τα γενέθλια του Αγίου Ευγενίου (που έγινε η γιορτή και των Επτά Αδελφών). Και ότι ο τελευταίος από τους Επτά Αδελφούς βρέθηκε, όπως ο Άγιος Ευγένιος Τραπεζούντας (αλλά όχι των Αραβράκων) στην Πιτυούντα (Πιτσούντα). Το θέμα εξετάζεται αναλυτικότερα στη σελ. 326, αλλά το γεωγραφικό εύρος του μύθου παραπέμπει σε μνήμες του 5ου, παρά του 6ου, αιώνα, όταν η Πιτυούς (καθώς και άλλοι σταθμοί που αναφέρονται στην ιστορία των Επτά Αδελφών) εμφανίζεται ακόμη στη Notitia dignitatum του 406-8 περίπου.21 Το 407 η Πιτυούς απέκτησε απρόσμενη φήμη, όταν επιλέχθηκε ως τόπος εξορίας του Αγίου Ιωάννη Χρυσόστομου, ο οποίος πέθανε καθ’ οδόν προς εκεί.22 Έτσι το έτος 407 μπορεί να γίνει η τελευταία πιθανή χρονολογία (terminus ante quem) για την ιστορία του Αγίου Ευγενίου Τραπεζούντας και την ιστορία των Επτά Αδελφών, όταν η Πιτυούς έγινε κάτι σαν τόπος της μόδας για εξορία αγίων. Αυτό θα έπρεπε ίσως να τοποθετήσει την αγιολογική αρπαγή του Αγίου Ευγενίου στην περίοδο από το 407 μέχρι περίπου το 550, δίνοντας, με τη σειρά του, ακόμη νωρίτερη πιθανή χρονολογία (terminus post quem) για τους Πέντε Αγίους των Αραβράκων (των οποίων ο Άγιος Ευγένιος δεν στάλθηκε στην Πιτυούντα), πολύ πιο κοντά στην περίοδο 286-310, στην οποία ανήκει θεωρητικά.
Με βάση αυτές τις υποθέσεις, μπορούμε να προτείνουμε ένα πιθανό σενάριο για τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις λατρείες για τους δύο Άγιους Ευγένιους. Μετά το 407 η Τραπεζούς «δανείστηκε» τον Άγιο Ευγένιο, τον νεαρότερο από τους μάρτυρες των Αραβράκων. Από τη δική του, ή από την αυθεντική ιστορία των Αραβράκων, ξεπήδησε και εκείνη των Επτά Αδελφών της Λαζικής. Τον 6ο αιώνα ήταν πια αρκετά καλά εδραιωμένος στην Τραπεζούντα, ώστε να έχει υδραγωγείο που πήρε το όνομά του. Ήρθε και ο Άγιος Ευστράτιος, κάποια στιγμή πριν από το 1223, αλλά οι σχέσεις του με τον Άγιο Ευγένιο στην Τραπεζούντα δεν είναι γνωστές.
Ο Λαζαρόπουλος αναφέρει παράδοση περίεργης εξέλιξης κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βασιλείου Α’ (867-86). Τα γενέθλια του Αγίου Ευγενίου (τώρα σταθερά της Τραπεζούντας παρά των Αραβράκων) αποκαλύφθηκαν τότε σε όνειρο ότι ήσαν στις 24 Ιουνίου. Όπως επισημαίνει ο Ζανέν, η 24η Ιουνίου είναι πολύ πιο βολική ημέρα για γιορτή και πανηγύρι από εκείνη που τηρούνταν μέχρι τότε, την ημέρα του μαρτυρίου του στις 21 Ιανουαρίου. Υποστηρίζει ότι ο πραγματικός λόγος για την αλλαγή μπορεί να έχει σχέση με τα ετήσια καραβάνια που έφερναν εφόδια για το μοναστήρι του Αγίου Ευγενίου από την Παϊπέρτη (Μπαϊμπούρτ), τα οποία δεν θα μπορούσαν να κάνουν το ταξίδι για γιορτή και πανηγύρι μέσα στο καταχείμωνο. Ο Ζανέν επεσήμανε επίσης ότι η 24η Ιουνίου ήταν επίσης μια μάλλον πιο σημαντική γιορτή στον βυζαντινό κόσμο, εκείνη του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.23 Δεν παρατήρησε όμως ότι ήταν και η γιορτή του τοπικού ανταγωνιστή του Αγίου Ευγενίου, του Αγίου Ορεντίου Ριζαίου, αρχηγού των Επτά Αδελφών της Λαζικής. Μόνο να υποθέσει μπορεί κανείς τι σήμαινε ίσως όλο αυτό. Μήπως ότι ο Άγιος Ορέντιος εκμεταλλευόταν την ημέρα του Αγίου Ιωάννη και γινόταν τέτοιος καλοκαιρινός αντίπαλος του Αγίου Ευγενίου, που ο Άγιος Ευγένιος έπρεπε με τη σειρά του να οικειοποιηθεί το πανηγύρι του Αγίου Ορέντιου; Αλλά η γιορτή έγινε κάτι σαν ποντιακή εθνική εορτή. Μια παραμονή των εορτών των Αγίου Ιωάννη, Αγίου Ορεντίου και Αγίου Ευγενίου, πολύ μετά την αναχώρηση των Ελλήνων, ο Ουίνφιλντ παρατήρησε Τουρκάλες να λούζονται κάτω από την Αγία Σοφία στην Τραπεζούντα, μοναδικό γεγονός. Του είπαν ότι ήταν έθιμο της πόλης.
Το σημείο καμπής υπέρ του Αγίου Ευγενίου της Τραπεζούντας μπορεί όμως να ήρθε με την ανοικοδόμηση από τον Βασίλειο Β’ της μονής του Αγίου Ευγενίου εκεί το 1021-22.24 Τα Αράβρακα δεν είχαν ποτέ τέτοια αυτοκρατορική προστασία. Ακολούθησε το ξαναγράψιμο των Βίων των Τεσσάρων Αγίων της Τραπεζούντας από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Ξιφιλίνο (1064-75), ο οποίος έκανε για τον μύθο αυτό που είχε κάνει έναν αιώνα πριν ο Συμεών Μεταφραστής για τον τόπο της ιστορίας των Αραβράκων. Ο Ξιφιλίνος καταγόταν από την Τραπεζούντα.25 Έκανε για την Τραπεζούντα εκείνο που ήταν ο Άγιος Τρύφων για τη Νίκαια και ο Άγιος Δημήτριος για τη Θεσσαλονίκη. Αυτό θα δημιουργούσε έντονα προβλήματα, έστω και ταυτότητας, αν οι Σελτζούκοι δεν έδιναν ταυτόχρονα τέλος στο ιερό των Αραβράκων, από το οποίο η Τραπεζούς είχε διασώσει έναν άγιο. Στη συνέχεια, ήταν προς το συμφέρον των Γαβράδων και των Μεγάλων Κομνηνών να μην αναβιώσουν τη λατρεία των Αραβράκων. Οικονομικά, ο Άγιος Ευγένιος μπορεί ακόμη και να οικειοποιήθηκε τα κτήματα του Αγίου Ευστρατίου στα Χερίανα, απ’ όπου τώρα προμηθευόταν εφόδια. Αλλά η εκδίκηση των Αραβράκων είναι ότι, παρ’ όλη την προπαγάνδα του 14ου αιώνα των Λουκίτη και Λαζαρόπουλου, ο Άγιος Ευγένιος Αραβράκων και όχι ο Άγιος Ευγένιος Τραπεζούντας, ήταν εκείνος που εικονιζόταν και τιμούνταν σε όλο τον υπόλοιπο βυζαντινό κόσμο, στη Σερβία και στην Ιταλία.
Πρέπει να επιστρέψουμε από αυτήν την αναγκαστικά περίπλοκη παράκαμψη στο ερώτημα πού βρίσκονταν στην πραγματικότητα τα Αράβρακα. Η παρατήρηση του Κουμόντ εξακολουθεί να ισχύει: «Η κατάκτηση των Σελτζούκων πρέπει να έφερε την καταστροφή τους, αλλά θα ήταν έκπληξη αν τίποτε σήμερα δεν έδειχνε τη θέση του ρωμαϊκού στρατοπέδου ή εκείνη της βυζαντινής εκκλησίας».26 Αρχικά οι συγγραφείς συμφωνούσαν ότι τα Κελώρα, που περιγράφονται πιο κάτω, ίσως ήσαν τα Αράβρακα του Αγίου Ευστρατίου.27 Αλλά τώρα συμφωνούν ότι διαφωνούν σχετικά με την πιθανή τοποθεσία των Αραβράκων, εκτός από το ότι δεν είναι τα ίδια τα Κελώρα. Παίρνουν θάρρος από το γεγονός ότι ο πολύ πιο σημαντικός χώρος προσκυνήματος των Ευχάιτων προτάθηκε ότι ήταν το σύγχρονο Αβχάτ μόλις το 1910 και επιβεβαιώθηκε ως τέτοιος το 1972.28 Η φύση των τοποθεσιών που αναζητούμε είναι αρκετά σαφής: Ρωμαϊκό στρατόπεδο, vicus και εκκλησία. Το ίδιο και η περιοχή, δηλαδή δύο μέρες, ή 45 με 50 ρωμαϊκά μίλια, δυτικά των Σατάλων στον δρόμο της Νικόπολης, και όχι πολύ κοντά στα Χερίανα. Οι πιθανές τοποθεσίες που περιγράφονται πιο κάτω είναι: (1) Μεγάλη, παλαιοβυζαντινή βασιλική με ψηφιδωτό και στοιχεία εγκατάστασης στο Ασάγι Ακτσαλί (κοινώς αποκαλούμενο με το παλαιότερο όνομα Χαϊντουρούκ), 42 χλμ. δυτικά των Σατάλων και 4 χλμ. ανατολικά των Κελώρων. (2) Μεγάλο και μικρό ρωμαϊκό και πρωτο-βυζαντινό στρατόπεδο, το Καλούρ Καλέ, 50 χλμ. δυτικά των Σατάλων και 4 χλμ. δυτικά του Καλούρ. Και (3) Ρωμαϊκό και πρωτο-βυζαντινό κάστρο και vicus (χωριό), χωρίς ίχνη εκκλησίας, στο Άβαρακ (Χατζηαχμέτογλου), 81 χλμ. δυτικά των Σατάλων και 35 χλμ. κατάντη των Κελώρων. Οι μετρήσεις είναι όπως πετάει το κοράκι [στην ευθεία], αλλά η κοιλάδα του Λύκου είναι σχετικά εύκολη.
Ο Ουίνφιλντ ευνοεί το Καλούρ Καλέ ως στρατόπεδο και σταθμό αλλαγής αλόγων των Αραβράκων και το κοντινό Ασάγι Ακτσαλί ως vicus (χωριό) και χώρο της προσκυνηματικής εκκλησίας του Αγίου Ευστρατίου. Αυτό ταιριάζει καλά με τα Οδοιπορικά Αντωνίνου και τις οδηγίες του Συμεών Μεταφραστή, και εξηγεί τα ερείπια εκείνου που προφανώς ήταν πρωτο-βυζαντινή βασιλική κάποιας ποιότητας, η οποία είναι μοναδική στον Πόντο.
