David Winfield
2 Δεκεμβρίου 1929 – 28 Σεπτεμβρίου 2013
Του Antony Eastmond1
Τη σταδιοδρομία του Ντέιβιντ Ουίνφιλντ ενέπνευσε ένα ταξίδι με μοτοσικλέτα το 1951. Εκείνο το καλοκαίρι οδήγησε από την Οξφόρδη στην Κωνσταντινούπολη. Σταμάτησε καθ’ οδόν για να επισκεφτεί τις ζωγραφισμένες εκκλησίες της Σερβίας, ενώ πέρασε δύο εβδομάδες περπατώντας ανάμεσα στα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Αυτή ήταν η πρώτη του συνάντηση με τον βυζαντινό κόσμο και τις εκκλησίες του. Η επιθυμία του να καθαρίσει και να διαφυλάξει τους πίνακες που είδε, τον οδήγησε στον δρόμο του να γίνει συντηρητής, δουλεύοντας στην Τουρκία, την Κύπρο και αργότερα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σπούδαζε για πτυχίο στη Σύγχρονη Ιστορία στο Merton College της Οξφόρδης και η ζωή του συνδύαζε εκείνη την ιστορική εκπαίδευση με τις πρακτικές δεξιότητες που έμαθε στις εκκλησίες στις οποίες εργαζόταν. Το διαρκές ενδιαφέρον του Ντέιβιντ αφορούσε πρακτικά ζητήματα, ιδιαίτερα για το πώς οι ζωγράφοι έφτιαχναν τους πίνακές τους, ενώ οι δεκαετίες που ξόδεψε πάνω σε σκαλωσιές του έδωσαν ασυναγώνιστη τεχνογνωσία για το πώς εργάζονταν οι καλλιτέχνες. Η αντιμετώπιση αυτών των ερωτημάτων ήταν εκείνη που οδήγησε στις πιο σημαντικές δημοσιεύσεις του.
Ο Ντέιβιντ Ουίνφιλντ μεγάλωσε στο Χέντον, στο βορειοδυτικό Λονδίνο. Ήταν γιος δημοσίου υπαλλήλου που είχε τραυματιστεί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μητέρα του Έντιθ πέθανε όταν ήταν μόλις πέντε ετών, αλλά οι αδελφές του πατέρα του βοήθησαν στη φροντίδα του. Περνούσε τις διακοπές του με τις αδελφές της μητέρας του στο Σίντμουθ, στην ακτή του Ντέβον. Είχε έναν αδελφό, τον Πολ, ο οποίος ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερος από αυτόν και εκπαιδεύτηκε ως πιλότος βομβαρδιστικών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αεροπλάνο του χτυπήθηκε κατά τη διάρκεια επιδρομής, αλλά κατάφερε να το προσγειώσει με ασφάλεια στην Ολλανδία. Στη συνέχεια αυτός και το πλήρωμά του πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου σε στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου. Ο Ντέιβιντ φοίτησε εσωτερικός στο σχολείο Μπράιανστον, σχετικά νέο οικοτροφείο στο Μπλάντφορντ στο Ντόρσετ, το οποίο είχε ιδρυθεί το έτος πριν γεννηθεί. Τόσο ο πατέρας του Ντέιβιντ όσο και ο αδελφός του είχαν πεθάνει πριν αυτός γίνει τριάντα ετών.
Μετά την αποφοίτησή του από την Οξφόρδη το 1954, ο Ντέιβιντ μετακόμισε στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου για δύο χρόνια, ύστερα από σύσταση του Gervase Μάθιου, μέσω του οποίου του απονεμήθηκε υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου. Όσο βρισκόταν εκεί, εργάστηκε στο Βελιγράδι με τους σημαντικούς Σέρβους ιστορικούς τέχνης Σβέτοζαρ Ράντοτζιτς και Βόισλαβ Τζούριτς. Τα καλοκαίρια του εκπαιδευόταν σε τεχνικές συντήρησης τοιχογραφιών στο μοναστήρι Σοπότσανι του 13ου αιώνα. Επικεφαλής ήταν ιταλική ομάδα, που βρισκόταν στη Σερβία ως μέρος προγράμματος υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Ο χρόνος του στη Γιουγκοσλαβία παρήγαγε την πρώτη του δημοσίευση για την τέχνη του βυζαντινού κόσμου, μια μελέτη των πρώιμων εικόνων των ηγεμόνων Νεμάνια της Σερβίας. 2
Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών ο Ντέιβιντ Ουίνφιλντ συνάντησε τον Ντέιβιντ Τάλμποτ Ράις, ο οποίος έτρεφε την επιθυμία να εργαστεί στην Τραπεζούντα (τη σημερινή Τράμπζον) από την πρώτη του επίσκεψη εκεί το 1919. Οι επιθυμίες του Τάλμποτ Ράις έγιναν πραγματικότητα το 1959, όταν τελικά εξασφάλισε άδεια από τις τουρκικές αρχές, να αφαιρέσει το ασβέστωμα από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, που τότε λειτουργούσε ακόμη ως τζαμί. Προσέγγισε τον Ντέιβιντ για να αναλάβει το έργο. Με χρηματοδότηση από το Russell Trust,3 ο καθαρισμός πραγματοποιήθηκε τα επόμενα πέντε χρόνια. Η Αγία Σοφία εξακολουθούσε να λειτουργεί ως τζαμί, οπότε οι εργασίες έπρεπε να σταματούν κάθε Παρασκευή. Όμως οι αρχές ήσαν πρόθυμες να πραγματοποιηθούν οι εργασίες, καθώς έχτιζαν νέο τζαμί εκεί κοντά. Αυτό απελευθέρωνε το μνημείο, για να ανοίξει ως μουσείο όταν ολοκληρώνονταν οι εργασίες. Αν και μεγάλο μέρος της επιφανειακής λεπτομέρειας των πινάκων είχε χαθεί κατά τη διάρκεια των αιώνων, η αφαίρεση του ασβεστώματος αποκάλυψε μερικούς αξιόλογους πίνακες, την καλύτερη βυζαντινή αυτοκρατορική παραγγελία που επιβίωσε από τον 13ο αιώνα.4 Ο Ντέιβιντ κατάφερε να πείσει τον βαλή της Τραπεζούντας να ανοίξει τον χώρο ως μουσείο (και αντιστάθηκε στο αίτημά του να ξαναζωγραφίσει τις τοιχογραφίες για να γίνουν πιο ελκυστικές) και το μουσείο που είχε ανοίξει πρόσφατα, περιβαλλόμενο από τον αγγλικού στυλ κήπο του, έγινε σημαντικό τουριστικό αξιοθέατο στις τουρκικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας.
Τη δεκαετία του 1950 η Τραπεζούς ήταν μια απομακρυσμένη και νυσταγμένη πόλη, αποκομμένη από την υπόλοιπη Ανατολία από τα βουνά του Πόντου, ενώ η Αγία Σοφία βρισκόταν ακριβώς στα δυτικά της πόλης, σε εκείνο που ήταν ακόμη τότε ξεχωριστό χωριό. Ο Ντέιβιντ, φορώντας ψαθάκι και μπλέιζερ τις γιορτινές ημέρες, ήταν πολύ γνωστή προσωπικότητα στην πόλη. Προσέλκυε πολλούς βυζαντινιστές και ταξιδιώτες να τον επισκεφτούν, μεταξύ των οποίων η Rose Macaulay και η Freya Stark, τις οποίες συνόδευε περνώντας μέσα από την πόλη. Η Τραπεζούς έγινε η βάση για τον Ντέιβιντ Ουίνφιλντ και αργότερα για τη