Το επιχείρημα του Μπράιερ είναι ότι μια τοποθεσία που ονομάζεται Άβαρακ στην περιοχή δεν μπορεί να αγνοηθεί και ότι η παρουσία της πρέπει να υπερισχύει των όχι απαραίτητα αξιόπιστων πληροφοριών των Οδοιπορικών Αντωνίνου και του Μεταφραστή του 10ου αιώνα, οι οποίες πρέπει απλώς να φτιαχτούν ώστε να της ταιριάζουν. Στην πραγματικότητα δεν τα πηγαίνει τόσο άσχημα, και αν το Άβαρακ είναι τα Αράβρακα, το Καλούρ Καλέ γίνεται Suisa. Τοπικά καθιερωμένα ονόματα, όπως Σάταλα (Σαντάκ) και Χερίανα (Σιράν), επιβίωσαν σε αυτήν την περιοχή, και τα Ευχάιτα έλειπαν για τόσον καιρό μόνο επειδή αγνοήθηκε ένα χωριό που ονομάζεται Αβχάτ. Η ορθογραφία του τόπου του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου ως Ἀραβακηνῶν πόλις29 επιβεβαιώνει τη βυζαντινή προφορά του ως «Αράβρακα», στο οποίο το Άβαρακ αντιστοιχεί μάλλον περισσότερο από τις άλλες επιβιώσεις που αναφέραμε. Ένας άλλος παράγοντας είναι ότι αν η έδρα Κάμαχας των Αραβράκων βρισκόταν κοντά στα Κελώρα, θα απείχε μόλις 13 χλμ. από την επισκοπή Χεριάνων (ας πούμε, στο Ουλουσιράν) της Τραπεζούντας, ενώ η υπαγόμενη επισκοπή Χαλαίου θα ήταν μόλις 28 χιλιόμετρα μακριά, αν ήταν εγκατεστημένη στο, ή κοντά στο, σύγχρονο Κελκίτ. Η τοποθεσία Άβαρακ έχει το πλεονέκτημα ότι βγάζει την επισκοπή Κάμαχας των Αραβράκων από τις παρυφές των μητροπολιτικών επισκοπών της Τραπεζούντας και της δίνει χώρο κοντά στην Κολώνεια, της οποίας η θέση ήταν δυνατό σημείο.
Το κραυγαλέο μειονέκτημα της τοποθεσίας Άβαρακ είναι ότι δεν υπάρχει κανένα σημάδι εκκλησίας εκεί. Ούτε όμως υπάρχει στο Αβχάτ εκείνο που πρέπει να ήταν μια πολύ υπέροχη βασιλική του Αγίου Θεοδώρου του Τύρου των Ευχαΐτων.30 Το λαμπρό πλεονέκτημα των τοποθεσιών Καλούρ είναι ότι υπάρχει μια πολύ όμορφη βασιλική εκεί, Και αν δεν είναι του Αγίου Ευστρατίου, τότε ποια είναι; Ο αναγνώστης πρέπει να αποφασίσει μόνος του, αλλά μόνο η περαιτέρω εξερεύνηση ή η ανακάλυψη μιας επιγραφής μπορεί πραγματικά να κρίνει το θέμα.
Το γεγονός ότι η μοναστική ζωή αναβίωσε στα Χερίανα, αφού οι Σελτζούκοι πιθανώς λεηλάτησαν τον Άγιο Ευστράτιο, λέει πολλά για την αντεπίθεση του Αγίου Θεοδώρου Γαβρά και της οικογένειάς του, δουκών της Χαλδίας. Όμως οποιοδήποτε εμφανές μοναστήρι δεν μπορεί να είχε διαρκέσει περισσότερο από έναν αιώνα, πριν γίνει με τη σειρά του στόχος των Ντανισμέντ, και η ζωή του 12ου αιώνα στις παραμεθόριες περιοχές των Χεριάνων δεν μπορεί να ήταν ασφαλής. Ίσως σε αυτήν την περίοδο θα έπρεπε να αποδοθεί το ζωγραφισμένο και οχυρωμένο παρεκκλήσι στην Ταρσό, που περιγράφεται πιο κάτω. Εν πάση περιπτώσει, ο Λαζαρόπουλος περιγράφει το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Χαίνου στα Χερίανα, που ιδρύθηκε από «τους ευγενέστερους των Γαβράδων», σαν να ήταν νεκρό τον 14ο αιώνα.31 Αυτή η μνημόνευση των Γαβράδων πρέπει να αναφέρεται στους τρεις δούκες Γαβράδες της Χαλδίας (περίπου 1067-1140), παρά στα ασήμαντα μέλη της οικογένειας που εμφανίζονται στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, και πιθανώς «ο πιο ευγενής» είναι ο ίδιος ο Άγιος Θεόδωρος Γαβράς (πεθ. στη Θεοδοσιούπολη [Ερζερούμ] το 1098).32 Στην παύση του 12ου αιώνα μεταξύ των επιδρομών των Σελτζούκων και των Ντανισμέντ στην περιοχή, ο Άγιος Γεώργιος απολάμβανε ένα κληροδότημα πολλών χωριών των Χεριάνων, που ήσαν εύπορα, και πολύ εύφορης καλλιεργήσιμης γης. Καθώς οι Σελτζούκοι, είχαν προφανώς αποκόψει τις διαδρομές προς Παϊπέρτη (Μπαϊμπούρτ), απ’ όπου το μοναστήρι του Αγίου Ευγενίου στην Τραπεζούντα προμηθευόταν μέχρι τότε τα εφόδιά του, αυτό άλλαζε τώρα τη διαδρομή ανεφοδιασμού του προς τα Χερίανα και ένα ετήσιο ανοιξιάτικο καραβάνι από τον Άγιο Ευγένιο, με επικεφαλής τον ηγούμενό του και έναν ανώτερο μοναχό, ταξίδευε από την Τραπεζούντα στα Χερίανα, για να προμηθευτεί βούτυρο και τυρί από το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Χαίνου. Μια χρονιά οι ηγούμενοι του Αγίου Ευγενίου και του Αγίου Γεωργίου –ο Μελέτιος και ο Ιωαννίκιος– έτυχε να είναι αδέλφια.33
Ο Άγιος Γεώργιος (και ο Άγιος Ευγένιος Τραπεζούντας) ίσως είχαν θριαμβεύσει επί της μνήμης του Αγίου Ευστρατίου κατά τον 12ο αιώνα. Ο Κανδηλάπτης τοποθετεί, χωρίς επιχειρήματα, το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο κάστρο της Λευκόπετρας, που υποτίθεται ότι είχε αρχαία τείχη και βρισκόταν πάνω από τη λαξευμένη στον βράχο μονή των Κελώρων.34 Η Λευκόπετρα γίνεται έτσι πιθανότατα το μεταγενέστερο ελληνικό όνομα για το Καλούρ Καλέ (το στρατόπεδο Αραβράκων του Ουίνφιλντ, η Suisa του Μπράιερ). Αν το Ασάγι Ακτσαλί είναι ο Άγιος Ευστράτιος των Αραβράκων, τότε η μετατόπιση μιας ευάλωτης μοναστηριακής τοποθεσίας από την πεδιάδα σε οχυρό θα ήταν λογική σε αυτή τη συγκυρία. Αλλά τα Κελώρα υπερηφανεύονται επίσης για ένα εντυπωσιακό μοναστήρι λαξευμένο σε βράχο. Είναι το πιο νότιο παράδειγμα της γνώριμης ποντιακής παράδοσης μιας ιερής σπηλιάς-εκκλησίας (στην προκειμένη περίπτωση, δύο τέτοιων) κομμένης στην όψη γκρεμού, που αργότερα θωρακίστηκε από σειρά μοναστηριακών κτιρίων. Η Μονή Κελώρων, όπως είναι, ιδρύθηκε από τον επίσκοπο Νικόπολης Ιερεμία Γεωργιάδη το 1848, υποτίθεται ως επανίδρυση μεσαιωνικού μοναστηριού. Τα σωζόμενα μοναστηριακά κτίρια χρονολογούνται σίγουρα από τότε, και η μεγάλη σπηλιά-εκκλησία (που έχουμε δημοσιεύσει αλλού), φαίνεται ότι είχε κοπεί τότε, παρά τους αρχαϊσμούς του σχεδιασμού και τον ξεχωριστό «καππαδοκικό» αέρα γύρω της. Αλλά το σκάψιμό της θα είχε αναπόφευκτα αφαιρέσει ένα μικρότερο μεσαιωνικό παρεκκλήσι. Έτσι το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου θα μπορούσε να βρισκόταν είτε στη θέση Κελώρα, είτε στο Καλούρ Καλέ (Λευκόπετρα ;) εκεί κοντά. Τέτοιες ταυτίσεις εξαρτώνται από την ακρίβεια της προφορικής παράδοσης που κατέγραψε ο Κανδηλάπτης στην περιοχή τα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα.35
Ας συνοψίσουμε την, πολύ δοκιμαστική, προτεινόμενη ακολουθία μας για τη μοναστηριακή ιστορία στον άνω Λύκο. Στο ρωμαϊκό στρατόπεδο Αράβρακα του 2ου αιώνα προστέθηκε ένα κέντρο προσκυνήματος του Αγίου Ευστρατίου, ίσως τον 4ο αιώνα. Τα Αράβρακα μπορεί να βρίσκονταν είτε στην περιοχή Κελώρα, είτε κατάντη στο Άβαρακ. Όμως οι επιδρομές των Σελτζούκων κατέστρεψαν το ιερό του Αγίου Ευστρατίου και η Τραπεζούς ίσως «δανείστηκε» έναν από τους συντρόφους του, τον Άγιο Ευγένιο, κι έτσι η λατρεία του δεν θα μπορούσε να αναβιώσει στην πατρίδα του. Αντίθετα, η αντεπίθεση του Γαβρά δημιούργησε ένα νέο μοναστήρι στην περιοχή, τον Άγιο Γεώργιο, μέσα ή κοντά στα Κελώρα, ενώ στην Ταρσό ίσως χτίστηκε ένα άλλο, επίσης τον 12ο αιώνα. Αλλά ο Άγιος Γεώργιος, τουλάχιστον, δεν επέζησε των Ντανισμέντ, ενώ ο άνω Λύκος μόλις το 1848 ησύχασε αρκετά, ώστε να αναβιώσει ο μοναχισμός στα Κελώρα.
Εκκλησιαστικά, υπάρχει ακόμη μια επισκοπή για συζήτηση. Έχουμε ήδη σημειώσει τις έδρες Χεριάνων και Αραβράκων του 10ου αιώνα, υπαγόμενες στους ανταγωνιζόμενους μητροπολίτες Τραπεζούντος και Κάμαχας, για να μη μιλήσουμε για την πιθανή μεταγενέστερη Ρωμαιοκαθολική έδρα. Αλλά από τον 10ο αιώνα η Τραπεζούς καυχιόταν επίσης για υπαγόμενη επισκοπή που γράφεται ως Χαλαίου, Χαχαίου, Χαλροῦ, Χαλίου, Χαχθαίου ή Χαχαίου. Το 1670 αυτή η έδρα προσδιοριζόταν ως τὸ λεγόμενον Καλκέτι, και το 1737 ως τὸ νῦν λεγόμενον Κελκέτ.36 Αυτό έχει προκαλέσει κάποια σύγχυση, γιατί είναι φυσικό να ταυτίζεται το Χαλαίου με την πόλη Κελκίτ, στη μέση της διαδρομής μεταξύ Σατάλων και σύγχρονου Σιράν. Αλλά, όπως το Σιράν, έτσι και το σύγχρονο Κελκίτ είναι οθωμανικό διοικητικό δημιούργημα. Οι καζάδες του Σιράν και του Κελκίτ μεταφέρθηκαν από τη διοίκηση του Ερζιντζάν σε εκείνη της Γκουμούσχανε μόλις το 1888. Κελκίτ είναι το διοικητικό όνομα του Τσιφτλίκ (που το ίδιο δεν είναι παλιό όνομα) και είναι δύσκολο να γνωρίζουμε τι σήμαινε «Κελκίτ» το 1670 και το 1737. Ο Μπέης ήθελε να τοποθετήσει την επισκοπική έδρα Χαλαίου στο χωριό Πίσκι (Μπιζγκιλί), κοντά στο Κελκίτ, αλλά δεν υπάρχει εκκλησία εκεί.37 Όμως αν το Χαλαίου είναι στην πραγματικότητα «Κελκίτ», θα πρέπει, όπως και η σύγχρονη πόλη, να πήρε το όνομά του από τον Κελκίτ Τσάι, τον ποταμό Λύκο. Αυτό που είναι ενδιαφέρον, είναι ότι τόσο μεγάλη ήταν η φύση της μετανάστευσης των Αρμενίων στα δυτικά από τον 10ο αιώνα, που οι Τούρκοι κληρονόμησαν την αρμενική, παρά την ελληνική, εκδοχή του ονόματος: Γκαΐλ Γκετ (Καΐλ Κετ στα δυτικά αρμενικά), ή «ποταμός Λύκος».38 Επομένως η επισκοπή Χαλαίου θα έπρεπε να αναζητηθεί οπουδήποτε κατά μήκος του Λύκου (Κελκίτ), αλλά όχι πολύ δυτικά, γιατί θα καταπατούσε τις επισκοπές Κολώνειας και Αραβράκων, ούτε πολύ νότια, γιατί θα περνούσε στα εδάφη της μητρόπολης Κάμαχας, ούτε πολύ ανατολικά, γιατί ο Λύκος γίνεται ασήμαντος πέρα από το ίδιο το Κελκίτ. Ούτε μπορεί να τοποθετηθεί στα Χερίανα. Στην πραγματικότητα, μέσω εξάλειψης, μια τοποθεσία επί του ποταμού, ακριβώς ή κοντά στο σύγχρονο Κελκίτ, θα ήταν λογική για την επισκοπή Χαλαίου.
Τα ίδια τα Χερίανα είναι άπιαστα. Ο Λαζαρόπουλος τους δίνει τον τίτλο χώρα και ο Πανάρετος δείχνει ότι ήταν το είδος του τόπου που μπορούσε να πολιορκηθεί.39 Όπως το Κελκίτ, το Σιράν, η σύγχρονη πρωτεύουσα της περιοχής, ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα και δεν εμφανίζεται στους χάρτες πριν από τον 19ο αιώνα. Το Ουλουσιράν, 6 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά του σύγχρονου Σιράν, είναι ο προφανής υποψήφιος. Ο εκεί οχυρωμένος λόφος αντιπροσωπεύει ξεκάθαρα προϊστορική τοποθεσία που είχε ρωμαϊκή ιστορία (ίσως ως Cunissa, βλ. σελ. 25) και ήταν τειχισμένη στους Βυζαντινούς χρόνους. Συζητιέται πιο κάτω, αλλά είναι μικρό μέρος.
Ορατό από το Ουλουσιράν και περίπου 8 χλμ. μακριά στις 340°, υπάρχει πολύ μεγαλύτερο κάστρο, το Μούμια Καλέ, του οποίου τα τείχη περικλείουν περίπου 10 στρέμματα (2½ acres). Τα όστρακα, τα κεραμίδια και μέρος των τειχών υποδηλώνουν πρώιμο μεσαιωνικό οικισμό, ενώ τα υπόλοιπα τείχη φαίνεται ότι είναι ύστερα μεσαιωνικά. Υπάρχουν και άλλες οχυρώσεις στους γύρω λόφους που αναφέρθηκαν από χωρικούς: Το Κοζάνκαλε, 3 περίπου χλμ. δυτικά του Μούμια Καλέ, λέγεται ότι είναι ερειπωμένο και χωρίς ίχνη εκκλησίας. Το Τσουλτζούρα Καλέ λέγεται ότι είναι μικρό παρατηρητήριο πάνω σε βράχο, 2 περίπου χλμ. βορειοανατολικά του Μούμια Καλέ. Και ερείπια εκκλησιών (πιθανόν του 19ου αιώνα, αλλά ίσως μεσαιωνικών) κοντά στο Πάρντι, όπου λέγεται ότι υπάρχουν δύο ερειπωμένες, και στο Kέπτσελι, που βρίσκεται μεταξύ Ουλουσιράν και Μούμια Καλέ στη δυτική πλευρά της κοιλάδας. Ανατολικά της κοιλάδας λέγεται ότι δεν υπάρχουν ίχνη σήμερα από την εκκλησία στο Μαυρολίθι (τώρα Καρακαγιά).40
Το Μούμια Καλέ είναι το πιο τρομερό σε αυτήν την πλατιά και εύφορη κοιλάδα και έπρεπε να καταληφθεί από οποιαδήποτε δύναμη, τραπεζούντια ή τουρκμενική, ήθελε να ελέγξει τα Χερίανα και τις πηγές του Λύκου. Το ίδιο το όνομα Ουλουσιράν και η εμφανής υψηλή αρχαιότητα του τόπου, του δίνει όμως εξίσου ισχυρή αξίωση για ταύτιση με τα Χερίανα. Ίσως ο Πανάρετος και ο Λαζαρόπουλος εννοούν με το «Χερίανα», ολόκληρη την οχυρωμένη κοιλάδα Ουλουσιράν- Μούμια Καλέ, Δεν υπάρχει οριστικό συμπέρασμα.
Το όνομα Μούμια Καλέ είναι μοναδικό. Σημαίνει την ουσία μούμια (ελλ. μουμία, τουρκ. mumya). Τις θεραπευτικές ιδιότητες αυτής της ουσίας εκτιμούσαν ιδιαίτερα στον αραβικό κόσμο και, αργότερα, στη μεσαιωνική Δύση. Η ουσία μούμια περιλαμβανόταν σε ένα τουλάχιστον αραβικό διπλωματικό δώρο σε Βυζαντινό αυτοκράτορα, τον Ρωμανό Β’. Η ορυκτή μούμια είναι ασφαλτούχα πίσσα, που μοιάζει με τη ρητινώδη ουσία που χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατο. Το υποκατάστατο λαμβανόταν σφυροκοπώντας τις αιγυπτιακές μούμιες, των οποίων τα υγρά ταρίχευσης, ιατρικά ανακυκλωμένα, τους έδωσαν το όνομά τους. Όμως η αληθινή ουσία μούμια δεν έχει καμία σχέση με τις αιγυπτιακές μούμιες, αν και οι πρώιμοι Τούρκοι φαίνεται ότι είχαν μουμιοποιήσει τους διακεκριμένους νεκρούς τους σε αυτήν την περιοχή: ίσως μια πριγκίπισσα στο Μαμαχατούν (Δερξηνή) και έναν «Μούμια Ντεντέ», τον οποίο ο περίεργος επισκέπτης μπορεί ακόμη να συναντήσει στο Χαρπούτ. Την αληθινή μούμια την έπαιρναν, και την παίρνουν, κυρίως από στάλαγμα σε σπηλιά κοντά στο Σιράζ στην Περσία, αλλά μια ιατρική πραγματεία του 14ου αιώνα αναφέρει ότι την έπαιρναν επίσης από βυζαντινά μέρη, όπου ήταν πιο ανοιχτόχρωμη και χρησιμοποιούνταν λιγότερο.41 Το όνομα Μούμια Καλέ είναι τόσο συγκεκριμένο, που η τοποθεσία πρέπει να προταθεί ως μία από τις βυζαντινές πηγές της ουσίας μούμια. Η περιοχή είναι πολύ πλούσια σε ορυκτές πηγές και σε κοντινή απόσταση έχει εξορυχθεί χαλκός, αλλά πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν είχαμε αναφορές για την ίδια τη μούμια, της οποίας οι ιδιότητες μπορεί να μην είναι γνωστές στους σύγχρονους κατοίκους των Χεριάνων.
Τα Χερίανα ήσαν ξεκάθαρα ελληνικός θύλακας με δικό τους επίσκοπο, το νοτιότερο φυλάκιο του Ποντιακού ελληνικού οικισμού μέχρι αυτόν τον αιώνα. Περιστοιχίζονταν κατά μήκος της κοιλάδας του Λύκου από αρμενικούς οικισμούς, από τον 10ο αιώνα. Το καθεστώς των Χεριάνων κατά την περίοδο της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας είναι όμως προβληματικό. Γεωγραφικά βρίσκονταν σε απόσταση από την αυτοκρατορική εξουσία, νότια του ημιανεξάρτητου θέματος Χαλδίας και χωρίζονταν από εκείνο από οροσειρά την οποία αστυνόμευαν τα κάστρα της Γόλαχας και της Σολόχαινας. Δεν είναι γνωστά ως διοικητική μονάδα της αυτοκρατορίας και μάλιστα η εκτεθειμένη τους θέση, κοντά στην τουρκική ή τουρκμενική Κολώνεια και με όψη προς την Κελτζηνή (Ερζιντζάν) προς νότο, πιθανότατα εξασφάλιζε ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν κανονικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Προτείνουμε ότι ήταν ένα είδος χριστιανικής ουδέτερης ζώνης, με τραπεζούντιο προτεκτοράτο η αποτελεσματικότητα του οποίου εξαρτιόταν από δύο παράγοντες: Την κίνηση των Τουρκμένων Τσέπνι στα βουνά μεταξύ Χαλδίας και Χεριάνων, οι οποίοι μπορούσαν να το απομονώσουν από την ίδια την Αυτοκρατορία. Και τις σχέσεις των Τραπεζουντίων με ηγεμόνες στα νότια, ιδιαίτερα εκείνους του Ερζιντζάν.
Όσο για τα Χερίανα του 13ου αιώνα, είναι αδύνατο να καταλήξουμε σε κάποιο συγκεκριμένο συμπέρασμα εκτός από το ότι, μετά την πτώση των Σαλτούκ (και των Ντανισμέντ), ίσως είχαν περάσει στη σφαίρα της Τραπεζούντας για κάποια περίοδο μετά το 1223.42 Όμως, την εποχή της μάχης του Κιοσέ Νταγ, που διεξήχθη το 1243 σε σημείο μεταξύ Χεριάνων και Ερζιντζάν, και τα δύο μέρη είχαν πιθανώς περιέλθει στη σφαίρα των Σελτζούκων και στη συνέχεια θα πήγαιναν σε εκείνη των κυβερνητών του Ιλχανάτου στο Ερζιντζάν.
Το ίδιο το Ερζιντζάν ήταν κάτι σαν πολιτιστική ουδέτερη ζώνη. Οι μουσουλμάνοι ηγεμόνες του είχαν συντριπτική πλειοψηφία Αρμενίων υπηκόων (των οποίων ο επίσκοπος είχε κάποια πολιτική επιρροή). Οι Έλληνες χριστιανοί του τόπου τα πήγαιναν λιγότερο καλά, ενώ στο Ερζιντζάν έτειναν να εκτελούν δημοσίως Ρωμαιοκαθολικούς ιεραποστόλους.43 Στα μέσα χρόνια του 14ου αιώνα, οι μουσουλμάνοι ηγεμόνες (και πιθανώς οι Αρμένιοι υπήκοοι) του Ερζιντζάν ήσαν γενικά εχθρικοί προς την ελληνική Τραπεζούντα. Για παράδειγμα, το 1348, ο αχή Άινα Μπεγκ του Ερζιντζάν εισέβαλε στην Τραπεζούντα, έχοντας συγκροτήσει συμμαχία με τους ηγεμόνες της Μπαϊμπούρτ, τους Ακ Κογιουνλού και τους Τσέπνι Τουρκμένους. Το 1362 ο αχή απέτυχε εξίσου να πολιορκήσει το κάστρο Γόλαχα που φρουρεί τον δρόμο από τα Χερίανα προς τη Χαλδία. Υπήρχαν Τσέπνι στην κοιλάδα του Φιλαβωνίτη, των οποίων το χειμερινό στρατόπεδο λεηλάτησε ο Αλέξιος Γ΄ στις αρχές Μαρτίου του 1380, αλλά οι σύμμαχοι των Τσέπνι του αχή το 1348 πιθανότατα έρχονταν από αλλού, στην πραγματικότητα γύρω από τη Γόλαχα. Ο Κλαβίχο δίνει την απάντηση που κρύβεται και στον Πανάρετο. Το 1404 ο Κλαβίχο διαπίστωνε ότι τη σύνδεση μεταξύ Χεριάνων και Τραπεζουντιακής Χαλδίας, μεταξύ Διπόταμου (Ικισού) και Αλανγκόγκατσα (δηλαδή της σύγχρονης Αλάνσα, 7 χλμ. βορειοδυτικά του Κελκίτ), τρομοκρατούσαν, αλλά δεν κρατούσαν αποτελεσματικά, οι “chapenis” (δηλαδή Τσέπνι Τουρκμένοι).44 Τα προϊόντα των Χεριάνων ήσαν, όπως αποκαλύπτει ο Λαζαρόπουλος, ποιμενικά: βούτυρο και τυρί. Στο Ακμπουλάκ, κοντά στο Μούμια Καλέ, οι χωρικοί μιλούν σήμερα για Τσέπνι στους καλοκαιρινούς βοσκοτόπους μεταξύ αυτού του μέρους και της Σολόχαινας (Σορούγιανας, άλλου κάστρου που φρουρούσε τη διαδρομή Χαλδίας-Χεριάνων) ―όπου αναφέρονται και σήμερα― και παραθέτουν τοπικά τοπωνύμια Τσέπνι. Λέγεται επίσης ότι υπάρχουν πέτρες-ορόσημα στο Ακμπουλάκ-Σορούγιανα γιαγλά με σημαδεμένα, ή σκαλισμένα, λευκά κεφάλια προβάτου, που λέγεται ότι είναι το έμβλημα των Ακ Κογιουνλού («Λευκών Προβάτων»).45 Αυτοί οι Τσέπνι ήσαν αποδιοργανωμένοι. Ο Πανάρετος δεν δίνει ποτέ ονόματα ηγετών, με τους οποίους οι Μεγάλοι Κομνηνοί θα είχαν διαπραγματευτεί. Θα ήσαν κυρίως επικίνδυνοι τον χειμώνα, όταν θα αναζητούσαν βοσκή στις κατοικημένες περιοχές. Το δίλημμα που αντιμετώπιζαν οι Μεγάλοι Κομνηνοί θα ήταν ότι, εμποδίζοντάς τους να κατεβαίνουν προς την ακτή, σε επικράτεια απευθείας ελεγχόμενη από τους Τραπεζούντιους, θα τους ανάγκαζαν να περνούν στη νότια πλευρά των βουνών, για να απειλούν τους χριστιανούς καλλιεργητές των πηγών του Λύκου και της πεδιάδας των Χεριάνων. Το πρώτο μέλημα των Μεγάλων Κομνηνών θα ήταν να προστατεύσουν τους δικοὐς τους υπηκόους, αλλά υπάρχουν στοιχεία ότι ανησυχούσαν και για το «προτεκτοράτο» στα Χερίανα. Εδώ η ελληνική εκκλησία και ο οικισμός φαίνεται ότι είχαν επιβιώσει, όντας αποκομμένοι από τους Μεγάλους Κομνηνούς λόγω της παρέμβασης των Τσέπνι στους βοσκοτόπους. Οι Έλληνες στα Χερίανα θα ήσαν συγκριτικά ασφαλείς, εκτός αν οι Τσέπνι συμμαχούσαν με πιο τρομερές τουρκικές δυνάμεις ή αναγκάζονταν να κατέβουν στην πεδιάδα από τους Μεγάλους Κομνηνούς ή κατά τη διάρκεια ιδιαίτερα κακών χειμώνων. Το πρώτο συνέβη το 1348, όταν το Ερζιντζάν χρησιμοποίησε τους Τσέπνι. Η εμπειρία σίγουρα επιτάχυνε τη συμμαχία Τραπεζουντίων-Ακ Κογιουνλού τέσσερα χρόνια αργότερα, η οποία απομόνωσε τους Τσέπνι από τους συμπατριώτες τους Τουρκμένους, που ήσαν μέρος του σχεδίου εισβολής του 1348.