σύζυγό του Τζουν, για έξι μήνες τον χρόνο, ανηφορίζοντας τις κοιλάδες μέχρι τους ορεινούς βοσκοτόπους (γιαγλά) και καταγράφοντας όλα όσα μπορούσαν να βρουν από το βυζαντινό και ελληνικό παρελθόν της περιοχής, πριν αυτό χαθεί. Ουσιαστικά ολοκλήρωσαν το έργο το 1976, αλλά αυτό εμφανίστηκε μόλις μια δεκαετία αργότερα ως το δίτομο The Byzantine Monuments And Topography of the Pontos, Dumbarton Oaks Studies 10 (Washington, D.C., 1985). Το εναρκτήριο κεφάλαιο για την τοπογραφία της περιοχής δείχνει πόσο εκτεταμένα ταξίδεψε ο Ντέιβιντ και πόσο πολλά παρατήρησε. Είναι έργο τόσο ανθρωπολογίας όσο και ιστορικής γεωγραφίας, σημειώνοντας τι και πού καλλιεργείται και τρώγεται, όπως η αφήγησή του για την εποχή του χαμσί (γαύρου) και οι πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων της ακτής και εκείνων των κοιλάδων της ενδοχώρας και των ορεινών βοσκοτόπων (γιαγλά). Περαιτέρω δουλειά στην περιοχή ανέλαβαν η Σελίνα Τόμλινσον και ο Μάικλ Μπάλανς (που αργότερα παντρεύτηκαν), και μεγάλο μέρος της ενσωματώθηκε στο βιβλίο των Μπράιερ και Ουίνφιλντ. Τα ταξίδια τους ήρθαν λίγο πριν ο εκσυγχρονισμός του Πόντου παρασύρει πολλά από τα κτίρια, τα ονόματα και τις μνήμες που ξεθώριαζαν από την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923. Παρόμοιο έργο δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει τώρα.
Παρά τις καλές σχέσεις με τους ντόπιους εργάτες του, η εργασία σε ένα χριστιανικό μνημείο δεν ήταν πάντοτε εύκολη. Η άδεια του Τάλμποτ Ράις κάλυπτε επίσης τα τζαμιά Φατίχ και Γενί Τζουμά στην πόλη, δηλαδή τον πρώην καθεδρικό ναό της Χρυσοκεφάλου και την εκκλησία του Αγίου Ευγενίου. Ο Ντέιβιντ ήξερε ότι υπήρχαν πίνακες και ψηφιδωτά και στα δύο, αλλά τα σχέδια να εργαστούν εκεί έπρεπε να εγκαταλειφθούν, όταν οι εργάτες του Ντέιβιντ τον προειδοποίησαν ότι αυτό θα μπορούσε να πυροδοτήσει τοπικές ευαισθησίες.
Το 1963, όταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες στην Αγία Σοφία, δόθηκε στον Ντέιβιντ επιχορήγηση από το Marjory Wardrop Trust για γεωργιανές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (1963-65), προκειμένου να μελετήσει τις γεωργιανές εκκλησίες στις κοιλάδες γύρω από τον ποταμό Τσορούχ, στα ανατολικά της Τραπεζούντας. Αυτές είχαν μελετηθεί από Γεωργιανούς μελετητές κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής της περιοχής το 1917, αλλά από τότε είχαν «χαθεί» με την ανέγερση του «Σιδηρού Παραπετάσματος». Το έργο του Ντέιβιντ για τα γλυπτά στις εκκλησίες δημοσιεύτηκε στο Journal of Warburg and Courtauld Institutes το 1968.5 Αυτό ξαναξύπνησε το ενδιαφέρον για τις εκκλησίες, προσπάθεια που έχει γίνει πια βιομηχανία από τότε που η πρόσβαση από τη Γεωργία έγινε ξανά εφικτή μετά την ανεξαρτησία το 1991. Παρ’ όλα αυτά, όλοι οι μελετητές εξακολουθούν να βασίζονται στις φωτογραφίες και τις περιγραφές του Ντέιβιντ και στα σχέδια που έγιναν από τη Τζουν, ιδιαίτερα της διακοσμημένης στήλης στο Όσκι, η οποία έκτοτε έχει υποστεί εκτεταμένους βανδαλισμούς.