Τον Αύγουστο του 1355 η Τραπεζούς μπόρεσε να περάσει στην επίθεση, αλλά δεν ήταν καλό απλά να οδηγήσει τους Τσέπνι στα Χερίανα. Και οι δύο πλευρές της οροσειράς έπρεπε να ασφαλιστούν. Επομένως «ο Ιωάννης Καβαζίτης, δούξ της Χαλδίας, εξόρμησε με τον στρατό του και κατέλαβε τα Χερίανα και τα πήρε».46 Την ίδια περίοδο «απελευθερώθηκε» η Σολόχαινα, στη βόρεια πλευρά των βουνών. Αλλά στις 27 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, συνεχίζει ο Πανάρετος, «ξεκινήσαμε —μέσω διαβολικής συμπαιγνίας— με τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ’] εναντίον των Χεριάνων. Αρχικά λεηλατήσαμε, πολιορκήσαμε και πήραμε αιχμαλώτους, αλλά κατά την έκτη περίπου ώρα τραπήκαμε σε ντροπιαστική φυγή, όταν μάς κατεδίωξαν μερικοί Τούρκοι. Τότε μάλιστα σκοτώθηκαν πενήντα περίπου χριστιανοί, ενώ χάθηκαν και άλογα πολλά και συνελήφθη αιχμάλωτος ο Ιωάννης Καβαζίτης, ο δούκας τής Χαλδίας. Αν δεν ήταν μαζί μας ο Κύριος, τότε εγώ ο ίδιος [δηλαδή ο Μιχαήλ Πανάρετος] θα είχα χαθεί. Αλλά από την εύνοια τού Θεού το άλογό μου ήταν δυνατό και ακολουθώντας από κοντά τον αυτοκράτορα, ελευθερωθήκαμε και φτάσαμε στην Τραπεζούντα ύστερα από τρεις ημέρες».47 Τρεις ημέρες, πρέπει να σημειωθεί, είναι κάτι σαν μεσαιωνικό αρχείο για τη διαδρομή. Ο Κλαβίχο χρειάστηκε έξι ημέρες για αυτήν. Η δεύτερη καταστροφή ήρθε στις 13 Ιανουαρίου 1373, όταν ο Αλέξιος Γ΄ «ξεκίνησε πάλι εναντίον των Χεριάνων, και οι δυνάμεις μας κατατροπώθηκαν όταν έπεσε πολύ χιόνι και σφοδρή καταιγίδα. Σκοτώθηκαν εκατόν σαράντα χριστιανοί, κάποιοι σφαγμένοι από σπαθιά, ενώ κάποιοι άλλοι –μάλλον οι περισσότεροι– πέθαναν από το κρύο».48
Η πρώτη καταχώριση του Πανάρετου υποδηλώνει ότι τα Χερίανα δεν βρίσκονταν στη σφαίρα της Τραπεζούντας για κάποιο διάστημα, ίσως ποτέ. Σε αντίθεση με τη Σολόχαινα, «κατακτήθηκαν», δεν «απελευθερώθηκαν». Είναι δυνατό να έλεγχε ο αχή Άινα Μπεγκ τα Χερίανα το 1355, αλλά δεν είναι πιθανό, επειδή ο Πανάρετος συνήθως κατονομάζει τους αρχηγούς των εχθρών, αν είχαν τέτοιους, και ο αχή κατονομάζεται όταν επενέβη με άλλον τρόπο στις υποθέσεις των Τραπεζούντιων. Το στοιχείο για την αναγνώριση της ταυτότητας του εχθρού βρίσκεται στη χρονολόγηση των δύο εκστρατειών. Ξεκίνησαν και οι δύο τον χειμώνα, στις 27 Νοεμβρίου και 13 Ιανουαρίου αντίστοιχα. Δεν είναι ο κατάλληλος καιρός για να οδηγήσεις στρατό πάνω από οροσειρά ύψους μέχρι και 3.000 μ.. Όταν ο Μωάμεθ Β’ επιχείρησε να διασχίσει τα ίδια βουνά τον Αύγουστο, το κατόρθωμά του συγκρίθηκε με εκείνα του Ηρακλή, του Διονύσου, του Αλέξανδρου, του Πομπήιου και του Τιμούρ.49 Ο Αλέξιος Γ’ δεν ανήκε, ίσως, σε αυτή την κατηγορία, αλλά είτε ήταν πολύ ανόητος, είτε είχε κάποιον πολύ πιεστικό λόγο να διακινδυνεύσει να χάσει τους άνδρες του από το κρύο, κάτι που έκανε στη δεύτερη εκστρατεία του στα Χερίανα. Ο χρόνος και των δύο εκστρατειών καθιστά σχεδόν βέβαιο ότι οι κτηνοτρόφοι ήσαν ο εχθρός. Όπως έδειξε ο Αλέξιος Γ’ στις εκστρατείες του στα Λιμνία και στην εκστρατεία του Φεβρουαρίου εναντίον των Τσέπνι της κοιλάδας του Φιλαβωνίτη το 1380, η ώρα να χτυπηθούν οι Τουρκμένοι είναι όταν εκείνοι έχουν μετακομίσει σε χειμερινούς καταυλισμούς στα ελληνικά πεδινά.50 Όσο πιο κρύος είναι ο χειμώνας, τόσο πιο πιθανό είναι να απειλούν αυτοί τους Έλληνες, αλλά και τόσο πιο δύσκολο είναι να τους φτάσει κανείς. Αυτοί οι Τουρκμένοι των Χεριάνων δεν μπορεί να ήσαν οι Ακ Κογιουνλού σύμμαχοι του Αλέξιου και ο Κλαβίχο παρέχει τη μόνη άλλη πιθανή απάντηση για την αναγνώρισή τους: ήσαν Τσέπνι. Ο Κλαβίχο υποδεικνύει επίσης ότι οι Τσέπνι έπαιρναν κάστρα καθώς και βοσκοτόπους από τους Έλληνες της περιοχής. Ίσως οι Έλληνες των Χεριάνων είχαν κάνει έκκληση για βοήθεια εναντίον τους κατά τους χειμώνες του 1355 και του 1373. Είναι σημαντικό ότι οι Έλληνες των Χεριάνων του 19ου αιώνα παραπονούνταν για Τουρκμένους και άλλους επιδρομείς στα χωριά τους.51
Παρά το γεγονός ότι οι Τσέπνι παρέμεναν μεταξύ Χεριάνων και Χαλδίας, και παρά τις αποτυχίες των Τραπεζούντιων το 1355 και το 1373, φαίνεται ότι η επιρροή των Τραπεζούντιων στα Χερίανα δεν ήταν ποτέ ισχυρότερη απ’ όσο κατά τα τελευταία εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια της αυτοκρατορίας. Αυτό μπορεί να εντοπιστεί σε μια αλλαγή του κλίματος στις σχέσεις μεταξύ των ηγεμόνων του Ερζιντζάν και της Τραπεζούντας, μετά τον θάνατο του αχή Άινα Μπεγκ. Ο Αλέξιος Γ’, ίσως για να βοηθήσει στην προστασία των Χεριάνων όπου η ανοιχτή επίθεση είχε αποτύχει, συμμάχησε με τον Μουταχαρτέν, τον νέο εμίρη του Ερζιντζάν (άκμασε την περίοδο 1381-1401), δίνοντάς του μια κόρη σε γάμο πριν από το 1390. Το γεγονός ότι η διοίκηση της σχεδόν ανενεργού πια ελληνικής επισκοπής του Ερζιντζάν δόθηκε στην Τραπεζούντα το 1391 ίσως έχει κάποια σχέση με τη συμμαχία. Σε κάθε περίπτωση ο Μουταχαρτέν ήταν γνωστό ότι ευνοούσε τους χριστιανούς, ιδιαίτερα τους Έλληνες. Αν και ο Μουταχαρτέν και η σύζυγός του είχαν πεθάνει την εποχή της επίσκεψης του Κλαβίχο το 1404, τα πρακτικά αποτελέσματα της συμμαχίας φαίνεται ότι είχαν επιζήσει. Μέσα σε μια μέρα, ο Κλαβίχο πέρασε από τα εδάφη του Καβαζίτη, απέφυγε τους Τσέπνι στα Χερίανα, και έφτασε στο φυλάκιο του νέου ηγεμόνα του Ερζιντζάν, την Αλάνσα. Οι Καβαζίτης είχαν δώσει στον Κλαβίχο συνοδεία δέκα ανδρών, οι οποίοι δεν γύρισαν πίσω μέχρι να φτάσουν στην Αλάνσα.52 Επομένως η εμπειρία του Κλαβίχο είναι διαφωτιστική: ο Καβαζίτης προφανώς θεωρούσε ότι τα Χερίανα ήσαν ονομαστικά δική του (και επομένως όχι των Τραπεζουντίων) επικράτεια, αν και ήταν αδύνατο να τη διασχίσει κανείς παρά μόνο υπό συνοδεία. Η κατάσταση δεν μπορεί να είχε αλλάξει πολύ όταν το Ερζιντζάν έπεσε στα χέρια των Καρά και Ακ Κογιουνλού, συμμάχων της Τραπεζούντας, στη συνέχεια. Μπορεί να αναμένεται ότι και οι δύο συνομοσπονδίες είχαν αφήσει τα Χερίανα να πάρουν τις αποφάσεις τους.
Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε ποιες ήσαν αυτές οι αποφάσεις. Μπορεί ίσως κανείς να οραματιστεί αυτόνομες περισσότερο ή λιγότερο κοινότητες χωριών, που θα κατέφευγαν σε πύργους όπως η Ταρσός και φρούρια όπως το Μούμια Καλέ και το Ουλουσιράν όταν κατέβαιναν οι Τσέπνι, για τις οποίες ο τοπικός επίσκοπός τους παρείχε κάποιου είδους ηγεσία και υποκαθιστούσε την κυβέρνηση, και οι Μεγάλοι Κομνηνοί και οι δούκες της Χαλδίας, ένα προτεκτοράτο στο οποίο θα μπορούσε να προσφεύγουν σε περιόδους πραγματικής ταραχής. Αυτό το προτεκτοράτο μάλλον ήταν περισσότερο πραγματικότητα την περίοδο από τη δεκαετία του 1380 μέχρι το 1461 (σε εποχή που η επιρροή της αυτοκρατορίας θεωρείται συμβατικά ότι συρρικνώνεται μέχρι την τελική εξαφάνιση), απ’ ό,τι τον 13ο αιώνα, όταν υπήρχαν τρομεροί Σελτζούκοι και Μογγόλοι εχθροί στον νότο (και η αυτοκρατορία θεωρείται συμβατικά ότι βρισκόταν στα πιο δυνατά της).
Εκτός από τις τοποθεσίες των Χεριάνων, συμπεριλαμβάνουμε στις περιγραφές που ακολουθούν τις τοποθεσίες των δυτικών περιοχών τους: το Τσιρμίς, το φρούριο στο Άβαρακ και την περιοχή Αλούκρα.
ΜΝΗΜΕΙΑ
1. Το Ουλουσιράν βρίσκεται περίπου 6 χλμ. βορειοανατολικά του σύγχρονου Σιράν (πρώην Καρατζά), το οποίο δεν έχει εμφανείς αρχαιότητες. Το χωριό Ουλουσιράν βρίσκεται σήμερα στις νότιες πλαγιές κάποιων χαμηλών λόφων. Αμέσως στα νότιά του βρίσκεται λόφος που προστατεύεται από προεξοχή βράχου, η δυτική πλευρά του οποίου πέφτει απότομα στον ποταμό. Μια προεξοχή βγαίνει από τον βράχο. Ο τύμβος στην κορυφή αυτού του λόφου έχει περίπου ημικυκλικό σχήμα στην κορυφή, με διάμετρο 50-60 μ. Έχει την όψη προϊστορικού τεπέ. Στη βόρεια και τη δυτική πλευρά υπάρχουν τα υπολείμματα μεσαιωνικής τοιχοποιίας από άκοπες πέτρες, που έχουν τοποθετηθεί σε ακανόνιστες σειρές και εξομαλύνονται με μικρότερες πέτρες. Το κονίαμα είναι από ασβέστη, άμμο και χαλίκι, και ο πυρήνας από κονίαμα συντριμμιών έχει πέτρες καλά στρωμένες, έτσι ώστε να υπάρχουν λίγα κενά στο κονίαμα.
Προϊστορικά, πιθανώς ρωμαϊκά, βυζαντινά και πρώιμα τουρκικά όστρακα κεραμικής δείχνουν μακροχρόνια κατάληψη του τύμβου. Πριν από το 1922 το χωριό είχε μεικτό πληθυσμό Τούρκων, Ελλήνων και Αρμενίων, και μπορεί να είχε από τον 11ο αιώνα. Υποθέσαμε πιο πάνω ότι ο ελληνικός πληθυσμός κυριαρχούσε στην Τραπεζούντια περίοδο, αλλά αν αποτελούν οδηγό τα στοιχεία για τις εκκλησίες τους, ήταν ο αρμενικός εκείνος που ήταν πιο σημαντικός αργότερα, για να αντικατασταθεί ξανά από τον ελληνικό τον 19ο αιώνα. Εν πάση περιπτώσει, ο Ούζλι βρήκε το 1812 δύο κατεστραμμένες αρμενικές εκκλησίες. Η πρώτη βρισκόταν στα νότια προάστια:
«Επισκέφτηκα τα ερείπια και βρήκα πολλές γλυπτές πέτρες, τόσο έξω από τους τοίχους όσο και μέσα, που εμφανίζουν σταυρούς διαφορετικών μορφών. Στη μικρή είσοδο αυτής της εκκλησίας μια μεγάλη πέτρα ήταν έτσι στημένη, που ένας άνδρας ακόμη και μέτριου αναστήματος δεν μπορούσε να περάσει μέσα, εκτός αν έσκυβε σχεδόν διπλώνοντας… [δίνει ένα σχέδιό της]. Το νεκροταφείο εδώ, όπως και σε άλλα μέρη της Ασίας [π.χ. αρχικά στο Βαρζαχάν και σήμερα έξω από τους Αγίους Αποστόλους, στο Καρς], περιείχε πολλές μορφές κριαριών, πολύ μεγάλων και πρόχειρα κομμένων σε πέτρα, μερικά από τα οποία παριστάνονταν με περιλαίμια. Εδώ ήταν που ένας Αρμένιος … είπε ότι είχαν στηθεί για να θυμίζουν τον … “Αμνό του Θεού”».53
Η δεύτερη εκκλησία βρισκόταν στον ίδιο τον τύμβο και ήταν «σε τελειότερη κατάσταση, αν και η στέγη της είχε αφαιρεθεί. Μέρος του βωμού παρέμενε, και αρκετές προσωπογραφίες αγίων, σχεδόν του φυσικού ανθρώπινου μεγέθους, ήσαν ακόμη ορατές στους τοίχους, ζωγραφισμένες, αλλά από όχι επιδέξιο καλλιτέχνη, με πολύ φανταχτερά χρώματα. Αυτό το παρεκκλήσι είχε μόλις δεκατρία πόδια μήκος και σε πλάτος δεν ξεπερνούσε τα οκτώ και μισό. Αλλά οι τοίχοι είχαν ύψος δεκαεπτά ή δεκαοκτώ πόδια».54 Αυτές οι αναλογίες υποδηλώνουν ότι ήταν στην πραγματικότητα αρμενική, και όχι ελληνική, η εκκλησία που είδε ο Ούζλι, πράγμα που κάνει το γεγονός ότι ήταν ζωγραφισμένο πιο ενδιαφέρον, γιατί σωζόμενη αρμενική τοιχογραφία όλων των περιόδων είναι σπάνια. Αν ήταν μετα-μεσαιωνική, θα μπορούσε, ίσως, να ήταν συγκρίσιμη με την εργασία στο Γεντικιλίσε, κοντά στη Βαν. Αλλά δεν υπάρχουν ίχνη της σήμερα.
Οι Έλληνες προφανώς αντικατέστησαν τους Αρμένιους ως κυρίαρχος λαός στο χωριό όταν χτίστηκε η ελληνική εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου του Τύρου του 19ου αιώνα και το γειτονικό της σχολείο. Τα έχουμε δημοσιεύσει αλλού.55
Μετρήσεις βυζαντινών τούβλων και κεραμιδιών από την τοποθεσία παρατίθενται στο Παράρτημα Ι. Στον επόμενο λόφο, βορειοανατολικά του τύμβου, αναφέρθηκαν ποσότητες αγγείων στα χωράφια (ίσως το νεκροταφείο του Ούζλι). Μια μεγάλη εκκλησία έχει τώρα χαθεί, αλλά η περιοχή ονομάζεται Κιλίσε Αράζι («Εκκλησιαστική γη»). Ίσως αυτά τα χωράφια να είναι η τοποθεσία του χωριού (vicus) του οχυρωμένου τύμβου των Χεριάνων.
2. Το Μούμια Καλέ (που ίσως αποκαλείται και Κερσούτ) (φωτ. 97-99α), βρίσκεται σε στρογγυλεμένη προεξοχή 2 χλμ. βορειοδυτικά του Ακμπουλάκ (πρώην Νορσούν). Ο μονός περίβολος των τειχών είναι περίπου νεφρόμορφος, με ήπια κλίση προς τα δυτικά, και εσωκλείει περίπου 2½ στρέμματα. Υπάρχουν ίχνη πύλης στα βορειοανατολικά, που βλέπει προς το Ακμπουλάκ. Τα τείχη έχουν όψεις από σχετικά κανονικές στρώσεις κομματιών γρανίτη, κατά μέσο όρο μεγέθους 22×30 εκ. Είναι στρωμένες πάνω σε πυρήνα από ασβέστη και χαλίκι. Δεν υπάρχουν προμαχώνες, αλλά ένα τμήμα τειχών στα βορειοανατολικά, σε σειρά γωνιών, διαφέρει από τα υπόλοιπα. Η τοιχοποιία εδώ χρησιμοποιεί επαναχρησιμοποιημένα κομμάτια, μεγαλύτερα από τον μέσο όρο, και τα θεμέλια είναι από ακόμη μεγαλύτερες κομμένες πέτρες.
Το εσωτερικό του χώρου περιλαμβάνει πολυάριθμους τοίχους θεμελίωσης, οι οποίοι αυξάνονται σε πυκνότητα στο υψηλότερο σημείο, στα ανατολικά-βορειοανατολικά. Εδώ χωρικοί υποστήριζαν ότι υπήρχε εκκλησία, αλλά κανένα από τα θεμέλια δεν φαινόταν πιθανό να ανήκει σε σχέδιο εκκλησίας. Σε αντίθεση με το Ουλουσιράν, κανένα αγγείο κεραμικής δεν σημειώθηκε, αλλά υπήρχαν ποσότητες βυζαντινών κεραμιδιών κορυφογραμμής.56
3. Ταρσός (Γκιουλτσεκέρ, πρώην Ασάγι Τερσούν) (φωτ. 99β-100)
Περίπου 8 χλμ. δυτικά του Σιράν, στον δρόμο του Κελκίτ και στη νότια πλευρά του, βρίσκονται τα ερείπια ενός οθωμανικού τουρμπέ. Λίγο πιο πέρα μια διαδρομή διακλαδίζεται προς βορρά και είναι βατή μέχρι την Κάτω Ταρσό (Γκιουλτσεκέρ), παλιά μεγάλο ελληνικό χωριό, εκεί όπου η κοιλάδα στενεύει σε φαράγγι. Από εκεί ένας μουλαρόδρομος οδηγεί στην Ἄνω Ταρσό(Ντιλέκγιολου, πρώην Γιουκάρι Τερσούν), κάποτε μικρό ελληνικό χωριό, όπου ενώνεται με τον σύγχρονο δρόμο που εκτείνεται από το Σιράν προς βορρά, πάνω από τα βουνά, προς την Τορούλ.
Το 1866 ο Τέιλορ ανέφερε:
Το χωριό Τεϊρσούμ κατοικείται αποκλειστικά από Έλληνες. Υπάρχουν άλλα τρία με το ίδιο όνομα στην περιοχή, που κατοικούνται επίσης από τους ίδιους ανθρώπους, αν και πολλοί από αυτούς έχουν μεταναστεύσει στον Καύκασο. Το χωριό βρίσκεται στις όχθες μικρού ρέματος που τρέχει προς τον Καλκίτ Σου, και στο πίσω μέρος του Τεϊρσούμ Νταγ, παραφυάδας του Γκιαούρ. Το Τεϊρσούμ Νταγ περιλαμβάνει πλούσιο ορυχείο μολύβδου, αλλά [η] Κυβέρνηση δεν κάνει τον κόπο να το χρησιμοποιήσει ή να επιτρέψει σε άλλους να επωφεληθούν από τον φυσικό πλούτο που περιέχει. Το χωριουδάκι καμαρώνει για μια ωραία εκκλησία, όπου οι λειτουργίες γίνονται δύο φορές την ημέρα με την ίδια ταχύτητα ―χωρίς ευπρέπεια― με την οποία ένας Άραβας μοιράζει το πιλάφ, με τον ιερέα να φτύνει δεξιά και αριστερά της θέσης του μπροστά στον βωμό. Στο πίσω μέρος του χωριού, σε μια από τις χαμηλότερες κορυφές, υπάρχουν τα ερείπια αρχαίου μοναστηριού, με θραύσματα από λαμπρές βυζαντινές τοιχογραφίες της Παναγίας, που διασώζονται ακόμη στα απομεινάρια της παλαιάς κατασκευής.57
Σε βραχώδη προεξοχή, περίπου 50 μέτρα πάνω από το Γκιουλτσεκέρ, υπάρχουν μάλιστα τα ερείπια οχύρωσης και μικρού παρεκκλησιού. Στους Έλληνες του Πόντου ήταν γνωστό ως Πύργος τῆς Κόρηςκαι είναι ένα από τα πολλά μέρη, των οποίων η υπεράσπιση από πριγκίπισσα εξυμνείται σε δημοφιλείς μπαλάντες.58 Η θέση δεσπόζει στροφής στην κοιλάδα και έχει θέα στην ανοιχτή χώρα προς νότο. Εισβολείς που κινούνταν προς βορρά θα εύρισκαν τον δρόμο τους αποκλεισμένο στη στενή κοιλάδα, αλλά μπορεί να παρακαμφθεί. Ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί αν τα ερείπια αντιπροσώπευαν οχυρό που φρουρούσε την κοιλάδα και περιείχε μικρό παρεκκλήσι ή αντιπροσώπευαν οχυρωμένο μοναστήρι. Ορισμένες ποντιακές και γεωργιανές οχυρώσεις περιέχουν μικρά παρεκκλήσια εντός των τειχών τους (π.χ. Λαύρα-Γαντοπέδιν και Ζαβζάγκα Καλέ). Το μικρό μέγεθος αυτού του παραδείγματος μπορεί να υποδηλώνει μάλλον παρεκκλήσι κάστρου ,παρά μοναστήρι όπως πίστευε ο Τέιλορ (σχήμα 37, φωτ. 99β).
Φαίνεται ότι υπήρχαν δύο πύργοι στο δυτικό άκρο της προεξοχής, εκεί όπου ενώνεται με τις κύριες πλαγιές και δεν έχει φυσική οχύρωση. Η κύρια πύλη ήταν πιθανώς ανάμεσά τους. Ο εσωτερικός χώρος έχει μήκος περίπου 80 μέτρα από ανατολή προς δύση και 25 μέτρα από βορρά προς νότο, αλλά στενεύει σε ένα σημείο στα ανατολικά, εκεί όπου βρίσκεται το παρεκκλήσι. Από τα πλαϊνά τείχη δεν έχει απομείνει τίποτε, εκτός από μερικά θεμέλια. Πιθανότατα ήσαν μικρού μεγέθους και πάχους, καθώς οι πλευρές της προεξοχής που μοιάζουν με γκρεμούς προσφέρουν φυσική προστασία.
Η δυτική όψη του νοτιοδυτικού πύργου παραμένει όρθια σε ύψος 9 περίπου μ. Αποτελείται από μικρά, χονδρικά τετραγωνισμένα κομμάτια ντόπιας κίτρινης πέτρας, που έχουν τοποθετηθεί σε κανονικές σειρές. Υπάρχουν αρκετά παχιά στρώματα κονιάματος (σε αντίθεση με την τοιχοποιία στο Μούμια Καλέ) μεταξύ κάθε σειράς από πέτρες. Οι γωνιόλιθοι είναι μεγάλα λαξευτά κομμάτια από την ίδια πέτρα. Το τείχος ήταν περαιτέρω ενισχυμένο με ξύλινα πρέκια, τοποθετημένα οριζόντια σε κανονικές σειρές που απείχαν 2 περίπου μ. μεταξύ τους, με κατακόρυφη απόσταση 1,5 περίπου μ. μεταξύ των σειρών. Τα άκρα των δοκών εμφανίζονται τώρα στην εξωτερική όψη των τειχών, αλλά αρχικά μπορεί να ήσαν καλυμμένα με κονίαμα. Ο από κονίαμα θραυσμάτων πυρήνας των τειχών είναι από ασβέστη, άμμο και βότσαλα. Οι πέτρες είναι καλά στρωμένες στο κονίαμα, ώστε να υπάρχουν λίγα κενά. Η τοποθεσία στην προεξοχή του λόφου είναι χαρακτηριστική άλλων οχυρώσεων στα βουνά του Πόντου.
Η τοιχοποιία του παρεκκλησίου δεν διαφέρει από εκείνη του πύργου. Οι τοίχοι αποτελούνται από χονδρικά τετραγωνισμένα κομμάτια σε λίγο-πολύ κανονικές στρώσεις, εξομαλυμένα με μικρότερες πέτρες. Το κονίαμα έχει καλή αναλογία ασβέστη αναμεμειγμένου με άμμο και χαλίκι. Η μορφή της αψίδας δεν είναι σαφής, αφού η αρχική τοιχοποιία έχει φύγει. Αντικαταστάθηκε από ακατέργαστη τοιχοποιία από κονίαμα λάσπης, με επίπεδο εξωτερικό ανατολικό άκρο. Φαίνεται πιθανό ότι το αρχικό ανατολικό άκρο του παρεκκλησίου αποτελούσε μέρος του τειχοπετάσματος, οπότε ήταν αναμφίβολα επίπεδο.
Το παρεκκλήσι, όπως σημείωσε ο Τέιλορ, είναι ζωγραφισμένο. Ο σοβάς είναι σε δύο στρώσεις: μια χυτή ακατέργαστη για την εξομάλυνση της επιφάνειας της τοιχοποιίας και ένα αρκετά παχύ επιφανειακό στρώμα από ασβέστη με δέσιμο από ψάθα ή άχυρο για την υποδοχή των πινάκων.
Ίχνη ζωγραφικής σώζονται στο εξωτερικό του δυτικού και του νότιου τοίχου. Το εξωτερικό του βόρειου τοίχου μπορεί επίσης να ήταν βαμμένο, αλλά οι καιρικές συνθήκες έχουν αφαιρέσει κάθε ίχνος του.
Στο εσωτερικό, στον νότιο τοίχο σώζονται λείψανα ζωγραφισμένης διακόσμησης με ζιγκ-ζαγκ γραμμές σε κόκκινο και μαύρο. Το κέντρο του τοίχου φαίνεται ότι καταλάμβανε ένα Δέντρο του Ιεσσαί (σχήμα 38). Στη βάση υπάρχουν θραύσματα ξαπλωμένης ανδρικής μορφής, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο αριστερό του χέρι. Είναι γενειοφόρος και φοράει γκρίζο χιτώνα και κόκκινο ιμάτιο. Τα κόκκινα περιγράμματα του δέντρου διακρίνονται και ένα κίτρινο χρώμα γεμίζει τον κορμό. Στα αριστερά του κορμού, ακριβώς κάτω από το χαμηλότερο κλαδί, υπάρχει μορφή που φορά πορφυρό χιτώνα και κίτρινο ιμάτιο. Και δεξιά, στο ίδιο επίπεδο, δύο μορφές που φορούν και οι δύο λευκούς χιτώνες, η μία με κόκκινο και η άλλη με κίτρινο ιμάτιο.
Μια στενή κίτρινη λωρίδα κατά μήκος του κάτω μέρους της σκηνής δείχνει το υπόστρωμα, ενώ το επάνω φόντο είναι τώρα γκρι μαύρο, αλλά μπορεί αρχικά να είχε μπλε χρώμα.
Στα αριστερά του Δέντρου υπάρχουν θραύσματα δύο μορφών. Μία από αυτές φαίνεται να έχει γραμμή στο φωτοστέφανό της, πράγμα που θα σήμαινε τον Χριστό. Η γραμμή όμως είναι αχνή μόνο και μπορεί να συνδέεται με κάτι άλλο, που ανήκει στο προκαταρκτικό σχέδιο. Φοράει γκριζόμαυρο χιτώνα και πορφυρό ιμάτιο και κάνει χειρονομία προς το Δέντρο.
Στα δεξιά του Δέντρου του Ιεσσαί υπάρχουν δύο άλλες όρθιες μορφές. Αυτός που βρίσκεται πιο κοντά στο Δέντρο έχει κόκκινο φωτοστέφανο και ήταν γενειοφόρος. Φορά γκρίζο μαύρο χιτώνα και κόκκινο ιμάτιο και κρατά λευκό κύλινδρο χαρτιού στα δύο χέρια. Η μορφή δίπλα του είναι παρόμοια, με τη διαφορά ότι το φωτοστέφανο είναι κίτρινο και το ιμάτιο πορφυρό. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να διακριθεί σε αυτόν τον τοίχο.
Στον βόρειο τοίχο το τμήμα του βάθρου πάνω από τη βάση είναι θαμμένο στο χώμα. Στο κατώτερο τμήμα εξακολουθούν να είναι ορατά τα υπολείμματα τριών όρθιων μορφών. Η δυτική φορά κόκκινο χιτώνα με χρυσαφί κίτρινο στρίφωμα και μανσέτες. Ο μανδύας του, στερεωμένος στον δεξιό του ώμο, έχει συνολική διακόσμηση από μαργαριτάρια σε ομάδες των τριών, διατεταγμένων με τη μορφή κορυφών τριγώνου. Έχει κόκκινη γενειάδα και ίσως είχε καπέλο.
Η δεύτερη μορφή από τα δυτικά είναι στρατιωτικός άγιος, με πορφυρές κάλτσες ή μπότες. Φορά κόκκινο χιτώνα με φαρδιά κίτρινη ζώνη διακοσμημένη με μαργαριτάρια και πράσινο μανδύα. Τα μαλλιά του είναι κόκκινα και δεν έχει γενειάδα. Από το πρόσωπο είναι δυνατό να διακρίνει κανείς μόνο κάποιο πράσινο χρώμα σκιάς γύρω από τα μάτια, κόκκινες γραμμές χαρακτηριστικών σε κίτρινο υπόστρωμα και μερικές λευκές ανταύγειες. Ο άγιος κρατά ξίφος στο δεξί του χέρι και στρογγυλή ασπίδα στο αριστερό (σχήμα 39, φωτ. 100).
Από την ανατολική μορφή σώζεται μόνο ένα θραύσμα, στο ύψος της μέσης, που δείχνει κάποιες κίτρινες γραμμές και κόκκινο και πράσινο χρωματισμό.
Πάνω από τα σχήματα υπάρχει κόκκινο οριζόντιο περίγραμμα. Από το πάνω τμήμα έχουν απομείνει μόνο μερικά θραύσματα βραχώδους υποστρώματος, σε κόκκινο, κίτρινο και λευκό χρώμα.
Στον δυτικό τοίχο, στα βόρεια της θύρας, υπάρχει μικρό θραύσμα μορφής που φορά κόκκινο ιμάτιο. Στα νότια της θύρας υπάρχουν τμήματα των μορφών του Κωνσταντίνου και της Ελένης (σχήμα 40). Ο Κωνσταντίνος απεικονίζεται με αυτοκρατορική ενδυμασία, με κόκκινο χιτώνα και πορφυρό μανδύα. Η Ελένη φορά επίσης κόκκινο χιτώνα. Ο σταυρός που κρατούν ανάμεσά τους είναι κόκκινος. Ένα κόκκινο οριζόντιο περίγραμμα εκτείνεται πάνω από τις μορφές και στο επάνω τμήμα υπάρχει κομμάτι σκηνής, με καθιστή μορφή με φωτοστέφανο που ακουμπά το κεφάλι της στο ένα χέρι. Αυτός θα μπορούσε να είναι ο Ιωσήφ σε μια Γέννηση.
Οι πίνακες είναι τόσο σοβαρά κατεστραμμένοι, που ελάχιστες λεπτομέρειες της τεχνικής τους μπορούσαν να παρατηρηθούν. Τα φωτοστέφανα είχαν φτιαχτεί με κάποια μορφή διαβήτη. Τα εγχάρακτα περιγράμματά τους είναι σαφή, αλλά ίχνος εγχάραξης δεν έχει βρεθεί αλλού. Τα βασικά χρώματα που παραμένουν είναι το μαύρο, το λευκό, το κίτρινο, το κόκκινο, το πράσινο και το πορφυρό, αν και το τελευταίο μπορεί να είναι σύνθετο χρώμα. Ένα κόκκινο ένδυμα αποτελείται από απλό κόκκινο και έναν πιο ανοιχτό τόνο του κόκκινου στο οποίο έχει προστεθεί λευκό χρώμα, συνοδευόμενο από λευκές ανταύγειες. Ένα πορφυρό ένδυμα αποτελείται από ίσιες μοβ, ίσιες κόκκινες και λευκές ανταύγειες. Η ζωγραφική είναι επομένως πολύ απλής φύσης, αυτό που ο Τέιλορ αποκαλούσε «φανταχτερό», και δεν απέχει πολύ από το απλό σχέδιο.