Η φήμη που κέρδισε ο Ντέιβιντ κατά τη διάρκεια της εργασίας του στην Τραπεζούντα οδήγησε στο να του ζητηθεί από τον Μάικλ Γκαφ να καθαρίσει τους πίνακες στο Εσκί Γκουμούς, ένα συγκρότημα λαξευμένο σε βράχο κοντά στη Νίγδη [της Καππαδοκίας], πράγμα που έγινε από το 1961 έως το 1964. Προκαταρκτικές αναφορές για την εκκλησία εμφανίστηκαν στο περιοδικό Anatolian Studies, αλλά η τελική δημοσίευση της εκκλησίας και των πινάκων της δεν εμφανίστηκε ποτέ μετά τον πρόωρο θάνατο του Μάικλ Γκαφ.6
Στο τέλος αυτού του έργου, ο Ντέιβιντ διορίστηκε Ερευνητικός Συνεργάτης στη Βυζαντινή Αρχαιολογία στο Dumbarton Oaks (ουσιαστικά Διευθυντής Πεδίου). Το έργο του θα είχε κυρίως ως βάση την Κωνσταντινούπολη, συνεχίζοντας τη μακρά παράδοση εργασίας εκεί, που ξεκίνησε με το Βυζαντινό Ινστιτούτο του Τόμας Ουίτμορ τη δεκαετία του 1930, το οποίο ινστιτούτο είχε αναλάβει το Dumbarton Oaks το 1963. Διαδέχθηκε τον Έρνεστ Χόκινς στη θέση του, αλλά η σχέση τους δεν ήταν εύκολη. Ωστόσο σύντομα μετατόπισε το ενδιαφέρον του στην Κύπρο, καθώς η οργάνωση της δουλειάς στην Τουρκία γινόταν πιο δύσκολη.
Η μετακόμιση στην Κύπρο αποδείχθηκε η πιο γόνιμη στη βυζαντινή σταδιοδρομία του Ντέιβιντ. Ο κατάλογος των εκκλησιών για τις οποίες εργάστηκε περιλαμβάνει όλες σχεδόν τις σημαντικές εκκλησίες του νησιού. Τα μεγάλα του έργα ήσαν η Παναγία η Φορβιώτισσα της Ασίνου (1965-67) και η Παναγία του Άρακα στα Λαγουδερά (1968-73). Εργάστηκε επίσης στις εκκλησίες της Παναγίας της Αμασγού και του Αγίου Γεωργίου στο Μονάγρι (1969-70) και επανεξέτασε το έργο που είχε αναλάβει ο Έρνεστ Χόκινς στο Πέρα Χωριό και στην Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου κοντά στην Πάφο (1969-71). Μελέτησε επίσης τα ψηφιδωτά στο Κίτι και τη Λυθράγκωμη, που τότε βρίσκονταν ακόμη στους τοίχους της εκκλησίας.
Ο Ντέιβιντ ενδιαφερόταν πάντοτε για την ευημερία των πιστών εργαζομένων της Dumbarton Oaks, ιδιαίτερα του Κώστα Ζαφεριάδη και του Ιωάννη Μακρίδη. Καλωσόριζε επίσης επισκέπτες στα διάφορα σπίτια του στο Τρόοδος, συμπεριλαμβανομένων των ανακαινισμένων μοναστηριακών κτιρίων γύρω από τα Λαγουδερά. Χωρίς τηλέφωνο, η συμβουλή για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ήταν να χτυπάει την καμπάνα της εκκλησίας, για να ζητήσει βοήθεια από το κοντινό χωριό. Τα τρία παιδιά του Ντέιβιντ —η Νάνσυ, η Νταϊάνα και ο Έντουαρντ— γεννήθηκαν όλα σε νοσοκομείο της Λευκωσίας και πέρασαν τα πρώτα τους χρόνια στα Λαγουδερά. Διδάχθηκαν να διαβάζουν από τη μητέρα τους το πρωί και ύστερα έπαιζαν με την οικογένεια του επιστάτη το απόγευμα. Ο Ντέιβιντ έφτιαχνε κρασί στα κελάρια του μοναστηριού, το οποίο ο σπιτονοικοκύρης τους, ο φοβερός επίσκοπος Κερύνειας, απολάμβανε να δοκιμάζει στις επισκέψεις του, ενώ είδη παντοπωλείου παραδίδονταν σε κουτιά-ψυγεία με το λεωφορείο του χωριού από τη Λευκωσία.