Οι Κουμόντ, που δεν επισκέφτηκαν την Ταρσό, πρότειναν αξιόπιστα ότι ο ρωμαϊκός σταθμός της Haza πρέπει να βρισκόταν στην περιοχή.59 Δεν υπάρχουν φιλολογικά στοιχεία που θα μπορούσαν να ρίξουν φως στην ημερομηνία ή τον σκοπό της κατασκευής που περιγράφεται πιο πάνω, και η κατάσταση των πινάκων που τη διακοσμούν καθιστούν εξαιρετικά δύσκολο να χρονολογηθούν στιλιστικά. Δύο ζωγραφισμένα γράμματα σημειώθηκαν: το γράμμα Δ είναι στην πρώιμη μορφή, με ράβδο στη βάση του και το γράμμα Μ έχει συνήθως τη μορφή που γενικά θεωρείται πρώιμη. Αλλά μένει να γίνει πολλή δουλειά για τις μορφές των βυζαντινών ζωγραφισμένων γραμμάτων και τις περιφερειακές παραλλαγές τους, πριν χρησιμοποιηθούν για ακριβή χρονολόγηση. Η τοιχοποιία του πύργου έχει καλοστρωμένο πυρήνα και προσεγμένη όψη, η οποία, σύμφωνα με τα μεσαιωνικά ποντιακά πρότυπα, είναι καλής ποιότητας. Το μόνο αυτοκρατορικό έργο της Τραπεζούντας που τη φτάνει είναι το Χαρακτηριστικό 23 στην ακρόπολη της Τραπεζούντας, η ίδια η αίθουσα του παλατιού. Μόνο να διακινδυνεύσει μπορεί κανείς ότι «Το Φρούριο του Κοριτσιού» στην Ταρσό δεν είναι μεταγενέστερο από εκείνο. Ιστορικά, το διάλειμμα του 12ου αιώνα μεταξύ Σελτζούκων και Ντανισμέντ θα ήταν η κατάλληλη περίοδος γι’ αυτό.
4. Ασάγι Άκτσαλι (πρώην Ασάγι Χαϊντουρούκ), Σαραϊτζίκ: Υποψήφιος του Ουίνφιλντ για το χωριό (vicus) και τον προσκυνηματικό ναό του Αγίου Ευστρατίου Αραβράκων60 (φωτ. 101α, β).
Ο άνω ρους του Λύκου είναι λιγότερο απόκρημνος πάνω από το σύγχρονο Κελκίτ απ’ ό,τι στις χαμηλότερες περιοχές, όπου ο ποταμός πρέπει να χαράξει τον δρόμο του προς τα κάτω μέσα από τον βραχώδη όγκο του υψιπέδου. Δυτικά του σύγχρονου Κελκίτ και νότια του Σιράν η κοιλάδα ανοίγει σε μια από τις πεδιάδες που διασχίζουν τα φαράγγια στην καθοδική πορεία του ποταμού. Η πεδιάδα εκτείνεται για 8 περίπου χλμ. κατά μήκος της βόρειας όχθης του ποταμού και ποικίλλει από 1 μέχρι 1,5 χλμ. σε πλάτος. Προς βορρά χαμηλή σειρά λόφων χωρίζει την κοιλάδα του Κελκίτ από εκείνη του παραπόταμου του Λύκου, του ποταμού Χερίανα (Σιράν). Στο ανατολικό άκρο η πεδιάδα προστατεύεται από οχυρό στο Μπαλικχισάρ, ενώ το δυτικό άκρο έχει δύο οχυρά δυτικά των Κελώρων. Στα νότια ο ποταμός πλαισιώνεται από πλαγιές που υψώνονται απότομα σε υψηλότερη οροσειρά. Στις βόρειες όχθες του βρίσκεται το χωριό Ασάγι Άκτσαλι, στα δυτικά του οποίου, σε οροπέδιο περίπου 10 με 15 μ. πάνω από την επιφάνεια του ποταμού, υπάρχουν δύο μικρά τμήματα τοίχων. Ένας χωρικός ανέφερε ότι το παλιό όνομα για την περιοχή γύρω από τους ερειπωμένους τοίχους ήταν Σαραϊτζίκ («Μικρό Παλάτι»).
Τα δύο τμήματα της τοιχοποιίας φαίνεται ότι ανήκουν στο νότιο τοίχο μιας βασιλικής, της οποίας το σχήμα είναι αρκετά σαφές, αν και δεν φαίνονται θεμέλια και η τοποθεσία οργώνεται τώρα για καλλιέργειες. Σε διαφορετικές επισκέψεις, ο Ουίνφιλντ τη μέτρησε ως 23×56 βήματα και ο Μπράιερ ως 26×64 βήματα. Η απόκλιση πιθανότατα δεν προκύπτει μόνο από το γεγονός ότι ο Ουίνφιλντ είναι ψηλότερος από τον Μπράιερ, αλλά επειδή η μεγαλύτερη μέτρηση, από ανατολικά προς δυτικά, μπορεί να είναι μόνο κατά προσέγγιση λόγω έλλειψης ορισμού. Όμως το οροπέδιο διασπάται σε χαμηλότερο επίπεδο του εδάφους στα δύο άκρα, οπότε η εκκλησία είναι απίθανο να ήταν πολύ μεγαλύτερη.
Τα δύο τμήματα βρίσκονται, αντίστοιχα, σε ύψος 1 και 1,8 μ. πάνω από το σημερινό επίπεδο του εδάφους. Οι πέτρες της όψης έχουν αφαιρεθεί εξ ολοκλήρου και η βάση πάνω στην οποία στρώθηκαν έχει φύγει επίσης σε μεγάλο βαθμό. Αυτό που απομένει ξεκινά στο σημερινό επίπεδο του εδάφους, με πέντε σειρές τούβλων πάχους 4 εκ. η καθεμιά και χωριζόμενη από την επόμενη με στρώμα κονιάματος του ίδιου πάχους. Οι στρώσεις από τούβλα περνούν ακριβώς μέσα από τον τοίχο, απομονώνοντας έτσι πάνω τον πυρήνα από κονίαμα θραυσμάτων, ο οποίος έχει σημάδια ότι κάποτε έφερε τοιχοποιία σε ζώνες, αν και δεν υπάρχει καμία ένδειξη μεγέθους για τις κομμένες πέτρες και για το πόσες σειρές από αυτές βρίσκονται ανάμεσα στις ζώνες από τούβλα. Ο πυρήνας είναι από κονίαμα θραυσμάτων, περιλαμβάνοντας άκοπες πέτρες και μερικά θραύσματα τούβλων. Το ίδιο το κονίαμα αποτελείται από ασβέστη, άμμο και μικρά βότσαλα και χαλίκια από το ποτάμι. Οι πέτρες είναι καλά στρωμένες, με καλή αναλογία κονιάματος προς πέτρες και χωρίς κενά στο κονίαμα. Για το μέγεθος των τούβλων και των κεραμιδιών που χρησιμοποιήθηκαν (γιατί υπάρχουν ενδείξεις ότι η βασιλική ήταν κεραμοσκεπής), βλέπε Παράρτημα.
Οι χωρικοί έχουν σκάψει στον τόπο. Αναφέρθηκε ότι υπάρχει δάπεδο από μεγάλες πέτρινες πλάκες, περίπου 1,5 μ. κάτω από το σημερινό επίπεδο του εδάφους. Στο ανατολικό άκρο, οι κύβοι ψηφιδωτού ήσαν άφθονοι στο χώμα και παρατηρήθηκαν επίσης στα χέρια των παιδιών του χωριού την ώρα της επίσκεψης του Ουίνφιλντ. Στον Μπράιερ έδειξαν αριθμό μικρών μαρμάρινων και γυάλινων κύβων ψηφιδωτού τοίχου, υποτίθεται από εδώ, στο Σιράν. Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι η αψίδα, τουλάχιστον, ήταν διακοσμημένη με ψηφιδωτά τοίχου.
Στη θέση του ναού, και για πολλά μέτρα γύρω από αυτόν προς τα νότια και δυτικά, το έδαφος είναι γεμάτο από θραύσματα κεραμιδιών κορυφογραμμής και κεραμικών. Τα περισσότερα όστρακα δεν ήσαν εφυαλωμένα, αλλά παρατηρήθηκε ένα κομμάτι γυαλιστερού σκευάσματος εξαιρετικής ποιότητας. Η γκάμα των όστρακων και των κεραμιδιών κορυφογραμμής είναι πολύ παρόμοια με εκείνη που βρέθηκε στο Ουλουσιράν. Αυτά, καθώς και η σωζόμενη τοιχοποιία, υποδεικνύουν πρώιμη χρονολόγηση της εκκλησίας, ίσως του 6ου αιώνα, της οποίας η αψίδα, το σχήμα και η διακόσμηση (αν και αρκετά συνηθισμένη αλλού), είναι μοναδική μεταξύ των ποντιακών μνημείων που περιγράφονται σε αυτή τη μελέτη.
5. Τα Κελώρα (Καλούρ, τώρα Τσακίρκαγια) (φωτ. 102α, β) έχουν το εντυπωσιακό λαξευμένο μοναστήρι του 1848 (και ίσως νωρίτερα), που σημειώθηκε ήδη. Κατεβαίνοντας από τα Κελώρα, ο Λύκος ρέει μέσα από μικρό φαράγγι και στη συνέχεια κάνει επί τόπου στροφή γύρω από βραχώδη προεξοχή. Αυτή η προεξοχή, που βρίσκεται στη νότια πλευρά του ποταμού, περίπου μισή ώρα με τα πόδια από το Καλούρ, ήταν οχυρωμένη με τείχη που τώρα είναι ισοπεδωμένα, αν και η γραμμή τους μπορεί να εντοπιστεί. Το πάνω μέρος της προεξοχής είναι οροπέδιο διάσπαρτο με ποσότητες βυζαντινών κεραμιδιών κορυφογραμμής και πήλινων οστράκων (βλ. Παράρτημα) (φωτ. 102α).
Ο ποταμός ελίσσεται νότια από το κάστρο. Οι όχθες του με ήπια κλίση είναι καλλιεργήσιμες. Προς τα βόρεια, το φρούριο έχει θέα στο φαράγγι. Σε χαμηλό βράχο απέναντί του στη βόρεια όχθη βρίσκονται τα ερείπια μικρής οχύρωσης, του Καλούρ Καλέ (φωτ. 102β). Τα τείχη του είναι από ακατέργαστα κομμάτια, τοποθετημένα σε τυχαίες στρώσεις, με πυρήνα από κονίαμα θραυσμάτων. Το κονίαμα είναι από ασβέστη, άμμο και χαλίκι. Δεν υπήρξε εμφανής προσπάθεια εξομάλυνσης της επιφάνειας του φυσικού βράχου, πάνω στον οποίο είναι χτισμένη η κατασκευή, ούτε σημάδια κομμένων στον βράχο σκαλοπατιών ή βάσεων για τείχη. Αυτά τα δύο οχυρά θα εμπόδιζαν αποτελεσματικά τη διέλευση εχθρικής δύναμης κατά μήκος του δρόμου του ποταμού. Είναι υποψήφιοι του Ουίνφιλντ για το στρατόπεδο Αράβρακα, και του Μπράιερ για τη Suisa των Οδοιπορικών Αντωνίνου.61 Σε κάθε περίπτωση, το Καλούρ Καλέ ίσως ήταν η ύστερη μεσαιωνική Λευκόπετρα.
6. Τσιρμίς
Στο δυτικό άκρο της περιοχής Χερίανα, ο ποταμός Χερίανα (Σιράν) στρίβει νότια για να χυθεί στον Λύκο (Κελκίτ). Σε αυτή τη συμβολή, ο σύγχρονος δρόμος προς Αλούκρα και Σέμπιν Καραχισάρ στρίβει βορειοδυτικά για να ανέβει στο πέρασμα του Φιντικλίμπελ. Το χωριό Τσιρμίς βρίσκεται κοντά στα πάνω όρια της καλλιεργήσιμης γης, που ξεφτίζει κατά μήκος του ρέματος λίγο πιο πάνω από αυτό. Στη συνέχεια οι πλαγιές γίνονται πιο απότομες και η καλλιέργεια παραδίδεται στους θάμνους και τους βαλτότοπους του περάσματος.