Ο καρπός όλης της δουλειάς του Ντέιβιντ ήρθε σε μια σειρά βιβλίων, φυλλαδίων και άρθρων για τη δημιουργία της βυζαντινής τέχνης. Το 1968 δημοσίευσε τις «Μεσο-βυζαντινές και υστερο-βυζαντινές μεθόδους ζωγραφικής τοιχογραφιών» (“Middle and Later Byzantine Wall Painting Methods”), που παραμένει ακόμη βασικό άρθρο για την κατασκευή τοιχογραφιών.7 Το 1981 έγραψε μαζί με τη Τζουν την Αναλογία και δομή της ανθρώπινης μορφής στη βυζαντινή τοιχογραφία και το ψηφιδωτό (Proportion and Structure of the Human Figure in Byzantine Wall Painting and Mosaic), προσπάθεια ανακατασκευής των σπονδυλωτών συστημάτων που χρησιμοποιούσαν οι καλλιτέχνες, για να καθορίσουν τις αναλογίες των μορφών που ζωγράφιζαν.8 Το βιβλίο δείχνει τόσο τις πρακτικές τους γνώσεις για τη ζωγραφική, όσο και την ικανότητά τους να αξιοποιούν βυζαντινά κείμενα για να υποστηρίξουν τα επιχειρήματά τους. Οι εκδόσεις της Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα και της Ασίνου περιλάμβαναν και οι δύο κεφάλαια του Ντέιβιντ Ουίνφιλντ για τη δημιουργία των πινάκων, αλλά η πληρέστερη αναφορά τους έγινε στην εξαιρετικά τεκμηριωμένη δημοσίευση των πινάκων στα Λαγουδερά το 2003.9 Τα πέντε χρόνια που πέρασαν ο Ντέιβιντ και η Τζουν Ουίνφιλντ πάνω σε σκαλωσιές μέσα στην εκκλησία καθαρίζοντας τα ζωγραφικά της έργα, τους επέτρεψαν να ανιχνεύσουν και πάλι με εξαιρετική λεπτομέρεια τις πρακτικές εργασίας του καλλιτέχνη. Η μελέτη τους μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τον ζωγράφο σε όλη τη διαδικασία, από τον σοβά που έστρωνε στον τοίχο μέχρι το σύστημα αναλογιών που χρησιμοποιούσε για τη διάταξη των μορφών και τη δημιουργία στρωμάτων βαφής. Εντόπισαν τις συντομεύσεις που έκανε και τις φορές που άλλαζε γνώμη. Τις ρωγμές στον σοβά που άλειφε βιαστικά αφήνοντας τα αποτυπώματα από τους αντίχειρες. Τις χαραγμένες γραμμές που επισήμαιναν το προκαταρκτικό σχέδιο, το οποίο τροποποιούσε ευφυώς στον τελικό πίνακα. Τα λάθη πάνω από τα οποία ξαναζωγράφιζε, μέχρι να επιτευχθεί ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Αν το Εγχειρίδιο του Τεχνίτη (1437) του Τζενίνο Τζενίνι10 παρουσιάζει ένα ιδεώδες μεσαιωνικών εργασιακών πρακτικών, οι Ουίνφιλντ κατέγραφαν την πραγματικότητα. Η βαθιά γνώση του Ντέιβιντ για τις εκκλησίες, του επέτρεψε να επαληθεύσει ότι ο ίδιος καλλιτέχνης είχε εργαστεί τόσο στα Λαγουδερά όσο και στην Εγκλείστρα του Νεόφυτου, όταν αναγνώρισε ότι είχαν κατασκευάσει και διαχειριστεί τον σοβά με τον ίδιο τρόπο στις δύο τοποθεσίες. Ο Ντέιβιντ πίστευε ότι η μεγαλύτερη συνεισφορά του ήταν το ξεμπέρδεμα των περίπλοκων στρωμάτων ζωγραφικής στην εκκλησία της Ασίνου, το οποίο δημοσίευσε το 1969 στο Asinou: A Guide. Η Annemarie Weyl Carr επαίνεσε πρόσφατα τη «σκελετική διαύγεια» της περιγραφής του.11
Το 1983 ο Τζάιλς Κόνσταμπλ ονόμασε «Χρυσή Εποχή» αυτή την εποχή της έρευνας πεδίου στο Dumbarton Oaks.12 Αλλά τη στιγμή που έγραφε εκείνες τις λέξεις, αυτή βρισκόταν στο παρελθόν, όπως όλες οι Χρυσές Εποχές. Η ποσότητα της εργασίας πεδίου που χρηματοδοτούνταν από το Dumbarton Oaks μειώθηκε πολύ κατά τη δεκαετία του 1970, και όταν οι εργασίες στα Λαγουδερά τελείωσαν το 1973, ο Ντέιβιντ επέστρεψε στην Αγγλία. Στη συνέχεια άρχισε να γράφει το έργο του, με χρηματοδότηση από σειρά βραχυπρόθεσμων υποτροφιών στην Οξφόρδη, ως Επισκέπτης Συνάδελφος (Visiting Fellow) στο All Souls College (1973) και στη συνέχεια ως Ανώτερος Ερευνητής (Senior Research Fellow) στο Merton College, οι οποίες συμπληρώνονταν με υποτροφίες από το Dumbarton Oaks. Το 1972 προσκλήθηκε επίσης να δώσει τις διαλέξεις Rhind Lectures στην Εταιρεία Αρχαιοτήτων της Σκωτίας (Society of Antiquities of Scotland) στο Εδιμβούργο.