Ο δρόμος για το Τσιρμίς διασχίζει ρέμα από σύγχρονη γέφυρα νότια του χωριού. Ακριβώς πάνω και ανατολικά του υπήρχαν θεμέλια ακατανόητου σχέδιου, με τοιχοποιία από χοντροκομμένες πέτρες και κονίαμα από ασβέστη και βότσαλο. Το κτίριο καταστράφηκε τη δεκαετία του 1960. Κόκκινα και καφέ όστρακα πήλινων αγγείων διασκορπίζονταν σε έκταση περίπου 80 τ.μ. Μέχρι τη δεκαετία του 1950 μια εκκλησία βρισκόταν ανατολικά του χωριού σε χωράφια γνωστά ως Κιλίσε Μποϊνούζου. Οι χωρικοί ανέφεραν ότι επρόκειτο για αρχαίο ερείπιο που δεν είχε καμία σχέση με τον ελληνικό πληθυσμό του 19ου αιώνα.
Υπάρχει προϊστορικός τύμβος κατοίκησης νοτιοανατολικά του Τσιρμίς.
7. Περιφέρεια Αλούκρα
Η πόλη Αλούκρα βρίσκεται στο πάνω μέρος του ποταμού Ίλιμ, σε ευρεία κοιλάδα που πλαισιώνεται από λόφους που υψώνονται ήπια. Η περιοχή οριοθετείται στα βόρεια από τα βουνά Κόβατα Νταγ, τα οποία αποτελούν τον υδροκρίτη μεταξύ εκείνων των ρεμάτων που κατεβαίνουν στην ακτή και εκείνων που απορρέουν στον Λύκο. Στα νότια τα βουνά Μπέρντιγκα χωρίζουν την περιοχή Αλούκρα από την κοιλάδα του Λύκου, ενώ στα ανατολικά η κοιλάδα του Ίλιμ διοχετεύεται καθώς φτάνει στις πηγές του ποταμού στα υψίπεδα του περάσματος Φιντικλίμπελ, που χωρίζει την περιοχή Αλούκρα από τα Χερίανα. Στα δυτικά υπάρχει υπερυψωμένη περιοχή, μέσω της οποίας ο σύγχρονος δρόμος στριφογυρίζει για να επανενωθεί με τον ποταμό Ίλιμ πάνω από το Σέμπιν Καραχισάρ, ενώ ο ίδιος ο ποταμός παίρνει μια βόρεια στροφή, για να βρει τον δικό του δρόμο προς τα κάτω, μέσα από φαράγγια.
Δεν έχουμε εξερευνήσει αυτήν την κοιλάδα, αλλά τη συμπεριλαμβάνουμε εδώ γιατί έχουν αναφερθεί αρκετές αρχαιότητες μέσα σε αυτήν. Υπάρχουν ονόματα «Κιλίσε» και «Καλέ» στην έρευνα 1:200.000 και ένα «Ουλού Μανάστιρ» μπορεί κάλλιστα να αποζημιώσει για την έρευνα. Αρκετά χωριά διέθεταν επίσης τζαμιά, κάτι που ήταν ασυνήθιστο σε αυτήν την περιοχή πριν από τη δεκαετία του 1950. Ο ιμάμης του Φεϊκάζ, ενός χωριού ανατολικά της Αλούκρα, είπε στον Ουίνφιλντ ότι πρόσφατα κατέστρεψαν το οκτακοσίων ετών τζαμί τους, το οποίο δεν ήταν ασφαλές, για να χτίσουν μεγαλύτερο. Η χρονολογία του μπορεί να μην είναι εντελώς απίστευτη, γιατί υπάρχει περιοχή που ονομάζεται Μενγκουτσέκ Μέβκι δυτικά της Αλούκρα, επί του Ίλιμ. Ο χάρτης του Κίπερτ για την ελληνική εγκατάσταση τον 19ο αιώνα σημειώνει μόνο ένα χωριό, το Φέγλερε, στα δυτικά σύνορα της Αλούκρα και του Σέμπιν Καραχισάρ, όπου ο πληθυσμός ήταν κατά το ήμισυ Έλληνες. Αλλά η περιοχή της Αλούκρα (Ἀλούτζα) διεκδικούσε τότε 29 εκκλησίες, μία από τις οποίες εξακολουθεί να βρίσκεται ανατολικά της πόλης.
Μπορεί να έχει σημασία ότι μια διαδρομή από το Σέμπιν Καραχισάρ διέσχιζε την περιοχή Αλούκρα και έστριβε βόρεια για να διασχίσει τον υδροκρίτη και να φτάσει στην ακτή στην Τιρέμπολου. Ένας σύγχρονος δρόμος, που μπορεί να αντιπροσωπεύει παλαιότερη διαδρομή, περνά νότια από το Φεϊκάζ μέσω περάσματος στα βουνά Μπέρντιγκα και κατεβαίνει στην κοιλάδα του Λύκου στο Μιντεβάλ (τώρα Τσαμολούκ). Το Μιντεβάλ ήταν σχεδόν σίγουρα σταθμός στον ρωμαϊκό δρόμο από τη Νικόπολη προς τα Σάταλα.62 Μπορεί να υπήρχε βοηθητικός δρόμος προς βορρά, μέσω της κοιλάδας Αλούκρα, για να συναντήσει τη διαδρομή του Κίπερτ που κατεβαίνει στην ακτή.
8. Άβαρακ
Η τοποθεσία Άβαρακ βρίσκεται περίπου 22 χιλιόμετρα νότια-νοτιοδυτικά της Αλούκρα (Μεσουντιγιέ) και περίπου 5 χιλιόμετρα δυτικά του Τσαμολούκ (Μπουκ Μαχαλέ, μερικές φορές Μπαγλάρ). Το χωριό Άβαρακ λέγεται Χατζηαχμέτογλου. Εδώ, σε βράχο περίπου 100 μ. πάνω από τον ποταμό Λύκο, υπάρχει μικρό οχυρό. Βρίσκεται σε σημείο όπου το μεγάλο τμήμα των λόφων με ήπια κλίση αρχίζει να στενεύει προς τα δυτικά εκατέρωθεν της κοιλάδας του Λύκου. Το φρούριο είναι επομένως σε θέση να υπερασπιστεί το δυτικό άκρο του εύφορου τμήματος Τσαμολούκ της κοιλάδας.
Κάτω και δυτικά του οχυρού εντοπίζονται ποσότητες τούβλων, κεραμιδιών κορυφογραμμών και θραυσμάτων πήλινων αγγείων, υποδηλώνοντας κάποιου είδους χωριό (vicus) (φωτ. 103α). Δεν ήσαν εμφανή εφυαλωμένα όστρακα.
Το οχυρό (φωτ. 103β, 104α, β) έχει σχήμα ακανόνιστου τετράπλευρου. Οι ανωμαλίες προκαλούνται από τη μορφή του φυσικού βράχου στον οποίο βρίσκεται. Οι διαστάσεις του είναι περίπου 30 μέτρα από ανατολή προς δύση και 15 μέτρα από βορρά προς νότο.
Στη βόρεια πλευρά, προς το ανατολικό άκρο του περιμετρικού τείχους, υψώνεται το ερείπιο ορθογώνιου πύργου. Θα μπορούσε να υπήρχε πύλη σε αυτό το σημείο. Αυτή η ορθογώνια περιοχή στην κορυφή του βράχου μπορεί να αντιπροσωπεύει ακρόπολη, με την οποία τα τείχη του κάστρου, ή του τείχους, θα είχαν περικυκλώσει τον βράχο σε χαμηλότερο επίπεδο και τώρα έχουν φύγει.
Το περιμετρικό τείχος έχει πάχος περίπου 1,75 μ. Αποτελείται από πυρήνα από συντρίμμια με καλά τοποθετημένο το κονίαμα και επένδυση από μικρές, χονδρικά τετραγωνισμένες πέτρες σε κανονικές στρώσεις, με κονίαμα στις ενώσεις. Δεν υπάρχει ενίσχυση με ξύλινα δοκάρια.
Ένα ή δύο κομμάτια σπασμένων κεραμιδιών που χρησιμοποιήθηκαν στον πυρήνα του τείχους από συντρίμμια, μπορεί να υποδηλώνουν ότι αυτό δεν ήταν το πρώτο κτίριο στην τοποθεσία. Όπως αναφέρθηκε ήδη, πρόκειται για τον υποψήφιο του Μπράιερ για το στρατόπεδο και vicus των Αραβράκων. Αν έχει δίκιο, αυτή η ανοικοδόμηση μπορεί να είχε γίνει σε μία από πολλές περιπτώσεις: στις αραβικές επιδρομές του 8ου ή 10ου αιώνα ή όταν τα Αράβρακα έγιναν δυνατό σημείο της Κολώνειας. Η τοποθεσία σίγουρα ικανοποιεί τις απαιτήσεις σταθμού ανάπαυσης των Οδοιπορικών Αντωνίνου, γιατί τόσο το κάστρο όσο και ο δρόμος της κοιλάδας του Λύκου βρίσκονται στη βόρεια όχθη του ποταμού σε αυτό το σημείο, όπως στη Νεοκαισάρεια και στο Κογιουλχισάρ κατάντη, και στα Κελώρα ανάντη.
Αλλά εδώ δεν υπάρχουν σημάδια της προσκυνηματικής εκκλησίας του Αγίου Ευστρατίου, η οποία, αν το Άβαρακ είναι τα Αράβρακα, πρέπει να βρίσκεται στα σπαρμένα με τούβλα χωράφια στα δυτικά του κάστρου, στο πρώτο πλάνο της φωτ. 103α, που θα ήταν επομένως τα Αναλιβόζορα.
ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ (ΑΡΜΕΝΙΚΩΝ) ΟΜΑΔΙΚΩΝ ΠΑΘΩΝ.
Οι υπογραμμισμένες καταχωρήσεις υποδεικνύουν συνδέσεις.63
Έναρξη λατρείας και Βίος (όλοι από Synaxarium CP) | Ημέρα της γιορτής | Αυτοκρά- τορας(ες) | Κυβερνήτης(ες) και δικαστής(ές) | Δια-θήκη | Όνομα, τόπος καταγωγής και αν εξορἰστηκε στην Πιτυούντα (Πιτσούντα) |
ΣΑΡΑΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΣ: Λατρεία, 4ος αι. | 10 Μαρτίου | Λικίνιος περ. 310 | Αγρικόλαος Σεβαστείας | ΝΑΙ | Βαλέριος και άλλοι 39, ποικίλης καταγωγής |
ΠΕΝΤΕ ΑΓΙΟΙ ΑΡΑΒΡΑΚΩΝ: Λατρεία, 9ος αι. Μεταφραστής, 10ος αι. | 13 Δεκεμβρίου | Διοκλητιανός και Μαξιμιανός, 286-310 | Αγρικόλαος Σεβαστείας και Λυσίας Σατάλων και Νικοπόλεως |
ΝΑΙ | Ευστράτιος Κυρίσκης των Αναλιβοζόρων, Αραβράκων. Αυξέντιος, ιερέας Αραβράκων. Ευγένιος Σατάλων, νέος. Μαρδάριος, του οποίου η γυναίκα μιλούσε αρμενικά. Ορέστης, στρατιώτης
|
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΑΓΙΟΙ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ: Λατρεία του Αγ. Ευγενίου 6ος αι. Ξιφιλίνος, 11ος αι. |
21 Ιανουαρίου. Μετακινήθηκε στις 24 Ιουνίου τον 9ο αι. |
Διοκλητιανός και Μαξιμιανός, 286-310 | [Αγρικόλαος Σεβαστείας] και Λυσίας Σατάλων | … | Ευγένιος Σατάλων, πρεσβύτερος, εξόριστος στην Πιτυούντα. Βαλεριανός της Εδίσκης (Άντισα, τώρα Τορούλ). Κανίδιος Σολοχαίνων (Σορώγαινα, τώρα Σορουγιάνα). Ακύλας του Πόντου (πρβλ. Πράξεις, 18:2)
|
ΕΠΤΑ ΑΔΕΛΦΟΙ ΤΗΣ ΛΑΖΙΚΗΣ. Λατρεία, Βασίλειος Β’, Men., 11ος αι. |
24 Ιουνίου | Διοκλητιανός και Μαξιμιανός, 286-310 | Ανώνυμος κυβερνήτης Σατάλων |
… | Ορέντιος, πρωτομάρτυρας. Λογγίνος, τελειομάρτυς, εξορίστηκε στην Πιτυούντα. Και πέντε άλλοι, όλοι καταδικασμένοι στα Σάταλα
|
<-Ενότητα 18: Πλάτανα και βάνδον Τρικωμίας | Ενότητα 20: Η πόλη τής Τραπεζούντας -> |