Το 1979 ο Ντέιβιντ βρήκε νέα δουλειά για να αξιοποιήσει στο έπακρο τα προσόντα του, ως ιδρυτής και διευθυντής του Εργαστηρίου για τη Συντήρηση των Τοιχογραφιών στον Καθεδρικό Ναό του Καντέρμπουρυ. Ήταν υπεύθυνος για τη συντήρηση των ζωγραφικών έργων στην οροφή του Παρεκκλησίου του Ιησού. Ενώ έκανε αυτή τη δουλειά, τον προσέγγισαν το 1981 από το National Trust, για να τον κάνουν πρώτο δικό τους Επιθεωρητή Συντήρησης. Την επόμενη δεκαετία ήταν υπεύθυνος για την ίδρυση της Υπηρεσίας Συντήρησης στο National Trust, ενώ το 1982 δημιούργησε το εργαστήριο Cliveden για συντήρηση πέτρας και σοβά. Διόρισε ελεύθερους επαγγελματίες συντηρητές ως εξωτερικούς συμβούλους για τη συντήρηση και την επανορθωτική αποκατάσταση μετάλλου, δέρματος, βιτρό, τοιχογραφιών και άλλων μέσων. Το 1984 έγραψε τον πρόλογο του Εγχειριδίου … (Manual of Housekeeping) του National Trust, ενός πρακτικού οδηγού για τη φροντίδα των ιστορικών κτιρίων και των περιεχομένων τους.13 Υποστήριξε προληπτικά το δάνειο του Trust με 190 αντικείμενα στην έκθεση Treasure Houses of Britain στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον το 1985-86.
Το 1989 το Uppark, ένα υπέροχο σπίτι του 18ου αιώνα στο South Downs στο Δυτικό Σάσεξ υπέστη σοβαρές ζημιές από πυρκαγιά, λίγους μήνες αφότου ο Ντέιβιντ είχε αποσυρθεί από το National Trust. Η απόφαση να αποκατασταθεί στην κατάσταση που βρισκόταν την ημέρα πριν από την πυρκαγιά έγινε δυνατή μόνο λόγω της υποδομής που είχε δημιουργήσει ο Ντέιβιντ την προηγούμενη δεκαετία και της πεποίθησης που είχε ενσταλάξει στην οργάνωση για τις ικανότητες και τις δεξιότητες των συντηρητών που τώρα απασχολούσαν. Υπερασπιζόταν τη χρήση ασβέστη αντί για τσιμέντο (με βάση την εμπειρία του στο σβήσιμο ασβέστη στον δικό του ασβεστόλακκο στην Ασίνου) και βρισκόταν σε εγρήγορση για νέες τεχνολογίες από άλλες περιοχές. Από την επισκευή γεφυρών αυτοκινητοδρόμων πήρε τη χρήση εξουδετερωμένου πυριτικού νατρίου για την αύξηση της προστατευτικής αλκαλικότητας στο σκυρόδεμα και την εφάρμοσε στα αγάλματα από σκυρόδεμα στον κήπο του αρχοντικού Mount Stewart στη Βόρεια Ιρλανδία. Υποστήριζε επίσης τη χρήση ραντάρ και διερεύνησης με υπερήχους για τη διάγνωση διαβρωμένων μετάλλων σε ιστορικά κτίρια. Παρήγγειλε μια έρευνα, που χρηματοδοτήθηκε από την κυβέρνηση, για μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας για ιστορικά συστήματα θέρμανσης, πρόδρομο της ανάπτυξης από το National Trust της «θέρμανσης προστασίας» (conservation heating).14
Ο Ντέιβιντ ήταν εκείνος που έκανε το National Trust να πάρει στα σοβαρά την προστασία των ιστορικών περιουσιακών του στοιχείων. Περιέγραψε τη φιλοσοφία του στην έκδοση του 1991 του Manual of Housekeeping:
Ως συνταξιούχος πια Επιθεωρητής Διατήρησης για το National Trust, μπορώ να πω ότι ένα μάθημα που πήρα από τα χρόνια μου στο National Trust είναι ότι η μακροπρόθεσμη διατήρηση δεν είναι φυσική δραστηριότητα. Ως ανθρώπινα όντα, οι σκέψεις μας τείνουν να παραμένουν εντός του κύκλου ζωής της γέννησης, της ωριμότητας, της παρακμής και του θανάτου. Δεν θέλουμε να σκεφτόμαστε πέρα από τη διάρκεια της δικής μας ζωής, ενώ μεγάλο μέρος του σημερινού λαϊκού ενδιαφέροντος για τη διατήρηση της κληρονομιάς μας αφορά στην πραγματικότητα τη σημερινή απόλαυσή της παρά τους περιορισμούς που απαιτούνται για τη μακροπρόθεσμη διατήρησή της. Ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ότι η σύγχρονη ζωή και τα σύγχρονα προϊόντα ασχολούνται με την ταχύτητα και την ευκολία χρήσης, ενώ η καλή συντήρηση απαιτεί αργή και υπομονετική εργασία και είναι πάντοτε έντασης εργασίας. Η ίδια η Βίβλος έχει ζοφερή άποψη για τη διατήρηση, όπως, για παράδειγμα, στο Κατά Ματθαίον 6.19: «Μη μαζεύετε θησαυρούς πάνω στη γη, όπου τους αφανίζει ο σκόρος και η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες κάνουν διαρρήξεις και τους κλέβουν» (Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσιν καὶ κλέπτουσιν). Αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους τα μέτρα διατήρησης πρέπει να εξετάζονται συνεχώς, αντί να αντιμετωπίζονται ως ενέργειες που μπορούν να ολοκληρωθούν και μετά να ξεχαστούν.
Αυτές οι σκέψεις είναι εξίσου σχετικές με τις αγιογραφίες στις βυζαντινές εκκλησίες στις οποίες εργάστηκε, όσο και με τα μέτρα διασφάλισης υπό τη μέριμνα του National Trust.
Όταν ο Ντέιβιντ και η Τζουν «συνταξιοδοτήθηκαν», μετακόμισαν στο Isle of Mull, όπου αγόρασαν ένα αγρόκτημα στο βόρειο άκρο του νησιού. Στον απόηχο της καταστροφής στο Uppark, ένας εργάτης έβαλε κατά λάθος φωτιά στο bothy (μικρό κτίριο κτήματος), στο οποίο είχαν αποθηκεύσει τη βιβλιοθήκη, σημειώσεις και φωτογραφίες όλων των εργασιών τους τα τελευταία πενήντα χρόνια. Η απώλεια ήταν τρομερή, αλλά ο Ντέιβιντ και η Τζουν επέμειναν να αναστήσουν τις σπουδές τους από ό,τι είχαν διασωθεί και από τις αναμνήσεις τους. Ευτυχώς, αντίγραφα πολλών από τις φωτογραφίες τους είχαν κατατεθεί στη Βιβλιοθήκη Conway στο Ινστιτούτο Τέχνης Courtauld και στο Dumbarton Oaks. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών (όταν δεν πρόσεχαν τα πρόβατα των επισκεπτών τους στο εξοχικό τους) ο ίδιος και η Τζουν κατάφεραν να καταγράψουν το έργο τους για την Κύπρο, με αποτέλεσμα τη μονογραφία για τα Λαγουδερά και ένα κεφάλαιο για τη ζωγραφική του νάρθηκα του Αγίου Γεωργίου στην πρόσφατη δημοσίευση για την Ασίνου. Έχει ακόμα δουλειά για το La Maniera Greca, μονογραφία για την επίδραση των Βυζαντινών τεχνιτών στην πρώιμη ιταλική Αναγέννηση, που αναμένεται να κυκλοφορήσει το 2014.
Ο Ντέιβιντ συνέχισε να ταξιδεύει από το Mull στο Ινστιτούτο Courtauld για να δώσει διαλέξεις στους φοιτητές του Τμήματος Συντήρησης Τοιχογραφιών για το έργο του, αν και γνώριζε πολύ καλά πόσο είχε προχωρήσει η επιστήμη της συντήρησης τοιχογραφίας από τη δεκαετία του 1950. Άφησε επίσης στο τμήμα μικρή συλλογή από πεσμένα θραύσματα ζωγραφισμένου γύψου που είχε συλλέξει νωρίς στην σταδιοδρομία του, τα οποία έχουν αποδειχθεί ανεκτίμητη πηγή ανάλυσης μεταξύ των μελετητών. Συνέχισε να καλωσορίζει φίλους και μαθητές στο σπίτι του στο Mull.
Το έργο του Ντέιβιντ αναγνωρίστηκε το 1974, όταν του απονεμήθηκε ΜΒΕ για υπηρεσίες στη συντήρηση.
Αν και αυτή είναι νεκρολογία του Ντέιβιντ Ουίνφιλντ, οποιαδήποτε αφήγηση της ζωής και του έργου του πρέπει να αναγνωρίζει τον ρόλο που έπαιξε η σύζυγός του Τζουν (το γένος Γουέινραϊτ). Γνωρίστηκαν όταν βγήκε στην Τραπεζούντα ως σχεδιάστρια και τον συνόδευε σε όλες τις επόμενες εργασίες του. Η Τζουν έκανε προσεκτικά σχέδια σε όλες τις τοποθεσίες, πολλά από τα οποία έχουν δημοσιευτεί στα έργα τους.
Στις αρχές του 2013 ο Ντέιβιντ ήταν ακόμη καλά πληροφορημένος για τον βυζαντινό κόσμο, όταν πρωτοεμφανίστηκαν φήμες ότι υπήρχαν σχέδια να ξανανοίξουν την Αγία Σοφία στην Τραπεζούντα ως τζαμί και πάλι. Η τουρκική κυβέρνηση πραγματοποίησε τη μετατροπή τον Ιούλιο, λίγο πριν από τον θάνατο του Ντέιβιντ. Οι πίνακες που τόσο προσεκτικά συντήρησε ο Ντέιβιντ κρύβονται τώρα πίσω από μια δομή αντίσκηνου που φτιάχτηκε μέσα στην εκκλησία, ενώ το υπέροχο δάπεδο καλύπτεται από μόνιμα τοποθετημένο χαλί.
Ο Ντέιβιντ Ουίνφιλντ ήταν τυχερός που μπόρεσε να εργαστεί στην Τουρκία και την Κύπρο όταν υπήρχε διαθέσιμη χρηματοδότηση και οι κυβερνήσεις ήσαν πρόθυμες να υποστηρίξουν το άνοιγμα και τη συντήρηση των βυζαντινών μνημείων τους. Αντάμειβε με τη σχολαστική και προσεκτική δουλειά του εκείνους που του εμπιστεύονταν τα μνημεία τους. Η εμφάνιση του τόμου για την Ασίνου το 2012 σημαίνει ότι υπάρχουν πλέον εκδόσεις για όλες τις εκκλησίες στις οποίες είχε εργαστεί. Θα συνδέεται πάντα με τους πίνακες που εργάστηκε και θα τον θυμόμαστε ως σεμνό, ευγενικό και υποστηρικτικό φίλο και συνάδελφο.